Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

Άνθρωποι και «ανθρωπάκια»


Προκάλεσε εύλογη αίσθηση το άρθρο του κ. Αλέξη Παπαχελά, «Να συγκριθούν με έναν Κουμάντο» (9/12/2009, «Κ»). Δεν είναι σύνηθες να εγκαλείται το καθηγητικό κατεστημένο από τον διευθυντή μιας μεγάλης και έγκριτης εφημερίδας ότι, συχνά, αποτελείται από «ανθρωπάκια». Η σύγκριση και μόνο με τον Σβώλο, τον Κουμάντο, ή τον Μάνεση που κάνει ο κ.Παπαχελάς είναι αρκετή για να δείξει τη θλιβερή μειονεξία πολλών καθηγητών σήμερα, οι οποίοι αποποιούνται την καθ(οδη)γητική τους ιδιότητα στα πανεπιστήμια (η κύρια ιδιότητα ενός παιδαγωγού) χάριν της ταπεινωτικής οσφυοκαμψίας που χαρίζει αξιώματα, χρήματα και εξαργυρώσιμες δημόσιες σχέσεις.

Ο καθηγητής που έχει επίγνωση της ιδιότητάς του δεν αρκείται να χρησιμοποιεί τον τίτλο του κυρίως για να υπογράφει διοικητικές πράξεις, να αναζητεί πελάτες, ή να ψάχνει κονδύλια από την ΕΕ, αλλά τον θεωρεί δυσπρόσιτη τιμή που συνεπάγεται υποχρεώσεις. Ο κ.Παπαχελάς τονίζει ότι καθηγητές του διαμετρήματος Κουμάντου τους χαρακτήριζε το θάρρος, η τόλμη, και η παρρησία. Στην ιδεοτυπική του μορφή ο καθ-ηγητής πάνω απ’ όλα ηγείται, βρίσκεται σε διανοητική ετοιμότητα, διδάσκει όχι μόνο από το βήμα αλλά και με το ήθος του. Όταν «τη θέση των καθηγητών με κεφαλαίο Κ» παίρνουν «πολλές φορές «ανθρωπάκια»», λέει ο κ.Παπαχελάς, «που φοβούνται ακόμη και τον ίσκιο τους» και ξοδεύουν όλη τους την ενέργεια να συναλλάσσονται με φοιτητικές παρατάξεις, κόμματα, ακόμη και με βίαιους τραμπούκους, τα πανεπιστήμια παρακμάζουν.

Οι καθηγητές-πρότυπα που αναφέρει ο κ.Παπαχελάς ήταν διατεθειμένοι να ρισκάρουν, να συγκρουστούν με τους ισχυρούς, δεν επεδίωκαν να είναι αρεστοί. Τα «ανθρωπάκια», αντιθέτως, έχουν μάθει στη διαπλοκή, τους ενδιαφέρουν κυρίως τα αξιώματα, προσκολλώνται στους ισχυρούς, κάνουν ρουσφέτια (δικά τους ή/και άλλων). Το βλέπεις ξεκάθαρα στο λόγο τους, ακόμα και στη γλώσσα του σώματός τους. Για ποιόν να αποτελέσουν πρότυπο αυτοί οι άνθρωποι; Τι είδους πρότυπο μπορεί να είναι ο πρύτανης που προσλαμβάνει τα παιδιά του στο πανεπιστήμιο, που μεσολαβεί για μετεγγραφές παιδιών πολιτικών (για να μεσολαβήσουν κι αυτοί με τη σειρά τους να προσληφθούν συγγενείς του στο δημόσιο), που βροντοφωνάζει στα ΜΜΕ ότι θα παραιτηθεί αλλά δεν το κάνει, που παραιτείται τελικά με ένα χρόνο καθυστέρηση, ανακοινώνοντας την «ψυχική εκμηδένισή» του; Φαντάζεστε ένα Κουμάντο, έναν Μάνεση ή έναν Καράγιωργα να παραιτείται γιατί έχασε το κουράγιο του, γιατί τον «εκμηδένισαν ψυχικά» οι διώκτες του;

Σε απάντησή του στο άρθρο του κ.Παπαχελά, ο αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών κ.Καράκωστας (10/12/2009, «Κ») διατείνεται ότι «ανθρωπάκια» υπάρχουν παντού. Αφοπλιστικός ισχυρισμός! Ο κ. αντιπρύτανης δεν αντιτείνει ένα συγκεκριμένο επιχείρημα, απλώς γενικεύει: εφόσον υπάρχουν ανθρωπάκια παντού, γιατί όχι και στα πανεπιστήμια; Στατιστικά μιλώντας έχει δίκιο, αλλά αυτό το επιχείρημα, είναι τόσο σαθρό όσο αυτό συνδικαλιστών εφοριακών οι οποίοι αντιτείνουν ότι σε κάθε επαγγελματικό χώρο υπάρχουν διεφθαρμένοι, άρα και στην εφορία – όπερ έδει δείξε! Τέτοιοι σοφιστικοί συλλογισμοί προβάλλονται από τις επιμέρους εξουσίες για να συγκαλύψουν: αποκρούουν τη συγκεκριμένη κριτική που τους ασκείται, μεταθέτοντας το επιχείρημα σε ένα ευρύτερο πεδίο, έτσι ώστε η συγκεκριμένη επικρινόμενη συμπεριφορά να χαθεί μέσα στη γενικότητα. Οι συλλογισμοί που συγκαλύπτουν, απο-ηθικοποιούν το επίμαχο θέμα, ανάγοντάς το σε κάποια αναλλοίωτη ανθρώπινη φύση, η οποία εκδηλώνεται μέσα από το νόμο των μεγάλων αριθμών!

Αντιθέτως, αυτός που παίρνει την κριτική στα σοβαρά διαλέγεται μαζί της, τη θεωρεί ευκαιρία να αναστοχασθεί τις πρακτικές του κλάδου του, και να αναδιατυπώσει τις παραμέτρους που επηρεάζουν τη συμπεριφορά του. Ο αντίλογός του δεν έχει στόχο να συγκαλύψει, αλλά να θέσει τους όρους ενός ηθικο-κοινωνιολογικού προβληματισμού που αποσκοπεί να φωτίσει τις επικρινόμενες συμπεριφορές, να διερευνήσει πως γεννώνται, και πως μεταβάλλονται. Ο κ.Καράκωστας παραδέχεται ότι υπάρχουν καθηγητές-«ανθρωπάκια», αλλά δεν μας λέει ούτε πως παράγονται, ούτε πως διαιωνίζονται, ούτε τι συνέπειες επιφέρουν στην ακαδημαϊκή λειτουργία.
Ουδόλως με εκπλήσσει. Με ελάχιστες εξαιρέσεις (σαν κι αυτή του πρύτανη του Πολυτεχνείου Κρήτης) δεν θυμάμαι πότε άκουσα για τελευταία φορά έναν ηθικά στιβαρό λόγο από πρύτανη ελλαδικού πανεπιστημίου. Η συστηματική έλλειψη παρρησίας είναι ευεξήγητη. Άνθρωποι που συναλλάσσονται με τις κομματικές νεολαίες για να εκλεγούν σε πανεπιστημιακά αξιώματα, είναι δύσκολο να διατηρήσουν το θάρρος της γνώμης (αν το είχαν). Προτιμούν τις διπλωματικές υπεκφυγές, τη σιγουριά του ξύλινου λόγου, τις «ισορροπίες». Ηγούνται των ιδρυμάτων τους κατ’ όνομα, στην ουσία διαχειρίζονται την ακαδημαϊκή αθλιότητα. Δεν ξέρουν ούτε πότε, πώς και για ποιο λόγο να παραιτηθούν!

Αν στα σημερινά πανεπιστήμια στην Ελλάδα κυριαρχούν άνθρωποι υποδεέστεροι του ηθικού αναστήματος του Κουμάντου και του Μάνεση είναι γιατί δεν υφίσταται ακαδημαϊκή κοινότητα ως τέτοια, αρθρωμένη γύρω από συστατικά της κοινότητας «ενδογενή αγαθά», με εμπεδωμένα «κριτήρια αριστείας» που καθοδηγούν ανθρώπινες συμπεριφορές στο εσωτερικό της. Οι ρωμαλέες κοινότητες θεσμίζουν και τον κατάλληλο ηγετικό ανθρωπότυπο. Οι εκφυλισμένες «κοινότητες» αναδεικνύουν «εξωγενή αγαθά» (χρήματα, αξιώματα, σταδιοδρομισμό), ανέχονται τον κατακερματισμό, και θεσμίζουν επιμεριστικές (συνήθως ιδιοτελείς) συμπεριφορές.

Το «δημοκρατικό» πανεπιστήμιο είναι η πιο μεγάλη φούσκα της μεταπολίτευσης. Τη συντηρούν εργολαβικά καθηγητές-«ανθρωπάκια», συνδικαλιστικές ολιγαρχίες, και αδιάφοροι και άτολμοι πολιτικάντηδες. Δεν πρόκειται να σπάσει σύντομα γιατί, όπως έλεγε ο Βίλχελμ Ράιχ, τα κάθε λογής «ανθρωπάκια» προτιμούν τη σιγουριά του κομφορμισμού και τα χνώτα της αγέλης, από τον «κίνδυνο» της ελευθερίας.

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

Αυτοκαταστροφική μανία


Τον αναζήτησα τη Δευτέρα το πρωί στο γραφείο του, στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήξερα ότι είναι πρωινός τύπος και του άρεσε ιδιαίτερα να δουλεύει το πρωί. Τηλεφώνησα πολλές φορές, αλλά δεν το σήκωνε κανείς. Παραξενεύτηκα. Του τηλεφώνησα στο κινητό. «Έχουμε κατάληψη, δεν ξέρεις;», μου είπε. Δεν ήξερα. «Για ποιο λόγο;», ρώτησα; «Δεν είμαι σίγουρος, αλλά έχω την εντύπωση ότι έχει να κάνει με την επέτειο του φόνου του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, πέρυσι τον Δεκέμβριο».

«Καλά είναι δυνατόν να τιμά κανείς την επέτειο ενός φονικού με κατάληψη;», ρώτησα. «Δεν υπάρχουν άλλοι τρόποι; Ένα μνημόσυνο, μια εκδήλωση, μια συγκέντρωση;». «Μη ρωτάς εμένα», μου είπε μελαγχολικά ο συνομιλητής μου. «Ρώτα τα εικοσάχρονα παιδιά που τα κάνουν αυτά». «Και όταν το γραφείο σου είναι κατειλημμένο πως δουλεύεις;», ρώτησα με προσποιητή αφέλεια.

Έβγαλε έναν αναστεναγμό, σιώπησε για μερικά δευτερόλεπτα, και συνέχισε με πιο ζωηρή φωνή: «Να σου πω κάτι; Εγώ έχω πολλά πράγματα να κάνω, μην αμφιβάλλεις. Διαβάζω, γράφω, κάνω βόλτες, επισκέπτομαι εκθέσεις ζωγραφικής, βλέπω ασθενείς στο ιδιωτικό μου ιατρείο, πληρώνομαι για τις γνωματεύσεις μου, καλά περνάω…. Το θέμα είναι άλλο. Τα παιδιά που έφτυσαν αίμα για να μπουν στην Ιατρική πότε θα μάθουν Ιατρική; Τι γιατροί θα γίνουν; Γιατί οι παράπλευρες δραστηριότητές μου να γίνονται το κύριο έργο μου; Γιατί να μην μπορώ να κάνω τη δουλειά μου, διδακτική και ερευνητική, απρόσκοπτα; Γιατί με πληρώνει ο φορολογούμενος; Για να κάθομαι σπίτι μου και να πλουτίζω από τους ιδιωτικούς ασθενείς μου; Όχι βέβαια.…».

Πήρε μια ανάσα και συνέχισε: «Κάτι βαθιά λάθος υπάρχει σε αυτή τη χώρα. Τα παιδιά που δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει ακαδημαϊκή αριστεία, έρευνα, και ιατρική είναι τόσο παραπλανημένα που δεν καταλαβαίνουν ότι μόνο στον εαυτό τους κάνουν κακό. Οι γονείς τους όμως γιατί σιωπούν; Η κοινωνία γιατί δεν εξεγείρεται; Εντάξει, εμείς είμαστε το «κατεστημένο», δεν έχουμε ανάγκη. Τα παιδιά όμως έχουν ανάγκη από τη γνώση μας και την εμπειρία μας. Δεν σκέπτονται το μέλλον τους;».

Ο τόνος της φωνής του υψώθηκε κι άλλο, ήταν φανερό πως ήταν ενοχλημένος. «Χρειάστηκε να πάρω ένα φάκελο κι έπρεπε να ζητήσω την άδεια των καταληψιών να μου επιτρέψουν να μπω στο γραφείο μου», συνέχισε. «Ένοιωσα να εξευτελίζομαι. Παιδιά που θάπρεπε να με ακούν με σεβασμό, να κρέμονται από τα χείλη μου για γνώσεις, να διεκδικούν το χρόνο μου, έχουν μετατραπεί σε φοιτητικές «μιλίτσια». Όταν η σχέση δασκάλου-μαθητή εκπίπτει σε αυτό το επίπεδο, είναι ποτέ δυνατόν να υπάρξει κοινότητα μάθησης και έρευνας, είναι ποτέ δυνατόν το πανεπιστήμιο να επιτελέσει την αποστολή του;»

Τον άφησα να μιλάει, ήθελε να τα πει. Ήταν κάτι περισσότερο από θυμωμένος• ήταν απογοητευμένος, στα όρια της παραίτησης. Τον άκουγα σκεπτόμενος πόσο τυχερός είμαι που δεν εργάζομαι σε κρατικό πανεπιστήμιο στην Ελλάδα, πόσο ορθή ήταν η απόφασή μου να παραιτηθώ από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο πριν από 11 χρόνια.

Έκλεισα το τηλέφωνο με ένα αίσθημα μελαγχολίας. Σκεπτόμουν ότι ο συνομιλητής μου είναι καθηγητής Ιατρικής παγκόσμιας ακτινοβολίας. Πλήθος διεθνών βραβείων και διακρίσεων κοσμούν το γραφείο του. Το ερευνητικό του έργο είναι σημείο διεθνούς αναφοράς. Σε διεθνή συνέδρια είναι περιζήτητος ομιλητής. Ξένα πανεπιστήμια επιζητούν τη συμμετοχή του σε διαλέξεις και σεμινάρια. Φαρμακευτικές εταιρίες είναι διατεθειμένες να τον χρυσοπληρώσουν για μερικά λεπτά συνομιλίας που ενδεχομένως τους δώσουν νέες ιδέες για φάρμακα. Ασθενείς από όλο τον κόσμο ζητούν τις συμβουλές του.

Όλοι ζητούν λίγο από τον πολύτιμο χρόνο του. Όλοι, εκτός από τους φοιτητές του! Οι ψευδο-φοιτητικές τσογλανοπαρέες που διαφεντεύουν τα ελλαδικά πανεπιστήμια κάνουν ό,τι μπορούν για να μην προφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες του στους φοιτητές και στην κοινωνία ένας άνθρωπος με το δικό του αναγνωρισμένο τάλαντο. Είναι σα να έχεις στα χέρια σου ένα θησαυρό και να τον πετάς γιατί δεν ξέρεις την αξία του. Τι αυτοκαταστροφική μανία: να απαξιώνεις τους θεσμούς σου, να σπαταλάς δυσεύρετο ανθρώπινο ταλέντο, να τρως τις σάρκες σου…

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Η απρόβλεπτη «ευφυΐα» του πλήθους


Πάνω από οκτακόσιες χιλιάδες οπαδοί της «Νέας Δημοκρατίας» ψήφισαν στις πρόσφατες εσωκομματικές εκλογές για την ανάδειξη του νέου προέδρου. Επίσης εντυπωσιακά μεγάλος ήταν ο αριθμός στις αντίστοιχες εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ. Αν αμφιβάλλατε ότι ο δικομματισμός έχει μέλλον, ιδού η διάψευση.

Ευκαιρίας δοθείσης, οι πολίτες εκφράζουν τις προτιμήσεις τους, δεν παραμένουν απαθείς. Όταν τους δίνουν το λόγο, ενδέχεται να τον πάρουν. Μερικές φορές δε, λένε απροσδόκητα πράγματα.... Ότι μπορεί λ.χ. η κόρη του πρώην αρχηγού, η κυρία με το χαμόγελο-μάσκα, που θεωρούσε αυτονόητο ότι τα αξιώματα πλάστηκαν για ανθρώπους της δυναστείας της, να χάσει τις εκλογές! Η δημοκρατική πολιτική είναι ένα ανοιχτό, πολύπλοκο σύστημα. Η εκλογή δυναστειακών ηγετών είναι ενδεχομενική• το φαινόμενο δεν είναι απαραίτητα επαναλαμβανόμενο. Η έκπληξη καραδοκεί. Μόνο οι αιτιοκράτες ή οι επηρμένοι δεν την περιμένουν.

