Κυριακή 28 Μαρτίου 2010

Είναι «εκτός των ιδεολογικών ορίων του ΠΑΣΟΚ» τα μέτρα;


Θα πετύχουν τα μέτρα; Καυτό το ερώτημα, αβέβαιη η απάντηση. Η συμπεριφορά των οικονομικών δρώντων είναι λιγότερο προβλέψιμη από αυτή των κομματικών γραφειοκρατών. Ξέρουμε, λ.χ., ότι τα μέτρα, πρωτοφανή σε μια χώρα χρονίως εθισμένη στην αποσύζευξη οικονομικών συμπεριφορών και αποτελεσμάτων,  θα φέρουν ύφεση, αλλά πόσο μεγάλη; Άγνωστο. Διαισθανόμαστε ότι θα μεταβάλλουν συλλογικές νοοτροπίες, θα οδηγήσουν όμως σε ριζικές πολιτικές ανατροπές; Κανείς δεν ξέρει…

Ξέρουμε, ωστόσο, ότι αναγκαία συνθήκη για να πετύχει ένα ρηξικέλευθο πρόγραμμα αλλαγών είναι να το έχει ενστερνισθεί πλήρως ο εμπνευστής του. Ξέρουμε επίσης ότι η κυβέρνηση είναι αμφίθυμη απέναντι στα μέτρα που η ίδια θεσμοθέτησε. Όχι μόνο το υπουργικό συμβούλιο δεν συνιστά συμπαγή ηγετική ομάδα· όχι μόνο η πασοκική νομενκλατούρα, που ανήγαγε τον πελατειακό κρατισμό και τον γλοιώδη λαϊκισμό σε στρατηγική προσωπικής και πολιτικής επιβίωσης, αντιτίθεται σε κάθε σοβαρή προσπάθεια οικονομικού εκσυγχρονισμού· αλλά και ο ίδιος ο μεταρρυθμιστής πρωθυπουργός δεν είναι απολύτως πεπεισμένος για την ορθότητά τους.

Απαντώντας στην παρατήρηση της υπουργού Υγείας κυρίας Ξενογιαννακοπούλου, χαρακτηριστικής εκπροσώπου της αυτοαναφερόμενης κομματικής γραφειοκρατίας, ότι «τα μέτρα είναι στα όρια της φυσιογνωμίας της παράταξης...», ο πρωθυπουργός είπε: «Όχι δεν είναι στα όρια. Είναι εκτός των ιδεολογικών ορίων του ΠΑΣΟΚ, είναι όμως μέτρα έκτακτης ανάγκης». Ο κ.Βενιζέλος, μηδέποτε κινδυνεύοντας να χαρακτηρισθεί ολιγομίλητος, ομολόγησε βαρύγδουπα πόσο «συντετριμμένη» είναι η κυβέρνηση με τα μέτρα που πήρε, τα οποία «ενέχουν στοιχεία κοινωνικής αδικίας»! Είναι σα να μας λένε: «αν ήταν στο χέρι μου, δε θα τάπαιρνα». Οι ίδιοι οι εμπνευστές των μέτρων αμφιβάλλουν· στο βάθος τα θεωρούν κι αυτοί «αντιλαϊκά»!

Η γλώσσα ποτέ δεν είναι αθώα. Η ρητορική κορυφαίων κυβερνητικών παραγόντων αποκαλύπτει ξανά τον ανυπέρβλητα λαϊκιστικό πυρήνα του ΠΑΣΟΚ. Αποκαλύπτει επίσης γιατί, με τέτοια ηγεσία, είναι εξόχως δύσκολο να βγούμε από την κρίση. Αν η λαϊκιστική φαυλότητα του πολιτικού συστήματος είναι η γενεσιουργός αιτία της σημερινής αθλιότητας, η ανόρθωση της χώρας επιβάλλει σύγκρουση με τη νοοτροπία που μας έφερε εδώ, όχι αναπαραγωγή της. Ποιος όμως θα συγκρουστεί; Ο Παπουτσής; Ο Βενιζέλος; Ο Καστανίδης; Η μήπως ο Καρχιμάκης, η Γεννηματά, και η Κατσέλη; Ιδού ο γόρδιος δεσμός που στραγγαλίζει τη χώρα: την πολύπτυχη κρίση, που έφερε στην επιφάνεια η φαύλη διακυβέρνηση Καραμανλή, καλούνται να διαχειριστούν τα «παιδιά» του μέγιστου των δημαγωγών Ανδρέα Παπανδρέου – αυτοί, δηλαδή, που, κατά πρώτο λόγο, δημιούργησαν το εκκολαπτήριο στο οποίο επωάστηκε η κρίση!

