Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

Ο κούκος που δεν θα φέρει την άνοιξη


Μετά από τρεις μήνες διακυβέρνησης, είναι πλέον εμφανής η δυσκολία του πρωθυπουργού να πάρει γρήγορες, συνεπείς και στρατηγικά σχεδιασμένες αποφάσεις, ιδιαίτερα στην οικονομία. Δεν εκπλήσσει. Θέλει από τη μια να είναι συνεπής με όσα «φιλολαϊκά» μέτρα αφρόνως εξήγγειλε προεκλογικά, αλλά από την άλλη πιέζεται από την αμείλικτη οικονομική πραγματικότητα Αποτέλεσμα; Βραδύτητα, παλινωδίες, αντιφάσεις. Ετοιμάζει πρόγραμμα περικοπών στις δημόσιες δαπάνες, αλλά συναινεί στην πανάκριβη εθελούσια έξοδο των λιμενεργατών του Πειραιά• παγώνει τους «υψηλούς» μισθούς στο δημόσιο, αλλά αρνείται να περικόψει τα σκανδαλώδη προνόμια των υπαλλήλων της Βουλής• θέλει να μαζέψει φόρους, αλλά σπέρνει τη σύγχυση. Λαϊκισμός και υπευθυνότητα δύσκολα συμβιβάζονται.

Υποτίθεται ότι το καινούριο στοιχείο που κομίζει στο δημόσιο βίο ο πρωθυπουργός είναι η ανοιχτή διακυβέρνηση: η διαβούλευση και η αλλαγή του τρόπου στελέχωσης του κράτους με την υποβολή βιογραφικών. Καινούρια ιδέα πράγματι είναι, αλλά δεν συνιστά «επανάσταση» - αλλαγή υποδείγματος – όπως ο ίδιος δήλωσε• είναι μια νέα κίνηση στο υπάρχον παιχνίδι. Αλλαγή υποδείγματος θα συνιστούσε η ανατροπή, όχι η ανακαίνιση, βαθιών ελλαδικών δομών, όπως είναι η χρόνια πολιτικοποίηση του κράτους. Η πραγματική τομή λ.χ. θα ήταν η δημιουργία μιας πολιτικά ανεξάρτητης ελίτ στη δημόσια διοίκηση. Ο Παπανδρέου δεν επέλεξε τους άριστους έναντι των αρεστών για να στελεχώσουν τα υπουργεία, αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, τους άριστους μεταξύ των αρεστών. Θα διόριζε ποτέ ο πρωθυπουργός της Σουηδίας επικεφαλής της υπηρεσίας δίωξης οικονομικού εγκλήματος έναν συνδικαλιστή του κόμματός του;

Ο Παπανδρέου Γ’ είναι ένας αμλετικός χαρακτήρας: διαπερνάται από αμφιβολίες που μειώνουν την αποφασιστικότητα της δράσης του. Το βλέπει κανείς και στη γλώσσα του σώματός του – αποπνέει αβεβαιότητα και προσωρινότητα. Ξέρει πως θάθελε να είναι η Ελλάδα («η Δανία του Νότου»), έχει τα σωστά φιλελεύθερα-κοινωνιστικά ένστικτα, αλλά δεν γνωρίζει πώς να τα μεταποιήσει σε βιώσιμες στρατηγικές αλλαγής, γι αυτό και εξαντλείται σε κοινότοπες γενικότητες. Μεγάλωσε σε μια προβεβλημένη πολιτική οικογένεια, κύριο γνώρισμα της οποίας ήταν η «φιλολαϊκότητα» - να είναι αρεστοί στο «λαό» - γι αυτό και δυσκολεύεται να πάρει τις σκληρές αποφάσεις που το κυβερνάν αναπόφευκτα επιβάλλει. Οι Παπανδρέου έμαθαν να υπόσχονται, να παρέχουν στους «μη προνομιούχους», όχι να τους δυσαρεστούν.

Ο πρωθυπουργός δεν διαθέτει βιωματική γνώση των προβλημάτων, βλέπει την Ελλάδα με την οπτική γωνία ενός «φιλέλληνα» που εκπλήσσεται με την αθλιότητα της χώρας, αλλά δεν γνωρίζει βαθιά, σωματικά, τον ψυχισμό της, τις φοβίες της, τους ιστορικούς εθισμούς της, κι αυτό φαίνεται στον άνευρο λόγο του. Αναπληρώνει την ελλιπή γνώση του ελλαδικού πλαισίου με γενικόλογες διακηρύξεις και δάνεια ιδεολογήματα («διαβούλευση», «συμμετοχή»).

