Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Μοιραίοι, μικροί και άβουλοι



Κριτικός σχολιασμός σημαντικών καταθέσεων στην ερευνητική επιτροπή Πολυβίου για τη φονική έκρηξη της 11ης Ιουλίου 2011, στην Κύπρο

Καταλαβαίνουμε πόσο σημαντικός ο συντονισμός σε ένα οργανωμένο σύστημα όταν αυτός καταρρέει. Τότε συνειδητοποιούμε ότι το «σύστημα» δεν είναι ομοιογενές - τα διάφορα «μέρη» του έχουν διαφορετικές προτεραιότητες και οπτικές γωνίες. Θεμελιώδης προϋπόθεση του καλού συντονισμού είναι η υπεύθυνη πρωτοβουλία, η διάθεση δηλαδή να συνεργάζεσαι αυθεντικά με τους άλλους, να είσαι οξυδερκής, να νοιάζεσαι ενεργά για το τελικό αποτέλεσμα. Η πρωτοβουλία δεν επιβάλλεται, ενθαρρύνεται• διαπερνά την άρρητη νοο-τροπία ενός οργανισμού.
Όταν ο συντονισμός αποτυγχάνει, οι εμπλεκόμενοι οχυρώνονται συνήθως πίσω από τις στενά τυπικές αρμοδιότητές τους. Λένε: «έκανα ό,τι έπρεπε να κάνω με βάση αυτά τα οποία γνώριζα. Οι άλλοι δεν έκαναν αυτά που έπρεπε». Το είδαμε πρόσφατα στις καταθέσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας κ.Χριστόφια, του διευθυντή του διπλωματικού γραφείου του Προέδρου κ.Παντελίδη, και του Υπουργού Άμυνας κ.Παπακώστα, ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής του κ.Πολυβίου. Ο καθένας βεβαιώνει ότι έκανε τη δουλειά του, απλώς οι άλλοι δεν έκαναν τη δική τους! Αυτό που αποσιωπούν όλοι είναι η έλλειψη πρωτοβουλίας που επέδειξαν. Αυστηρά μιλώντας, κανείς δεν έκανε τη δουλειά του σωστά: δεν πήρε πρωτοβουλίες που όφειλε, εκ του αξιώματός του, να πάρει. Η ολιγωρία τους ήταν καταστρεπτική.
Τι είπε ο Πρόεδρος Χριστόφιας; Δεν «μυρίστηκε» κάτι, δεν ενημερώθηκε, δεν γνώριζε. Υπουργοί και στενοί του συνεργάτες δεν τον ενημέρωναν επαρκώς. Παραδέχθηκε ρητά ότι όλοι αυτοί έχουν ευθύνες, αλλά όχι ο ίδιος! «Πως θα έχει ευθύνη [ο Πρόεδρος] όταν δεν γνωρίζει;», διερωτήθηκε. Έδωσε προφορική εντολή, ισχυρίστηκε, στον κ.Παντελίδη (το οποίο ωστόσο δεν επιβεβαίωσε ο τελευταίος) για την καταστροφή του φορτίου, αλλά (προσέξτε την παθητική φωνή) «δυστυχώς τα αποτελέσματα δεν μου ανακοινώθηκαν». Εύστοχα ο κ.Πολυβίου του αντέτεινε: «Μα το όλο θέμα της ευθύνης είναι η μη γνώση. ΄Η γνωρίζατε και δεν λάβατε μέτρα ή δεν γνωρίζατε διότι δεν ρωτήσατε. Επομένως, […] μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι ο Πρόεδρος είναι σοβαρά εκτεθειμένος».
Ακριβώς αυτό είναι το πρόβλημα. Η γνώση δεν συνιστά παθητική καταγραφή δεδομένης πληροφορίας στη συνείδησή μας, αλλά το συμπέρασμα που συνάγουμε από την ενεργό εμπλοκή μας σε δραστηριότητες: ρωτούμε, αναζητούμε, διασταυρώνουμε. Η γνώση δεν σε βρίσκει, τη βρίσκεις• δεν σκοντάφτεις πάνω της, τη δημιουργείς. Αν θες να γνωρίζεις, πρέπει να πάρεις την πρωτοβουλία να ρωτήσεις, να διερευνήσεις• πρέπει και να θέλεις και να δράσεις. Όταν, λοιπόν, ο κ.Χριστόφιας λέει ότι «δεν γνώριζε», αυτό σημαίνει ότι δεν επέδειξε το απαιτούμενο ενδιαφέρον να θέλει να γνωρίζει, ούτε προέβη σε εκείνες τις ενέργειες που θα του απέφεραν τη σχετική γνώση. Με λίγα λόγια, η ομολογία της άγνοιας του επικεφαλής της Κυπριακής Δημοκρατίας ισοδυναμεί με ομολογία εγκληματικής ολιγωρίας.
Ορθά ο κ.Πολυβίου επισημαίνει ότι, από όλες τις συσκέψεις για τη διαχείριση του φορτίου πυρίτιδας, αυτή της 7/2/11 ήταν η πιο σημαντική. Τότε έγινε, για πρώτη φορά, ρητά λόγος για το ενδεχόμενο «εκρήξεων», παρουσία των Υπουργών Εξωτερικών (ΥΠΕΞ) και Άμυνας (ΥΠΑΜ), καθώς και του διευθυντή του διπλωματικού γραφείου του Προέδρου κ.Παντελίδη. Ρωτά συναφώς ο κ.Πολυβίου τον κ.Παντελίδη (παραφράζω ελαφρώς): «δεν θα έπρεπε να ενημερώσετε τον Πρόεδρο μετά τη σύσκεψη αυτή αναφορικά με την επικινδυνότητα του φορτίου»; Απαντά ο κ.Παντελίδης: «Υπήρξε διαφωνία δύο υπουργών και έπρεπε αυτοί να απευθυνθούν στον Πρόεδρο. Δεν μπορούσε κάποιος κατώτερος να δώσει αναφορά. Μου είχε κάνει ήδη παρατήρηση ο ΥΠΕΞ ότι το θέμα δεν είναι του επιπέδου μου αλλά είναι θέμα υπουργών». Ο κ.Πολυβίου επανέρχεται, και ο κ.Παντελίδης συνεχίζει: «Αν έγραφα σημείωμα θα έγραφα ότι «οι δύο υπουργοί σας [Εξωτερικών και Άμυνας] διαφωνούν και δεν τα βρίσκουν. […]»». Επιμένει ο κ.Πολυβίου, οπότε ο κ.Παντελίδης εκστομίζει το αμίμητο: «Δεν μπορώ να σας απαντήσω. Δεν ήξερα τι να του πω. Εγώ πήγα εκεί με μια ιδέα [για διαχωρισμό του φορτίου και καταστροφή του επικίνδυνου μέρους του] και εξουδετέρωσαν την εισήγησή μου »!
Χωρίς να το αντιληφθεί, ο κ.Παντελίδης ομολόγησε έμμεσα την ασυγχώρητη ολιγωρία του. Δεν πήρε την πρωτοβουλία να ενημερώσει τον Πρόεδρο, τόσο για το ενδεχόμενο της έκρηξης (που διατυπώθηκε στη σύσκεψη), όσο και για τη διαφωνία των δύο πιο σημαντικών υπουργών που χειρίζονται το θέμα! Κατακράτησε τις δύο πιο σημαντικές πληροφορίες! Ένας υψηλόβαθμος δημόσιος λειτουργός έπρεπε να αντιληφθεί ότι η διαφωνία των δύο υπουργών, στο μέτρο που δεν επιλύεται, πιθανόν να έχει δυσμενείς συνέπειες για το χειρισμό του όλου θέματος, αφού οι αντίστοιχες αρμόδιες υπηρεσίες παίρνουν αντικρουόμενες εντολές, και το επίμαχο θέμα διαιωνίζεται. Όφειλε να ενημερώσει σχετικά τον Πρόεδρο, όχι να ενεργήσει με τη λογική του γραφειοκράτη: «είναι ευθύνη των άλλων (των υπουργών), όχι δική μου»! Το θέμα δεν είναι τι κάνουν οι άλλοι, αλλά τι κάνεις εσύ, δεδομένου ότι είσαι το αυτί και το μάτι του Προέδρου στις σχετικές συσκέψεις. Άλλωστε, σε ένα άλλο σημείο, ο έμπειρος κ.Παντελίδης δήλωσε ότι διαισθάνθηκε την επιθυμία του Προέδρου για την καταστροφή του φορτίου και ενήργησε αναλόγως. «Εξέλαβα ότι αυτή ήταν η επιθυμία του Προέδρου», είπε. Προσέξτε: ένας τόσο στενός συνεργάτης του Προέδρου, που εύλογα εικάζει τις επιθυμίες του προϊσταμένου του για το συγκεκριμένο θέμα, δεν έχει καμία δικαιολογία να μη γνωρίζει την ανάγκη του Προέδρου για ενημέρωση σχετικά με τη διαφωνία των υπουργών του. Ο κ. Παντελίδης επέδειξε εδώ αδικαιολόγητη ακρισία.
Ερχόμαστε τώρα στον Υπουργό Άμυνας. Εύστοχος, ως συνήθως, ο κ.Πολυβίου τον ρωτά (παραφράζω ελαφρώς): «Στείλατε πέντε επιστολές στο ΥΠΕΞ για την επικινδυνότητα του φορτίου, ζητώντας οδηγίες: «πείτε μας τι να κάνουμε». Και όπως λέτε, το ΥΠΕΞ σας απαγορεύει να κάνετε οτιδήποτε, επικαλούμενο πολιτικούς λόγους. Μήπως έπρεπε να πείτε ότι η επίκληση των πολιτικών λόγων δεν σας ικανοποιεί, διότι υπερτερεί η ασφάλεια του προσωπικού; Δεν έπρεπε να πάτε στον Πρόεδρο και να του πείτε […] πάρτε απόφαση; Δεν έπρεπε να πάρετε την πρωτοβουλία;». Τι απαντά ο κ.Παπακώστας; Από τη θολή απάντησή του έμμεσα συνάγεται ότι νοιαζόταν μεν για την ασφάλεια του προσωπικού, αλλά δεν πήρε καμία πρωτοβουλία να θέσει μετ΄ επιτάσεως το θέμα της ασφάλειας στον Πρόεδρο, διότι θεώρησε ότι ο Πρόεδρος ενημερωνόταν από τον ΥΠΕΞ και τον κ.Παντελίδη!
Αυτό που ρώτησε, όμως, ο κ.Πολυβίου δεν ήταν αν ο Πρόεδρος ήταν ενημερωμένος για την επικινδυνότητα του φορτίου, αλλά τι έκανε ο κ.Παπακώστας προκειμένου να θέσει με έμφαση το θέμα της ασφάλειας στον Πρόεδρο. Το θέμα εδώ δεν είναι η ενημέρωση αλλά η δράση – η άσκηση πίεσης στον Πρόεδρο να πάρει αποφάσεις. Η δουλειά του κ.Παπακώστα ως ΥΠΑΜ ήταν να προσεγγίσει το θέμα κυρίως από τη σκοπιά της ασφάλειας (η πολιτική διάσταση δεν ήταν δική του αρμοδιότητα• ήταν του Προέδρου και του ΥΠΕΞ). Αυτή την οπτική γωνία έπρεπε να υπερασπίσει. Το γεγονός ότι ο Πρόεδρος ήταν ενημερωμένος δεν διασφάλιζε και την αποφασιστικότητά του. Αν ο κ.Παπακώστας δεν ενεργούσε γραφειοκρατικά, θα έπαιρνε την πρωτοβουλία να καταστήσει την ασφάλεια του φορτίου θέμα συζητήσεως με τον Πρόεδρο, αντί να στέλνει υπηρεσιακά σημειώματα ζητώντας οδηγίες. Οι ευθύνες του δεν είναι ότι δεν ενημέρωσε, αλλά ότι δεν έδρασε – δεν πήρε έγκαιρη πρωτοβουλία.
Και στις τρεις περιπτώσεις έχουμε αποτυχία στην ανάληψη ηγετικής πρωτοβουλίας. Κανείς τους δεν έκανε αυτοβούλως αυτό που έπρεπε να κάνει, την κατάλληλη στιγμή, με το σωστό τρόπο. Με το πόρισμά του, ο κ.Πολυβίου θα έχει την ιστορική ευκαιρία να συγγράψει το σημαντικότερο «εσωτερικό» κείμενο που γράφτηκε ποτέ στην ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με τις διεισδυτικές ερωτήσεις του βοήθησε σημαντικά στην απο-κάλυψη της γραφειοκρατίτιδας και του ερασιτεχνισμού που μαστίζει το κράτος, την κουλτούρα της ανευθυνοϋπευθυνότητας που διακρίνει τους λήπτες αποφάσεων, την έλλειψη ορθής κρίσης των ηγετών μας. Οι μαρτυρίες στην επιτροπή Πολυβίου είναι ο καθρέφτης της του πολιτικού-διοικητικού συστήματος της χώρας. Αν δε αλλάξουμε, μας περιμένουν χειρότερα.

