Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

Το δράμα ενός συμπλεγματικού ηγέτη

του Χρίστου Πιστοφίδη


Κατανοώ το δράμα του Αντώνη: ξεκίνησε με όλα τα φόντα, τα τζάκια και τα Χάρβαρντ. Μπήκε στην πολιτική νεότατος, έγινε υπουργός σε καίριες θέσεις, έμοιαζε να είναι η προσωποποίηση της επιτυχίας και του λαμπρού πολιτικού μέλλοντος. Κι ύστερα χτύπησε παγόβουνο: τον πέταξαν έξω, τον κακολόγησαν, τον περιφρόνησαν, τον καταδίκασαν στο περιθώριο να προσπαθεί μάταια να φέρει, ένας μόνος κούκος, την πολιτική άνοιξη.


Δεν ξέρω τι του βρήκε ο Κωστάκης και τον επανέφερε. Ποιός ξέρει ποιοί μικροπολιτικοί υπολογισμοί, ποιοί ανομολόγητοι συσχετισμοί μέσα στην εκπασοκισμένη "νόμιμη και ηθική" ΝΔ του έδωσαν την ευκαιρία να πιάσει ξανά τιμόνι στα χέρια του. Και τότε όλα άλλαξαν. Γυάλισε το μάτι του. Σαν το παλιό αμίμητο "Mortimer, we're back!", ο Αντώνης πήρε τα πάνω του. Μόλις το χέρι του γλίστρησε απαλά στο ταλαιπωρημένο δοιάκι της βαρκούλας της ΝΔ, έγινε το θαύμα: οι αδένες του εξερράγησαν, οι ορμόνες πλημμύρισαν το είναι του. Το μυαλό του, μουλιασμένο στα φυσικά παραισθησιογόνα, καβάλλησε ένα φτερωτό καλάμι που θαυματουργικά εμφανίστηκε απ' το πουθενά, κι άρχισε να καλπάζει στα καταπράσινα λιβάδια της εξουσίας. Από τον καλπασμό του έφυγαν τα γυαλιά της μυωπίας, αλλά αυτός πάλι τα έβλεπε όλα πεντακάθαρα. Αυτό θα μπορούσε να τον υποψιάσει κάπως, αλλά όταν μιλούν οι ορμόνες η λογική έχει πάρει άδεια άνευ αποδοχών. Τα όνειρα του Αντώνη έχουν μια άλλη απόχρωση του μπλε: δεν είναι το αυστηρό, πρωσικό μπλε της παραδοσιακής δεξιάς, ούτε έχει πυρσούς και τέτοια. Τα όνειρα του Αντώνη είναι ντυμένα ένα μυστηριώδες γαλάζιο κι ο πυρσός έχει εξαϋλωθεί σε μια ανωφερή χειρονομία που κάτι θυμίζει, αλλά κανείς δεν είναι σίγουρος τι.

Ο Αντώνης είχε πια ένα τιμόνι στο χέρι, έστω και μικρό. Είχε όνειρα πολλά και μπλε, αλλά το λιμάνι ήταν μικρό: όλο το μέρος το 'πιανε η ξεχαρβαλωμένη γαλέρα με τον ξέθωρο πράσινο ήλιο στο ξάρτι. Είχε εδώ κι εκεί και κάτι άλλα εμβλήματα που φέρνανε σε ήλιο, άλλα πιο καινούρια, άλλα παλιά. Μυστήριο πράμα αυτή η γαλέρα. Ο καπετάνιος ήταν ένας χαμογελαστός αδύνατος ψηλός με καράφλα, που έκανε κάθε τόσο γυμναστική και ηλιοθεραπεία με άσπρα ακουστικά iPod στ' αυτιά. Στα επάνω καταστρώματα, γύρω από την καμπίνα του καπετάνιου, σύχναζαν κάτι τύποι όμορφοι και φρέσκοι και κάτι κουλτουρογκόμενες. Κάθε τόσο μαζεύονταν κι έκαναν συσκέψεις στα αμερικάνικα. Τα λάπτοπ και τα "ουάου" έδιναν κι έπαιρναν ― καμία σχέση με τα κάτω καταστρώματα. Εκεί είχε κάτι μουστακαλήδες με κοιλίτσα που βλέπανε ματς, τρώγανε εναλλάξ αστακομακαρονάδες και μπατιρόσπορα, ακούγανε πότε κολοκοτρωνέικα και πότε κάρμινα μπουράνα, και τα έξυναν ανηλεώς κάτω από μια αφίσα ενός γέρου που έμοιαζε του καπετάνιου, και τη φωτογραφία της οικογένειας με το τζιπ. Αντίθετα με τις φλωράντζες επάνω που ήταν συνεχώς στην πρίζα, αυτούς εδώ δουλειά δεν τους είδε κανείς ποτέ να κάνουν. Ακόμη πιο κάτω, η γαλέρα ήταν παραδομένη στα ποντίκια. Παλιότερα, πριν έρθει ο νέος καπετάνιος, ήταν όλοι τροφαντοί κι ευτυχισμένοι ― και τα ποντίκια επίσης. Τώρα τελευταία κάτι πρέπει να έγινε κι άλλαξαν τα πράγματα. Οι μουστακαλήδες σα να αδυνάτισαν λίγο και τα ποντίκια σα να λιγόστεψαν. Κάθε μέρα τα βλέπει κανείς μισοπνιγμένα να κάνουν ύστατες προσπάθειες να ξανανέβουν στη γαλέρα.

Αυτά συνέβαιναν στη γαλέρα που στοίχειωνε τις σκέψεις του Τρελαντώνη. Ονειρευόταν πότε θα έδινε ο θεός να την πλευρίσει με τη βαρκούλα του, να πετάξει στη θάλασσα τους μισητούς ενοίκους και τον καπετάνιο, να την καθαρίσει, να τη βάψει στη δική του απόχρωση του γαλανού, και να σηκώσει αχνογάλαζα πανιά για τα πελάγη της εξουσίας. Επί του παρόντος, το δοιάκι της βαρκούλας είναι καλύτερο απ' το τίποτα, αλλά ο Αντώνης δε σταμάτησε ποτέ να ονειρεύεται ένα πραγματικό τιμόνι. Και δε χρειαζόταν καν να το ονειρεύεται ― ήταν εκεί και τον περίμενε. Το μόνο εμπόδιο ήταν όλα αυτά τα παράταιρα πλάσματα που χρόνια τώρα ζούσαν εκεί μέσα κι είχαν γίνει θαρρείς ένα με τα μαδέρια, τα πανιά και τα σκοινιά.