Η εκλογή των προέδρων των ελλαδικών κομμάτων εξουσίας από τη βάση συνιστά ένα νέο φαινόμενο. Ξεκίνησε το 2004 ως μια εκ του ασφαλούς επιλογή του τότε υποψήφιου για την προεδρία του ΠΑΣΟΚ Γιώργου Παπανδρέου. Διαθέτοντας αντίστοιχα βιώματα ανοιχτών διαδικασιών στην Αμερική και έχοντας όχι μόνο το δαχτυλίδι της διαδοχής, αλλά και την απήχηση του ιστορικού του επωνύμου, ήταν βέβαιο ότι θα εκλεγόταν με τη νέα ανοιχτή διαδικασία. Η εκλογή από τη βάση καθιστούσε πραγματικότητα τη «συμμετοχή» που ευαγγελιζόταν ο κ.Παπανδρέου και έδενε με το γενικότερο πασοκικό αφήγημα περί «λαϊκής κυριαρχίας».

Ο μαζικός τρόπος εκλογής προέδρου στο ΠΑΣΟΚ δημιούργησε νέα δεδομένα στη λειτουργία των κομμάτων. Ήταν εξαιρετικά δύσκολο για τη ΝΔ να αρνηθεί την εκλογή προέδρου από τον κόσμο της. Θα φαινόταν φοβική και ελιτίστικη, στην εποχή που το κυρίαρχο λογοπλαίσιο (discourse) ευνοεί την «ανοιχτότητα», την αδιαμεσολάβητη προσβασιμότητα, και την άμεση έκφραση ατομικών προτιμήσεων. Όταν ψηφίζεις για τον «Μπιγκ Μπράδερ» και τους «Μεγάλους Έλληνες», γιατί να μην ψηφίζεις και για τον αρχηγό του κόμματός σου; Ο μιμητικός ισομορφισμός παρήγαγε έναν νέο τρόπο λειτουργίας των κομμάτων εξουσίας. Το πολιτικό σύστημα μεταλλάχθηκε δίχως εμπρόθετο σχεδιασμό.

Η εκλογή από τη βάση μπορεί να αναπαράγει, σε μικρογραφία, την πόλωση των εθνικών εκλογών, προσδίδει όμως υψηλή νομιμοποίηση στον εκάστοτε πρόεδρο. Συγχρόνως, περιθωριοποιεί το κόμμα ως θεσμό στο οποίο ο πρόεδρος λογοδοτεί και από τις αποφάσεις του οποίου δεσμεύεται. Διαθέτοντας την άμεση λαϊκή εντολή, ο πρόεδρος αίρεται σημαντικά πάνω από τα κομματικά όργανα. Για την ακρίβεια, ο πρόεδρος μετατρέπεται σε αρχηγό.

Η περιθωριοποίηση του κόμματος αναδεικνύει την ηγετική ομάδα που πλαισιώνει τον αρχηγό και στον οποίο αποκλειστικά αναφέρεται. Το κόμμα μεταβάλλεται κυρίως σε μηχανισμό κινητοποίησης στις εκλογές, κατά τα αμερικανικά πρότυπα. Η διακριτότητά του από την υπόλοιπη κοινωνία περιορίζεται σημαντικά όταν δεν ψηφίζουν μόνο τα μέλη, αλλά οποιοσδήποτε το επιθυμεί. Στο μέτρο που αυτό συμβαίνει, τα κόμματα τείνουν να απισχνούνται. Όταν μπορείς απροϋπόθετα να συμμετέχεις στις κρισιμότερες κομματικές αποφάσεις, ποιος είναι ο λόγος να γίνει μέλος;

Η παρακμή των κομματικών οργανισμών είναι πανευρωπαϊκό φαινόμενο. Συγχρόνως, παρατηρείται αύξηση των μελών των μη κυβερνητικών οργανώσεων. Η Βασιλική Ορνιθολογική Εταιρία στη Βρετανία έχει περισσότερα μέλη από όλα τα κόμματα μαζί! Οι καθολικές αφηγήσεις που προβάλλουν τα κόμματα συγκινούν όλο και λιγότερο τους πολίτες στις διαφοροποιημένες κοινωνίες της άμεσης, γενικευμένης επικοινωνίας. Μπορείς να κινητοποιείσαι για τα επιμέρους θέματα που παθιάζεσαι, χωρίς να χρειαστεί να έχεις άποψη για όλα.

Αυτό αλλάζει ακόμα και τον τρόπο που οι πολίτες ψηφίζουν. Μπορεί η επιλογή σου να είναι κατ΄ ανάγκην καθολική (στο μέτρο που ένα κόμμα εξουσίας κατ’ ανάγκην προτείνει μια γενική αφήγηση διακυβέρνησης), αλλά η ψήφος σου ενδέχεται να εκφράζει κυρίως επιμέρους προτιμήσεις. Το γεγονός ότι ψήφισες ΠΑΣΟΚ για να απαλλαγείς από την αθλιότητα της κυβέρνησης Καραμανλή δεν σε σταματά να διαμαρτύρεσαι για τις αλλαγές στο ασφαλιστικό.

Οι ανοιχτές διαδικασίες καθιστούν την πολιτική ένα οιονεί απρόβλεπτο σύστημα, το οποίο, στην κατάλληλη συγκυρία (απρόβλεπτη φυσικά), ενδέχεται να παραγάγει απροσδόκητη καινοτομία (όχι απαραίτητα θετική). Στην παραδοσιακή πολιτική τα κόμματα λειτουργούν όπως οι μεγάλες επιχειρήσεις στην οικονομία: η ολιγαρχική δομή τους και η ολιγοπωλιακή λειτουργία τους σταθεροποιούν το σύστημα. Αντιθέτως, η μαζική, δημοψηφισματικού τύπου, συμμετοχή των πολιτών δυνητικά το αποσταθεροποιεί, στο μέτρο που οι διαθέσεις του πλήθους, εξαρτώμενες από τη συγκυρία και υποκείμενες ευκολότερα απ’ ότι οι ελίτ σε παρορμητικές επιλογές, καθιστά εφικτή την παραγωγή νεωτερισμών (είτε αυτοί είναι η εκλογή του προοδευτικού Ομπάμα, είτε του εθνολαϊκιστή Σαμαρά• είτε η καταψήφιση του Σχεδίου Ανναν στην Κύπρο, είτε η απαγόρευση ανέγερσης μιναρέδων στην Ελβετία).

Η πολιτική είναι μια διαδικασία στην οποία οι επιλογές των πολιτών δεν διαμορφώνονται κυρίαρχα από τη λογική αλλά από ένα μίγμα εξωλογικών διαθέσεων, συναισθημάτων και αξιών. Αυτό δεν καθιστά τις πολιτικές επιλογές απαραίτητα μη ορθολογικές, απλώς υπογραμμίζει ότι, όπως έλεγε ο αείμνηστος Καστοριάδης, στη βάση του ορθού λόγου κείται το πάθος, η «αστυνόμος οργή». Αν η κυρία Μπακογιάννη θέλει να μάθει κάτι από την ήττα της, ας ξαναδεί το χαμόγελό της στον καθρέφτη των ΜΜΕ. Ισως δει τότε αυτό που είδαν οι περισσότεροι οπαδοί του κόμματός της...

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

Η φυλή, η «πόλις» και η ΝΔ


Όποιος έχει την υπομονή να παρακολουθήσει την πληκτική ρητορική που συνοδεύει την προεκλογική εκστρατεία για την ανάδειξη αρχηγού της ΝΔ, θα προβεί σε μερικές ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις.

Πρώτον, θα διακρίνει, για μια ακόμη φορά, τον ελλαδικού τύπου ανορθολογισμό που διαπερνά τα κόμματα εξουσίας (όχι ότι τα άλλα είναι καλύτερα δηλαδή…). Οι υποψήφιοι για την προεδρία της ΝΔ αρνούνται στην ουσία τον πολιτικό (άρα έλλογο, ανταγωνιστικό, και δημόσιο) χαρακτήρα της εκλογικής διαδικασίας, χάριν της «αλληλεγγύης» μιας οιονεί συγγενικής ομάδας.

Ο κ.Σαμαράς λ.χ. δεν θέλει να εμπλακεί σε τηλεοπτικό διάλογο με την κυρία Μπακογιάννη για «να μη γίνουν», λέει, «τα εσωτερικά μας τηλεοπτικό θέαμα»! Στη σαμαρική εκδοχή της δημοκρατίας «δεν υπάρχουν αντίπαλοι», μόνο «συμμαχητές»! Τι περίεργο. Κι εγώ νόμιζα ότι κάθε διαδικασία εκλογής, στην οποία για μία θέση υπάρχουν πάνω από ένας υποψήφιος, είναι εγγενώς ανταγωνιστική. Δεν διαλέγεσαι μόνο με τους αντιπάλους του άλλου κόμματος, αλλά και με τους εσωκομματικούς σου αντιπάλους. Ομολογουμένως, η φύση της αντιπαλότητας στις δύο περιπτώσεις είναι διαφορετική, αλλά αυτό δεν αναιρεί τον αντιπαραθετικό χαρακτήρα της σχέσης των υποψηφίων. Μια εκλογική διαδικασία, η οποία μάλιστα διεξάγεται ανοιχτά με την οργανωμένη συμμετοχή της βάσης, είναι κατ’ ανάγκην αντιπαραθετική. Μόνο ολοκληρωτικά καθεστώτα δεν αναγνωρίζουν τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα της πολιτικής.

Στη ΝΔ οι ανθυποψήφιοι ζητούν την ψήφο των οπαδών τους χωρίς να εξηγούν, ευθέως και αντιπαραθετικά, τους λόγους. Σημείο αναφοράς δεν είναι η έλλογη δημόσια σφαίρα, αλλά το πανηγύρι της ιδιωτικής σύναξης. Απευθύνονται μονολογικά σε επιλεγμένα κομματικά ακροατήρια που τους επευφημούν, δεν διαλέγονται μεταξύ τους, εις επήκοον, ή με τη συμμετοχή, των οπαδών τους. Ο διάλογος, η αντιπαράθεση, θεωρείται ότι διχάζει, δεν αποτελεί την ευκαιρία να κατατεθούν και να συγκριθούν απόψεις.

Οι υποψήφιοι νομίζουν ότι αναλύουν τα αίτια της παταγώδους ήττας της ΝΔ στηλιτεύοντας «συμπεριφορές που πλήγωσαν την παράταξη». Προσέξτε τον συναισθηματιστικό-τριμπαλιστικό χαρακτήρα της γλώσσας. Όπως σε ένα ζευγάρι η συμπεριφορά του ενός μπορεί να πληγώσει ιδιωτικά τον άλλο, έτσι και στην πολιτική, η έκνομη ή ανάρμοστη συμπεριφορά ενός υπουργού (λ.χ. Μαγγίνας και Βουλγαράκης αντιστοίχως) «πληγώνει» την παράταξη, όχι τη Δημοκρατία. Ο υπουργός δεν παραβιάζει το νόμο της «πόλεως», ούτε τα άγραφα ήθη του δημόσιου βίου. Ο υπουργός κυρίως προδίδει τους οπαδούς του, τη φυλή του• δευτερευόντως παραβαίνει τη δημόσια αποστολή του. Η «φυλή» προηγείται της «πόλεως». Απορεί κανείς γιατί αυτοί οι άνθρωποι οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία;

Δεύτερη διαπίστωση. Αν ο χαρακτήρας είναι αυτό που κυρίως συνιστά τον ηγέτη, η πολιτική διαδρομή των υποψηφίων δημιουργεί ερωτηματικά για την ελκυστικότητα των υποψηφιοτήτων τους.

Τι είδους σοβαρό κόμμα είναι αυτό που δέχεται να είναι υποψήφιος για την αρχηγία ένας γραφικός νομάρχης που καταδικάστηκε πρωτοδίκως για παράβαση καθήκοντος;

Τι είδους κόμμα αρχών είναι αυτό που επιβραβεύει την καιροσκοπική συμπεριφορά πρώην κορυφαίου υπουργού του, παραχωρώντας του σήμερα τη θέση του υποψηφίου αρχηγού; Το πρόβλημα με τον κ.Σαμαρά δεν είναι μόνο ο ανδρεοπαπανδρεϊκής κοπής εθνολαϊκισμός του (πράγμα εξόχως σημαντικό φυσικά), ούτε τόσο η περιλάλητη αποστασία του το 1993, όσο η μη διάθεσή του να αναλάβει εμπράκτως το ρίσκο των επιλογών του.

Σε ορθολογικά πολιτικά συστήματα, οι πολιτικοί λειτουργούν, κατ’ αρχήν, βάσει αρχών, και λιγότερο βάσει κριτηρίων προαγωγής της σταδιοδρομίας τους. Σε έναν ορθολογικό δημόσιο βίο λειτουργεί το «λόγον διδόναι». Αν ο κ.Σαμαράς έκρινε ότι έπρεπε να επανέλθει στο κόμμα από το οποίο θορυβωδώς αποχώρησε, όφειλε να εξηγήσει δημοσίως τους λόγους της επανόδου του. Ουδέποτε το έκανε. Στερείται συνεκτικής αφήγησης η οποία να ερμηνεύει πειστικά την πολιτική διαδρομή του. Γιατί να μην του προσαφθεί ο ψόγος του καιροσκόπου; Ασπόνδυλος καιροσκοπισμός συν προγραμματικός εθνολαϊκισμός συνιστούν ένα επικίνδυνο μίγμα. Η ΝΔ φαίνεται ότι θέλει να το δοκιμάσει. Καλή της τύχη…

Η κυρία Μπακογιάννη συνιστά την υποδειγματική ενσάρκωση του ελλαδικού πολιτικού «συστήματος». Φίλη του Χριστοφοράκου, το όνομά της ενεπλάκη στην υπόθεση Ζήμενς, συμβολίζει αναπόφευκτα την οικογενειοκρατία στην ελλαδική πολιτική ζωή. Η θητεία της στο Δήμο Αθηναίων ήταν μια μεθοδευμένα μιντιακή υπόθεση στη σταδιοδρομική της άνοδο προς την αρχηγία της ΝΔ (εξ ου και το «έργο» της συνίστατο κυρίως σε ταξίδια στο εξωτερικό!), παρά ευκαιρία δημόσιας προσφοράς. Τα αξιώματα για την κόρη του κ.Μητσοτάκη φαίνεται να είναι απλώς σκαλοπάτια στη σκάλα της ισχύος προς την πρωθυπουργία, παρά δυνατότητες δημιουργικού έργου.

Το έκδηλα αυτάρεσκο χαμόγελό της δείχνει άνθρωπο που θεωρεί ότι τα αξιώματα του ανήκουν, κι όλοι πρέπει να δουλεύουν γι αυτόν. Ο δημόσιος λόγος της είναι σκηνοθετημένα μιντιακός. Αν και δεν τη διακρίνει ο εμετικός εθνολαϊκισμός του κυρίου αντιπάλου της, δεν παρέλειπε να εκδηλώνει τη συμπάθειά της για το Χριστόδουλο, ενώ σε αρκετά επίμαχα πολιτικά θέματα υπήρξε εντέχνως ασαφής. Σε ερώτηση μαθητών «αν έχει κάνει ρουσφέτια», απάντησε ωμά, με το ύφος των «επιτυχημένων» που θεωρούν τον εαυτό τους πάνω από το νόμο: «ναι, έχω κάνει» («Το SchoolΗΚΙ», Ιούνιος 2003). Να προβάλλει η κυρία Μπακογιάννη σήμερα ως ο αρχάγγελος του φιλελευθερισμού είναι τόσο πειστικό, όσο οι ομολογίες χριστιανικής πίστης του Μπερλουσκόνι.

Δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δύο επικρατέστερων «σοβαρών» υποψηφίων; Βεβαίως υπάρχουν και έχουν τη σημασία τους. Αρκεί να μην ξεχνάμε όμως ότι οι διαφορές δευτερευόντως πηγάζουν από διαφορετικές αξιακές αφετηρίες και πολιτικές θεωρήσεις. Κυρίως, αποτελούν ιδεογίζοντα επιχρίσματα για να συγκαλυφθεί η πραγματικότητα: αυτό που κυρίως υποκινεί τους υποψήφιους για την προεδρία της ΝΔ είναι λιγότερο η συγκροτημένη και βάσει αρχών διάθεση για πολιτική παρέμβαση και δημόσια προσφορά, και περισσότερο η ικανοποίηση των ιδιωτικών φιλοδοξιών τους.

Δεν υπάρχει, φυσικά, τίποτα το μεμπτό με τις φιλοδοξίες, αρκεί αυτές να εγκιβωτίζονται σε αρχές, αξίες και προγραμματικές θεωρήσεις. Να μην είναι δηλαδή αμιγώς συστατικά στοιχεία της προσωπικότητας του φορέα τους. Μόνο τότε οι φιλοδοξίες καθίστανται κοινωνικά επωφελείς και όχι απλά αυτό-εξυπηρετικές. Δεν έχω λόγους να πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει στην περίπτωσή αυτή.