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

Τσόρτσιλ γιαλαντζί!


Νομίζει ότι με την ναρκισσιστική ρητορική του θα παραλύσει η λογική μας ικανότητα. Θεωρεί ότι με τον χειμαρρώδη λόγο του θα παραβλέψουμε την ηγετική του ανεπάρκεια. Πιστεύει ότι με τις αγωνιώδεις εκκλήσεις του θα ξεχάσουμε την πολιτική του ατολμία. Είναι λίγο δύσκολο, για τον κ. Βενιζέλο. Διατηρούμε σώας τα φρένας και τη μνήμη μας σε πλήρη λειτουργία.
«Η κυβέρνηση […] δεν βρίσκεται μόνη της στη χώρα αυτή», είπε. «Αυτό που αμφισβητείται διεθνώς, αυτό που είναι πια ένα στερεότυπο αρνητικό για την Ελλάδα, είναι η ικανότητα όχι της κυβέρνησης, αλλά η ικανότητα της χώρας. Αμφισβητείται ακόμα περισσότερο, εάν η Ελλάδα ως χώρα, ως κοινωνία, ως έθνος, έχει την πραγματική βούληση να κάνει όλα όσα πρέπει προκειμένου να βγει οριστικά από την κρίση[…]». Προσέξετε το ρητορικό κόλπο: ο υπουργός Οικονομικών μετατοπίζει την ευθύνη του κυβερνήτη στους ώμους του απρόσωπου «έθνους». Μιλά ανθρωπομορφικά για τη χώρα για να μη μιλήσει για τις διαδικασίες με τις οποίες παράγονται τα αποτελέσματα (τα αρνητικά στερεότυπα) που εκ των υστέρων αποδίδονται στη χώρα.

