Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

Ελπίδα μας δικαστές και εισαγγελείς


«Πίσω απ' τ' αυτάρεσκα τραγούδια μας η σήψη προχωρούσε
Τις μπερδεμένες μας ζωές φαουστικά σκηνοθετούσε
Ήμασταν πάντοτε της ήττας που νικάει την εξουσία
και ξαφνικά μας παρεδόθη αληθινά, τι τραγωδία
……………………………………………………….
Κι εγώ που είμαι ο πιο φριχτός πώς να βγω και να ξαναρχίσω
αν δε θερίσω ότι έσπειρα κι αν δεν μετανοήσω;»

Διονύσης Σαββόπουλος («Μην περιμένετε αστειάκια», στίχοι τραγουδιού που γράφτηκε πριν από 21 χρόνια!)


Τον Οκτώβριο 2007, σε συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ, λίγο μετά τη συντριπτική ήττα του κόμματος στις πρόσφατες εκλογές, η κυρία Βάσω Παπανδρέου παρατήρησε δηκτικά ότι «κάποιοι έκαναν περιουσίες στο ΠΑΣΟΚ». Ουδείς ασχολήθηκε με την καταγγελία της.

Τρία χρόνια πριν, τον Ιούλιο 2004, η «Καθημερινή» προκλητικά ρωτούσε, με αφορμή τον πρόσφατο υπερπολυτελή γάμο του τότε υπουργού Τσοχατζόπουλου στο Παρίσι: «πως πλουτίσατε κ.Τσοχατζόπουλε;». Διατύπωνε, μάλιστα, εικασίες για τους πιθανούς τρόπους πλουτισμού του υπουργού: «Aπό τους προμηθευτές των Eνόπλων Δυνάμεων, από τις συμβάσεις που αφειδώς υπογράψατε, από το υστέρημα και τα χρήματα του ελληνικού λαού, για τα οποία δώσατε όρκους τιμής και προστασίας;». Σκληρά έως προσβλητικά ερωτήματα για οποιονδήποτε αξιοπρεπή άνθρωπο. Ο κ.Τσοχατζόπουλος τα αγνόησε...

Πριν από λίγες εβδομάδες, στον απόηχο του συνθήματος «κλέφτες», που οργισμένα πλήθη φώναζαν ρυθμικά μπροστά στη Βουλή τον περασμένο Μάιο, δημοσιογράφος του «Αλ Τζαζίρα» ρωτά τον πρωθυπουργό κατά πόσον το σύνθημα αυτό δείχνει την «κατάρρευση της εμπιστοσύνης μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων». Τι απαντά ο κ.Παπανδρέου; Το σύνθημα ουσιαστικά δεν στρέφεται κατά του κόμματός του, δεδομένου ότι «υπάρχει μια νέα κυβέρνηση, η οποία γνωρίζει τα προβλήματα» και, επιπλέον, το κόμμα του «έχει ανανεωθεί»!

Πρόκειται για απάντηση γραφειοκράτη, όχι ηγέτη. Ο γραφειοκράτης συγκαλύπτει και εξωραΐζει, αυτοπροστατεύεται• ο ηγέτης εκτίθεται, αρθρώνει και, συγχρόνως, εκλεπτύνει και μεταποιεί σε δημιουργική πράξη το κοινό αίσθημα που συνέχει μια συλλογικότητα. Όλη η Ελλάδα για χρόνια αναρωτιόταν για τη μεγάλη περιουσία που φέρεται να απέκτησε ο κ.Τσοχατζόπουλος (και άλλα υψηλόβαθμα στελέχη του ΠΑΣΟΚ), αλλά ο κ.Παπανδρέου (όπως και όλη η ηγετική ομάδα) ουδέποτε συγκινήθηκε. Αντιθέτως, τον τίμησε με υποψηφιότητα στο Εθνικό Συμβούλιο του κόμματος και στις εθνικές εκλογές του 2004 και 2007. Ο Τσοχατζόπουλος τέθηκε εκτός Βουλής από το εκλογικό σώμα, όχι από το κόμμα του - η διαφορά είναι σημαντική. Αν ο Τσοχατζόπουλος σήμερα λογοδοτεί για πρώτη φορά στη ζωή του, αυτό δεν συμβαίνει τόσο γιατί λειτουργούν οι θεσμοί, όσο γιατί η χρεοκοπία της χώρας αλλάζει την αντίληψή μας περί θεσμών. Τα αρμόδια όργανα (πολιτειακά και κομματικά) κινητοποιούνται γιατί δεν μπορούν, πλέον, να κάνουν διαφορετικά. Έπρεπε να χρεοκοπήσουμε για να συνειδητοποιήσουμε το αυτονόητο: οι πολιτικοί δεν είναι πάνω από το νόμο.

