Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

O στρατηγός απόκαμε…



Τον περασμένο Μάιο δήλωσε στη Βουλή: «[…] χρειάζεται συστράτευση, πανστρατιά. […] Είμαστε σε συνθήκες πολέμου. Χρειάζεται εθνική επιστράτευση, εθνική συστράτευση, ενότητα». Στη συνάντησή του με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον περασμένο Οκτώβριο, επανέλαβε μια παρόμοια δήλωση: «εδώ πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι κάνουμε έναν πόλεμο». Ο υπουργός Οικονομικών και αντιπρόεδρος δύο κυβερνήσεων κ.Βενιζέλος, τον οποίο δεν θα μπορούσε να μεμφθεί κανείς για φραστική λιτότητα, δύσκολα αντιστέκεται στον τσορτσιλικό πειρασμό - να θεωρήσει τον εαυτό του ηγέτη στρατεύματος σε καιρό πολέμου!

Δεν είναι ο μόνος. Ο κ.Παπανδρέου Γ΄ χρησιμοποίησε επανειλημμένα τη γλώσσα του πολέμου, ενώ, πρόσφατα, ο κυβερνητικό εκπρόσωπος κ.Καψής υπογράμμισε τον έκτακτο, πολεμικό χαρακτήρα της οξείας κρίσης που μαστίζει τη χώρα. Χαρακτήρισε την κυβέρνηση Παπαδήμου «πολεμική κυβέρνηση», τονίζοντας ότι «αυτό που πρέπει να καταλάβουν όλοι είναι ότι είμαστε σε πόλεμο. Αν δεν υπογράψουμε τη συμφωνία, θα βρεθούμε εκτός ευρώ».

Η γλώσσα του πολέμου είναι κατανοητή υπό τις περιστάσεις – αρκεί να συνειδητοποιούσαν οι χρήστες της τι συνεπάγεται! Μια χώρα γονατισμένη, που μάχεται για την οικονομική της επιβίωση, μοιάζει να έχει εμπλακεί σε πόλεμο. Ο εχθρός δεν είναι, βέβαια, ευδιάκριτος, δεδομένου ότι τα ελλείμματα και το χρέος δεν είναι απέναντί μας (όπως ένας εχθρός), αλλά μέσα μας, αποτελέσματα ιστορικών εθισμών και νοοτροπιών. Ίσως να ήμασταν πιο κοντά στην πραγματικότητα αν παραλληλίζαμε την αγωνιώδη προσπάθεια της χώρας για οικονομική επιβίωση αντίστοιχη με τη μάχη τους ασθενούς κατά του καρκίνου. Τα ελλείμματα, όπως τα καρκινικά κύτταρα, τα παράγουμε εμείς οι ίδιοι. Συμβιώνουμε για δεκαετίες με τον εχθρό.

Το πρόβλημα όμως είναι ότι η κυβερνώσα ελίτ δεν παίρνει τα λόγια της στα σοβαρά: μιλά για πόλεμο αλλά δεν συμπεριφέρεται σα να είναι σε πόλεμο. Δεν πρόκειται μόνο για το γεγονός ότι η σχεδόν πεντηκονταμελής κυβέρνηση Παπαδήμου περιέχει, σε μεγάλο βαθμό, ό,τι πιο ανίκανο, φθαρμένο και, σε μερικές περιπτώσεις, απλώς γελοίο υλικό απαρτίζει το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Ούτε μόνο για το γεγονός ότι (και) η κυβέρνηση Παπαδήμου έχει για αντιπρόεδρο (Α΄ ή Β΄ θα σας γελάσω…) έναν κύριο με τρυφηλή φυσιογνωμία, ο οποίος, σύμφωνα με δική του ομολογία, έχει «μόνο συμβουλευτικές, όχι νομοθετικές αρμοδιότητες» και, ο οποίος, για να γεμίσει τον ελεύθερο χρόνο του, κάνει δήθεν αυτοκριτικές δηλώσεις στα ΜΜΕ, παραχωρεί αφειδώς συνεντεύξεις και, κατά δήλωσή του, συγγράφει βιβλίο, στο οποίο θα τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του (για τον οποίο θα τον θυμούνται οι επόμενες γενιές, αφού το πολιτικό του έργο είναι σχεδόν ανύπαρκτο) «όλοι μαζί τα φάγαμε», παραμένοντας παρ’ όλα αυτά υπουργός! (Παρεμπιπτόντως, αν ήθελε η κυβέρνηση Παπαδήμου να πείσει για την αναγκαιότητα της εργασιακής εφεδρείας θα έδινε το καλό παράδειγμα: θα άρχιζε με τους ουκ ολίγους πλεονάζοντες υπουργούς της, αρχής γενομένης με τον κ.Αντιπρόεδρο (Α΄ ή Β΄, μου διαφεύγει…). Αλλά πότε οι πολιτικάντηδες έδωσαν το καλό παράδειγμα για να το κάνουν τώρα…).