Δείτε τι συμβαίνει. Αν ο Φωτόπουλος λ.χ. απειλεί να μην εφαρμόσει το νόμο για το τέλος ακινήτων και η τρόικα τον παίρνει στα σοβαρά, αν δηλαδή οι ξένοι μας θεωρούν μια χώρα στην οποία δεν υφίσταται αποτελεσματικό κράτος δικαίου, η αντίληψή τους αυτή οφείλεται πρωτίστως στο γεγονός ότι η κυβέρνηση του κ.Βενιζέλου έχει επιτρέψει σε απειλές σαν αυτές του Φωτόπουλου να καταστούν αξιόπιστα υλοποιήσιμες. Δεν υπάρχει συμμετρία μεταξύ των κοινωνικών παικτών (π.χ. κυβέρνησης και συνδικαλιστών), δεν έχουμε όλοι την ίδια εξουσία. Ο κ. Βενιζέλος διαχέει ρητορικά την ευθύνη στο «έθνος» για να μη λογοδοτήσει ο ίδιος και η κυβέρνησή του για τις ηγετικές επιλογές που συνέβαλλαν στο να παραχθούν τα αρνητικά στερεότυπα με τα οποία τώρα δυσανασχετούν.

Με άλλα λόγια, το στερεότυπο της «χώρας που δεν θέλει να σωθεί» είναι το αποτέλεσμα που παρήχθη κυρίως από τον τρόπο που πολιτεύεται η κυβέρνηση Παπανδρέου-Βενιζέλου (όπως και οι προηγούμενες, το φαινόμενο είναι συστημικό). Η εκάστοτε κυβέρνηση έχει τον κύριο ρόλο και αναλαμβάνει τις πιο αποφασιστικές πρωτοβουλίες στο πολιτικό παιχνίδι. Ναι, δεν είναι ο μόνος παίκτης, αλλά είναι ο σημαντικότερος. Αν ο κάθε Φωτόπουλος κατέληξε να έχει τόσο αποφασιστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις είναι επειδή του έχει παραχωρηθεί τέτοιος ρόλος από το φαύλο πολιτικό σύστημα. Πώς το είπε ο Χρυσοχοϊδης τις προάλλες; «Είμαστε περήφανοι για τον κ. Φωτόπουλο»! Να είστε, εμείς τι φταίμε;

Ο κ. Βενιζέλος δεν αποποιείται μόνο την ηγετική ευθύνη. Προσποιείται τον ηγέτη σε καιρό πολέμου. «Όπως είχε πει κάποτε ο Τσόρτσιλ στους Βρετανούς […] ότι "σας υπόσχομαι ιδρώτα, αίμα και δάκρυα", δυστυχώς η Κυβέρνηση δεν έχει να υποσχεθεί τώρα φοροαπαλλαγές, ούτε παροχές. Έχει να υποσχεθεί μια εθνική, δίκαιη προσπάθεια προκειμένου να βγούμε από την κρίση». Προσέξτε: δεν τολμά να εκφέρει το αντίστοιχο του «ιδρώτα, δάκρυα και αίμα». Μας παραπέμπει σε κάποιον που το είπε! Τσόρτσιλ γιαλαντζί!

Ξέρει τι κάνει. Αν τολμούσε να εκφέρει έναν γνησίως τσορτσιλικό λόγο, θα γινόταν καταγέλαστος. Ο ηγετικός λόγος δεν είναι δικολαβική ρητορική, ούτε χειμαρρώδης ροή λέξεων. Ο ηγετικός λόγος είναι τόσο καλός όση η επιρροή που ασκεί στους αποδέκτες του: όσο, δηλαδή, καταφέρνει να εμπνέει και να συγκινεί. Ακόμη και τώρα, όταν ακούς τις περίφημες ραδιοφωνικές ομιλίες του Τσόρτσιλ, ανατριχιάζεις, συγκινείσαι, πιστεύεις στις δυνάμεις σου, ατομικές και εθνικές – «ναι, θα τα καταφέρουμε».

Δεν γνωρίζω κάποιον που να συγκινείται από το λόγο του κ. Βενιζέλου. Όχι γιατί είναι υπερβολικά εγκεφαλικός, αλλά γιατί δεν εκφέρεται απλώς από μια ομιλούσα κεφαλή, αλλά από μια ενσώματη ιστορική ύπαρξη: από κάποιον που δεν διακινδύνευσε ποτέ τίποτα στην πολιτική του διαδρομή (αντίθετα με τον Τσόρτσιλ), που δεν ταυτίστηκε ποτέ με μια ριζοσπαστική ιδέα, που κινήθηκε πάντοτε στη θαλπωρή, και γεύτηκε τα ποικίλα οφέλη, του χρεοκοπημένου πολιτικού συστήματος. Ο ηγετικός λόγος αποκτά δραστικότητα από τα έργα, όχι τα λόγια.

Το δράμα μας όμως δεν τελειώνει εδώ. Αυτοί που ετοιμάζονται να κυβερνήσουν δεν είναι καλύτεροι. Ο Σαμαράς αντιπολιτεύεται σήμερα με τον ίδιο τρόπο που αντιπολιτευόταν ο Παπανδρέου χθες. "Πάγωμα μισθών" έλεγε ο Καραμανλής το 2009, "λεφτά υπάρχουν" απαντούσε ο Παπανδρέου. "Η χώρα χρεοκοπεί" λέει ο Παπανδρέου σήμερα, "εγώ θα διαπραγματευθώ καλύτερα με τους δανειστές" αντιτείνει ο Σαμαράς. Ιδού το μοτίβο της άμετρα συγκρουσιακής συμπεριφοράς που έχει επισωρεύσει τόσα προβλήματα στη χώρα. Οι πολιτικάντηδες των δύο κομμάτων εξουσίας χρονίως κυβερνούν και αντιπολιτεύονται με ομόλογο τρόπο. Πλήρες αδιέξοδο.