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

Μπροστά στη χρεοκοπία…



Η χώρα είναι αντιμέτωπη με τη χρεοκοπία: όχι μόνο την επερχόμενη οικονομική, όσο αυτή που έχει ήδη επέλθει – την ηθικο-πολιτική. Φαίνεται, άλλωστε, στις δηλώσεις των ευρωπαίων αξιωματούχων. Δεν μας επικρίνουν τόσο για εσφαλμένη οικονομική πολιτική, όσο για ανυπαρξία πολιτικής («η Ελλάδα δεν έλαβε κανένα διορθωτικό μέτρο, βυθίζεται στα χρέη και στα ελλείμματα…» - Αλμούνια) και, κυρίως, για αναξιόπιστη πολιτική («το παιχνίδι τελείωσε» - Γιούνγκερ). Στις Βρυξέλλες ο όρος «Greek statistics» χρησιμοποιείται συνεκδοχικά ως δηλωτικός ψεύδους και αναξιοπιστίας. Με άλλα λόγια μας λένε: σας διακρίνει η ακρασία, η πονηριά και η αναξιοπιστία. Ξέρετε τι πρέπει να κάνετε αλλά δεν το κάνετε (ακρασία)• παίζετε με τα ευρωπαϊκά όργανα για τους δικούς σας μικροπολιτικούς λόγους (πονηριά)• αλλάζετε κάθε λίγο τα στοιχεία που μας στέλνετε (αναξιοπιστία). Δεν είστε σοβαρή χώρα.

Οι προκαταλήψεις που αντιμετώπισαν αρχικά οι Έλληνες μετανάστες στον ανεπτυγμένο κόσμο αναβιώνουν: καιροσκόποι ανατολίτες, πονηροί λαθρεπιβάτες, ανάξια εμπιστοσύνης άτομα. Το δυστύχημα είναι ότι τα στερεότυπα αυτά δεν αφίστανται, πλέον, της πραγματικότητας. Η χώρα συμπεριφέρεται στους εταίρους της με τον ίδιο τρόπο που το ελλαδικό κράτος συμπεριφέρεται στους πολίτες του, και αντιστρόφως. Το μοτίβο της αναξιόπιστης, καιροσκοπικής και ιδιοτελούς συμπεριφοράς αναπαράγεται ισομορφικά σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής συμβίωσης. Γι αυτό και τα γενικευμένα φαινόμενα κοινωνικής διάλυσης που παρατηρούμε…

Στην Ελλάδα είτε δεν υπάρχουν κανόνες, είτε δεν τηρούνται, είτε αλλάζουν αυθαίρετα (π.χ. χωροταξία, φορολογία). Ένα πράγμα δεν υπάρχει: σαφήνεια, προβλεψιμότητα, σεβασμός στη νομιμότητα. Στο αναξιόπιστο κράτος οι πολίτες συμπεριφέρονται αυστηρώς συμφεροντολογικά. Φοροδιαφεύγουν, χτίζουν αυθαίρετα, πιέζουν για ρουσφέτια, χαριστικές παροχές και εξαιρέσεις, απεχθάνονται τον ανταγωνισμό, προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν τα ατομικά τους οφέλη με κάθε τρόπο.

Το κράτος, ιστορικά, δεν αποτελεί μια πολιτικώς ουδέτερη οντότητα, αλλά λάφυρο του εκάστοτε κόμματος εξουσίας. Οι πολιτικάντηδες, εντελώς ξεδιάντροπα, διορίζουν ποικιλοτρόπως ψηφοφόρους τους στην κρατική μηχανή, ενώ επιφυλάσσουν για τον εαυτό τους και τους συγγενείς τους τα μεγαλύτερα προνόμια. Λιλιπούτειου αναστήματος πολιτικοί, βαλκανικής κοπής ασημαντότητες, ανέρχονται σε κορυφαία αξιώματα και μεριμνούν ανερυθρίαστα για τους «κολλητούς» τους. Δείτε: τα τελευταία πέντε χρόνια η Βουλή διπλασίασε, κυρίως με ρουσφετολογικές προσλήψεις, τον αριθμό των υπαλλήλων της! Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται η θυγατέρα, καθώς και στενοί συνεργάτες, του πρώην προέδρου κ.Σιούφα.

Κυρώσεις δεν επιβάλλονται, δικαιοσύνη δεν αποδίδεται. Οι ισχυροί απολαμβάνουν ιδιότυπη ασυλία, η ατιμωρησία παραλύει τα πάντα. Ο Χριστοφοράκος θα παραμείνει για πάντα ατιμώρητος, όπως ατιμώρητος έμεινε ο Βουλγαράκης και ανεξερεύνητη η δυσώδης υπόθεση Παυλίδη. Ναταν οι μόνες…

Η φαυλότητα του δημόσιου βίου αντανακλάται στο αυτοεξυπηρετικό πολιτικό σύστημα, διαπερνά ιδιωτικές συμπεριφορές, και δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο. Υπάρχει στενή νοηματική συνάφεια μεταξύ πολιτικής φαυλότητας και του φαύλου κύκλου στον οποίο έχουμε περιπέσει. Πολύ πριν η Ελλάδα καταστεί αναξιόπιστη στην ΕΕ, εξέθρεψε διαχρονικά φαύλες συμπεριφορές στο εσωτερικό της. Σπέρνουμε τώρα, ό,τι θερίσαμε για δεκαετίες.

Ενας χυδαίος πολιτικάντης που χρησιμοποιεί το κράτος σαν να ήταν ιδιοκτησία του, γιατί να είναι «αξιόπιστος» στους ευρωπαίους εταίρους; Ο υπουργός που κλείνει τα μάτια σε ψεύτικες δηλώσεις αγροτών για να πάρουν επιδοτήσεις από την ΕΕ, γιατί να μη θελήσει να παραπλανήσει τους ομολόγους του στην ΕΕ; Οι πολιτικάντηδες που συστηματικά διαπλέκονται με οργανωμένα συμφέροντα, κάνουν ρουσφέτια, θέτουν διεφθαρμένους συναδέλφους τους πάνω από το νόμο, και παραβαίνουν τους νόμους που οι ίδιοι ψηφίζουν, πως ξαφνικά θα μετατραπούν σε ορθολογικούς πολιτικούς, αξιόπιστους εταίρους, ειλικρινείς συνομιλητές, σοβαρούς διαπραγματευτές, αξιέμπιστους υπηρέτες της νομιμότητας και του δημοσίου συμφέροντος; Δεν γίνεται…

Η Ελλάδα έχει χρεοκοπήσει εδώ και καιρό, απλώς τώρα περιμένουμε την ΕΕ να θυροκολλήσει την επίσημη ανακοίνωση. Το μεταπολιτευτικό παιχνίδι του άκρατου κομματισμού, του γλοιώδους λαϊκισμού, του υπερτροφικού κρατισμού, του πολιτικού καιροσκοπισμού, των «στημένων» κανόνων, και της συντεχνιακής ιδιοτέλειας, τελειώνει με πάταγο. Μια χρονίως ανορθολογική χώρα τίθεται υπό τη στενή επιτήρηση της ορθολογικής Ευρώπης. Όσο μειωτικό κι αν είναι, όσο «αποικιοκρατικό» κι αν ακούγεται, είναι το καλύτερο που μπορεί να μας συμβεί.

Αποδειχθήκαμε ανίκανοι να βάλουμε σε τάξη τα του οίκου μας. Καταντήσαμε ανάξιοι να είμαστε μια αυτοκυβερνώμενη πολιτική οντότητα Αναδείξαμε πυγμαίους σε ηγετικά αξιώματα (κοιτάξτε ποιοι διαγκωνίζονται για την προεδρία της ΝΔ!), αφεθήκαμε να παρασυρθούμε από τα γλυκά ψέματα των δημαγωγών, καταχρεωθήκαμε ασύνετα, νομίσαμε σαν κακομαθημένα παιδιά ότι μπορούμε να τάχουμε όλα για πάντα. Συμπεριφερθήκαμε ανεύθυνα. Ευτυχώς που υπάρχουν οι Βρυξέλλες να μας προστατεύσουν από τον κακό μας εαυτό. Δεν μας τιμά, αλλά μας σώζει.

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009

Που είναι οι έλληνες Sir Humphrey;



Γελάμε με τα καμώματα του σερ Χάμφρευ στην κλασική βρετανική κωμική σειρά «Μάλιστα κ.Υπουργέ» - τις γραφειοκρατικές δολοπλοκίες του, την έπαρση και τον συντηρητισμό του -, αλλά ο χαρακτήρας του σερ Χάμφρεϋ μόνο σε μια χώρα με ανεξάρτητη και ρωμαλέα δημόσια διοίκηση είναι κατανοητός. Η υπέροχη κωμωδία του Αντονι Τζέϋ σατιρίζει μια δημόσια διοίκηση η οποία όχι μόνο δεν είναι τσιράκι των πολιτικών (όπως εδώ), αλλά έχει φτάσει στο άλλο άκρο: να θεωρεί τους πολιτικούς εγγενώς ανίκανους να υπερασπίσουν το δημόσιο συμφέρον, το οποίο οι γραφειοκράτες ταυτίζουν με το συμφέρον της δημοσιοϋπαλληλίας.

Η πραγματική ισχύς του σερ Χάμφρεϋ προέρχεται από την κομβική θέση του στον κρατικό μηχανισμό. Οι κυβερνήσεις έρχονται και φεύγουν, αλλά αυτός παραμένει σταθερό σημείο αναφοράς. Κατέχοντας τη θέση του Μόνιμου Γραμματέα του (φανταστικού) υπουργείου Διοικητικών Υποθέσεων, διοικεί το υπουργείο και διασφαλίζει τη θεσμική μνήμη της κρατικής μηχανής. Αν πρέπει να διαλέξω με ποιου τα καμώματα να γελώ, προτιμώ χίλιες φορές αυτά του επηρμένου και δολοπλόκου, πλην ικανού και έντιμου γραφειοκράτη σερ Χάμφρευ, παρά αυτά του στερεότυπα ερασιτέχνη, συνήθως ανίκανου, και όχι σπάνια διαπλεκόμενου πολιτικάντη.

Όλες οι εκθέσεις για την κατάσταση της δημόσιας διοίκησης (δδ) στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο εντοπίζουν ως θεμελιώδες πρόβλημα την κακή διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού της: την απουσία αξιοκρατίας και την έλλειψη ικανών στελεχών να υλοποιήσουν δημόσιες πολιτικές σε έναν πολύπλοκο, διεθνοποιημένο, και ταχύτατα μεταβαλλόμενο κόσμο. Η Ελλάδα δεν έχει σερ Χάμφρευ και δεν κάνει τίποτα να τους αποκτήσει.

Η δημιουργία της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης το 1983 υποτίθεται ότι θα διόρθωνε τα πράγματα, αλλά απέφερε πενιχρά αποτελέσματα. Όχι γιατί δεν έκανε καλή δουλειά, αλλά γιατί τα ικανά στελέχη που παρήγαγε ουδέποτε αξιοποιήθηκαν. Δεν είναι τυχαίο λ.χ. ότι η πρόνοια για ποσοστώσεις σε θέσεις διοικητικής ευθύνης σπάνια τηρήθηκε. Αρκετές εκατοντάδες μορφωμένοι και ικανοί δημόσιοι λειτουργοί, οι οποίοι θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον καταλύτη αλλαγών στο δημόσιο, φυτοζωούν επαγγελματικά.

Η πρόσφατη προκήρυξη των θέσεων γραμματέων στα υπουργεία προκάλεσε εύλογη αίσθηση: για πρώτη φορά δημιουργείται μια ρωγμή στο στενά κομματικό κράτος. Η διαδικασία όμως είναι κλασικά ελλαδική: πρόχειρη και ερασιτεχνική. Οι σχετικές περιγραφές θέσεων εργασίας, αν υπάρχουν, ουδέποτε ανακοινώθηκαν. Η διαδικασία της αξιολόγησης είναι κάθε άλλο παρά διαφανής: δεν ξέρουμε επίσημα ποιοι θα πάρουν τις σχετικές αποφάσεις, πως, και με τι κριτήρια. Στελέχη του ΙΣΤΑΜΕ (δηλαδή ενός κομματικού οργανισμού) μετεξελίχθησαν σε ειδικούς της διοίκησης προσωπικού, προβαίνοντας σε πρώτη διαλογή των δεκάδων χιλιάδων αιτήσεων! Αυτοσχεδιάζουν, όλα γίνονται εκ των ενόντων.

Αν όμως η κυβέρνηση ήθελε πράγματι να επιλέξει τους άριστους για τόσο υψηλές θέσεις, θα έκανε αυτό που κάνουν οι μεγάλες καλές επιχειρήσεις: θα ανέθετε τη διαδικασία προσλήψεων σε μια εταιρία με τη σχετική τεχνογνωσία και, συγχρόνως, θα της ζητούσε να προσκαλέσει αποδεδειγμένα ικανούς ανθρώπους να θέσουν υποψηφιότητα. Τους άριστους πας να τους βρεις, δεν περιμένεις να σου έρθουν από το διαδίκτυο.

Μπορεί όμως να δείξει κανείς ανοχή στον καλοπροαίρετο ερασιτεχνισμό. Το πλέον προβληματικό στοιχείο είναι άλλο: ακόμα και μια ανοιχτή διαδικασία δεν αντιμετωπίζει το κατ’ εξοχήν πρόβλημα της ελλαδικής δδ – την πολιτικοποίησή της. Η κυβέρνηση δηλώνει ότι οι θέσεις γραμματέων, δηλαδή οι κορυφαίες θέσεις της διοικητικής πυραμίδας, δεν ανήκουν σε ανθρώπους που σταδιοδρομούν στη δδ, αλλά είναι «θέσεις πολιτικής ευθύνης». Δεν μας εξηγεί, βέβαια, γιατί οι γραμματείς του (πρώην) ΣΔΟΕ, Αθλητισμού, Πολιτικής Προστασίας, ή ακόμη και του Εθνικού Τυπογραφείου (!) πρέπει να είναι πολιτικά πρόσωπα. Δεν μας λέει πως θα διασφαλιστεί η συνέχεια του κράτους και θα ενισχυθεί η θεσμική μνήμη, όταν οι κορυφαίοι της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας είναι μετακλητοί. ‘Η τι επιπτώσεις έχει η συνεχιζόμενη πολιτικοποίηση στο ηθικό των άξιων δημόσιων λειτουργών, οι οποίοι γνωρίζουν ότι δεν θα φτάσουν ποτέ στη διοικητική κορυφή του υπουργείου τους.

Η αποπολιτικοποίηση της δδ είναι το υπ’ αριθμόν ένα ζητούμενο σήμερα, αλλά το πολιτικό σύστημα το υποβαθμίζει. Χρειαζόμαστε επειγόντως ικανούς γραφειοκράτες να διοικήσουν το κράτος, όχι πολιτικά πρόσωπα, όσο ικανά κι αν είναι. Η χώρα χρειάζεται θεσμική μνήμη, όχι διαδικτυακά πυροτεχνήματα. Είναι προτιμότερο το κράτος να διοικείται από μόνιμους γραμματείς σαν τον σερ Χάμφρευ, οι οποίοι στη συνέχεια να σατιρίζονται για τις εμμονές τους, παρά από εφήμερα πολιτικά πρόσωπα που δεν σταδιοδρομούν επαγγελματικά στη δδ και δεν έχουν αίσθηση διαχρονικής υπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος.

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2009

Η χώρα της κβαντικής απροσδιοριστίας


Από καιρό μας έχουν πάρει χαμπάρι, πρώτη φορά όμως μας επιπλήττουν δημοσίως απροκάλυπτα. «Είμαι βαθιά έκπληκτος», δήλωσε ο πρόεδρος του Eurogroup κ.Γιουνγκέρ, «από τις αποκλίσεις μεταξύ των παλαιών και νέων (χρηματοοικονομικών) στοιχείων. Έχει συμβεί αρκετές φορές στο παρελθόν. […]. Το παιχνίδι τελείωσε. Χρειαζόμαστε σοβαρά στατιστικά στοιχεία». Ξεκάθαρη γλώσσα. Αν είδατε να κοκκινίζουν από ντροπή οι αξιότιμοι κύριοι Καραμανλής, Αλογοσκούφης και Παπαθανασίου, πρόκειται για ψευδαίσθηση!

Αυτό που ενόχλησε περισσότερο απ’ όλα την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία δεν είναι το ίδιο το ύψος του ελλείμματος, αλλά τα αναξιόπιστα στοιχεία που η χώρα συστηματικά έθετε υπόψη τους. Το έλλειμμα του 2008 έχει αναθεωρηθεί έξι φορές μέχρι τώρα, ενώ αυτό του 2009 πέντε φορές! Είμαστε απρόβλεπτοι, αναξιόπιστοι και πονηροί. Προβάλλουμε τις κακές μας κρατικές συνήθειες στην ΕΕ και γινόμαστε ρεζίλι διεθνώς. Δεν μας επιπλήττουν για το περιεχόμενο της οικονομικής μας πολιτικής, αλλά για κάτι βαθύτερο - τις προϋποθέσεις της• τα αναξιόπιστα στοιχεία στα οποία στηρίζεται.

Η Ελλάδα εδώ και χρόνια, ιδιαίτερα στην Καραμανλική εξαετία, ζει σε μια εικονική πραγματικότητα. Δεν καταγράφουμε, δεν μετράμε, δεν ελέγχουμε. Για την ακρίβεια, προσποιούμαστε ότι μετράμε, υποτίθεται ότι ελέγχουμε – τηρούμε απλώς τα προσχήματα ενός σύγχρονου κράτους. Ο Στέφανος Μάνος επισημαίνει εδώ και χρόνια πόσο σημαντικά είναι τα συστήματα μέτρησης για την άσκηση δημόσιας πολιτικής, αλλά είναι σχεδόν μόνος. Οι πολιτικάντηδες που διοικούσαν το υπουργείο Οικονομικών τα τελευταία έξι χρόνια είχαν άλλες προτεραιότητες - να ενισχύουν π.χ. τα πολυάριθμα σωματεία της εκλογικής τους περιφέρειας. Η αναξιοπιστία της Ελλάδας, για την οποία αγανακτεί τώρα η ΕΕ, αποτελεί τρόπο ζωής στη χώρα.