Ο κ.Παπανδρέου έγινε πολιτικός επειδή γεννήθηκε σε πολιτική οικογένεια, η καρδιά του όμως είναι αλλού. Πριν από κάμποσα χρόνια, σε μια στιγμή αυθεντικότητας, εξέφρασε σε συνέντευξή του την επιθυμία ότι, αν δεν ήταν πολιτικός, θα ήθελε να ηγείται μια Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης. Ο κ.Παπανδρέου δεν έχει νοοτροπία κυβερνήτη, αλλά επικεφαλής think tank, περιβαλλοντικής ή φιλανθρωπικής οργάνωσης – ανθρώπου, δηλαδή, που δεν τον έλκει τόσο η εκτελεστική όσο η συμβολική εξουσία. Γι αυτό του πάει ο ρόλος του προέδρου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, όπως θα του ταίριαζε ο ρόλος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ ή του προέδρου της Διεθνούς Αμνηστίας. Ο ενδιάθετος κοσμοπολιτισμός του και μια αμερικανικής προελεύσεως σωτηριολογική προδιάθεση τον ωθούν να ασχολείται ενεργά με τα διεθνή κοινά. Με την εγχώρια πολιτική πλήττει, πιθανόν επειδή θα πρέπει να ασχοληθεί και με τη «λάντζα», όχι μόνο με υψιπετείς σκοπούς• ίσως θεωρεί τα δημόσια ήθη πολύ πρωτόγονα για τη δική του «εκλεπτυσμένη» νοοτροπία (περίπτωση Ρατζίβ Γκάντι)• ή πιθανότατα δεν θέλει να φθείρει το «φιλολαϊκό» του προφίλ. Σε κάθε περίπτωση, δίνει την εντύπωση ανθρώπου που παρατηρεί αλλά δεν μετέχει.

Είναι πειστικός όταν μιλάει για θέματα μειονοτήτων και μεταναστών (για τα οποία έχει προσωπική εμπειρία και ευαισθησία). Οι καλύτερες στιγμές του είναι όταν ενεργεί ως υπουργός Εξωτερικών – ένας ρόλος που εμπεριέχει λιγότερο την άσκηση εκτελεστικής εξουσίας και περισσότερο τη διαβούλευση. Όπως προσφυώς ελέχθη, ο Παπανδρέου είναι ένας υπουργός Εξωτερικών με αρμοδιότητες πρωθυπουργού. Ουσιαστικά είναι ένας do-gooder που αισθάνεται άβολα με συγκρούσεις. Η περιλάλητη «διαβούλευση» είναι ένας εύσχημος τρόπος να μην αποφασίζει.

Εκπλήσσονται μερικοί με τις κυβερνητικές «αρρυθμίες» και τον ανεπαρκή συντονισμό. Κακώς. Είχαμε αρκετά δείγματα γραφής από τον πρωθυπουργό με την ιδιότητά του ως προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Η παροιμιώδης χαλαρότητα του κόμματος, τα διαρκώς ανανεούμενα όργανα, η απρόβλεπτα μεταβλητή γεωμετρία των ανθρώπων που τον περιβάλλουν, και η απουσία πολιτικών ανακλαστικών, ήταν ήδη γνωστά. Γιατί να κάνει κάτι διαφορετικό ως πρωθυπουργός; Οι αρρυθμίες σύντομα θα εξελιχθούν σε εμφράγματα.

Όσοι περίμεναν ο νέος πρωθυπουργός όχι μόνο να γυρίσει σελίδα, αλλά να αλλάξει βιβλίο, πιθανότατα θα απογοητευθούν. Οι βαθιές δομές που καθηλώνουν τη χώρα είναι αμφίβολο αν θα αλλάξουν. Αλλαγές θα γίνουν, αλλά θα είναι ασύνδετες και περιπτωσιακές. Νέοι θεσμοί πιθανόν να δημιουργηθούν, αλλά οι υπάρχοντες είναι λιγότερο πιθανό να μεταρρυθμιστούν σοβαρά. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε ρήξη με τον κομματισμό, τον κρατισμό, την πολιτική πόλωση, το λαϊκισμό, τον κομματικό καιροσκοπισμό - ρήξη, δηλαδή, με όσα συνέχουν το σημερινό πολιτικό σύστημα, ένα νέο παιχνίδι. Η χώρα χρειάζεται επειγόντως έναν Ελευθέριο Βενιζέλο, αλλά επιλέγει πολιτικές μετριότητες. Φυσικά το πληρώνει – κυριολεκτικά!