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011


- Μπαμπά, θα χρεοκοπήσουμε;
- Κανείς δεν μπορεί να ξέρει, καλή μου. Θεωρώ, όμως, ότι αυτή είναι μια πολύ πιθανή εξέλιξη.
- Τι σε κάνει να το πιστεύεις αυτό;
- Οι πιο έγκυροι διεθνώς οικονομολόγοι προβλέπουν κάποιας μορφής χρεοκοπία. Χωρίς δραστική αναδιάρθρωση του χρέους, η χώρα δεν σώζεται. Δεν είναι αυτό όμως που με κάνει τόσο απαισιόδοξο, όσο η δική μας ακρασία.
- Τι εννοείς;
- «Ακρασία» είναι ένας όρος του Αριστοτέλη για να περιγράψει το φαινόμενο όπου ξέρω τι είναι ορθό να πράξω αλλά δεν το πράττω. «Ο ακρατής πράττει εν γνώσει του άσχημες πράξεις υπό το κράτος του πάθους του» («Ηθικά Νικομάχεια», 1145β 12-13). Ο ακρατής είναι ανίκανος να ζήσει όπως θεωρεί ότι θα έπρεπε.
- Περίεργο δεν είναι αυτό;
- Ναι, το ίδιο έλεγε και ο Σωκράτης. Η υποβέλτιστη πράξη οφείλεται στην άγνοια, όχι στην ακρασία. Για τον Αριστοτέλη, όμως, η ακρασία είναι όχι μόνο υπαρκτή αλλά και επικίνδυνη. Η ακρασία προκύπτει στο μέτρο που το άτομο κυριαρχείται από τα πάθη του, έτσι ώστε να αποκτά ψευδή εικόνα των πεποιθήσεών του. Νομίζει ότι θέλει κάτι (π.χ. να κόψει το τσιγάρο), αλλά δεν το εννοεί.
- Και τι σχέση έχει αυτό με την κρίση που περνάμε;
- Μεγάλη. Η κυβέρνηση δεσμεύεται έναντι των δανειστών της να υλοποιήσει ρηξικέλευθες πολιτικές για τη μείωση του χρέους, αλλά διστάζει να το κάνει. Καταφάσκει μεν, συμπεριφέρεται αντιφατικά δε. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Τα προστατευμένα επαγγέλματα δήθεν άνοιξαν. Οι ιδιωτικοποιήσεις συμφωνήθηκαν αλλά ακόμη περιμένουν. Η εργασιακή εφεδρεία αναβάλλεται διαρκώς. Δεσμευτήκαμε για συγκεκριμένα αποτελέσματα αλλά δεν πασχίζουμε να τα παραγάγουμε. Ο καθηγητής Σταύρος Θωμαδάκης, διακεκριμένος οικονομολόγος, μας έλεγε πρόσφατα στο Πανεπιστήμιο Κύπρου ότι φοβάται default by default! Κινδυνεύουμε να χρεοκοπήσουμε λόγω αδράνειας - γιατί αδυνατούμε να δράσουμε διαφορετικά.
- Εξήγησέ το σε παρακαλώ…
- Κοίτα, το πρόβλημα είναι το εξής. Οι ιστορικοί εθισμοί μας είναι τέτοιοι που δημιουργούν ένα άρρητο πλαίσιο (μετα-πλαίσιο), εντός του οποίου ανεπίγνωστα κινούνται οι πολιτικοί μας. Έχουν μάθει να ψηφίζουν νόμους, αλλά να μην τους ενοχλεί όταν δεν εφαρμόζονται. Έχουν εθιστεί στην ενδοτικότητα στα επιμέρους συμφέροντα. Έχουν συνηθίσει να διαχειρίζονται τα κοινωνικά προβλήματα με επικοινωνιακούς, κυρίως, όρους. Έχουν διαφθείρει τη δημόσια διοίκηση και τον εαυτό τους με την κομματικοποίηση και τη συνδιοίκηση με τα συνδικάτα. Έχουν εθιστεί τόσο πολύ στην αναξιοπιστία που δεν αντιλαμβάνονται τις συνέπειές της έναντι των εταίρων και δανειστών μας. Τώρα καλούνται να ξεμάθουν ιστορικούς εθισμούς δεκαετιών. Διαμόρφωσαν, υπό εξωτερική πίεση, την ψευδή πεποίθηση ότι θέλουν μεταρρυθμίσεις, αλλά κυριαρχούνται από τα πάθη τους – το ρουσφέτι, την αναξιοπιστία, την κομματικοποίηση, το πολιτικό κόστος, τις εσωκομματικές ισορροπίες, την «εικόνα» τους, τις ιδεοληψίες, την αναβλητικότητα. Ο Παπανδρέου κι ο Βενιζέλος μιλάνε για «πόλεμο» αλλά δεν αντιλαμβάνονται ότι οι πόλεμοι κερδίζονται από ικανούς στρατηγούς που εμπνέουν. Ιδού η κομβική αντίφαση: άνθρωποι που γαλουχήθηκαν στην αυλή του Ανδρέα Παπανδρέου, δεν ρίσκαραν ποτέ τίποτε στην πολιτική σταδιοδρομία τους, και υπηρέτησαν με αφοσίωση το κομματικό και προσωπικό συμφέρον, ό,τι και να πουν, δεν μπορούν να συμβολίσουν το καινούριο, αδυνατούν να εμπνεύσουν.
- Οπότε;
- Το αποτέλεσμα είναι αυτό που βλέπεις. Η Ελλάδα αγόρασε χρόνο χάρη στους μηχανισμούς της ΕΕ. Το Μνημόνιο ήταν απαραίτητο για να αποφευχθεί η άμεση χρεοκοπία. Και πως αξιοποιήσαμε το χρόνο που αγοράσαμε; Κόψαμε ό,τι κόβεται άμεσα (μισθούς και συντάξεις), επιβάλλαμε έμμεσους φόρους και έκτακτες εισφορές που εύκολα εισπράττονται, αλλά αναβάλλαμε τις περισσότερες διαρθρωτικές αλλαγές – ο,τιδήποτε χρειάζεται χρόνο, κόπο, και συνεπάγεται πολιτικό κόστος. Το διαβόητο «άστο γι αργότερα» του Καραμανλή του Μικρού συνοψίζει την κυρίαρχη νοοτροπία των πολιτικών μας… Μήπως σε κούρασα;
- Συνέχισε…
- Όταν συναντούμε τα δύσκολα, επιχειρούμε «πολιτική» διαπραγμάτευση με τους δανειστές μας, επιτείνοντας την αναξιοπιστία μας. Δεν μας δίνουν χρόνο, γιατί δεν μας εμπιστεύονται. Δεν μας εμπιστεύονται, και μας πιέζουν όλο και περισσότερο, γιατί ενεργούμε μέσα στο πλαίσιο των ιστορικών εθισμών μας. Έχουμε εμπλακεί σε ένα πλήθος φαύλων κύκλων. Η χρονικότητα των χρηματαγορών και των δανειακών συμβάσεων δεν συμπίπτει με τη χρονικότητα της δημιουργίας νέων θεσμών. Χρειαζόμαστε χρόνο για να χτίσουμε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, αλλά χρόνο δεν έχουμε. Χρειαζόμαστε νέους πολιτικούς, που δεν βαρύνονται με τους εθισμούς του παρελθόντος, αλλά δεν ξέρουμε που να τους βρούμε, οπότε βασιζόμαστε στους παλιούς. Είμαστε σε αδιέξοδο.
- Και πως βγαίνουμε από αυτό;
- Άγνωστο. Το βέβαιο είναι ότι η κρίση αλλάζει συνειδήσεις. Η αλλαγή αυτή χρειάζεται να αρθρωθεί σε νέο πολιτικό λόγο. Εδώ είναι που οι τεχνοκράτες της τρόικας συμπεριφέρονται στενόμυαλα σαν κοινωνικοί μηχανικοί. Για να εφαρμοστούν οι διαρθρωτικές αλλαγές που μας επιβάλλουν χρειάζεται πολιτική σταθερότητα. Η σταθερότητα αυτή, όμως, για να είναι αυθεντική, πρέπει να απορρέει από πολιτική συζήτηση, αναστοχαστικότητα, και έντιμη ανάληψη ευθυνών. Χρειαζόμαστε επειγόντως εκλογές. Είναι ώρα να κάνουμε αυτό που επιμελώς αποφεύγουμε: να αναμετρηθούμε με τον εαυτό μας, να στοχαστούμε την αθλιότητα στην οποία περιήλθαμε ως χώρα, και να αναλάβουμε ρητά τις ευθύνες μας. Ξέρω ότι αυτή η διαδικασία δημιουργεί αβεβαιότητα, και γι αυτό την απεύχονται οι τεχνοκράτες – τους χαλάει τα μοντέλα. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος, όμως. Η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει απλώς κρίση χρέους, αλλά κρίση ταυτότητας. Το παλιό πέθανε, πρέπει να κάνουμε χώρο για το καινούριο. Αλλά το καινούριο δεν θα προκύψει χωρίς ρίσκο - αν δεν ανοιχτούμε έλλογα στο άγνωστο.

