Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2008

Ο φόνος και το ξέσπασμα – μια ερμηνεία


Ακόμα και για μια χώρα εθισμένη στην υπερβολή, η κοινωνική αναταραχή που προκάλεσε ο φόνος του εφήβου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από αστυνομικό, στα Εξάρχεια, ήταν πρωτοφανής. Πως εξηγείται; Δύο παράγοντες πρέπει να ληφθούν, κατ’ αρχήν, υπόψη: η δύναμη του τυχαίου γεγονότος και η ιστορική έλλειψη εμπιστοσύνης σε βασικούς κρατικούς θεσμούς, ιδιαίτερα την Αστυνομία.

Ο καθένας θα μπορούσε να είναι στη θέση του Αλέξανδρου. Ούτε ταραχές υπήρχαν στα Εξάρχεια εκείνες τις μέρες, ούτε ο μαθητής μετείχε σε βίαιες πράξεις κατά της Αστυνομίας. Τυχαία ήταν εκεί. Ο τυχαίος φόνος σοκάρει ιδιαίτερα γιατί μας καταλαμβάνει απροετοίμαστους - δεν διαθέτουμε έτοιμα σχήματα να τον ερμηνεύσουμε. Το γεγονός του τραγικού θανάτου, ιδιαίτερα όταν μεταδίδεται δραματοποιημένο από τα ΜΜΕ, δημιουργεί ένα κοινό για όλους σημείο αναφοράς, μας κάνει συμμέτοχους στην τρωτότητα της ύπαρξης, νοιώθουμε παρόμοια συναισθήματα.

Τι νοιώσαμε; Σοκ, απορία, οργή. Αυτά τα συναισθήματα διακατείχαν πολλούς νέους, ιδιαίτερα όσους ξεχύθηκαν στους δρόμους των ελληνικών πόλεων το Σαββατόβραδο του φόνου, την Κυριακή και τη Δευτέρα, όταν το σοκ ήταν νωπό και οι διαμαρτυρίες αυθόρμητες. Οι νέοι που συμμετείχαν σε εκείνες τις εκδηλώσεις εξέφρασαν πένθος, θυμό, ακόμη και μίσος. Εναντίον τίνος; Κατά της Αστυνομίας και εναντίον αυτών που συμβολίζει η Αστυνομία - τη δημόσια τάξη, την κρατική εξουσία, και, συνεκδοχικά, την κοινωνική οργάνωση που υπηρετεί η κρατική εξουσία. Το χρόνιο ελλαδικό έλλειμμα εμπιστοσύνης στο κράτος και τους θεσμούς εμφανίστηκε, σε πλήρη ανάπτυξη, ξανά.

Τα συνθήματα στους τοίχους της Αθήνας ήταν αποκαλυπτικά: «Αυτές οι μέρες είναι του Αλέξη»• «6/12/08 - Αυτή η ημερομηνία θα γραφεί με αίμα μπάτσων»• «Αλέξη μη φοβάσαι, είμαστε μαζί σου. Αυτό το κωλοκράτος θα πέσει προς τιμή σου». Μια μαθήτρια της Γ’ Λυκείου ομολόγησε: «Πέθανε σας λέω – εκδίκηση. […] Σπάστε τα όλα. Σπάστε, σπάστε να γίνει η Αθήνα μαύρη σ’ ένα βράδυ. Να μην υπάρχει τίποτα αύριο. Να ξεκινήσουν όλα από το μηδέν» («Ελευθεροτυπία», 9/12/2008). Ένα τέτοιο «κωλοκράτος» δεν μπορεί παρά να εδράζεται σε μια σάπια κοινωνική οργάνωση: «Η δημοκρατία σας βρωμάει δακρυγόνο», «Να καεί, να καεί το μπου…λο η Βουλή», «Τα πλούτη τους είναι το αίμα μας».

Αυτή η μηδενιστική στάση, υποβοηθούμενη από την εύκολη προσφυγή σε βίαιες μορφές διαμαρτυρίας που, τουλάχιστον μετά τη Μεταπολίτευση, χαρακτηρίζει τις αντιδράσεις κοινωνικών ομάδων στην Ελλάδα, οδήγησε σε επιθέσεις κατά Αστυνομικών Τμημάτων, δημοσίων κτιρίων και «αντιπαθών», στην παρούσα συγκυρία, εταιριών όπως οι τράπεζες. Σε ένα τέτοιο κλίμα, οι ομάδες των εκ συστήματος καταστροφολάγνων ολοκλήρωσαν τον κύκλο της βίας με πυρπολήσεις και λεηλασίες ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας.

Τι εξηγεί τη μηδενιστική έκρηξη; Προσέξτε τα συνθήματα των διαδηλωτών και τα γκράφιτι στους τοίχους. Χαρακτηρίζονται από «έμμεση διαλογικότητα» (Μ. Μπαχτίν) – ο λόγος τους αρθρώνεται σε συνάφεια με τον περιβάλλοντα λόγο. Οι αστυνομικοί είναι «μπάτσοι», το κράτος είναι «κωλοκράτος», η δημοκρατία «βρωμάει», η Βουλή είναι «μπου…λο», οι επιχειρήσεις μας ρουφάνε το «αίμα». Η έλλειψη εκτίμησης σε θεσμούς είναι διάχυτη. Σας θυμίζει κάτι αυτός ο λόγος; Έτσι, λίγο-πολύ, ίσως πιο κόσμια (αν και δεν είμαι σίγουρος…), δεν μιλάμε οι περισσότεροι στην καθημερινότητά μας; Έτσι δεν αισθανόμαστε για τους θεσμούς της χώρας; Οι νέοι επιστρέφουν με οργίλο ύφος και απροσχημάτιστη ευθύτητα τον τύπο λόγου στον οποίο είναι εκτεθειμένοι στον κόσμο των μεγάλων.

Εμείς οι μεγάλοι γιατί μιλάμε τόσο απαξιωτικά για τη χώρα; Γιατί έτσι, κυρίως, νοιώθουμε. Διότι ζούμε σε μια ευρωπαϊκή χώρα με σχεδόν τρικοκοσμικό δημόσιο βίο: μια χώρα που παράγει συστηματικά χαμηλή ποιότητα ζωής, αναξιοπρέπεια, ευνοιοκρατία, σκάνδαλα, και διαφθορά. Πώς να αισθανθείς στη χώρα του Μαγγίνα και του Κεφαλογιάννη, του Βουλγαράκη και του Εφραιμ, του Τσουκάτου, της «Μίζενς» και της «Μιζοκόμ»; Τι να νοιώσεις όταν βλέπεις γενικευμένη αυθαιρεσία, απίστευτη ατιμωρησία, διαβρωτικό κομματισμό, κι ένα ανυπόληπτο κράτος; Τι αυτο-εκτίμηση να έχεις όταν μετέχεις κι εσύ, λίγο ως πολύ, είτε με την αδιαφορία σου, είτε, συνηθέστερα, με τα «φακελάκια», τις «μίζες», τις μικρές παρανομίες και τα ποικίλα «μέσα» που μετέρχεσαι, στην αθλιότητα που σε περιβάλλει;