Ο Τσοχατζόπουλος, ισχυρός υπουργός επί εικοσαετία, γραμματέας του ΠΑΣΟΚ, και αναπληρωτής πρωθυπουργός, ενσαρκώνει πλήρως το πρότυπο του πολιτικού της Μεταπολίτευσης. Μειωμένης καλλιέργειας και ταλάντου, με λόγο στομφώδη, ρηχό και συχνά ασυνάρτητο, ύφος ναρκισσιστικό και νοοτροπία «κολλητού», είδε την πολιτική όχι ως άθλημα στο οποίο ένας πολιτικός διακρίνεται για το όραμά του, το έργο του και τις αξίες που εμπράκτως συμβολίζει, αλλά ως μια ηθικά ουδέτερη διαδικασία προσωπικής αναρρίχησης, πολιτικής αυτοσυντήρησης και ευδαιμονιστικής ολοκλήρωσης με την άκριτη προσκόλληση στην αυλή του Αρχηγού, τη δημιουργία προσωπικών μηχανισμών, και την πελατειακή λειτουργία του κράτους. Όλα αυτά επενδεδυμένα, φυσικά, με την κατ’ εξοχήν σαγηνευτική στη μεταπολιτευτική Ελλάδα ιδεολογία του αριστερίζοντος λαϊκισμού.

Γιατί εκπλησσόμαστε από την περιουσία και τις αγοραπωλησίες ακινήτων μέσω υπεράκτιων εταιριών του «ανέστιου» μέχρι το 1981 Τσοχατζόπουλου; Ο άνθρωπος μαθήτευσε δίπλα σε έναν εξαιρετικό δάσκαλο. Θυμηθείτε τα «δωράκια» του Μεγάλου Δημαγωγού, το «κωλόσπιτο» της Εκάλης, τον διάχυτο αμοραλισμό της ανδρεοπαπανδρεϊκής καμαρίλας. Όταν το κόμμα ταυτίζεται με το κράτος, γιατί να μην ταυτίσει ένας πολιτικός το ιδιωτικό με το δημόσιο συμφέρον; Αν ένας πολιτικός έχει συνηθίσει να εκποιεί δημόσια αγαθά στους «πελάτες» του, γιατί να μην κάνει κι ένα «δωράκι» στον εαυτό του; Αν είναι «ο βίος φιλοτομάρης», πώς να μην είναι ο υπουργός ένας χυδαίος ευδαιμονιστής; Αν τους πολιτικούς δεν τους αγγίζει ο νόμος, γιατί να μην επιδοθούν σε παρανόμως προσοδοφόρες συναλλαγές; Αφού έχουν τακτοποιήσει τη συνείδησή τους με το δόγμα «ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό», και αφού ό,τι είναι νόμιμο αποφασίζεται από αυτούς τους ίδιους, γιατί να μην επιδίδονται σε ξεδιάντροπα αυτο-εξυπηρετικές πράξεις; Αν η ντροπή και ο αυτο-περιορισμός δεν συνιστούν εμπεδωμένες αξίες μιας συλλογικότητας, τι μπορεί να αποτρέψει τη λεηλασία των κοινών; Θερίζουμε σήμερα ό,τι για τριάντα χρόνια σπέρναμε!