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

Γιατί δεν γαύγισε ο σκύλος;


Το μοτίβο είναι γνωστό και επαναλαμβανόμενο: όταν ένας οργανισμός πάει καλά, ο ηγέτης του πιστώνεται τη φήμη. Όταν, όμως, οι επιδόσεις του οργανισμού είναι εξόφθαλμα κακές, όπως π.χ. συμβαίνει σε περιπτώσεις ανθρωπογενών ατυχημάτων, κακής διαχείρισης κρίσεων, και σκανδάλων, ο ηγέτης σπεύδει συνήθως να αποστασιοποιηθεί – αποποιείται την ευθύνη. Η κακή τύχη, οι εσφαλμένες επιλογές των συνεργατών, το «σύστημα», το περιβάλλον, το τάϊμινγκ, κλπ, όλοι αυτοί οι παράγοντες θεωρούνται υπεύθυνοι για τα κακά μαντάτα, όχι όμως ο ηγέτης.

Από τον Ρíτσαρντ Νίξον (για το Γουότεργκεητ) και τον Κένεθ Λέη (για το σκάνδαλο της Enron) μέχρι τον Ρούπερτ Μέρντοκ (για τις διαβόητες υποκλοπές της βρετανικής εφημερίδας του News of the World) και τον Δημήτρη Χριστόφια (για την πρωτοφανή καταστροφή του Ιούλη 2011), το μοτίβο παραμένει το ίδιο: «δεν γνώριζα, άρα δεν ευθύνομαι. Οι συνεργάτες μου δεν με ενημέρωναν». Την ασυμμετρία φήμης που συνοδεύει την ηγετική λειτουργία (αν κάτι πάει καλά πιστώνεται στον ηγέτη, αν κάτι πάει κακά χρεώνεται σε άλλους) την εκμεταλλεύονται στο έπακρον οι περισσότεροι ηγέτες, προκειμένου να σώσουν το τομάρι τους σε δύσκολες στιγμές. Το συμφέρον υπερτερεί του καθήκοντος.

Δείτε την περίπτωση Χριστόφια. Δεν «μυρίστηκε» κάτι, δεν ενημερώθηκε, δεν γνώριζε, είπε στην κατάθεσή του στην μονομελή Ερευνητική Επιτροπή του κ. Π. Πολυβίου. Στενοί του συνεργάτες, όπως οι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας, ακόμη και ο διευθυντής του διπλωματικού γραφείου του, ουδέποτε τον ενημέρωσαν επαρκώς για την επικινδυνότητα του φορτίου εκρηκτικών υλών, είπε. Παραδέχθηκε ρητά ότι όλοι οι παραπάνω έχουν ευθύνες, αλλά όχι ο ίδιος! «Πως θα έχει ευθύνη [ο Πρόεδρος] όταν δεν γνωρίζει;», διερωτήθηκε μεγαλοφώνως. Εύστοχα ο κ.Πολυβίου του αντιτείνει: «Μα το όλο θέμα της ευθύνης είναι η μη γνώση. ΄Η γνωρίζατε και δεν λάβατε μέτρα ή δεν γνωρίζατε διότι δεν ρωτήσατε. Επομένως, είτε με βάση τη γνώση […], είτε με βάση τη μη γνώση […], μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι ο Πρόεδρος είναι σοβαρά εκτεθειμένος».

Ακριβώς αυτό είναι το πρόβλημα. Η γνώση δεν είναι ένα αντικείμενο που είτε το έχουμε, είτε δεν το έχουμε στην τσέπη μας. Η (ρητή) γνώση είναι αποτέλεσμα - το συμπέρασμα που συνάγουμε από την εμπλοκή μας σε δραστηριότητες. Αν δεν ενδιαφερθώ, δεν προβληματιστώ, δεν ανησυχήσω, δεν υποψιαστώ, δεν ρωτήσω, δεν θα μάθω π.χ. ότι το παιδί μου έχει αρχίσει να παίρνει ναρκωτικά. Το πραγματικό ερώτημα, εκ των υστέρων, δεν είναι αν γνώριζα ή όχι ότι το παιδί μου παίρνει ναρκωτικά, αλλά τι έκανα για να γνωρίζω. Η γνώση συνάγεται περισσότερο από το πλέγμα βούλησης-δράσης, και λιγότερο από την παθητική καταγραφή δεδομένης πληροφορίας. Η γνώση δεν σε βρίσκει, τη βρίσκεις.
Με άλλα λόγια, δεν περιμένω παθητικά να καταγραφεί κάτι στη συνείδησή μου για να αποφανθώ ότι το γνωρίζω, αλλά διερευνώ, ρωτώ, συσχετίζω, συγκρίνω, διασταυρώνω, και το αποτέλεσμα αυτών των δραστηριοτήτων αποκαλώ γνώση. Βεβαίως ο καθένας που ασκεί νόμιμη εξουσία στηρίζεται σε σχέσεις εμπιστοσύνης με τους συνεργάτες του. Η ρητή γνώση βασίζεται απαραίτητα σε ένα άρρητο στοιχείο. Αυτό το δεδομένο, όμως, δεν αναιρεί ένα άλλο: ο ασκών εξουσία επιλέγει τους συνεργάτες του, κι ένα ουσιώδες μέρος των καθηκόντων του ηγέτη είναι να βεβαιώνεται πως οι συνεργάτες του αξίζει να συνεχίζουν να χαίρουν της εμπιστοσύνης του. Πως το διαπιστώνει αυτό; Με ενεργό ενδιαφέρον. Πρέπει κανείς και να θέλει και να πράττει – έτσι συνάγεται η γνώση.

