Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2008

Ο φόνος και το ξέσπασμα – μια ερμηνεία


Ακόμα και για μια χώρα εθισμένη στην υπερβολή, η κοινωνική αναταραχή που προκάλεσε ο φόνος του εφήβου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από αστυνομικό, στα Εξάρχεια, ήταν πρωτοφανής. Πως εξηγείται; Δύο παράγοντες πρέπει να ληφθούν, κατ’ αρχήν, υπόψη: η δύναμη του τυχαίου γεγονότος και η ιστορική έλλειψη εμπιστοσύνης σε βασικούς κρατικούς θεσμούς, ιδιαίτερα την Αστυνομία.

Ο καθένας θα μπορούσε να είναι στη θέση του Αλέξανδρου. Ούτε ταραχές υπήρχαν στα Εξάρχεια εκείνες τις μέρες, ούτε ο μαθητής μετείχε σε βίαιες πράξεις κατά της Αστυνομίας. Τυχαία ήταν εκεί. Ο τυχαίος φόνος σοκάρει ιδιαίτερα γιατί μας καταλαμβάνει απροετοίμαστους - δεν διαθέτουμε έτοιμα σχήματα να τον ερμηνεύσουμε. Το γεγονός του τραγικού θανάτου, ιδιαίτερα όταν μεταδίδεται δραματοποιημένο από τα ΜΜΕ, δημιουργεί ένα κοινό για όλους σημείο αναφοράς, μας κάνει συμμέτοχους στην τρωτότητα της ύπαρξης, νοιώθουμε παρόμοια συναισθήματα.

Τι νοιώσαμε; Σοκ, απορία, οργή. Αυτά τα συναισθήματα διακατείχαν πολλούς νέους, ιδιαίτερα όσους ξεχύθηκαν στους δρόμους των ελληνικών πόλεων το Σαββατόβραδο του φόνου, την Κυριακή και τη Δευτέρα, όταν το σοκ ήταν νωπό και οι διαμαρτυρίες αυθόρμητες. Οι νέοι που συμμετείχαν σε εκείνες τις εκδηλώσεις εξέφρασαν πένθος, θυμό, ακόμη και μίσος. Εναντίον τίνος; Κατά της Αστυνομίας και εναντίον αυτών που συμβολίζει η Αστυνομία - τη δημόσια τάξη, την κρατική εξουσία, και, συνεκδοχικά, την κοινωνική οργάνωση που υπηρετεί η κρατική εξουσία. Το χρόνιο ελλαδικό έλλειμμα εμπιστοσύνης στο κράτος και τους θεσμούς εμφανίστηκε, σε πλήρη ανάπτυξη, ξανά.

Τα συνθήματα στους τοίχους της Αθήνας ήταν αποκαλυπτικά: «Αυτές οι μέρες είναι του Αλέξη»• «6/12/08 - Αυτή η ημερομηνία θα γραφεί με αίμα μπάτσων»• «Αλέξη μη φοβάσαι, είμαστε μαζί σου. Αυτό το κωλοκράτος θα πέσει προς τιμή σου». Μια μαθήτρια της Γ’ Λυκείου ομολόγησε: «Πέθανε σας λέω – εκδίκηση. […] Σπάστε τα όλα. Σπάστε, σπάστε να γίνει η Αθήνα μαύρη σ’ ένα βράδυ. Να μην υπάρχει τίποτα αύριο. Να ξεκινήσουν όλα από το μηδέν» («Ελευθεροτυπία», 9/12/2008). Ένα τέτοιο «κωλοκράτος» δεν μπορεί παρά να εδράζεται σε μια σάπια κοινωνική οργάνωση: «Η δημοκρατία σας βρωμάει δακρυγόνο», «Να καεί, να καεί το μπου…λο η Βουλή», «Τα πλούτη τους είναι το αίμα μας».

Αυτή η μηδενιστική στάση, υποβοηθούμενη από την εύκολη προσφυγή σε βίαιες μορφές διαμαρτυρίας που, τουλάχιστον μετά τη Μεταπολίτευση, χαρακτηρίζει τις αντιδράσεις κοινωνικών ομάδων στην Ελλάδα, οδήγησε σε επιθέσεις κατά Αστυνομικών Τμημάτων, δημοσίων κτιρίων και «αντιπαθών», στην παρούσα συγκυρία, εταιριών όπως οι τράπεζες. Σε ένα τέτοιο κλίμα, οι ομάδες των εκ συστήματος καταστροφολάγνων ολοκλήρωσαν τον κύκλο της βίας με πυρπολήσεις και λεηλασίες ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας.

Τι εξηγεί τη μηδενιστική έκρηξη; Προσέξτε τα συνθήματα των διαδηλωτών και τα γκράφιτι στους τοίχους. Χαρακτηρίζονται από «έμμεση διαλογικότητα» (Μ. Μπαχτίν) – ο λόγος τους αρθρώνεται σε συνάφεια με τον περιβάλλοντα λόγο. Οι αστυνομικοί είναι «μπάτσοι», το κράτος είναι «κωλοκράτος», η δημοκρατία «βρωμάει», η Βουλή είναι «μπου…λο», οι επιχειρήσεις μας ρουφάνε το «αίμα». Η έλλειψη εκτίμησης σε θεσμούς είναι διάχυτη. Σας θυμίζει κάτι αυτός ο λόγος; Έτσι, λίγο-πολύ, ίσως πιο κόσμια (αν και δεν είμαι σίγουρος…), δεν μιλάμε οι περισσότεροι στην καθημερινότητά μας; Έτσι δεν αισθανόμαστε για τους θεσμούς της χώρας; Οι νέοι επιστρέφουν με οργίλο ύφος και απροσχημάτιστη ευθύτητα τον τύπο λόγου στον οποίο είναι εκτεθειμένοι στον κόσμο των μεγάλων.

Εμείς οι μεγάλοι γιατί μιλάμε τόσο απαξιωτικά για τη χώρα; Γιατί έτσι, κυρίως, νοιώθουμε. Διότι ζούμε σε μια ευρωπαϊκή χώρα με σχεδόν τρικοκοσμικό δημόσιο βίο: μια χώρα που παράγει συστηματικά χαμηλή ποιότητα ζωής, αναξιοπρέπεια, ευνοιοκρατία, σκάνδαλα, και διαφθορά. Πώς να αισθανθείς στη χώρα του Μαγγίνα και του Κεφαλογιάννη, του Βουλγαράκη και του Εφραιμ, του Τσουκάτου, της «Μίζενς» και της «Μιζοκόμ»; Τι να νοιώσεις όταν βλέπεις γενικευμένη αυθαιρεσία, απίστευτη ατιμωρησία, διαβρωτικό κομματισμό, κι ένα ανυπόληπτο κράτος; Τι αυτο-εκτίμηση να έχεις όταν μετέχεις κι εσύ, λίγο ως πολύ, είτε με την αδιαφορία σου, είτε, συνηθέστερα, με τα «φακελάκια», τις «μίζες», τις μικρές παρανομίες και τα ποικίλα «μέσα» που μετέρχεσαι, στην αθλιότητα που σε περιβάλλει;

Τα περισσότερα προβλήματα, βέβαια, δεν είναι καινούρια αλλά επιτείνουν χρόνια προβλήματα, τα οποία το πολιτικό σύστημα αποδεδειγμένα δεν θέλει να αντιμετωπίσει. Το καινούριο είναι ότι, τα τελευταία τρία χρόνια, η συσσώρευση των προβλημάτων, ιδιαίτερα στον απόηχο των εκκλήσεων για «σεμνή και ταπεινή» διακυβέρνηση, μεγάλωσε την απογοήτευση και παρόξυνε τις αντιδράσεις. Η δυσάρεστη ατμόσφαιρα διαποτίζει το λόγο των νέων μέσα από τον κυρίαρχο λόγο των μεγάλων – τις εφημερίδες, τα ΜΜΕ, τις συζητήσεις στην οικογένεια, τις κουβέντες στο πόδι. Κυριαρχεί η απαξίωση, η αηδία, η κατήφεια, η ιδιώτευση, και η μοιρολατρία.

Και οι «διεκδικήσεις» των νέων; Οι αυθόρμητες διαμαρτυρίες των τριών πρώτων ημερών δεν περιείχαν διεκδικήσεις, μόνο θυμό και οργή για «το κράτος που δολοφονεί». Οι «διεκδικήσεις» προέκυψαν εκ των υστέρων, με την ερμηνεία ή οικειοποίηση του αυθόρμητου νεανικού λόγου από κόμματα, οργανωμένους φορείς, τα ΜΜΕ, ηγετικές προσωπικότητες και αναλυτές. Η γενικευμένη «αντίσταση» (και τα συνοδευτικά «αιτήματα») λ.χ. προβλήθηκε αναδρομικά, σε μια προσπάθεια να εκλογικευτεί η αυθόρμητη διαμαρτυρία. Προβάλλοντας πάνω του τα «αιτήματα» που «θα έπρεπε» να έχει, το ξέσπασμα μεταποιήθηκε σε «κίνημα». Η ειρωνεία είναι ότι εκείνα τα κόμματα και οι οργανωμένοι φορείς που με τις πράξεις τους ή τις παραλείψεις τους, έχουν συνεισφέρει στην κυρίαρχη σήμερα απαξίωση των θεσμών, σπεύδουν τώρα να εκλογικεύσουν τις αυθόρμητες διαμαρτυρίες εντάσσοντας τες στη δική τους αφήγηση – μια αφήγηση είτε συντηρητική-υποκριτική του τύπου ‘δείτε που πάει η κοινωνία’, είτε, επί το πλείστον, δήθεν προοδευτική-ιδεοληπτική, του τύπου ‘ο νεοφιλελευθερισμός καταστρέφει την κοινωνική συνοχή’.

Οι αυθόρμητες διαμαρτυρίες και ταραχές παρέχουν στην κοινωνία μια οθόνη στην οποία οι διαμορφωτές της κοινωνικής γνώμης εγγράφουν τις αξιακά και ιδεολογικά εδραιωμένες διαπιστώσεις τους για τις επιδιώξεις, τους φόβους και τα προβλήματα τοι κοινωνικού σώματος. Οι ώριμες κοινωνίες εκλογικεύουν τις αυθόρμητες διαμαρτυρίες και ταραχές θεωρώντας τες, συνήθως, ως έκφραση αποξένωσης μέρους της κοινωνίας με την κρατούσα τάξη πραγμάτων και προβαίνουν στη λήψη μέτρων, με πραγματικό και συμβολικό περιεχόμενο, επιδιώκοντας τη μακροχρόνια κοινωνική ισορροπία. Οι ανώριμες κοινωνίες αναλίσκονται σε κομματικές αντεγκλήσεις, εντυπωσιοθηρικές αντιπαραθέσεις, και μιντιακό θέαμα, αποφεύγοντας την έλλογη συζήτηση και επιδιώκοντας είτε να δραματοποιήσουν ιδιοτελώς τις ταραχές, είτε να σπρώξουν το πρόβλημα (την αποξένωση που φανερώνουν οι ταραχές) κάτω από το χαλί. Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία της εκλογίκευσης είναι μια «ανοιχτή» (open-ended) διαδικασία και συνιστά η ίδια ένα διακύβευμα.