Η διεφθαρμένη πολιτική εκκολάπτεται συστηματικά σε χώρες με ασθενή αίσθηση δημοσίου συμφέροντος και δυσδιάκριτη διάκριση δημόσιας και ιδιωτικής ηθικής στην πολιτική κουλτούρα, αδύναμους δημόσιους θεσμούς, ανεπαρκείς ελέγχους και θεσμικές εξισορροπήσεις, πελατειακή-φατριαστική-κομματοκρατική λογική στη λειτουργία του κράτους, και συγκινησιακό ανορθολογισμό στο δημόσιο λόγο. Αν η χώρα σήμερα χρεοκόπησε οικονομικά είναι επειδή κατέστη πολιτικά δυνατόν να κυβερνηθεί από ανθρώπους σαν τον Τσοχατζόπουλο, το Μαντέλη, το Βουλγαράκη, και τόσους άλλους.

Το χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα εμφανίζεται να προσπαθεί να απαλλαγεί μερικώς από τη «σαβούρα» του για να εκτονώσει τη λαϊκή οργή. Ευελπιστεί σε μια ελεγχόμενη «χημική αντίδραση» για να αποφύγει τη μεγάλη έκρηξη – να μη χρειαστεί να αλλάξει ουσιωδώς. Το πουλόβερ όμως δεν ξηλώνεται μόνο του, χρειάζεται έξωθεν ενέργεια. Όσο αυτή η ενέργεια δεν παρέχεται από ρηξικέλευθους ηγέτες, θεσμική μας ελπίδα είναι – δυστυχώς – οι θαρραλέοι δικαστές και εισαγγελείς. Φανταστείτε έναν σύγχρονο Σαρτζετάκη, έναν Δελαπόρτα, ή έναν Ντι Πιέτρο που θα έπαιρνε τόσο σοβαρά την αποστολή του ώστε δεν θα λογάριαζε τίποτα: θα καταδίωκε αμείλικτα, με κάθε κόστος, την πολιτική κλεπτοκρατία. Μερικοί τέτοιοι, παθιασμένοι με το Νόμο, δικαστικοί λειτουργοί θα γίνονταν ο καταλύτης μιας «δημιουργικής καταστροφής». Αμήν!

Κυριακή 6 Ιουνίου 2010

«Κλέφτες, κλέφτες», ως εδώ




«Έχουν αντιληφθεί όσοι διαδηλώνουν κατά των μέτρων του πακέτου διάσωσης πόσο παράλογα είναι τα αιτήματά τους; Οι εναλλακτικές είναι ακόμη χειρότερες: αναδιάρθρωση χρέους, χρεοκοπία, έξοδος από το ευρώ», είπα στον Χρήστο, υπάλληλο λογιστηρίου. «Το προσεγγίζεις πολύ λογικά κύριε καθηγητά», μου απάντησε ελαφρώς περιπαικτικά. «Υπάρχουν κι άλλοι λόγοι για να διαδηλώσει κανείς». «Όπως;», ρώτησα με περιέργεια. «Κοίτα... Δεν μπόρεσα να πάω στο πρόσφατο συλλαλητήριο το Μάη, αλλά θα ήθελα να είμαι εκεί», είπε. «Ξέρεις γιατί; Για να φωνάξω με όση δύναμη έχω: «Κλέφτες, κλέφτες». Η πενιχρή σύνταξη του πατέρα μου έχει περικοπεί, είναι θέμα χρόνου πότε θα μειωθεί κι ο δικός μου μισθός, οι φόροι αυξάνονται, οι τιμές ανεβαίνουν, σύνταξη δεν ξέρω αν θα πάρω, η οικονομία καταρρέει, το στεγαστικό δάνειο με αγχώνει, ανησυχώ για τη δουλειά μου. Είμαι 35, έχω τρία παιδιά να θρέψω, πως θα τα βγάλω πέρα; Κι όλα αυτά γιατί; Διότι αυτοί που για χρόνια μας κυβερνούν νοιάζονται μόνο για τη «μάσα»: να κάνουν τα ρουσφέτια τους, να πάρουν τις μίζες τους, να διορίσουν τα παιδιά τους, να χτίσουν τα αυθαίρετά τους, να καταπατήσουν δημόσια γη…Έχουν ασυλία, δεν διώκονται για τίποτε, ζουν στη χλιδή. Τους έχω σιχαθεί…Γι αυτό θα διαδήλωνα - να εκφράσω την αηδία μου...»