Όταν λοιπόν ο κ.Χριστόφιας λέει ότι «δεν γνώριζε», αυτό σημαίνει ότι δεν επέδειξε το απαιτούμενο ενδιαφέρον να θέλει να γνωρίζει, ούτε προέβη σε εκείνες τις ενέργειες που θα του απέφεραν τη γνώση για το επικίνδυνο φορτίο. Με λίγα λόγια, η ομολογία της άγνοιας του επικεφαλής της Κυπριακής Δημοκρατίας ισοδυναμεί με ομολογία εγκληματικής ολιγωρίας. Σε απλά ελληνικά, ο Πρόεδρος δεν έκανε τη δουλειά του σωστά• ο σκύλος έπρεπε να γαυγίσει και δεν γαύγισε. Εξ αιτίας αυτού, μια αλυσίδα γεγονότων ενεργοποιήθηκε, η οποία κατέληξε στην καταστροφική έκρηξη της 11ης Ιουλίου: 13 άνθρωποι πέθαναν, η μισή ηλεκτροπαραγωγική ικανότητα της Κύπρου εξαφανίστηκε, περίπου το 20% του ΑΕΠ χάθηκε. Σε μια ώριμη δημοκρατία, ο κ.Χριστόφιας είτε θα είχε οδηγηθεί στην παραίτηση, είτε θα αποκτούσε την ιδιότητα του κατηγορούμενου σε ποινικά δικαστήρια, όπως ο πρωθυπουργός της Ισλανδίας για την κατάρρευση των τραπεζών της χώρας του. Στη χώρα των «κουμπάρων», όμως, αυτά δεν γίνονται.

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Ανταλλαγή επιστολών μεταξύ του βουλευτή κ. Σ. Βούγια και του Χ.Κ. Τσούκα

Στο άρθρο μου με τίτλο «Ποιος κυβερνά αυτή τη χώρα;» απάντησε με επιστολή του στην «Καθημερινή» (7/9/2011) ο βουλευτής κ.Σ. Βούγιας. Παραθέτω την επιστολή του βουλευτή και, στη συνέχεια, τη δική μου απάντηση (δημοσιεύθηκε στο ίδιο φύλλο της «Καθημερινής»)


Αξιότιμε κ.Παπαχελά
Δεν περίμενα πως ένας κατά τεκμήριο σοβαρός αρθρογράφος της εφημερίδας σας που υποτίθεται ότι υπερασπίζεται με τα κείμενα του τη λογική του «εκσυγχρονισμού», που θα χρησιμοποιούσε σε κείμενό του μεθόδους σπίλωσης προσώπων που εκθέτουν τον ίδιο, την εφημερίδα που τον φιλοξενεί αλλά και την υπόθεση που επιχειρεί να υποστηρίξει (την μεταρρύθμιση στην παιδεία).
Αναφέρομαι, στο άρθρο του κ.Χ.Τσούκα της «Καθημερινής της Κυριακής» της 4ης Σεπτεμβρίου, στο οποίο αρχικά περιγράφεται ένας ανύπαρκτος εικονικός ΄΄εχθρός΄΄ (ένας κουτοπόνηρος και λαϊκιστής καθηγητής πανεπιστημίου αγνώστων ακαδημαϊκών επιδόσεων, που ετεροαπασχολείται στη Βουλή) και στη συνέχεια αυτός συσχετίζεται με το δικό μου όνομα και του κ.Καρτάλη.
Αναρωτήθηκα ειλικρινά για τους λόγους που μπορούν να οδηγήσουν κάποιον (οποιονδήποτε) σε μια τόσο ύπουλα συκοφαντική αλλά και βαθιά πλεγματική τοποθέτηση. Δεν μπόρεσα ούτε είμαι αρμόδιος να το αναλύσω και σε τελευταία ανάλυση δεν έχει καμμία σημασία.
Αυτό που έχει όμως οπωσδήποτε σημασία είναι, να απαντηθούν από τον κ.Τσούκα οι εξής εύλογες απορίες:
α) Δεν γνωρίζει ότι οι δύο βουλευτές υποστηρίξαμε και ψηφίσαμε την απόλυτη αναγκαιότητα αλλά και την ίδια τη μεταρρύθμιση στο κοινοβούλιο;
β) Δεν γνωρίζει ότι στο πλαίσιο της θεσμικής μας υποχρέωσης οφείλουμε κατά τη συζήτηση στην επιτροπή και στην ολομέλεια να καταθέτουμε συγκεκριμένες προτάσεις και τροπολογίες στους υπουργούς;
γ) Δεν γνωρίζει ότι κατέθεσα προσωπικά 6 εμπρόθεσμες τροπολογίες εκ των οποίων οι 4 αφορούσαν τα κρίσιμα θέματα του μοντέλου διοίκησης και της διάρθρωσης των σπουδών;
δ) Δεν γνωρίζει ότι από τις τροπολογίες αυτές οι 2 έγιναν αποδεκτές από την υπουργό (σύνθεση του Συμβουλίου και εκλογή του Πρύτανη) βελτιώνοντας κατά γενική ομολογία αισθητά την ουσία του νόμου και τη συνταγματική του κατοχύρωση;
ε) Δεν γνωρίζει ότι μια άλλη τροπολογία αφορούσε την ενίσχυση του ρόλου του τμήματος και την δυνητική οργάνωση τομέων; Αλήθεια, ο κ.Τσούκας δεν ανήκει σε κάποιο τμήμα στα πανεπιστήμια στα οποία εργάζεται;
στ) Δεν γνωρίζει ότι μετά την ψήφιση του νόμου, έχω επανειλημμένα και δημόσια τοποθετηθεί υπέρ των ανοιχτών πανεπιστημίων και της εφαρμογής του νόμου στην πράξη, ώστε οι όποιες δυσλειτουργίες να καταγραφούν και ενδεχομένως να διορθωθούν;
Αν δεν γνωρίζει όλα τα παραπάνω, τότε θα έπρεπε οπωσδήποτε να γνωρίζει πως οι καθηγητές στα Ελληνικά Πανεπιστήμια δεν ετεροαπασχολούνται, ούτε έχουν, όπως ο κ.Τσούκας τη δυνατότητα να εργάζονται σε δύο ιδρύματα, διαφορετικών μάλιστα χωρών και ταυτόχρονα σε κάποια άλλα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια στην Ελλάδα. Είναι καθηγητές πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Η δυνατότητά τους να εκλέγονται βουλευτές κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα και τότε ανακαλείται κάθε εκπαιδευτική τους δραστηριότητα (και φυσικά η μισθοδοσία). Όσο για την ανοίκεια αναφορά του σε «άγνωστες ακαδημαϊκές επιδόσεις» αυτή θα του την επιστρέψω. Αν δεν διαμένει στην Ελλάδα (για να ρωτήσει τους συναδέλφους μου στο ΑΠΘ, αλλά και στο Μετσόβειο, το Δημοκρίτειο και την Πάτρα) ας ρωτήσει στην Κύπρο ή στο Imperial College του Λονδίνου, καθ΄οδόν για το Warwick. Ας ρωτήσει αν θέλει κάποιον από τους 8000 περίπου φοιτητές Πολιτικούς Μηχανικούς στους οποίους είχα την τιμή να διδάξω Συγκοινωνιακό Σχεδιασμό από το 1980 που υπηρετώ την Πολυτεχνική Σχολή, ή κάποιον από τους Έλληνες Συγκοινωνιολόγους.
Όμως είναι λάθος να παρασύρομαι και να απαντώ προσωπικά σε κάποιον, που νομίζει ότι έχει αναλάβει εργολαβικά το ρόλο του ακραιφνούς «εκσυγχρονιστή» και αρθρογραφεί, βασιλικότερος του βασιλέως, άλλοτε αποδίδει εύσημα και άλλοτε σπιλώνει κάποιους φανταστικούς αντιπάλους.
Συμφωνώντας, απολύτως με την αξιολόγηση των καθηγητών που εφαρμόζει ο νέος νόμος, πιστεύω πως και οι αρθρογράφοι πρέπει να αξιολογούνται από τους αναγνώστες και από τη διεύθυνση μιας εφημερίδας ειδικά της ‘’Καθημερινής’’ που εκτιμώ και απολαμβάνω να διαβάζω καθημερινά αλλά και την Κυριακή, κυρίως για τα εξαιρετικά (με ελάχιστες εξαιρέσεις) άρθρα της.