Ο Αλέξανδρος ήθελε απλά να πιει ένα ποτό με τους φίλους του στα Εξάρχεια, τίποτα παραπάνω. Το τραγικό είναι ότι «χρειαζόμασταν» το θάνατό του για να φωνάξουμε δυνατά για όλα αυτά που χρόνια μας πνίγουν. Το δράμα της χώρας είναι η αυτο-καταστροφική μανία που συχνά την καταλαμβάνει: «χρειάζεται» αίμα αθώων, «εμφυλιοπολεμικό» κλίμα, και καταστροφές περιουσιών για να ταρακουνηθεί το σάπιο πολιτικό της σύστημα – αν ταρακουνηθεί…

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008

Λόγος αμήχανος, κενός, υποκριτικός



Ένα πράγμα που εξοργίζει τους νέους, και ειδικά τους εφήβους, είναι η υποκρισία, ο φαρισαϊσμός. Όσο μεγαλώνουμε μαθαίνουμε να είμαστε πιο «πολιτικοί» και «κομψοί», να αποφεύγουμε τα δύσκολα ερωτήματα που αφορούν τελικούς σκοπούς και το νόημα των δραστηριοτήτων μας, να βλέπουμε τα μέσα που χρησιμοποιούμε κυρίως με χρηστικούς όρους. Οι νέοι, όμως, επιμένουν να ρωτούν γι αυτά που οι μεγάλοι προτιμούν να αποσιωπούν. Η πείρα της ζωής έχει πολλά πλεονεκτήματα, της λείπει όμως, συνήθως, το πάθος για γνησιότητα.

Στην πρωτοφανή κοινωνική-πολιτική κρίση που προκάλεσε ο φόνος του εφήβου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από αστυνομικό εντυπωσιάζει ο υποκριτικός λόγος των ηγετών μας – αυτό ακριβώς που απεχθάνονται οι νέοι. Δεν αναφέρομαι μόνο στην κοινότοπη αισθηματολογία, τη φτηνή συμπόνια, ή την πατερναλιστική νουθεσία. Αναφέρομαι σε ένα είδος κενού λόγου που εκφέρεται όχι για να φωτίσει, να αναδεχθεί εμπράκτως ευθύνες, ή να (ανα)στοχασθεί – όχι, δηλαδή, για να επι-κοινωνήσει - αλλά για να φενακίσει, να δώσει την εντύπωση ότι ανταποκρίνεται στις προσδοκίες που αναμένονται από τον φορέα του. Πρόκειται για ένα είδος προσομοιωμένου αυθεντικού λόγου, ο οποίος προσποιείται την ειλικρίνεια και τη γνησιότητα, ακριβώς για να τα αποφύγει.

«Οφείλουμε να δώσουμε απαντήσεις στη νέα γενιά που αισθάνεται ανασφάλεια για το μέλλον της», δήλωσε περισπούδαστα η υπουργός Απασχόλησης κυρία Πάλλη-Πετραλιά. «Πρέπει να αναρωτηθούμε τι είδους κοινωνία αφήνουμε στους νέους μας», ψέλλισαν οι κκ.Παυλόπουλος και Αβραμόπουλος, υπουργοί Εσωτερικών και Υγείας αντιστοίχως. Κλασικό δείγμα κενότητας και έλλειψης γνησιότητας: τη στιγμή της κρίσης ο κυβερνήτης επιλέγει να σχολιάζει κοινότοπα, σαν παρατηρητής, τα κοινωνικά φαινόμενα, αντί να τα διαμορφώνει, ως δρων, με την πολιτική πράξη του.

Δεν περιμέναμε τον κ. Αβραμόπουλο προκειμένου να αναρωτηθούμε για το που πάει η κοινωνία, αλλά, ως αρμόδιος υπουργός, να κάνει τα νοσοκομεία να δουλεύουν καλά «για» την κοινωνία. Δεν χρειαζόμασταν τις πατερναλιστικές υπομνήσεις του κ.Παυλόπουλου για να εκτιμήσουμε την αξία της ανθρώπινης ζωής, αλλά τη συνεχή υπουργική μέριμνα για την τήρηση της έννομης τάξης: να οργανώσει και να εκπαιδεύσει την Αστυνομία με τρόπο που δεν θα υπερ-αντιδρά σε συνήθεις αψιμαχίες σκοτώνοντας αθώους εφήβους, ούτε θα υπο-αντιδρά παρακολουθώντας παθητικά την καταστροφή δημοσίων κτιρίων και ιδιωτικών περιουσιών. Ο κυβερνήτης «απαντά» στα κοινωνικά αιτήματα όχι με κούφιες δηλώσεις για τηλεοπτική κατανάλωση, αλλά με πράξεις. Ο κυβερνήτης που αισθάνεται ότι δεν έχει ανταποκριθεί στις προσδοκίες της κοινωνίας παραιτείται, δεν σχολιάζει την ποιότητα της κοινωνίας.

Οι πολιτικοί δεν βλέπουν ότι οι απτές πράξεις τους μιλάνε πιο δυνατά από τα κενά λόγια τους. Η ανασφάλιστη εργασία δίνει και παίρνει στην Ελλάδα, αλλά δεν είδαμε την αρμόδια υπουργό να κάνει κάτι αποτελεσματικό γι αυτό. Μια νέα γενιά ρουσφετολογικά διορισμένων συμβασιούχων αναπτύσσεται στη δημόσια διοίκηση (το κατήγγειλε πριν από λίγες μέρες με κόσμια γλώσσα το ΑΣΕΠ στην ετήσια έκθεσή του), αλλά ο υπουργός Εσωτερικών προτιμά να κάνει διαλέξεις για τα δικαιώματα του ανθρώπου! Τα δημόσια νοσοκομεία έχουν οδηγηθεί σε τριτοκοσμική παρακμή, αλλά ο «ατσαλάκωτος» υπουργός Υγείας δηλώνει κορδωμένα ότι «έχει ολοκληρώσει το έργο του»! Και φυσικά δεν χρειάζεται να μιλήσουμε για τα απίστευτα πολιτικά ρουσφέτια και τη διαπλοκή, την περιφρόνηση του νόμου εκ μέρους των πολιτικών, το ακαταδίωκτο των παρανομιών τους χάριν της διαβόητης «βουλευτικής ασυλίας», ή τον χυδαίο και παράνομο πλουτισμό αρκετών απ’ αυτούς.

Ένα ελάχιστο δείγμα: μόλις τον περασμένο Ιούνιο, η Βουλή αποφάσισε ομοφώνως τη μονιμοποίηση των μετακλητών και αποσπασμένων υπαλλήλων του Κοινοβουλίου, πολλοί από τους οποίους είναι συγγενείς βουλευτών! Πριν από λίγες μέρες, όχι λιγότερες από 24 ρουσφετολογικές τροπολογίες κατατέθηκαν σε νομοσχέδιο του Υπουργείου Υγείας. Πήγαινε μετά, νάρκισσε υπουργέ, να μιλήσεις για «ισονομία» και «κράτος δικαίου» στον εξεγερμένο νεαρό που πετροβολάει την Αστυνομία και στο μαινόμενο πλήθος που κραυγάζει «Να καεί, να καεί το μπ…η Βουλή»! Ακόμα καλύτερα: στείλε τους κκ.Μαγγίνα, Τσιτουρίδη, Παυλίδη, Βουλγαράκη, Ρουσσόπουλο και Δούκα να το κάνουν. Κι αν αποτύχουν αυτοί, δοκίμασε τον τέως σύμβουλο του πρωθυπουργού κ.Κεφαλογιάννη – ο λόγος του περί νομιμοφροσύνης ίσως είναι πιο πειστικός!

Αλλά νάταν μόνο οι κωμικά ανεπαρκείς πολιτικάντηδες! Κοιτάξτε πως μιλάνε οι πνευματικοί μας ηγέτες, οι πρυτάνεις. Αρκετά πανεπιστήμιά μας κυριολεκτικά φλέγονται, ληστεύονται, ή έχουν καταληφθεί από ομάδες τραμπούκων, αλλά οι pathetic επικεφαλής τους μιλάνε, γενικώς και αορίστως, για «τομές που πρέπει να γίνουν παντού» (Παλλήκαρης, Πανεπιστήμιο Κρήτης), να «ανοίξει διάλογος με τη νεολαία» (Μουτζούρης, ΕΜΠ), να αναλάβουμε «όλοι τις ευθύνες μας» (Κουμπιάς, Πανεπιστήμιο Πατρών), να γίνει το σχολείο «τόπος πολιτισμού και παιδείας, ταυτόχρονα εκπαίδευσης, αλλά [προς Θεού – σ.σ.] όχι εντατικής» (Μάνθος, ΑΠΘ)! Άσφαιρα λόγια, κενά, ανούσια, υποκριτικά, που δεν αξίζουν ούτε τη μελάνη με την οποία γράφτηκαν.

