Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

Ένα νέο παιχνίδι χρειάζεται νέους παίκτες


Στην αρχή χλεύασαν την ιδιότητα του ιδρυτή του: ένας τηλεοπτικός δημοσιογράφος (με πολιτική άποψη) δεν γνωρίζει από πολιτική! (Μόνο οι επαγγελματίες πολιτικοί μπορούν να ασχολούνται με τα κοινά!). Μετά άρχισαν να αναζητούν κακόπιστα τις πολιτικές θέσεις του νεότευκτου κόμματος. Ποιό είναι το πρόγραμμά του; Κατόπιν, ξεκίνησαν, γκαιμπελικά, την αμφισβήτηση της ακεραιότητας του εγχειρήματος: Ποιός το χρηματοδοτεί;

Στις πιο πολλές περιπτώσεις, βέβαια, το πρόσωπο και μόνο του «αμφισβητία» αρκεί για να χάσουν την αξιοπιστία τους πιθανώς ενδιαφέρουσες ερωτήσεις. Να σε ειρωνεύεται λ.χ. ο κ. Βενιζέλος μάλλον σε ωφελεί. Να αμφισβητεί την ακεραιότητά σου ο κηπουρός (συγγνώμη, ο γιατρός ήθελα να πω) του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος προήχθη στην επόμενη ακαδημαϊκή βαθμίδα της Ιατρικής Σχολής (εντελώς αξιοκρατικά, εννοείται…) ενόσω ήταν υπουργός Υγείας, μάλλον ενισχύει τη δημοτικότητά σου. Να σε επικρίνουν για έλλειψη προγράμματος η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, τα οποία το 2012 υπόσχονταν μείωση φόρων, αποζημίωση ομολογιούχων, όχι απολύσεις στο δημόσιο, και άλλες προεκλογικές φαιδρότητες, το δε «πρόγραμμα» διακυβέρνησής τους βρίθει ταυτολογιών, γενικοτήτων και κενολογιών, δείχνει θράσος και φτώχεια επιχειρημάτων.

Το «Ποτάμι» είναι εδώ. Οι αντιδράσεις του πολιτικού κατεστημένου είναι προβλέψιμες – τα κόμματα της χρεοκοπίας πασχίζουν να προστατεύσουν το οικόπεδό τους και οι κατεστημένοι πολιτικοί τις σταδιοδρομίες τους. Είχαμε και στο παρελθόν νέα κόμματα, αλλά, για πρώτη φορά, έχουμε κάτι, στη σωστή στιγμή, που διαθέτει φρεσκάδα, εξωσυστημικότητα, ηθικοπολιτικό βάρος και ευοίωνη εκλογική προοπτική.

Τι είναι το «Ποτάμι»; Όπως τα βλέπω, το «Π» είναι ένα μετα-ιδεολογικό, αξιακό, κόμμα. Ο συμβατικός ιδεολογικός άξονας «Δεξιά- Αριστερά» είναι πλέον απαρχαιωμένος. Στην Ευρώπη άρχισε να χάνει τη δύναμή του πριν από 40 χρόνια, με την άνοδο μεταϋλιστικών κινημάτων και την είσοδο των «Πρασίνων» στη Γερμανική Βουλή. Η κρίση του παλαιού λεξιλογίου εντάθηκε, μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού το 1989, το οδυνηρό ξεφούσκωμα της νεοφιλελεύθερης φούσκας του 2008, και την ελληνική πορεία προς τη χρεοκοπία. Σήμερα, η οικονομία της αγοράς, το κοινωνικό κράτος, και το κράτος δικαίου, είναι ευρύτατα αποδεκτά παγκοσμίως ως θεμελιώδη συστατικά μιας πολιτισμένης χώρας. Η σύνθεση των αποχρώσεών τους είναι το πολιτικά ζητούμενο.

