Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2017

Λυπάμαι Φώφη. Ο επόμενος παρακαλώ…



Ένας δίκαιος άνθρωπος πρέπει να της το πιστώσει: αν δεν άνοιγε τις διαδικασίες η Φώφη Γεννηματά, ο νέος φορέας της κεντροαριστεράς δεν ήταν σήμερα υπό δημιουργία. Την τιμά αυτή η πρωτοβουλία. Τώρα, το αν θα πετύχει ή όχι είναι μια άλλη συζήτηση.

Ένας απροκατάληπτος πολίτης, όμως, θα έλεγε και κάτι ακόμα: Τι σε κάνει να πιστεύεις Φώφη ότι είσαι ο κατάλληλος άνθρωπος να ηγηθεί του νέου φορέα; Στο μέτρο που δεν ενσαρκώνεις το καινούριο, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορείς να δώσεις νέα ορμή, νέους ορίζοντες, νέα προοπτική στη νέα κεντροαριστερά που εξήγγειλες. Γιατί; Διότι, καλώς ή κακώς, είσαι ο εμβληματικός εκπρόσωπος του παλαιού ΠΑΣΟΚ. Η πολιτική σου διαδρομή συμβολίζει όλα όσα είναι λάθος σε αυτό το κόμμα (και τη χώρα).

Μήπως είμαι προκατειλημμένος αρνητικά; Όχι παραπάνω απ’ ότι μου επιτρέπουν τα γεγονότα. Η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ συγκεφαλαιώνει τη βαθιά ελληνική παθολογία: οικογενειοκρατία, κομματικό κράτος, αντιθεσμική συμπεριφορά.

Δύσκολα θα της προσάψει κανείς ότι παρέλειπε να αναφέρεται τακτικά στον πατέρα της, τον αείμνηστο Γιώργο Γεννηματά, εμβληματικό πρόσωπο στην πασοκική μυθολογία. Το επώνυμό της ήταν το κεφάλαιό της – και το γνώριζε. Κάθε αναφορά στο ΕΣΥ και στην κοινωνική πρόνοια λ.χ. συνοδευόταν από μια υπενθύμιση του οικογενειακού επωνύμου. Στην πρόσφατη συνέντευξή της στον ΣΚΑΙ (9/9/2017), μετά την εξαγγελία της υποψηφιότητάς της, μας το θύμισε ξανά: θέλει να ολοκληρώσει, είπε, το όραμα του πατέρα της, «αυτό που δεν πρόλαβε να κάνει» . Για όσους παρακολουθούν την πολιτική πορεία της, δεν εκπλήσσει: ως κόρη του Γεννηματά σταδιοδρόμησε επιτυχώς στον επιρρεπή στις δυναστείες, έτσι κι αλλιώς, ‘πράσινο’ χώρο.

Το 1986, πριν αποφοιτήσει από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, προσελήφθη στην (κρατική) Εθνική Τράπεζα, με τις γνωστές διαδικασίες της εποχής. Από την τράπεζα αποσπάστηκε αργότερα στο κόμμα της στη Βουλή. Τα κομματικά στελέχη που προσλαμβάνονται στο ευρύτερο δημόσιο δεν σημαίνει ότι εργάζονται σε αυτό. Σίγουρα όμως αμείβονται από αυτό! Ως υπερνομάρχης Αθηνών-Πειραιώς (2003-2007) εισέπραττε το μισθό της (συν την αμοιβή ως πρόεδρος της Ένωσης Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων Ελλάδας) αλλά, παράλληλα, και το μισθό της Εθνικής Τράπεζας (νομίμως, παρακαλώ!). Συγγενείς της απασχολούνταν με διάφορες ιδιότητες στην υπερνομαρχία. Στις εκλογές του 2007 ετέθη από τον κ. Παπανδρέου επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, απο το οποίο εξέπεσε πάραυτα με απόφαση του Αρείου Πάγου, λόγω ασυμβίβαστου (εφόσον ήταν υπερνομάρχης – η διατύπωση του άρθρο 56 του Συντάγματος ήταν ξεκάθαρη). Η αντίδρασή της ήταν κλασική αντίδραση μέλους νομενκλατούρας τριτοκοσμικής χώρας: χαρακτήρισε τη σχετική απόφαση «δικαστικό πραξικόπημα» και μίλησε για «αδίστακτη Δεξιά»! Τέτοιος σεβασμός στους θεσμούς!