Η αντίληψη ότι «τα μέτρα είναι εκτός των ιδεολογικών ορίων του ΠΑΣΟΚ» προδίδει την αφέλεια του κυβερνώντος κόμματος αναφορικά τόσο με την ιδεολογική του φυσιογνωμία όσο και με το κυβερνάν. Σε καμία κυβέρνηση δεν αρέσει να περικόπτει γενικευμένα μισθούς, αφού, στη δημοκρατία, οι κυβερνήσεις εκλέγονται από αυτούς που υφίστανται τις περικοπές. Ανεξαρτήτως ιδεολογίας, οι κυβερνήσεις έχουν κίνητρα να συμπεριφέρονται «φιλολαϊκά», ξοδεύοντας δημόσιο χρήμα, όχι συνετά· να είναι αρεστές, όχι δυσάρεστες.

Οι σοσιαλδημοκράτες δεν είναι πιο «φιλάνθρωποι» από τους συντηρητικούς-νεοφιλελεύθερους – στη δημοκρατία όλοι θέλουν να εμφανίζονται «φιλολαϊκοί». Η διαφορά τους προέρχεται από αποκλίνουσες αντιλήψεις για τη συγκρότηση της κοινωνίας και το ρόλο των ατόμων σε αυτή. Η νομενκλατούρα του ΠΑΣΟΚ συγχέει τη μέριμνα γα τους ευάλωτους, παραδοσιακή έγνοια των ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών, με την πατερναλιστική-πελατειακή «αγαθοεργία», παραδοσιακή έγνοια του βαλκανικού ΠΑΣΟΚ.

Η μέριμνα για τους ευάλωτους εκφράζεται κυρίως μέσα από τη δημιουργία στιβαρών και εξελισσόμενων θεσμών για την παροχή υψηλής ποιότητας δημόσιων αγαθών, στο πλαίσιο μιας ακμαίας οικονομίας. Αν η οικονομία σου είναι προβληματική δεν μπορείς να χρηματοδοτείς τους θεσμούς που θα προσφέρουν τα ποιοτικά δημόσια αγαθά που επιθυμείς. Αν παθιάζεσαι με τα δημόσια αγαθά, οφείλεις να έχεις σε τάξη τα δημόσια οικονομικά σου, να είσαι άτεγκτος με τη συλλογή φόρων, να καθιστάς αποτελεσματική τη λειτουργία των δημόσιων θεσμών, και να μεριμνάς διαρκώς για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας σου. Αυτό κάνουν οι Σκανδιναβοί σοσιαλδημοκράτες.

Τα επώδυνα μέτρα επιβάλλονται από την πίεση να αποτρέψουμε τη χρεοκοπία. Δεν είναι ούτε εντός, ούτε εκτός της ιδεολογίας του ΠΑΣΟΚ, όπως η υπεράσπιση των εθνικών συνόρων δεν έχει πολιτικό χρώμα. Η έμμεση αντιπαράθεση της σοσιαλδημοκρατικής ιδεολογίας με την «έκτακτη ανάγκη» είναι απλοϊκή. Η ιδεολογία ενός κόμματος εξουσίας εμπεριέχει την πρόνοια για «έκτακτη ανάγκη». Δεν επιλέγουμε κυβερνήτες μόνο για τους καλούς καιρούς, ούτε οι κυβερνήτες αναλαμβάνουν να διαχειριστούν προβλήματα που αυτοί επιλέγουν. Ο κυβερνήτης είναι πρώτα homo gubernator και μετά homo ideologicus

Το κυβερνάν δεν είναι μια υπερβατική δραστηριότητα, αλλά μια διαδικασία σκληρών επιλογών, στον ιστορικό χρόνο. Η δημόσια σφαίρα ακμάζει όταν ερείδεται σε μια ανταγωνιστική οικονομία. Η εξουσία είναι αποτελεσματική όταν στηρίζεται στη δύναμη, όχι σε αυτοθαυμαστικές αναφορές στους δήθεν «αντιεξουσιαστές στην εξουσία» (παρατήρηση του πρωθυπουργού στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο μετά τις εκλογές). Ο κυβερνήτης είναι χρήσιμος (στον εαυτό του και στη χώρα ) όταν δεν εκφυλίζει την ιδεολογία του σε ιδεοληψία, αλλά τη διατηρεί ως πυξίδα προσανατολισμού· όταν διαθέτει τη βούληση του άρχειν· και όταν έχει τη σπάνια ικανότητα να προσαρμόζεται στη «φυσιογνωμία των καιρών» (Μακιαβέλι). Όλα τα άλλα είναι για βαλκάνιους λαϊκιστές που παριστάνουν τους ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες…