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010

Ζούμε με δανεικά, σε χρόνο δανεικό


Ο τρόπος με τον οποίο, ως οργανωμένη κοινωνία, αντιμετωπίζουμε χρόνια προβλήματα, ιδιαίτερα εκείνα που έχουν σχετικά σαφή δομή, εγνωσμένα μοτίβα εξέλιξης και παράγουν προβλέψιμα αποτελέσματα, δείχνει τη στάση μας απέναντι στο χρόνο. Κατά πόσον, δηλαδή, θεωρούμε ότι μπορούμε να επηρεάσουμε το μέλλον σύμφωνα με τις αξίες μας ή, αντίθετα, επικεντρώνουμε ευδαιμονιστικά τις προσπάθειές μας στην καιροσκοπική ικανοποίηση τρεχουσών αναγκών.

Η ελλαδική κοινωνία έχει κάνει τις επιλογές της τα τελευταία τριάντα χρόνια. Επιβραβεύοντας ηγέτες και αντιλήψεις που μεταθέτουν χρόνια προβλήματα στο μέλλον, δείχνει να προτιμά την ανερμάτιστη από τη στρατηγική ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών. Είμαστε η χώρα της συστημικής αναβλητικότητας. Οι θεσμοί μας, ιδιαίτερα αυτοί της εκτελεστικής εξουσίας, αδυνατούν να ενεργήσουν στρατηγικά. Αρκούνται στη μικρο-διαχείριση της αθλιότητας• ο χρονικός ορίζοντας δράσης τους, στην καλύτερη περίπτωση, συν-εξελίσσεται με τον εκλογικό κύκλο. Το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του, μέσα από πρακτικές πολωτικής αντιπαράθεσης και χυδαίου λαϊκισμού, αδυνατίζει την όποια ικανότητα της εκάστοτε κυβέρνησης να σχεδιάζει και να δρα με μακροπρόθεσμα κριτήρια.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ασφαλιστικό. Η διαχρονική εξέλιξη του προβλήματος είναι γνωστή και αποτυπώνεται σε πληθώρα σχετικών μελετών (βλέπε λ.χ. το βιβλίο του Τ. Γιαννίτση, «Το ασφαλιστικό (ως ορφανό της πολιτικής) και μια διέξοδος», Πόλις, 2007). Ξέρουμε τι μας περιμένει. Εκτός από την τεράστια εισφοροδιαφυγή και την κακή οργάνωση του συστήματος, μια σειρά δομικών εξελίξεων, όπως η πληθυσμιακή γήρανση, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, και η επιμήκυνση του χρόνου εκπαίδευσης, οδηγούν στη συνεχή μείωση της σχέσης ασφαλισμένων-συνταξιούχων (4:1 το 1970, 2,26:1 το 1995, 1,79:1 το 2005, 1,29 το 2050) και σε διαρκή αύξηση των δημοσίων δαπανών για συντάξεις (ως ποσοστό του ΑΕΠ: 12,6% το 2000, 15,4% το 2020, 23,8% το 2040). Γνωρίζουμε τον κίνδυνο, αλλά, σαν να έχουμε καταληφθεί από συλλογικό λήθαργο, δεν κάνουμε κάτι ρηξικέλευθο να τον αντιμετωπίσουμε. Ξορκίζουμε το μέλλον με ιδεοληπτικές κραυγές. Βλέπουμε το τσουνάμι να έρχεται και κλείνουμε τα παράθυρα!

Πως παράγεται η συστημική αναβλητικότητα; Οι κυρίαρχες αξίες του πολιτικού μας συστήματος (ψηφοθηρία, καιροσκοπισμός, θεσμική ατροφία, έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς), συγκροτούν ένα διαμορφωτικό της κυβερνητικής πράξης λαϊκιστικό λογοπλαίσιο, το οποίο ακυρώνει τον μακροπρόθεσμο ορθολογικό σχεδιασμό, ακόμη κι εκεί που αυτός είναι κατ’ εξοχήν εφικτός (όπως στην περίπτωση του ασφαλιστικού). Ο πρώην υπουργός Εργασίας Τ. Γιαννίτσης, ένας μεταρρυθμιστής σοσιαλδημοκράτης με καλή γνώση του ασφαλιστικού, του οποίου το σχέδιο μεταρρύθμισης αποσύρθηκε το 2001, μετά από θορυβώδεις αντιδράσεις του ίδιου του κόμματός του, περιγράφει πως η ψηφοθηρία, ο καταγωγικός λαϊκισμός του ΠΑΣΟΚ, και ο κομματικός καιροσκοπισμός απέτρεψαν την εκσυγχρονιστική κυβέρνηση Σημίτη να προωθήσει περαιτέρω τη σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση.