Κι ενώ στα όνειρα του Αντώνη υπήρχε μια κάποια τάξις, κανείς δεν πρόσεξε τον τυφώνα που πλησίαζε ακάθεκτος. Γιαυτό ήταν ανήσυχοι στη γαλέρα. Γιαυτό τελευταία είχαν κρεμάσει μούτρα κι είχαν κόψει τις ηλιοθεραπείες. Γιαυτό αδυνάτιζαν οι μουστακαλήδες. Γιαυτό πνίγονταν τα ποντίκια. Ο Αντώνης, προσηλωμένος στο μονόδρομο των συμπλεγμάτων του, κατελήφθη εξ απήνης.

Όταν κόπασε η θύελλα, δεν υπήρχε ούτε γαλέρα, ούτε Αντώνης, ούτε τίποτα. Ήταν μια καινούρια μέρα.


Ναι μεν "όταν κοιτάς από ψηλά μοιάζουν μυρμήγκια οι ανθρώποι", αλλά οι ίδιοι δεν το ξέρουν. Στο περιορισμένο οπτικό πεδίο των μικρών ανθρώπων, χωράει μόνο ο εαυτός τους και οι επιδιώξεις τους. Οι ηγετίσκοι που έχουμε την απίστευτη γκαντεμιά να μας κυβερνούν, δεν νοιάζονται απλώς για την πάρτη τους ― αυτό δεν θα πείραζε και τόσο αν το έκαναν σωστά. Το δραματικό είναι το πώς αντιλαμβάνονται την πάρτη τους: όχι ως -μερική έστω- κατάφαση του συλλογικού, αλλά ως απόλυτη άρνησή του.

Ο Ξέρξης είχε βάλει να μαστιγώνουν τη θάλασσα επειδή δεν του 'κανε τα χατήρια. Ο Αντώνης Σαμαράς κατέληξε να μαστιγώνει την Ελλάδα επειδή τυχαίνει να μην είναι αυτός ο πρωθυπουργός της. Η αντίληψη της μεγάλης εικόνας υπήρξε ανέκαθεν προνόμιο ελαχίστων, αλλά ποτέ ολιγίστων.

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011



«Ο καθένας μπορεί να θυμώσει• είναι εύκολο. Αλλά να θυμώσεις με το σωστό άνθρωπο, στο σωστό βαθμό, για το σωστό λόγο, τη σωστή στιγμή και με το σωστό τρόπο, αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο»
Αριστοτέλης, «Ηθικά Νικομάχεια», 1109α26-29

Το πλήθος είναι πολύχρωμο, αντιφατικό, ετερόκλητο. Η ατμόσφαιρα «καρναβαλική»: στον προβλέψιμα αποστειρωμένο λόγο της Βουλής αντιπαρατίθεται «διαλογικά» η άναρθρη κραυγή, το αποδοκιμαστικό σφύριγμα, το αγενές «ουστ», το γηπεδικό χυδαιολόγημα, η απαξιωτική μούντζα. Αυτή και μόνο η χειρονομία δείχνει το μέγεθος της θεσμικής απαξίωσης που επήλθε στη χώρα: την υψωμένη γροθιά άλλων εποχών διαδέχθηκε η παλινδρομικά κινούμενη παλάμη!

Το πλήθος εκφράζει κυρίως τα αισθήματά του, ιδιαίτερα την οργή του. Αυτό που ενώνει τους «αγανακτισμένους» δεν είναι τόσο μια πολιτική πλατφόρμα όσο ένα συναίσθημα - θυμός. Συλλογικός θυμός για την κατάντια της χώρας, ατομική οργή για το βίο που γίνεται αβίωτος. Το σύνθημα που περισσότερο απ’ όλα ηλεκτρίζει τα πλήθη είναι «κλέφτες, κλέφτες». Το φωνάζουν με ένταση και θυμό, μουντζώνοντας παθιασμένα το Κοινοβούλιο.

Μερικοί αρθρογράφοι όχι μόνο χλευάζουν τα συχνά αφελή και ανεπεξέργαστα συνθήματα του πλήθους, αλλά τα απαξιώνουν ηθικά. Οι «αγανακτισμένοι» εγκαλούνται για αδιαφορία, ακόμα και συμμετοχή, στις ιδιοτελείς και φαύλες πρακτικές που βαθμιαία οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία. Ο αναπόφευκτος κ.Πάγκαλος χλεύασε, ως συνήθως, τους αγανακτισμένους ότι επιδίδονται σε «ανώδυνη και αναποτελεσματική εκτόνωση»! Τόσο καταλαβαίνει…

Οι επικριτές των «αγανακτισμένων» εμφορούνται από μια ψευδο-ορθολογική νοοτροπία. Δέχονται σιωπηρά ότι, πρώτον, μόνον ηθικά άμεμπτοι άνθρωποι μπορούν να διαμαρτύρονται, και δεύτερον, ότι τα άτομα είναι a priori θεματοφύλακες του κοινού καλού. Και οι δύο παραδοχές είναι απλοϊκές: ελαύνονται από μια αφελώς κανονιστική προδιάθεση και μια απλοϊκή ανθρωπολογία.

Αν μόνον ηθικά άμεμπτοι άνθρωποι μπορούν να εγκαλούν τους κυβερνήτες τους λ.χ. για κλοπή δημόσιου πλούτου, τότε είναι αμφίβολο αν θα μιλούσε κανείς, αφού ελάχιστοι είναι οι ηθικά άμεμπτοι. Οι Αιγύπτιοι που ξεσηκώθηκαν κατά του Μουμπάρακ δεν είχαν, άραγε, συμβιβαστεί με το καθεστώς για δεκαετίες; Το ίδιο, μήπως, δεν ίσχυε και για τα πλήθη των αντικομμουνιστικών εξεγέρσεων το 1989;

Το πρόβλημα με την άποψη αυτή είναι ότι αντιλαμβάνεται το άτομο ως ένα πλατωνικό υποκείμενο, το οποίο ζει εκτός κοινωνίας και ιστορικού χρόνου, όπου μόνο κανονιστικού τύπου ερωτήματα τίθενται. Το άτομο που εμπειρικά γνωρίζουμε, όμως, είναι ένα γήινο ον, με βιοτικές ανάγκες, δεκτικό κινήτρων και κυρώσεων, που ζει τη σύντομη ζωή του σε ιστορικά δεδομένους θεσμούς, στη λειτουργία των οποίων αναπόφευκτα προσαρμόζεται.