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010

Γιατί δεν μας καταλαβαίνουν;



Μερικά γεγονότα, όσο ελάσσονα κι αν είναι, αποκαλύπτουν συλλογικές νοοτροπίες. Τα «εν σμικρώ», όπως εύστοχα επισήμανε ο Χρήστος Γιανναράς («Καθημερινή», 7/3/2010), περιγράφοντας την προσωπική του ταλαιπωρία για επανέκδοση δελτίου αστυνομικής ταυτότητας, είναι ισομορφικά με τα «εν μακρώ».  Πολύ πριν οι κοινωνικοί επιστήμονες μελετήσουν την αλληλόδραση μικρο-συμπεριφορών και μακρο-δομών, τη συνέλαβαν διαισθητικά οι ποιητές: ο κόσμος αντικατοπτρίζεται σε έναν κόκκο άμμου και ο παράδεισος σε ένα αγριολούλουδο, γράφει ο «τρελός» της Βρετανικής ποίησης Γουίλιαμ Μπλέηκ. Ατομικές αντιδράσεις αποκαλύπτουν μακρούς κοινωνικούς εθισμούς· λίγες απλές λέξεις συγκεφαλαιώνουν μια ολόκληρη θεσμική νοοτροπία. Το «εμείς» - το κοινωνικό σύνολο -, ενυπάρχει αναπόφευκτα στο ατομικό «εγώ».  
Τα δύο περιστατικά που θα διαβάσετε παρακάτω καθρεφτίζουν τη μεγάλη απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα από την ανεπτυγμένη Ευρώπη. Η Ελλάδα μπορεί να έχει πρόσοψη σύγχρονης χώρας, η κουλτούρα της όμως έχει έντονα προ-νεοτερικά στοιχεία: η λειτουργία του δημόσιου βίου, οι συμπεριφορές των Αρχών, και η στάση των πολιτών προς την οργανωμένη πολιτεία δεν θυμίζουν πάντοτε σύγχρονη κοινωνία. Ο ελλαδικός ψυχισμός διακρίνεται από αντικοινωνική εγωκεντρικότητα και φατριασμό, ανεπαρκή εσωτερίκευση κανόνων, πονηρό καιροσκοπισμό, και την ανάγκη για διαρκή επιβεβαίωση. Τα οικονομικά προβλήματα, που τόσο δραματικά βιώνουμε σήμερα, αντανακλούν ιστορικά διαμορφωμένες πολιτισμικές αυτο-κατανοήσεις. Γι αυτό, άλλωστε, είναι τόσο δυσεπίλυτα.
Διαβάζουμε στην «Καθημερινή» (26/2/2010): στις 20 Φεβρουαρίου 2010 η τροχαία του Ανόβερου σταμάτησε την εποχούμενη αρχιεπίσκοπο της γερμανικής Λουθηρανικής Εκκλησίας κυρία Μάργκοτ Κάεσμαν, επειδή πέρασε με κόκκινο. Το αλκοτέστ που της έγινε έδειξε ότι είχε καταναλώσει οινοπνευματώδη ποτά τρεις φορές πάνω από το επιτρεπόμενο όριο. Φυσικά της ασκήθηκε δίωξη. Το πραγματικά ενδιαφέρον είναι η αντίδραση της κυρίας Κάεσμαν. Παραιτήθηκε από το αξίωμά της και εξέφρασε τη λύπη της για το γεγονός ότι, με τη συμπεριφορά της, «απογοήτευσε όσους την εμπιστεύτηκαν». «Δεν μπορώ πλέον», είπε, «με την απαιτούμενη ηθική εξουσία (autorität) να λαμβάνω θέση σε επίμαχα κοινωνικά κα ηθικά ζητήματα».
Διαβάζουμε στον «Observer» (21/2/2010): όπως αποκαλύπτει σε πρόσφατο βιβλίο του ο έγκριτος πολιτικός σχολιαστής της εφημερίδας Αντριου Ρονσλι, ο Βρετανός πρωθυπουργός Γκόρντον Μπράουν δείχνει συχνά ανεπίτρεπτη συμπεριφορά σε συνεργάτες του: όχι μόνο κακομιλά, αλλά βρίζει, κλωτσά αντικείμενα, και γενικώς παραφέρεται όταν βρίσκεται υπό πίεση. Με τέτοια εκφοβιστική συμπεριφορά, δεν είναι περίεργο που υπάλληλοι του πρωθυπουργικού γραφείου, παραπονέθηκαν στον σερ Γκας Οντόνελ, γραμματέα του υπουργικού συμβουλίου και επικεφαλής της Βρετανικής δημόσιας διοίκησης. Το πραγματικά ενδιαφέρον είναι η αντίδραση του κ.Οντόνελ: ερεύνησε το θέμα και «επέπληξε» τον πρωθυπουργό, τον οποίο «διέταξε να αλλάξει συμπεριφορά»!        