Ως υπουργός στην εποχή των μνημονίων υπερασπίστηκε το τέλμα σε κρατικοδίαιτες, χρονίως προβληματικές επιχειρήσεις-υποστυλώματα του κομματικού κράτους, όπως η ΕΑΒ, παρά τη συμφωνία της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου με την τρόικα να προχωρήσουν σε μερική αποκρατικοποίηση της επιχείρησης. (Φανταστείτε να έχανε τη διοίκηση της ΕΑΒ και της ΛΑΡΚΟ το κομματικό κράτος; Αδιανόητο…). Αργότερα, το 2016, ως πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, επέκρινε τη σημερινή κυβέρνηση για την «απώλεια του δημοσίου ελέγχου στη ΔΕΗ» , υπερασπίστηκε διακριτικά την πρόσφατη κρατικοποίηση του ΟΑΣΘ, ενώ έχει κρατήσει αποστάσεις από τη δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων. Στην ψηφοφορία για το νόμο για τη συμβίωση ομόφυλων ζευγαριών, το 2015, δεν προσήλθε καν στη Βουλή! Τέτοια τόλμη!

Και το τελευταίο, κρισιμότερο, τεστ - το litmus test - για οποιονδήποτε πασοκικής προελεύσεως υποψήφιο πρόεδρο της ενιαίας κεντροαριστεράς: τι στάση κράτησες στην αποπειραθείσα μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού από τον Τάσο Γιαννίτση, το 2001;

Μην κουράζεσαι Φώφη, ξέρουμε την απάντηση. Η μεταρρύθμιση Γιαννίτση ήταν πολύ ‘νεοφιλελεύθερη’ για τα δικά σου ‘σοσιαλιστικά’ γούστα! Ουδέποτε την υπερασπίστηκες! Πόσο πειστική νομίζεις ότι είσαι σήμερα όταν μας λες ότι «η μεγάλη κεντροαριστερά μπορεί να εγγυηθεί το τέλος της επιτροπείας και την προοδευτική διακυβέρνηση του τόπου»; Μα, όπως έδειξε στα βιβλία του ο σοσιαλιστής (χωρίς εισαγωγικά) κ. Γιαννίτσης, ένας από τους σημαντικότερος λόγους που οδηγηθήκαμε στη χρεοκοπία ήταν η εκρηκτική διόγκωση των ελλειμμάτων του ασφαλιστικού. Τι έκανες εσύ Φώφη ως βουλευτής και στέλεχος του ΠΑΣΟΚ να τα σταματήσεις;

Τα πράγματα είναι απλά: ένας νέος προοδευτικός φορέας χρειάζεται νέους ανθρώπους (όχι απαραίτητα σε ηλικία, αλλά σε νοοτροπία και ιδέες· άφθαρτους πολιτικά). Η πολιτική είναι, κυρίως, μια συμβολική υπόθεση. Ο παλιός δεν μπορεί να εκφράσει πειστικά το καινούριο· τον σκιάζει η ιστορία του και οι συνειρμοί που αυτή προκαλεί.

Η κυρία Γεννηματά κάθε άλλο παρά νέα είναι. Συμβολίζει ό,τι οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία. Θυμίζει, σήμερα, περισσότερο το στέλεχος που δεν θέλει να χάσει τη δουλειά του στην προβληματική επιχείρηση και γι’ αυτό ρετουσάρει το βιογραφικό του επιδιώκοντας μετεγγραφή. Θεμιτή η επιδίωξη, αλλά γιατί να ενδιαφέρει εμάς τους υπόλοιπους; Όσους, εν πάση περιπτώσει, μας αφορά μια σύγχρονη, ανανεωτική και πειστική κεντροαριστερά στη μετα-μνημονιακή Ελλάδα;

Η πολιτική ωρίμανση απαιτεί τολμηρή ανα-θεώρηση



Η γλώσσα, παρατηρεί ο Βίτγκενστάϊν, μας βάζει συχνά τρικλοποδιές. Μια από αυτές είναι η χρήση των λέξεων σαν να αναφέρονται σε μία αναλλοίωτη πραγματικότητα. Λέμε «η οικογένεια» , «το κόμμα», «η χώρα» και νομίζουμε ότι αναφερόμαστε σε μια αμετάλλακτη οντότητα. Ακόμη, όμως, κι όταν έχουμε επίγνωση της ιστορικότητας μια έννοιας, επιλέγουμε εκείνη την εκδοχή της που φαντασιωσικά μας βολεύει.

Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να προβάλλει σήμερα πειστικά την πολιτική συγγένειά του με το ΠΑΣΟΚ; Σε μακροσκελές άρθρο του σε φιλική του εφημερίδα, ο κ. Τσίπρας απαντά θετικά εστιάζοντας στο πρώιμο ΠΑΣΟΚ και προκαλεί συνειρμούς για την ηγετική του αναλογία με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Χαρακτηρίζει το πρώιμο ΠΑΣΟΚ «παραγωγό προοδευτικής ενέργειας» και τον Ανδρέα Παπανδρέου ως τον πολιτικό που «διέθετε το πολιτικό αισθητήριο» για να διαγνώσει «τις μεγάλες δυνατότητες που άνοιγε [η Μεταπολίτευση]», ανταποκρινόμενος στα αιτήματα μιας ευρείας «λαϊκής προοδευτικής πλειοψηφίας». Πιο εύστοχα το διατύπωσε ο υπουργός κ. Ν. Παππάς: «Ο Ανδρέας Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ το '81 έλυσαν το κορυφαίο πολιτικό ζήτημα στην Ελλάδα, ότι ο μισός πληθυσμός βρισκόταν στο πολιτικό και οικονομικό ημίφως, απόρροια του μετεμφυλιακού κράτους. [...] Ως εκ τούτου, το ΠΑΣΟΚ αποτέλεσε τον κορμό της προοδευτικής μεριάς του πολιτικού φάσματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατ' αναλογία αυτήν τη στιγμή είναι ο κορμός της προοδευτικής παράταξης, ο οποίος καλείται να λύσει το μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα».

Η ρητορική του εγχειρήματος που ανέλαβε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ (η απόπειρα να επεκταθεί η εμβέλειά του σε όλο τον «προοδευτικό» χώρο) είναι δοκιμασμένη: στηρίζεται στη δύναμη της ιστορικής αναλογίας. Η αναλογία ‘όψιμος ΣΥΡΙΖΑ-πρώιμο ΠΑΣΟΚ’ δεν στερείται ευλογοφάνειας, τελικά όμως είναι χονδροειδής και άστοχη. Ενώ εντοπίζει υπαρκτές ομοιότητες μεταξύ των δύο κομμάτων, η σύγκριση είναι στατική (σαν να συγκρίνει μοτίβα σε παζλ)· της λείπει η λεπτή κατανόηση των ιστορικών συμφραζομένων. Αποσκοπεί να μετακινήσει πολιτικά τον ΣΥΡΙΖΑ προς το ‘κέντρο’, αλλά το κάνει με τρόπο που τον εγκλωβίζει σε ένα αναχρονιστικό αφήγημα.

Όπως οι κυβερνητικές εμπειρίες άλλαξαν το πρώιμο ΠΑΣΟΚ, έτσι αλλάζει σήμερα ο κυβερνητικός (και μάλιστα μνημονιακός) ΣΥΡΙΖΑ, αναζητώντας ζωτικό πολιτικό χώρο σε μια αναχρονιστική εκδοχή του ΠΑΣΟΚ – στο πρώιμο ΠΑΣΟΚ του εθνολαϊκισμού. Ιδού το παράδοξο: η ωρίμανση του ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκεται να επέλθει με την αναζήτηση αναλογιών με την ανώριμη εκδοχή του ΠΑΣΟΚ!

Από την άλλη μεριά, το σημερινό ΠΑΣΟΚ, αυτό που αντιμετώπισε διστακτικά και ενίοτε εχθρικά τόσο το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα Σημίτη όσο και τη μνημονιακή διαχείριση της εθνικής χρεοκοπίας, μην έχοντας επεξεργασθεί τη δική του ιστορική μεταμόρφωση, εγκαλεί τον κ. Τσίπρα για «ύβριν». Δεν διαθέτει ένα ανα-θεωρητικό συνεκτικό αφήγημα για τον εαυτό του. Υπερασπίζεται οπαδικά και άγαρμπα τη νεανική του ανωριμότητα.