Μετα-ιδεολογικό κόμμα δεν σημαίνει α-πολιτικό, κάθε άλλο. Σημαίνει ότι ένα σύγχρονο κόμμα δεν προωθεί ούτε εγκλωβίζεται σε ιδεολογικά συστήματα, αλλά εμπνέεται από ανοιχτές αξίες, οι οποίες καθοδηγούν τη συμπεριφορά του – ισότητα, ελευθερία, αξιοκρατία, επιχειρηματικότητα, συλλογικό συμφέρον, αυτοπραγμάτωση. Οι αξίες αυτές, είναι βαθιά προοδευτικές, όχι πάντοτε εναρμονιζόμενες μεταξύ τους, και μεταφράζονται αδογμάτιστα σε δημόσιες πολιτικές, στα εκάστοτε συμφραζόμενα.

Το στίγμα της προοδευτικής πολιτικής είναι η ανάπτυξη της δημόσιας σφαίρας και των συναφών συλλογικών αγαθών, σε ένα περιβάλλον αλληλεξάρτησης, εξατομίκευσης και λογοδοσίας. Η αλλαγή επιζητείται προκειμένου να προσαρμόζεται έλλογα η δημόσια σφαίρα στις εξελίξεις, και να προάγεται η ποιότητα των συλλογικών αγαθών. Στο μέτρο που η κοινωνία θεωρείται η τελική πηγή νοήματος, η θέσμισή της είναι εγγενώς αναθεωρήσιμη στον ιστορικό χρόνο. Τόσο ο πολιτικός φιλελευθερισμός, όσο και η σοσιαλδημοκρατική ευαισθησία στις ανισότητες, αλλά και η ρεαλιστική σχολή της διακυβέρνησης, αποτελούν πηγές άντλησης αξιών για ένα μετα-ιδεολογικό, αξιακό, πραγματιστικό κόμμα.

Στην παρούσα ελληνική συγκυρία, το «Π» δίνει διέξοδο σε όσους πολίτες αντιλαμβάνονται τη ρίζα της πολιτικής αντίφασης/σχιζοφρένειας που καθηλώνει τη χώρα: οι πολιτικοί που μας έφεραν στη χρεοκοπία, ηγούνται της προσπάθειας για τη σωτηρία της! Τις επώδυνες αλλαγές που τώρα μας επιβάλλουν οι δανειστές, καλούνται να τις υλοποιήσουν αυτοί που τις αντιμάχονταν! Είναι σα να ηγείται της Πυροσβεστικής ένας πυρομανής! Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι οι άνθρωποι αυτοί υπέστησαν μια μεταμόρφωση στο δρόμο προς τη Δαμασκό, αδυνατούν, πλέον, να πείσουν και να εμπνεύσουν. Δεν μπορούμε να τους εμπιστευθούμε.

Πρόσφατο παράδειγμα: παρουσιάζοντας το ευρωψηφοδέλτιο της ΝΔ ο κ. Σαμαράς αντιτάχθηκε στον «παλαιοκομματισμό», το «λαϊκισμό» και τα «κυκλώματα». Κοιτώντας τη σύνθεση του ψηφοδελτίου, τι βλέπει κανείς; Μεταξύ άλλων, προβεβλημένους ποδοσφαιριστές, εμβληματικούς εκπροσώπους του «γαλάζιου» παλαιοκομματισμού, και διακεκριμένους πρωτεργάτες ακαδημαϊκών κυκλωμάτων. Οι πολιτικοί της χρεοκοπίας είναι αναγκασμένοι να μιλάνε τη νέα πολιτική γλώσσα, αλλά δεν μπορούν να υπερβούν τους εθισμούς που απέκτησαν στην πολιτική τους διαδρομή. Η αντίφαση παραμένει.

Δεν μας λείπουν τόσο Εθνικά Σχέδια Ανασυγκρότησης (μια ομάδα τεχνοκρατών σου φτιάχνει στο χαρτί όσα θέλεις), όσο εμπνευσμένη ηγεσία, με αξιοπιστία, ανάληψη ρίσκου, και ρηξικέλευθη διάθεση να κάνει σκληρές επιλογές – άνθρωποι με ηθικοπολιτικό έρμα, στα πρόσωπα των οποίων το μέσον και το μήνυμα θα ταυτιστούν. Ένα καινούριο πολιτικό παιχνίδι χρειάζεται νέους παίκτες. Όσο αυτό δεν συνειδητοποιείται, θα ζούμε ένα παρατεταμένο πολιτικό αδιέξοδο, το οποίο θα μαραζώνει τη χώρα.