Η κυρία Κάεσμαν αντέδρασε με τον τρόπο που αντιδρούν οι φορείς νόμιμης εξουσίας σε μια σύγχρονη κοινωνία: παραιτήθηκε για το σωστό λόγο. Όταν η ιδιωτική σου συμπεριφορά αποκλίνει από το δημόσιο λόγο που εκφέρεις και τις δημόσιες δεσμεύσεις που έχεις αναλάβει, καταρρέει η εμπιστοσύνη των πιστών ή των πολιτών στο πρόσωπό σου. Χάνεις, τότε, την ηθική ισχύ, ο λόγος σου στερείται πειθούς. Η εξουσία σου δεν ρέει μόνο προς τα κάτω, δεν προέρχεται, δηλαδή, μόνο από την τυπική ισχύ της θέσης σου, αλλά ρέει και προς τα πάνω: από τη διάθεση των εξουσιαζομένων να αναγνωρίσουν την εξουσία σου και να καταστήσουν τον εαυτό τους ευεπίδεκτο στον εξουσιαστικό λόγο σου. Έχεις τόση ισχύ όσοι σου αναγνωρίζουν οι υφιστάμενοί σου.
Ο πρωθυπουργός, ο τυπικά πιο ισχυρός άνθρωπος της χώρας, δεν είναι σουλτάνος. Υπόκειται και αυτός στους νόμους και κανόνες που ορίζουν την πολιτισμένη συμπεριφορά στο χώρο εργασίας. Ο γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου δεν είναι «κολλητός» του, ούτε πολιτικός φίλος του, αλλά η κορυφή της μόνιμης διοικητικής πυραμίδας τους κράτους. Ο ρόλος του, μεταξύ άλλων, είναι να μεριμνά για την εφαρμογή των νόμων σε επίπεδο κυβέρνησης· δεν κάνει τα στραβά μάτια σε καταγγελίες για κατάχρηση εξουσίας, ακόμα και από τον πρωθυπουργό. Λειτουργεί, κατ’ αρχήν, ως θεσμικό αντίβαρο στην εξουσία των πολιτικών. 
Με την ανεπτυγμένη Ευρώπη μας χωρίζει πολιτισμικό χάσμα. Εδώ η κατοχή νόμιμης εξουσίας συνιστά αφροδισιακή επιβεβαίωση, δυνατότητα για εξουσιαστικό σαδισμό, ευκαιρία για επιδειξιομανή συμπεριφορά, και τρόπο προσπορισμού προνομίων, παράκαμψης του νόμου, και (όχι σπάνια) παράνομου πλουτισμού. Δεν χρειάζεται να σας θυμίσω πρόσωπα που θα θέλατε να έχετε ξεχάσει – απατεώνες εκκλησιαστικούς ηγέτες, επίορκους πολιτικούς, διεφθαρμένους επιχειρηματίες, διαπλεκόμενους συνδικαλιστές, και ανυπόληπτους μιντιανθρώπους. Η βόρεια Ευρώπη έχει μάθει να δουλεύει με κανόνες, όχι με ιδιοτελή καιροσκοπισμό. Όχι γιατί οι άνθρωποι εκεί είναι εγγενώς καλύτεροι, αλλά γιατί οι ατομικές συμπεριφορές, σε όλα τα επίπεδα, έχουν σμιλευθεί σε έλλογους θεσμούς, είναι απόρροια μακροχρόνιου εθισμού στις αρχές της έλλογης συλλογικότητας.
Αν η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη εκπλήσσεται σήμερα με την Ελλάδα, δεν είναι τόσο για την επαπειλούμενη οικονομία χρεοκοπία μας, όσο για τις χρόνιες νοοτροπίες και πρακτικές που κατέστησαν δυνατή τη χρεοκοπία: τις στατιστικές μας απάτες, τον παράφρονα ευδαιμονισμό, τον γελοίο αρπακολισμό, την απαράδεκτη ανοργανωσιά, την πονηρή λαθρεπιβασία, την αυθαίρετη άσκηση εξουσίας, την περιφρόνηση του νόμου. Αυτή η νοοτροπία μας κατέστησε διεθνή περίγελο, αυτή πληρώνουμε σήμερα. Οι ξένοι δεν μας καταλαβαίνουν γιατί έχουν την ευτυχία να μη μετέχουν στο δικό μας τρόπο ζωής. 

