Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2009

Η χώρα της κβαντικής απροσδιοριστίας


Από καιρό μας έχουν πάρει χαμπάρι, πρώτη φορά όμως μας επιπλήττουν δημοσίως απροκάλυπτα. «Είμαι βαθιά έκπληκτος», δήλωσε ο πρόεδρος του Eurogroup κ.Γιουνγκέρ, «από τις αποκλίσεις μεταξύ των παλαιών και νέων (χρηματοοικονομικών) στοιχείων. Έχει συμβεί αρκετές φορές στο παρελθόν. […]. Το παιχνίδι τελείωσε. Χρειαζόμαστε σοβαρά στατιστικά στοιχεία». Ξεκάθαρη γλώσσα. Αν είδατε να κοκκινίζουν από ντροπή οι αξιότιμοι κύριοι Καραμανλής, Αλογοσκούφης και Παπαθανασίου, πρόκειται για ψευδαίσθηση!

Αυτό που ενόχλησε περισσότερο απ’ όλα την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία δεν είναι το ίδιο το ύψος του ελλείμματος, αλλά τα αναξιόπιστα στοιχεία που η χώρα συστηματικά έθετε υπόψη τους. Το έλλειμμα του 2008 έχει αναθεωρηθεί έξι φορές μέχρι τώρα, ενώ αυτό του 2009 πέντε φορές! Είμαστε απρόβλεπτοι, αναξιόπιστοι και πονηροί. Προβάλλουμε τις κακές μας κρατικές συνήθειες στην ΕΕ και γινόμαστε ρεζίλι διεθνώς. Δεν μας επιπλήττουν για το περιεχόμενο της οικονομικής μας πολιτικής, αλλά για κάτι βαθύτερο - τις προϋποθέσεις της• τα αναξιόπιστα στοιχεία στα οποία στηρίζεται.

Η Ελλάδα εδώ και χρόνια, ιδιαίτερα στην Καραμανλική εξαετία, ζει σε μια εικονική πραγματικότητα. Δεν καταγράφουμε, δεν μετράμε, δεν ελέγχουμε. Για την ακρίβεια, προσποιούμαστε ότι μετράμε, υποτίθεται ότι ελέγχουμε – τηρούμε απλώς τα προσχήματα ενός σύγχρονου κράτους. Ο Στέφανος Μάνος επισημαίνει εδώ και χρόνια πόσο σημαντικά είναι τα συστήματα μέτρησης για την άσκηση δημόσιας πολιτικής, αλλά είναι σχεδόν μόνος. Οι πολιτικάντηδες που διοικούσαν το υπουργείο Οικονομικών τα τελευταία έξι χρόνια είχαν άλλες προτεραιότητες - να ενισχύουν π.χ. τα πολυάριθμα σωματεία της εκλογικής τους περιφέρειας. Η αναξιοπιστία της Ελλάδας, για την οποία αγανακτεί τώρα η ΕΕ, αποτελεί τρόπο ζωής στη χώρα.

Ο πρωθυπουργός εξήγγειλε πρόσφατα τη δημιουργία διπλογραφικού λογιστικού συστήματος στα νοσοκομεία. Αλληλούια! Το ίδιο ακριβώς είχε εξαγγείλει ο τότε υπουργός Υγείας κ.Α. Παπαδόπουλος πριν από δέκα χρόνια! Κανένα νοσοκομείο δεν γνωρίζει επακριβώς τα στοιχεία κόστους και εσόδων του. Μητρώο αγροτών δεν διαθέτουμε, δεν ξέρουμε ακριβώς τον αριθμό των δημοσίων υπάλλήλων, ούτε τον αριθμό των συμβασιούχων. Τα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών κάθε χρόνο δεν είναι επακριβώς γνωστά – εξαρτώνται από την πηγή τους! Κανείς δεν γνωρίζει τον ακριβή αριθμό των αυθαιρέτων, των ημιυπαίθριων και των χωματερών. Δεν γνωρίζουμε τις δασικές περιοχές, ούτε τις δημόσιες εκτάσεις, αφού δεν έχουμε σε ολοκληρωμένη μορφή ούτε δασολόγιο, ούτε κτηματολόγιο. Οι μισοί δικαιούχοι αναπηρικών συντάξεων στο ΙΚΑ εικάζεται ότι είναι εικονικοί. Οι κοινωνικοί ερευνητές περιέρχονται σε απόγνωση όταν πρέπει να συλλέξουν ποσοτικά στοιχεία. Αφού δεν μετράμε, δεν αξιολογούμε. Ζούμε σε ένα κβαντικό σύμπαν υψηλής απροσδιοριστίας και ασάφειας. Η χώρα του περίπου είναι το αναγκαίο συμπλήρωμα της χώρας των «κολλητών».