Το «Ποτάμι» προσφέρει διέξοδο. Η διαφαινόμενη εκλογική επιτυχία του θα δημιουργήσει μια νέα πολιτική πραγματικότητα. Θα δημιουργούν συνθήκες άρσης της πολιτικής σχιζοφρένειας – να ψηφίζουμε αυτούς που σιχαινόμαστε, γιατί οι αντίπαλοί τους είναι χειρότεροι. Στη νέα μεταμνημονιακή πραγματικότητα, όσο ανακτούμε τη δυνατότητα της αυτοκυβέρνησης, τόσο πιο σημαντικές είναι οι πολιτικές επιλογές μας. Η απαρχή μιας νέας αρχής μοιάζει εφικτή.

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Ως πότε οι Μπαλτάκοι;


Αν θέλεις να μάθεις τι πιστεύει κάποιος (ιδιαίτερα ένα δημόσιο πρόσωπο), δεν αρκείσαι στη δημόσια ομιλία του. Το τι λέει δεν αντανακλά υποχρεωτικά αυτό που σκέπτεται. Η «προσκηνιακή» συμπεριφορά, υποκείμενη στις δεσμεύσεις και τις απαιτήσεις του ρόλου, είναι αναπόφευκτα σκηνοθετημένη, ενώ η «παρασκηνιακή», καθότι πιο χαλαρή, χωρίς την παρουσία «επίσημου» ακροατηρίου, είναι πιο αποκαλυπτική. Αλλιώς π.χ. μιλάς (δημοσίως) στους πελάτες σου κι αλλιώς μιλάς (ιδιωτικά) για τους πελάτες σου.

Η συνομιλία Μπαλτάκου-Κασιδιάρη είναι ένα κλασικό παράδειγμα «παρασκηνιακής» συμπεριφοράς, η οποία απο-καλύπτει πως ένας θεσμικός ομιλητής αντιλαμβάνεται το ρόλο του. Κατά πρώτο λόγο, ο Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου (ΥΣ) δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ δημοσίως φαλλική φρασεολογία λαχαναγοράς («τους γά… σε τα πρέκια», «της πουτ….ς», κλπ). Ο ρόλος του θα τον απέτρεπε, η «παράσταση» θα ήταν σκηνοθετημένη. Στην «παρασκηνιακή» του συνομιλία, όμως, ήταν πιο χαλαρός και, κατά τούτο, πιο αυθεντικός. Τι απο-καλύπτεται, λοιπόν, για το ποιόν του ανδρός, πέρα από τις βωμολοχίες που εκστόμισε στη συνομιλία του με τον Κασιδιάρη, έχοντας ως φόντο τις εικόνες της Παναγίας (!);

Εκτός από το ότι επιβεβαιώνει την οικειότητα (ίσως και συμπάθεια;) του κ. Μπαλτάκου με τον υπόκοσμο της κοινοβουλευτικής Χρυσής Αυγής, η «παρασκηνιακή» συνομιλία αποκαλύπτει τον χαρακτήρα του ανθρώπου. Ο κ. Μπαλτάκος μιλά ανοίκεια για τον (στενό φίλο του) Πρωθυπουργό, αποστασιοποιείται από την κυβερνητική πολιτική για τους νεοναζί (την οποία εκ του ρόλου του είναι υποχρεωμένος να υπηρετεί) και συκοφαντεί (ή «καρφώνει» - διαλέγετε και παίρνετε) τους υπουργούς Αθανασίου και Δένδια, και την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κουτζαμάνη. Απέναντι σε έναν υπόδικο, τραμπούκο βουλευτή, ο Γραμματέας του ΥΣ ενεργεί σαν πληροφοριοδότης!