Τα περισσότερα προβλήματα, βέβαια, δεν είναι καινούρια αλλά επιτείνουν χρόνια προβλήματα, τα οποία το πολιτικό σύστημα αποδεδειγμένα δεν θέλει να αντιμετωπίσει. Το καινούριο είναι ότι, τα τελευταία τρία χρόνια, η συσσώρευση των προβλημάτων, ιδιαίτερα στον απόηχο των εκκλήσεων για «σεμνή και ταπεινή» διακυβέρνηση, μεγάλωσε την απογοήτευση και παρόξυνε τις αντιδράσεις. Η δυσάρεστη ατμόσφαιρα διαποτίζει το λόγο των νέων μέσα από τον κυρίαρχο λόγο των μεγάλων – τις εφημερίδες, τα ΜΜΕ, τις συζητήσεις στην οικογένεια, τις κουβέντες στο πόδι. Κυριαρχεί η απαξίωση, η αηδία, η κατήφεια, η ιδιώτευση, και η μοιρολατρία.

Και οι «διεκδικήσεις» των νέων; Οι αυθόρμητες διαμαρτυρίες των τριών πρώτων ημερών δεν περιείχαν διεκδικήσεις, μόνο θυμό και οργή για «το κράτος που δολοφονεί». Οι «διεκδικήσεις» προέκυψαν εκ των υστέρων, με την ερμηνεία ή οικειοποίηση του αυθόρμητου νεανικού λόγου από κόμματα, οργανωμένους φορείς, τα ΜΜΕ, ηγετικές προσωπικότητες και αναλυτές. Η γενικευμένη «αντίσταση» (και τα συνοδευτικά «αιτήματα») λ.χ. προβλήθηκε αναδρομικά, σε μια προσπάθεια να εκλογικευτεί η αυθόρμητη διαμαρτυρία. Προβάλλοντας πάνω του τα «αιτήματα» που «θα έπρεπε» να έχει, το ξέσπασμα μεταποιήθηκε σε «κίνημα». Η ειρωνεία είναι ότι εκείνα τα κόμματα και οι οργανωμένοι φορείς που με τις πράξεις τους ή τις παραλείψεις τους, έχουν συνεισφέρει στην κυρίαρχη σήμερα απαξίωση των θεσμών, σπεύδουν τώρα να εκλογικεύσουν τις αυθόρμητες διαμαρτυρίες εντάσσοντας τες στη δική τους αφήγηση – μια αφήγηση είτε συντηρητική-υποκριτική του τύπου ‘δείτε που πάει η κοινωνία’, είτε, επί το πλείστον, δήθεν προοδευτική-ιδεοληπτική, του τύπου ‘ο νεοφιλελευθερισμός καταστρέφει την κοινωνική συνοχή’.

Οι αυθόρμητες διαμαρτυρίες και ταραχές παρέχουν στην κοινωνία μια οθόνη στην οποία οι διαμορφωτές της κοινωνικής γνώμης εγγράφουν τις αξιακά και ιδεολογικά εδραιωμένες διαπιστώσεις τους για τις επιδιώξεις, τους φόβους και τα προβλήματα τοι κοινωνικού σώματος. Οι ώριμες κοινωνίες εκλογικεύουν τις αυθόρμητες διαμαρτυρίες και ταραχές θεωρώντας τες, συνήθως, ως έκφραση αποξένωσης μέρους της κοινωνίας με την κρατούσα τάξη πραγμάτων και προβαίνουν στη λήψη μέτρων, με πραγματικό και συμβολικό περιεχόμενο, επιδιώκοντας τη μακροχρόνια κοινωνική ισορροπία. Οι ανώριμες κοινωνίες αναλίσκονται σε κομματικές αντεγκλήσεις, εντυπωσιοθηρικές αντιπαραθέσεις, και μιντιακό θέαμα, αποφεύγοντας την έλλογη συζήτηση και επιδιώκοντας είτε να δραματοποιήσουν ιδιοτελώς τις ταραχές, είτε να σπρώξουν το πρόβλημα (την αποξένωση που φανερώνουν οι ταραχές) κάτω από το χαλί. Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία της εκλογίκευσης είναι μια «ανοιχτή» (open-ended) διαδικασία και συνιστά η ίδια ένα διακύβευμα.

Ο Αλέξανδρος ήθελε απλά να πιει ένα ποτό με τους φίλους του στα Εξάρχεια, τίποτα παραπάνω. Το τραγικό είναι ότι «χρειαζόμασταν» το θάνατό του για να φωνάξουμε δυνατά για όλα αυτά που χρόνια μας πνίγουν. Το δράμα της χώρας είναι η αυτο-καταστροφική μανία που συχνά την καταλαμβάνει: «χρειάζεται» αίμα αθώων, «εμφυλιοπολεμικό» κλίμα, και καταστροφές περιουσιών για να ταρακουνηθεί το σάπιο πολιτικό της σύστημα – αν ταρακουνηθεί…

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008

Λόγος αμήχανος, κενός, υποκριτικός



Ένα πράγμα που εξοργίζει τους νέους, και ειδικά τους εφήβους, είναι η υποκρισία, ο φαρισαϊσμός. Όσο μεγαλώνουμε μαθαίνουμε να είμαστε πιο «πολιτικοί» και «κομψοί», να αποφεύγουμε τα δύσκολα ερωτήματα που αφορούν τελικούς σκοπούς και το νόημα των δραστηριοτήτων μας, να βλέπουμε τα μέσα που χρησιμοποιούμε κυρίως με χρηστικούς όρους. Οι νέοι, όμως, επιμένουν να ρωτούν γι αυτά που οι μεγάλοι προτιμούν να αποσιωπούν. Η πείρα της ζωής έχει πολλά πλεονεκτήματα, της λείπει όμως, συνήθως, το πάθος για γνησιότητα.

Στην πρωτοφανή κοινωνική-πολιτική κρίση που προκάλεσε ο φόνος του εφήβου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από αστυνομικό εντυπωσιάζει ο υποκριτικός λόγος των ηγετών μας – αυτό ακριβώς που απεχθάνονται οι νέοι. Δεν αναφέρομαι μόνο στην κοινότοπη αισθηματολογία, τη φτηνή συμπόνια, ή την πατερναλιστική νουθεσία. Αναφέρομαι σε ένα είδος κενού λόγου που εκφέρεται όχι για να φωτίσει, να αναδεχθεί εμπράκτως ευθύνες, ή να (ανα)στοχασθεί – όχι, δηλαδή, για να επι-κοινωνήσει - αλλά για να φενακίσει, να δώσει την εντύπωση ότι ανταποκρίνεται στις προσδοκίες που αναμένονται από τον φορέα του. Πρόκειται για ένα είδος προσομοιωμένου αυθεντικού λόγου, ο οποίος προσποιείται την ειλικρίνεια και τη γνησιότητα, ακριβώς για να τα αποφύγει.