Τη σημαντικότερη «τομή», τη μεγαλύτερη «ανάληψη ευθυνών», που θα μπορούσαν να κάνουν οι επικεφαλής των πανεπιστημίων μας, είναι να εφαρμόσουν το νόμο στα ιδρύματά τους, κι αν έχουν τα κότσια, να ζητήσουν την κατάργηση του δήθεν «πανεπιστημιακού ασύλου», προκειμένου να προστατευθεί η δημόσια περιουσία και η σωματική ακεραιότητα. Αλλά που να βρουν τα κότσια άνθρωποι που φημίζονται περισσότερο για τις δημόσιες σχέσεις τους και λιγότερο για το επιστημονικό τους έργο, που εκλέγονται μετά από συμφωνία με κομματικές φοιτητικές παρατάξεις, που δεν έχουν επίγνωση της βαρύτητας του ηγετικού τους αξιώματος;

Ανεπαρκείς πολιτικάντηδες και «ισορροπιστές» πρυτάνεις, σας τρόμαξε το τυφλό νεανικό ξέσπασμα…Αμήχανα ψελλίζετε τα μόνα λόγια που μάθατε - κοινότοπα, δημοσιοσχεσίτικα, κενά…Στην τυφλή οργή και το μηδενισμό των ταραξιών αντιτάσσετε το μόνο που ξέρετε να κάνετε καλά – την προστασία της «εικόνας» σας, αναμένοντας τη μελλοντική εξαργύρωσή της. Και περιμένετε, καημένοι, να σας ακούσουν…

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

Αθήνα, Βαγδάτη, «Λεβιάθαν»…


Κάπως έτσι πρέπει να είναι η ζωή στη Βαγδάτη: αυθαίρετη βία, πυρπολήσεις, λεηλασίες, απουσία αίσθησης μιας ομαλής ζωής, να μην ξέρεις αν το παιδί σου θα γυρίσει ζωντανό στο σπίτι, αν θα βρεις το μαγαζί σου όπως το άφησες. Να ανησυχείς για το αύριο, να αισθάνεσαι παγιδευμένος, να μην μπορείς να ελπίζεις…

Ένα διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, ένας καταγέλαστα σαθρός κρατικός μηχανισμός, μια κατακερματισμένη κοινωνία• άτολμες, μυωπικές, σπιθαμιαίου αναστήματος ηγεσίες – αυτό είναι το πραγματικά θανατηφόρο μολότοφ που καταστρέφει τη χώρα.

Όποιος έχει καθαρό βλέμμα, το βλέπει. Όποιος εκλαμβάνει το κράτος ως λάφυρο, θεωρεί την εξουσία αυτοσκοπό, ή το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η πολιτικά εξαργυρώσιμη «εικόνα» του, μιλά σαν τους οδυνηρά ανεπαρκείς κυβερνήτες μας. Δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι τη στιγμή της πρωτόγνωρης κοινωνικής κρίσης, ψελλίζουν αμήχανα λόγια, προσποιούνται τη συμπόνια, εικονικά παραιτούνται, αποδεικνύονται τραγικά κατώτεροι των περιστάσεων. Την ώρα που περιμένεις κατευθυντήρια ηγεσία, με ειλικρίνεια, σχέδιο και αποφασιστικότητα, εισπράττεις αμήχανη σιωπή, ένοχη αβουλία, τετριμμένες κοινοτοπίες.

Η νοσηρή οσμή που διαπερνά τη χώρα, το σαράκι της διαφθοράς και των ατέλειωτων σκανδάλων, τα αρπακτικά που κατατρώγουν ποικιλοτρόπως το δημόσιο πλούτο, η απίστευτη αναξιοκρατία, η γενικευμένη ανομία, η βαθιά εμπεδωμένη αίσθηση ότι δεν υπάρχει δικαιοσύνη, ο ακατανίκητος κυνισμός, η ακραία πολιτική πόλωση, η παθολογική κομματικοποίηση των πάντων, η έλλειψη στοιχειώδους διάθεσης για συνεννόηση, η απουσία, τελικά, θεμελιώδους «κοινωνικότητας», δίχως την οποία δεν μπορεί να σταθεί πολιτισμένη συμβίωση ανθρώπων, δεν θα μπορούσαν παρά να κορυφωθούν με το αίμα ενός αθώου. Το δράμα που ζούμε απαιτεί ένταση στην κορύφωσή του – την οδύνη του θανάτου, το τραγικό τέλος, την ύστατη υπόμνηση της απελπισίας.

Κάπως έτσι πρέπει να είναι «η φυσική κατάσταση του ανθρώπου» - η ζωή όταν δεν υπάρχει έννομη τάξη - που περιγράφει ο Τόμας Χόμπς στον «Λεβιάθαν»: πόλεμος όλων εναντίων όλων. Στη «φυσική κατάσταση» ο καθένας έχει την άδεια να κάνει ο,τιδήποτε. Ο ένοπλος αστυνομικός να σκοτώσει έναν έφηβο επειδή τον έβρισε• ο χασισοκαλλιεργητής να πυροβολεί στο κεφάλι ένα νεαρό αστυνομικό και να τον κάνει φυτό για όλη του τη ζωή• ο μπράβος της νύχτας να ξυλοφορτώνει μέχρι θανάτου έναν αλλοδαπό νεαρό που δεν του άρεσε ο τρόπος του• τραμπούκοι να χρησιμοποιούν τα πανεπιστήμια ως ορμητήρια για βίαιες πράξεις• καταστροφολάγνοι να πυρπολούν την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη• καταστηματάρχες να αυτοδικούν.

Γιατί μας παραξενεύει ο θανατηφόρος τσαμπουκάς ενός αστυνομικού και η ομόλογη καταστροφική μανία των ταραχοποιών, όταν ο κουτσαβακισμός συνιστά εθνικό τρόπο ζωής; Γιατί μας συγκλονίζουν οι αντικοινωνικές καταστροφές των μασκοφόρων όταν τα κόμματά μας δίνουν, με κάθε τρόπο, το παράδειγμα ιδιοτελούς και αντιθεσμικής συμπεριφοράς, ενεργώντας καιροσκοπικά, ως «ιδιώτες», χωρίς σεβασμό σε κανόνες και νόμους, μη μετέχοντας στον «κοινό λόγο» της «πόλεως»; Σε μια κοινωνία «ιδιωτών», ο καθένας, εξ ορισμού, «ιδιωτεύει» με τον δικό του τρόπο – βίαιο ή μη.

Το κράτος μας λειτουργεί σχιζοφρενικά. Από τη μια μεριά οπλίζει το χέρι ενός αστυνομικού με νταηλίδικο ψυχισμό και δεν ενδιαφέρεται, στη συνέχεια, να διακριβώσει αν ο αστυνομικός είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει το όπλο του με σύνεση, ενώ από την άλλη παρακολουθεί παθητικά το θέαμα της φλεγόμενης πόλης παραδομένης στην τυφλή μανία του αφηνιασμένου όχλου. Δείτε το δίπολο: έχουμε ένα κράτος, του οποίου μερικοί αστυνομικοί δεν διστάζουν να πυροβολήσουν δεκαπεντάχρονα παιδιά και να ξυλοκοπήσουν ανυπεράσπιστους ανθρώπους, ενώ άλλοι, εξοργιστικά ολιγωρούν όταν κρατούμενοι δραπετεύουν, ταραξίες καταστρέφουν περιουσίες (ιδιωτικές και δημόσιες) και συμμορίες εγκληματούν.

Το ελλαδικό κράτος συχνά δεν μπορεί να διεκπεραιώσει ούτε τη στοιχειώδη υποχρέωση κάθε σύγχρονου κράτους: την προστασία της έννομης τάξης. Ταλαντεύεται μεταξύ του αψυχολόγητου τσαμπουκά και της πλήρους παθητικότητας• πυροβολεί εκεί που δεν πρέπει, ολιγωρεί εκεί που χρειάζεται ακαριαία δράση. Υπεραναπληρώνει την ανεπάρκειά του με άλογες κρίσεις αυταρχικού παροξυσμού έναντι των πολιτών του – είτε τους βασανίζει γραφειοκρατικά, είτε τους σκοτώνει ενεργητικά, είτε τους οδηγεί στο θάνατο παθητικά (με τις αβλεψίες του). Ένα είναι σίγουρο: αυτό δεν είναι κράτος, η συνύπαρξη σε αυτή τη χώρα δεν συνιστά κοινωνία (δηλ. μετοχή στον κοινό λόγο).

Η κρατική σχιζοφρένεια δεν παράγεται, φυσικά, στο κενό: εκφράζει την ιστορικά αμφίθυμη στάση της ελλαδικής κοινωνίας απέναντι στην αστυνόμευση. Το συλλογικό αγαθό της έννομης τάξης παράγεται από θεσμούς που απολαμβάνουν ισχυρής κοινωνικής εμπιστοσύνης. Αν η Αστυνομία ταλαντεύεται μεταξύ κτηνωδίας και παθητικότητας, ανήμπορη να συγκεράσει με «φρόνηση» τις αντικρουόμενες απαιτήσεις που εγγενώς διαπερνούν το έργο της, είναι γιατί αφενός μεν η κοινωνία εκπαιδεύεται από δημαγωγούς πολιτικούς και λαϊκιστικά ΜΜΕ να μην την εμπιστεύεται, αφετέρου δε γιατί η ίδια η Αστυνομία ενεργοποιεί με συμπεριφορές της ιστορικές μνήμες αυταρχισμού, ενώ με τον χρόνιο κομματισμό, την καχεκτική ανάπτυξη αμιγώς επαγγελματικής συνείδησης, και την έλλειψη σύγχρονης διοικητικής κουλτούρας και εκπαίδευσης που τη χαρακτηρίζουν, αδυνατεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης.

Είμαστε εγκλωβισμένοι σε έναν πελώριο φαύλο κύκλο. Δεν υπάρχουν ηγέτες να μας δώσουν προοπτική, να μας βοηθήσουν να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα. Κι όσο δεν υπάρχει ελπίδα, τόσο συσσωρεύεται τυφλή οργή, η οποία μας βυθίζει περισσότερο στο τέλμα. Είναι οδυνηρό να ζεις στη Βαγδάτη...

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2008

Ανεπαρκείς ηγέτες


Ένα χαρακτηριστικό δείγμα της κρίσης που περνάμε είναι η κραυγαλέα ανεπάρκεια των ηγετών μας. Αν δυσκολευόμαστε να δούμε φως στο στην άκρη τη σήραγγας είναι γιατί, μεταξύ άλλων, δεν διαθέτουμε ηγεσίες να μας εμπνεύσουν με το φωτεινό παράδειγμά τους. Αντιπαρέρχομαι τις εικονικές παραιτήσεις της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Εσωτερικών ή την παντελή ανυπαρξία του Αρχηγού της Αστυνομίας στη διάρκεια της πρωτόγνωρης κρίσης που συγκλονίζει τη χώρα, για να σταθώ στη στάση του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών κ.Κίττα.