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2010

«Πνεύμα αλήτικο, ελλαδίτικο…»


«Η χάρτα αυτού του κράτους κρύβει απάτη
που φτάνει στον γνωστό αγριορωμιό
στο ντάτσουν μιας φυλής που ζει φευγάτη
απ` ό,τι Ελληνικό στον κόσμο αυτό».
«Κωλοέλληνες», Διονύσης Σαββόπουλος


Θύμωσαν οι εγχώριοι πολιτικάντηδες για το εθνικώς προσβλητικό εξώφυλλο και το συναφές άρθρο του γερμανικού περιοδικού Focus. Περίεργο: αυτοί που θάπρεπε αιδημόνως να σιωπούν, υψηλόφωνα διαμαρτύρονται! Οι πολιτικοί που απάλλαξαν τον Παυλίδη, συναλλάχθηκαν επί χρόνια με τον Χριστοφοράκο, και οδήγησαν την πολιτική στην έσχατη ανυποληψία (και τη χώρα στο χείλος του γκρεμού), ανακάλυψαν ότι η χώρα που εκπροσωπούν έχει τιμή! Είναι να γελάς και να κλαις μαζί…Ξεχνούν ότι χωρίς τη δική τους άθλια διαχείριση, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, δεν θα υπήρχαν προσβλητικά εξώφυλλα για τη χώρα σήμερα.

Είναι κωμικοτραγικό να υπερασπίζεται κουτσαβάκικα την τιμή της χώρας το πολιτικό-μιντιακό-συνδικαλιστικό σύμπλεγμα - οι κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι της σημερινής κατάντιας. Οι άνθρωποι δεν έχουν τη διανοητική εκλέπτυνση να εκφέρουν έναν διαφορετικού τύπου πολιτικό λόγο. Παλινωδούν μεταξύ «μαγκιάς», που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της, και θυματοποιητικού λαϊκισμού, που φαντασιώνεται παντού εχθρούς.

Τι ενοχλεί στα επιχειρήματά τους; Πολλά, αλλά θα σταθώ σε δύο.

Πρώτον, συγχέουν αυτο-εξυπηρετικά ένα δημοσίευμα λαϊκού γερμανικού εντύπου (γραμμένο να διαβάζεται σε μπυραρίες) με την επίσημη Γερμανική άποψη. Όπως οι φανατικοί ισλαμιστές δεν κατανοούν τον ακαταμάχητο πλουραλισμό των φιλελεύθερων δημοκρατιών, έτσι και οι εγχώριοι εθνολαϊκιστές εκλαμβάνουν την άποψη ενός περιοδικού ως την άποψη μιας χώρας ή του πληθυσμού της. Μιντιακές πριμαντόνες διατείνονται εν συγχύσει ότι, «δεν μπορούν [οι Γερμανοί] να μας εγκαλούν σε τέτοιου είδους ζητήματα όταν μέσω της Siemens έχουν λαδώσει καμιά 15 χώρες παγκοσμίως». Μικρή λεπτομέρεια: δεν λάδωναν οι Γερμανοί αλλά η Siemens, όπως δεν επιτέθηκε στους Δίδυμους Πύργους η Σαουδική Αραβία αλλά (κυρίως) Σαουδάραβες τρομοκράτες. Στοιχειώδες κυρία Τρέμη!

Οι εθνολαϊκιστές δεν επικρίνουν απλώς ένα περιοδικό αλλά μια χώρα. Το μέρος συνεκδοχικά θεωρείται ότι εκπροσωπεί το όλον. Με αυτή τη ρητορική δραματοποιούν το συγκεκριμένο συμβάν, μεγαλοποιώντας τις δύο πλευρές («Γερμανία» έναντι «Ελλάδας»). Αποκτούν, εξ αντιδιαστολής, και οι ίδιοι υπόσταση, αντιπαρατιθέμενοι στον «ισχυρό» αντίπαλο. Πως θα δικαιολογήσει το ρόλο του ως εκπρόσωπος της ΝΔ ο κ.Παναγιωτόπουλος; Πως θα αποσπάσει πολύτιμη δημοσιότητα (δημοτικές εκλογές έρχονται…) ο αυτάρεσκος δήμαρχος της Αθήνας κ.Κακλαμάνης; Πως θα επιδείξει «εθνικό» έργο ο πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων κ.Πετσάλνικος; Οι ηγετικές μετριότητες πάντοτε επιλέγουν τον εύκολο δρόμο.