Τα σύγχρονα κράτη όχι μόνο δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς οργανωμένη γραφειοκρατία και σύγχρονα πληροφοριακά συστήματα, αλλά νομιμοποιούνται στο μέτρο που ενσωματώνουν στη λειτουργία τους την αξία του ορθολογικού υπολογισμού. Τα συστήματα μέτρησης αυξάνουν τη διαφάνεια ενός κοινωνικού συστήματος. Συγχρόνως διαμορφώνουν μια αριθμητική πραγματικότητα, η οποία παράγει ένα «τεχνικό» πλαίσιο λόγου, κύρια στοιχεία του οποίου είναι η αφαίρεση, η τυποποίηση, και ο ορθολογικός υπολογισμός. Το αξιακό πλέγμα που διαπερνά το ελλαδικό πολιτικό σύστημα απαρτίζεται από την περσοναλιστική νοοτροπία, τις πελατειακές σχέσεις, και το λαϊκισμό - αξίες αντιθετικές προς αυτή του ορθολογικού υπολογισμού.

Τα συστήματα μέτρησης κατέχουν κεντρική θέση στη λειτουργία ενός σύγχρονου κράτους στο μέτρο που συνιστούν αναγνωρίσιμα από την κοινωνία σύμβολα αφοσίωσης στις αξίες της οικονομικής αποδοτικότητας και του ορθολογικού υπολογισμού. Ό,τι μετράει, μετριέται – και αντιστρόφως (και αντιθέτως). Δεν θα διαθέτουμε «σοβαρά στατιστικά στοιχεία» όσο δεν θα υπάρχει ζήτηση γι αυτά, όσο δηλαδή δεν θα έχουμε επαγγελματική δημόσια διοίκηση. Μια πολιτικοποιημένη δημόσια διοίκηση, πολιτικοποιεί (κοινώς «μαγειρεύει») και τις όποιες πληροφορίες παράγει Αντιθέτως, μια πολιτικά ουδέτερη δημόσια διοίκηση αντλεί τη νομιμοποίησή της από τα ορθολογικά συστήματα που διαχειρίζεται.

Λοιπόν, θέλετε «σοβαρά στατιστικά στοιχεία» κ.Παπακωνσταντίνου; Φτιάξτε σοβαρή δημόσια διοίκηση κ.Ραγκούση!

