Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

Φαντάσου … - αναρωτιέμαι αν μπορείς



«Τι είναι φαύλος κύκλος μπαμπά; Διαβάζω στις εφημερίδες ότι η χώρα έχει μπει σε φαύλο κύκλο. Τι εννοούν;».
«Θυμάσαι που η θεία σου η Νίκη χώρισε πέρυσι με το Γιώργο; Παραπονιόταν ότι ο Γιώργος ήταν απόμακρος. Αυτός, με τη σειρά του, έλεγε το αντίθετο: η Νίκη είναι τόσο γκρινιάρα που αναγκάζεται να κλείνεται στον εαυτό  του.  Όσο πιο «απόμακρος» ήταν ο Γιώργος, τόσο πιο «γκρινιάρα» γινόταν η Νίκη. Όσο πιο «γκρινιάρα» ήταν η Νίκη τόσο πιο «απόμακρος» γινόταν ο Γιώργος. Βλέπεις τον φαύλο κύκλο; Η μια συμπεριφορά τροφοδοτεί την άλλη· το προβληματικό δίπολο «απόμακρος»-«γκρινιάρα» διαιωνίζεται. Σε τέτοιες περιπτώσεις αισθάνεσαι εγκλωβισμένος. Είναι σα να βρίσκεσαι σε κινούμενη άμμο: με κάθε κίνησή σου να βγεις βυθίζεσαι περισσότερο».

«Ενδιαφέρον, αλλά τι σχέση έχει αυτό με τη χώρα;»
«Η δομή του προβλήματος είναι παρόμοια. Να ένα παράδειγμα. Γράφει ο Γιώργος Παγουλάτος («Κ», 21/2/2010): «Το σύστημά μας διαχρονικά στηρίχθηκε σε ένα άγραφο κοινωνικό συμβόλαιο: οι πολλοί θα ανέχονται την υψηλή διαφθορά των ολίγων, αρκεί οι λίγοι να κάνουν τα στραβά μάτια στη μικροδιαφθορά των πολλών». Πρόσεξε τον συλλογισμό: ο αναλυτής περιγράφει εύστοχα ένα κυκλικό φαινόμενο. Το προβληματικό δίπολο «ανοχή υψηλής διαφθοράς»-«ανοχή μικροδιαφθοράς» αλληλοτροφοδοτείται και διαιωνίζεται. Να συνεχίσω;»

«Ναι, σε ακούω …»
«Κοίτα τώρα τον οικονομικό φαύλο κύκλο. Για να μειωθεί το υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα περικόπτονται μισθοί και αυξάνεται η φορολογία. Τα μέτρα αυτά επιφέρουν ύφεση, οπότε μειώνονται τα φορολογικά έσοδα, άρα αυξάνεται η ανάγκη για δανεισμό. Ο υψηλότερος δανεισμός αυξάνει τις δαπάνες για τόκους, μεγαλώνοντας έτσι το έλλειμμα. Φαύλος κύκλος. Ακόμη χειρότερα: εδώ και τριάντα χρόνια, το πελατειακό πολιτικό σύστημα προσέφευγε συστηματικά στον εξωτερικό δανεισμό για να εξυπηρετεί τους πολίτες-πελάτες, οδηγώντας πολιτικούς και πολίτες στην ηθική εξαχρείωση και την οικονομία στη χρεοκοπία. Αυτός είναι ο μεγάλος φαύλος κύκλος που τώρα συνειδητοποιούμε με οδυνηρό τρόπο».

«Πως βγαίνει κανείς από τον φαύλο κύκλο;»
«Δύσκολα. Τέτοια προβλήματα είναι δυσεπίλυτα: επειδή είναι κυκλικά, δεν ξέρεις από πού να αρχίσεις. Γι αυτό αισθανόμαστε παγιδευμένοι· οι «λύσεις» επιτείνουν το πρόβλημα».

«Οπότε, τι κάνουμε;»
«Ο μεγάλος φιλόσοφος Λούντβιχ Βιτγκενστάϊν λέει ότι υπάρχουν «δυσκολίες της διάνοιας» και «δυσκολίες της βούλησης». Οι πρώτες αντιμετωπίζονται με κλασικούς - ρασιοναλιστικούς - τρόπους. Οι δεύτερες είναι πολύ πιο ζόρικες: αφορούν στον συνολικό προσανατολισμό μας στον κόσμο, σε ιστορικούς εθισμούς και εμπεδωμένους τρόπους που σχετιζόμαστε με τους άλλους. Οι φαύλοι κύκλοι αντιπροσωπεύουν «δυσκολίες της βούλησης». Για να αντιμετωπισθούν χρειάζονται αναπλαισίωση (reframing) – να θέσεις, δηλαδή, το πρόβλημα σε νέα συμφραζόμενα, ώστε αυτό να ιδωθεί διαφορετικά».