Δεύτερο, και σημαντικότερο, η εθνολαϊκιστική ρητορική μετατοπίζει το πρόβλημα από το παρόν στο παρελθόν. Δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα στα τωρινά συμφραζόμενά του (η εντυπωσιοθηρία ενός ΜΜΕ και η τρέχουσα αναξιοπιστία της Ελλάδας), αλλά το ανασυνθέτει με ιστορικά φορτισμένους όρους• έτσι, το πρόβλημα μεταλλάσσεται. Η συζήτηση τώρα δεν επικεντρώνεται στο φλέγον ερώτημα «γιατί μας θεωρούν τόσο αναξιόπιστους διεθνώς;» (ή, πιο ωμά, «γιατί μας θεωρούν τους απατεώνες της ΕΕ;»), αλλά στο μεταλλαγμένο: «δικαιούνται να μιλάνε οι απόγονοι των Ναζί απαξιωτικά για μας;».

Οι κάμερες πηγαίνουν στο Δίστομο, η ναζιστική θηριωδία επανασυζητείται, ο κ.Γλέζος υποδύεται για μια ακόμη φορά τον προσφιλή του αντιστασιακό ρόλο ως η μάστιγα των Γερμανών, άνθρωποι των γραμμάτων συμπεριφέρονται ως καθεστωτικοί διανοούμενοι. Έχοντας θέσει το ερώτημα με τέτοιους όρους, η απάντηση έχει ήδη προδιαγραφεί: «οι Γερμανοί δεν δικαιούνται να μας επικρίνουν». Εφόσον απώλεσαν το ηθικό δικαίωμα να ασκούν κριτική, εμείς διατηρούμε το δικαίωμα να αγνοούμε ο,τιδήποτε επικριτικό εκστομίζουν για τη χώρα μας. Νάτη πάλι η αυτοεπιβεβαιωτική ελλαδική εσωστρέφεια! Το καυτό ερώτημα – «γιατί μας θεωρούν τόσο αναξιόπιστους διεθνώς;» - βολικά παρακάμπτεται. Μας αρέσει να ζούμε στο αυτοεπιβεβαιωτικό παρελθόν, παίζοντας είτε τον μεγαλεπήβολο ρόλο του εκπολιτιστή της ανθρωπότητας, είτε το ρόλο του αθώου θύματος των ισχυρών. Σε κάθε περίπτωση, ο εθνικός ναρκισσισμός μας δεν κινδυνεύει…Απωθούμε τα οδυνηρά ερωτήματα, δεν μαθαίνουμε, δεν εξελισσόμαστε…

Γιατί μας ενόχλησε τόσο πολύ το δημοσίευμα του Focus; Διότι, αν παραμερίσουμε το προκλητικό ύφος γραφής, ξέρουμε ότι, επί της ουσίας, έχει δίκιο. Από γραφικοί ζορμπάδες εξελιχθήκαμε σε προκλητικούς λαθρεπιβάτες. Φοροδιαφεύγουμε εκτεταμένα, κλέβουμε το κράτος ασύστολα, καταπατούμε δημόσια γη, χτίζουμε αυθαίρετα, παίρνουμε και δίνουμε μίζες, δεν σεβόμαστε νόμους και κανόνες, εξαπατούμε τους εταίρους μας, μεταχειριζόμαστε το κράτος σαν κομματικό λάφυρο, θέτουμε τους πολιτικούς πάνω από το νόμο, δεν τιμωρούμε τους μεγαλόσχημους παραβάτες, μεταθέτουμε ευδαιμονιστικά τα προβλήματά μας στο μέλλον• έχουμε μάθει να απαιτούμε διαρκώς επιδοτήσεις και δανεικά. «Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε, νάχαμε τώρα κι ένα δάνειο για το λογαριασμό», λέει αυτάρεσκα ο πονηρός έλληνας στη γελοιογραφία του Κώστα Μητρόπουλου. Τι παραπάνω λέει ο ξένος Τύπος;

Ναι, συμφωνώ, δεν είμαστε όλοι έτσι, αλλά είμαστε τόσοι πολλοί όσοι χρειάζονται για να γίνουμε αντικείμενο διεθνούς χλεύης. Το Focus δεν μας είπε κάτι που δεν ξέραμε, ούτε μας έδειξε μια χειρονομία που εμείς, οι κατ’ εξοχήν δημοσίως αγενείς, δεν κάνουμε. Μας θύμισε απλώς κάτι που θα θέλαμε οι «ξένοι» να αγνοούν ή τουλάχιστον να μη μιλάνε γι αυτό. Ως γνήσιοι ανατολίτες, ενδιαφερόμαστε κυρίως για την εικόνα μας, όχι για την ουσία. «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;»…