Αν ο κυρίαρχος τρόπος για να τύχει καλής ιατρικής φροντίδας το παιδί μου στο ΕΣΥ είναι να δώσω «φακελάκι» στον θεράποντα γιατρό, μάλλον θα το κάνω. Αυτό απομειώνει βεβαίως την ηθική υπόστασή μου ως πολίτη, αλλά η ιδιότητα του πολίτη δεν είναι η μόνη ιδιότητα που έχω. Στον πεπερασμένο, αντιφατικό, και ατελή κόσμο που ζω η συμπεριφορά μου σμιλεύεται από τους θεσμούς που με περιβάλλουν.

Ο πραγματιστικός κομφορμισμός μου δεν σημαίνει ότι έχω χάσει απαραίτητα την ηθική φωνή μου. Το αντίθετο. Επειδή έχω βιώσει την αναξιοπρέπεια, ξέρω τι σημαίνει ταπείνωση. Το ότι, ιστορικά, είμαι μέρος τους «συστήματος», δεν σημαίνει ότι δεν έχω λόγους να είμαι θυμωμένος μαζί του. Στρεφόμενος κατά του «συστήματος», μέμφομαι εμμέσως και τον εαυτό μου, κάνω μια κίνηση να υπερβώ την μέχρι τώρα συμβιβασμένη ύπαρξή μου. Η διαμαρτυρία μου – έστω άναρθρη και καρναβαλική - είναι μια δημόσια προσπάθειά μου να ανακτήσω, από κοινού με τους άλλους, την ηθική υπόσταση που παραμέλησα στην τριβή τα ζωής. Ξαναγίνομαι εν δυνάμει έλλογο υποκείμενο, όχι απλός διεκπεραιωτής βιοτικών αναγκών.

Ο θυμός μου εναντίον των φαύλων πολιτικάντηδων είναι ένας τρόπος εμπλοκής μου με τον κόσμο. Η αθλιότητα της χώρας με κάνει να είμαι οργισμένος με αυτούς που δεν υπεράσπισαν το δημόσιο συμφέρον ως όφειλαν. Ο Αριστοτέλης μου θυμίζει ότι υπάρχουν στιγμές που είναι ανόητο να μην είσαι θυμωμένος, όχι μόνον γιατί το απαιτεί η κατάσταση στην οποία έχεις περιέλθει, αλλά και γιατί διαφορετικά απαξιώνεις τον εαυτό σου ως έλλογο ον. Ο θυμός μου μπορεί να στρέφεται κατά άλλων, αλλά στην ουσία μετασχηματίζει εμένα τον ίδιο: τον τρόπο που βλέπω τον κόσμο. Εκφράζοντας την οργή μου συνειδητοποιώ τι βαθιά με ενοχλεί και ξαναβρίσκω την αξιοπρέπειά μου• ενισχύω την ικανότητά μου να είμαι ένας δρών πολίτης.

Το σημαντικό στις συγκεντρώσεις των «αγανακτισμένων» δεν είναι τα όποια αφελή συνθήματα ή οι γηπεδικές κραυγές, αλλά η ίδια η ύπαρξή τους, η οποία μεταβάλλει συνειδήσεις και συνιστά ένα καινοφανές πολιτικό γεγονός. Όλοι γνωρίζουμε ότι το δράμα που ζούμε είναι στον πυρήνα του βαθιά αξιακό-πολιτικό. Η πολιτική σταθερότητα και διεύθυνση που απεγνωσμένα χρειάζεται η χώρα δεν θα επιτευχθεί όσο οι όποιες νεοτερικές δυνάμεις του πολιτικού συστήματος δεν «διαλεχθούν» με τη λαϊκή οργή• όσο δεν βρουν τρόπο να τη μορφοποιήσουν πολιτικά και να τη μεταβολίσουν σε νέα πρόσωπα, θεσμούς και αξίες.

Ακόμα κι αν η διαμαρτυρία των αγανακτισμένων φαίνεται αντικοινοβουλευτική, στον πυρήνα της δεν είναι. Το σύνθημα να «να καεί το μπ... η Βουλή» δεν στρέφεται τόσο κατά της Βουλής ως θεσμού, όσο κατά αυτών που κυρίαρχα ενσαρκώνουν-συμβολίζουν εδώ και χρόνια το θεσμό. Όσο η Βουλή στη συνείδησή μας ταυτίζεται με τον Σιούφα και τον Πετσάλνικο, τον Χατζηγάκη και τον Τσοχατζόπουλο, τον Βουλγαράκη και τον Τσουκάτο, τόσο θα δυσκολευόμαστε να τη δούμε διαφορετικά. Το σημαντικό είναι να δούμε ολόκληρο τον κύκλο: το πλήθος μουντζώνει σήμερα αυτούς που απαξίωσαν το θεσμό χθες. Από αυτό τον φαύλο κύκλο πρέπει να βγούμε.

Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

Ώρα ηγετικής ευθύνης

Με ρωτούν αρκετοί γιατί υπέγραψα το κείμενο των 32 με τίτλο «Τολμήστε». Τους εξηγώ ότι το κείμενο είναι μια έκκληση προς τον πολιτικό κόσμο και τους συλλογικούς φορείς που μετέχουν στη δημόσια σφαίρα να κάνουν το καθήκον τους: να μιλήσουν με ειλικρίνεια, να υπερβούν τις παραδοσιακές αγκυλώσεις, να επιδείξουν αίσθημα ευθύνης, να προβούν στις τολμηρές πράξεις που έχει ανάγκη ο τόπος.
Ποια είναι η πιο σημαντική πράξη που χρειαζόμαστε σήμερα; Να υπερβούν οι πολιτικοί μας την ιδιοτελή επιμεριστικότητα, να μεριμνήσουν για την πατρίδα, να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων. Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι τίποτα λιγότερο από τη σωτηρία της χώρας. Οι στιγμές είναι δραματικές, η Ελλάδα κινδυνεύει να γυρίσει πίσω αρκετές δεκαετίες • κοντεύουμε να βιώσουμε ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί σε μια χώρα σε καιρό ειρήνης. Η διαφαινόμενη χρεοκοπία δεν θα επιδεινώσει μόνο την υλική πλευρά της ζωής μας: θα καταρρεύσει η ίδια η έννοια, και οι συνοδευτική θεσμοί, μιας «ευπρεπούς κοινωνίας». Δεν είναι απαραίτητο να δούμε το χειρότερο σενάριο να υλοποιείται (π.χ. έξοδος από την ευρωζώνη ή κατάρρευση του ευρώ και συνακόλουθη χρεοκοπία) για να διαπιστώσουμε τι δεν κάναμε όταν είχαμε τη δυνατότητα. Πρέπει να δράσουμε τώρα• οι επιλογές μας μειώνονται ραγδαία…

Το κείμενο των 32 δεν συνιστά πολιτική ανάλυση, ούτε κατάθεση προτάσεων. Συνιστά προτροπή για δράση: να υπερβούν οι ταγοί μας την ακρασία που τους διακρίνει. Ξέρουν τι πρέπει να κάνουν, αλλά αποφεύγουν να το κάνουν. Μια χώρα υπό πτώχευση έχει μια κύρια έγνοια: πώς να αποφύγει την πτώχευση. Ως πολίτης δεν βλέπω τι άλλο μπορούμε να κάνουμε εμείς από το να διαμαρτυρηθούμε ειρηνικά και να προτρέψουμε τους ηγέτες μας να αναλάβουν δράση. Ως πολιτικά σκεπτόμενο όν, ωστόσο, γνωρίζω ότι η έκκλησή μας μάλλον θα πέσει στο κενό. Οι ιστορικοί εθισμοί φοβάμαι ότι δεν ξεπερνιούνται μόνο με εκκλήσεις. Κάτι πιο καταλυτικό χρειάζεται…

Σημαίνει αυτό ότι η έκκλησή μας είναι μάταιη; Όχι. Πρώτον, είναι θέμα αξιοπρέπειας. Αν δεν μιλήσω, δεν θα μπορώ να δικαιολογήσω στον εαυτό μου αύριο την απραξία μου σήμερα. Απευθύνουμε εκκλήσεις λιγότερο από υπολογισμό και περισσότερο από ένα αίσθημα ευθύνης ως έλλογα όντα. Δεύτερον, μια έκκληση δημιουργεί ένα εν δυνάμει πολιτικό γεγονός. Στη δημόσια σφαίρα, τίποτα δεν πάει χαμένο. Ο δημόσιος λόγος δυνητικά αναπαράγεται από τα ΜΜΕ, σχολιάζεται, προβληματίζει. Από τη στιγμή που κάτι αξιοπρόσεκτο κατατίθεται στο δημόσιο λόγο, ενδέχεται να δημιουργήσει τη δική τους, εν πολλοίς απρόβλεπτη, δυναμική. Όχι δεν έχω αυταπάτες, ούτε πάσχω, νομίζω, από κάποιο σύνδρομο μεγαλείου. Η έκκληση των 32 είναι ελάχιστη, εφήμερη συνεισφορά, δεν έχει τις προδιαγραφές του κειμένου που θα συνεγείρει πλήθη ή θα θέσει σε κίνηση ιστορικές διαδικασίες (όπως λ.χ. οι 95 θέσεις του Λούθηρου). Παρόλα αυτά είναι κάτι…• καλύτερη από τη σιγή και την αδράνεια.

Η αγαπημένη μου φράση από το κείμενο των 32 είναι η διαπίστωση (και έμμεση προτροπή) ότι «ο τόπος χρειάζεται μια ηγεσία ευθύνης και εθνικής ανασυγκρότησης που, σε συνεργασία με τους Ευρωπαίους εταίρους μας, θα κάνει τα απαραίτητα για τη σωτηρία [της χώρας]». Για δεκαετίες ζούμε ένα τραγικό έλλειμμα ηγεσίας: βλέπουμε πολιτικούς να άγονται από τους ψηφοφόρους τους, αντί να ηγούνται των ψηφοφόρων τους. Έστω και τώρα, την δωδεκάτη ώρα, τους καλούμε να μην ακολουθήσουν την πεπατημένη του παραδοσιακού πολιτικού παιγνίου αλλά να δημιουργήσουν ένα νέο παίγνιο – πιο διαλογικό, λιγότερο καιροσκοπικά συγκρουσιακό, πιο ορθολογικό.

Γνωρίζω ότι οι έννοιες είναι αναγκαστικά γενικευτικές, ενώ η πραγματικότητα περισσότερο πολυσχιδής. Η έννοια «το πολιτικό σύστημα» συναιρεί πολλούς και διαφορετικούς πολιτικούς και δημόσια πρόσωπα. Αυτή την ετερογένεια μπορεί να αναδείξει ένα κείμενο όπως το «Τολμήστε».
Απευθύνοντας έκκληση στους πολιτικούς, καλούμε τους πιο νεωτεριστές, έντιμους και ικανούς από αυτούς, να πάρουν θέση, να αδράξουν ευκαιρίες (όπως το κείμενο των 32 ή οι συγκεντρώσεις των «Αγανακτισμένων») για να εκφέρουν έναν διαφορετικό πολιτικό λόγο• να δείξουν την ετερότητά τους από το χρεοκοπημένο mainstream. Κραυγάζοντας με πάθος την έκκλησή μας – «Τολμήστε!» - εκπέμπουμε μήνυμα αγωνίας, καλώντας τους να μην το αγνοήσουν. Στο μέτρο που η έκκλησή μας απηχεί ένα γενικότερο αίσθημα, καλούμε τους πολιτικούς να συντονιστούν με την κοινή εμπειρία: να ακούσουν την κραυγή της κοινωνίας, να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων, να τιμήσουν τον όρκο τους.

Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Αν ήμουν βουλευτής του ΠΑΣΟΚ…

«Το θέμα είναι τώρα τι λες.
Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε.
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ.
Μικροζημίες και μικροκέρδη συμψηφίζοντας.
Το θέμα είναι τώρα τι λες»
Μανόλης Αναγνωστάκης




Δεν λογάριαζα ποτέ να βρεθώ σε αυτή τη θέση. Δεν προετοιμάστηκα γι αυτό. Καλούμαι να λάβω δραματικής σημασίας αποφάσεις για τη χώρα, ενώ οι πλείστες αποφάσεις που έπαιρνα μέχρι τώρα ήταν πώς να εκλεγώ, πώς να μην αποδυναμωθώ εσωκομματικά, ποιά ρουσφέτια να ικανοποιήσω, πώς να μεταφέρω τοπικά αιτήματα στην κεντρική εξουσία. Στον μικρόκοσμό μου αυτά μετρούσαν…Τώρα το παιχνίδι άλλαξε. Από την ψήφο μου κρίνονται πολύ σοβαρότερα πράγματα: αν θα συνεχισθεί η δανειοδότηση της χώρας, αν η Ελλάδα θα παραμείνει στην καρδιά της Ευρώπης, αν τα παιδιά μου θα ζήσουν με αξιοπρέπεια και προοπτική.
Πώς να αποφασίσω; Τι στάση να κρατήσω στο Μεσοπρόθεσμο; Είναι η στιγμή που θα αναμετρηθώ με τη συνείδησή μου. Πρέπει να υπαγαγάγω με διαύγεια το πολιτικό συμφέρον μου στο συμφέρον της χώρας. Παλιότερα πίστευα πως ό,τι είναι καλό για το κόμμα μου είναι καλό και για τη χώρα μου. Όχι πλέον. Η οξεία πολιτική κρίση μου φανέρωσε πόσο μικροπρεπώς αυτοεξυπηρετική ήταν η αντίληψη αυτή.
Πρέπει να αφουγκραστώ το οργίλο λαϊκό αίσθημα, χωρίς όμως να παγιδευτώ από αυτό. Πρέπει να σκεφτώ τη διακυβέρνηση της χώρας, χωρίς να υποπέσω στην αναπαραγωγή του κατεστημένου κυβερνητισμού. Στην Ελλάδα επήλθε μια ποιοτική αλλαγή: η οικονομική χρεοκοπία αποκάλυψε πλήρως τη χρεοκοπία του πολιτικού συστήματος. Χρειαζόμαστε πολιτική αναγέννηση. Χρειαζόμαστε όμως άμεσα και την πέμπτη δόση. Τι να κάνω;
Πρώτον, παρά τις επιμέρους αντιρρήσεις μου, θα υπερψηφίσω το Μεσοπρόθεσμο. Η χώρα πρέπει οπωσδήποτε να αποφύγει τη χρεοκοπία. Δεύτερον, η παρούσα κυβέρνηση έχασε την εμπιστοσύνη ότι μπορεί να φέρει εις πέρας ένα τόσο τιτάνιο έργο αλλαγών. Σπαράσσεται από διαφωνίες, απουσιάζει το ενιαίο κέντρο λήψης αποφάσεων. Ο τιμονιέρης, παρά τις καλές προθέσεις του, απεδείχθη ανεπαρκής. Θα ζητήσω την παραίτηση του πρωθυπουργού. Τα σοβαρά κόμματα αλλάζουν τους ηγέτες τους όταν αυτοί χάσουν την εμπιστοσύνη (βλ. Συντηρητικό Κόμμα στη Βρετανία το 1990). Τρίτον, ο νέος ηγέτης να εκλεγεί, εκτάκτως, από την κοινοβουλευτική ομάδα. Η σχετική διαδικασία θα αναδείξει αντιλήψεις και πρόσωπα. Η έκβαση είναι δημιουργικά αβέβαιη. Τέταρτον, ο νέος πρωθυπουργός να σχηματίσει κυβέρνηση προσωπικοτήτων, η οποία θα επεξεργαστεί μια στρατηγική πρωτοφανών μεταρρυθμίσεων παντού. Και πέμπτον, απαιτείται λαϊκή νομιμοποίηση, άρα προσφυγή σε εκλογές.
Πρέπει και να αποφύγουμε την άμεση χρεοκοπία και να βγούμε από τη βαθύτερη κρίση. Το πολιτικό σύστημα χρεοκόπησε, όχι όμως και η Πολιτική. Χρειαζόμαστε βαθιές τομές για την εθνική αναγέννηση. Τώρα είναι η ώρα. Ξέρω ότι οι μεγάλες αλλαγές δημιουργούν αβεβαιότητα. Η αβεβαιότητα, όμως, είναι συνθήκη παραγωγής της καινοτομίας, ο τοκετός προϋποθέτει ωδίνες. Πρέπει να αντέξουμε την αβεβαιότητα και να την αξιοποιήσουμε δημιουργικά.
Τι θα κάνουν οι υπόλοιποι βουλευτές; Δεν ξέρω. Εγώ, πάντως, θα κάνω το καθήκον μου.

Τρίτη 7 Ιουνίου 2011

Μπορούν οι βάτραχοι να γίνουνε λιοντάρια;


«Αφήστε την Ελλάδα ήσυχη να κάνει τη δουλειά της», δήλωσε πρόσφατα ο πρωθυπουργός. Σε ποιους απευθυνόταν; Άγνωστο. Η έκκλησή του πάντως ήταν αφελής. Πρώτον διότι από το παγκόσμιο μιντιακό χωριό δεν μπορείς ποτέ να αποσυρθείς, αφού υποχρεωτικά ζεις σε ένα διαρκές «τώρα» υπό τα βλέμματα των άλλων. Και δεύτερον, διότι είναι λιγότερο πιθανό να σε «ενοχλήσουν» (δηλαδή να υποστείς αρνητική δημοσιότητα), στο βαθμό που είσαι αξιόπιστος. Δεν μας αφήνουν ήσυχους οι ξένοι γιατί εμείς δεν τους αφήνουμε σε ησυχία!