Ο κ.Πρύτανης ανακοίνωσε στον «Σκαϊ» την παραίτηση από το αξίωμά του, λέγοντας: «και βέβαια θα παραιτηθώ. Είναι δυνατόν να κινδυνεύουν ιστορικά κτίρια και να μη γίνεται τίποτα; Αναλαμβάνω την ευθύνη εγώ. […]» («Καθημερινή», 9/12/2008). Σχολίασε αρνητικά το γεγονός ότι «δεν καταφέραμε να εξαλείψουμε όλες αυτές τις αιτίες για τις οποίες εξεγείρονται οι νέοι» («Ελευθεροτυπία», 9/12/2008), και ομολόγησε: «Λάθη έχω κάνει κι εγώ. Ίσως δεν άκουσα εγκαίρως ό,τι έπρεπε, ίσως δεν φώναξα τόσο δυνατά όσο έπρεπε» («Καθημερινή», 10/12/2008). Πιεζόμενος από συνεργάτες του να ανακαλέσει την παραίτησή του, ο κ.Κίττας δήλωσε: «Δεν είμαι από αυτούς που λένε και κατόπιν το αναιρούν» (ο.π.). Πριν αλέκτορα φωνήσαι, ο κ.Κίττας ανακάλεσε την παραίτησή του, μετά από παράκληση του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Θαυμάστε την αντίληψη περί ηγεσίας του ανδρός. Ενόσω ιστορικά κτίρια του Πανεπιστημίου Αθηνών φλέγονταν, ο επικεφαλής του ανακοίνωσε, τηλεοπτικά παρακαλώ, την παραίτησή του! Τη στιγμή, δηλαδή, της μάχης, ο ηγέτης άκριτα δηλώνει ότι αποσύρεται. Είναι σα να ακούγαμε τον επικεφαλής μιας επιχείρησης που στεγάζονταν στους Δίδυμους Πύργους να ανακοίνωνε την παραίτησή του την ημέρα της επίθεσης! Ευθιξία ή δειλία; Ανάληψη ευθυνών (ποιών ακριβώς;) ή εντυπωσιοθηρία;

Αλλά έστω κι έτσι, αν ο πρύτανης έκρινε ότι η συμβολική βαρύτητα της παραίτησής του ήταν σημαντικότερη από την παραμονή του στο τιμόνι του οργανισμού τη στιγμή της κρίσης, τώρα γιατί κάνει πίσω; Δεν ισχύουν πλέον οι λόγοι που επικαλέστηκε; Δεν αναδέχεται πλέον τις ευθύνες που ο ίδιος καταλόγισε (και) στον εαυτό του; Η μήπως επιδίδεται κι αυτός, όπως οι πολιτικάντηδες, σε ένα παιχνίδι δημοσίων σχέσεων;

Αναρωτιέμαι ποιους μπορούν να εμπνεύσουν τέτοιοι ηγέτες. Τι αξιοπιστία διαθέτει κάποιος που λέει και ξελέει; Τι κύρος έχει ένας ηγέτης που δεν έχει τη σύνεση να σταθμίσει τη βαρύτητα των συμπεριφορών του; Που οικειοποιείται το ρόλο του αγανακτισμένου παραιτούμενος εικονικά; Που συμπεριφέρεται τόσο ναρκισσιστικά ώστε να χρειάζεται να τον καλοπιάσει ο πρώτος πολίτης της χώρας προκειμένου να εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του; Τι αυθεντικότητα μπορεί να έχει ένας τέτοιος ηγέτης; Ποιόν μπορεί να πείσει, να εμπνεύσει, να κινητοποιήσει;

Αναρωτιόμαστε μετά γιατί δεν πείθουμε τους νέους…

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2008

Η ανακύκλωση της μιζέριας




Αν έπρεπε να συνοψίσω με μια λέξη τι χαρακτηρίζει τη σημερινή Ελλάδα θα έλεγα «αναχρονισμός». Τα θέματα που μας απασχολούν, ο τρόπος που τα συζητούμε (και γενικότερα αντιδρούμε), καθώς και οι λύσεις που συνήθως δίνουμε, δεν θυμίζουν τόσο μια ανεπτυγμένη χώρα της ΕΕ, στον 21ο αιώνα, όσο είτε μια αναπτυσσόμενη τριτοκοσμική χώρα, είτε μια πρώην κομμουνιστική χώρα που εξήλθε από τη θεσμική και οικονομική υπανάπτυξη και πασχίζει να συντονιστεί με τον ανεπτυγμένο κόσμο. Είναι θλιβερό και επώδυνο να ζεις στην Ελλάδα.

Βέβαια, κάθε χώρα αντιμετωπίζει τα δικά της προβλήματα, αλλά εκείνο που κάνει εμάς να είμαστε αναχρονιστικοί (και να μοιάζουμε περισσότερο με «αναδυόμενες» χώρες), δεν είναι μόνο η κλίμακα ή το είδος των προβλημάτων, αλλά, κυρίως, ο τρόπος που τα διαχειριζόμαστε.

Ποιος είναι αυτός; Όταν αναδεικνύεται ένα θέμα που πρέπει να καταστεί αντικείμενο δημόσιας πολιτικής, το κράτος, δέσμιο επιμέρους συμφερόντων ή φοβούμενο το πολιτικό κόστος, ή απλώς καθηλωμένο από την ανικανότητά του (η οποία με τη σειρά της οφείλεται σε χρόνια κομματικοποίηση, υποχρηματοδότηση, και/ή διοικητική απίσχνανση), αρχικά ολιγωρεί. Τα προβλήματα πολλαπλασιάζονται, μέχρις ότου το κράτος αναγκάζεται να κάνει κάτι. Όταν αναλαμβάνει δράση, αυτή χαρακτηρίζεται είτε από έναν απίστευτο κρατισμό (ο οποίος υποδηλώνει τουλάχιστον έλλειψη φαντασίας και τόλμης, άρα καθήλωση στο πλαίσιο της κυρίαρχης ελλαδικής νοοτροπίας), είτε ευνοεί επιμέρους συμφέροντα, σε κάθε περίπτωση όμως οι «λύσεις» είναι εμβαλωματικές και συνήθως αποσκοπούν να μεταθέσουν το πρόβλημα στο μέλλον (σε άλλους, πιθανότατα, διαχειριστές), όχι να το χειριστούν ορθολογικά.

Οι συνέπειες είναι όχι μόνο να μην επιλύονται τα προβλήματα, αλλά οι «λύσεις» να παράγουν νέα, παρόμοιας υφής, αποφεύξιμα προβλήματα. Υπάρχουν φυσικά και εξαιρέσεις, αλλά αυτό είναι, σε γενικές γραμμές, το κυρίαρχο μοτίβο δημόσιας πολιτικής. Το συνοψίζω: αρχική ολιγωρία, ανευφάνταστη δράση που ακολουθεί το κυρίαρχο πρότυπο, μετάθεση του προβλήματος στο μέλλον ή δημιουργία νέων, παρόμοιων προβλημάτων. Με λίγα λόγια, ανακυκλώνουμε τη μιζέρια μας• είμαστε εγκλωβισμένοι σε ένα φαύλο κύκλο. Ιδού ένα πρόσφατο παράδειγμα από πολλά.

Ο θεσμός του ενός και μοναδικού συγγράμματος στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που καθιερώθηκε από τη δικτατορία του Παπαδόπουλου, ήταν πάντοτε απαράδεκτος για μια φιλελεύθερη δημοκρατία. Πέρασαν 33 χρόνια από τη Μεταπολίτευση, με συνεχείς εκκλήσεις διακεκριμένων πανεπιστημιακών και επικριτικές διακηρύξεις κομμάτων και συνδικαλιστικών οργανώσεων, για να καταργηθεί από τη σημερινή κυβέρνηση το 2007. Με τι αντικαταστάθηκε; Με την πρόνοια δύο συγγραμμάτων, από τα οποία οι φοιτητές μπορούν να επιλέξουν το ένα! Ναι, η αλλαγή είναι τόσο ριζοσπαστική!

Η λύση αυτή δημιουργεί καινούρια γραφειοκρατικά προβλήματα και, κυρίως, κινείται στο ίδιο κρατικιστικό πλαίσιο όπως το πρόβλημα που υποτίθεται ότι επιλύει. Τα νέα διαδικαστικά προβλήματα, εξ αιτίας των οποίων πολλοί φοιτητές δεν έχουν πάρει ακόμα βιβλία στο τέλος του πρώτου εξαμήνου, δημιουργούνται από το γεγονός ότι παρεμβάλλονται στη διαδικασία οι εκδότες, η διαθεσιμότητα των οποίων είναι καθοριστική για τη δημιουργία του τελικού καταλόγου από τον οποίο θα επιλέξουν οι φοιτητές. Οι εκδότες εύλογα ζητούν ακριβή στοιχεία για τις ποσότητες βιβλίων που θα κληθούν να τυπώσουν, τα οποία όμως τα πανεπιστήμια δεν διαθέτουν, αφού ακόμα οι φοιτητές δεν επέλεξαν τα βιβλία. Προσέξτε το κλασικό Catch-22: οι φοιτητές τυπικά καλούνται να επιλέξουν από έναν κατάλογο βιβλίων που έχει συνταχθεί με βάση, μεταξύ άλλων, την εκδοτική διαθεσιμότητα. Η τελευταία όμως είναι συνάρτηση των επιλογών που θα κάνουν οι φοιτητές. Οι επιλογές των φοιτητών, όμως, είναι συνάρτηση των εκδοτικών σχεδίων! Αδιέξοδο!

Επιπλέον, πώς να επιλέξουν οι φοιτητές για πράγματα που δεν γνωρίζουν; «Έρχονται και μας ρωτούν», παρατηρεί ο αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών, Κ. Ραβάνης. «Μας φέρνουν σε δύσκολη θέση» («Ελευθεροτυπία», 27/10/08). Δεύτερο αδιέξοδο: ο φοιτητής, για να επιλέξει, πρέπει να γνωρίζει. Πως όμως θα γνωρίζει ποιο βιβλίο είναι καλύτερο αφού δεν έχει διδαχθεί το μάθημα; Εκ των υστέρων μπορεί να γνωρίζει. Εκ των προτέρων όμως είναι δύσκολο. Το μοντέλο του φοιτητή-καταναλωτή δεν είναι εφικτό να εφαρμοστεί σε θέματα που ο αποφασίζων όχι μόνο στερείται ενημέρωσης, αλλά ουσιαστικής γνώσης. Το πιθανότερο είναι ότι είτε θα θελήσει να διακριβώσει τις επιθυμίες του διδάσκοντα (ιδιαίτερα αν τα βιβλία του εμπεριέχονται στον κατάλογο), είτε θα ακολουθήσει κοπαδικώς τους συμφοιτητές του.