Το ενδιαφέρον σε αυτό το ρητορικό παίγνιο δεν είναι μόνο πόσο αναχρονιστικό είναι το συγκεκριμένο άνοιγμα Τσίπρα στην «προοδευτική παράταξη» , αλλά και πόσο αμήχανα αυτο-προστατευτικά είναι τα επιχειρήματα της τελευταίας. Αγιοποιώντας τον Ανδρέα Παπανδρέου, αναιρούν τη μετέπειτα πορεία ωρίμανσης του ΠΑΣΟΚ, η οποία, σε μεγάλο βαθμό, ήταν μια διαδικασία απογαλακτισμού (ατελής και διστακτική βέβαια) από τα νάματα του ιδρυτή του. Ο οπαδικός αυτο-δοξασμός, ως στρατηγική απόκρουσης του αντιπάλου, είναι υποχρεωμένος να αποκρύπτει και να παραπλανά. Έτσι, ενώ υμνείται ο πρωτεργάτης της «αλλαγής», αποσιωπάται ο εθνολαϊκισμός που συστηματικά καλλιέργησε, το πελατειακό κράτος που ενέτεινε, ο πολωτικός λόγος που εξέφερε, η κομματική άλωση των θεσμών που προώθησε. Ιδού το δεύτερο παράδοξο: για να οριοθετηθεί απέναντι στον μετακινούμενο ΣΥΡΙΖΑ, το ώριμο πλέον ΠΑΣΟΚ επιστρέφει ρητορικά στον προγενέστερο ανώριμο εαυτό του! Έτσι, όμως, παλινδρομεί, σκοντάφτει, δεν επινοεί εκ νέου την ταυτότητά του.

Ο ΣΥΡΙΖΑ αρνείται ουσιαστικά να ωριμάσει. Ενώ η μνημονιακή του συνθηκολόγηση θα μπορούσε να εκκινήσει τη δημιουργική του μεταμόρφωση σε ένα κόμμα της ευρύτερης ευρωπαϊκής Αριστεράς, που θα συστεγάζει θεσμικούς σοσιαλδημοκράτες και ιδεαλιστές ριζοσπάστες, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα αριστερά-του-κέντρου κόμματα στην Ευρώπη, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αντιλαμβάνεται την ωρίμανση ως καταφυγή στο ‘μυθικό’ παρελθόν – δείγμα ανικανότητας να σκεφτεί πρωτότυπα μια νέα ταυτότητα. Διότι τι άλλο παρά επιστροφή σε ένα τέτοιο παρελθόν συνιστά η αναφορά Τσίπρα «στην επικαιρότητα των λαϊκών αγώνων […] για εθνική ανεξαρτησία», στη σημερινή Ελλάδα της ΕΕ;

Μπορεί ο κ. Τσίπρας να επικαλείται «το πολιτικό αισθητήριο» του Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά δεν το κατανοεί σε βάθος. Σε μια χώρα που μέχρι το 1974 κυβερνήθηκε εν πολλοίς αυταρχικά, αντιθεσμικά, και αργότερα δικτατορικά, είχε νόημα να μιλά ένας προοδευτικός πολιτικός για «λαϊκή κυριαρχία» και «εθνική ανεξαρτησία». Αν ο Τσίπρας διέθετε αντίστοιχής λεπτότητας αισθητήριο σήμερα, θα κατανοούσε ότι στη χρεοκοπημένη χώρα που κυβερνά, το ζητούμενο είναι πιο πεζό: να γίνει η Ελλάδα επιτέλους ένα κανονικό ευρωπαϊκό κράτος! Θα καταλάβαινε ότι, αντίθετα με το 1974, ο κύριος λόγος της μειωμένης σήμερα εθνικής κυριαρχίας οφείλεται κυρίως στις βαθιές δομές και χρόνιες θεσμικές παθογένειες που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία. Η Ελλάδα οικειοθελώς μπήκε σε ένα παιχνίδι πάλης βαρέων βαρών (την ευρωζώνη), στο οποίο θεσμικά-οικονομικά δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί. Αυτό είναι το βαθύτερο πρόβλημά της σήμερα, όχι η άσκηση «λαϊκής εξουσίας» . Είναι εύκολο να μιμηθείς επιφανειακά έναν ηγέτη που θαυμάζεις. Το δύσκολο είναι να κατανοήσεις σε βάθος τι είναι αυτό που τον καθιστά αξιοθαύμαστο για να κάνεις μια δική σου νέα αρχή. Χρειάζεσαι εκείνη την προσέγγιση που δεν αναζητεί επιφανειακές ομοιότητες αλλά επιμένει, όπως έλεγε ο Βίτγκενστάϊν, στις λεπτές «διαφορές» . Χρειάζεσαι διαύγεια, τόλμη, και αντισυμβατική σκέψη. Τι απ’ όλα διαθέτει ο κ. Τσίπρας;