Με εκτίμηση
Σπύρος Βούγιας
Καθηγητής Α.Π.Θ
Βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης - ΠΑΣΟΚ

Απάντηση
Υπήρξα ήπιος με τον κ.Βούγια στο άρθρο μου, ακόμη κι αν, όπως πολλοί έλληνες πολιτικοί, γνωστοί για τον εύθραυστο συναισθηματισμό τους, θεωρεί τη δημόσια κριτική μου «συκοφαντία» και «σπίλωση»! Λοιπόν, έχουμε και λέμε.

Πρώτον, είναι χρήσιμο να θυμηθούμε ποιος μιλά. Το 2004 ο κ.Βούγιας εξασφάλισε τα λίγα λεπτά εθνικής δημοσιότητας που δικαιούται όταν αποκαλύφθηκε ότι η κόρη του μεταγράφηκε από το Δημοκρίτειο στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, χωρίς καμία σχετική πρόβλεψη του νόμου, ακολουθώντας την αυτοεξυπηρετική «διοικητική πρακτική» της Συγκλήτου του ΑΠΘ για τα τέκνα των καθηγητών του. Πως αντέδρασε ο κ.Βούγιας; Αντί να ζητήσει συγγνώμη, καθότι ως βουλευτής έπρεπε να δίνει ανιδιοτελώς το καλό παράδειγμα αντί να επωφελείται επιμεριστικών και αδιαφανών προνομίων, ισχυρίστηκε ψευδώς, ως άλλος Βουλγαράκης, ότι αυτή η πρακτική ήταν «νόμιμη»! (βλ. «Καθημερινή», 25/09/2004).

Δεύτερον, το μεγαλύτερο μέρος της περασμένης δεκαετίας, ο κ.Βούγιας ήταν βουλευτής, άρα ήταν - νομίμως φυσικά …!- εκτός της πανεπιστημιακής ζωής. Τόσοι νέοι επιστήμονες, με αξιοζήλευτα προσόντα, στερούνται ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας για να μπορούν «καθηγητές» σαν τον κ.Βούγια να ικανοποιούν τις πολιτικές τους φιλοδοξίες στο διηνεκές. Δεν έχουμε μόνο αιώνιους φοιτητές αλλά και αιώνιους «καθηγητές»!

Τρίτον, οι ακαδημαϊκές επιδόσεις του κ.Βούγια δεν είναι απλώς «άγνωστες», όπως ευγενικά έγραψα, αλλά σχεδόν ανύπαρκτες. Μια μικρή έρευνα στο Web of Science δείχνει ότι, στα 31 χρόνια της ακαδημαϊκής του ζωής, ο κ.Βούγιας έχει δημοσιεύσει 3 (!) άρθρα σε αγγλόφωνα ακαδημαϊκά περιοδικά με κριτές, από τα οποία 2 δεν μνημονεύθηκαν ποτέ, ενώ 1 έχει μία μόνο μνεία! Με τέτοιες ερευνητικές επιδόσεις, αμφιβάλλω αν ο κ.Βούγιας θα προσλαμβάνονταν σε οποιοδήποτε διεθνές πανεπιστήμιο ποιότητας.

Τέταρτον, αντί ως κυβερνητικός βουλευτής να υποστηρίξει ένθερμα το νόμο Διαμαντοπούλου, ο κ.Βούγιας προσπάθησε να αλλοιώσει τη ρηξικέλευθη λογική του με διάφορες «τροποποιήσεις». Ουδόλως εκπλήσσει. Όταν οφείλεις την ακαδημαϊκή-πολιτική καριέρα σου στο «λαϊκοδημοκρατικό» πανεπιστήμιο (δηλαδή, ένα κομματικοποιημένο, εσωστρεφές, φατριαστικό, χωρίς υψηλές απαιτήσεις και δίχως αξιολόγηση ίδρυμα) είναι λίγο αργά να αλλάξεις.

Τέλος, ποιος είμαι, που εργάζομαι, και τι κάνω, είναι σε κοινή θέα. Στο Διαδίκτυο τίποτα δεν μένει κρυφό.

Χαρίδημος Κ. Τσούκας

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2011

Ποιος κυβερνά τη χώρα;