Όλα αυτά προκύπτουν από το γεγονός ότι είμαστε η μόνη χώρα στην ΕΕ στην οποία διανέμονται συγγράμματα από το κράτος. Το όλο σύστημα θυμίζει Σοβιετική Ένωση, όχι σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα. Το κράτος δεν έχει καμία δουλειά να μοιράζει βιβλία. Το πολύ-πολύ να διανείμει ένα κουπόνι συγγραμμάτων σε άπορους φοιτητές, με βάση το οποίο οι τελευταίοι να μπορούν να αγοράσουν βιβλία της αρεσκείας τους. Τα συγγράμματα είναι υπόθεση των πανεπιστημίων, όχι του κράτους. Οι καθηγητές παρέχουν σχετική βιβλιογραφία (όχι μόνο συγγράμματα – τα επιστημονικά περιοδικά είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, σημαντικά), την οποία οι φοιτητές μπορούν να βρουν σε καλές βιβλιοθήκες ή να προμηθευτούν με δικά τους μέσα. Το μόνο που έχει να κάνει το κράτος είναι να χρηματοδοτεί καλά τα πανεπιστήμια προκειμένου αυτά να μπορούν να έχουν καλές βιβλιοθήκες.

«Επιλογή» δεν είναι η καλύτερη λέξη για να περιγράψει κανείς τα βιβλία που διαβάζει ο φοιτητής. Φυσικά μπορεί να διαβάσει ό,τι θέλει (και, ορθά, το κάνει), αλλά, στην πράξη, ο φοιτητής εμπιστεύεται τις οδηγίες του δασκάλου, οι οποίες οφείλουν να διέπονται από κριτήρια ακαδημαϊκού επαγγελματισμού, όχι ατομικής ιδιοτέλειας. Αυτό, βεβαίως, προϋποθέτει μια ακαδημαϊκή κουλτούρα υψηλής ποιότητας, κάτι που δυστυχώς απουσιάζει, σε γενικές γραμμές, από τα πανεπιστήμιά μας. Ο κρατισμός, συνδυασμένος με την οιονεί-αγοραία γλώσσα της ψευδο-επιλογής, είναι το καταφύγιό μας στο μέτρο που δεν έχουμε μια υγιή αυτο-ρυθμιζόμενη ακαδημαϊκή κοινότητα.

Δεν είναι τυχαίο ότι λύση στο πρόβλημα του ενός συγγράμματος εξακολουθεί να είναι κρατικιστική. Η ιδεοληπτική αριστερά, που ηγεμονεύει στα πανεπιστήμια, θεωρεί την κατάργηση των κρατικά παρεχόμενων συγγραμμάτων «νεοφιλελεύθερο» μέτρο! Πολλοί καθηγητές είτε συμπληρώνουν το εισόδημά τους με τα κρατικώς παρεχόμενα συγγράμματα, είτε κερδίζουν τεράστια ποσά (100 χιλιάδες ευρώ και πάνω, ετησίως) από τα συγγραφικά δικαιώματα. Ο κρατισμός βολεύει πολλούς: την κυβέρνηση να επιδεικνύει «κοινωνική ευαισθησία»• την ιδεοληπτική αριστερά και τις επηρεαζόμενες από αυτήν φοιτητικές παρατάξεις να βαυκαλίζονται ότι προασπίζουν τη «δωρεάν παιδεία» και, συνακόλουθα, να αυτο-επιβεβαιώνονται ότι, χάρις στους «αγώνες» τους, κρατούν το «νεοφιλελευθερισμό» μακριά από τα πανεπιστήμια• και τους καθηγητές να κερδίζουν χρήματα αφού πουλάνε τα βιβλία τους σε ένα «αιχμαλωτισμένο κοινό» που δεν έχει άλλες επιλογές.

Είμαστε εγκλωβισμένοι ως χώρα σε έναν αδιέξοδο φαύλο κύκλο. Οι «λύσεις» των προβλημάτων μας βυθίζουν, συνήθως, βαθύτερα στο τέλμα. Απωθούμε τα προβλήματα κι όταν, επιτέλους, κάνουμε κάτι γι αυτά, δεν τολμούμε να βγούμε από το υφιστάμενο πλαίσιο μέσα στο οποίο παρήχθησαν τα προβλήματα κατά πρώτο λόγο. Ανακυκλώνουμε τη μιζέρια μας. Και το χειρότερο: δεν βλέπω μια ακτίδα ελπίδας στον ορίζοντα.

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2008

Τα Μέσα είναι ο καθρέφτης


Είναι πασίγνωστη η αποφθεγματική ρήση του Καναδού θεωρητικού των ΜΜΕ Μάρσαλ ΜακΛούαν, «το Μέσον είναι το μήνυμα». Πρόκειται για έναν πνευματώδη αφορισμό που επιδέχεται πολλές αναγνώσεις. Σε μια χώρα που δεν φημίζεται για την ποιότητα των τηλεοπτικών Μέσων, η ρήση του ΜακΛούαν μπορεί να εκληφθεί και ως συνοπτική περιγραφή της σημερινής Ελλάδας: ο τηλεοπτικός μας λόγος επί το πλείστον αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα μιας κατακερματισμένης κοινωνίας, στην οποία δεν υπάρχουν αυτονόητοι κανόνες απαιτητικού επαγγελματισμού, αμοιβαιότητας, και διαλογικής συν-ύπαρξης. Τα Μέσα είναι ο καθρέφτης μας.

Ανήμερα της πρόσφατης επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, η μεσονύκτια εκπομπή διακεκριμένου δημοσιογράφου σε μεγάλο ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό είναι αφιερωμένη στα πανεπιστήμια. Πληθώρα σχετικών και άσχετων έχουν προσκληθεί (συνολικά 14! – 10 με φυσική παρουσία, 4 με σύνδεση), μεταξύ των οποίων ένας κριτικός κινηματογράφου και ένας παρουσιαστής πρωινής εκπομπής του Σαββατοκύριακου.

Η εκπομπή αρχίζει με ένα δήθεν ρεπορτάζ. Πρώτα παρουσιάζεται η θέση μερικών ελλαδικών πανεπιστημίων σε διεθνείς πίνακες κατάταξης. Η παρουσίαση δεν λέει τίποτα στον αδαή (τι είναι αυτοί οι πίνακες, τι μετρούν, πως το μετρούν), ο συντονιστής όμως όχι μόνον δεν εμβαθύνει αλλά διατυπώνει κατά κανόνα σαρκαστικά σχόλια σε βάρος των πανεπιστημίων. Κατασκευάζεται βαθμιαία ένα αρνητικό «πλαίσιο λόγου», το οποίο κορυφώνεται με την παράθεση στοιχείων για ανενεργούς φοιτητές και την προβολή τηλεοπτικών σκηνών, στις οποίες τραμπούκοι φοιτητές χτίζουν τις πόρτες γραφείων καθηγητών, καταλαμβάνουν πανεπιστημιακά κτίρια και προπηλακίζουν πρυτανικές Αρχές.

Το «ρεπορτάζ» είναι κατάφωρα μεροληπτικό. Δεν είναι ότι τα προβαλλόμενα στοιχεία δεν είναι αληθινά (δυστυχώς είναι!) αλλά, για ένα υποτιθέμενο ρεπορτάζ, είναι υπερβολικά μονομερή και η αφήγηση που τα συνδέει ανεπίτρεπτα μονόπλευρη. Ποικίλα αίσχη διαπράττονται στα πανεπιστήμιά μας, αλλά η πανεπιστημιακή ζωή δεν απαρτίζεται μόνο από ανενεργούς ή τραμπούκους φοιτητές, ούτε μόνο από λαθρεπιβάτες ή αδιάφορους καθηγητές, ούτε μόνο από καταλήψεις ή βιαιοπραγίες. Ένα καλό ρεπορτάζ οφείλει να είναι ευρύχωρο και πολυφωνικό, να αποτυπώσει τις αγωνίες και τους προβληματισμούς της πανεπιστημιακής κοινότητας, να αναζητήσει όχι μόνο τις ακραίες εκφάνσεις της πραγματικότητας που περιγράφει αλλά και τις αποχρώσεις της.

Το αρνητικό «ρεπορτάζ» δημιουργεί την καύσιμη ύλη για την επιθυμητή ανάφλεξη, η οποία, κατά το ισχύον τηλεοπτικό πρότυπο, εικάζεται ότι θα κρατήσει το ενδιαφέρον των νυσταγμένων τηλεθεατών. Ο κριτικός κινηματογράφου προσφέρει τον σπινθήρα - αρπάζει πρώτος το λόγο και ξεσπά σε ένα λαϊκιστικό παραλήρημα κατά των πολιτικών. Κλινικά ενδιαφέρουσα περίπτωση ο λόγος του, κινείται εκτός θέματος, βρίζει, γενικεύει, δικαιολογεί τις φοιτητικές βιαιοπραγίες, και αποκαλύπτει ότι τα παιδιά του «αναγκάστηκαν» να σπουδάσουν στο εξωτερικό! Ο ρόλος του θύματος είναι ο αγαπημένος ρόλος των λαϊκιστών. Ο παρουσιαστής του «πρωϊνάδικου» καταφέρεται θυμωμένα κατά των καθηγητών, εκστομίζοντας διάφορες ασυναρτησίες. Η κατασκευή «εχθρών» (πολιτικοί, καθηγητές, φοιτητές) ηλεκτρίζει τη συζήτηση – το ξέρουν καλά οι δημαγωγοί κάθε είδους.

Ο συντονιστής της «ανατρεπτικής» εκπομπής σπάνια δίνει το λόγο στους προσκεκλημένους - αφήνει να γίνεται «παιχνίδι», οχλαγωγία, αντεγκλήσεις, κοκορομαχία. Το λόγο τον παίρνει - τον αρπάζει για την ακρίβεια - όποιος έχει το θράσος να διακόπτει τον άλλο, όποιος διαθέτει δυνατότερη φωνή και τους λιγότερους ενδοιασμούς. Πλεονεκτούν, φυσικά, οι «μιντιάνθρωποι» του πάνελ – παίζουν στο δικό τους γήπεδο, δεν έχουν αναστολές. Το άναρχο εδώ και δύο δεκαετίες πεδίο της ιδιωτικής τηλεόρασης αφήνει τα πολιτισμικά αποτυπώματά του και στην ποιότητα του τηλεοπτικά παραγόμενου λόγου.

Το «πλαίσιο λόγου» της εκπομπής έχει πλέον παγιωθεί. Στην καλύτερη περίπτωση θα καταφέρεις να αποσπάσεις μισό λεπτό για να πεις την ατάκα σου. Αν η συ(ν)-ζήτηση συνιστά διαδικασία κοινής αναζήτησης, στην οποία ο λόγος του ενός τέμνεται στοχαστικά με το λόγο του άλλου, η «ανατρεπτική» εκπομπή είναι προσποίηση συζήτησης. Οι λόγοι των δήθεν συζητητών δεν συναντώνται, είναι θραυσματικοί, δεν χτίζεται μια ενιαία προβληματική με τη διατύπωση ερωτημάτων και την αμοιβαία κριτική εξέταση ισχυρισμών.