Ο πρωθυπουργός εξήγγειλε πρόσφατα τη δημιουργία διπλογραφικού λογιστικού συστήματος στα νοσοκομεία. Αλληλούια! Το ίδιο ακριβώς είχε εξαγγείλει ο τότε υπουργός Υγείας κ.Α. Παπαδόπουλος πριν από δέκα χρόνια! Κανένα νοσοκομείο δεν γνωρίζει επακριβώς τα στοιχεία κόστους και εσόδων του. Μητρώο αγροτών δεν διαθέτουμε, δεν ξέρουμε ακριβώς τον αριθμό των δημοσίων υπάλλήλων, ούτε τον αριθμό των συμβασιούχων. Τα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών κάθε χρόνο δεν είναι επακριβώς γνωστά – εξαρτώνται από την πηγή τους! Κανείς δεν γνωρίζει τον ακριβή αριθμό των αυθαιρέτων, των ημιυπαίθριων και των χωματερών. Δεν γνωρίζουμε τις δασικές περιοχές, ούτε τις δημόσιες εκτάσεις, αφού δεν έχουμε σε ολοκληρωμένη μορφή ούτε δασολόγιο, ούτε κτηματολόγιο. Οι μισοί δικαιούχοι αναπηρικών συντάξεων στο ΙΚΑ εικάζεται ότι είναι εικονικοί. Οι κοινωνικοί ερευνητές περιέρχονται σε απόγνωση όταν πρέπει να συλλέξουν ποσοτικά στοιχεία. Αφού δεν μετράμε, δεν αξιολογούμε. Ζούμε σε ένα κβαντικό σύμπαν υψηλής απροσδιοριστίας και ασάφειας. Η χώρα του περίπου είναι το αναγκαίο συμπλήρωμα της χώρας των «κολλητών».

Τα σύγχρονα κράτη όχι μόνο δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς οργανωμένη γραφειοκρατία και σύγχρονα πληροφοριακά συστήματα, αλλά νομιμοποιούνται στο μέτρο που ενσωματώνουν στη λειτουργία τους την αξία του ορθολογικού υπολογισμού. Τα συστήματα μέτρησης αυξάνουν τη διαφάνεια ενός κοινωνικού συστήματος. Συγχρόνως διαμορφώνουν μια αριθμητική πραγματικότητα, η οποία παράγει ένα «τεχνικό» πλαίσιο λόγου, κύρια στοιχεία του οποίου είναι η αφαίρεση, η τυποποίηση, και ο ορθολογικός υπολογισμός. Το αξιακό πλέγμα που διαπερνά το ελλαδικό πολιτικό σύστημα απαρτίζεται από την περσοναλιστική νοοτροπία, τις πελατειακές σχέσεις, και το λαϊκισμό - αξίες αντιθετικές προς αυτή του ορθολογικού υπολογισμού.

Τα συστήματα μέτρησης κατέχουν κεντρική θέση στη λειτουργία ενός σύγχρονου κράτους στο μέτρο που συνιστούν αναγνωρίσιμα από την κοινωνία σύμβολα αφοσίωσης στις αξίες της οικονομικής αποδοτικότητας και του ορθολογικού υπολογισμού. Ό,τι μετράει, μετριέται – και αντιστρόφως (και αντιθέτως). Δεν θα διαθέτουμε «σοβαρά στατιστικά στοιχεία» όσο δεν θα υπάρχει ζήτηση γι αυτά, όσο δηλαδή δεν θα έχουμε επαγγελματική δημόσια διοίκηση. Μια πολιτικοποιημένη δημόσια διοίκηση, πολιτικοποιεί (κοινώς «μαγειρεύει») και τις όποιες πληροφορίες παράγει Αντιθέτως, μια πολιτικά ουδέτερη δημόσια διοίκηση αντλεί τη νομιμοποίησή της από τα ορθολογικά συστήματα που διαχειρίζεται.

Λοιπόν, θέλετε «σοβαρά στατιστικά στοιχεία» κ.Παπακωνσταντίνου; Φτιάξτε σοβαρή δημόσια διοίκηση κ.Ραγκούση!

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

Οι θεσμοί, οι άριστοι και οι αρεστοί


Η επινίκια δήλωση του νέου πρωθυπουργού ήταν εύστοχη. «Γνωρίζω καλά», είπε, «τις τεράστιες δυνατότητες αυτού του τόπου, τις δυνάμεις που πνίγονται κάτω από τη διαφθορά, την αναξιοκρατία, την ανομία και τη σπατάλη. Δυνάμεις που μπορούμε και θα απελευθερώσουμε». Σε όλη την προεκλογική του καμπάνια τόνιζε ότι το κράτος πρέπει να στελεχώνεται «από τους άριστους κι όχι τους αρεστούς». Αν και κοινότοπες, είναι χρήσιμες επισημάνσεις. Ο κ.Παπανδρέου υπογραμμίζει τις δυνατότητες που κρύβει η χώρα και, συγχρόνως, εντοπίζει τους παράγοντες που την καθηλώνουν.
Οι άνθρωποι κάνουν όνειρα, έχουν φιλοδοξίες, θέλουν να προσφέρουν. Θα πραγματώσουν τις δυνατότητές τους με κοινωνικά επωφελή τρόπο, αν η συμπεριφορά τους διαμορφωθεί μέσα στους κατάλληλους θεσμούς. Οι θεσμοί κάνουν τη διαφορά, στο μέτρο που ενσωματώνουν αξίες, θεσπίζουν κίνητρα και κυρώσεις, δημιουργούν ήθος. Οι θεσμοί όμως χτίζονται με μακροχρόνιες διεργασίες. Χρειάζονται ενεργό διαχείριση, διαφορετικά κινδυνεύουν να χάσουν τον προσανατολισμό τους: να αλωθούν από επιμέρους συμφέροντα ή να καταστούν αυτο-εξυπηρετικοί. Το πρόβλημα για κάθε θεσμό είναι πώς να υπηρετούνται στο διηνεκές, υπό μεταβαλλόμενες συνθήκες, οι σκοποί που ρητώς θεσμίζονται, ακολουθώντας τα «κριτήρια αριστείας» που κατ’ ανάγκη διέπουν τη λειτουργία του.
Για σκεφτείτε λίγο. Διορίζεσαι καθηγήτρια στη μέση εκπαίδευση. Είσαι νέα, με όρεξη για δουλειά. Αν δεις τους συναδέλφους σου να αναλώνονται σε «ιδιαίτερα», να είναι αδιάφοροι, να μην υπάρχουν επιβραβεύσεις και κυρώσεις, εσύ τι κίνητρα θα έχεις να κάνεις σωστά τη δουλειά σου; Γιατί να μη σκεφτείς το στενά ατομικό σου συμφέρον και όχι το θεσμικό σκοπό που υπηρετείς; Τι θα σε κρατήσει ζωντανή στο επάγγελμά σου; Γιατί να θέλεις να γίνεις καλύτερη;
Ένας δικαστής, υψηλής ευσυνειδησίας και καλλιέργειας, μου έλεγε πρόσφατα ότι, ενώ αγαπά τη δουλειά του, διαπιστώνει ότι άρχισε να κλονίζεται ο ενθουσιασμός του γι αυτή: «Τα δικαστήρια κατακλύζονται από χιλιάδες υποθέσεις. Δεν προλαβαίνουμε. Η βραδυδικία είναι συνήθης. Το πολιτικό σύστημα και η δικηγορία συστηματικά εξάγουν τα προβλήματά τους στη Δικαιοσύνη. Τα ΜΜΕ δεν την υπολήπτονται και συχνά τη λοιδορούν. Δικαστικές υποθέσεις γρήγορα πολιτικοποιούνται. Οι προαγωγές συχνά έχουν κομματικό χρώμα. Δικαστήρια στεγάζονται σε πολυκατοικίες. Ακόμα και το χαρτί φωτοτυπίας το πληρώνουμε συχνά από την τσέπη μας. Νοιώθω ότι δεν ενδιαφέρεται κανείς…Μπήκα στο δικαστικό σώμα με υπερηφάνεια και ενθουσιασμό. Σήμερα δεν νοιώθω το ίδιο».
Δυστυχώς δεν είναι ο μόνος. Δεν έχω ακούσει καθηγητή ελλαδικού πανεπιστημίου να είναι περήφανος για το πανεπιστήμιό του ή γιατρό δημόσιου νοσοκομείου να χαίρεται που δουλεύει στο ΕΣΥ. Υπάρχει μια διάχυτη κατήφεια, έλλειψη προοπτικής, μια ψυχική αποξένωση από τους θεσμούς που παράγουν δημόσια αγαθά. Ανθρώπινο ταλέντο σπαταλιέται, ποιοτικές υπηρεσίες δεν παράγονται - όλοι χάνουμε.
Τι μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση να αλλάξει αυτό το κλίμα; Πως θα απελευθερωθούν οι δημιουργικές δυνάμεις του τόπου; Διαβάζω το προεκλογικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ. Δεν γίνομαι σοφότερος. Η κυρίαρχη λέξη είναι «διαφάνεια», κυρίως μέσω του διαδικτύου. Καλή, αλλά δεν αρκεί. Το πρόβλημα της καθηγήτριας και του δικαστή δεν είναι τόσο η «διαφάνεια» όσο η συνολική λειτουργία των θεσμών που υπηρετούν. Τι κυρίως χρειάζεται; Αυτό που απουσιάζει από το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ: μάνατζμεντ - ορθολογική διαχείριση των θεσμών.
Το μάνατζμεντ δεν είναι απλώς τεχνικές• κυρίως είναι νοοτροπία: η αντίληψη ότι υπάρχουν άνθρωποι των οποίων η δουλειά είναι να διοικούν ανθρώπινους και υλικούς πόρους έτσι ώστε να παράγονται επιθυμητά αποτελέσματα, για τα οποία κρίνονται. Διοικώ σημαίνει: σχεδιάζω, οργανώνω, υποκινώ-εμπνέω, ελέγχω. Ποιο δημόσιο σχολείο, πανεπιστήμιο ή νοσοκομείο στην Ελλάδα σήμερα διοικείται πραγματικά;
Οι δημιουργικές δυνάμεις αξιοποιούνται όταν οι θεσμοί προάγουν την αριστεία. Στο διαφωτιστικό βιβλίο του «Οδοιπορικό για τη Γνώση» (Εστία, 2009), ο καθηγητής της Ιατρικής Χ. Μουτσόπουλος περιγράφει πως τα καλύτερα δημόσια πανεπιστήμια και νοσοκομεία στην Αμερική λειτουργούν με γνώμονα την αριστεία. Το εντυπωσιακό στοιχείο στη λειτουργία τους δεν είναι τόσο η διαφάνεια, όσο η διοίκησή τους από ικανούς ανθρώπους που παθιάζονται με τη δουλειά τους, προσελκύουν κι άλλους ικανούς, δημιουργούν ήθος αριστείας, και κρίνονται όλοι άτεγκτα για τα αποτελέσματά τους.
Ο νέος πρωθυπουργός έχει προσωπικά βιώματα από την Αμερική και τη Σουηδία. Αν εννοεί αυτά που λέει, ξέρει τι πρέπει να κάνει. Χρειάζεται μια διοικητική επανάσταση ποιότητας παντού. Ο αυτο-εξυπηρετικός κομματισμός να εκτοπισθεί από τον απαιτητικό επαγγελματισμό. Το καλό παράδειγμα πρέπει να το δώσει ο ίδιος. Θα ανανεώσει τη θητεία αποδεδειγμένα άριστων, όπως ο Έλληνας Επίτροπος κ.Δήμας, ο πρόεδρος της Εθνικής κ.Αράπογλου, ή ο Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης κ.Ρακιντζής; Θα δημιουργήσει ένα σύστημα επιλογής των άριστων σε όλη την ιεραρχία της δημόσιας διοίκησης, αρχής γενομένης από την κορυφή της, τους γενικούς γραμματείς υπουργείων; Ιδού η Ρόδος …

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009

Πόσο ρηξικέλευθος θα είναι ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου;



Ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός έλαμπε από χαρά. Το βράδυ της μεγάλης νίκης απηύθυνε το καθιερωμένο διάγγελμα: «Eλληνίδες Eλληνες, σήμερα με την ψήφο σας επισφραγίσατε την καθαρή αξίωσή σας για πολιτική αλλαγή. Για μια νέα πολιτική στη νέα εποχή που ζούμε. Σήμερα δώσατε σαφή εντολή. Nα πάμε όλες και όλοι μαζί μπροστά. Nα ανταποκριθούμε στις προσδοκίες κάθε Eλληνίδας, κάθε Eλληνα. Nα φανούμε αντάξιοι της εμπιστοσύνης τους». Μίλησε με πάθος για την ανάγκη για ένα διαφορετικό κράτος: «ένα κράτος με πιο ανθρώπινο πρόσωπο που θα λειτουργεί με διαφάνεια και αποτελεσματικότητα». Έχοντας συναίσθηση του νήματος που επί τρεις χιλιάδες χρόνια τον συνδέει με την αρχαία Αθήνα, διατράνωσε υπερήφανα την πίστη του στα ανθρωπιστικά ιδεώδη που υποστυλώνουν τη δημοκρατία: η κυβέρνησή του, είπε, «θα αγωνισθεί για να φέρουμε την πολιτική στο επίκεντρο, τον άνθρωπο και τις ανάγκες του στο κέντρο της πολιτικής». Ο Περικλής δεν θα μπορούσε να το θέσει καλύτερα. Γνωρίζοντας ότι τα λόγια αποκτούν σημασία μόνο όταν εκφέρονται με αυθεντικότητα, διαβεβαίωσε τον ελληνικό λαό σε πρώτο πρόσωπο: «βρίσκομαι στην πολιτική για να προσφέρω. Tώρα που η βούλησή σας έχει εκφραστεί αισθάνομαι την υποχρέωση να επαναλάβω μια προσωπική μου δέσμευση. Nα δώσω όλες μου τις δυνάμεις για να ανταποκριθώ στην εμπιστοσύνη σας. Nα τηρήσω κάθε κεφάλαιο της συμφωνίας που συνυπογράψαμε. Nα θέσουμε αμέσως σε εφαρμογή το κυβερνητικό μας πρόγραμμα».
Ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός λάμπει από χαρά, γελάνε και τα μουστάκια του. Το βράδυ της μεγάλης νίκης απηύθυνε το καθιερωμένο διάγγελμα: «Ελληνίδες, Έλληνες, είναι μεγάλη η συγκίνηση, είναι μεγάλη η τιμή που αισθάνομαι για την εμπιστοσύνη και την εντολή του ελληνικού λαού. Εντολή να γυρίσουμε μαζί σελίδα. […] Σήμερα αλλάζουμε πορεία για την Ελλάδα και τη ζωή όλων μας. Από σήμερα ξεκινάμε μαζί μια μεγάλη εθνική προσπάθεια. Να βάλουμε τη χώρα ξανά σε πορεία ανάτασης, προόδου, δημιουργίας. […] Στη νέα αυτή πορεία μοναδική μας πυξίδα, μοναδικός γνώμονας για κάθε μας απόφαση, για κάθε μας πράξη, είναι ο πολίτης. […] Δεσμεύομαι να καταβάλω όλες μου τις δυνάμεις, ώστε να ξαναπιστέψουν όλοι οι Έλληνες ότι μπορούμε».
Ο πρώτος πρωθυπουργός κυβέρνησε για έξι περίπου χρόνια. Τις «δεσμεύσεις» του τις είδαμε, την «προσφορά» του την κρίναμε. Αποχωρεί σκυφτός μέσα σε κραυγές θυμού και αγανάκτησης για τα πεπραγμένα του. Ο δεύτερος πρωθυπουργός μόλις εξελέγη. Την προσφορά του θα τη δούμε, τις δεσμεύσεις του θα τις παρακολουθήσαμε. Η εκλογή και των δύο χαιρετίστηκε ως «σημαντική πολιτική αλλαγή». Ανατρέξτε στις εφημερίδες και θα δείτε τις εντυπωσιακές ομοιότητες: ένα κόμμα εξουσίας διαδέχεται ένα άλλο, το οποίο έχει απαξιωθεί ηθικοπολιτικά• νέος πρωθυπουργός αναλαμβάνει το πηδάλιο της χώρας• ελπίδες αναπτερώνονται• εκκλήσεις για μια κοινή πορεία με τους πολίτες διατυπώνονται («πάμε μαζί»). Μια «νέα αρχή» δείχνει να είναι εφικτή.
Όσοι παρακολουθούσαν αμερόληπτα τον πρώτο πρωθυπουργό, όταν αυτός βρισκόταν στην αντιπολίτευση, διέβλεπαν ότι οι «δεσμεύσεις» του ήταν κενή ρητορική. Ο λόγος του ήταν «παλαιός», η αντιπολίτευσή του κλασικά ελλαδική: λαϊκιστική, καιροσκοπική, άμετρη, πολωτική, μικρόψυχη, μη προγραμματική. Από μια τέτοια αντιπολίτευση γιατί να προέκυπτε μια καλή κυβέρνηση;
Όσοι παρακολουθούσαν απροκατάληπτα τον σημερινό νεοεκλεγέντα πρωθυπουργό στην μέχρι τώρα αντιπολιτευτική του τακτική δικαιούνται να δυσπιστούν στην υψιπετή ρητορική του – την άκουσαν και πριν από έξι χρόνια. Το κρίσιμο ερώτημα είναι: πως θα κυβερνήσει; Ένας οδηγός είναι να δούμε πως αντιπολιτεύτηκε τον απελθόντα πρωθυπουργό. Τα μοτίβα παρελθούσας συμπεριφοράς προοιωνίζονται πως θα κυβερνήσει στο μέλλον.
Ο Παπανδρέου είναι αναμφίβολα ένας κοσμοπολίτης πολιτικός. Είναι στο στοιχείο του όταν βρίσκεται σε διεθνή φόρουμ με ομολόγους του. Τον ενδιαφέρουν τα ρεύματα ιδεών στο σύγχρονο κόσμο. Έχοντας ζήσει για χρόνια στην Αμερική, τον Καναδά και τη Σουηδία γνωρίζει πως λειτουργούν οι ευνομούμενες κοινωνίες, πως παράγεται η καινοτομία, πως λειτουργεί η οικονομία της αγοράς και το κοινωνικό κράτος, πως διασφαλίζονται οι ελευθερίες των πολιτών και πως λειτουργούν τα απαραίτητα θεσμικά αντίβαρα σε μια δημοκρατία. Ο Παπανδρέου έχει και φιλελεύθερα και κοινωνινιστικά ένστικτα. Το μεγάλο του πρόβλημα είναι ότι δεν μπορεί να τα μεταποιήσει σε ρεαλιστική στρατηγική ρήξεων και μεταρρυθμίσεων.
Όταν πιέζεται, ο λόγος του τείνει να παλινδρομεί σε έναν στερεοτυπικά παλαιοπασοκικό (ανδρεοπαπανδρεϊκό) λόγο. Δεν φαίνεται να διαθέτει τη σιγουριά των όποιων νεωτερικών πεποιθήσεών του: να τις υπερασπίσει με σθένος, ωθώντας έτσι το κόμμα του σε νέους δρόμους. Εκπέμπει όλα τα πολιτικώς ορθά για έναν κεντροαριστερό μηνύματα («κοινωνική αλληλεγγύη», «δικαιοσύνη», «πράσινη ανάπτυξη», «συμμετοχή», κλπ), αλλά δεν τα μετουσιώνει σε ρεαλιστικές στρατηγικές στα ελλαδικά συμφραζόμενα. Περισσότερο ηχούν σαν ξεκρέμαστα συνθήματα και λιγότερο σαν επεξεργασμένες πολιτικές. Ιδού μερικά παραδείγματα.
Τη συνεργασία του με προβεβλημένους πολιτικούς του φιλελεύθερου χώρου το 2004 ουδέποτε την είδε με στρατηγικούς όρους – δεν την εξήγησε, δεν την ενέταξε σε κάποιο ευρύτερο πρόταγμα φιλελεύθερης (έναντι της κρατικιστικής) σοσιαλδημοκρατίας, αν κάτι τέτοιο τον ενδιέφερε πραγματικά. Όπως απέδειξε και με τη συμπερίληψη συγκεκριμένων ατόμων σε ψηφοδέλτια κατά καιρούς, ρέπει σε μια «επικοινωνιακή» αντίληψη της πολιτικής, συγχέοντας τον ουσιαστικό συμβολισμό με την αβαθή «επικοινωνία».
Αντιτάχθηκε στις ελάχιστες εκσυγχρονιστικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης Καραμανλή, υιοθετώντας το κλασικό ελλαδικό αντιπολιτευτικό πρότυπο της καιροσκοπικής-πολωτικής αντιπαράθεσης. Αντέδρασε στην κατάργηση της μονιμότητας των νεοπροσλαμβανομένων στον ΟΤΕ, και στην πώληση της Εμπορικής, του ΟΤΕ και της Ολυμπιακής, τη στιγμή μάλιστα που οι πρωτοβουλίες για την ιδιωτικοποίηση αυτών των οργανισμών ξεκίνησαν από την κυβέρνηση Σημίτη. Υιοθέτησε έναν στείρο αντιπολιτευτικό λόγο, πολιτικοποιώντας αποφάσεις των ΔΕΚΟ, όπως η εξαγορά Τουρκικής τράπεζας από την Εθνική. Οπισθοχώρησε βροντοδώς από τη θέση του για την αναθεώρηση του άρθρου 16, αναφορικά με τη δυνατότητα δημιουργίας μη κρατικών πανεπιστημίων, όταν συνάντησε έντονες αντιδράσεις από το κρατικιστικό ΠΑΣΟΚ. Σε μια ενδιαφέρουσα (όσο και απογοητευτική) αντιστροφή ρόλων, αντιπολιτεύτηκε τον Καραμανλή στην πιθανή επέκταση του «Καποδίστρια» - ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που εισήγαγε με επιτυχία η κυβέρνηση Σημίτη.
Κοντολογίς, υπό την πίεση κατεστημένων συμφερόντων (προεξαρχόντων των συνδικαλιστικών) και παλαιοπασοκικών κρατικιστικών αντιλήψεων, ο Παπανδρέου αναπαρήγαγε το βασικό ελλαδικό μοντέλο πολιτικής αντιπαράθεσης, δεν το άλλαξε. Γιατί να πιστέψει κανείς ότι πράγματι θα αλλάξει τις βαθιές δομές που καθηλώνουν τη χώρα; Ότι δεν θα υποκύψει στις συνδικαλιστικές ολιγαρχίες που ταυτίζουν το συντεχνιακό συμφέρον των μελών τους με το συλλογικό συμφέρον; Ότι θα αναμετρηθεί με τους διαπλεκόμενους Έλληνες ολιγάρχες; Δεν μας προετοίμασε για κάτι τέτοιο. Προετοιμάστηκε ο ίδιος γι αυτό;
Μπορεί το μέλλον να είναι άδηλο, αλλά τα βασικά μοτίβα συμπεριφοράς που χαρακτηρίζουν έναν ηγέτη τείνουν να διαιωνίζονται. Αν είναι έτσι, όσοι ευελπιστούν ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου θα είναι αυθεντικά μεταρρυθμιστική ίσως απογοητευθούν. Φυσικά θα είναι καλύτερη από αυτή του προκατόχου του (δεν είναι και ιδιαίτερα δύσκολο!). Ασφαλώς θα κάνει μερικές αναγκαίες μεταρρυθμιστικές τομές (ακόμη κι ο Καραμανλής έκανε!). Ίσως όμως αποδειχθεί περισσότερο άτολμη απ’ ότι μας άφησε να καταλάβουμε στην επινίκια ομιλία του. Υπάρχουν πολλά ΠΑΣΟΚ στη συσκευασία του ενός, και ο πρωθυπουργός πιθανότατα θα είναι ο ισορροπιστής μεταξύ τους – ταιριάζει και στον ‘συναινετικό’ χαρακτήρα του. Τα λόγια τα μεγάλα που κατ’ έθιμο εκστομίζουν οι νεοεκλεγέντες πρωθυπουργοί, ίσως αποδειχθούν για μια ακόμη φορά ψεύτικα. Θα δούμε…

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

Ένας αποτυχημένος πρωθυπουργός φεύγει, ένας ανεπαρκής έρχεται…


Ο λόγος και η πρακτική που υιοθετεί κάποιος ως αρχηγός της αντιπολίτευσης προοιωνίζονται συνήθως τον τρόπο που θα κυβερνήσει. Όπως δεν χρειάζονταν μαντικές ικανότητες να προβλέψει κανείς, πριν από έξι και πλέον χρόνια, ότι ο Καραμανλής Β’ δεν θα έφερνε το μεταρρυθμιστικό άνεμο ως πρωθυπουργός (αν και ο πάταγος της αποτυχίας του ήταν απρόβλεπτος), έτσι και σήμερα μπορεί βάσιμα κανείς να διαβλέψει ότι η κατρακύλα της χώρας δεν θα ανακοπεί ουσιωδώς αν τον διαδεχθεί στην πρωθυπουργία ο Παπανδρέου Γ’.

Και οι δύο έχουν αξιοπρόσεκτα κοινά σημεία. Πρόκειται για πολιτικές μετριότητες, δίχως επεξεργασμένη άποψη για τη χώρα και, κυρίως, χωρίς πολιτικό θάρρος. Εκτοξεύτηκαν σε ηγετικά αξιώματα εξαιτίας του επωνύμου τους, όχι των ικανοτήτων τους ή κάποιου συμβολισμού που ενσάρκωνε η ηγεσία τους. Επαγγελματίες πολιτικοί, μεγάλωσαν σε προνομιούχες πολιτικές οικογένειες έχοντας διαμορφώσει ιδιοκτησιακή αντίληψη για τα κόμματά τους και τους δημόσιους θεσμούς. Δεν έχουν βιωματική αίσθηση των προβλημάτων, δεν παθιάζονται με τον τόπο.

Το χειρότερο όμως είναι ότι δεν αντιλαμβάνονται τις βαθιές δομές που καθηλώνουν τη χώρα, το συστημικό χαρακτήρα των προβλημάτων, την ιστορικότητά τους, αλλά τα ερμηνεύουν απλοϊκά ως αποτέλεσμα κακών κυβερνητικών επιλογών μόνο. Δεν βλέπουν ότι οι εκάστοτε κυβερνητικές επιλογές συνήθως ερείδονται σε ένα υπόστρωμα ιστορικών νεοελληνικών εθισμών – αναξιοκρατίας, κομματισμού, πόλωσης, έλλειψης εμπιστοσύνης στους θεσμούς, ανοχής της παρανομίας, φατριασμού, αρχηγισμού, κρατικού πατερναλισμού, τοπικισμού, και θυματοποιητικού λαϊκισμού.

Τριανταπέντε χρόνια μετά την Μεταπολίτευση ξέρουμε πλέον ότι η νοοτροπία «φύγε εσύ, ναρθω εγώ κι όλα θα αλλάξουν», είναι φενάκη. Η διαφθορά δεν καταπολεμήθηκε επειδή έφυγε το ΠΑΣΟΚ και ήρθε η ΝΔ το 2004, γιατί η διαφθορά δεν είναι θέμα χρώματος των κυβερνώντων, αλλά βαθιών διοικητικών δομών και νοοτροπιών. Η ελλαδική επαρχία δεν θα αγκαλιάσει ξαφνικά τις ανεμογεννήτριες το 2009 επειδή αυτές θα προταθούν από τον μειλίχιο πρωθυπουργό Παπανδρέου, γιατί οι αντιδράσεις δεν έχουν να κάνουν τόσο με το ύφος της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, όσο με τη βαθιά ριζωμένη νοοτροπία καχυποψίας και προστασίας τοπικών μικροσυμφερόντων. Πως αλλάζουν αυτές οι νοοτροπίες; Κανείς δεν δείχνει να προβληματίζεται.

Συγκρίνετε την προεκλογική συνέντευξη Καραμανλή στις 29/2/2004 με την προεκλογική συνέντευξη Παπανδρέου στις 20/9/2009 (και οι δύο στην «Καθημερινή) και θα δείτε εντυπωσιακές ομοιότητες: ένας στρογγυλεμένος, προγραμματικά κενός αλλά επικοινωνιακά «αισιόδοξος» λόγος• πληκτική φλυαρία για «διάλογο»• η αναπόφευκτη αναφορά στην «πολιτική βούληση» για ένα «άλλο κράτος» και μια «νέα αρχή». Λόγια του αέρα! Αυτό που απουσιάζει και από τους δυο ηγέτες είναι ακριβώς η ισχυρή βούληση – τα κότσια να εφαρμόσουν δύσκολες αλλά απαραίτητες αλλαγές, με πολιτικό κόστος. Η καραμανλική επανίδρυση του κράτους κατέληξε σε φάρσα, ενώ η παπανδρεϊκή βούληση για την αναθεώρηση του άρθρου 16 εξανεμίστηκε τη στιγμή που συγκρούστηκε με το παγόβουνο του κρατικιστικού ΠΑΣΟΚ.

Η τρίτη γενιά των Παπανδρέου ετοιμάζεται να κυβερνήσει. Η τέταρτη υποθέτω ότι ήδη προπονείται. Δεδομένου ότι ο Παπανδρέου Γ’ δεν είναι νέος στην εκτελεστική εξουσία, μπορούμε να εικάσουμε πως θα πολιτευθεί: με πληθώρα εξωϋπηρεσιακών συμβούλων, παρακάμπτοντας τους δημόσιους λειτουργούς (όπως στο υπουργείο Εξωτερικών)• με το βαθύ ΠΑΣΟΚ συσπειρωμένο γύρω του, πνίγοντας τις όποιες εκσυγχρονιστικές πρωτοβουλίες μεταρρυθμιστών υπουργών του• δίχως αυτοφυές πολιτικό ένστικτο, χωρίς κινητοποιό αρχή και αρθρωμένη στρατηγική, με περιορισμένα προσωπικά βιώματα της χώρας που κυβερνά• χωρίς πάθος αλλά με αναβλητικότητα και ισορροπισμούς. Οι ραφές που συγκρατούν το ΠΑΣΟΚ θα φανούν στην πρώτη μεγάλη κρίση που θα διαχειριστεί.

Αν ο κ.Παπανδρέου κατανοούσε βαθιά το φαύλο κύκλο των προβλημάτων που ταλανίζουν τη χώρα, θα διακινδύνευε μια απλή, αδάπανη, και βαθιά συμβολική κίνηση: θα δεσμευόταν ότι, ένα μήνα μετά την εκλογή του, ο γενικός γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου και οι γενικοί γραμματείς των υπουργείων δεν θα είναι πολιτικώς επιλεγμένα πρόσωπα, αλλά ανώτατα στελέχη της διοίκησης. Όποιος θέλει να κάνει ρήξεις, πρέπει πρώτα να διαρρήξει την παραδοσιακή σχέση του κυβερνώντος κόμματος με το κράτος, να δεθεί ο ίδιος στο κατάρτι της αξιοκρατίας και της ακομμάτιστης διοίκησης. Έτσι αρχίζει να λύνεται ο γόρδιος δεσμός του κομματισμού που πνίγει τη χώρα.

Φυσικά δεν θα το κάνει. Ο κ.Παπανδρέου δεν έχει τη στόφα του ηγέτη των ρήξεων. Έχοντας μεγαλώσει στη σκιά του πατέρα του, δεν βρήκε ποτέ το θάρρος να διαπράξει συμβολική πατροκτονία: να χειραφετηθεί από τον πατέρα-αφέντη, να βρει τη δική του φωνή, να εμμείνει σε έναν νεωτερικό πολιτικό λόγο αισθητά διαφορετικό από τον παλαιοπασοκικό. Τα Καναδοαμερικανικά και Σουηδικά βιώματά του δεν τα έχει μεταβολίσει σε ρεαλιστική στρατηγική ρήξεων με τις βαθιές ελλαδικές νοοτροπίες. Παραμένουν ευσεβείς πόθοι και συνθήματα.

Ένας αποτυχημένος πρωθυπουργός φεύγει, ένας ανεπαρκής πρωθυπουργός έρχεται. Η κατρακύλα θα συνεχιστεί, ο ρυθμός της ίσως διαφέρει…

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2009

Statesmen και πολιτικάντηδες



Μια από τις πολλές ειρωνείες της ζωής είναι ότι αντιλαμβανόμαστε πληρέστερα τη σημασία γεγονότων, σχέσεων και προσώπων εκ των υστέρων, όταν εστιάζουμε την προσοχή μας σε αυτά, προσπαθώντας να διαυγάσουμε το νόημά τους. Όπως έγραψε ο Κίρκεγκορ, τη ζωή τη ζούμε προς τα μπρος αλλά την κατανοούμε προς τα πίσω.

Όταν ένας πολιτικός αναγγέλλει την αποχώρησή του από την ενεργό πολιτική, τότε αρχίζουμε να αποτιμούμε με μεγαλύτερη καθαρότητα τα πεπραγμένα του. Όσο είναι ενεργός πολιτικός τα κριτήριά μας είναι κατ’ ανάγκην περισσότερο επικαιρικά και λιγότερο αποτιμητικά – χρησιμοποιούμε κυρίως τον ενεστώτα χρόνο. Βλέπουμε όψεις της συνολικής εικόνας του πολιτικού όταν αυτός μεταμορφώνεται από ενεργό «παίκτη» σε αφηγηματικό «χαρακτήρα» – όταν η αφήγησή μας αναφέρεται στον αόριστο χρόνο.