Ας επανέλθω, όμως, στο θέμα της πολεμικής γλώσσας. Έλεγα ότι η κυβερνώσα τάξη μιλά για πόλεμο, αλλά δεν συμπεριφέρεται σα να είναι η χώρα σε πόλεμο. Άνθρωποι που αγνοούν την έννοια της συνέπειας (εκτός κι αν αφορά τα συμφέροντά τους), αδυνατούν να είναι συνεπείς με την ίδια τους τη γλώσσα: δεν κατανοούν τις συνεπαγωγές – τις συμπεριφορικές επιπτώσεις - της γλώσσας που χρησιμοποιούν. Δεν εκπλήσσει, λοιπόν, που η γλώσσα τους εκπίπτει σε φλύαρη κενολογία• γι αυτό δεν πείθουν, ούτε συγκινούν, ακόμα κι όταν χρησιμοποιούν δραματικά ρητορικά σχήματα.
Δείτε τις πρόσφατες δηλώσεις Βενιζέλου: «Δυστυχώς όλες οι θεμελιώδεις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προγνώσεις του αρχικού προγράμματος - του μνημονίου - δεν επιβεβαιώθηκαν. Είμαι εξουθενωμένος, μένω εδώ από εθνικό καθήκον», είπε. Φαντάζεστε τον Τσόρτσιλ να λέει, μετά τις πρώτες ήττες των Συμμάχων στον Πόλεμο: «η στρατηγική μας απέτυχε. Είμαι εξουθενωμένος»; Φαντάζεστε τη Σαν Σου Κι, τον Νέλσον Μαντέλα, ή τον Λεχ Βαλέσα να ομολογούν ηττοπαθώς ότι νοιώθουν «εξουθενωμένοι» από τον αγώνα τους;

Όχι, δεν το φαντάζεστε. Γιατί οι ηγέτες αυτοί ήταν (και η Σαν Σου Κι εξακολουθεί να είναι) αφοσιωμένοι στον αγώνα τους, γνώριζαν ότι σε αυτούς προσβλέπουν πολλοί άλλοι που δεν έπρεπε να διαψεύσουν• ο τελικός σκοπός τους είχε συνεπάρει τόσο πολύ που υπήγαγαν σε αυτόν τη συνολική τους ύπαρξη. Τέτοιοι ηγέτες δεν μιλούν απλώς για «μάχες», «αγώνες» και «πολέμους» - ζουν μαχόμενοι, αγωνιζόμενοι, πολεμώντας. Δεν σκέπτονται την επόμενη μέρα με όρους σταδιοδρομικής επιβίωσης• το «εθνικό καθήκον» δεν είναι γι αυτούς ρητορικός πομφόλυγας αλλά κατευθυντήριος τρόπος ζωής• η ηττοπάθεια και η «εξουθένωση» είναι πολυτέλειες που δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους.