Γιατί τους εμπνέουμε ανησυχία; Διότι η εγχώρια πολιτική ελίτ είναι αναξιόπιστη. Το πολιτικό σύστημα φλυαρεί περί «αλλαγής» αλλά δεν μπορεί να παραγάγει καινοτόμα πολιτικά γεγονότα: τομές που θα μεταβάλουν τις πεποιθήσεις των άλλων (εταίρων, πιστωτών, ΜΜΕ) προς μια ευνοϊκή για τη χώρα κατεύθυνση. Είναι οι δανειστές που μας ζητούν διαρκώς να κάνουμε ρηξικέλευθα πράγματα (π.χ. εκτεταμένες κρατικοποιήσεις, μείωση προσωπικού στο δημόσιο τομέα, συναίνεση), τα οποία όμως εμείς προσποιούμαστε ότι υιοθετούμε. Μόνοι μας αδυνατούμε να δράσουμε αξιόπιστα και να αλλάξουμε τις προσδοκίες τους για μας. Ιδού μερικά πρόσφατα παραδείγματα.


Συγκαλείται εκτάκτως το Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών, το οποίο καταλήγει να λειτουργεί ως συνεδρία παραγωγής «νέων ιδεών»! Ο έχων την πρωτοβουλία πρωθυπουργός δραματοποιεί μια ήδη δραματική με τις δηλώσεις Παπακωνσταντίνου («χρήματα υπάρχουν μέχρι τον Ιούλιο») και Δαμανάκη («μεθοδεύεται απομάκρυνση της Ελλάδας από το ευρώ») πολιτική ατμόσφαιρα, αλλά προσέρχεται στην κρίσιμη συνάντηση δίχως στρατηγική! Δεν εκπλήσσει. Τόχουμε ξαναπεί: ο Παπανδρέου δεν έχει νοοτροπία κυβερνήτη αλλά προέδρου Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης. Είναι στο φόρτε του όταν «διαβουλεύεται», εξού και τα «οpen gov», «ανοιχτό κόμμα», «ανοιχτός σε προτάσεις» - ανοιχτός σε όλα! Δεν συνειδητοποιεί ότι η δουλειά του κυβερνήτη είναι το αντίθετο: να αποφασίζει, να προβαίνει σε de-cisions, δηλαδή να απο-κόπτει, να απορρίπτει εναλλακτικές για να επικεντρωθεί σε με μία.

Αποκορύφωμα είναι η πομφόλυγα του δημοψηφίσματος που το πρωθυπουργικό περιβάλλον άφησε να αιωρείται. Δεν είναι μόνο ότι η διαχείριση ενός τόσο σύνθετου φαινομένου όσο η οικονομική κρίση δεν συμπυκνώνεται σε ένα διλημματικού τύπου ερώτημα. Πιο σημαντικό είναι ότι, για κάποιον που ενδιαφέρεται να πείσει τους πιστωτές του για την αξιοπιστία του, το δημοψήφισμα θα ήταν λάθος κίνηση: δείχνει έλλειψη ηγετικής αυτοπεποίθησης, εντείνει την αβεβαιότητα και, άρα, την εικοτολογία. Πως, λοιπόν, να μας «αφήσουν ήσυχους»;

Σε συνέντευξή του ο κ.Παπακωνσταντίνου το 2010 δήλωσε ότι «αν χρειαστεί να έρθουν νέα μέτρα ίσως να είναι ένας άλλος υπουργός ο οποίος να το κάνει. […] Θα σημαίνει ότι εγώ έχω αποτύχει». Του θυμίζει πρόσφατα ο Αλέξης Παπαχελάς στους «Νέους Φακέλους» τη δήλωση εκείνη, και τι απαντά; «Έστω ότι εγώ φεύγω αύριο το πρωί. Και λοιπόν; Αυτός που θα με αντικαταστήσει, θα κάνει μια διαφορετική πολιτική; Το πρόβλημα αυτή τη στιγμή είναι ο Παπακωνσταντίνου;».

Ο υπουργός Οικονομικών δεν κατανοεί τον στρατηγικό χαρακτήρα των δημόσιων δεσμεύσεών του. Εκστομίζοντας μια απειλή παραίτησης πασχίζεις να μεταβάλεις αξιόπιστα τις αντιλήψεις των αντιπάλων σου ως προς την αποφασιστικότητά σου (αφού με τη δέσμευσή σου ότι θα παραιτηθείς, εναντιώνεσαι στο συμφέρον σου), έτσι ώστε να κάμψεις τις αντιδράσεις τους. Με στρατηγικούς όρους, η απειλή δεν αποσκοπεί στην πληροφόρηση αλλά στη διαμόρφωση των εξελίξεων. Αν όμως, τελικά, χάσεις τον έλεγχο των εξελίξεων και δεν υλοποιήσεις των απειλή σου, τότε μειώνεται η αξιοπιστία σου, δεν γίνεσαι πλέον πιστευτός. Αν θες να είσαι αξιόπιστος, πρέπει να διατυπώνεις απειλές που μπορείς να εκτελέσεις!

Τι προτείνει ο κ. Σαμαράς για να βγούμε από την κρίση; «Επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου». Ποια είναι, όμως, η βάση της διαπραγματευτικής μας ισχύος σήμερα; Η εξαιρετική εφαρμογή του Μνημονίου ή, μήπως, το αρραγές πολιτικό μέτωπο; Για μια ακόμη φορά εμφανιζόμαστε αναξιόπιστοι: θέλουμε εκ των υστέρων να αλλάξουμε τη συμφωνία δανεισμού για να αποφύγουμε την επώδυνη εφαρμογή της.

Η πρόταση του κ.Σαμαρά θα ήταν αξιόπιστη υπό έναν όρο: ότι το αίτημα της επαναδιαπραγμάτευσης θα προερχόταν από μία νέα κυβέρνηση, η οποία δεν θα βαρυνόταν από τις δεσμεύσεις της προηγούμενης. Αλλά για να συμβεί αυτό είτε θα πρέπει ο κ.Σαμαράς να πιέσει για εκλογές (δεν το κάνει) και να τις κερδίσει (αβέβαιο), είτε θα πρέπει να συμπράξει με τον αντίπαλό του για το σχηματισμό νέας κυβέρνησης, ενδεχόμενο που απορρίπτει κατηγορηματικά. Άρα, γιατί μιλά για «επαναδιαπραγμάτευση»; Γιατί αυτό ξέρει να κάνει: να δημαγωγεί.

Καταλήγουμε έτσι στην αρχική διαπίστωση. Το πολιτικό σύστημα είναι εγκλωβισμένο στην ιστορικά διαμορφωμένη μικρόνοιά του. Δεν μπορεί να δημιουργήσει νέα πολιτικά γεγονότα-εκπλήξεις. Ποια θα μπορούσε να είναι αυτά; Μια οικουμενική κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας• μια νέα κυβέρνηση με τους πιο άξιους που διαθέτει η χώρα• η εξώθηση των αρχηγών των δύο κομμάτων εξουσίας σε παραίτηση, όπως στην περίπτωση του Τσάμπερλεν στη Βρετανία, όταν, λίγο μετά την κήρυξη πολέμου στη Γερμανία το 1939, παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία για να σχηματισθεί οικουμενική κυβέρνηση.

Οι πολιτικάντηδες θυμήθηκαν τώρα τη «σωτηρία της πατρίδας» όταν επί δεκαετίες ξεδιάντροπα λαφυραγωγούσαν τους θεσμούς της. Μηρυκάζουν κοινοτοπίες για την κρισιμότητα των περιστάσεων προκειμένου να μη χρειαστεί να δράσουν ρηξικέλευθα – να προβούν σε αντισυμβατικές πράξεις που θα παραγάγουν μια νέα πολιτική δυναμική, η οποία θα μεταβάλει θετικά για τη χώρα τις πεποιθήσεις των δανειστών μας.

Όταν πέρασες όλη σου τη ζωή σα βάτραχος πώς ξαφνικά θα γίνεις λιοντάρι; Μπορεί ο Βενιζέλος να γίνει Μπήβερμπρουκ και ο Παπανδρέου Τσόρτσιλ;

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Η αμφιθυμία του πολιτικού συστήματος απέναντι στον ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό



Σκέφτομαι συχνά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή• όλο και πιο συχνά όσο περνάνε τα χρόνια. Σκέφτομαι πώς μακρο-αποφάσεις επηρεάζουν τη μικρο-ζωή μας, πώς η δημόσια πολιτική εισχωρεί στον προσωπικό βίο, πώς στρατηγικές επιλογές καθορίζουν την τροχιά εξέλιξης μιας κοινωνίας και των μελών της.
Ανήκω στην πρώτη γενιά της Ευρωπαϊκής Ελλάδας. Όσοι σπουδάσαμε σε ευρωπαϊκές χώρες τη δεκαετία του ΄80 το κάναμε επί ίσοις όροις με τους γηγενείς. Η ευρωπαϊκή επιρροή έχει καίρια αποτυπωθεί τόσο σε ατομικές επιλογές όσο και στο δημόσιο βίο. Δεν είναι μόνο ο πακτωλός οικονομικών ενισχύσεων από τις Βρυξέλλες, ούτε απλώς η ενίσχυση της διεθνοπολιτικής ισχύος της χώρας, αλλά και η σημαντική επιρροή της Ευρώπης στους θεσμούς μας. Σκεφτείτε: χωρίς την ΕΕ οι κυβερνήσεις μας θα έριχναν ακόμη δημόσιο χρήμα στον κρατικοεπιχειρηματικό πίθο των Δαναΐδων (τύπου Ολυμπιακής), θα εξακολουθούσαν να ενδιαφέρονται μόνο ρουσφετολογικά για το περιβάλλον, θα είχαμε ακόμη κρατικό μονοπώλιο στις τηλεπικοινωνίες.

Όπως μας θυμίζει ο ιστορικός Ιαν Κέρσοου, συχνά θεωρούμε, εκ των υστέρων, ότι οι ιστορικές εξελίξεις αναπόφευκτα θα είχαν την έκβαση που τελικά πήραν. Τριάντα χρόνια μετά, ίσως νομίζουμε ότι η ένταξή μας στην ΕΟΚ ήταν προεξοφλημένο γεγονός. Δεν ήταν. Οι σχετικές διαδικασίες μπορεί να ανάγονται στις αρχές της δεκαετίας του ’60, αλλά ήταν το οραματικό πείσμα του Καραμανλή που τις αξιοποίησε στην κατάλληλη συγκυρία. Σήμερα μπορεί οι Έλληνες να συγκαταλέγονται μεταξύ των πιο θερμών υποστηρικτών της ευρωπαϊκής ενοποίησης, το 1981 όμως δεν ήταν. Το ηγετικό ανάστημα του Καραμανλή φαίνεται από το γεγονός ότι δεν σύρθηκε πίσω από τη συγκυριακή κοινή γνώμη, αλλά, όπως παρατηρεί ο Θουκυδίδης, «αποτόλμησε και αντιλογία προς αυτή». Διέβλεψε καλύτερα από μας τις βαθύτερες ανάγκες μας, και αποφάσισε αναλόγως. Ευτυχώς!
Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ υπαγορεύτηκε κυρίως από γεωπολιτικούς λόγους. Ο Καραμανλής οξυδερκώς διέγνωσε ότι σε μια μικρή, περιφερειακή χώρα της Ευρώπης, επιρρεπή σε πολιτικές εκτροπές, η πολιτική σταθερότητα, οικονομική ενδυνάμωση, και διεθνής αναβάθμιση θα ενισχύονταν με τη συμπερίληψή της στην πιο ισχυρή διεθνώς οικονομική-πολιτική ένωση. Αν αυτή η στρατηγική επιλογή του Καραμανλή πρόδιδε το ηγετικό ανάστημά του, η μετέπειτα διαχείριση της ευρωπαϊκής ιδιότητας της χώρας από το πολιτικό σύστημα κατέδειξε τη μικρότητά του. Μια κολοσσιαίας σημασία πολιτική πράξη προσαρμόστηκε στα μέτρα του εγχώριου πολιτικού παιχνιδιού.

Ουσιαστικά, το πολιτικό σύστημα, ιδιαίτερα τα κόμματα εξουσίας, αντιμετώπισε με αμφιθυμία το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Από τη μια μεριά η Ευρώπη ήταν πηγή σημαντικών οικονομικών ενισχύσεων και, κατά τούτο, ευπρόσδεκτη. Τζάμπα χρήμα! Από την άλλη, όμως, στο μέτρο που η Ευρώπη αντιπροσώπευε τη θεσμική ευρυθμία, το ορθολογικά οργανωμένο κοινωνικό κράτος, και τον οικονομικό-πολιτισμικό φιλελευθερισμό, ήταν δυνητικά επικίνδυνη για ένα πολιτικό σύστημα που αντλούσε την εξουσία του από πελατειακά δίκτυα, σχέσεις διαπλοκής με ισχυρά ιδιωτικά συμφέροντα, την κομματικοποίηση του κράτους, τον κρατικό πατερναλισμό, και τον αχαλίνωτο λαϊκισμό. Ο εξευρωπαϊσμός της χώρας απειλούσε τις προϋποθέσεις αναπαραγωγής της παραδοσιακής κομματικής ισχύος.

Το κόμματα εξουσίας ενσωμάτωσαν την ευρωπαϊκή ρητορική, όχι όμως απαραίτητα και τις αντίστοιχες πρακτικές. Αν και η χώρα επισήμως συμμετείχε πρόθυμα με την ψήφο της στη βαθμιαία μετάλλαξη της ΕΟΚ στην ΕΕ, εν τούτοις επιβράδυνε όσο μπορούσε τις συνακόλουθες διαρθρωτικές αλλαγές στο εσωτερικό της. Ο λόγος είναι ότι η διαδικασία του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού διηθήθηκε από την παράλληλη διαδικασία εκπασοκισμού του πολιτικού συστήματος: από τη δεκαετία του ΄80 και μετά εντάθηκε ο λαϊκισμός και η κομματικοποίηση των θεσμών, διευρύνθηκε το πελατειακό φαινόμενο, θέριεψε η διαφθορά.

Το μοτίβο παρέμεινε σταθερό τα τελευταία τριάντα χρόνια: από τη μια μεριά υιοθετούμε τους «εξωτερικούς περιορισμούς» που θέτει η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αλλά, από την άλλη, χρονοτριβούμε, παλινωδούμε συστηματικά στην υλοποίησή τους, αναβάλλουμε επώδυνες αποφάσεις όσο μπορούμε• ελαστικοποιούμε ακόμα και τις πιο «σκληρές» οδηγίες της ΕΕ (βλ. Ολυμπιακή). Μεταξύ 1985-2000 η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των τριών χειρότερων χωρών της ΕΕ των 15 σε ότι αφορά τη μη συμμόρφωση με την κοινοτική νομοθεσία!

Στη ρίζα αυτής της αμφίθυμης συμπεριφοράς υπάρχει το ελλαδικό παράδοξο: η πολιτική ελίτ θέλει και δεν θέλει να είμαστε την ΕΕ. Επιζητά τα (μακροχρόνια) οφέλη της συμμετοχής αλλά είναι απρόθυμη να καταβάλλει το (βραχυχρόνιο) κόστος• επιθυμεί τον ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό, αρκεί να μη θίξει τις δομές αναπαραγωγής της ισχύος της (δηλαδή τα πελατειακά δίκτυα, την κομματικοποίηση του κράτους, τον κρατισμό)• θέλει να αλλάξει (μελλοντικά) η χώρα δίχως όμως να αλλάξει το (παρόν) πολιτικό σύστημα. Αυτές οι ανταγωνιστικές επιθυμίες ωθούν την Ελλάδα να συγκλίνει μεν ονομαστικά με την ΕΕ, αλλά να ανθίσταται σε ότι αφορά στην υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών που επηρεάζουν καθοριστικά τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Το αποτέλεσμα είναι σχιζοφρενικό: η γλώσσα της μεταρρύθμισης συνυπάρχει με τη διατήρηση της στασιμότητας, ο εξευρωπαϊσμός συμβιώνει με την πολιτικο-διοικητική φαυλότητα.

Τα κόμματα εξουσίας αναπαρήγαγαν το ίδιο μοτίβο αντιφατικότητας που διαπερνούσε τη χώρα: από τη μια μεριά συμμετείχαν ενεργά στις ιδεολογικά ομόλογες ομάδες του ευρωκοινοβουλίου, από την άλλη, όμως, παρέμειναν, αν και με διαφορετική μορφή, πελατειακοί και αρχηγικοί μηχανισμοί. Το γραφειοκρατικό-πελατειακό κόμμα αντικατέστησε τον προδικτατορικό κομματάρχη, η κομματικοποίηση του κράτους έγινε πλέον απροκάλυπτη, η αυτο-εξυπηρετική κουλτούρα της σύγκρουσης παρέμεινε. Σε αυτά προστέθηκε και η καινοφανής κρυπτο-κρατικοποίηση των κομμάτων: η οικονομική ενίσχυσή τους από τον κρατικό προϋπολογισμό, η οποία χρησιμοποιήθηκε όπως οι κοινοτικές επιδοτήσεις από το κράτος, δηλαδή σπαταλήθηκε, οδηγώντας τα κόμματα στην υπερχρέωση! Συν τω χρόνω, η κομματική δημοκρατία της μεταπολίτευσης μεταλλάχθηκε σε αυτο-εξυπηρετική κομματοκρατία.

Η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας σφραγίστηκε με την ένταξή της στην ΕΟΚ. Η στρατηγική επιλογή του Καραμανλή υπήρξε κολοσσιαίας σημασίας όχι μόνο για της εμπρόθετες συνέπειές της, όσο και για την απρόθετη δυναμική που περιέκλειε. Μπορεί η ενσωμάτωσή μας στην Ευρώπη να μη μας προσέδωσε βορειοευρωπαϊκό ψυχισμό, μας έδωσε όμως προοπτική. Κυρίως, θεσμοποίησε και νομιμοποίησε την πειθαρχημένη συγκρισιμότητα, η οποία λειτουργεί ως καταλύτης αλλαγής. Από το 1981 και μετά η Ευρώπη διεισδύει στο λόγο μας, διαπερνά τη δημόσια πολιτική, είναι το σταθερό σημείο αναφοράς και σύγκρισης στο δημόσιο βίο. Χωρίς την Ευρώπη δεν θα είχαμε αρχίσει καν το ταξίδι του μετασχηματισμού μας σε μια πραγματικά σύγχρονη χώρα. Και χωρίς την Ευρώπη ίσως να μη μπορέσουμε, κυριολεκτικά, να επιβιώσουμε. Χρωστάμε πολλά σε αυτόν που ξεκίνησε το ταξίδι - στον Κωνσταντίνο Καραμανλή.