«Οφείλουμε να δώσουμε απαντήσεις στη νέα γενιά που αισθάνεται ανασφάλεια για το μέλλον της», δήλωσε περισπούδαστα η υπουργός Απασχόλησης κυρία Πάλλη-Πετραλιά. «Πρέπει να αναρωτηθούμε τι είδους κοινωνία αφήνουμε στους νέους μας», ψέλλισαν οι κκ.Παυλόπουλος και Αβραμόπουλος, υπουργοί Εσωτερικών και Υγείας αντιστοίχως. Κλασικό δείγμα κενότητας και έλλειψης γνησιότητας: τη στιγμή της κρίσης ο κυβερνήτης επιλέγει να σχολιάζει κοινότοπα, σαν παρατηρητής, τα κοινωνικά φαινόμενα, αντί να τα διαμορφώνει, ως δρων, με την πολιτική πράξη του.

Δεν περιμέναμε τον κ. Αβραμόπουλο προκειμένου να αναρωτηθούμε για το που πάει η κοινωνία, αλλά, ως αρμόδιος υπουργός, να κάνει τα νοσοκομεία να δουλεύουν καλά «για» την κοινωνία. Δεν χρειαζόμασταν τις πατερναλιστικές υπομνήσεις του κ.Παυλόπουλου για να εκτιμήσουμε την αξία της ανθρώπινης ζωής, αλλά τη συνεχή υπουργική μέριμνα για την τήρηση της έννομης τάξης: να οργανώσει και να εκπαιδεύσει την Αστυνομία με τρόπο που δεν θα υπερ-αντιδρά σε συνήθεις αψιμαχίες σκοτώνοντας αθώους εφήβους, ούτε θα υπο-αντιδρά παρακολουθώντας παθητικά την καταστροφή δημοσίων κτιρίων και ιδιωτικών περιουσιών. Ο κυβερνήτης «απαντά» στα κοινωνικά αιτήματα όχι με κούφιες δηλώσεις για τηλεοπτική κατανάλωση, αλλά με πράξεις. Ο κυβερνήτης που αισθάνεται ότι δεν έχει ανταποκριθεί στις προσδοκίες της κοινωνίας παραιτείται, δεν σχολιάζει την ποιότητα της κοινωνίας.

Οι πολιτικοί δεν βλέπουν ότι οι απτές πράξεις τους μιλάνε πιο δυνατά από τα κενά λόγια τους. Η ανασφάλιστη εργασία δίνει και παίρνει στην Ελλάδα, αλλά δεν είδαμε την αρμόδια υπουργό να κάνει κάτι αποτελεσματικό γι αυτό. Μια νέα γενιά ρουσφετολογικά διορισμένων συμβασιούχων αναπτύσσεται στη δημόσια διοίκηση (το κατήγγειλε πριν από λίγες μέρες με κόσμια γλώσσα το ΑΣΕΠ στην ετήσια έκθεσή του), αλλά ο υπουργός Εσωτερικών προτιμά να κάνει διαλέξεις για τα δικαιώματα του ανθρώπου! Τα δημόσια νοσοκομεία έχουν οδηγηθεί σε τριτοκοσμική παρακμή, αλλά ο «ατσαλάκωτος» υπουργός Υγείας δηλώνει κορδωμένα ότι «έχει ολοκληρώσει το έργο του»! Και φυσικά δεν χρειάζεται να μιλήσουμε για τα απίστευτα πολιτικά ρουσφέτια και τη διαπλοκή, την περιφρόνηση του νόμου εκ μέρους των πολιτικών, το ακαταδίωκτο των παρανομιών τους χάριν της διαβόητης «βουλευτικής ασυλίας», ή τον χυδαίο και παράνομο πλουτισμό αρκετών απ’ αυτούς.

Ένα ελάχιστο δείγμα: μόλις τον περασμένο Ιούνιο, η Βουλή αποφάσισε ομοφώνως τη μονιμοποίηση των μετακλητών και αποσπασμένων υπαλλήλων του Κοινοβουλίου, πολλοί από τους οποίους είναι συγγενείς βουλευτών! Πριν από λίγες μέρες, όχι λιγότερες από 24 ρουσφετολογικές τροπολογίες κατατέθηκαν σε νομοσχέδιο του Υπουργείου Υγείας. Πήγαινε μετά, νάρκισσε υπουργέ, να μιλήσεις για «ισονομία» και «κράτος δικαίου» στον εξεγερμένο νεαρό που πετροβολάει την Αστυνομία και στο μαινόμενο πλήθος που κραυγάζει «Να καεί, να καεί το μπ…η Βουλή»! Ακόμα καλύτερα: στείλε τους κκ.Μαγγίνα, Τσιτουρίδη, Παυλίδη, Βουλγαράκη, Ρουσσόπουλο και Δούκα να το κάνουν. Κι αν αποτύχουν αυτοί, δοκίμασε τον τέως σύμβουλο του πρωθυπουργού κ.Κεφαλογιάννη – ο λόγος του περί νομιμοφροσύνης ίσως είναι πιο πειστικός!

Αλλά νάταν μόνο οι κωμικά ανεπαρκείς πολιτικάντηδες! Κοιτάξτε πως μιλάνε οι πνευματικοί μας ηγέτες, οι πρυτάνεις. Αρκετά πανεπιστήμιά μας κυριολεκτικά φλέγονται, ληστεύονται, ή έχουν καταληφθεί από ομάδες τραμπούκων, αλλά οι pathetic επικεφαλής τους μιλάνε, γενικώς και αορίστως, για «τομές που πρέπει να γίνουν παντού» (Παλλήκαρης, Πανεπιστήμιο Κρήτης), να «ανοίξει διάλογος με τη νεολαία» (Μουτζούρης, ΕΜΠ), να αναλάβουμε «όλοι τις ευθύνες μας» (Κουμπιάς, Πανεπιστήμιο Πατρών), να γίνει το σχολείο «τόπος πολιτισμού και παιδείας, ταυτόχρονα εκπαίδευσης, αλλά [προς Θεού – σ.σ.] όχι εντατικής» (Μάνθος, ΑΠΘ)! Άσφαιρα λόγια, κενά, ανούσια, υποκριτικά, που δεν αξίζουν ούτε τη μελάνη με την οποία γράφτηκαν.