Δεν μπορεί να νοιώθει ένας ηγέτης «εξουθενωμένος»; Ακόμα κι αν το νοιώσει, δεν πρέπει να το κοινολογήσει. Όπως λίγο-πολύ κι ένας γονιός. Όταν έχεις ευθύνη για άλλους, η ελπίδα είναι καθήκον σου. Δεν μπορείς να μεταφέρεις ανεπεξέργαστα την αβεβαιότητα που αντιμετωπίζεις σε αυτούς που σε ακολουθούν. Από τη θέση σου βλέπεις πολύ περισσότερα από τους υπόλοιπους. Τη γνώση σου αυτή πρέπει να τη χρησιμοποιήσεις για να εμπνεύσεις, όχι για να μοιραστείς δήθεν αυθεντικά με τους άλλους τις αγωνίες σου. Ο ρόλος σου υπαγορεύει τη συμπεριφορά σου. Έχεις υποχρέωση να μην απογοητεύσεις αυτούς που προσβλέπουν σε σένα. Ο ηγέτης καθοδηγεί, δεν καλλιεργεί ηττοπάθεια• εμψυχώνει, δεν μεταφέρει απόγνωση.

Μα δεν πρέπει ο ηγέτης να περιγράφει τις δυσκολίες; Μήπως πρέπει να εξωραΐζει την πραγματικότητα; Να καλλιεργεί φρούδες ελπίδες; Όχι, βέβαια. Οι συγκλονιστικότερες στιγμές ενός ηγέτη, οι στιγμές που σφυρηλατεί δεσμούς εμπιστοσύνης με αυτούς που τον ακολουθούν, δεν είναι όταν ωραιοποιεί τα πράγματα, αλλά, αντιθέτως, όταν ονοματίζει τις δυσκολίες: Θυμηθείτε τον Τσόρτσιλ: «δεν έχω τίποτε να σας προσφέρω παρά μόνο ιδρώτα, δάκρυα, και αίμα». Η ελπίδα δεν γεννάται με ενέσεις τεχνητής αισιοδοξίας, αλλά με εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας. Χρέος του ηγέτη είναι να μας πείσει ότι μπορούμε να πιστεύουμε στις δυνάμεις μας, ακόμα κι όταν τα εμπόδια φαίνονται ανυπέρβλητα και το ηθικό μας κλονίζεται. Οι ηγέτες έχουν το ψυχικό σθένος του μαχητή• οι ψευδο-ηγέτες ομολογούν την ήττα τους την ώρα του πολέμου, μη διαθέτοντας, τουλάχιστον, τη γενναιότητα της παραίτησης από το αξίωμά τους. Θέλουν να είναι στρατηγοί στα εύκολα! Μένουν δήθεν από «εθνικό καθήκον», ενώ το μυαλό τους είναι στην πολιτική τους επιβίωση.

Η χώρα εν πολλοίς κυβερνάται από ανθρώπους που δεν πίστεψαν ποτέ σε οτιδήποτε άλλο εκτός από το συμφέρον τους. Χρειάζεται πολύ σοφία για να συμπεράνει κανείς ότι, με τέτοιους στρατηγούς, είναι μάλλον απίθανο να κερδηθεί ο πόλεμος;


Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Το νερό της Φουκουσίμα


Τετάρτη, 30 Νοεμβρίου 2011. Τα κύρια άρθρα του διεθνούς Τύπου αναφέρονται, φυσικά, στην πρωτοφανή κρίση του ευρώ. Οι πολυεθνικές εταιρίες, πάντοτε εχθρικές στις εκπλήξεις, εντάσσουν ήδη στα σχέδιά τους το σοβαρό ενδεχόμενο κατάργησης του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος. Η αβεβαιότητα και η αγωνία κυριαρχούν. Ποιο είναι το πρώτο θέμα στο ελλαδικό κανάλι με τη μεγαλύτερη τηλεθέαση ειδήσεων; Η απουσία των κκ.Αβραμόπουλου και Δήμα από το υπουργικό συμβούλιο της ημέρας, ρεπορτάζ για το σχετικό παρασκήνιο και τα επικριτικά σχόλια «πράσινων» υπουργών, και, φυσικά, έμμεσες υποδείξεις στον πρωθυπουργό! Τέτοιας ποιότητας ΜΜΕ (στην «ευπρεπή» τους μάλιστα εκδοχή!) διαμορφώνουν την κοινή γνώμη στην Ελλάδα…