Προς το τέλος της εκπομπής προβάλλεται μια μαγνητοσκοπημένη συνέντευξη πρώην υπουργού Παιδείας στον συντονιστή της εκπομπής. Οι τηλεθεατές βλέπουν τη συνέντευξη ενώ στο στούντιο οι πανελίστες αρχίζουν τα πηγαδάκια, φωνασκούν, καπνίζουν, χαριεντίζονται. Είναι πρακτικά αδύνατον να ακούσεις τη συνέντευξη αν είσαι μέλος του πάνελ. Όπως κανείς σχεδόν δεν ενδιαφέρονταν να ακούσει τον άλλο στη διάρκεια της ζωντανής εκπομπής, έτσι κανείς δεν νοιάζεται για το λόγο της πρώην υπουργού στο βίντεο. Σημασία έχει τι έχεις προαποφασίσει να πεις, όχι τι θα ακούσεις. Η άλλη άποψη δεν υπάρχει ως έναυσμα αμοιβαίου προβληματισμού, αλλά ως πρόσχημα να διαλαλήσει κανείς τη δική του.

Σε μια κατακερματισμένη κοινωνία ασύμβατων μονολόγων, όπου ο «διάλογος» είναι πρόσχημα και όχι νοο-τροπία, δεν εκπλήσσει η στάση των «συζητητών» – οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν άλλο τρόπο συνύπαρξης πέραν του ακοινώνητου μονολόγου• η αμοιβαιότητα δεν χαρακτηρίζει το σημερινό ελλαδικό ήθος. Έφυγα από το στούντιο αηδιασμένος. Θύμωσα, επιπλέον, με τον εαυτό μου γιατί συμμετείχα σε αυτό το τηλεοπτικό «παιχνίδι» που παρίστανε πολιτική εκπομπή.

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2008

Ομπάμα, ρητορική τέχνη και πολιτικό ήθος


Δεν πρέπει να υπήρξε Έλληνας που να άκουσε την επινίκια ομιλία του Μπαράκ Ομπάμα, στο Σικάγο, στις 4 Νοεμβρίου 2008 και να μη συγκινήθηκε. Οι περισσότεροι, φαντάζομαι, όχι μόνο συγκινήθηκαν αλλά, πιθανότατα, ‘ζήλεψαν’. Γιατί να μην έχουμε κι εμείς έναν πολιτικό, θα σκέφτηκαν, που να μπορεί να μας ανυψώσει το ηθικό, να συμπυκνώσει τις αγωνίες και τους πόθους μας, να εκφράσει αυτό που αισθανόμαστε - να μας εμπνεύσει με το όραμά του;

Η πολιτική γλώσσα, όσο κι αν στην εποχή μας κατασκευάζεται από τους επικοινωνιολόγους, δεν παύει, σε τελική ανάλυση, να εκφράζει το πολιτικό ήθος της κοινότητας μέσα στην οποία αρθρώνεται. Μπορεί στη σκηνή του Γκράντ Πάρκ του Σικάγο να δέσποζε ο Ομπάμα, μπορεί οι λέξεις να εκστομίζονταν από τα χείλη ενός και μόνον προσώπου, δεν έπαυαν όμως να συνιστούν ένα βαθιά κοινωνικό γεγονός.

Όχι μόνο γιατί το πλήθος ανταποκρινόταν με επιφωνήματα ενθουσιασμού και επιδοκιμαστικές χειρονομίες, αλλά και γιατί η ίδια η ομιλία εμπεριείχε πολλούς αναβαθμούς «έμμεσης διαλογικότητας». Οι λέξεις, λέει ο Μιχαήλ Μπαχτίν, ανήκουν κατά το ήμισυ στους άλλους• παίρνουμε τα λόγια των άλλων και τα μεταποιούμε – τους δίνουμε τη δική μας προσωπική απόχρωση. Ο Ομπάμα δεν εκφώνησε απλώς μια ευχαριστήρια ομιλία, αλλά συντονίστηκε με τους ακροατές του στο μέτρο που άντλησε από την κοινή πολιτική κληρονομιά (τον «ξυνόν λόγον» του κοινωνικού σώματος), τις αγωνίες τους και τα όνειρά τους. Πείθει αυτός που συντονίζεται με την κοινή εμπειρία.

Στην επινίκια ομιλία του ο νέος πρόεδρος υπογραμμίζει μεν τη διαφορετικότητά του («ουδέποτε ήμουν ο πιο πιθανός υποψήφιος γι αυτό το αξίωμα»), τονίζει για μια ακόμα φορά την αναγκαιότητα της πολιτικής αλλαγής, αλλά συγχρόνως υπενθυμίζει τη συνέχεια - τι κάνει την Αμερική μεγάλη: «η αληθινή δύναμη του έθνους μας προέρχεται όχι από τη δύναμή μας ή την κλίμακα του πλούτου μας, αλλά από τη διαρκή ισχύ των ιδεωδών μας: δημοκρατία, ελευθερία, ευκαιρίες, και την ανένδοτη ελπίδα μας».

Αν και νικητής μιας πολωτικής αναμέτρησης, δεν αντιλαμβάνεται τον πολιτικό του αντίπαλο ως εξοβελιστέο εχθρό, αλλά ως μέρος της ίδιας πολιτικής κοινότητας. Μετά τη λαϊκή ετυμηγορία το έθνος πρέπει να ενωθεί ξανά, εξού και η θετική αναφορά στις ιστορικές αξίες του (αντίπαλου) Ρεπουμπλικανικού Κόμματος («που όλοι μοιραζόμαστε») και τον επιφανέστερο ιστορικό ηγέτη του (τον Αβραάμ Λίνκολν). Οι μετεκλογικές αβρότητες μεταξύ των δύο μέχρι χθες αντιπάλων και οι υποσχέσεις-εκκλήσεις για μελλοντική συνεργασία, υπογραμμίζουν ότι, παρά τις πολιτικές τους διαφορές, δεν παύουν να είναι μέρη της ίδιας πολιτικής κοινότητας.

Δεν πρόκειται απλώς για καλούς τρόπους. ΄Η μάλλον, οι καλοί τρόποι αντικατοπτρίζουν το δεσπόζον πολιτικό ήθος: ο πολιτικός ανταγωνισμός δεν μας κάνει εχθρούς. Δεν επιτρέπουμε στις διαφορές μας να υποσκάψουν την πολιτική μας κοινότητα, η οποία αποτελεί όρο για την ύπαρξη του καθενός μας. Αν η προεκλογική διαδικασία οξύνει αναπόφευκτα τις διαφορές μας, μετά τη λαϊκή ετυμηγορία πρέπει να επουλώσουμε τις πληγές που άνοιξε ο πολιτικός ανταγωνισμός, μέχρι να ξανανοίξουν και πάλι. Η δημοκρατία είναι η ταλάντωση μεταξύ έλλογης αντιπαράθεσης, η οποία δυνητικά παράγει ανανέωση, και έλλογης ομοφροσύνης, η οποία δημιουργεί το sensus communis, χωρίς το οποίο είμαστε θραυσματικές οντότητες. Εκτός από αντίπαλοι είμαστε και συμπολίτες. Εκτός από συμπολίτες είμαστε, δυνητικά, και αντίπαλοι.

Με άκρως επιδέξιο τρόπο ο Ομπάμα υφαίνει έναν αφηγηματικό ιστό που συνενώνει μεγάλα πολιτικά και εθνικά γεγονότα με προσωπικές ιστορίες. Η «έμμεση διαλογικότητα» της ομιλίας του κορυφώνεται όταν επαναφηγείται την ιστορία της Αμερικής, τα επιτεύγματα και τις ντροπές της, μέσα από την προσωπική ιστορία της Αφρο-αμερικανής ψηφοφόρου Ανν Νίξον Κούπερ, 106 ετών!

Δίνοντας στο λόγο του φωνή σε αδύνατους ανθρώπους, ο ηγέτης συμβολίζει το ρόλο του ως ενορχηστρωτή, ανοιχτού σε εμπειρίες και απόψεις, συμπαραστάτη των πολιτών. Διατρέχοντας έναν και πλέον αιώνα Αμερικανικής ιστορίας - «τις καλύτερες εποχές και τις σκοτεινότερες ώρες» - ο ηγέτης δείχνει όχι μόνο την πραγματικότητα της αλλαγής (η αλλαγή ως προσωπικό βίωμα της κυρίας Κούπερ), αλλά - και αυτό είναι το σημαντικό - τη δυνατότητα της αλλαγής από εδώ και πέρα.

Διερωτώμενος «αν οι κόρες μου είναι τυχερές να ζήσουν όσο η κυρία Κούπερ, τι αλλαγή θα δουν; Τι πρόοδο θα έχουμε κάνει;», ο ηγέτης με οικείο τρόπο προδιαγράφει την ανοικτότητα του μέλλοντος, θυμίζοντάς μας συγχρόνως ότι μπορούμε, κατ’ αρχήν, να το διαμορφώσουμε με βάση τις αξίες μας: «Αυτή είναι η στιγμή μας. […] Να επαναφέρουμε το Αμερικανικό Όνειρο και να επαναβεβαιώσουμε τη θεμελιώδη αλήθεια – ότι από τους πολλούς γινόμαστε ένας, ότι όσο αναπνέουμε ελπίζουμε, και όταν συναντούμε κυνισμό και αμφιβολία κι αυτούς που μας λένε ότι δεν μπορούμε, εμείς θα απαντούμε με αυτή την άχρονη πίστη που συνοψίζει το πνεύμα του λαού μας: Yes We Can». Η ίδια η εκλογή ενός «απίθανου» προέδρου συμβολίζει τη δυνατότητα της αλλαγής: Ναι, μπορούμε!

Αν οι δικοί μας πολιτικοί σας φαίνονται ξύλινοι, είναι γιατί η γλώσσα τους εκφράζει το κυρίαρχο ελλαδικό πολιτικό ήθος – τον άνευ άρχών καιροσκοπισμό και φατριασμό, την ατολμία, την άμετρη πόλωση, την έλλειψη σεβασμού σε θεσμούς, την πολιτική ως μέσο πλουτισμού, και την επιθυμία της εξουσίας για την εξουσία. Για να μιλήσει κανείς σαν τον Ομπάμα πρέπει να αισθάνεται σαν τον Ομπάμα – λίγο δύσκολο για τα παιδιά του κομματικού σωλήνα και τους γόνους πολιτικών οικογενειών που θεωρούν την πολιτική κληρονομικό επάγγελμα.