Η αποχώρηση του Αλέκου Παπαδόπουλου, πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ, από την κοινοβουλευτική πολιτική, προκάλεσε πληθώρα κολακευτικών αναφορών στον Τύπο. Δικαιολογημένα. Σε μια χώρα στην οποία η έννοια της μεταρρύθμισης έχει τόσο πολύ ευτελιστεί από τον Καραμανλή Β’, η κοινοβουλευτική αποστρατεία του κ.Παπαδόπουλου γίνεται η αφορμή για να θυμηθούμε ότι υπήρξαν τολμηρές μεταρρυθμίσεις (όπως η δημοσιονομική εξυγίανση το 1993-1996, ο «Καποδίστριας», και η επιχειρηθείσα μεταρρύθμιση του ΕΣΥ, με τις οποίες ο κ.Παπαδόπουλος συνέδεσε το όνομά του), ότι όλοι οι πολιτικοί δεν είναι κενολόγοι, ασπόνδυλοι λαϊκιστές ή καιροσκόποι.

Αν η πολιτική δεν είναι μόνο εγκεφαλική δραστηριότητα αλλά και σωματική πράξη, καταλαβαίνουμε πολλά για έναν πολιτικό από τη γλώσσα του σώματός του και μόνο. Ο κ.Παπαδόπουλος ξεχωρίζει από τους περισσότερους ομολόγους του: σπανίως χαμογελά στα ΜΜΕ. Δείτε τον δίπλα στην κυρία Μπακογιάννη ή τον κ.Σπηλιωτόπουλο και θα καταλάβετε τη διαφορά. Δεν είναι ότι δεν διαθέτει χιούμορ, αλλά ότι δεν πασχίζει να γίνει αρεστός. Δεν κολακεύει το πόπολο, δεν γλείφει τον αρχηγό, δεν ιδεοληπτεί. Πιστεύει στη δύναμη του επιχειρήματος, δεν φιλοτεχνεί την «εικόνα» του.

Ως Ηπειρώτης που μεγάλωσε με τις στερήσεις της μεταπολεμικής Ελλάδας έμαθε τι σημαίνει ευθύτητα και νοικοκυροσύνη στη διαχείριση των κοινών. Ως σοσιαλδημοκράτης αντιλαμβάνεται το σημαντικό ρόλο του κράτους στην προστασία των συλλογικών αγαθών, αλλά, ως φιλελεύθερος κεντροαριστερός, γνωρίζει ότι μόνο μια ακμαία οικονομία της αγοράς μπορεί να παράγει και να αναδιανείμει πλούτο. Ως εκσυγχρονιστής θαυμάζει τις προηγμένες δυτικές χώρες όχι μόνο για τα επιτεύγματά τους, αλλά και για τις αξιακές προϋποθέσεις που τα παρήγαγαν. «Σε αυτές τις χώρες», γράφει στο στοχαστικό βιβλίο του «Τα Βήματα του Εστερναχ», «ο ορθολογισμός, η φιλοπονία, η φιλεργατικότητα, η πειθαρχία σε άτυπους κανόνες συμπεριφοράς, καθώς και ο σεβασμός στους θεσμούς δεν προήλθαν από «κανονιστικούς» τυπικούς νόμους, αλλά είναι γεννήματα μακροχρόνιων αξιακών συστημάτων». Οι θεσμοί, «αυτονομημένοι από την κομματική «νομενκλατούρα» και άλλα συμφέροντα», παρέχουν στην κοινωνία μια «συλλογική ευφυΐα», η οποία λειτουργεί κανονιστικά: άρχοντες και αρχόμενοι εσωτερικεύουν κοινές αξίες και εκπαιδεύονται σε «αυτο-πειθαρχημένες συμπεριφορές».
Το ελλαδικό πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να παρακολουθήσει τέτοιους Βεμπεριανού τύπου συλλογισμούς, πόσο μάλλον να τους ενσαρκώσει. Αριβίστες, ακαλλιέργητοι, και γλοιώδεις πολιτικάντηδες αδυνατούν να σκεφτούν ρηξικέλευθα και αδογμάτιστα για το κοινό καλό• κύρια έγνοια τους είναι πως θα αποσπάσουν, πελατειακά ή «επικοινωνιακά», την ψήφο μας.
Ο Αλέκος Παπαδόπουλος είναι ένας από τους ελάχιστους πολιτικούς που γνωρίζει καλά ότι το βαθύτερο πρόβλημα της χώρας είναι ο ιστορικός τρόπος που λύνουμε τα προβλήματά μας – η απαξίωση των θεσμών, η ανοχή της παρανομίας, η διαφθορά, η αναξιοκρατία, ο κομματισμός. Με εξαίρεση το Στέφανο Μάνο, είναι ο μόνος πολιτικός που μονότονα επισημαίνει, εδώ και αρκετά χρόνια, τις τεράστιες συνέπειες του δημοσιονομικού προβλήματος και αναδεικνύει τις πολιτικές του ρίζες. «Το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας», είπε στην κεντρική παρουσίαση του βιβλίου του στην Αθήνα τον περασμένο Φλεβάρη, «είναι το ίδιο το πολιτικό μας σύστημα! Αυτό το σύστημα είναι που δημιουργεί δαπάνες για να διασφαλίσει την αναπαραγωγή του. Αυτό είναι που με λεονταρισμούς καταγγέλλει τη φοροδιαφυγή και ταυτόχρονα απολογείται όταν θα πρέπει να τη συλλάβει […]• που όχι μόνο δημιουργεί τα ελλείμματα και το χρέος αλλά θεωρεί την αντιμετώπισή τους σαν απειλή της ύπαρξής του». Η ειρωνεία είναι ότι τα έλεγε αυτά ενώπιον των επιφανέστερων εκπροσώπων του πολιτικού συστήματος!
Δεν είναι τυχαίο που εκσυγχρονιστές, εικονοκλάστες πολιτικοί σαν τον Αλέκο Παπαδόπουλο και τον Στέφανο Μάνο (πιθανότατα) δεν θα είναι στην επόμενη Βουλή, ούτε ότι ευρωπαϊστές, ριζοσπάστες πολιτικοί σαν τον αείμνηστο Μιχάλη Παπαγιαννάκη ήταν στο περιθώριο των κομμάτων τους. Statesmen με αυτοπεποίθηση και παρρησία, αρχοντιά και κοσμοπολιτισμό, αντι-ιδεοληπτική σκέψη και ρηξικέλευθη πράξη δεν εκτιμώνται στα κομματικά ποιμνιοστάσια. Ασφαλέστεροι ο Μεϊμαράκης κι ο Παπουτσής, η Καϊλή και ο Ανατολάκης!

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009

Όλα εδώ πληρώνονται…



Τα αποτελέσματα είναι οδυνηρά, η διαδικασία παραγωγής τους σύνθετη, αλλά η διάγνωση είναι απλή, σχεδόν τετριμμένη πλέον: ο πραγματικός εμπρηστής των δασών μας είναι το χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα. Αυτό το σύστημα συντηρεί ένα, κατά περίπτωση, αποδιοργανωμένο, υποχρηματοδοτημένο, διεφθαρμένο, και κομματικοποιημένο κράτος, το οποίο αποτελεί το χρόνιο αντικείμενο πελατειακών σχέσεων μεταξύ εξαχρειωμένων πολιτών και εκμαυλιστών πολιτικών. Αυτό που μεθοδικά καταστρέφει τη χώρα είναι ο φαύλος πελατειακός κύκλος κυβερνώντων-κυβερνωμένων (σε όλα τα επίπεδα). Οι καταστροφικές δασικές πυρκαγιές στην Αττική είναι το ορθολογικό αποτέλεσμα ενός βαθιά ανορθολογικού συστήματος.

Οι πολίτες αντιλαμβάνονται την καταστροφή συνήθως όταν θίγονται τα προσωπικά τους συμφέροντα – όταν λ.χ. καίγεται το σπίτι τους. Τον υπόλοιπο καιρό, ως (ψευδο-) ορθολογικώς σκεπτόμενα άτομα, παίζουν συνήθως με τους όρους του κυρίαρχου πελατειακού παιχνιδιού, ευελπιστώντας στη μεγιστοποίηση των ατομικών τους ωφελειών. Αυτό όμως που συνιστά ένα ατομικό όφελος (π.χ. σπίτι στο δάσος) αποδεικνύεται, στην κατάλληλη συγκυρία, πρόσκαιρο και επισφαλές, όταν δεν συνοδεύεται από ορθολογικά λειτουργούντες δημόσιους θεσμούς, οι οποίοι ορίζουν και διαχειρίζονται το πλαίσιο των ατομικών ωφελειών (π.χ. δασικοί χάρτες, όροι δόμησης, πρόληψη και διαχείριση πυρκαγιών, κλπ).

Πολύ απλά: τα ατομικά αγαθά προστατεύονται αποτελεσματικά στο μέτρο που συναρθρώνονται με συλλογικά αγαθά, των οποίων διαχειριστές είναι οι δημόσιοι θεσμοί. Αν ως ιδιώτης θέλεις να σώσεις το φλεγόμενο σπίτι σου, πρέπει διαρκώς να μεριμνάς ως πολίτης να λειτουργεί καλά η Πυροσβεστική Υπηρεσία. Να ζητάς από τους πολιτικούς εκπροσώπους σου να συμπεριφέρονται ορθολογικά (δηλαδή: μη πελατειακά) έναντι των δημόσιων θεσμών, και να αξιολογείς τη συμπεριφορά τους (πολιτικών και θεσμών) με ορθολογικά κριτήρια (δηλαδή: την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος).

Τα ατομικά αγαθά, βέβαια, έχουν συγκεκριμένο ιδιοκτήτη και βραχυχρόνιο ορίζοντα αναφοράς (π.χ. να σώσω το σπίτι μου τώρα, να χτίσω γρήγορα), ενώ τα συλλογικά αγαθά ανήκουν σε όλους και η καλή λειτουργία των θεσμών εμπεδώνεται μακροχρόνια. Η ασυμμετρία αυτή εν μέρει αίρεται στο μέτρο που τα άτομα αναπτύσσουν συνείδηση πολίτη (όχι αυθαίρετου ιδιώτη) και, συγχρόνως, οι θεσμοί συμπεριφέρονται με τρόπο που να αποσπούν την εμπιστοσύνη των πολιτών. Όταν οι θεσμοί απαξιώνονται, κομματικοποιούνται, ή απλώς αφήνονται να αποδιοργανωθούν, η εμπιστοσύνη θραύεται, οι θεσμοί παρακάμπτονται, και τα άτομα συμπεριφέρονται «τυφλά» ως βραχυχρόνιοι μεγιστοποιητές.

Κάθε μεγάλη κρίση απο-καλύπτει• μας επιτρέπει να δούμε πως λειτουργούν οι οργανωμένες συλλογικότητες, κάτι που δεν μπορούμε να δούμε καθαρά σε περιόδους ομαλής λειτουργίας. Η πρόσφατη μεγαπυρκαγιά στην Αττική ήταν απο-κάλυψη στο μέτρο που επέτρεψε, ακόμη μια φορά, να γίνουν ορατά: όλο και περισσότερα σπίτια (αυθαίρετα κα μη) χτισμένα σε πρώην ή νυν δασικές εκτάσεις, αναρίθμητες αυτοσχέδιες χωματερές μέσα στα δάση, τραγελαφική ασυνεννοησία δημοσίων υπηρεσιών (π.χ. Δασαρχεία-Δήμοι), πλημμελής συντονισμός των δυνάμεων πυρόσβεσης, ανύπαρκτη πολιτική πρόληψης των πυρκαγιών, συστηματική υποβάθμιση της Δασικής Υπηρεσίας, απουσία σαφών σημείων λήψης αποφάσεων, προβληματική λειτουργία του Πυροσβεστικού Σώματος. Αυτό που πονάει περισσότερο είναι ότι αυτή η απο-κάλυψη κάθε άλλο παρά καινούρια είναι. Γιατί δεν μας κινητοποιεί;

Ναι, καταστροφικές πυρκαγιές γίνονται και στις πιο οργανωμένες κοινωνίες, αλλά δεν θα δείτε υπουργούς Δημόσιας Τάξης σαν τον Πολύδωρα, το Βουλγαράκη ή τον Μαρκογιαννάκη σε μια προηγμένη δυτική χώρα• δεν θα δείτε υπουργό σαν τον Μαγγίνα να χτίζει αυθαίρετη έπαυλη στους πρόποδες του Υμηττού και να μην παραιτείται από βουλευτής, ούτε να διαγράφεται από το κόμμα του• δεν θα δείτε ένα αυτιστικό πολιτικό σύστημα να συζητά αενάως την πιθανή ημερομηνία των επόμενων εκλογών, ούτε κυβερνητικούς κύκλους να κατηγορούν ψυχωσικά την αξιωματική αντιπολίτευση για εμπρησμούς. Οι καταστροφές απο-καλύπτουν και την ποιότητα των πολιτικών. Αν οργιζόμαστε μετά από κάθε φυσική καταστροφή, είναι γιατί οι κυβερνήτες μας μας ξαναθυμίζουν πόσο ανεπαρκείς είναι. Γιατί τους ανεχόμαστε;

Οι προηγμένες δημοκρατίες έχουν την ικανότητα να μαθαίνουν, γιατί οι θεσμοί τους λειτουργούν ορθολογικά. Μετά από κάθε μεγάλη φυσική καταστροφή στην Αμερική λ.χ. διεξάγεται ενδελεχής δημόσια έρευνα (όχι γελοίες ΕΔΕ όπως εδώ), της οποίας τα πορίσματα συζητούνται ευρέως από ερευνητές, δημόσιους φορείς, κοινοβουλευτικά όργανα, και ενσωματώνονται στη δημόσια πολιτική. Στη χώρα μας κανένα παρόμοιο πόρισμα δεν εκδόθηκε ποτέ. Στις πολιτικά υπανάπτυκτες δημοκρατίες κανείς αρμόδιος φορέας δεν νοιάζεται να μάθει τίποτα, αφού δεν κρίνεται τόσο για τις επιδόσεις του, όσο για τη συμμόρφωσή του με το κυρίαρχο σύστημα εξουσίας.

Η Ελλάδα ψυχορραγεί. Διοικείται, εν πολλοίς, από φαύλους πολιτικάντηδες, οι οποίοι εκλέγονται από συνήθως φενακισμένους ψηφοφόρους με περιορισμένη συνείδηση πολίτη. Ο νεοέλληνας θέλει να ζει σαν πλούσιος Αμερικανός αλλά έχει τη νοοτροπία πονηρού Ανατολίτη. Η ελλαδική σχιζοφρένεια μόνο αποκαΐδια, δάκρυα και αίμα μπορεί να παράγει. Το δράμα δεν έχει ακόμη κορυφωθεί…

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2009

Σοφιστεία, ιδιοτέλεια, και ερμηνεία του Συντάγματος


Η θεσμική παρακμή μιας κοινωνίας αποτυπώνεται πρωτίστως στη γλώσσα με την οποία διεξάγεται η πολιτική επικοινωνία. Όπως προσφυώς παρατήρησε ο Τζώρτζ Όργουελ, όταν παρακμάζει η πολιτική ζωή διαστρέφεται η γλώσσα, κι όταν διαστρέφεται η γλώσσα διαφθείρεται η σκέψη.

Στο Σύνταγμα της Ελλάδος ορίζεται ο τρόπος εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας. Το Σύνταγμα, όπως κάθε κείμενο, υπόκειται σε ερμηνεία. Η ερμηνευτική προσέγγιση ενός κειμένου όπως το Σύνταγμα δεν είναι απλώς ατομική υπόθεση, αλλά απότοκος ιστορικών εθισμών με τις οποίες τα κόμματα έχουν διαμορφώσει τη γνωστική- ερμηνευτική τους ικανότητα και πολιτική πρακτική.

Ο Ουμπέρτο Εκο κάνει δύο συναφείς διακρίσεις: πρώτον μεταξύ της «πρόθεσης του κειμένου» και της «πρόθεσης του αναγνώστη»• και δεύτερον, μεταξύ «ερμηνείας» και «χρήσης» ενός κειμένου. Και οι δύο διακρίσεις είναι ιδιαίτερα χρήσιμες. Ο αναγνώστης μπορεί να δει ό,τι θέλει σε ένα κείμενο, ωστόσο η ερμηνευτική του ελευθεριότητα περιορίζεται από την «πρόθεση του κειμένου». Η τελευταία δεν είναι άμεσα ορατή• πρέπει να αναζητηθεί από τον αναγνώστη, διατυπώνοντας σχετικές εικασίες. Πως όμως ελέγχεται η αληθοφάνεια των εικασιών; Με τη σύγκρισή τους με το νοηματικό σύστημα του κειμένου. Η εσωτερική νοηματική συνοχή του κειμένου ελέγχει τις υποκειμενικές ερμηνευτικές παρορμήσεις του αναγνώστη.

Αν π.χ., όπως παρατηρεί ο Εκο, στο ποίημα του Γουόρντσγουορθ «Περιπλανώμαι μόνος σα σύννεφο», διαβάσω τη λέξη «gay» με τη σημερινή της σημασία, τότε αυθαιρετώ έναντι του κειμένου, αφού τον 19ο αιώνα η λέξη «gay» δεν είχε σεξουαλικές υποδηλώσεις. Άλλο πράγμα η «ερμηνεία» ενός κειμένου κι άλλο η «χρήση» του. Όταν ερμηνεύω πρέπει να σέβομαι την «πρόθεση του κειμένου», ενώ όταν το χρησιμοποιώ μπορώ να το προσαρμόζω ανεξέλεγκτα στις δικές μου χρηστικές προθέσεις.