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

Οι θεσμοί, οι άριστοι και οι αρεστοί


Η επινίκια δήλωση του νέου πρωθυπουργού ήταν εύστοχη. «Γνωρίζω καλά», είπε, «τις τεράστιες δυνατότητες αυτού του τόπου, τις δυνάμεις που πνίγονται κάτω από τη διαφθορά, την αναξιοκρατία, την ανομία και τη σπατάλη. Δυνάμεις που μπορούμε και θα απελευθερώσουμε». Σε όλη την προεκλογική του καμπάνια τόνιζε ότι το κράτος πρέπει να στελεχώνεται «από τους άριστους κι όχι τους αρεστούς». Αν και κοινότοπες, είναι χρήσιμες επισημάνσεις. Ο κ.Παπανδρέου υπογραμμίζει τις δυνατότητες που κρύβει η χώρα και, συγχρόνως, εντοπίζει τους παράγοντες που την καθηλώνουν.
Οι άνθρωποι κάνουν όνειρα, έχουν φιλοδοξίες, θέλουν να προσφέρουν. Θα πραγματώσουν τις δυνατότητές τους με κοινωνικά επωφελή τρόπο, αν η συμπεριφορά τους διαμορφωθεί μέσα στους κατάλληλους θεσμούς. Οι θεσμοί κάνουν τη διαφορά, στο μέτρο που ενσωματώνουν αξίες, θεσπίζουν κίνητρα και κυρώσεις, δημιουργούν ήθος. Οι θεσμοί όμως χτίζονται με μακροχρόνιες διεργασίες. Χρειάζονται ενεργό διαχείριση, διαφορετικά κινδυνεύουν να χάσουν τον προσανατολισμό τους: να αλωθούν από επιμέρους συμφέροντα ή να καταστούν αυτο-εξυπηρετικοί. Το πρόβλημα για κάθε θεσμό είναι πώς να υπηρετούνται στο διηνεκές, υπό μεταβαλλόμενες συνθήκες, οι σκοποί που ρητώς θεσμίζονται, ακολουθώντας τα «κριτήρια αριστείας» που κατ’ ανάγκη διέπουν τη λειτουργία του.
Για σκεφτείτε λίγο. Διορίζεσαι καθηγήτρια στη μέση εκπαίδευση. Είσαι νέα, με όρεξη για δουλειά. Αν δεις τους συναδέλφους σου να αναλώνονται σε «ιδιαίτερα», να είναι αδιάφοροι, να μην υπάρχουν επιβραβεύσεις και κυρώσεις, εσύ τι κίνητρα θα έχεις να κάνεις σωστά τη δουλειά σου; Γιατί να μη σκεφτείς το στενά ατομικό σου συμφέρον και όχι το θεσμικό σκοπό που υπηρετείς; Τι θα σε κρατήσει ζωντανή στο επάγγελμά σου; Γιατί να θέλεις να γίνεις καλύτερη;
Ένας δικαστής, υψηλής ευσυνειδησίας και καλλιέργειας, μου έλεγε πρόσφατα ότι, ενώ αγαπά τη δουλειά του, διαπιστώνει ότι άρχισε να κλονίζεται ο ενθουσιασμός του γι αυτή: «Τα δικαστήρια κατακλύζονται από χιλιάδες υποθέσεις. Δεν προλαβαίνουμε. Η βραδυδικία είναι συνήθης. Το πολιτικό σύστημα και η δικηγορία συστηματικά εξάγουν τα προβλήματά τους στη Δικαιοσύνη. Τα ΜΜΕ δεν την υπολήπτονται και συχνά τη λοιδορούν. Δικαστικές υποθέσεις γρήγορα πολιτικοποιούνται. Οι προαγωγές συχνά έχουν κομματικό χρώμα. Δικαστήρια στεγάζονται σε πολυκατοικίες. Ακόμα και το χαρτί φωτοτυπίας το πληρώνουμε συχνά από την τσέπη μας. Νοιώθω ότι δεν ενδιαφέρεται κανείς…Μπήκα στο δικαστικό σώμα με υπερηφάνεια και ενθουσιασμό. Σήμερα δεν νοιώθω το ίδιο».