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2008

Only in America….


Ο Τζέσε Τζάκσον έκλαιγε, ο κόσμος δάκρυζε από χαρά, τα πλήθη πανηγύριζαν με πρωτοφανή ενθουσιασμό. Η σκληροτράχηλη Ρόζι Παρκς, εκεί ψηλά στον ουρανό, θα χαμογελά με ικανοποίηση. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, αν ζούσε, σεβάσμιος γέροντας 79 χρονών σήμερα, θα μας θύμιζε τη δύναμη του ονείρου και της ελπίδας.

Μόνο στην Αμερική ο γιός ενός Αφρικανού, μεγαλωμένος στις φτωχογειτονιές της Τζακάρτα, με ένα περίεργο επώνυμο κι ένα ‘ύποπτο’ μεσαίο όνομα, θα μπορούσε να γίνει Πρόεδρος της ισχυρότερος χώρας στον κόσμο. Μόνο στην Αμερική η τρισέγγονη σκλάβων θα μπορούσε να γίνει η Πρώτη Κυρία της χώρας. Μόνο στην Αμερική αυτό που χθες φάνταζε αδύνατο, καθίσταται σήμερα εφικτό.

Γιατί η Αμερική είναι πάνω απ’ όλα η χώρα που θεμελιώθηκε σε ιδεώδη: «θεωρούμε ότι οι αλήθειες αυτές είναι αυταπόδεικτες: ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, ότι είναι προικισμένοι από το Δημιουργό με ορισμένα αναπαλλοτρίωτα Δικαιώματα, ότι αυτά είναι η Ζωή, η Ελευθερία και η επιδίωξη της Ευτυχίας». Με τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας το 1776 η Αμερική εγκαινιάζει πολιτικά τη Νεοτερικότητα – την εκδοχή του ανθρώπου ως ελεύθερου από τα δεσμά της ά-λογης παράδοσης και της αυθαίρετης εξουσίας, με το δικαίωμα να ορίζει τη ζωή του και να επιδιώκει την ικανοποίηση των ονείρων του σε μια δημοκρατικά οργανωμένη πολιτεία.

Αυτό είναι το Αμερικανικό Ονειρο, αυτή είναι η κινητοποιός δύναμη της Αμερικανικής κοινωνίας (αλλά και κάθε πραγματικά σύγχρονης κοινωνίας): η δυνατότητα να ανα-στοχάζεσαι, να επαν-ορίζεις και να ανα-δημιουργείς τον εαυτό σου ως άτομο και ως συλλογικότητα. Την ηλεκτρική λάμπα και το αεροπλάνο, τον προσωπικό υπολογιστή και το Διαδίκτυο, τον Αβραάμ Λίνκολν και τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ, τον Ράλφ Εμερσον και τον Μάρκ Τουέην, τον Τένεση Γουίλιαμς και τον Χένρυ Μίλλερ, τον Τζον Ντιούι και τον Ουίλιαμ Τζέημς, τον Τζέημς Γουότσον και τον Ρόμπερτ Οπενχάϊμερ, τον Μπομπ Ντύλαν και τον Μπρούς Σπρίνγκστιν, τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ και τον Μπαράκ Ομπάμα, όλους και όλα τα συνδέει ένα μακρύ νήμα που ξετυλίγεται επί δυόμισυ αιώνες τώρα: ο έλλογος άνθρωπος κατασκευάζει τον εαυτό του, η κοινωνία είναι διαρκής ανθρώπινη δημιουργία.

Το Αμερικανικό Ονειρο όχι μόνο ενσταλλάζει ελπίδα, αλλά συνιστά ένα ιδεώδες προς το οποίο (πρέπει να) τείνει η κοινωνία και με βάση το οποίο κρίνει και ανα-θεωρεί τις εκάστοτε πρακτικές της. Το 1963 ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ δεν επικρίνει την Αμερική γιατί έχει λάθος αρχές, αλλά γιατί, αποκλείοντας (συχνά βίαια) τους μαύρους, δεν τιμά τις αρχές της.

«Ονειρεύομαι ότι τα τέσσερα μικρά παιδιά μου θα ζούν μια μέρα σε μια χώρα όπου δεν θα κρίνονται με βάση το χρώμα του δέρματός τους, αλλά το περιεχόμενο του χαρακτήρα τους». Το όνειρο του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ δεν είναι πλέον μόνο όνειρο. Με την εκλογή ενός ταπεινής καταγωγής Αφρο-Αμερικανού στο ισχυρότερο αξίωμα του κόσμου, η Αμερική τέμνει την ιστορία της ακριβώς γιατί αντιλαμβάνεται την Ιστορία ως ατελεύτητη δημιουργία. Μόνο στη χώρα του Τζέφερσον θα μπορούσε να συμβεί αυτό.

Δεν ξέρω τι είδους Πρόεδρος θα είναι ο Ομπάμα, αν και φαίνεται να διαθέτει, για να παραφράσω τη φράση του Γουόλτερ Λίπμαν, πρώτης τάξεως μυαλό και διαίσθηση. Το μείζον όμως είναι άλλο. Επαναφέροντας την ελπίδα στην πολιτική, δημιουργεί την αίσθηση ότι όλα είναι δυνατά – η φαντασία ανοίγει. Ο κοινωνιστικός του προσανατολισμός δημουργεί το κατάλληλο λογοπλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούν να συζητηθούν εκ νέου, με νέο τρόπο, τα κοινωνικά προβλήματα. Ο Τζο ο υδραυλικός και η Μαίρη η κομμώτρια μπορούν πλέον να δείξουν τον Πρόεδρο Ομπάμα στα παιδιά τους και να τους πουν ότι, με σκληρή εργασία, αυτοπειθαρχία, και φαντασία, μπορούν κι αυτά να ονειρεύονται ότι, μια μέρα, θα ηγηθούν της ισχυρότερης χώρας του πλανήτη.

Εγώ, δυστυχώς, δεν μπορώ να πω το ίδιο στα δικά μου παιδιά. Δεν έχουν τα κατάλληλα «μέσα», ούτε διαθέτουν το «σωστό» επώνυμο...

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2008

Dogma über alles! Νεοφιλελεύθερες και παλαιοαριστερές ιδεοληψίες


Διαβάστε παρακαλώ τα παρακάτω δύο αποσπάσματα:

1. «Παρά τα όποια προβλήματα των σοσιαλιστικών χωρών, το διαμορφωμένο σοσιαλιστικό σύστημα του 20ού αιώνα απέδειξε την ανωτερότητά του έναντι του καπιταλισμού και τα τεράστια πλεονεκτήματα που παρέχει για την εργασία και τη ζωή των ανθρώπων. [...] Oι κατακτήσεις που αναμφισβήτητα σημειώθηκαν στα σοσιαλιστικά κράτη […] αποδεικνύουν ότι ο σοσιαλισμός έχει εγγενείς δυνατότητες για αλματώδη και συνεχή βελτίωση της ζωής του ανθρώπου και ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. [...] [Α]πό μια περίοδο και μετά, σταδιακά, το [Σοβιετικό Κομμουνιστικό] Kόμμα έχασε τα επαναστατικά χαρακτηριστικά του κι έτσι έγινε δυνατό να κυριαρχήσουν οι αντεπαναστατικές δυνάμεις στο Kόμμα και στην εξουσία στη δεκαετία του 1980» («Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό», Οκτώβριος 2008).

2. «[...] η οικονομική κρίση δεν είναι αποτέλεσμα νεοφιλελεύθερων επιλογών και συνταγών. Αλλά προκλήθηκε από τον παράλογο κρατικό παρεμβατισμό. [...] O καπιταλισμός αναδημιουργείται μέσα από τις κρίσεις. Διότι όπως είναι το κέρδος καλοδεχούμενο, εξ ίσου φυσιολογική είναι και η χρεοκοπία. Φτάνει το κράτος να μην επιχειρεί τεχνητά να την εμποδίσει. [...] Ουδείς μπορεί να ισχυρίζεται για αδυναμία δήθεν των αγορών να αυτορυθμισθούν όταν το κράτος αμέσως παρεμβαίνει και δεν αφήνει τους μηχανισμούς των ελεύθερων οικονομικών συναλλαγών να ακολουθήσουν τον δικό τους δρόμο» (Ανδρέας Ανδριανόπουλος, «Η οικονομική κρίση προκλήθηκε από την παρέμβαση του κράτους», Οκτώβριος 2008).

Ερώτηση: Τι κοινό έχουν τα δύο αυτά παραθέματα, παρά τις προφανείς διαφορές τους; Σύντομη απάντηση: την ιδεοληψία.

Ο «σοσιαλισμός» και η «αγορά» θεωρούνται λίγο-πολύ τέλεια συστήματα, το καθένα με το δικό του τρόπο. Οι όποιες ατέλειές τους δεν οφείλονται σε ενδογενείς παράγοντες, αλλά σε εξωγενείς. Στην περίπτωση των «σοσιαλιστικών κρατών», τα προβλήματα προέκυψαν από «αντεπαναστατικές δυνάμεις» οι οποίες αλλοίωσαν την ουσία του «σοσιαλισμού» και οδήγησαν, τελικά, στην πτώση του. Στην περίπτωση της «αγοράς», προβλήματα όπως η κολοσσιαίων διαστάσεων οικονομική κρίση που αντιμετωπίζουμε, προέρχονται από τη βλαπτική παρέμβαση του κράτους. Αν αφεθεί μόνη της, α αγορά «αυτορρυθμίζεται». Και στις δύο περιπτώσεις, δεν φταίει το «σύστημα» αν δημιουργούνται προβλήματα, αλλά η μη πιστή εφαρμογή του. Αν ο «σοσιαλισμός» εφαρμοζόταν καλύτερα, δεν θα υπήρχαν προβλήματα. Αν η «αγορά» αφηνόταν στην ησυχία της, όλα θα λειτουργούσαν εντάξει.