Όσο μιλούσε άναβε. Ήταν εμφανώς οργισμένος. Δεν είναι φυσικά ο μόνος. Αρκετοί βετεράνοι πολιτικοί αποδοκιμάζονται σε δημόσιους χώρους, η Βουλή λοιδωρείται ανενδοίαστα, ο λαϊκός θυμός ξεχειλίζει. Οι πολιτικοί πυγμαίοι, ωστόσο, επιμένουν να μας κουνάνε το δάχτυλο με το χαρακτηριστικό θράσος ανθρώπων μειωμένης αυτεπίγνωσης. Ο Παπουτσής κι ο Πετσάλνικος, ο Κοντός κι ο Παναγιωτόπουλος, και πλείστοι άλλοι όμοιοί τους καταγγέλλουν - ναι, μη γελάτε -, την «απαξίωση του πολιτικού συστήματος»! Είναι τόσο πιστευτοί όσο οι μαφιόζοι των Ζωνιανών που κατήγγειλαν την αστυνομία για «παρενόχληση»! Στο βάθος, οι πολιτικάντηδες ξέρουν καλά ότι στη συνείδηση του κόσμου θεωρούνται ανάξιοι, φαύλοι, «κλέφτες, κλέφτες».

Αφοριστικό το σύνθημα, αναμφίβολα. Μήπως όμως όλα τα συνθήματα που συμπυκνώνουν λαϊκή οργή δεν είναι αφοριστικά; Οπως η κραυγή «δολοφόνοι» στο ξέσπασμα του Δεκέμβρη 2008, μετά το φόνο του ανυποψίαστου εφήβου Αλέξη Γρηγορόπουλου, έτσι το σύνθημα «κλέφτες» δεν συνιστά εμπειρικά ελέγξιμη υπόθεση αλλά, πρωτίστως, συναισθηματική έκφραση - θυμού. Δηλώνει οργή, αηδία, αποστροφή για την ποιότητα του πολιτικού προσωπικού που κυβερνά τη χώρα επί δεκαετίες· αναδεικνύει – δηλαδή καθιστά δημοσίως εμφανές - ένα σημαντικό στοιχείο του πολιτικού συστήματος (την κλεπτοκρατία), το οποίο θέτει στο δημόσιο λόγο.

Ο χαρακτηρισμός «κλέφτες» απολυτοποιεί ένα γνώρισμα του συστήματος, αλλά δεν το κάνει τόσο για να αποτυπώσει στατιστικά μια κατάσταση, όσο για να κινητοποιήσει συγκινησιακά τους πολίτες να απαλλαγούν από αυτή (όχι στους κλέφτες). Το άρρητο μέρος του συνθήματος (η κάθαρση από τους κλέφτες) είναι η αιχμή του. Αρθρώνοντας αυτό που μας δυσαρεστεί, δηλώνουμε συγχρόνως την την επιθυμία μας να απαλλαγούμε από αυτό. Οπως λέει ο Βιτγκενστάϊν, όταν ονοματίζουμε το «παιχνίδι» που παίζεται, οι συμμέτοχοι δεν μπορούν να συνεχίσουν να παίζουν ανυποψίαστοι. 