Δυστυχώς δεν είναι ο μόνος. Δεν έχω ακούσει καθηγητή ελλαδικού πανεπιστημίου να είναι περήφανος για το πανεπιστήμιό του ή γιατρό δημόσιου νοσοκομείου να χαίρεται που δουλεύει στο ΕΣΥ. Υπάρχει μια διάχυτη κατήφεια, έλλειψη προοπτικής, μια ψυχική αποξένωση από τους θεσμούς που παράγουν δημόσια αγαθά. Ανθρώπινο ταλέντο σπαταλιέται, ποιοτικές υπηρεσίες δεν παράγονται - όλοι χάνουμε.
Τι μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση να αλλάξει αυτό το κλίμα; Πως θα απελευθερωθούν οι δημιουργικές δυνάμεις του τόπου; Διαβάζω το προεκλογικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ. Δεν γίνομαι σοφότερος. Η κυρίαρχη λέξη είναι «διαφάνεια», κυρίως μέσω του διαδικτύου. Καλή, αλλά δεν αρκεί. Το πρόβλημα της καθηγήτριας και του δικαστή δεν είναι τόσο η «διαφάνεια» όσο η συνολική λειτουργία των θεσμών που υπηρετούν. Τι κυρίως χρειάζεται; Αυτό που απουσιάζει από το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ: μάνατζμεντ - ορθολογική διαχείριση των θεσμών.
Το μάνατζμεντ δεν είναι απλώς τεχνικές• κυρίως είναι νοοτροπία: η αντίληψη ότι υπάρχουν άνθρωποι των οποίων η δουλειά είναι να διοικούν ανθρώπινους και υλικούς πόρους έτσι ώστε να παράγονται επιθυμητά αποτελέσματα, για τα οποία κρίνονται. Διοικώ σημαίνει: σχεδιάζω, οργανώνω, υποκινώ-εμπνέω, ελέγχω. Ποιο δημόσιο σχολείο, πανεπιστήμιο ή νοσοκομείο στην Ελλάδα σήμερα διοικείται πραγματικά;
Οι δημιουργικές δυνάμεις αξιοποιούνται όταν οι θεσμοί προάγουν την αριστεία. Στο διαφωτιστικό βιβλίο του «Οδοιπορικό για τη Γνώση» (Εστία, 2009), ο καθηγητής της Ιατρικής Χ. Μουτσόπουλος περιγράφει πως τα καλύτερα δημόσια πανεπιστήμια και νοσοκομεία στην Αμερική λειτουργούν με γνώμονα την αριστεία. Το εντυπωσιακό στοιχείο στη λειτουργία τους δεν είναι τόσο η διαφάνεια, όσο η διοίκησή τους από ικανούς ανθρώπους που παθιάζονται με τη δουλειά τους, προσελκύουν κι άλλους ικανούς, δημιουργούν ήθος αριστείας, και κρίνονται όλοι άτεγκτα για τα αποτελέσματά τους.
Ο νέος πρωθυπουργός έχει προσωπικά βιώματα από την Αμερική και τη Σουηδία. Αν εννοεί αυτά που λέει, ξέρει τι πρέπει να κάνει. Χρειάζεται μια διοικητική επανάσταση ποιότητας παντού. Ο αυτο-εξυπηρετικός κομματισμός να εκτοπισθεί από τον απαιτητικό επαγγελματισμό. Το καλό παράδειγμα πρέπει να το δώσει ο ίδιος. Θα ανανεώσει τη θητεία αποδεδειγμένα άριστων, όπως ο Έλληνας Επίτροπος κ.Δήμας, ο πρόεδρος της Εθνικής κ.Αράπογλου, ή ο Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης κ.Ρακιντζής; Θα δημιουργήσει ένα σύστημα επιλογής των άριστων σε όλη την ιεραρχία της δημόσιας διοίκησης, αρχής γενομένης από την κορυφή της, τους γενικούς γραμματείς υπουργείων; Ιδού η Ρόδος …