Ας έρθουμε τώρα στο Σύνταγμα. Το κορυφαίο νομικό κείμενο της Δημοκρατίας μας θέλει τον ανώτατο άρχοντα της χώρας «ρυθμιστή του πολιτεύματος» και γι αυτό απαιτεί, κατ’ αρχήν, αυξημένες (δηλαδή διακομματικές) κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες για την εκλογή του. Αυτή είναι μια αντίληψη που συναντάται και σε άλλα σημεία του Συντάγματος, όπου επιδιώκονται ευρύτερες συναινέσεις για κρίσιμα θέματα λειτουργίας του πολιτεύματος. Όταν ένα κόμμα σέβεται το Σύνταγμα – σέβεται δηλαδή την εσωτερική του λογική και τις αρχές που το διέπουν - αναζητά υποψήφιους για την προεδρία της Δημοκρατίας πρόσωπα ικανά να δημιουργήσουν διακομματική συναίνεση. Μόνο όταν αυτή είναι ανέφικτη, οπότε η αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία καθίσταται αδύνατη, το Σύνταγμα προνοεί προσφυγή σε εκλογές, προκειμένου να αρθεί το σχετικό αδιέξοδο.

Όταν το ΠΑΣΟΚ δηλώνει δημοσίως ότι συμφωνεί με τη ΝΔ για την ανανέωση της θητείας του σημερινού Προέδρου, τότε έχει προφανώς επιτευχθεί συναίνεση, οπότε δεν χρειάζεται προσφυγή σε εκλογές. Το Σύνταγμα δεν λέει πουθενά ότι ο πρόεδρος πρέπει να εκλεγεί από μια Βουλή με «νωπή λαϊκή εντολή», αλλά από την εκάστοτε υπάρχουσα Βουλή, εφόσον αυτό είναι εφικτό. Εκλογή από νέα Βουλή χρειάζεται μόνο όταν η υπάρχουσα οδηγείται σε αδιέξοδο. Στο μέτρο που το ΠΑΣΟΚ δηλώνει ότι δεν θα ανανεώσει τη θητεία του σημερινού Προέδρου (τον οποίο ωστόσο υποστηρίζει!) παρά μόνο αφού προηγηθούν εκλογές, εισάγει ad hoc κριτήρια για να υπηρετήσει ιδιοτελείς σκοπούς. Με τον τρόπο αυτό δεν «ερμηνεύει», αλλά «χρησιμοποιεί» εργαλειακά το Σύνταγμα.

Φυσικά τίποτα από όλα αυτά δεν εκπλήσσει, όπως δεν εκπλήσσουν οι σύγχρονοι σοφιστές, οι οποίοι παραβλέπουν τη δεσμευτική «πρόθεση του κειμένου», υιοθετώντας ερμηνευτικά στρατηγήματα για να στηρίξουν την ανεξέλεγκτη «πρόθεση του αναγνώστη». Η δυνατότητα προκήρυξης εκλογών δεν είναι, κατά το Σύνταγμα, «αντίβαρο» στην παντοκρατορία του πρωθυπουργού, όπως λέγεται, στο μέτρο που δεν ανήκει στην πρόθεση του συνταγματικού κειμένου κάτι τέτοιο. Ότι μπορεί η προσφυγή στις εκλογές να ιδωθεί ως «αντίβαρο», δεν την καθιστά ερμηνευτικά πιο έγκυρη απ’ ότι η θεώρηση του πανεπιστημιακού ασύλου από ακροαριστερές ομάδες ως «αντίβαρο» στην κρατική εξουσία. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε εργαλειακή χρήση του νόμου, όχι όμως ερμηνεία του.

Δεν θα περίμενα από τους κκ.Ρόβλια και Παπουτσή να κατανοήσουν το παραπάνω επιχείρημα, όπως δεν περιμένω από τους «γαλάζιους» και «πράσινους» πολιτικάντηδες να επιδείξουν σεβασμό στους θεσμούς. Οι άνθρωποι είναι απλώς τεχνικοί της εξουσίας: το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να επικρατήσουν στον άνευ αρχών αγώνα για ισχύ. Οι ιστορικοί εθισμοί τους είναι τέτοιοι που δεν αισθάνονται ότι πρέπει να υπάγουν τη συμπεριφορά τους σε κοινούς κανόνες, ούτε δεσμεύονται από υπερκείμενες αρχές. Προσαρμόζουν τα πάντα στα κομματικά μέτρα τους• ενεργούν ως «ιδιώτες», αρνούμενοι να συνεννοηθούν ακόμη και για τα στοιχειώδη. Το Σύνταγμα γι αυτούς έχει την ίδια αξία που έχουν οι προεκλογικές υποσχέσεις τους.

Κυριακή 26 Ιουλίου 2009

Τα διπλά βιβλία και το διπλό πρόσωπο του ΠΑΣΟΚ


Πως τακτοποιείς τους λογαριασμούς σου με το παρελθόν; Όταν κοιτάς πίσω και βλέπεις, ή έστω υποψιάζεσαι, τα λάθη που έκανες, πως ενσωματώνεις αυτή την αποτίμηση στη σημερινή αυτοεικόνα σου; Αν υποτίθεται ότι αναγνωρίζεις τα λάθη σου, πως φαίνεται αυτό στη συμπεριφορά σου; Όχι, δεν χρειάζεται να είσαι ψυχαναλυτής για να θέσεις τέτοια ερωτήματα, ούτε αυτά αφορούν άτομα μόνο. Αφορούν κατ’ εξοχήν οργανωμένες συλλογικότητες ανθρώπων – από επιχειρήσεις μέχρι κόμματα.

Η συνήθης αντίδραση ενός οργανισμού όταν αντιμετωπίζει κριτική για αθέμιτες συμπεριφορές είναι η άρνηση: ‘δεν είδαμε, δεν ξέρουμε, δεν κάναμε’. Δεκαετίες ολόκληρες η Καθολική Εκκλησία αρνούνταν να εξετάσει σοβαρά τις καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων από ιερείς της, μέχρι τη στιγμή που η χιονοστιβάδα των αποκαλύψεων δεν άφηνε περιθώρια για περαιτέρω άρνηση. Το ΠΑΣΟΚ σήμερα αρνείται ότι πήρε χρήματα από τη Ζίμενς το 1999, παρά την ομολογία του τότε πανίσχυρου στελέχους Θ. Τσουκάτου ότι εισέπραξε για λογαριασμό του κόμματος 1 εκατομμύριο μάρκα.

Η άρνηση δείχνει την αδυναμία του φορέα της να εγκύψει αναστοχαστικά στη συμπεριφορά του. Όταν ο αρνητής γνωρίζει ότι έσφαλλε αλλά διατείνεται το αντίθετο, υποκρίνεται. Η υποκρισία έχει κόστος: διαχειριστικό και ηθικό. Από διαχειριστικής απόψεως, ο υποκριτής πρέπει να ξοδεύει πολιτικό κεφάλαιο για να συντηρεί την εικόνα του, οπότε αναγκάζεται να ψεύδεται ή να κατασκευάζει γελοία αυτοεξυπηρετικές δικαιολογίες, επιβαρύνοντας τη θέση του. Από ηθικής απόψεως, το κύρος του υποκριτή απομειώνεται, η πειθώς του κλονίζεται.

Κοιτάξτε τι κάνει το ΠΑΣΟΚ σήμερα: για να αποδείξει ότι το 1εκατομμύριο μάρκα ουδέποτε έφθασε στα ταμεία του, δημοσιοποίησε μια χειρόγραφη φωτοτυπία του βιβλίου εισόδων του το 1999, από αυτά που ούτε ένα σουβλατζίδικο δεν τηρεί. Αν ένας μανάβης δείξει ένα τέτοιο τεφτέρι στην εφορία, θα τον κλείσουν. Ένα μεγάλο κόμμα με δεκάδες χιλιάδες μέλη, πληθώρα ιδιωτικών εισφορών, και δεκάδες εκατομμύρια ευρώ κρατικών επιδοτήσεων το χρόνο (τα έσοδά του το 1999 ανήλθαν σε 549 εκατομμύρια δραχμές!), δεν έχει ούτε ένα στοιχειωδώς επαγγελματικό λογιστικό σύστημα. Ακόμη χειρότερο: δεν ντρέπεται να το δείχνει! Ακόμη πιο εξωφρενικό: περιμένει να γίνει πιστευτό! Εικόνα σου είμαι Ελλάδα και σου μοιάζω!

Το ΠΑΣΟΚ δυσκολεύεται να ξαναδεί με ειλικρίνεια τις προβληματικές πρακτικές του παρελθόντος, γι αυτό και δεν διδάσκεται από τις παλιές αμαρτίες του. Ο τότε γραμματέας του κόμματος κ.Κ.Σκανδαλίδης δήλωσε άγνοια για τη χρηματοδότηση από τη Ζίμενς. Κλασική απάντηση γραφειοκράτη ο οποίος, προκειμένου να επιβιώσει, δεν διστάζει να ευτελίζει το ρόλο του. Ο κ.Σημίτης σιωπά…Στις καταθέσεις τους στον ανακριτή, οι προ δεκαετίας ταμίες του ΠΑΣΟΚ, κ.Σ.Αυγερινός και κυρία Δ.Παπαχρήστου, ουσιαστικά δεν διέψευσαν τον ισχυρισμό του κ.Τσουκάτου, ότι δηλαδή το κόμμα, σαν κάθε «καλή» μικρομεσαία ελλαδική επιχείρηση, κρατούσε διπλά λογιστικά βιβλία. Ο κ.Τ.Χυτήρης, ταμίας του ΠΑΣΟΚ μετά το 2004, δήλωσε ότι «διπλά βιβλία στο ΠΑΣΟΚ, σήμερα δεν υπάρχουν». Προσέξτε: «σήμερα», χθες ίσως…

Υπήρξαν και παράταιρες φωνές, οι οποίες πνίγηκαν από τον αυτοεξυπηρετικό κομματικό πατριωτισμό. Το μέλος του πολιτικού συμβουλίου κ.Π.Μπεγλίτης πρότεινε να ζητηθεί από τον πρώην πρωθυπουργό κ.Σημίτη να δώσει εξηγήσεις για τη χρηματοδότηση του κόμματος την εποχή της προεδρίας του. Εξόχως ορθολογική πρόταση• φυσικά απερρίφθη από την κομματική γραφειοκρατία…

Το κλειδί για την κατανόηση της αμήχανα ενοχικής στάση του ΠΑΣΟΚ (‘μάλλον κάτι κάναμε λάθος στο παρελθόν, αλλά ας μην το σκαλίσουμε’) το δίνει ο εκπρόσωπός του. Ερωτηθείς εάν ο κ. Τσουκάτος λέει την αλήθεια, ο κ.Παπακωνσταντίνου απάντησε: «είναι θέμα που θα κριθεί από τη Δικαιοσύνη». Προσέξτε τη σιωπηλή παραδοχή: η αλήθεια δεν είναι κάτι που αφορά εμάς, αλλά τρίτους (τη Δικαιοσύνη). Λες και ό,τι συνέβη, συνέβη σε άλλους…Η μητρική Ζίμενς υπήρξε πολύ πιο ειλικρινής: δεν περίμενε να αποφανθεί η Γερμανική Δικαιοσύνη, αλλά ζήτησε από διακεκριμένη Αμερικανική δικηγορική εταιρία να αναλάβει την έρευνα των διαβόητων «μαύρων ταμείων» της. Έτσι ενεργεί όποιος γνωρίζει ότι η απώλεια της φήμης του απειλεί δυνητικά την ύπαρξή του.

Όποιος παθιάζεται για την αλήθεια το δείχνει: αναψηλαφεί τα γεγονότα, αναδέχεται τα σφάλματά του, επαναφηγείται την ιστορία του. Η επαναφήγηση είναι, τελικά, το μείζον, γιατί ο φορέας της, αναστοχαζόμενος την παρελθούσα συμπεριφορά του, αλλάζει και, συγχρόνως, δείχνει ότι αλλάζει, αυξάνοντας έτσι την αξιοπιστία του. Το ΠΑΣΟΚ, ένα κληρονομικό κόμμα-χαμαιλέων, σπάνια αναστοχάστηκε ποτέ οτιδήποτε στην 35χρονη ιστορία του. Η στάση του δεν εκπλήσσει αφού το κόμμα αυτό απεικονίζει όσο κανένα άλλο την κυρίαρχη ελλαδική νοοτροπία: διπλοπρόσωπο, «μπαγάσικο», σαγηνευτικό, ανοργάνωτο, χαρισματικό, διαπλεκόμενο, ιδιοτελές, λαϊκιστικό, φατριαστικό, ετσιθελικό, macho, αντιφατικό, καιροσκοπικό και, φυσικά, «προοδευτικό»...

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2009

Ανθρωπιστές στους λαθρομετανάστες, σκληροί στη λαθρομετανάστευση


Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα σύνθετο, αλλά οι κυρίαρχες γλώσσες περιγραφής του απλοϊκές. Από τη μια μεριά είναι οι επαγγελματίες εθνοκάπηλοι, από την άλλοι οι αφελείς διεθνιστές. Και στη μέση, οι χρονίως αμήχανοι κυβερνήτες (τωρινοί και μελλοντικοί).

Η διαχείριση της παράνομης μετανάστευσης μπορεί να ήλθε συγκυριακά στην επικαιρότητα, αλλά είναι ένα πρόβλημα με ζωή τουλάχιστον 20 ετών. Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ότι πρόκειται για ένα πρόβλημα που έρχεται από το παγκοσμιοποιημένο μέλλον. Τι κάνουμε; Πως το αντιμετωπίζουμε;

Η λαϊκιστική δεξιά και η παπανδρεϊκή κεντροαριστερά (!) μας καλούν να επιδείξουμε «μηδενική ανοχή» στη λαθρομετανάστευση. Πρόκειται για περίεργο σύνθημα από τη στιγμή που, από το 1998 και μετά, η Ελλάδα έχει νομιμοποιήσει περίπου 700.000 παράνομους μετανάστες. Το σύνθημα της «μηδενικής ανοχής» είναι τόσο ρεαλιστικό, όσο η προτροπή των θρησκόληπτων να απέχουν οι νέοι από το σεξ για να μη μεταδίδεται το AIDS! Λίγος πραγματισμός δεν βλάπτει!

Η λαθρομετανάστευση μας φέρνει αντιμέτωπους με τις προκαταλήψεις μας. Για τη σύγχρονη εκδοχή της εθνικοφροσύνης δοκιμάζεται η φυλετική και πολιτισμική μας καθαρότητα. Η «ελληνική κοινωνία», λένε, «δεν έχει ερωτηθεί αν θέλει να είναι πολυπολιτισμική», λες και η «πολυπολιτισμικότητα» είναι ιδιότητα την οποία αποκτά μια κοινωνία κατόπιν αιτήσεως, κι όχι κάτι που προκύπτει. Δεν μας ρώτησαν οι πρώτοι Αλβανοί λαθρομετανάστες αν τους θέλουμε, μας ήρθαν. Γίναμε «πολυπολιτισμικοί» γιατί έτσι το έφεραν οι γεωπολιτικές εξελίξεις, όχι γιατί το επιλέξαμε. Σπάνια διαλέγουμε τα «προβλήματά» μας• εκείνα μας επιλέγουν.

Για την ιδεοληπτική αριστερά δοκιμάζεται η αφηρημένη διεθνιστική μας αλληλεγγύη. Η πολιτική ορθότητα είναι η «μάντρα» της αριστεράς: αποφεύγει εμμόνως τον όρο «λαθρομετανάστευση», κι όταν αναγκάζεται να μιλήσει για παράνομους μετανάστες θέτει τον χαρακτηρισμό «παράνομους» σε εισαγωγικά! Νομίζουν ότι με τη γλωσσική μηχανική θα αλλάξουν την πραγματικότητα. Προτιμούν να μιλούν ουδέτερα για «μεταναστευτικές ροές», λες και περιγράφουν φυσικές διεργασίες. Αν η λαϊκιστική δεξιά φορτίζει εξόχως αρνητικά το φαινόμενο, η ιδεοληπτική αριστερά το αποφορτίζει εντελώς. Και οι δύο αρνούνται την κοινή εμπειρία του απλού πολίτη.

Ο πολίτης βλέπει την οικονομική χρησιμότητα των μεταναστών (κάτι που επιβεβαιώνεται και από πληθώρα μελετών) και ξέρει ότι οι περισσότεροι νόμιμοι σήμερα μετανάστες ήταν κάποτε παράνομοι. Συγχρόνως όμως ανησυχεί. Βιώνει συχνά τη μετανάστευση σαν εισβολή. Ο συστηματικός συγχρωτισμός του με λαθρομετανάστες - με ανθρώπους αρκετά διαφορετικούς από αυτόν, ενδεείς, και χωρίς, εκ πρώτης όψεως, «προβλέψιμη» συμπεριφορά -, μεταβάλλει την καθημερινότητά του. Η συνοικιακή ζωή παύει να είναι απρόσκοπτη, το άρρητο αξιακό υπόστρωμα και οι αυτονόητες συνήθειες που συνέχουν την κοινωνική συμπεριφορά δεν είναι δεδομένες, οι πεπερασμένοι δημόσιοι πόροι (για τους οποίους έχει πληρώσει με τους φόρους του) διεκδικούνται και από άγνωστους «άλλους» με τους οποίους δεν μοιράζεται το αίσθημα του συνανήκειν. Αν ο απλός πολίτης φαίνεται συντηρητικός είναι επειδή αναπόφευκτα είναι – συντηρεί τον τρόπο ζωής του. Αυτόν τον ανθρωπολογικό συντηρητισμό εκμεταλλεύονται οι ακροδεξιοί λαϊκιστές και αρνούνται οι ιδεοληπτικοί αριστεροί.

