Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Βιώσιμο πλεόνασμα και το τέλος του πολιτικαντισμού


Η πρόσφατη συμφωνία της κυβέρνησης με τους δανειστές αντιμετωπίστηκε από τα κόμματα με ξύλινη γλώσσα, ως συνήθως. Οι μεν επιδίδονται στη σωτηριολογία, οι δε στην καταστροφολογία. Το πολιτικό παιχνίδι στη χρεοκοπημένη Ελλάδα συνεχίζει να διεξάγεται με όρους μικρονοϊκής πόλωσης, εκνευριστικής στενομυαλιάς, και τοξικού λόγου. Για τον σκεπτόμενο πολίτη, όμως, είναι χρήσιμο να βλέπει τη μεγάλη εικόνα που οι κομματικοί μηχανισμοί αποκρύπτουν.

Πρώτον, πετύχαμε, έστω και με κάποια λογιστικά τρικ, πρωτογενές πλεόνασμα. Μετά από τέσσερα χρόνια οδυνηρών περικοπών και εξοντωτικής φορολογίας, αλλοίμονο αν δεν το πετυχαίναμε! Το ερώτημα είναι: πώς θα καταστεί βιώσιμο;

Δεύτερο, επιβεβαιώθηκε κι αυτή τη φορά ότι ο χειρισμός της Ελληνικής κρίσης από δανειστές και δανειζόμενο χαρακτηρίζεται από την αγορά πολιτικού χρόνου: αμφότερα μέρη διευθετούν πιεστικά προβλήματα (με δημοσιονομικά οδυνηρό τρόπο για τον δανειζόμενο), ανακοινώνουν δεσμεύσεις, και υπόσχονται να ξαναδούν τα επίμαχα θέματα στο μέλλον. Εν τω μεταξύ, οι πολίτες της δανειζόμενης χώρας υποφέρουν, ενώ οι κυβερνήσεις και των δύο μερών κατασκευάζουν την αισιοδοξία, ελπίζοντας στην εκλογική της εξαργύρωση.

Τρίτο, οι δανειστές δεν μας εμπιστεύονται. Ξέρουν ότι σχεδόν καμία διαρθρωτική αλλαγή δεν θα κάναμε, αν δεν μας την επέβαλλαν. Οι ανάγκες του πελατειακού-κομματικού κράτους ήταν τέτοιες που δεν νοιαστήκαμε ποτέ να έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα, όπως δεν μεριμνήσαμε για τον ουσιώδη εξορθολογισμό της υγείας, του ασφαλιστικού, της εκπαίδευσης, κοκ, όταν έπρεπε. Η εξευτελιστική επαιτεία προήλθε από την εγγενή ανικανότητα της χώρας να αυτο-μεταρρυθμίζεται.

Η τρόικα ξέρει καλά ότι οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται, είτε εκτελούνται απρόθυμα, είτε καθυστερούν, είτε δεν υλοποιούνται. Η ρετσινιά του απατεώνα εξακολουθεί να μας συνοδεύει (τα «Greek statistics» δεν θα ξεχαστούν εύκολα). Οι δανειστές ασπάζονται μια οριενταλιστική αντίληψη για τη χώρα, την οποία φροντίζουμε να επιβεβαιώνουμε. Θεωρούν ότι έχουμε ανεύθυνους και λαϊκιστές πολιτικούς, γενικευμένη ανομία, και ένα αναξιόπιστο, μετα-οθωμανικό κράτος που κυριαρχείται από επιμέρους συμφέροντα. Αν παύσουν να μας κηδεμονεύουν, διαβλέπουν ότι θα επανέλθουμε στην πρότερη κατάσταση. Δεν θέλουν να χάσουν τα λεφτά τους, γι αυτό είναι φορτικοί, σχεδόν αποικιοκρατικοί.