«Πως γίνεται αυτό;»
«Εν αρχή ην η πράξη. Η γλώσσα, λέει ο Βιτγκενστάϊν, έπεται, είναι μια εκλέπτυνση της πράξης. Ένα νέο «γλωσσικό παιχνίδι» - ένας νέος τρόπος σκέψης - δεν προέρχεται από επανεπεξεργασία του παλαιού, αλλά από αντισυμβατικές, απροσδόκητες πράξεις που μας συγ-κινούν. Οι αντισυμβατικές πράξεις δημιουργούν το νέο πλαίσιο μέσα στο οποίο οι λέξεις αποκτούν καινούριο νόημα»

«Λίγο αφηρημένα δεν είναι αυτά;»      
«Φαντάσου τον πρωθυπουργό, τους υπουργούς και τους βουλευτές να περιέκοπταν  το μισθό τους κατά 30%. Φαντάσου να διορίζονταν γραμματείς υπουργείων όχι πολιτικά πρόσωπα, αλλά άξια υψηλόβαθμα στελέχη της διοίκησης. Φαντάσου όλα τα αιτήματα άρσης βουλευτικής ασυλίας να γίνονταν δεκτά από τη Βουλή. Φαντάσου να μαθαίναμε λεπτομερώς πως οι πολιτικοί απέκτησαν περιουσία. Φαντάσου το κυβερνητικό κόμμα να ομολογούσε τις μίζες που έπαιρνε από τη Ζήμενς. Φαντάσου τον πρωθυπουργό, παρά την ισχυρή λαϊκή εντολή, να σχημάτιζε κυβέρνηση μη μονοπαραταξιακή. Όλα αυτά συνιστούν αντισυμβατικές πράξεις, και έχουν κάτι κοινό: τον ενεργό αυτοπεριορισμό του πολιτικού συστήματος· αρχίζουν να αντιστρέφουν την επί 35ετία κυρίαρχη τάση - την άπληστη, δυναστειακή, και φαύλη κομματοκρατία. Αυτές θα ήταν απροσδόκητες πράξεις που θα μας άγγιζαν, και θα δημιουργούσαν ένα νέο πλαίσιο, γιατί θα ενσάρκωναν κάτι καινούριο. Όταν ακούς τον Πάγκαλο να λέει «πρέπει να τελειώσουμε με την παλιά Ελλάδα: με το ρουσφέτι, με τη συναλλαγή, με τα κόμματα της διαφθοράς και της διαπλοκής» («Βήμα», 28/3/2010),  αναρωτιέσαι αν ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την ειρωνεία: εδώ και τριάντα χρόνια αυτός και οι σύντροφοί του συνέβαλλαν καθοριστικά στην επί το δυσμενέστερο αναπαραγωγή της «παλιάς Ελλάδας». Η «παλιά Ελλάδα» θα τελειώσει όταν τελειώσουν και εκπρόσωποί της σαν τον κ.Πάγκαλο».

«Εντάξει, αλλά ο πρωθυπουργός ξεχωρίζει»
«Πράγματι, δεν είναι βαλκανικής κοπής, αν αυτό εννοείς. Ο πρωθυπουργός όμως είναι κληρονόμος της παπανδρεϊκής δυναστείας, από την οποία ουδέποτε ρητώς αποστασιοποιήθηκε.  Δεν πείθει γιατί δεν ενσαρκώνει το καινούριο. Το μήνυμα δεν συγχρονίζεται με τον φορέα του. Θυμήσου: τα λόγια αποκτούν νέο νόημα όταν σημασιοδοτούνται σε ένα νέο πλαίσιο. Σήμερα αυτό απουσιάζει. Έχουμε μόνο κενά λόγια».      

«Πολύ μαύρα δεν τα βλέπεις;»
«Τα βλέπω καθαρά καλή μου. Βιώνουμε ένα πνιγηρό αδιέξοδο. Ίσως η εμπειρία της ταπεινωτικής αποτυχίας μας ταρακουνήσει. Πως, δεν ξέρω. Οι κοινωνίες είναι απρόβλεπτα συστήματα. Γι αυτό χρειάζονται μετασχηματιστικοί ηγέτες τύπου Μαντέλα και Ομπάμα: να εκφράσουν την οργή μας και να μορφοποιήσουν την ελπίδα μας. Δεν βλέπω να υπάρχουν, ελπίζω να προκύψουν».