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009

Πόσο ρηξικέλευθος θα είναι ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου;



Ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός έλαμπε από χαρά. Το βράδυ της μεγάλης νίκης απηύθυνε το καθιερωμένο διάγγελμα: «Eλληνίδες Eλληνες, σήμερα με την ψήφο σας επισφραγίσατε την καθαρή αξίωσή σας για πολιτική αλλαγή. Για μια νέα πολιτική στη νέα εποχή που ζούμε. Σήμερα δώσατε σαφή εντολή. Nα πάμε όλες και όλοι μαζί μπροστά. Nα ανταποκριθούμε στις προσδοκίες κάθε Eλληνίδας, κάθε Eλληνα. Nα φανούμε αντάξιοι της εμπιστοσύνης τους». Μίλησε με πάθος για την ανάγκη για ένα διαφορετικό κράτος: «ένα κράτος με πιο ανθρώπινο πρόσωπο που θα λειτουργεί με διαφάνεια και αποτελεσματικότητα». Έχοντας συναίσθηση του νήματος που επί τρεις χιλιάδες χρόνια τον συνδέει με την αρχαία Αθήνα, διατράνωσε υπερήφανα την πίστη του στα ανθρωπιστικά ιδεώδη που υποστυλώνουν τη δημοκρατία: η κυβέρνησή του, είπε, «θα αγωνισθεί για να φέρουμε την πολιτική στο επίκεντρο, τον άνθρωπο και τις ανάγκες του στο κέντρο της πολιτικής». Ο Περικλής δεν θα μπορούσε να το θέσει καλύτερα. Γνωρίζοντας ότι τα λόγια αποκτούν σημασία μόνο όταν εκφέρονται με αυθεντικότητα, διαβεβαίωσε τον ελληνικό λαό σε πρώτο πρόσωπο: «βρίσκομαι στην πολιτική για να προσφέρω. Tώρα που η βούλησή σας έχει εκφραστεί αισθάνομαι την υποχρέωση να επαναλάβω μια προσωπική μου δέσμευση. Nα δώσω όλες μου τις δυνάμεις για να ανταποκριθώ στην εμπιστοσύνη σας. Nα τηρήσω κάθε κεφάλαιο της συμφωνίας που συνυπογράψαμε. Nα θέσουμε αμέσως σε εφαρμογή το κυβερνητικό μας πρόγραμμα».
Ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός λάμπει από χαρά, γελάνε και τα μουστάκια του. Το βράδυ της μεγάλης νίκης απηύθυνε το καθιερωμένο διάγγελμα: «Ελληνίδες, Έλληνες, είναι μεγάλη η συγκίνηση, είναι μεγάλη η τιμή που αισθάνομαι για την εμπιστοσύνη και την εντολή του ελληνικού λαού. Εντολή να γυρίσουμε μαζί σελίδα. […] Σήμερα αλλάζουμε πορεία για την Ελλάδα και τη ζωή όλων μας. Από σήμερα ξεκινάμε μαζί μια μεγάλη εθνική προσπάθεια. Να βάλουμε τη χώρα ξανά σε πορεία ανάτασης, προόδου, δημιουργίας. […] Στη νέα αυτή πορεία μοναδική μας πυξίδα, μοναδικός γνώμονας για κάθε μας απόφαση, για κάθε μας πράξη, είναι ο πολίτης. […] Δεσμεύομαι να καταβάλω όλες μου τις δυνάμεις, ώστε να ξαναπιστέψουν όλοι οι Έλληνες ότι μπορούμε».