Τη σημαντικότερη «τομή», τη μεγαλύτερη «ανάληψη ευθυνών», που θα μπορούσαν να κάνουν οι επικεφαλής των πανεπιστημίων μας, είναι να εφαρμόσουν το νόμο στα ιδρύματά τους, κι αν έχουν τα κότσια, να ζητήσουν την κατάργηση του δήθεν «πανεπιστημιακού ασύλου», προκειμένου να προστατευθεί η δημόσια περιουσία και η σωματική ακεραιότητα. Αλλά που να βρουν τα κότσια άνθρωποι που φημίζονται περισσότερο για τις δημόσιες σχέσεις τους και λιγότερο για το επιστημονικό τους έργο, που εκλέγονται μετά από συμφωνία με κομματικές φοιτητικές παρατάξεις, που δεν έχουν επίγνωση της βαρύτητας του ηγετικού τους αξιώματος;

Ανεπαρκείς πολιτικάντηδες και «ισορροπιστές» πρυτάνεις, σας τρόμαξε το τυφλό νεανικό ξέσπασμα…Αμήχανα ψελλίζετε τα μόνα λόγια που μάθατε - κοινότοπα, δημοσιοσχεσίτικα, κενά…Στην τυφλή οργή και το μηδενισμό των ταραξιών αντιτάσσετε το μόνο που ξέρετε να κάνετε καλά – την προστασία της «εικόνας» σας, αναμένοντας τη μελλοντική εξαργύρωσή της. Και περιμένετε, καημένοι, να σας ακούσουν…

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

Αθήνα, Βαγδάτη, «Λεβιάθαν»…


Κάπως έτσι πρέπει να είναι η ζωή στη Βαγδάτη: αυθαίρετη βία, πυρπολήσεις, λεηλασίες, απουσία αίσθησης μιας ομαλής ζωής, να μην ξέρεις αν το παιδί σου θα γυρίσει ζωντανό στο σπίτι, αν θα βρεις το μαγαζί σου όπως το άφησες. Να ανησυχείς για το αύριο, να αισθάνεσαι παγιδευμένος, να μην μπορείς να ελπίζεις…

Ένα διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, ένας καταγέλαστα σαθρός κρατικός μηχανισμός, μια κατακερματισμένη κοινωνία• άτολμες, μυωπικές, σπιθαμιαίου αναστήματος ηγεσίες – αυτό είναι το πραγματικά θανατηφόρο μολότοφ που καταστρέφει τη χώρα.

Όποιος έχει καθαρό βλέμμα, το βλέπει. Όποιος εκλαμβάνει το κράτος ως λάφυρο, θεωρεί την εξουσία αυτοσκοπό, ή το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η πολιτικά εξαργυρώσιμη «εικόνα» του, μιλά σαν τους οδυνηρά ανεπαρκείς κυβερνήτες μας. Δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι τη στιγμή της πρωτόγνωρης κοινωνικής κρίσης, ψελλίζουν αμήχανα λόγια, προσποιούνται τη συμπόνια, εικονικά παραιτούνται, αποδεικνύονται τραγικά κατώτεροι των περιστάσεων. Την ώρα που περιμένεις κατευθυντήρια ηγεσία, με ειλικρίνεια, σχέδιο και αποφασιστικότητα, εισπράττεις αμήχανη σιωπή, ένοχη αβουλία, τετριμμένες κοινοτοπίες.

Η νοσηρή οσμή που διαπερνά τη χώρα, το σαράκι της διαφθοράς και των ατέλειωτων σκανδάλων, τα αρπακτικά που κατατρώγουν ποικιλοτρόπως το δημόσιο πλούτο, η απίστευτη αναξιοκρατία, η γενικευμένη ανομία, η βαθιά εμπεδωμένη αίσθηση ότι δεν υπάρχει δικαιοσύνη, ο ακατανίκητος κυνισμός, η ακραία πολιτική πόλωση, η παθολογική κομματικοποίηση των πάντων, η έλλειψη στοιχειώδους διάθεσης για συνεννόηση, η απουσία, τελικά, θεμελιώδους «κοινωνικότητας», δίχως την οποία δεν μπορεί να σταθεί πολιτισμένη συμβίωση ανθρώπων, δεν θα μπορούσαν παρά να κορυφωθούν με το αίμα ενός αθώου. Το δράμα που ζούμε απαιτεί ένταση στην κορύφωσή του – την οδύνη του θανάτου, το τραγικό τέλος, την ύστατη υπόμνηση της απελπισίας.

Κάπως έτσι πρέπει να είναι «η φυσική κατάσταση του ανθρώπου» - η ζωή όταν δεν υπάρχει έννομη τάξη - που περιγράφει ο Τόμας Χόμπς στον «Λεβιάθαν»: πόλεμος όλων εναντίων όλων. Στη «φυσική κατάσταση» ο καθένας έχει την άδεια να κάνει ο,τιδήποτε. Ο ένοπλος αστυνομικός να σκοτώσει έναν έφηβο επειδή τον έβρισε• ο χασισοκαλλιεργητής να πυροβολεί στο κεφάλι ένα νεαρό αστυνομικό και να τον κάνει φυτό για όλη του τη ζωή• ο μπράβος της νύχτας να ξυλοφορτώνει μέχρι θανάτου έναν αλλοδαπό νεαρό που δεν του άρεσε ο τρόπος του• τραμπούκοι να χρησιμοποιούν τα πανεπιστήμια ως ορμητήρια για βίαιες πράξεις• καταστροφολάγνοι να πυρπολούν την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη• καταστηματάρχες να αυτοδικούν.

Γιατί μας παραξενεύει ο θανατηφόρος τσαμπουκάς ενός αστυνομικού και η ομόλογη καταστροφική μανία των ταραχοποιών, όταν ο κουτσαβακισμός συνιστά εθνικό τρόπο ζωής; Γιατί μας συγκλονίζουν οι αντικοινωνικές καταστροφές των μασκοφόρων όταν τα κόμματά μας δίνουν, με κάθε τρόπο, το παράδειγμα ιδιοτελούς και αντιθεσμικής συμπεριφοράς, ενεργώντας καιροσκοπικά, ως «ιδιώτες», χωρίς σεβασμό σε κανόνες και νόμους, μη μετέχοντας στον «κοινό λόγο» της «πόλεως»; Σε μια κοινωνία «ιδιωτών», ο καθένας, εξ ορισμού, «ιδιωτεύει» με τον δικό του τρόπο – βίαιο ή μη.

Το κράτος μας λειτουργεί σχιζοφρενικά. Από τη μια μεριά οπλίζει το χέρι ενός αστυνομικού με νταηλίδικο ψυχισμό και δεν ενδιαφέρεται, στη συνέχεια, να διακριβώσει αν ο αστυνομικός είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει το όπλο του με σύνεση, ενώ από την άλλη παρακολουθεί παθητικά το θέαμα της φλεγόμενης πόλης παραδομένης στην τυφλή μανία του αφηνιασμένου όχλου. Δείτε το δίπολο: έχουμε ένα κράτος, του οποίου μερικοί αστυνομικοί δεν διστάζουν να πυροβολήσουν δεκαπεντάχρονα παιδιά και να ξυλοκοπήσουν ανυπεράσπιστους ανθρώπους, ενώ άλλοι, εξοργιστικά ολιγωρούν όταν κρατούμενοι δραπετεύουν, ταραξίες καταστρέφουν περιουσίες (ιδιωτικές και δημόσιες) και συμμορίες εγκληματούν.