Γράφει ο κ.Γιαννίτσης (ο.π.): «[Στο ΠΑΣΟΚ] εκφράστηκε έντονα η άποψη ότι οι προτάσεις για το ασφαλιστικό αποξενώνουν το κόμμα από τη βάση του, ότι ο «εκσυγχρονισμός» και η παρέμβαση στο ασφαλιστικό βρίσκονται σε αντίθεση με το ιδεολογικό […] οικοδόμημα του ΠΑΣΟΚ, ότι αποτελούν το όχημα μέσω του οποίου η ΝΔ θα κερδίσει τις εκλογές […], ότι αλλοιώνεται η φυσιογνωμία του κόμματος […]. Στη σκέψη πολλών ήταν φανερό πως κυριαρχούσε η αντίληψη ότι το ΠΑΣΟΚ δεν έπρεπε να καταπιαστεί με ένα κοινωνικό θέμα από το οποίο προέκυπτε πολιτική ζημία, ότι το πρόβλημα θα αναδεικνυόταν αρκετά χρόνια αργότερα […]».

Ο λαϊκισμός δεν είναι απλώς κακόγουστη ρητορική: παρέχει λεξιλόγιο, διαμορφώνει νοοτροπίες, παράγει αποτελέσματα. Τα μείζονα προβλήματα θεωρούνται «καυτές παράτες» που πρέπει να πετιούνται στον επόμενο. Η ειρωνεία είναι ότι το κόμμα που αντιτάχθηκε σφοδρά στο νομοσχέδιο Γιαννίτση το 2001 καλείται να διαχειριστεί το ίδιο πρόβλημα, με πολύ δυσμενέστερους όρους, δέκα χρόνια αργότερα!

Η ανικανότητά μας ως οργανωμένη κοινωνία να δρούμε στρατηγικά – να έχουμε, δηλαδή, όσο πιο σαφή γίνεται γνώση των προτιμήσεών και αξιών μας• να προβλέπουμε, όσο είναι εφικτό, τις μελλοντικές ανάγκες μας• και να σχεδιάζουμε αναλόγως τις απαιτούμενες πολιτικές σε ενεστώτα χρόνο – δίνει προβάδισμα στην ευδαιμονιστική-επιβιωτική αντίληψη της ζωής. Αφού έχουμε παραιτηθεί από τη δυνατότητα να επηρεάσουμε το συλλογικό μας μέλλον, έχουμε καταληφθεί από έναν υλιστικό μηδενισμό: το άγχος της με κάθε τρόπο άμεσης ικανοποίησης τωρινών αναγκών. Οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες θέλουν να μεγιστοποιήσουν τα οφέλη των συντεχνιών τους, οι πολιτικάντηδες να επανεκλεγούν, οι διαπλεκόμενοι επιχειρηματίες να αρμέξουν το κράτος. Όλοι τα θέλουν όλα, εδώ και τώρα, αδιαφορώντας αν η ικανοποίηση των αιτημάτων τους είναι νόμιμη, δίκαιη, και διατηρήσιμη. Η ηθική μας αμβλύνοια είναι τέτοια που δεν θεωρούμε ότι πρέπει να είμαστε αλληλέγγυοι με τις μελλοντικές γενιές - τα παιδιά μας. Το αυθαίρετο εξοχικό έχει προτεραιότητα! Ζούμε με δανεικά, σε χρόνο δανεικό.

Καθηλωμένοι στο ανιστορικό παρόν, δίχως αίσθηση προοπτικής, κάθε κοινωνική ομάδα προσπαθεί να αρπάξει ό,τι μπορεί. Η φράση-κλισέ πολλών ραδιοφωνικών παρουσιαστών «να περνάτε καλά» συμπυκνώνει το σύγχρονο ελλαδικό ήθος. Θέλουμε να περνάμε, με κάθε τρόπο, καλά! Η ουσία της «μαγκιάς», άλλωστε, είναι η λαθρεπιβασία: να πληρώνουν άλλοι το λογαριασμό. Οι λιμενεργάτες του Πειραιά μπορούν να δώσουν σχετικά μαθήματα σε κάθε ενδιαφερόμενο, κι αν κανείς έχει απορίες μπορεί να απευθυνθεί στην «προστάτιδα» των αδυνάτων κυρία Λούκα Κατσέλη, με επόμενο σταθμό τον εμβληματικό εκπρόσωπο του κομματικού «απαράτ» κ.Χρήστο Παπουτσή. Συμπεριφερόμαστε ως εάν το μέλλον να μη μας αφορά. Και γιατί να μας αφορά; Μακροχρόνια θα είμαστε όλοι νεκροί!