Ίσως επειδή το έχουμε συνηθίσει, περνά απαρατήρητο: το κυριότερο πρόβλημά μας είναι ο τρόπος του χειριζόμαστε τα προβλήματά μας. Σε αυτό το μετα-πρόβλημα εντοπίζεται η πηγή της κακοδαιμονίας μας. Ο τρόπος που χειριζόμαστε τα επίμαχα προβλήματα δημόσιας πολιτικής ενεργοποιεί, σχεδόν ανεπίγνωστα, το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναζητούμε λύσεις. Ποια είναι τα διακριτά γνωρίσματα αυτού του τρόπου;
Πρώτον, επίμαχα θέματα δημόσιας πολιτικής γρήγορα μετατρέπονται σε ακραίες συγκρούσεις. Αντιτίθεσαι σε αλλαγές στην εργατική νομοθεσία; Καταλαμβάνεις το υπουργείο Εργασίας! Είσαι αγρότης και διαφωνείς με κυβερνητικές ρυθμίσεις; Καταλαμβάνεις τις εθνικές οδούς! Η διαμάχη δεν κλιμακώνεται· κορυφώνεται γρήγορα σε σύγκρουση.
Δεύτερον, ακόμα και επιμέρους θέματα (π.χ. τοπικά ή στενά επαγγελματικά) έχουν τη δυσανάλογα μεγάλη δυνατότητα να αναδειχθούν σε μείζονα πολιτικά ζητήματα που κερδίζουν την εθνική προσοχή. Τα σκουπίδια της Κερατέας και η απεργία των ταξιτζήδων είναι δύο τέτοια πρόσφατα παραδείγματα. Συνήθως, η εκτίναξη της διαμάχης σε σύγκρουση συνιστά επιλογή των διαμαρτυρομένων για να κερδίσουν, μέσω των λαϊκιστικών ΜΜΕ, εθνικό ακροατήριο και, άρα, να μεγιστοποιήσουν το πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση.
Και τρίτον, το επίμαχο θέμα δημόσιας πολιτικής γρήγορα αποσπάται από το στενό πεδίο του και εξελίσσεται σε ένα ευρύτερο πρόβλημα νομιμότητας – σεβασμού της έννομης τάξης. Το πρόβλημα π.χ. με την πρόσφατη απεργία των ταξί ήταν ότι γρήγορα ξέφυγε από το αρχικό έναυσμα της διαμάχης (απελευθέρωση του επαγγέλματος) και εξελίχθηκε σε πράξεις παράνομης βίας.
Αν και τα τρία γνωρίσματα του ελλαδικού τρόπου διαχείρισης προβλημάτων είναι αλληλένδετα, το τρίτο είναι το σημαντικότερο, αφού υπονομεύει την ίδια την ύπαρξη του κράτους δικαίου. Δείγμα της θεσμικής υστέρησής μας είναι ότι διαρκώς ανακύπτει το ίδιο ερώτημα: ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο; Πώς διευθύνεται η χώρα; Συντεχνιακά ή θεσμικά; Κατά νόμον ή με βάση την ανέλεγκτη ισχύ των επιμέρους κοτζαμπάσηδων;
Δείτε τις πρόσφατες καταλήψεις των πανεπιστημίων, με αφορμή την ψήφιση του ρηξικέλευθου νόμου Διαμαντοπούλου για τα ΑΕΙ. Η πρώτη κίνηση των αντιδρώντων φοιτητών ήταν να καταλάβουν τα πανεπιστήμια. Δεν κλιμακώνουν τη διαμαρτυρία τους, την κορυφώνουν ευθύς εξαρχής! Ποιο θα είναι τότε το επόμενο βήμα; Η βία, τι άλλο απομένει; Θα βρουν βεβαίως εντυπωσιοθηρικά ΜΜΕ που θα υποδαυλίσουν το θέμα, θα προκύψει ευρύτερο πολιτικό ζήτημα. Οι λαϊκιστές της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ θα εκφράσουν την «ανησυχία τους για την αναστάτωση», ενώ βουλευτές που θυμήθηκαν, μετά από χρόνια ετεροαπασχόλησης, ότι έχουν και την ιδιότητα του καθηγητή πανεπιστημίου (αγνώστων ακαδημαϊκών επιδόσεων) θα διατυπώσουν για μια ακόμη φορά τις επιφυλάξεις τους για το νόμο που οι ίδιοι ψήφισαν, και θα μας πουν κουτοπόνηρα ότι αυτοί είχαν προειδοποιήσει την υπουργό! Μήπως υπερβάλλω κ. Βούγια και κ. Καρτάλη;   
Η διαφωνία με το νόμο είναι θεμιτή. Μόνο που δεν βρισκόμαστε στο στάδιο της διαβούλευσης. Ο νόμος ψηφίστηκε. Απομένει η εφαρμογή του. Ή μήπως όχι; Μόνο σε μια χώρα με προβληματική σχέση με το νόμο αρχίζει η συζήτηση για το αν ο συγκεκριμένος νόμος θα εφαρμοστεί! Ιδού το μετα-πρόβλημα: ο μη σεβασμός της νομιμότητας, η περιφρόνηση των κανόνων του δημοκρατικού παιχνιδιού. Το αρχικό πρόβλημα μεταλλάσσεται: δεν συζητούμε πλέον κατά πόσον ο νόμος ρυθμίζει επαρκώς τα συναφή προβλήματα, αλλά το σεβασμό της έννομης τάξης. Αλλάξαμε θέμα (και λογικό επίπεδο).   
Αν η ακρότητα των αντιδράσεων χαρακτηρίζει τους φοιτητές των παρατάξεων, η θρασύτητα και η πονηρία διακρίνουν τους πανεπιστημιακούς ψευδο-ηγέτες. Μετά την κατάθεση του νομοσχεδίου στη Βουλή, η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Αθηνών ομοφώνως διαμήνυσε στην κυβέρνηση «πως ακόμα και αν ψηφίσει το νομοσχέδιο πραξικοπηματικά, δεν θα προχωρήσουμε στην εφαρμογή του […]».. Μήπως ήταν μια θαρραλέα πράξη πολιτικής ανυπακοής; Αστειεύεστε; Τέτοιες πράξεις χρειάζονται κότσια, αφού ο ανυπάκουος εν γνώσει του υιοθετεί μορφές αντιπαράθεσης που επισύρουν κυρώσεις. Για τζάμπα μάγκες πρόκειται, οι οποίοι πληρώνονται ακόμη κι όταν απεργούν!
Όταν το θράσος είναι ατελέσφορο, επιλέγεται το θεσμικ 72; αντάρτικο μέσω τρίτων. Θαυμάστε την οργουελική γλώσσα της πρόσφατης ανακοίνωσης της ίδιας Συγκλήτου. Αφενός μεν καλεί, με αγωνιστική φρασεολογία, τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας «να στηρίξουν τη λειτουργία του πανεπιστημίου», αφετέρου δε εμμέσως την καταλύει - αναβάλλει τις εξετάσεις ως τις 9-9-2011, προσκαλώντας έτσι έμμεσα τους φοιτητές να καταλάβουν τα πανεπιστήμια!
Η ανευθυνότητα είναι πρωτοφανής: μεταθέτουν τις εξετάσεις, άρα συμπιέζουν το χρόνο διδασκαλίας, με προφανή κίνδυνο να χαθεί το εξάμηνο αν δεν συμπληρωθούν οι απαιτούμενες από το νόμο 13 εβδομάδες. Πώς το δικαιολόγησαν; Επισήμως, σιωπή. Ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, ωστόσο, γνωστός για τα «αντιεξουσιαστικά» (όσο και «αντιμνημονιακά») αισθήματά του, ήταν λιγότερο συγκρατημένος: «Οι φοιτητές θα αποφασίσουν για το εάν θα μετατεθεί η εξεταστική. Δεν μπορούν οι πρυτάνεις ή η Σύγκλητος να αποφασίσουν για το χρόνο, γιατί οι φοιτητές αποφασίζουν εάν θα συμμετέχουν», είπε ο κ. Πελεγρίνης!
Δεν ξέρω αν συνειδητοποίησε πόσο απο-καλυπτικός ήταν. Μας έκανε να καταλάβουμε ότι: στα «λαϊκοδημοκρατικά» πανεπιστήμια της πλάκας οι φοιτητές επιλέγουν πότε θα εξετασθούν, αφού όλα είναι μπάχαλο. Τα ανθρωπάκια που παριστάνουν τους ηγέτες αδυνατούν να αρθούν στο ύψος του αξιώματός τους – σέρνονται πίσω από αυτούς που θα ’πρεπε να παιδαγωγούν, όταν δεν τους προτρέπουν σε παράνομες πράξεις. Μια χώρα που παρέδωσε τα πανεπιστήμιά της στις κομματικές νεολαίες, δεν πρέπει να εκπλήσσεται αν αυτά τα διοικούν οι Πελεγρίνηδες! Όλα έχουν το κόστος τους.