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

Η τέχνη του ανέφικτου

 

Θυμάμαι ακόμα τη μέρα. Ήμουν κολημμένος στην τηλεόραση, παρακολουθώντας το έκτακτο δελτίο ειδήσεων του ΒΒC. Κυριακή απόγευμα, 11 Φεβρουαρίου 1990, ο Νέλσον Μαντέλα βγαίνει από τη φυλακή, πιασμένος χέρι-χέρι με τη γυναίκα του Γουίνι, χαιρετώντας τα επευφημούντα πλήθη. Έλαμπε από χαρά, απέπνεε ήρεμη αποφασιστικότητα. Βάδιζε προς το πεπρωμένο του. Μπήκε στη φυλακή  45 χρονών, βγήκε 72!  
Εννέα ημέρες νωρίτερα, ο (λευκός) πρόεδρος της Νότιας Αφρικής Φρέντερικ ντε Κλερκ, είχε αναγγείλει την απελευθέρωση του μυθικού πλέον Νέλσον Μαντέλα.  Η αρχή του τέλους είχε ξεκινήσει. Το μισητό απαρτχάιντ έπνεε τα λοίσθια. Η χώρα θα άλλαζε. Πως, όμως; Η ελπίδα συνυπήρχε με την αγωνία  και, στους κύκλους της λευκής μειονότητας, το φόβο. Πως θα κυβερνηθεί η χώρα; Πως θα είναι η νέα Νότια Αφρική;
Αρκετά χρόνια αργότερα, τον Μάιο 2005, στο ετήσιο συνέδριο της ελληνικής Εταιρίας Ανωτάτων Στελεχών Επιχειρήσεων, έτυχε να βρεθώ δίπλα στον αρχιτέκτονα της μετάβασης στη νέα Νότια Αφρική, τον πρόεδρο Ντε Κλερκ. «Πως καταφέρατε αυτόν τον άθλο - την αναίμακτη μετάβαση στο μεταρατσιστικό καθεστώς;», τον ρώτησα. «Είχα ένα γενναίο αντίπαλο», απάντησε με μετριοφροσύνη. «Δίχως τον Μαντέλα δεν θα ήταν εφικτή αυτή η μετάβαση».
Παρακολουθώντας πρόσφατα την εξαίσια ταινία του Κλιντ Ίστγουντ «Ανίκητος», θυμήθηκα τη φράση του προέδρου Ντε Κλερκ: «είχα ένα γενναίο αντίπαλο». Επικεντρωμένη στον Μαντέλα, η ταινία είναι ένα εξαιρετικό μάθημα ηγεσίας – οραματικού ρεαλισμού, εμπνευσμένης διοίκησης, πολιτικής γενναιότητας, κι εκλεπτυσμένης κρίσης.
Το 1994 ο Νέλσον Μαντέλα εκλέγεται πρόεδρος της Νότιας Αφρικής. Γνωρίζει καλά ότι, από τα πολλά προβλήματα που καλείται να διαχειριστεί, το μείζον είναι η συμφιλίωση λευκών και μαύρων, αφού, δίχως αυτή, η χώρα δεν πρόκειται να εξέλθει από τον φαύλο κύκλο της βίας. Σμιλεύοντας την οδυνηρή εμπειρία του στη φυλακή συνειδητοποιεί ότι, η συγχώρεση προς τους ρατσιστές, αφενός μεν προφυλάσσει τα χθεσινά θύματα από την απανθρωποποίηση που θα επιφέρει η ρεβανσιστική βαρβαρότητα, αφετέρου δε βγάζει τη χώρα από το κτηνωδώς διχαστικό παρελθόν. Η νέα πλειοψηφία έπρεπε να προστατευθεί από τον εαυτό της.   
Όταν, στην ταινία, οι εφημερίδες των (λευκών) Αφρικάνερ, αναρωτιούνται: «Μπορεί να κερδίσει τις εκλογές, αλλά μπορεί να κυβερνήσει τη χώρα;», ο Μαντέλα δεν απορρίπτει το ερώτημα, αντιθέτως το συμμερίζεται. Νοιώθει ότι χρειάζεται να αποδείξει ότι μπορεί, πράγματι, να κυβερνήσει. Δεν ηγείται απλώς του κυβερνητικού κόμματος, δεν είναι μόνο ένα ηρωικό σύμβολο κατά του απαρτχάιντ· τώρα, πλέον, κυβερνά τη χώρα. Καλείται να δώσει προσανατολισμό στο έθνος.