Ο πρώτος πρωθυπουργός κυβέρνησε για έξι περίπου χρόνια. Τις «δεσμεύσεις» του τις είδαμε, την «προσφορά» του την κρίναμε. Αποχωρεί σκυφτός μέσα σε κραυγές θυμού και αγανάκτησης για τα πεπραγμένα του. Ο δεύτερος πρωθυπουργός μόλις εξελέγη. Την προσφορά του θα τη δούμε, τις δεσμεύσεις του θα τις παρακολουθήσαμε. Η εκλογή και των δύο χαιρετίστηκε ως «σημαντική πολιτική αλλαγή». Ανατρέξτε στις εφημερίδες και θα δείτε τις εντυπωσιακές ομοιότητες: ένα κόμμα εξουσίας διαδέχεται ένα άλλο, το οποίο έχει απαξιωθεί ηθικοπολιτικά• νέος πρωθυπουργός αναλαμβάνει το πηδάλιο της χώρας• ελπίδες αναπτερώνονται• εκκλήσεις για μια κοινή πορεία με τους πολίτες διατυπώνονται («πάμε μαζί»). Μια «νέα αρχή» δείχνει να είναι εφικτή.
Όσοι παρακολουθούσαν αμερόληπτα τον πρώτο πρωθυπουργό, όταν αυτός βρισκόταν στην αντιπολίτευση, διέβλεπαν ότι οι «δεσμεύσεις» του ήταν κενή ρητορική. Ο λόγος του ήταν «παλαιός», η αντιπολίτευσή του κλασικά ελλαδική: λαϊκιστική, καιροσκοπική, άμετρη, πολωτική, μικρόψυχη, μη προγραμματική. Από μια τέτοια αντιπολίτευση γιατί να προέκυπτε μια καλή κυβέρνηση;
Όσοι παρακολουθούσαν απροκατάληπτα τον σημερινό νεοεκλεγέντα πρωθυπουργό στην μέχρι τώρα αντιπολιτευτική του τακτική δικαιούνται να δυσπιστούν στην υψιπετή ρητορική του – την άκουσαν και πριν από έξι χρόνια. Το κρίσιμο ερώτημα είναι: πως θα κυβερνήσει; Ένας οδηγός είναι να δούμε πως αντιπολιτεύτηκε τον απελθόντα πρωθυπουργό. Τα μοτίβα παρελθούσας συμπεριφοράς προοιωνίζονται πως θα κυβερνήσει στο μέλλον.
Ο Παπανδρέου είναι αναμφίβολα ένας κοσμοπολίτης πολιτικός. Είναι στο στοιχείο του όταν βρίσκεται σε διεθνή φόρουμ με ομολόγους του. Τον ενδιαφέρουν τα ρεύματα ιδεών στο σύγχρονο κόσμο. Έχοντας ζήσει για χρόνια στην Αμερική, τον Καναδά και τη Σουηδία γνωρίζει πως λειτουργούν οι ευνομούμενες κοινωνίες, πως παράγεται η καινοτομία, πως λειτουργεί η οικονομία της αγοράς και το κοινωνικό κράτος, πως διασφαλίζονται οι ελευθερίες των πολιτών και πως λειτουργούν τα απαραίτητα θεσμικά αντίβαρα σε μια δημοκρατία. Ο Παπανδρέου έχει και φιλελεύθερα και κοινωνινιστικά ένστικτα. Το μεγάλο του πρόβλημα είναι ότι δεν μπορεί να τα μεταποιήσει σε ρεαλιστική στρατηγική ρήξεων και μεταρρυθμίσεων.
Όταν πιέζεται, ο λόγος του τείνει να παλινδρομεί σε έναν στερεοτυπικά παλαιοπασοκικό (ανδρεοπαπανδρεϊκό) λόγο. Δεν φαίνεται να διαθέτει τη σιγουριά των όποιων νεωτερικών πεποιθήσεών του: να τις υπερασπίσει με σθένος, ωθώντας έτσι το κόμμα του σε νέους δρόμους. Εκπέμπει όλα τα πολιτικώς ορθά για έναν κεντροαριστερό μηνύματα («κοινωνική αλληλεγγύη», «δικαιοσύνη», «πράσινη ανάπτυξη», «συμμετοχή», κλπ), αλλά δεν τα μετουσιώνει σε ρεαλιστικές στρατηγικές στα ελλαδικά συμφραζόμενα. Περισσότερο ηχούν σαν ξεκρέμαστα συνθήματα και λιγότερο σαν επεξεργασμένες πολιτικές. Ιδού μερικά παραδείγματα.
Τη συνεργασία του με προβεβλημένους πολιτικούς του φιλελεύθερου χώρου το 2004 ουδέποτε την είδε με στρατηγικούς όρους – δεν την εξήγησε, δεν την ενέταξε σε κάποιο ευρύτερο πρόταγμα φιλελεύθερης (έναντι της κρατικιστικής) σοσιαλδημοκρατίας, αν κάτι τέτοιο τον ενδιέφερε πραγματικά. Όπως απέδειξε και με τη συμπερίληψη συγκεκριμένων ατόμων σε ψηφοδέλτια κατά καιρούς, ρέπει σε μια «επικοινωνιακή» αντίληψη της πολιτικής, συγχέοντας τον ουσιαστικό συμβολισμό με την αβαθή «επικοινωνία».