Το ελλαδικό κράτος συχνά δεν μπορεί να διεκπεραιώσει ούτε τη στοιχειώδη υποχρέωση κάθε σύγχρονου κράτους: την προστασία της έννομης τάξης. Ταλαντεύεται μεταξύ του αψυχολόγητου τσαμπουκά και της πλήρους παθητικότητας• πυροβολεί εκεί που δεν πρέπει, ολιγωρεί εκεί που χρειάζεται ακαριαία δράση. Υπεραναπληρώνει την ανεπάρκειά του με άλογες κρίσεις αυταρχικού παροξυσμού έναντι των πολιτών του – είτε τους βασανίζει γραφειοκρατικά, είτε τους σκοτώνει ενεργητικά, είτε τους οδηγεί στο θάνατο παθητικά (με τις αβλεψίες του). Ένα είναι σίγουρο: αυτό δεν είναι κράτος, η συνύπαρξη σε αυτή τη χώρα δεν συνιστά κοινωνία (δηλ. μετοχή στον κοινό λόγο).

Η κρατική σχιζοφρένεια δεν παράγεται, φυσικά, στο κενό: εκφράζει την ιστορικά αμφίθυμη στάση της ελλαδικής κοινωνίας απέναντι στην αστυνόμευση. Το συλλογικό αγαθό της έννομης τάξης παράγεται από θεσμούς που απολαμβάνουν ισχυρής κοινωνικής εμπιστοσύνης. Αν η Αστυνομία ταλαντεύεται μεταξύ κτηνωδίας και παθητικότητας, ανήμπορη να συγκεράσει με «φρόνηση» τις αντικρουόμενες απαιτήσεις που εγγενώς διαπερνούν το έργο της, είναι γιατί αφενός μεν η κοινωνία εκπαιδεύεται από δημαγωγούς πολιτικούς και λαϊκιστικά ΜΜΕ να μην την εμπιστεύεται, αφετέρου δε γιατί η ίδια η Αστυνομία ενεργοποιεί με συμπεριφορές της ιστορικές μνήμες αυταρχισμού, ενώ με τον χρόνιο κομματισμό, την καχεκτική ανάπτυξη αμιγώς επαγγελματικής συνείδησης, και την έλλειψη σύγχρονης διοικητικής κουλτούρας και εκπαίδευσης που τη χαρακτηρίζουν, αδυνατεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης.

Είμαστε εγκλωβισμένοι σε έναν πελώριο φαύλο κύκλο. Δεν υπάρχουν ηγέτες να μας δώσουν προοπτική, να μας βοηθήσουν να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα. Κι όσο δεν υπάρχει ελπίδα, τόσο συσσωρεύεται τυφλή οργή, η οποία μας βυθίζει περισσότερο στο τέλμα. Είναι οδυνηρό να ζεις στη Βαγδάτη...

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2008

Ανεπαρκείς ηγέτες


Ένα χαρακτηριστικό δείγμα της κρίσης που περνάμε είναι η κραυγαλέα ανεπάρκεια των ηγετών μας. Αν δυσκολευόμαστε να δούμε φως στο στην άκρη τη σήραγγας είναι γιατί, μεταξύ άλλων, δεν διαθέτουμε ηγεσίες να μας εμπνεύσουν με το φωτεινό παράδειγμά τους. Αντιπαρέρχομαι τις εικονικές παραιτήσεις της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Εσωτερικών ή την παντελή ανυπαρξία του Αρχηγού της Αστυνομίας στη διάρκεια της πρωτόγνωρης κρίσης που συγκλονίζει τη χώρα, για να σταθώ στη στάση του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών κ.Κίττα.

Ο κ.Πρύτανης ανακοίνωσε στον «Σκαϊ» την παραίτηση από το αξίωμά του, λέγοντας: «και βέβαια θα παραιτηθώ. Είναι δυνατόν να κινδυνεύουν ιστορικά κτίρια και να μη γίνεται τίποτα; Αναλαμβάνω την ευθύνη εγώ. […]» («Καθημερινή», 9/12/2008). Σχολίασε αρνητικά το γεγονός ότι «δεν καταφέραμε να εξαλείψουμε όλες αυτές τις αιτίες για τις οποίες εξεγείρονται οι νέοι» («Ελευθεροτυπία», 9/12/2008), και ομολόγησε: «Λάθη έχω κάνει κι εγώ. Ίσως δεν άκουσα εγκαίρως ό,τι έπρεπε, ίσως δεν φώναξα τόσο δυνατά όσο έπρεπε» («Καθημερινή», 10/12/2008). Πιεζόμενος από συνεργάτες του να ανακαλέσει την παραίτησή του, ο κ.Κίττας δήλωσε: «Δεν είμαι από αυτούς που λένε και κατόπιν το αναιρούν» (ο.π.). Πριν αλέκτορα φωνήσαι, ο κ.Κίττας ανακάλεσε την παραίτησή του, μετά από παράκληση του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Θαυμάστε την αντίληψη περί ηγεσίας του ανδρός. Ενόσω ιστορικά κτίρια του Πανεπιστημίου Αθηνών φλέγονταν, ο επικεφαλής του ανακοίνωσε, τηλεοπτικά παρακαλώ, την παραίτησή του! Τη στιγμή, δηλαδή, της μάχης, ο ηγέτης άκριτα δηλώνει ότι αποσύρεται. Είναι σα να ακούγαμε τον επικεφαλής μιας επιχείρησης που στεγάζονταν στους Δίδυμους Πύργους να ανακοίνωνε την παραίτησή του την ημέρα της επίθεσης! Ευθιξία ή δειλία; Ανάληψη ευθυνών (ποιών ακριβώς;) ή εντυπωσιοθηρία;

Αλλά έστω κι έτσι, αν ο πρύτανης έκρινε ότι η συμβολική βαρύτητα της παραίτησής του ήταν σημαντικότερη από την παραμονή του στο τιμόνι του οργανισμού τη στιγμή της κρίσης, τώρα γιατί κάνει πίσω; Δεν ισχύουν πλέον οι λόγοι που επικαλέστηκε; Δεν αναδέχεται πλέον τις ευθύνες που ο ίδιος καταλόγισε (και) στον εαυτό του; Η μήπως επιδίδεται κι αυτός, όπως οι πολιτικάντηδες, σε ένα παιχνίδι δημοσίων σχέσεων;

Αναρωτιέμαι ποιους μπορούν να εμπνεύσουν τέτοιοι ηγέτες. Τι αξιοπιστία διαθέτει κάποιος που λέει και ξελέει; Τι κύρος έχει ένας ηγέτης που δεν έχει τη σύνεση να σταθμίσει τη βαρύτητα των συμπεριφορών του; Που οικειοποιείται το ρόλο του αγανακτισμένου παραιτούμενος εικονικά; Που συμπεριφέρεται τόσο ναρκισσιστικά ώστε να χρειάζεται να τον καλοπιάσει ο πρώτος πολίτης της χώρας προκειμένου να εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του; Τι αυθεντικότητα μπορεί να έχει ένας τέτοιος ηγέτης; Ποιόν μπορεί να πείσει, να εμπνεύσει, να κινητοποιήσει;