Αν η αδυναμία της διάκρισης του μείζονος από το έλασσον, αποτέλεσμα μικρονοϊκής εσωστρέφειας, χαρακτηρίζει τη γλώσσα των πλείστων ελλαδικών ΜΜΕ, η ξεδιάντροπη υποκρισία διακρίνει τη γλώσσα των περισσότερων πολιτικών. Τα παραδείγματα είναι άφθονα. Ο Χρυσοχοϊδης διαπιστώνει εμβριθώς ότι «η πολιτική μας οδήγησε σε αδιέξοδο και εθνική ταπείνωση». Ο Πάγκαλος, σε μια δυσεύρετη στιγμή νηφαλιότητας, μας κοινοποιεί τη βαθυστόχαστη γνωμάτευση ότι «το Μνημόνιο απέτυχε γιατί εμείς αποτύχαμε». Η Γεννηματά, σε συζήτηση στη Βουλή για τα σκανδαλώδη δάνεια της Τράπεζας Αττικής στα δύο μεγάλα κόμματα με εγγύηση μελλοντικές κρατικές χορηγίες, δηλώνει πομπωδώς ότι η κρατική χρηματοδότηση είναι «απαραίτητη προκειμένου να θωρακίσουμε το πολιτικό σύστημα απέναντι σε φαινόμενα διαπλοκής»!

Τι διαπερνά τη γλώσσα αυτών των πολιτικών (και αναρίθμητων άλλων); Σωστά: είναι η γλώσσα της υποκρισίας και του αυτο-εξυπηρέτησης. Είναι καινούριο αυτό; Όχι, δεν είναι, αν και η ένταση του φαινομένου είναι μεταβλητή. Οι πολιτικοί είναι υποχρεωμένοι, σε κάποιο βαθμό, να ψεύδονται, να αποκρύπτουν, και να συμπεριφέρονται καιροσκοπικά: απευθυνόμενοι σε διαφορετικά ακροατήρια, ωθούνται να λένε διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς ανθρώπους∙ τους ενδιαφέρει να κατισχύσουν σε ένα ανταγωνιστικό πολιτικό παιχνίδι, γι αυτό μεταχειρίζονται τη γλώσσα «στρατηγικά»∙ είναι υποχρεωμένοι να υπερασπίζονται κοινές αξίες (π.χ. δημόσιο συμφέρον), τις απαιτήσεις των οποίων δεν μπορούν με συνέπεια να υπηρετήσουν στον πραγματικό κόσμο, αλλά πρέπει, ωστόσο, να εμφανίζονται ότι υπηρετούν!

Δείτε τη γλώσσα της Γεννηματά. Πρέπει να εμφανιστεί ρητορικά κατά της «διαπλοκής», αφού η διαπλοκή παραβιάζει την αξία της ισονομίας. Το κάνει με περισσή υποκρισία. Αφενός μεν αποσιωπά ότι έχει η ίδια ωφεληθεί από τη διαπλοκή (με ειδική ρύθμιση μετατάχθηκε από την Εθνική Τράπεζα, όπου είχε προσληφθεί, εντελώς αξιοκρατικά εννοείται, το 1986, στις υπηρεσίες της Βουλής, όπου μέχρι πρότινος «εργάζονταν»…), αφετέρου δε αποκρύπτει την κραυγαλέα διαπλοκή μεταξύ του κύριου δανειστή των κομμάτων (της κρατικής Αγροτικής Τράπεζας) και των κομμάτων εξουσίας. Ποιοί διετέλεσαν επί σειρά ετών διοικητές της ΑΤΕ; Ο κ.Λάμπρου, ταμίας κάποτε του ΠΑΣΟΚ, και ο κ.Μηλιάκος, κουμπάρος του Καραμανλή Β’. Η ρητορική κατά της «διαπλοκής» αποσκοπεί να αποκρύψει το φαινόμενο της διαπλοκής! Η υποκρισία είναι η βέλτιστη στρατηγική για έναν πολιτικάντη.