Γιατί δεν εκφράζεται η δυσαρέσκεια νηφάλια; Γιατί δεν ζητούμε απλώς την εφαρμογή των νόμων; Γιατί πρέπει να βιώσουμε το συναίσθημα της οργής προκειμένου να γνωστοποιήσουμε τις επιθυμίες μας; Διότι «τα πάθη θεσμίζουν τις πόλεις», γράφει ο Κορνήλιος Καστοριάδης στην υπέροχη ανάλυση της «Αντιγόνης». Σκεφτόμαστε συνήθως τους νόμους και τους θεσμούς ως απολύτως αντίθετους με τα πάθη, τις Σοφόκλειες «αστυνόμους οργάς», ενώ το αντίθετο ισχύει. «Στη ρίζα του πρωταρχικού θεσμού υπάρχει μια προ-λογική «βούληση» και πρόθεση, [...] οι θεσμοί δεν μπορούν να διατηρηθούν χωρίς πάθος», παρατηρεί ο Καστοριάδης.

Οταν οργιζόμαστε κατά των «κλεφτών» δηλώνουμε τη συγκινησιακή μας ταύτιση σε μια οργανωμένη συλλογικότητα που επιθυμεί να ζήσει χωρίς διαφθορά, χωρίς κλοπή δημόσιου πλούτου, χωρίς φαυλότητα. Η επιθυμία μας αυτή δεν είναι προϊόν ορθολογικού υπολογισμού ή ηθικής διαβούλευσης, αλλά προ-λογική βούληση για το πως θέλουμε να ζούμε. Ολες οι σημαντικές κοινωνικές κατακτήσεις - από το φιλελεύθερο ιδεώδες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη συναφή νομοθεσία, μέχρι την ισότητα, την προστασία του περιβάλλοντος και τους συνακόλουθους θεσμούς διαχείρισης δημοσίων αγαθών -, προέκυψαν όχι τόσο γιατί σκεφτήκαμε, όσο γιατί θυμώσαμε, αγανακτήσαμε, είπαμε «δεν πάει άλλο». Εν αρχή ήν το πάθος, ο Λόγος έπεται.

Οταν βιώνουμε συγκεκριμένα συναισθήματα (π.χ. θυμό, ενοχή) δημιουργούμε τις συνθήκες για μια διαφορετική θέσμιση. Δεσμευόμαστε να επιβάλλουμε στον εαυτό μας συλλογικά επωφελείς συμπεριφορές, τις οποίες πιθανόν να μην υιοθετούσαμε αν απλώς σκεφτόμασταν υπολογιστικά. Είναι προς το ατομικό μας συμφέρον να φοροκλέπτουμε,  αλλά έτσι φτωχαίνουμε όλοι. Αν αισθανόμαστε ενοχή για τη φοροκλοπή, θα αποφύγουμε να το κάνουμε, ακόμα κι όταν μας δίνεται η δυνατότητα. Φωνάζοντας θυμωμένα «κλέφτες, κλέφτες» δημιουργούμε, άθελά μας ίσως, το απαραίτητο συναισθηματικό υπόστρωμα για να εμπεδωθεί το συναίσθημα της ενοχής μεταξύ όλων όσοι ιδιοτελώς διαχειρίζονται δημόσιο πλούτο. Στιγματίζουμε για να αποτρέψουμε. Φωνάζουμε για να το ακούσουμε, να το θυμηθούμε, κι εμείς οι ίδιοι.     

Ο Χρήστος είχε, τελικά, δίκιο. Μπορεί οι αντιδράσεις κατά των μέτρων να μην είναι λογικές, αλλά είναι συναισθηματικά αναγκαίες. Οχι τόσο γιατί επιτρέπουν την εκτόνωση, όσο γιατί θέτουν την προ-λογική βάση για μια διαφορετική θέσμιση. Μόνο όταν γνωρίσουν την οργή μας, οι φαύλοι πολιτικάντηδες ενδέχεται να συγ-κινηθούν. Μόνο όταν θυμώσουμε αρκετά με τον εαυτό μας θα πούμε «ως εδώ».