Η ταινία περιστρέφεται γύρω από την απόφαση του προέδρου Μαντέλα να υποστηρίξει ενεργά την εθνική ομάδα ράγκμπι (τη «Σπρίνμποκς») στο παγκόσμιο κύπελλο του 1995 (το οποίο, τελικά, κέρδισε). Η απόφαση ήταν επίμαχη, δεδομένου ότι  η συγκεκριμένη ομάδα ήταν ένα μισητό σύμβολο του απαρτχάιντ. Το εθνικό συμβούλιο αθλητισμού, κυριαρχούμενο από μαύρους, θέλει να καταργήσει την ομάδα. Πρόκειται για εύλογη απαίτηση· η «Σπρίνμποκς» συμβολίζει τη φυλετική καταπίεση. 
Ο Μαντέλα δεν προσχωρεί σε αυτή την άποψη. Ό,τι είναι εύλογο, δεν είναι απαραίτητα εθνικά επωφελές· ό,τι είναι ενστικτωδώς επιθυμητό, δεν είναι απαραίτητα ορθολογικό. Παρεμβαίνοντας στη συνεδρίαση του συμβουλίου, αντιμάχεται την κυρίαρχη άποψη, με το τεράστιο συμβολικό-πολιτικό κεφάλαιο που διαθέτει ως ήρωας του αγώνα κατά του απαρτχάιντ και λαοπρόβλητος πρόεδρος. «Με εκλέξατε ηγέτη σας», λέει στους παρευρισκομένους. «Αφήστε με να ηγηθώ. Η χώρα χρειάζεται συμφιλίωση».
Επιβάλλει την άποψή του, υποστηρίζει δημοσίως τη «Σπρίνμποκς», χρησιμοποιεί επιδέξια το προσφιλές αθλητικό παιχνίδι των λευκών ρατσιστών για να διαβεβαιώσει τη λευκή μειονότητα ότι δεν πρέπει να φοβάται στο μεταφυλετικό κράτος δικαίου. Με τη συμβολική κίνησή του συγκινεί τους λευκούς, στο μέτρο που καταφάσκει σε ένα σύμβολό τους· παιδαγωγεί τους μαύρους στην ανάγκη σεβασμού της λευκής μειονότητας. Δημιουργεί βαθμιαία ένα νέο πλαίσιο που θα δώσει τη δυνατότητα στη χώρα να βγει από το φαύλο κύκλο της φυλετικής κτηνωδίας.
Η επιτυχία της εθνικής ομάδας στο παγκόσμιο κύπελλο γεμίζει όλους χαρά. Μέσα από το ράγκμπι δημιουργείται, έστω και στιγμιαία, μια φαντασιακή κοινότητα πολιτών της νέας Νότιας Αφρικής. Έστω  και για λίγο, η φυλετική διαίρεση υπερβαίνεται. Μια νέα αρχή φαίνεται πως είναι εφικτή.  Το έθνος αρχίζει να αποκτά νέα σύμβολα κοινής αναφοράς και περηφάνιας.
Υπήρξε τυχερή χώρα η Νότια Αφρική να διαθέτει την κατάλληλη στιγμή ένα σπουδαίο ηγέτη – μετασχηματιστή συνειδήσεων και θεσμών. Ο μετασχηματιστικός ηγέτης διαθέτει βιωματική γνώση των συμφραζομένων μέσα στα οποία δρα, αποκτώντας μια σαφή αίσθηση προτεραιοτήτων. Με το παράδειγμά του και τις συνετές επιλογές του συσσωρεύει συμβολικό- πολιτικό κεφάλαιο, που του επιτρέπει να πείθει και, όταν είναι απαραίτητο, να «αντιπαρατίθεται στο δήμο» (όπως μας θυμίζει ο Θουκυδίδης). Αναστοχάζεται τις εμπειρίες του, διαθέτει «αίσθηση της πραγματικότητας» (Μπερλίν) και εκλεπτυσμένη κρίση. Δεν παγιδεύεται σε ιδεοληπτικά σχήματα· γνωρίζει ότι τα προβλήματα έχουν συχνά δομή φαύλου κύκλου, τον οποίο είναι αποφασισμένος να σπάσει.
Ο εμπνευσμένος ηγέτης διαθέτει ψυχική ενδοχώρα, επεξεργασμένα βιώματα, ισχυρή αυτοπεποίθηση, κι αδάμαστο χαρακτήρα στις αντιξοότητες. Εμπνέεται από τους ίδιους στίχους (του Γ.Χένσλι) που ενέπνεαν τον Νέλσον Μαντέλα στα ατέλειωτα χρόνια της φυλακής (27 παρακαλώ!): «Είμαι κύριος της μοίρας μου/είμαι καπετάνιος της ψυχής μου».  Όλα, τότε, είναι εφικτά.