Γιατί το κάνει αυτό; Σε μετέπειτα δημόσιες δηλώσεις του ο κ. Μπαλτάκος αιτιολογεί την «παρασκηνιακή» στάση του λέγοντας πως είπε ό,τι είπε για να «απαλλαγεί από τις πιέσεις βουλευτών της ΧΑ»! Προσέξτε τον ασπόνδυλο-αμοραλιστικό χαρακτήρα του Γραμματέα: όχι μόνο νοιάζεται για τους χαρακτηρισμούς που του αποδίδουν διάφοροι Κασιδιώταροι, αλλά, για να προστατεύσει υποτίθεται τον εαυτό του, δεν διστάζει να συκοφαντήσει (ή να «καρφώσει») προβεβλημένους υπουργούς, τους οποίους, εκ του ρόλου του, υποχρεούται να υπηρετεί! Ο άνθρωπος δεν αποδεικνύει μόνο τον ιδιοτελή αμοραλισμό του, αλλά δείχνει και πρωτοφανή έλλειψη κρίσης. Κι όμως ένα τέτοιο άτομο επελέγη από τον κ. Σαμαρά για τη σημαντική θέση του Γραμματέα του ΥΣ!

Γιατί επελέγη; Μα ήταν ο «κολλητός» του Πρωθυπουργού για πάνω από τριάντα χρόνια! Είναι επαρκές προσόν αυτό; Α, εδώ είμαστε πάλι! Στο μεταοθωμανικό πολιτικό σύστημά μας το «κολλητιλίκι» (προσωπικό, κομματικό, φατριαστικό) είναι το βασικότερο προσόν για να καταλάβεις υπεύθυνη δημόσια θέση. Η υπόθεση Μπαλτάκου είναι ένα ακόμα σύμπτωμα της ανίατης μέχρι σήμερα παθογένειας της χώρας: την κομματοκρατική-αναξιοκρατική πολιτική κουλτούρα που τη διαπερνά.

Όλοι οι Πρωθυπουργοί, τα τελευταία 40 χρόνια, διορίζουν Γραμματείς του ΥΣ τους «κολλητούς» τους – έμπιστους ανθρώπους να τους κάνουν τις «δουλειές». Το σύστημά μας δεν διαθέτει θεσμικά αντίβαρα. Δεν υπάρχουν στην Ελλάδα αντίστοιχοι Sir Humphrey – κομματικά ανεξάρτητοι, υψηλόβαθμοι δημόσιοι λειτουργοί με θεσμική επιρροή – όπως λ.χ. στη Βρετανία και τη βόρεια Ευρώπη γενικότερα.

Δείτε το Βρετανικό σύστημα και συγκρίνετέ το με το δικό μας. Στα Βρετανικά υπουργεία υπάρχουν μόνιμοι υφυπουργοί (η θεσμική μνήμη του κράτους). Ο Γραμματέας του ΥΣ είναι μόνιμος δημόσιος λειτουργός, επικεφαλής της δημόσιας διοίκησης, υπεύθυνος για τη λειτουργία της κυβέρνησης συνολικά, συμπεριλαμβανομένης της τήρησης του δρακόντειου κώδικα δεοντολογίας (Ministerial Code), που διέπει τη συμπεριφορά των υπουργών. Ένας τέτοιος άνθρωπος, αντιλαμβάνεστε, δεν είναι στο τσεπάκι του εκάστοτε Πρωθυπουργού, λειτουργεί ως θεσμικό αντίβαρο στην πολιτική εξουσία, και δεν μεριμνά για τον «επαναπατρισμό» ψήφων στο κόμμα του, όπως υπερηφανευόταν ότι έκανε ο θλιβερός κ. Μπαλτάκος, αλλά είναι αυστηρά προσηλωμένος στις τεράστιες απαιτήσεις του θεσμικού ρόλου του.

Οι σοβαρές χώρες διοικούνται από αξιοκρατικά επιλεγμένους δημόσιους λειτουργούς. Οι βλαχοδημοκρατίες διοικούνται από Μπαλτάκους ! Ως πότε Θεέ μου;