Εκτός από την υποκριτική υπάρχει και η καιροσκοπικά εργαλειακή χρήση της γλώσσας. Η γλώσσα εδώ σημαίνει ό,τι εγώ κάθε φορά θέλω να σημαίνει. Η ομιλία αποσυνδέεται από τον ομιλητή: οι εκάστοτε απόψεις του συνιστούν ανεξάρτητα στιγμιότυπα λόγου, ανάλογα με τη συγκυρία και τις αυτο-εξυπηρετικές προθέσεις του, χωρίς απαιτήσεις συνοχής μεταξύ τους. Ο καιροσκόπος λέει ό,τι κάθε φορά τον συμφέρει να πει. Οι χρήστες της καιροσκοπικά εργαλειακής γλώσσας δεν δεσμεύονται από προηγούμενες θέσεις τους, δεν θεωρούν ότι η μέχρι τώρα διαδρομή τους θέτει αιτήματα αφηγηματικής συνοχής και λογικής συνέπειας, γι αυτό και αισθάνονται ότι μπορούν να ασπάζονται οποιαδήποτε άποψη συγκυριακά τους εξυπηρετεί. Στην καλύτερη περίπτωση, εκλαμβάνουν το λόγο τους ως αφηρημένο επιχείρημα, ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη εκφορά του.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η γλώσσα των Χρυσοχοϊδη, Πάγκαλου και Βενιζέλου. Οι δύο πρώτοι καθίστανται αίφνης επικριτικοί σχολιαστές των πεπραγμένων της κυβέρνησης Παπανδρέου, στην οποία όχι μόνο συμμετείχαν αλλά όλες τις επιλογές τη οποίας ενθουσιωδώς υποστήριζαν! Ο Βενιζέλος εκφράστηκε ενθέρμως υπέρ του παπανδρεϊκού δημοψηφίσματος («λύτρωση», το χαρακτήρισε!), για να το αποκηρύξει με την ίδια θέρμη την επομένη! Ως καλός δικηγόρος αναλαμβάνει να υπερασπίσει οποιαδήποτε υπόθεση του ανατεθεί ή τον εξυπηρετεί...

Οι χρήστες της καιροσκοπικά εργαλειακής γλώσσας ενδέχεται, ενίοτε, να λένε σωστά πράγματα, πλην όμως, υπάγοντας το λόγο τους στα καιροσκοπικά συμφέροντά τους, μειώνεται δραστικά η πειθώ τους. Γι αυτό έχουμε συχνά την αίσθηση ότι κενολογούν: ο λόγος τους είναι σκηνοθετημένος, δεν εναρμονίζεται με τις βαθύτερες πεποιθήσεις τους, αποσκοπεί σε καιροσκοπικό πλεονέκτημα.
Ο Χρυσοχοϊδης διακηρύσσει ότι «πρέπει επιτέλους να επανακτήσουμε ένα ηθικό πλεονέκτημα», δίχως να αντιλαμβάνεται ότι αυτό δεν αποκτάται με διακηρύξεις αλλά με πράξεις. Όποιος θέλει να πείσει για την εντιμότητά του, δεν τη διακηρύσσει - ζει έντιμα. Όποιος θέλει να αποκτήσει ηθικό πλεονέκτημα, δεν το διατρανώνει - επιβάλλει έγκαιρα στον εαυτό του αντίστοιχες συμπεριφορές, υπάγει το εγώ του σε κάτι ευρύτερο από αυτόν, και αναλαμβάνει το κόστος της μείωσης του καιροσκοπισμού του. Ο βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος της Ιαπωνίας, θέλοντας πρόσφατα να πείσει ότι το νερό της Φουκουσίμα είναι πλέον πόσιμο, το πίνει - δεν μας λέει απλώς ότι είναι πόσιμο.

Ο λόγος πείθει όταν συντονίζεται με την κοινή εμπειρία, που θα πει: όταν σαρκώνεται σε αντίστοιχες συμπεριφορές. Οι στυλοβάτες ενός φαύλου πολιτικού συστήματος αδυνατούν βεβαίως να το κατανοήσουν – τους λείπουν οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις…