Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Από το χείλος του γκρεμού στην πτώση στο γκρεμό


Τα πράγματα δυσκολεύουν. Ας χρησιμοποιήσουμε τη λογική για να καταλάβουμε τι συμβαίνει και τι, πιθανότατα, θα συμβεί στη χώρα. Ο Αριστοτέλης ορίζει τον συλλογισμό ως εκείνο το λόγο «όπου αν τεθούν ορισμένα πράγματα, κάτι άλλο από αυτά που έχουν τεθεί ακολουθεί κατ’ ανάγκην, εξ αιτίας αυτών ακριβώς που έχουν τεθεί». Ποια είναι, λοιπόν, αυτά που αξιόπιστα «έχουν τεθεί», από τα οποία  μπορούν να συναχθούν συμπεράσματα;

Πρώτον, το 2010 αναγκαστήκαμε να ζητήσουμε διεθνή οικονομική βοήθεια για να μη χρεοκοπήσουμε. Όποιος, σε ώρα ανάγκης, προσφεύγει σε υπέρογκο δανεισμό, παύει να ορίζει ο ίδιος το πρόβλημά του. Οι δανειστές του αποκτούν μεγάλη ισχύ και, άρα, βαρύνοντα λόγο στον καθορισμό των όρων αποπληρωμής του δανείου - άρα και στον ορισμό των προβλημάτων της χώρας. Από το 2010 και μετά, το πρόβλημά μας ορίστηκε, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, κυρίως ως δημοσιονομικό. Κατά συνέπεια, η δημοσιονομική εξυγίανση, άρα κάποιας μορφής λιτότητα, κατέστη αναπόφευκτη. 
 

Δεύτερο, όπως συχνά συμβαίνει σε περιπτώσεις κοινωνικής μηχανικής, το Μνημόνιο έπεσε έξω στις προβλέψεις του. Αν και το έλλειμμα μειώθηκε και η ανταγωνιστικότητα εν μέρει ανακτήθηκε, η οικονομία συρρικνώθηκε υπέρμετρα, η ανεργία εκτοξεύτηκε. Επιπλέον, η κακή διαχείριση της υλοποίησης του Μνημονίου από ένα διαλυμένο κράτος, διευθυνόμενο από εν πολλοίς ανίκανους και ιδιοτελείς πολιτικάντηδες, επιδείνωσε το πρόβλημα και επέτεινε την αναξιοπιστία της χώρας.  

Τρίτο, η παγκόσμια εμπειρία δείχνει ότι η έντονη και παρατεταμένη λιτότητα σε μια δημοκρατία υπονομεύει την πολιτική σταθερότητα και ενισχύει τους λαϊκιστές. Οι πολίτες δυσκολεύονται να προσαρμόσουν τις προσδοκίες τους στη νέα πραγματικότητα, αναζητώντας πολιτικές διεξόδους σε αυτούς που υπόσχονται απαλλαγή από τις επαχθείς πολιτικές. 

Τέταρτο, το 80% των πολιτών θέλει την παραμονή της χώρας στο ευρώ. Παράλληλα, όμως, πάνω από τα δύο τρίτα αντιτίθενται στο Μνημόνιο, χάρη στο οποίο η χώρα απέφυγε τη χρεοκοπία. Αντίφαση; Καθόλου. Η ύφεση που έφερε η λιτότητα είναι οδυνηρή. Οι πολίτες δεν έχουν άλλες αντοχές, αναζητούν ελπίδα. Η ευρωπαϊκή Ελλάδα, όμως, δεν είναι ένα συγκυριακό φαινόμενο (όπως είναι η παρούσα ύφεση), αλλά αναπόσπαστο μέρος της αυτοαντίληψής μας.  


Πέμπτο, η άγρια λιτότητα δεν αντέχεται και αποσταθεροποιεί τη δημοκρατία. Από την άλλη, όμως, η λιτότητα δεν αποφεύγεται. Άρα, πρέπει να μετριασθεί. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα: αφενός να επαναδιαπραγματευθούμε πιο χαλαρούς όρους δανεισμού στο εξωτερικό, αφετέρου να διαχειριστούν τη λιτότητα φερέγγυοι πολιτικοί, ικανοί να μας εμπνεύσουν, στο εσωτερικό. Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα, αφού το δημοσιονομικό-διαρθρωτικό μας πρόβλημα μετατρέπεται σε πολιτικό-αξιακό. Θα σωθούμε αν επανεφεύρουμε ταχύτατα τον εαυτό μας ως πολιτική κοινότητα. Μπορούμε;


Έκτο, δύσκολα. Το πρόβλημά μας είναι ότι αυτοί που υπερασπίζονται το ευρώ γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν και διαθέτουν κυβερνητική εμπειρία, αλλά δεν μας εμπνέουν εμπιστοσύνη - είτε γιατί έχουν στιγματισθεί από την ιδιοτέλεια, τη φαυλότητα, και την ανικανότητα, είτε γιατί δεν κατανοούν επαρκώς την επώδυνη εμπειρία του χειμαζόμενου πολίτη («στην Ευρώπη με κάθε κόστος»). Από την άλλη, αυτοί που μας δίνουν ελπίδα είναι αυτοί που, εκφράζοντας την οργή και την οδύνη μας, λένε σε μας αυτά που θέλουμε να ακούσουμε («λεφτά υπάρχουν»), ενώ στους δανειστές μας αυτά που δεν θέλουν να ακούσουν («δεν πληρώνω»)  – συνδυάζουν, δηλαδή, το λαϊκισμό με τον τσαμπουκά. 


Έβδομο, τα κόμματα της φαυλότητας που έφεραν τη χώρα στη χρεοκοπία, αδυνατούν να αλλάξουν για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη μας, ενώ τα κόμματα του λαϊκισμού αδυνατούν να προσδώσουν ρεαλισμό στην ελπίδα. Ποιος απροκατάληπτος ευρωπαϊστής πολίτης θα πιστέψει ότι ο κ. Σαμαράς υπερασπίζεται την ευρωπαϊκή Ελλάδα όταν δίνει πρωτεύοντα ρόλο σε δύο εμβληματικούς πολιτικούς της βαλκάνιας Ελλάδας: στον καταδικασθέντα για παράβαση καθήκοντος κ. Ψωμιάδη και στην προβεβλημένη εκπρόσωπο της οικογενειοκρατίας και του πελατειακού συστήματος κυρία Μπακογιάννη; Πως θα μετακινηθεί σε πιο ρεαλιστικές θέσεις ο κ. Τσίπρας όταν ρητά δηλώνει ότι θα «ακυρώσει» το Μνημόνιο, θα προβεί, δηλαδή, σε μια μονομερή ενέργεια, η οποία θα επιφέρει τον τερματισμό της διεθνούς χρηματοδότησης της χώρας («μία σου, μία μου»);

Όγδοο, λέγεται ότι αν σχηματίσει κυβέρνηση ο κ. Τσίπρας θα γίνει ρεαλιστής. Μακάρι, αλλά αμφιβάλλω. Η χονδροειδώς «αντισυστημική» κουλτούρα του ΣΥΡΙΖΑ έχει διαμορφώσει έναν ακραία καταγγελτικό, συχνά αντιθεσμικό, κυρίως λαϊκιστικό λόγο που εγκλωβίζει τους χρήστες του: οι άνθρωποι έχουν μάθει να διαμαρτύρονται, όχι να συμβιβάζονται· να υπερασπίζονται έναν μυθοποιημένο, πολτώδη «λαό», όχι να μοχθούν να βελτιώσουν ατελείς θεσμούς. Το σημαντικότερο είναι ότι ο κ. Τσίπρας, υμνητής του Μάο και του Τσάβες, πάσχει από τις εφηβικές ιδεοληψίες των αριστερών: εκείνων που πασχίζουν ναρκισσιστικά να προσαρμόσουν τον κόσμο στις ιδεοληπτικές επιθυμίες τους.

Συμπέρασμα: ως πολιτική κοινότητα είμαστε εγκλωβισμένοι μεταξύ των ανυπόληπτων ευρωπαϊστών και των ιδεοληπτικών λαϊκιστών. Αν εκλεγούν οι πρώτοι, δεν θα μπορέσουν να κυβερνήσουν γιατί είναι φθαρμένοι και θα συναντήσουν την ισχυρή αντίδραση των λαϊκιστών. Αν εκλεγούν οι δεύτεροι, θα τινάξουν στον αέρα τη δανειακή σύμβαση και θα οδηγήσουν τη χώρα σε στάση πληρωμών. Αν έχουμε ακυβερνησία, τα δημόσια οικονομικά θα καταρρεύσουν (ήδη συμβαίνει…), και οι τράπεζες θα ξεμείνουν από ρευστότητα. Με τέτοια δεδομένα, ceteris paribus, η χώρα οδηγείται στην άτακτη χρεοκοπία και τη δραχμή. Όχι γιατί θα το επιλέξει, αλλά γιατί η πολιτική της κουλτούρα είναι τέτοια που αδυνατεί να το αποτρέψει. Ότι το συμπέρασμα είναι οδυνηρό δεν σημαίνει ότι είναι αυθαίρετο.

Κυριακή 13 Μαΐου 2012

Η εθνική μας σχιζοφρένεια και η (δύσκολη) θεραπεία της

Το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα δικαιολογημένα μας ανησυχεί. Η χώρα χορεύει ταγκό με την πολιτική αστάθεια στην άκρη του γκρεμού. Η ανησυχία όμως, για να είναι γόνιμη, πρέπει να συνοδεύεται από οξυδερκή κατανόηση. Τότε μόνο συναίσθημα και λόγος αλληλογονιμοποιούνται. 



Πρέπει να κατανοήσουμε την κατάρρευση του δικομματισμού και την έξαρση των ακραίων, λαϊκιστικών κομμάτων. Το εκλογικό αποτέλεσμα μοιάζει με ομιλία σχιζοφρενούς – είναι ακατάληπτο. Είναι λογικό να φοβάται κανείς... Η οικονομική αβεβαιότητα πολλαπλασιάζεται με την πολιτική αστάθεια. Από την άλλη, είναι αστόχαστο να «θυμώσεις» με το εκλογικό αποτέλεσμα, να «επιπλήξεις» ή να ειρωνευτείς τους ψηφοφόρους. Πρέπει ν’ αποφύγουμε, και τον άλογο φόβο και την αναίσθητη «καταδίκη». Χρειαζόμαστε καθαρό μυαλό για να κατανοήσουμε μια παράδοξη πολιτική κατάσταση.

Τι σημαίνει αυτό; Μια κατάσταση είναι παράδοξη όταν, παρά τη διατύπωσή της σε λογικό επιχείρημα, οδηγούμαστε σε αντιφατικά συμπεράσματα. Ένα παράδειγμα. Αν πω στην κόρη μου: «να είσαι αυθόρμητη», διατυπώνω μια παράδοξη προτροπή. Γιατί; Διότι η εντολή μου είναι αντιφατική: η υπόρρητα προστακτική συμπεριφορά μου («κάνε αυτό») αναιρεί τη συμπεριφορά που ρητά της ζητώ να υιοθετήσει. Την προστάζω να κάνει κάτι που δεν προστάζεται!

Στις ανθρώπινες σχέσεις, τα παράδοξα οδηγούν συχνά σε αυτό που ο μεγάλος ανθρωπολόγος και ψυχοθεραπευτής Γκρέγκορυ Μπέητσον ονόμασε «διπλή δέσμευση» (double bind). Πρόκειται για μια σχέση επικοινωνίας η οποία παγιδεύει τους συμμετέχοντες: το ρητό μήνυμα που στέλνει ο Α στον Β, αναιρείται από ένα άλλο, υπόρρητο, μήνυμα, με αποτέλεσμα ο Β να νοιώθει παγιδευμένος και να συμπεριφέρεται αντιφατικά. Με άλλα λόγια, ο Β βρίσκεται σε «διπλή δέσμευση» όταν γίνεται αποδέκτης δύο αντιφατικών μηνυμάτων από τον Α. Όταν, για παράδειγμα, ο άντρας λέει στη γυναίκα του: «έλα στην αγκαλιά μου», αλλά ο τόνος της φωνής του είναι τέτοιος που είναι σαν να της λέει «μείνε μακριά μου», τότε έχουμε δύο αλληλοαναιρούμενα μηνύματα.

Ας πάμε τώρα στην πολιτική. Στις πρόσφατες εκλογές ο πολίτης τέθηκε ενώπιον μιας βαθιά παράδοξης κατάστασης: να καταδικάσει τα δύο κυβερνητικά κόμματα της φαυλότητας που έφεραν τη χώρα στη χρεοκοπία, αλλά και να αποτρέψει την πολιτική αστάθεια που θα επέφερε η καταδίκη τους. Να διασφαλίσει την παραμονή της χώρας στο ευρώ, αλλά και να μην εφαρμοστεί η συμφωνία με τους δανειστές. Να αισθανθεί το θυμό, αλλά να ψηφίσει με λογική. Αυτά είναι παράδοξα διλήμματα, τα οποία παράγουν παράδοξη συμπεριφορά.

Τι έλεγαν ουσιαστικά Σαμαράς και Βενιζέλος; «Ψηφίστε μας για να σώσουμε τη χώρα». Αυτό είναι το ρητό μήνυμα. Το υπόρρητο μήνυμα, αυτό δηλαδή που δεν το λένε αλλά εμείς το γνωρίζουμε, είναι ότι τα κόμματά τους είναι αυτά που κατέστρεψαν τη χώρα, την οποία  τώρα θέλουν να σώσουν. Το πλήρες μήνυμα, λοιπόν, είναι: «Ψηφίστε μας [εμάς που καταστρέψαμε τη χώρα] για να σώσουμε τη χώρα»! Ιδού το παράδοξο: τα δύο μηνύματα, το ρητό και το υπόρρητο, αλληλοαναιρούνται. Ο πολίτης παγιδεύεται. Για να δεχθεί το μήνυμα πρέπει να το απορρίψει! Για να δεχθεί, δηλαδή, τη ρητή προτροπή «ψηφίστε μας» πρέπει να απορρίψει τους φορείς του υπόρρητου μηνύματος «καταστρέψαμε τη χώρα».

Στο αντιφατικό μήνυμα ο πολίτης απαντά αντιφατικά: επιλέγει ακραία, λαϊκιστικά κόμματα για να τιμωρήσει τα πρώην κυβερνητικά, αρνούμενος ταυτόχρονα ότι έτσι αυτοτιμωρείται. Είναι χαρακτηριστικό της «διπλής δέσμευσης» ότι το άτομο δεν έχει επίγνωση της παραδοξότητας των επιλογών του, γι αυτό και παγιδεύεται σε δήθεν εναλλακτικές. Οι εναλλακτικές του (τα κυβερνητικά κόμματα της φαυλότητας έναντι των κομμάτων των άκρων και του λαϊκισμού) αποτελούν μέρος της «διπλής δέσμευσης». Ο πολίτης νομίζει ότι έχει επιλογές, αλλά στην ουσία είναι παγιδευμένος σε ένα δεδομένο «παιχνίδι». Θα αποκτήσει αυθεντικές επιλογές όταν εξέλθει από το υπάρχον «παιχνίδι».

Πώς; Με εμπνευσμένες, αντισυμβατικές πρωτοβουλίες πολιτικών ηγεσιών, οι οποίες θα δημιουργήσουν ένα νέο «παιχνίδι». Το πολιτικό παράδοξο θα αρθεί αν, για παράδειγμα, τα δύο ιστορικά κυβερνητικά κόμματα ομολογήσουν τον καταστρεπτικό ρόλο τους, αλλάξουν ηγεσίες, και δεσμευτούν έμπρακτα σε μεγάλες αλλαγές που θα αναιρούν τον μέχρι τώρα φαύλο χαρακτήρα τους. Προσοχή: πρέπει να ξεκινήσουν τη ριζοσπαστική αλλαγή από τον εαυτό τους, όχι να καλούν τους άλλους να αλλάξουν! Μόνο όταν το ρητό μήνυμα «ψηφίστε μας» διατυπωθεί από ηθικο-πολιτικώς σεβαστά πρόσωπα θα ακουσθεί αυτοτελώς, χωρίς δηλαδή το συνεκφερόμενο υπόρρητο μήνυμα που το υπονομεύει.

Ένα άλλο ενδεχόμενο είναι να εμφανισθεί ένα καινούριο φιλευρωπαϊκό, μεταρρυθμιστικό, «αντικομματικό» κόμμα, υπό άφθαρτη, ικανή, και πειστική ηγεσία, που θα συντονίζεται αυθεντικά με την κοινή εμπειρία. Θα χρειαστούν για κάτι τέτοιο τόσο οι ελάχιστες πολιτικές εφεδρείες που έχουν διασώσει τα πολιτικό κεφάλαιό τους, όσο και νέοι πολιτικοί. Τότε η τιμωρητική ψήφος θα πάρει θετικό περιεχόμενο. Δεν είναι εύκολη αυτή η σύνθεση. Είναι όμως ο μόνος τρόπος για να συγχρονισθούν το ρητό και το υπόρρητο μέρος του πολιτικού μηνύματος. Είναι ο μόνος τρόπος να έχει τη δυνατότητα ο πολίτης να αντιδράσει με μη παράδοξο τρόπο. 

Το καλό με την εκλογική κατάρρευση του δικομματισμού και την ανάδειξη του ακραίου λαϊκισμού είναι ότι τώρα γνωρίζουμε την παράδοξη συμπεριφορά μας και τα αυτοκαταστροφικά αποτελέσματά της. Άρα μπορούμε να ελευθερωθούμε από τη «διπλή δέσμευση» και να αναζητήσουμε αυθεντικές εναλλακτικές. Αρκεί να δημιουργηθούν, φυσικά… 

Μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι; Η αισιοδοξία ωφελεί αυτούς που ξέρουν πώς να τη χρησιμοποιήσουν. Η απαισιοδοξία γονιμοποιεί τη δράση αυτών που θέλουν να αποτρέψουν αυτά που οι ίδιοι προβλέπουν. Τόλμη και φαντασία χρειάζονται. Υπάρχουν;

Τρίτη 8 Μαΐου 2012

Η αρχή του τέλους

Η κατάρρευση επήλθε. Η οικονομική χρεοκοπία της χώρας καθρεφτίστηκε και στο εκλογικό αποτέλεσμα – στη χρεοκοπία του πολιτικού συστήματος της Μεταπολίτευσης. Τα κόμματα του Βουλγαράκη και του Τσοχατζόπουλου έγιναν σκιές του εαυτού τους. Θα ήταν ευχής έργον να είχε συμβεί νωρίτερα, με ηπιότερο τρόπο, σε λιγότερο επικίνδυνες συνθήκες. Αλλά οι κοινωνίες δεν είναι εργαστήρια. Οι συνειδήσεις των ανθρώπων δεν μεταβάλλονται επειδή έτσι υπαγορεύει η λογική, αλλά σμιλεύονται στο καμίνι των προσωπικών εμπειριών που γεννά η συγκεκριμένη λειτουργία του δημοσίου βίου.

Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Αν όχι τώρα, πότε;



Και τι δεν κάνουν οι πολιτικοί της χρεοκοπίας για να μη χάσουν τη δουλειά τους! Ρητορεύουν, βραχνιάζουν, χτυπιούνται να μας πείσουν ότι χωρίς αυτούς η χώρα θα καταρρεύσει. Τα κόμματα της μίζας θέλουν να αποφύγουν, λέει, την ακυβερνησία, να αποτρέψουν την επιστροφή στη δραχμή. Μετά από τριάντα πέντε χρόνια παλαιοκομματισμού, ο εξ επαγγέλματος εθνικόφρων Σαμαράς,  θέλει τώρα να τα «αλλάξει όλα», να «κυβερνήσει διαφορετικά»! Ο Βενιζέλος, ερωτευμένος όπως πάντα με τη ρητορική του, έχει εκπονήσει ένα ακόμη «Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης», το οποίο θα μας βγάλει, υπόσχεται, από το μνημόνιο σε τρία χρόνια! Τα ίδια έλεγε και ο ανεπαρκής προκάτοχός του – «το 2012 θα είναι η χρονιά της ανάπτυξης»!


Οι δύο πολιτικοί αρχηγοί των κομμάτων της φαυλότητας, οι ίδιοι άνθρωποι που πριν λίγες εβδομάδες, χάρισαν 30 εκατομμύρια δυσεύρετου δημοσίου χρήματος στα χρεοκοπημένα κόμματά τους, κάνουν αυτό που έκαναν πάντα: υπόσχονται. Δεν υπόσχονται βέβαια «καλύτερες μέρες» (πάνε αυτά!), αλλά αποτροπή της κατάρρευσης – παραμονή στο ευρώ, αρκεί να τους εκλέξουμε!



Η στρατηγική είναι παλιά και δοκιμασμένη: η ελπίδα πεθαίνει τελευταία! Όταν υπόσχεσαι κάτι, ο εξαρτημένος από σένα αποδέκτης σου δεν μπορεί να ξέρει αν το εννοείς ή όχι. Θα ήθελε όμως να  πιστέψει ότι το εννοείς! Απαλλάσσεται έτσι κι ό ίδιος από το άχθος της απόφασης!  Η αυταπάτη απαλύνει το άγχος που γεννά η αβεβαιότητα.



Υπάρχουν δύο είδη αβεβαιότητας. Το πρώτο είναι η αβεβαιότητα της συμπεριφοράς του ανθρώπου που απατά συστηματικά τη γυναίκα του. Τη διαβεβαιώνει ότι η τελευταία φορά που την απάτησε ήταν πράγματι η τελευταία, ότι ωρίμασε, άλλαξε. «Θα δεις», της λέει, «από δω και πέρα, θα είμαι ένας διαφορετικός άνθρωπος». Την υπόσχεση αυτή την έδωσε κι άλλες φορές, για την ακρίβεια μετά από κάθε εξωσυζυγική σχέση του. Ουδέποτε την τήρησε. Η ελπίδα όμως πεθαίνει τελευταία. «Κι αν αυτή τη φορά άλλαξε;», σκέφτεται η απατημένη σύζυγος.  «Να τα γκρεμίσω όλα μετά από τριάντα χρόνια γάμου;  Μπορεί να άλλαξε…Ποτέ δεν ξέρεις…».  



Το δεύτερο είδος αβεβαιότητας είναι αυτό της ζωής μετά τη διάλυση του γάμου. «Πως θα ζήσω τώρα; Δουλειά δεν έχω. Τι θα γίνει με το σπίτι; Πως θα μεγαλώσω την οικογένεια; Τι θα πω στα παιδιά;». Το διαζύγιο παράγει απτή αβεβαιότητα, δίχως ελπίδα – μόνο πιθανά προβλήματα.
Ενώ η υπόσχεση της αλλαγής συμπεριφοράς εμπεριέχει το στοιχείο της πιθανής θετικής έκπληξης, το γεγονός του διαζυγίου φέρνει στο νου κυρίως προβλήματα. Τα δύο είδη αβεβαιότητας είναι ασύμμετρα, στο μέτρο που  παράγονται από δύο διαφορετικής τάξεως γεγονότα – την υπόσχεση και την κατάρρευση – τα οποία ενσωματώνουν διαφορετικές προσδοκίες.

 Η υπόσχεση είναι ένα ευχάριστο γεγονός εν αναμονή· δεν διαψεύδεται παρά μόνο, αργότερα, στην πράξη. Άρα στο μεσοδιάστημα καλλιεργείται η προσδοκία ότι μπορεί να υλοποιηθεί. Αντιθέτως, η
κατάρρευση συνιστά ένα δυσάρεστο συμβάν από την πραγματοποίηση του οποίου προκύπτουν, αρχικά τουλάχιστον, πολλά προβλήματα (στο μέτρο που μια τάξη πραγμάτων, όπως π.χ. η έγγαμη συμβίωση, ανατρέπεται), ενώ η βεβαιότητα ότι θα αποτελέσει την απαρχή μιας νέας τάξης πραγμάτων (π.χ. ένα νέο γάμο) είναι ισχνή. Όταν γκρεμίζεται κάτι πρώτα βλέπουμε τη σκόνη, ακούμε το θόρυβο και μας μένουν τα ερείπια (αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα δηλαδή), ενώ η οικοδόμηση του νέου κτηρίου που θα χτιστεί, θα συμβεί, αν συμβεί,  στο μέλλον. 

Αυτή την ασυμμετρία μεταξύ «υπόσχεσης» και «κατάρρευσης» εκμεταλλεύονται οι πολιτικάντηδες των κομμάτων της μίζας. Η ακυβερνησία (και τα πολλά προβλήματά της, το σημαντικότερο από τα οποία είναι η πιθανή έξοδος από την ευρωζώνη) είναι η κατάρρευση που επισημαίνουν. Οι συνέπειές της φυσικά μας φοβίζουν, γι αυτό το κάνουν άλλωστε. Οι επαγγελίες περί «αλλαγής» και «ανασυγκρότησης» είναι οι υποσχέσεις με τις οποίες επιχειρούν να μας δελεάσουν.

Αν είμαστε «φρόνιμοι» άνθρωποι, αν δεν χάσαμε την κρίση μας, τη μνήμη μας, και τον αυτοσεβασμό μας πρέπει να αντισταθούμε στο δέλεαρ της υπόσχεσης· ξέρουμε από προσωπική πείρα ότι είναι απατηλή.  ΠΑΣΟΚ και ΝΔ υπήρξαν τα κόμματα της μίζας, της φαυλότητας, του πελατειακού, κομματικοποιημένου κράτους. Είναι τα κόμματα που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία και, το χειρότερο, δεν διδάχθηκαν τίποτε από αυτή.  Ακόμα και τώρα παραμένουν αδιόρθωτα – πλαισιώνονται εν πολλοίς από κομματανθρώπους που ανήγαγαν τη φαυλότητα και την κακοδιαχείριση σε επιστήμη. Το να πιστεύεις ότι ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος, ο Αβραμόπουλος και ο Σκανδαλίδης, θα μας βγάλουν από την κρίση συνιστά το θρίαμβο της (ψευδο-)ελπίδας έναντι της εμπειρίας.

Η πιθανή ακυβερνησία που θα προκύψει από την πολιτική κονιορτοποίηση του πολιτικού συστήματος είναι όντως ένα μεγάλο πρόβλημα. Οι δημαγωγοί και οι λαϊκιστές που ενδύθηκαν τη λεοντή του «αντισυστημικού» πολιτικού θα βρουν πρόσφορο έδαφος. Οι αντιευρωπαϊστές λύκοι θα γλείφονται. Θάρθουμε πλησιέστερα στην καταστροφή. Πρέπει όμως να βρούμε το σθένος να αντέξουμε τα συναισθήματα φόβου που εύλογα γεννώνται. Οι πολιτικάντηδες ποντάρουν στο συντηρητισμό μας. Ότι θα φοβηθούμε και θα κάνουμε πίσω. Η θέα της αβύσσου πρέπει να ατσαλώσει τα νεύρα μας, όχι να μας πανικοβάλλει. Η καταστροφή που βιώνει η χώρα να ενισχύσει το αίσθημα της αηδίας για το φαύλο πολιτικό σύστημα που διαχειρίστηκε τα κοινά. Με αυτούς τους ανθρώπους ξέρουμε ότι δεν έχουμε μέλλον. Η πολιτική τήξη θα οδηγήσει σε νέα μορφώματα – αρκεί να το θελήσουμε.

Οι μεγάλες πολιτικές αλλαγές δεν προήλθαν από ψυχρούς υπολογισμούς, αλλά από εκείνο το πυρακτωμένο αίσθημα που καίει τα σωθικά των ανθρώπων: «δεν πάει άλλο, φτάνει πια». Πολιτικάντηδες της μίζας και του ρουσφετιού αρκετά σας ανεχθήκαμε. Αφεθήκαμε επί μακρόν στη σαγήνη της δημαγωγίας σας.  Η οργή μας δεν στρέφεται μόνο εναντίον σας αλλά κι εναντίον μας. Αν μας παραπλανήσατε εσείς είναι γιατί θέλαμε κι εμείς να παραμυθιαστούμε. Η αυταπάτη ήταν βολικότερη από την αλήθεια. Τώρα ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε. Για την ακρίβεια, ποτέ δεν ξέραμε καλύτερα. Η καταστροφή μας έδωσε μια πρωτοφανή βεβαιότητα. Η κρίση μας χάρισε διαύγεια.

Από την έλλογη οργή ξεπηδά το καινούριο. Στο καμίνι των συναισθημάτων αποστροφής χαλυβδώνεται η θέληση να αναζητήσουμε διαφορετικές λύσεις, χωρίς να έχουμε πλήρη εικόνα των νέων προβλημάτων που θα προκύψουν. Η αποδοχή της αβεβαιότητας που γεννά η πιθανότητα της κατάρρευσης είναι το τίμημα που πρέπει να καταβάλλουμε για μια νέα πολιτική τάξη πραγμάτων. Θέλει τόλμη η αξιοπρέπεια. Απαιτεί ωριμότητα η δημιουργία. Χρειάζεται κουράγιο να αντέξεις την αλήθεια ότι δημιουργείς την ιστορία.

Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στον συντηρητικό μας εαυτό να κερδίσει το παιχνίδι με τον δημιουργικό μας εαυτό. Αν δεν ρισκάρουμε, δεν θα κερδίσουμε.  

Γνωρίζουμε ότι η υπόσχεσή τους είναι απατηλή. Ξέρουμε ότι η θέλησή μας για μια δημιουργική, ευρωπαϊκή πατρίδα είναι πραγματική. Τι περιμένουμε;