Η παράνομη μετανάστευση απαιτεί και ανθρωπισμό και σκληρές επιλογές. Οι λαθρομετανάστες είναι άνθρωποι κατατρεγμένοι που έχουν ανάγκη την ευσπλαχνία μας. Η ανθρωπιά μας δοκιμάζεται όταν το βλέμμα μας συναντά το βλέμμα του αδύναμου «άλλου». Το ανθρωπιστικό πνεύμα εκφράζει υπέροχα ο πατήρ Προκόπιος, εφημέριος στον ομώνυμο ιερό ναό του Αγίου Παντελεήμονα: «[…] δεν μπορώ να φερθώ διαφορετικά, έτσι δίδασκε ο Χριστός. Για μένα δεν είναι ξένοι, είναι άνθρωποι». Για πολλούς ενορίτες του, όμως, το αντίθετο ισχύει: οι λαθρομετανάστες πρώτα είναι ξένοι και μετά άνθρωποι. Η ανθρωπιστική στάση από μόνη της δεν λύνει το πρόβλημα. Χρειάζεται κράτος σοβαρό, να συνθέσει τις διαφορετικές απόψεις. Δυστυχώς δεν το έχουμε.

Αν το είχαμε, θα διαθέταμε διαρκώς βελτιούμενες δημόσιες πολιτικές σε ότι αφορά στην καταστολή της λαθρομετανάστευσης (έλεγχος συνόρων, δίωξη δουλεμπόρων, πίεση σε χώρες ανεκτικές στη λαθρομετανάστευση), στην πολιτισμένη διαχείριση των παράνομων μεταναστών που βρίσκονται στην Ελλάδα (καταγραφή, επεξεργασία αιτήσεων για πολιτικό άσυλο, οργανωμένοι χώροι προσωρινής φιλοξενίας, απελάσεις), στην ένταξη των νόμιμων μεταναστών στον κοινωνικό ιστό, στην επιλεκτική προσέλκυση μεταναστών ανάλογα με τις οικονομικές ανάγκες μας.

Τα έθνη-κράτη δεν είναι ανθρωπιστικές οργανώσεις• μεριμνούν πρωτίστως για τα συμφέροντα των πολιτών που συγκροτούν το έθνος. Τα δημοκρατικά έθνη-κράτη, όμως, ερείδονται σε ένα ανθρωπιστικό φαντασιακό, γεγονός που τα υποχρεώνει να βλέπουν τον «ξένο» ως εν δυνάμει πολίτη και τις κοινές αξίες αενάως αναθεωρούμενες. Ο ρεαλιστικός ανθρωπισμός είναι η ενδεικνυόμενη λύση (ανθρωπιστές στους λαθρομετανάστες, σκληροί στη λαθρομετανάστευση) αλλά, για να υλοποιηθεί, χρειάζεται μια κοινωνία με αυτοπεποίθηση, μια ακμαία οικονομία, κι ένα οργανωμένο κράτος. Δεν έχουμε τίποτα.

Κυριακή 21 Ιουνίου 2009

Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ


Δύο σφάλματα επαναλαμβάνονται συχνά στην πολιτική ανάλυση: το ρασιοναλιστικό και το δεοντολογικό σφάλμα. Και τα δύο υπεραπλουστεύουν τη διαδικασία πολιτικών επιλογών του ψηφοφόρου και εμφορούνται από ένα υπόρρητα πατερναλιστικό ύφος.

Οι ρασιοναλιστές εκδέχονται την πολιτική ως μια διαδικασία μεγιστοποίησης οφελών. Ο πολίτης οφείλει να επιλέγει για αντιπροσώπους του εκείνους του πολιτικούς που έχουν να επιδείξουν το καλύτερο έργο. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο πολιτικός είναι όπως ο γιατρός. «Όταν επιλέγουμε γιατρό είμαστε πολύ προσεκτικοί. Δε διαλέγουμε το γιατρό του ΠΑΣΟΚ ή το γιατρό του Τσίπρα, διαλέγουμε τον καλό γιατρό, ό,τι και να ‘ναι αυτός» (Σ. Μάνος, συνέντευξη στον ιστοχώρο www.newstime.gr). Κατ’ αναλογίαν, αυτό θάπρεπε να συμβαίνει και στην πολιτική: να διαλέγουμε για αντιπροσώπους αυτούς που έχουν το καλύτερο βιογραφικό.

Η άποψη αυτή διαθέτει αληθοφάνεια. Και η ιατρική και η πολιτική είναι σύνθετες δραστηριότητες, οι οποίες απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις, εκλεπτυσμένη κρίση, και δυσμίμητη τέχνη στην άσκησή τους. Και οι γιατροί και οι πολιτικοί κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Υπάρχει όμως μια κρίσιμη διαφορά. Η πολιτική είναι κάτι παραπάνω από αποδεδειγμένη γνώση – είναι πρωτίστως συμβολοποιητική δραστηριότητα. Στην πολιτική δεν ξέρουμε ρητά τι ακριβώς θέλουμε• μόνο ένα γενικό περίγραμμα επιθυμητής κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας μπορούμε να διατυπώσουμε. Οι επιθυμίες μας είναι γενικές, αντιφατικές και αδιαμόρφωτες• γι αυτό αναζητούμε ανθρώπους να τις μορφοποιήσουν – να τις συμβολίσουν. Ο Μακέην και η Κλίντον διέθεταν καλύτερο βιογραφικό από τον Ομπάμα, αλλά μόνο ο τελευταίος συμβόλισε με την προσωπική του διαδρομή και το λόγο του την αλλαγή που επιθυμούσαν οι Αμερικανοί. Οι πολιτικοί διατυπώνουν οράματα, μορφοποιούν επιθυμίες, συμβολίζουν τα όνειρά μας. Η πολιτική, η «κυριωτάτη» των επιστημών (Αριστοτέλης), δεν είναι αναγώγιμη στην ιατρική ή τη μηχανική.

Οι δεοντολογιστές αντιλαμβάνονται την πολιτική ως μια κορυφαία συλλογική διαδικασία στην οποία οι πολίτες, εξ ορισμού, επιβάλλεται να μετέχουν. Αν δεν το κάνουν, όπως συνέβη με την πρωτοφανή αποχή από τις πρόσφατες ευρωεκλογές, είναι «αχρείοι, δηλαδή άχρηστοι και ανάξιοι» της κοινωνικής συμβίωσης (Θ. Πάγκαλος, συνέντευξη στην «Κ», 14/6/2009). Ο ισχυρισμός αυτός φορτίζει αξιολογικά την ιδιότητα του πολίτη. Η τελευταία δεν συνάγεται από την εμπειρική πραγματικότητα, αλλά προϋποτίθεται από έναν αφηρημένο ορισμό.

Αυτό ο τρόπος σκέψης αρνείται να μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα κατασκευάζουν την πολιτική τους ταυτότητα και ασκούν τα πολιτικά τους δικαιώματα στην εκάστοτε συγκυρία. Είναι σα να ορίσουμε, ας πούμε, τη νεανική σεξουαλική συμπεριφορά a priori (πως αυτή θάπρεπε να εκφράζεται), αντί να εγκύψουμε σε πραγματικές συμπεριφορές, στο νόημα που τις συνέχει, και στις συνθήκες που τις διαμορφώνουν. Με την πρώτη – εξιδανικευτική- προσέγγιση ικανοποιούμε απλώς την πατερναλιστική επιθυμία μας να υποδεικνύουμε στους άλλους πώς να συμπεριφέρονται. Με τη δεύτερη –εμπειρική- προσέγγιση προβληματιζόμαστε σχετικά με τον τρόπο συμπεριφοράς των ατόμων και αναζητούμε ρεαλιστικούς τρόπους βελτίωσής τους.

Αν θέλουμε να προβληματιστούμε σοβαρά για την τεράστια αποχή από τις ευρωεκλογές, πρέπει να ακούσουμε το λόγο αυτών που απείχαν. Τότε θα δούμε ότι, για αρκετούς, η επιλογή της αποχής δηλώνει τη βαθιά απέχθειά τους για το σάπιο πολιτικό σύστημα. Στα μάτια πολλών ‘όλοι είναι για τη μάσα’. Έτσι κυρίως αισθάνεται ο απλός ψηφοφόρος. Μπορεί κάποιος πολιτικός να συμβολίσει εμπράκτως μια διαφορετική αντίληψη για την πολιτική; Το βάρος της απόδειξης ανήκει στον πολιτικό-ηγέτη, όχι στον πολίτη.

Ο ηγέτης συμβολίζει συμπεριφορές• οι πολίτες μιμούνται τους άρχοντες. Όταν τον τόνο στους άρχοντες τον δίνουν οι καιροσκόποι, οι ανίκανοι, οι διαπλεκόμενοι ή οι διεφθαρμένοι, τότε μην αναμένετε από τον πολίτη να αισθανθεί ότι υπερήφανα μετέχει σε μια μυθική Αθηναϊκή δημοκρατία. Ο πολίτης εύλογα αποσύρεται στην ιδιωτική του σφαίρα, από την οποία εξέρχεται μόνο όταν ένας χαρισματικός πολιτικός τύπου Ομπάμα τον πείσει ότι μπορεί να ελπίζει• ότι στη δημόσια σφαίρα αξίζει να μετέχει όχι για να τιμήσει την αφηρημένη ιδιότητα του πολίτη, αλλά γιατί η ζωή του μπορεί να γίνει καλύτερη με τη δική του συμμετοχή. Στην Ελλάδα οι πολιτικοί σκότωσαν την ελπίδα και τώρα μας επιπλήττουν για την απελπισία μας!

Τρίτη 16 Ιουνίου 2009

Το φάρμακο, το πάπλωμα και τα αυτονόητα



Στην πρόσφατη επίσκεψή του στη Φινλανδία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ.Κάρολος Παπούλιας προέτρεψε τους παράγοντες του ελλαδικού δημόσιου βίου να «ακολουθήσου[ν] τη συνταγή και το φάρμακο της Φινλανδίας». Ποιό είναι αυτό; «[...] η πολιτική τάξη να είναι εξαιρετικά διαφανής. Ο καθένας να απλώνει τα πόδια όσο το πάπλωμά του επιτρέπει».

Ενδιαφέρουσα η δήλωση του προέδρου, ευπρόσδεκτη η συμβουλή του, αλλά δεν είναι αυτό που λείπει από το δημόσιο βίο. Αυτό που πραγματικά λείπει είναι η αυθεντικότητα εκ μέρους των πολιτικών ηγετών, η διάθεση να ξεφύγουν από τετριμμένες γενικολογίες, η κοπιώδης προσπάθεια να αρθρώσουν νεοτερικό πολιτικό λόγο και, κυρίως, να συστοιχήσουν τη συμπεριφορά τους με τα λόγια τους. Οι υψηλές όμως αυτές στοχεύσεις είναι έτσι κι αλλιώς δύσκολο να υλοποιηθούν - η υποκρισία είναι απαπόσπαστο μέρος της πολιτικής ζωής.

Οι πολιτικοί είναι υποχρεωμένοι να φαίνονται ότι μεριμνούν για το δημόσιο συμφέρον και τον ενάρετο δημόσιο βίο. Ο ρόλος τους τους επιβάλλει να διατηρούν την ψευδαίσθηση στο κοινωνικό σώμα ότι «υπηρετούν την πατρίδα», ότι είναι «υπεύθυνοι», ότι «προτιμούν να είναι χρήσιμοι παρά αρεστοί», έστω κι αν, σε μια θεσμικά υπανάπτυκτη πολιτική ζωή, αυτό που κυρίως τους ενδιαφέρει είναι η ξεδιάντροπη προαγωγή του κομματικού (και όχι σπάνια του προσωπικού) συμφέροντος. Ακόμα κι ένας κατ’ εξοχήν λαϊκιστής πολιτικός, όπως ο σημερινός πρωθυπουργός, κατασκευάζει εσχάτως την εικόνα του «υπεύθυνου» πολιτικού, τη στιγμή που ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε αναγάγει τη δημαγωγία σε τέχνη και την ανεύθυνη διαμαρτυρία σε φυσικό φαινόμενο.

Στα θεατρικά του έργα ο Χένρικ Ιμπσεν αναφέρεται συχνά στη δυναμική της υποκρισίας που αναπόφευκτα χαρακτηρίζει τους κοινωνικούς θεσμούς. Οι χαρακτήρες του ωθούνται να αποκρύπτουν τις παρεκτροπές τους από τα κοινωνικά ιδεώδη, να ψεύδονται, να υποκρίνονται. Στο έργο «Τζον Γκάμπριελ Μπόρκμαν», ο επώνυμος ήρωας παρατηρεί ότι η βάση της φιλίας είναι συχνά η «αμοιβαία εξαπάτηση». Στις «Κολώνες της Κοινωνίας» ο Κάρστεν Μπέρνικ περιγράφει την επίγνωσή του ότι ο σεβασμός με τον οποίο τον περιβάλλει η κοινωνία στηρίζεται στην ικανότητά του να συντηρεί την ψευδαίσθηση της αρετής. Η υποκρισία είναι, σε κάποιο βαθμό, αναπόφευκτο παρακολούθημα της εμμονής στην ενάρετη συμπεριφορά. Η κυβέρνηση Καραμανλή Β’ πιθανότατα δεν το είχε προβλέψει αυτό όταν αρχικά διετύπωνε το δόγμα «σεμνά και ταπεινά», αλλά είχε όλο το χρόνο να το εμπεδώσει.

Η υποκρισία μειώνεται στο μέτρο που υπάρχει διαφάνεια. Αν και η διαφάνεια δημιουργεί άλλου είδους προβλήματα (π.χ. κομφορμισμό, διστακτικότητα), βοηθά εν τούτοις να μειώνεται η απόσταση διακηρύξεων και συμπεριφορών. Οταν ξέρεις ότι οι άλλοι θα ελέγξουν το εμπειρικό αντίκρυσμα των λόγων σου, γίνεσαι πιο προσεκτικός. Είτε καθιστάς λιγότερο υψιπετείς τις διακηρύξεις σου, είτε εκλεπτύνεις τις πράξεις σου• είτε χαμηλώνεις το λόγο σου, είτε ανεβάζεις τον πήχυ της συμπεριφοράς σου.
Ακόμα και η διαφάνεια όμως δεν είναι αρκετή, παρά μόνον όταν συντελεί στη θεσμοποίηση κοινωνικά αυτονόητων συμπεριφορών. Προσέξτε πόσο διεισδυτικά το θέτει η πρόεδρος της Φινλανδίας κυρία Τάρια Χάλονεν: «[η ΕΕ] πρέπει να είναι πολύ ξεκάθαρη και σκληρή στα θέματα γραφειοκρατίας και καλής διακυβέρνησης. Αρα, το φάρμακο που προτείνω, το φάρμακο της Φινλανδίας, είναι η διαφάνεια σε τέτοιο βαθμό ώστε κανείς να μην μπορεί, ουσιαστικά να μην τολμάει, να κάνει κάτι που δεν είναι σωστό». Η κυρία Χάλονεν δεν μας λέει απλώς πόσο καλή είναι η διαφάνεια για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Πηγαίνει ένα βήμα πιο πέρα και περιγράφει τη συνέπεια της διαφάνειας: ωθούμενα να ευθυγραμμίσουν τη συμπεριφορά τους με τα ιδεώδη που πρεσβεύουν, τα άτομα τείνουν να εσωτερικεύουν κανόνες συμπεριφοράς έτσι ώστε να μην διανοούνται ότι θα μπορούσαν να κάνουν κάτι διαφορετικό από αυτό που θεωρείται «σωστό».

Εικάζω ότι αυτός ο συλλογισμός διαφεύγει των ψυχο-διανοητικών δυνατοτήτων των κκ.Παυλίδη, Βουλγαράκη, Μαγγίνα, Γ.Κεφαλογιάννη, Τσουκάτου και πολλών άλλων, αλλά δεν χάνει γι αυτό την αξία του. Δεν λείπουν άλλωστε τα «αυτονόητα» στην Ελλάδα. Η υποταγή στον αρχηγό, ο εμετικός λαϊκισμός, τα «δωράκια» από τη Ζίμενς η κληρονομικότητα στην πολιτική διαδοχή, τα ρουσφέτια στο πόπολο, η ατιμωρησία, και τόσα θλιβερά άλλα, είναι τα δικά μας αυτονόητα. Κάθε χώρα κατασκευάζει τα «αυτονόητα» που επιλέγει. Στις χώρες του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα είναι πρώτη στη διαφθορά, η Φινλανδία τελευταία («Καθημερινή», 9/5/2009). Κατανοητό, ευεξήγητο, αυτόνητο.