Αναρωτιόμαστε μετά γιατί δεν πείθουμε τους νέους…

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2008

Η ανακύκλωση της μιζέριας




Αν έπρεπε να συνοψίσω με μια λέξη τι χαρακτηρίζει τη σημερινή Ελλάδα θα έλεγα «αναχρονισμός». Τα θέματα που μας απασχολούν, ο τρόπος που τα συζητούμε (και γενικότερα αντιδρούμε), καθώς και οι λύσεις που συνήθως δίνουμε, δεν θυμίζουν τόσο μια ανεπτυγμένη χώρα της ΕΕ, στον 21ο αιώνα, όσο είτε μια αναπτυσσόμενη τριτοκοσμική χώρα, είτε μια πρώην κομμουνιστική χώρα που εξήλθε από τη θεσμική και οικονομική υπανάπτυξη και πασχίζει να συντονιστεί με τον ανεπτυγμένο κόσμο. Είναι θλιβερό και επώδυνο να ζεις στην Ελλάδα.

Βέβαια, κάθε χώρα αντιμετωπίζει τα δικά της προβλήματα, αλλά εκείνο που κάνει εμάς να είμαστε αναχρονιστικοί (και να μοιάζουμε περισσότερο με «αναδυόμενες» χώρες), δεν είναι μόνο η κλίμακα ή το είδος των προβλημάτων, αλλά, κυρίως, ο τρόπος που τα διαχειριζόμαστε.

Ποιος είναι αυτός; Όταν αναδεικνύεται ένα θέμα που πρέπει να καταστεί αντικείμενο δημόσιας πολιτικής, το κράτος, δέσμιο επιμέρους συμφερόντων ή φοβούμενο το πολιτικό κόστος, ή απλώς καθηλωμένο από την ανικανότητά του (η οποία με τη σειρά της οφείλεται σε χρόνια κομματικοποίηση, υποχρηματοδότηση, και/ή διοικητική απίσχνανση), αρχικά ολιγωρεί. Τα προβλήματα πολλαπλασιάζονται, μέχρις ότου το κράτος αναγκάζεται να κάνει κάτι. Όταν αναλαμβάνει δράση, αυτή χαρακτηρίζεται είτε από έναν απίστευτο κρατισμό (ο οποίος υποδηλώνει τουλάχιστον έλλειψη φαντασίας και τόλμης, άρα καθήλωση στο πλαίσιο της κυρίαρχης ελλαδικής νοοτροπίας), είτε ευνοεί επιμέρους συμφέροντα, σε κάθε περίπτωση όμως οι «λύσεις» είναι εμβαλωματικές και συνήθως αποσκοπούν να μεταθέσουν το πρόβλημα στο μέλλον (σε άλλους, πιθανότατα, διαχειριστές), όχι να το χειριστούν ορθολογικά.

Οι συνέπειες είναι όχι μόνο να μην επιλύονται τα προβλήματα, αλλά οι «λύσεις» να παράγουν νέα, παρόμοιας υφής, αποφεύξιμα προβλήματα. Υπάρχουν φυσικά και εξαιρέσεις, αλλά αυτό είναι, σε γενικές γραμμές, το κυρίαρχο μοτίβο δημόσιας πολιτικής. Το συνοψίζω: αρχική ολιγωρία, ανευφάνταστη δράση που ακολουθεί το κυρίαρχο πρότυπο, μετάθεση του προβλήματος στο μέλλον ή δημιουργία νέων, παρόμοιων προβλημάτων. Με λίγα λόγια, ανακυκλώνουμε τη μιζέρια μας• είμαστε εγκλωβισμένοι σε ένα φαύλο κύκλο. Ιδού ένα πρόσφατο παράδειγμα από πολλά.

Ο θεσμός του ενός και μοναδικού συγγράμματος στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που καθιερώθηκε από τη δικτατορία του Παπαδόπουλου, ήταν πάντοτε απαράδεκτος για μια φιλελεύθερη δημοκρατία. Πέρασαν 33 χρόνια από τη Μεταπολίτευση, με συνεχείς εκκλήσεις διακεκριμένων πανεπιστημιακών και επικριτικές διακηρύξεις κομμάτων και συνδικαλιστικών οργανώσεων, για να καταργηθεί από τη σημερινή κυβέρνηση το 2007. Με τι αντικαταστάθηκε; Με την πρόνοια δύο συγγραμμάτων, από τα οποία οι φοιτητές μπορούν να επιλέξουν το ένα! Ναι, η αλλαγή είναι τόσο ριζοσπαστική!

Η λύση αυτή δημιουργεί καινούρια γραφειοκρατικά προβλήματα και, κυρίως, κινείται στο ίδιο κρατικιστικό πλαίσιο όπως το πρόβλημα που υποτίθεται ότι επιλύει. Τα νέα διαδικαστικά προβλήματα, εξ αιτίας των οποίων πολλοί φοιτητές δεν έχουν πάρει ακόμα βιβλία στο τέλος του πρώτου εξαμήνου, δημιουργούνται από το γεγονός ότι παρεμβάλλονται στη διαδικασία οι εκδότες, η διαθεσιμότητα των οποίων είναι καθοριστική για τη δημιουργία του τελικού καταλόγου από τον οποίο θα επιλέξουν οι φοιτητές. Οι εκδότες εύλογα ζητούν ακριβή στοιχεία για τις ποσότητες βιβλίων που θα κληθούν να τυπώσουν, τα οποία όμως τα πανεπιστήμια δεν διαθέτουν, αφού ακόμα οι φοιτητές δεν επέλεξαν τα βιβλία. Προσέξτε το κλασικό Catch-22: οι φοιτητές τυπικά καλούνται να επιλέξουν από έναν κατάλογο βιβλίων που έχει συνταχθεί με βάση, μεταξύ άλλων, την εκδοτική διαθεσιμότητα. Η τελευταία όμως είναι συνάρτηση των επιλογών που θα κάνουν οι φοιτητές. Οι επιλογές των φοιτητών, όμως, είναι συνάρτηση των εκδοτικών σχεδίων! Αδιέξοδο!

Επιπλέον, πώς να επιλέξουν οι φοιτητές για πράγματα που δεν γνωρίζουν; «Έρχονται και μας ρωτούν», παρατηρεί ο αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών, Κ. Ραβάνης. «Μας φέρνουν σε δύσκολη θέση» («Ελευθεροτυπία», 27/10/08). Δεύτερο αδιέξοδο: ο φοιτητής, για να επιλέξει, πρέπει να γνωρίζει. Πως όμως θα γνωρίζει ποιο βιβλίο είναι καλύτερο αφού δεν έχει διδαχθεί το μάθημα; Εκ των υστέρων μπορεί να γνωρίζει. Εκ των προτέρων όμως είναι δύσκολο. Το μοντέλο του φοιτητή-καταναλωτή δεν είναι εφικτό να εφαρμοστεί σε θέματα που ο αποφασίζων όχι μόνο στερείται ενημέρωσης, αλλά ουσιαστικής γνώσης. Το πιθανότερο είναι ότι είτε θα θελήσει να διακριβώσει τις επιθυμίες του διδάσκοντα (ιδιαίτερα αν τα βιβλία του εμπεριέχονται στον κατάλογο), είτε θα ακολουθήσει κοπαδικώς τους συμφοιτητές του.

Όλα αυτά προκύπτουν από το γεγονός ότι είμαστε η μόνη χώρα στην ΕΕ στην οποία διανέμονται συγγράμματα από το κράτος. Το όλο σύστημα θυμίζει Σοβιετική Ένωση, όχι σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα. Το κράτος δεν έχει καμία δουλειά να μοιράζει βιβλία. Το πολύ-πολύ να διανείμει ένα κουπόνι συγγραμμάτων σε άπορους φοιτητές, με βάση το οποίο οι τελευταίοι να μπορούν να αγοράσουν βιβλία της αρεσκείας τους. Τα συγγράμματα είναι υπόθεση των πανεπιστημίων, όχι του κράτους. Οι καθηγητές παρέχουν σχετική βιβλιογραφία (όχι μόνο συγγράμματα – τα επιστημονικά περιοδικά είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, σημαντικά), την οποία οι φοιτητές μπορούν να βρουν σε καλές βιβλιοθήκες ή να προμηθευτούν με δικά τους μέσα. Το μόνο που έχει να κάνει το κράτος είναι να χρηματοδοτεί καλά τα πανεπιστήμια προκειμένου αυτά να μπορούν να έχουν καλές βιβλιοθήκες.

«Επιλογή» δεν είναι η καλύτερη λέξη για να περιγράψει κανείς τα βιβλία που διαβάζει ο φοιτητής. Φυσικά μπορεί να διαβάσει ό,τι θέλει (και, ορθά, το κάνει), αλλά, στην πράξη, ο φοιτητής εμπιστεύεται τις οδηγίες του δασκάλου, οι οποίες οφείλουν να διέπονται από κριτήρια ακαδημαϊκού επαγγελματισμού, όχι ατομικής ιδιοτέλειας. Αυτό, βεβαίως, προϋποθέτει μια ακαδημαϊκή κουλτούρα υψηλής ποιότητας, κάτι που δυστυχώς απουσιάζει, σε γενικές γραμμές, από τα πανεπιστήμιά μας. Ο κρατισμός, συνδυασμένος με την οιονεί-αγοραία γλώσσα της ψευδο-επιλογής, είναι το καταφύγιό μας στο μέτρο που δεν έχουμε μια υγιή αυτο-ρυθμιζόμενη ακαδημαϊκή κοινότητα.

Δεν είναι τυχαίο ότι λύση στο πρόβλημα του ενός συγγράμματος εξακολουθεί να είναι κρατικιστική. Η ιδεοληπτική αριστερά, που ηγεμονεύει στα πανεπιστήμια, θεωρεί την κατάργηση των κρατικά παρεχόμενων συγγραμμάτων «νεοφιλελεύθερο» μέτρο! Πολλοί καθηγητές είτε συμπληρώνουν το εισόδημά τους με τα κρατικώς παρεχόμενα συγγράμματα, είτε κερδίζουν τεράστια ποσά (100 χιλιάδες ευρώ και πάνω, ετησίως) από τα συγγραφικά δικαιώματα. Ο κρατισμός βολεύει πολλούς: την κυβέρνηση να επιδεικνύει «κοινωνική ευαισθησία»• την ιδεοληπτική αριστερά και τις επηρεαζόμενες από αυτήν φοιτητικές παρατάξεις να βαυκαλίζονται ότι προασπίζουν τη «δωρεάν παιδεία» και, συνακόλουθα, να αυτο-επιβεβαιώνονται ότι, χάρις στους «αγώνες» τους, κρατούν το «νεοφιλελευθερισμό» μακριά από τα πανεπιστήμια• και τους καθηγητές να κερδίζουν χρήματα αφού πουλάνε τα βιβλία τους σε ένα «αιχμαλωτισμένο κοινό» που δεν έχει άλλες επιλογές.

Είμαστε εγκλωβισμένοι ως χώρα σε έναν αδιέξοδο φαύλο κύκλο. Οι «λύσεις» των προβλημάτων μας βυθίζουν, συνήθως, βαθύτερα στο τέλμα. Απωθούμε τα προβλήματα κι όταν, επιτέλους, κάνουμε κάτι γι αυτά, δεν τολμούμε να βγούμε από το υφιστάμενο πλαίσιο μέσα στο οποίο παρήχθησαν τα προβλήματα κατά πρώτο λόγο. Ανακυκλώνουμε τη μιζέρια μας. Και το χειρότερο: δεν βλέπω μια ακτίδα ελπίδας στον ορίζοντα.

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2008

Τα Μέσα είναι ο καθρέφτης


Είναι πασίγνωστη η αποφθεγματική ρήση του Καναδού θεωρητικού των ΜΜΕ Μάρσαλ ΜακΛούαν, «το Μέσον είναι το μήνυμα». Πρόκειται για έναν πνευματώδη αφορισμό που επιδέχεται πολλές αναγνώσεις. Σε μια χώρα που δεν φημίζεται για την ποιότητα των τηλεοπτικών Μέσων, η ρήση του ΜακΛούαν μπορεί να εκληφθεί και ως συνοπτική περιγραφή της σημερινής Ελλάδας: ο τηλεοπτικός μας λόγος επί το πλείστον αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα μιας κατακερματισμένης κοινωνίας, στην οποία δεν υπάρχουν αυτονόητοι κανόνες απαιτητικού επαγγελματισμού, αμοιβαιότητας, και διαλογικής συν-ύπαρξης. Τα Μέσα είναι ο καθρέφτης μας.

Ανήμερα της πρόσφατης επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, η μεσονύκτια εκπομπή διακεκριμένου δημοσιογράφου σε μεγάλο ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό είναι αφιερωμένη στα πανεπιστήμια. Πληθώρα σχετικών και άσχετων έχουν προσκληθεί (συνολικά 14! – 10 με φυσική παρουσία, 4 με σύνδεση), μεταξύ των οποίων ένας κριτικός κινηματογράφου και ένας παρουσιαστής πρωινής εκπομπής του Σαββατοκύριακου.