Κυριακή 11 Απριλίου 2010

Σκηνές από μια παρέλαση…

Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, διαυγής, ανοιξιάτικη. Το Μαρούσι έλαμπε. Είχα υποσχεθεί στα παιδιά να πάμε στην παρέλαση. Το περίμεναν με χαρά. Περπατήσαμε μέχρι την πλατεία. Κάναμε μερικές βόλτες και πήραμε θέση. Με χαρά είδα ότι η δημοτική κατ΄ ευφημισμόν αστυνομία επιτελεί έναν κοινωφελή ρόλο – έστω αυτόν του ταξιθέτη.

Ο κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται. Οι επίσημοι έκαναν την εμφάνισή τους. Επικεφαλής της πομπής ο δήμαρχος με τη θεαματικά καλλωπισμένη σύζυγό του. Η μάλλον, ορθότερα, η θεαματικά καλλωπισμένη κυρία δημάρχου με τον σύζυγό της. Συμβολικά ενδιαφέρον θέαμα. Ο δήμαρχος-συνοδός, δίκην εθνάρχου χαιρετούσε τα πλήθη. Δεν ήταν σαφές αν η χαρά του προερχόταν από το γεγονός ότι συνόδευε την ύφους Εβίτας Περόν σύζυγο, ή από τον πανηγυρικό που σε λίγο θα εκφωνούσε.

Η ομιλία του ήταν τόσο τετριμμένη όσο πεπατημένη είναι η άσφαλτος της οδού Χαμοστέρνας. Είναι εντυπωσιακή η ανικανότητα των «επισήμων» να εκφωνήσουν μια στοιχειωδώς μεστή και, αν όχι πρωτότυπη, τουλάχιστον όχι ανυπόφορα κοινότοπη, επετειακή ομιλία. Αναγνωρίζω ότι δεν είναι εύκολο. Οι επετειακές ομιλίες θέλουν καλλιέργεια. Είναι απίθανο να βρεθεί στα δημαρχιακά μέγαρα. Η πεπατημένη είναι πάντοτε ο εύκολος δρόμος. Το παραμυθητικό λογοπλαίσιο περί του «ένδοξου έθνους», προϊόν παρωχημένων εποχών, το οποίο τουλάχιστον συχνά προέρχονταν από αληθινά εγγράμματα δημόσια πρόσωπα, είναι δουλεμένο επί δύο σχεδόν αιώνες, προσφέρεται για έτοιμη κατανάλωση.

Ο κ.δήμαρχος δεν απέφυγε τις αναφορές στην τρέχουσα συγκυρία. Ο λαϊκισμός που ανάγει το «λαό» σε θύμα, προσφέρει απλόχερα τη συμβολική πρώτη ύλη για επίκαιρους συλλογισμούς. Μας κάλεσε να αντισταθούμε στα «κοράκια της εγχώριας και διεθνούς κερδοσκοπίας» που απεργάζονται το κακό της χώρας. Ζήτησε «ομοψυχία» και «συναίνεση» «τούτες τις δύσκολες ώρες». Εννοούσε, φυσικά, «συναίνεση» γύρω από ηγέτες του αναστήματός του. Οι επιμέρους εξουσίες στην Ελλάδα έχουν μάθει να ζητάνε τη «συναίνεση», αλλά δεν διερωτώνται τι κάνουν για να την κερδίσουν, ούτε γνωστοποιούν πως θα τη χρησιμοποιήσουν. Η πρωτοφανής κατάντια της χώρας, αντί να προσφέρει υλικό για ζωογόνο αναστοχασμό σε μια εθνική επέτειο, για εύστοχες ιστορικές αναλογίες, για διαυγέστερη αυτογνωσία, προάγει την εθνική αυτολύπηση ανάμικτη με ναρκισσισμό.

Όλοι παίξαμε το ρόλο μας. Ο κ.δήμαρχος εκφώνησε τον δεκάρικό του, κι εμείς υπομονετικοί ακροατές τον ανεχθήκαμε. Άρχισε η κατάθεση στεφάνων. Ατέλειωτη. Οι εκπρόσωποι πολυάριθμων Αρχών, των κομμάτων, κομματικών νεολαιών, και αναρίθμητων συλλόγων κατέθεταν στεφάνια. Αισθητή ήταν η παρουσία του συλλόγου αγγειοπλαστών! Η τελετή μάκραινε κουραστικά. Ο κόσμος άρχισε να χάνει την υπομονή του. Αρκετοί άρχισαν να σφυρίζουν αποδοκιμαστικά, άλλοι να φωνάζουν. «Τελειώνετε, ρε». «Έλεος πια». Γνώριμες ελλαδικές σκηνές…