Αντιτάχθηκε στις ελάχιστες εκσυγχρονιστικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης Καραμανλή, υιοθετώντας το κλασικό ελλαδικό αντιπολιτευτικό πρότυπο της καιροσκοπικής-πολωτικής αντιπαράθεσης. Αντέδρασε στην κατάργηση της μονιμότητας των νεοπροσλαμβανομένων στον ΟΤΕ, και στην πώληση της Εμπορικής, του ΟΤΕ και της Ολυμπιακής, τη στιγμή μάλιστα που οι πρωτοβουλίες για την ιδιωτικοποίηση αυτών των οργανισμών ξεκίνησαν από την κυβέρνηση Σημίτη. Υιοθέτησε έναν στείρο αντιπολιτευτικό λόγο, πολιτικοποιώντας αποφάσεις των ΔΕΚΟ, όπως η εξαγορά Τουρκικής τράπεζας από την Εθνική. Οπισθοχώρησε βροντοδώς από τη θέση του για την αναθεώρηση του άρθρου 16, αναφορικά με τη δυνατότητα δημιουργίας μη κρατικών πανεπιστημίων, όταν συνάντησε έντονες αντιδράσεις από το κρατικιστικό ΠΑΣΟΚ. Σε μια ενδιαφέρουσα (όσο και απογοητευτική) αντιστροφή ρόλων, αντιπολιτεύτηκε τον Καραμανλή στην πιθανή επέκταση του «Καποδίστρια» - ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που εισήγαγε με επιτυχία η κυβέρνηση Σημίτη.
Κοντολογίς, υπό την πίεση κατεστημένων συμφερόντων (προεξαρχόντων των συνδικαλιστικών) και παλαιοπασοκικών κρατικιστικών αντιλήψεων, ο Παπανδρέου αναπαρήγαγε το βασικό ελλαδικό μοντέλο πολιτικής αντιπαράθεσης, δεν το άλλαξε. Γιατί να πιστέψει κανείς ότι πράγματι θα αλλάξει τις βαθιές δομές που καθηλώνουν τη χώρα; Ότι δεν θα υποκύψει στις συνδικαλιστικές ολιγαρχίες που ταυτίζουν το συντεχνιακό συμφέρον των μελών τους με το συλλογικό συμφέρον; Ότι θα αναμετρηθεί με τους διαπλεκόμενους Έλληνες ολιγάρχες; Δεν μας προετοίμασε για κάτι τέτοιο. Προετοιμάστηκε ο ίδιος γι αυτό;
Μπορεί το μέλλον να είναι άδηλο, αλλά τα βασικά μοτίβα συμπεριφοράς που χαρακτηρίζουν έναν ηγέτη τείνουν να διαιωνίζονται. Αν είναι έτσι, όσοι ευελπιστούν ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου θα είναι αυθεντικά μεταρρυθμιστική ίσως απογοητευθούν. Φυσικά θα είναι καλύτερη από αυτή του προκατόχου του (δεν είναι και ιδιαίτερα δύσκολο!). Ασφαλώς θα κάνει μερικές αναγκαίες μεταρρυθμιστικές τομές (ακόμη κι ο Καραμανλής έκανε!). Ίσως όμως αποδειχθεί περισσότερο άτολμη απ’ ότι μας άφησε να καταλάβουμε στην επινίκια ομιλία του. Υπάρχουν πολλά ΠΑΣΟΚ στη συσκευασία του ενός, και ο πρωθυπουργός πιθανότατα θα είναι ο ισορροπιστής μεταξύ τους – ταιριάζει και στον ‘συναινετικό’ χαρακτήρα του. Τα λόγια τα μεγάλα που κατ’ έθιμο εκστομίζουν οι νεοεκλεγέντες πρωθυπουργοί, ίσως αποδειχθούν για μια ακόμη φορά ψεύτικα. Θα δούμε…