Η εκπομπή αρχίζει με ένα δήθεν ρεπορτάζ. Πρώτα παρουσιάζεται η θέση μερικών ελλαδικών πανεπιστημίων σε διεθνείς πίνακες κατάταξης. Η παρουσίαση δεν λέει τίποτα στον αδαή (τι είναι αυτοί οι πίνακες, τι μετρούν, πως το μετρούν), ο συντονιστής όμως όχι μόνον δεν εμβαθύνει αλλά διατυπώνει κατά κανόνα σαρκαστικά σχόλια σε βάρος των πανεπιστημίων. Κατασκευάζεται βαθμιαία ένα αρνητικό «πλαίσιο λόγου», το οποίο κορυφώνεται με την παράθεση στοιχείων για ανενεργούς φοιτητές και την προβολή τηλεοπτικών σκηνών, στις οποίες τραμπούκοι φοιτητές χτίζουν τις πόρτες γραφείων καθηγητών, καταλαμβάνουν πανεπιστημιακά κτίρια και προπηλακίζουν πρυτανικές Αρχές.

Το «ρεπορτάζ» είναι κατάφωρα μεροληπτικό. Δεν είναι ότι τα προβαλλόμενα στοιχεία δεν είναι αληθινά (δυστυχώς είναι!) αλλά, για ένα υποτιθέμενο ρεπορτάζ, είναι υπερβολικά μονομερή και η αφήγηση που τα συνδέει ανεπίτρεπτα μονόπλευρη. Ποικίλα αίσχη διαπράττονται στα πανεπιστήμιά μας, αλλά η πανεπιστημιακή ζωή δεν απαρτίζεται μόνο από ανενεργούς ή τραμπούκους φοιτητές, ούτε μόνο από λαθρεπιβάτες ή αδιάφορους καθηγητές, ούτε μόνο από καταλήψεις ή βιαιοπραγίες. Ένα καλό ρεπορτάζ οφείλει να είναι ευρύχωρο και πολυφωνικό, να αποτυπώσει τις αγωνίες και τους προβληματισμούς της πανεπιστημιακής κοινότητας, να αναζητήσει όχι μόνο τις ακραίες εκφάνσεις της πραγματικότητας που περιγράφει αλλά και τις αποχρώσεις της.

Το αρνητικό «ρεπορτάζ» δημιουργεί την καύσιμη ύλη για την επιθυμητή ανάφλεξη, η οποία, κατά το ισχύον τηλεοπτικό πρότυπο, εικάζεται ότι θα κρατήσει το ενδιαφέρον των νυσταγμένων τηλεθεατών. Ο κριτικός κινηματογράφου προσφέρει τον σπινθήρα - αρπάζει πρώτος το λόγο και ξεσπά σε ένα λαϊκιστικό παραλήρημα κατά των πολιτικών. Κλινικά ενδιαφέρουσα περίπτωση ο λόγος του, κινείται εκτός θέματος, βρίζει, γενικεύει, δικαιολογεί τις φοιτητικές βιαιοπραγίες, και αποκαλύπτει ότι τα παιδιά του «αναγκάστηκαν» να σπουδάσουν στο εξωτερικό! Ο ρόλος του θύματος είναι ο αγαπημένος ρόλος των λαϊκιστών. Ο παρουσιαστής του «πρωϊνάδικου» καταφέρεται θυμωμένα κατά των καθηγητών, εκστομίζοντας διάφορες ασυναρτησίες. Η κατασκευή «εχθρών» (πολιτικοί, καθηγητές, φοιτητές) ηλεκτρίζει τη συζήτηση – το ξέρουν καλά οι δημαγωγοί κάθε είδους.

Ο συντονιστής της «ανατρεπτικής» εκπομπής σπάνια δίνει το λόγο στους προσκεκλημένους - αφήνει να γίνεται «παιχνίδι», οχλαγωγία, αντεγκλήσεις, κοκορομαχία. Το λόγο τον παίρνει - τον αρπάζει για την ακρίβεια - όποιος έχει το θράσος να διακόπτει τον άλλο, όποιος διαθέτει δυνατότερη φωνή και τους λιγότερους ενδοιασμούς. Πλεονεκτούν, φυσικά, οι «μιντιάνθρωποι» του πάνελ – παίζουν στο δικό τους γήπεδο, δεν έχουν αναστολές. Το άναρχο εδώ και δύο δεκαετίες πεδίο της ιδιωτικής τηλεόρασης αφήνει τα πολιτισμικά αποτυπώματά του και στην ποιότητα του τηλεοπτικά παραγόμενου λόγου.

Το «πλαίσιο λόγου» της εκπομπής έχει πλέον παγιωθεί. Στην καλύτερη περίπτωση θα καταφέρεις να αποσπάσεις μισό λεπτό για να πεις την ατάκα σου. Αν η συ(ν)-ζήτηση συνιστά διαδικασία κοινής αναζήτησης, στην οποία ο λόγος του ενός τέμνεται στοχαστικά με το λόγο του άλλου, η «ανατρεπτική» εκπομπή είναι προσποίηση συζήτησης. Οι λόγοι των δήθεν συζητητών δεν συναντώνται, είναι θραυσματικοί, δεν χτίζεται μια ενιαία προβληματική με τη διατύπωση ερωτημάτων και την αμοιβαία κριτική εξέταση ισχυρισμών.

Προς το τέλος της εκπομπής προβάλλεται μια μαγνητοσκοπημένη συνέντευξη πρώην υπουργού Παιδείας στον συντονιστή της εκπομπής. Οι τηλεθεατές βλέπουν τη συνέντευξη ενώ στο στούντιο οι πανελίστες αρχίζουν τα πηγαδάκια, φωνασκούν, καπνίζουν, χαριεντίζονται. Είναι πρακτικά αδύνατον να ακούσεις τη συνέντευξη αν είσαι μέλος του πάνελ. Όπως κανείς σχεδόν δεν ενδιαφέρονταν να ακούσει τον άλλο στη διάρκεια της ζωντανής εκπομπής, έτσι κανείς δεν νοιάζεται για το λόγο της πρώην υπουργού στο βίντεο. Σημασία έχει τι έχεις προαποφασίσει να πεις, όχι τι θα ακούσεις. Η άλλη άποψη δεν υπάρχει ως έναυσμα αμοιβαίου προβληματισμού, αλλά ως πρόσχημα να διαλαλήσει κανείς τη δική του.

Σε μια κατακερματισμένη κοινωνία ασύμβατων μονολόγων, όπου ο «διάλογος» είναι πρόσχημα και όχι νοο-τροπία, δεν εκπλήσσει η στάση των «συζητητών» – οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν άλλο τρόπο συνύπαρξης πέραν του ακοινώνητου μονολόγου• η αμοιβαιότητα δεν χαρακτηρίζει το σημερινό ελλαδικό ήθος. Έφυγα από το στούντιο αηδιασμένος. Θύμωσα, επιπλέον, με τον εαυτό μου γιατί συμμετείχα σε αυτό το τηλεοπτικό «παιχνίδι» που παρίστανε πολιτική εκπομπή.