Τέταρτο, κάθε συμφωνία με τους δανειστές συνοδεύεται από κυβερνητική αισιοδοξία. Συνέβη το 2012 μετά το PSI, συνέβη πέρυσι με το περίφημο «success story» του κ. Σαμαρά, συμβαίνει και τώρα. Η «αισιοδοξία» διαρκεί όσο η μιντιακή κάλυψή της. Σύντομα επανακάμπτει η αφόρητη πραγματικότητα μιας οικονομικά κατεστραμμένης χώρας. Ο οικονομικός κύκλος της εφαρμογής ενός προγράμματος ακραίας λιτότητας δεν συμπίπτει με τον βιωματικό κύκλο των ανθρώπων (την οικονομική-βιοτική εξουθένωση που επέφερε η βελτίωση οικονομικών δεικτών). Η ασυγχρονία των δύο κύκλων παράγει, αναπόφευκτα, πολιτικά αποτελέσματα.

Πέμπτο, όπου δεν παρεμβαίνει η τρόικα κυριαρχούν οι γνωστοί πολιτικοί εθισμοί που επέφεραν τη χρεοκοπία. Τα μεγαλύτερα λιμάνια, τους οργανισμούς ασφάλισης, και σημαντικούς δημόσιους φορείς διοικούν κομματικοί υπάλληλοι, άνθρωποι του «συστήματος», ή κολλητοί των πολιτικών αρχηγών. Νόμοι που επέφεραν τομές ξηλώνονται (π.χ. νόμος Διαμαντοπούλου), σχέδια εκλογίκευσης δημόσιων θεσμών υποσκάπτονται (από πολιτικάντηδες τύπου Αρβανιτόπουλου), ενώ πολιτικοί της συμφοράς (Παπαθανασίου, Παπουτσής, κοκ) διορίζονται σε ιδιαίτερα καλοπληρωμένες δημόσιες θέσεις. Η αξιωματική αντιπολίτευση δεν πρωτοτυπεί: αφορίζει, φοβερίζει, και, φυσικά, υπόσχεται. Στο μέτρο που η χώρα αυτο-κυβερνάται, το κάνει αναπαράγοντας την πολιτική νοοτροπία που την κατέστρεψε.

Πέμπτο, ο διεθνής οικονομικός έλεγχος δεν θα τερματισθεί με την εκπνοή του Μνημονίου. Μπορεί να ΜΜΕ να στερηθούν το ευπώλητο θέαμα τροϊκανών επισκέψεων στα υπουργεία, αλλά η Ελλάδα θα παραμείνει επί μακρόν υπό την «αυξημένη επιτήρηση» της ΕΕ. Όσο ευνοϊκή κι αν είναι η αναμενόμενη ρύθμιση του χρέους, το τίμημα θα είναι η παρατεταμένη πειθαρχία.

Έκτο, οι ρίζες της οικονομικής εξαθλίωσης βρίσκονται στην κυρίαρχη πολιτική νοοτροπία που παρήγαγε τη χρεοκοπία, η οποία οδήγησε στο Μνημόνιο. Το τελευταίο, προϊόν του συσχετισμού ισχύος δανειστών-δανειζόμενου, έχει επανορίσει πλέον τους βιοτικούς όρους των Ελλήνων. Για να είναι η χώρα σε θέση να παράγει βιώσιμο πλεόνασμα απαιτείται ένας πρωτοφανής για την ιστορία της πολιτικός-οικονομικός ορθολογισμός. Οι πολιτικάντηδες, όμως, χρονίως εθισμένοι σε παροχές, ασχολούνται με τη διανομή του πλεονάσματος, όχι με τις προϋποθέσεις βιωσιμότητάς του.

Αυτή είναι η πρόκληση της νέας «μεταμνημονιακής» πραγματικότητας: η δημοσιονομική πειθαρχία και η υγιής ανάπτυξη προϋποθέτουν μια νέα δημόσια κουλτούρα και ένα νέου ήθους πολιτικό προσωπικό να την καλλιεργήσει. Παραδόξως, το «τέλος του Μνημονίου» (και, άρα, η ανάγκη για βιώσιμα πλεονάσματα) απαιτεί σκληρές ορθολογικές επιλογές, οι οποίες θα σηματοδοτήσουν την αρχή του τέλους του πολιτικαντισμού. Αμήν!