Η παρέλαση αρχίζει. Το δημαρχιακό ζεύγος, μόνο αυτό, στέκεται όρθιο στην εξέδρα των καθιστών «επισήμων» και χαιρετά τα παρελαύνοντα τμήματα. Εικόνα Αμερικανικού προεδρικού ζεύγους, προσαρμοσμένη σε μεσανατολίτικα ήθη. Πρώτο τμήμα αυτό των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, σεβάσμια γεροντάκια που εμπνέουν στοργή και σεβασμό. Περίμενα χείμαρρο χειροκροτημάτων. Ήταν ελάχιστα.

Πολλούς παρευρισκόμενους δεν τους ενδιέφερε η παρέλαση ως τέτοια, αλλά η φωτογράφηση ή βιντεοσκόπηση των παιδιών τους. Η άλλη όψη του ελλαδικού ναρκισσισμού: ο σημερινός Έλληνας δεν νοιώθει ότι υπάρχει αν δεν βλέπει τη φάτσα του στην οθόνη, στον καθρέφτη ή στη φωτογραφία - ή αν δεν τσακώνεται. Μερικοί έτρεχαν πάνω-κάτω, κατά μήκος της παρέλασης, σαν να ήταν επαγγελματίες φωτογράφοι, κι άλλοι, που διαγκωνίζονταν για καλύτερη θέα, έμπαιναν μπροστά από άλλους, για να διαπληκτιστούν στη συνέχεια για το ποιος-ήρθε-πρώτος. Είναι σχεδόν αδύνατον μια ομάδα Ελλήνων να βρεθεί στον ίδιο χώρο, χωρίς να ξεσπάσουν καυγάδες.

Οι μαθητές παρελαύνουν – όσο μεγαλύτεροι, τόσο πιο βαριεστημένοι. Ευσυνείδητοι καθηγητές προσπαθούν να κρατήσουν συντεταγμένη πορεία. Εντυπωσιάζουν οι πρόσκοποι, τα πιτσιρίκια που κρατάνε από τις τέσσερις άκρες την ελληνική σημαία, και… οι μαθήτριες με το μίνι. Με τρία δάχτυλα φούστα, ντύθηκαν λες και θα πήγαιναν σε παραλία ή γήπεδο τένις, όχι σε παρέλαση εθνικής επετείου. Συγχέουν την εθνική επέτειο – μια επίσημη εθιμοτυπική εκδήλωση που καλεί σε γιορτή και περισυλλογή ταυτόχρονα – με βραδινή έξοδο σε «ελληνάδικο». Σύγχυση πλαισίων αναφοράς – άλλη μια σύγχρονη ελλαδική ασθένεια. Οι γονείς και οι δάσκαλοι δεν τους θύμισαν την ιδιαιτερότητα της τελετής, τo context που ρυθμίζει συμπεριφορές και ενδυματολογικές συνήθειες. Στο έθνος του Βουλγαράκη όλα επιτρέπονται. Στη χώρα του Τσίπρα απαγορεύεται το απαγορεύειν.

Η παρέλαση τελειώνει. Τελειώνει; Όχι ακριβώς! Μετά και το τελευταίο μαθητικό τμήμα ακολουθούν οι …συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ! Παρελαύνουν συντεταγμένα, κρατούν παραταξιακές σημαίες, και κραυγάζουν: «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη, όχι τα κέρδη του κεφαλαιοκράτη». Μια εθνική επέτειος τελειώνει με κομματικά συνθήματα.

Κατακαημένη Ελλάδα, είναι τυχαίο που κατάντησες ο ζητιάνος της Ευρώπης; Έχασες τον μπούσουλα, ξέχασες τι σημαίνει συλλογικότητα, εθνική αυτοπεποίθηση, δεν ξέρεις να τιμάς και να αναστοχάζεσαι, δεν έχεις καν την αίσθηση του γελοίου, «δεν ξέρεις που πατάς και που πηγαίνεις». Έμαθες κυρίως να καταναλώνεις και να επιδεικνύεσαι, να κατηγορείς και να διαμαρτύρεσαι, να αυθαιρετείς και να κομπάζεις. Κάθε συλλογική σου εκδήλωση αποτυπώνει την παθολογία σου. Κάθε θεσμική συμπεριφορά σου εκφράζει τη βαλκανική γελοιότητά σου. Ακόμα και οι εθνικές γιορτές αντανακλούν τα παρηκμασμένα ήθη σου.