Για να υπερασπίσουν τις απόψεις τους, οι ιδεοληπτικοί (τόσο στη νεοφιλελεύθερη όσο και στην κομμουνιστική εκδοχή τους) προσλαμβάνουν επιλεκτικά την πραγματικότητα, αφού προέχει η διάσωση των δοξασιών τους από την ενοχλητική εμπειρία – dogma über alles! Για τους κομμουνιστές, τα Γκουλάγκ είναι μια αγνοήσιμη λεπτομέρεια στην ένδοξη πορεία προς τον κομμουνισμό. Για τους νεοφιλελεύθερους, οι αλυσιδωτές χρεωκοπίες (πραγματικές ή επαπειλούμενες) επιβλητικών μέχρι χθες χρηματοοικονομικών οργανισμών, που κλονίζουν συθέμελα το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, δεν είναι παρά μια ακόμα αναπόφευκτη εκδήλωση της «δημιουργικής καταστροφής» του καπιταλισμού. Και στις δύο περιπτώσεις, οι απλοί άνθρωποι είναι κάτι σαν «πλευρικές ζημίες»: πρέπει να θυσιαστούν μερικοί, είτε για να καταργηθεί η «καπιταλιστική εκμετάλλευση», είτε για να «αναδημιουργθεί» ο καπιταλισμός. «Να αφήσετε [τους προβληματικούς χρηματοοικονομικούς οργανισμούς] να καταρρεύσουν», εισηγείται ο κ.Ανδριανόπουλος. «Ο,τι δεν αφήνεται να πεθάνει, δολοφονεί την ανανέωση»!

Η ιδεοληψία ενίοτε οδηγεί ακόμη και ευφυείς ανθρώπους σε λογικά σφάλματα. Έχοντας σωστά επισημάνει τα προβληματικό καθεστώς των οιονεί-ημικρατικών οικιστικών τραπεζών Fannie Mae και Freddie Mac - που τις οδήγησε στην ανάληψη πρωτοφανών ρίσκων, με αποτέλεσμα την καθοριστική συμβολή αυτών των τραπεζών στη δημιουργία της κρίσης -, ο κ.Ανδριανόπουλος παρατηρεί: «Μετά όμως την παρέμβαση των κυβερνήσεων στην οικονομία και τα περίφημα «πακέτα διάσωσης» η κρίση ξέσπασε σε χρηματιστήρια, εμπορικές Τράπεζες και σταδιακά στην πραγματική οικονομία. Πραγματικός «θρίαμβος» του κρατικού παρεμβατισμού, δηλαδή…». Προσέξτε την υπόρρητη αιτιότητα: η κρίση «ξέσπασε» «μετά» τα πακέτα διάσωσης! Αναρωτιέται κανείς αν ο κ.Ανδριανόπουλος παρακολουθεί πραγματικά τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις ή, όπερ και πιθανότερο, τα ιδεοληπτικά του φίλτρα είναι τόσο ισχυρά που διηθούν αναλόγως την εμπειρική πραγματικότητα.

Δεν αναφέρει καν το σημαντικότερο ίσως γεγονός που λειτούργησε ως πολλαπλασιαστής της κρίσης: την τιτλοποίηση επισφαλών στεγαστικών δανείων από τις τράπεζες και την εν συνεχεία πώλησή τους σε επενδυτικές τράπεζες (οι οποίες χρόνια τώρα «αυτορυθμίζονται»), καθώς και τον άθλιο ρόλο των εταιριών αξιολόγησης κινδύνων (rating agencies), οι οποίες, αμειβόμενες από τις τράπεζες που υποτίθεται ότι ήλεγχαν, κάθε άλλο παρά πράγματι αξιολογούσαν τις συναφείς επισφάλειες (τα σχετικά email της Standard & Poor’s που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας στις ακροάσεις επιτροπής του Αμερικανικού Κογκρέσου, τον περασμένο Οκτώβριο, δείχνουν την απληστία και την έλλειψη επαγγελματισμού από τις εταιρίες αυτές). Που είναι ο δάκτυλος του «κρατικού παρεμβατισμού» εδώ;

Ο Πιτερ Πίτερσον, πρώην επικεφαλής της Lehman Brothers, με υποδειγματική διαύγεια σκέψης, το λέει καθαρά: «Το δεύτερο σκέλος του προβλήματος είναι ότι κάποια επενδυτικά ιδρύματα πήραν το ρίσκο και αγόρασαν αυτά τα επισφαλή δάνεια με τη μορφή χρηματοοικονομικών προϊόντων, με αποτέλεσμα να συσσωρεύσουν τεράστια χρέη. Δυστυχώς οι επενδυτικές τράπεζες που έκαναν αυτές τις αγορές ελέγχονταν ελάχιστα ή καθόλου)» (συνέντευξη στον Α. Παπαχελά, «Καθημερινή», 2/11/2008). Κάθε ανοιχτόμυαλος άνθρωπος διαπιστώνει ότι δεν είναι τα κρατικά «πακέτα διάσωσης» αυτά που οδήγησαν στο «ξέσπασμα» της κρίσης, αλλά ένας συνδυασμός επισφαλών δανείων (πράγματι με την ενθάρρυνση του κράτους – εδώ έχει δίκιο ο κ.Ανδριανόπουλος), πτώσης τιμών των ακινήτων, έλλειψης ρυθμιστικών ελέγχων, συσσωρευμένων χρεών, αντιεπαγγελματικών πρακτικών, και σύνθετων χρηματοοικονομικών προϊόντων που δεν ήταν επαρκώς κατανοητά ούτε από τους διακινητές τους. Η ανθρωπολογική βάση της κρίσης είναι, βέβαια, η επιδίωξη του στενά βραχυπρόθεσμου συμφέροντος, η άφρων ανάληψη κινδύνων, και η απληστία, συμπεριφορές οι οποίες γιγαντώθηκαν σε ένα περιβάλλον ανεπαρκών ρυθμιστικών ελέγχων, το οποίο με τη σειρά του παρήχθη από τη νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία της αγοραίας «αυτορύθμισης».

Η κρίση, με άλλα λόγια, είναι ένα πολυ-αιτιακό φαινόμενο, ενώ για τους νεοφιλελεύθερους ιδεοληπτικούς είναι μονο-αιτιακό – πηγή όλων των δεινών είναι ο «κρατικός παρεμβατισμός»! Η σκέψη τους είναι τόσο απλοϊκή όσο αυτή των κομμουνιστών, για τους οποίους οι αιτίες της κατάρρευσης των κομμουνιστικών χωρών είναι η εξής μια - οι «αντεπαναστατικές δυνάμεις»!

Η ειρωνεία είναι ότι διακεκριμένοι ομοϊδεάτες του κ.Ανδριανόπουλου ομολόγησαν, έστω και ex post facto, την ιδεοληπτική τύφλωσή τους, η οποία τους οδήγησε σε ανεπαρκή ρύθμιση των επενδυτικών τραπεζών και των αγορών σύνθετων χρηματοοικονομικών προϊόντων («όπλα μαζικής καταστροφής» αποκάλεσε ο Γοόρεν Μπάφετ τα σύνθετα παράγωγα, σε ανύποπτο χρόνο). Στην κατάθεσή του ενώπιον επιτροπής του Αμερικανικού Κογκρέσου, τον περασμένο Οκτώβριο, ο πρώην πρόεδρος της FED Αλαν Γκρίνσπαν ομολόγησε: «Εκανα λάθος υποθέτοντας ότι το ίδιον συμφέρον των τραπεζικών και άλλων οργανισμών, θα τις καθιστούσε ικανές να προστατεύσουν το συμφέρον των μετόχων τους».

Με άλλα λόγια, η αφηρημένη ορθολογικότητα με την οποία, κατ’ αρχήν, λειτουργούν οι αγορές, παίρνει συγκεκριμένη μορφή σε συγκεκριμένα θεσμικά-διοικητικά συμφραζόμενα. Δεν είναι μια καθαρή πλατωνική ιδέα, αλλά μια εν μέρει εμπειρικά διαμορφούμενη αρχή. Οι αγορές δεν είναι φυσικά, αλλά ανεξαλείπτως κοινωνικά φαινόμενα: από μόνες τους δεν λειτουργούν πάντοτε ορθολογικά, αφού αφενός μεν υπάρχει πληροφοριακή ασυμμετρία (ιδιαίτερα στις χρηματαγορές), αφετέρου δε ανθρώπινες συμπεριφορές που στομώνουν την ορθολογική κρίση, όπως η απληστία, η ομαδοσκέψη, και η κοπαδική συμπεριφορά, διαπερνούν ενίοτε τη λειτουργία των οικονομικών δρώντων.

Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο κ. Γκρίνσπαν παράφρασε στη γνωστή φράση του Κέϋνς, υποστηρίζοντας ότι θα ήταν διατεθειμένος να μεταβάλλει τις αντιλήψεις του για την «αυτορυθμιζόμενη» λειτουργία των χρηματαγορών «αν, μετά από έρευνα, πεισθώ από τα γεγονότα». Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι οι εγχώριοι νεοφιλελεύθεροι ιδεοληπτικοί θα έλεγαν το ίδιο. Γι αυτούς, όπως και για τους κομμουνιστές, τα γεγονότα όχι μόνο δεν διαψεύδουν τα δόγματά τους αλλά, αντιθέτως, εντείνουν την Πίστη τους. Τα γεγονότα τα στέλνει ο Παντοδύναμος για να τους δοκιμάζει. Με επιτυχία, πρέπει να πω...!

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2008

Ιδεοληπτικές φούσκες και κρίση


Η σκηνή ήταν αποκαλυπτική, από εκείνες που σε κάνουν να διατηρείς ακόμη την πεποίθηση ότι το Κοινοβούλιο δεν είναι καφενείο φιλάθλων ή στρατιωτικός λόχος αλλά χώρος υπεύθυνης λογοδοσίας. Δεν αναφέρομαι, δυστυχώς, στο ελλαδικό Κοινοβούλιο αλλά στο Αμερικανικό.

Ενώπιον επιτροπής του Κογκρέσου, ο Αλαν Γκρίνσπαν, πρώην πρόεδρος της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας, μιλά για την τρέχουσα χρηματοοικονομική κρίση. Ο πρόεδρος της Επιτροπής Χένρυ Γουάξμαν τον ρωτά: «Ανακαλύψατε κάποιο ψεγάδι....». Πριν προλάβει να τελειώσει την ερώτηση, ο Γκρίνσπαν συμπληρώνει: «…ψεγάδι στο μοντέλο με το οποίο αντιλαμβανόμουν […] πως λειτουργεί ο κόσμος […];». «Με άλλα λόγια, αντιληφθήκατε ότι η άποψή σας για τον κόσμο, η ιδεολογία σας, δεν ήταν σωστή;», επανέρχεται ο Γουάξμαν. «Ακριβώς», απαντά ο Γκρίνσπαν.

Πριν το διάλογο αυτό, ο Γουάξμαν παρέθεσε δηλώσεις του Γκρίνσπαν στις οποίες ο τότε πρόεδρος της FED υποστήριζε ότι, αναφορικά με τα σύνθετα παράγωγα, η αυτορύθμιση της αγοράς, σε συνδυασμό με τη βελτίωση της τεχνολογίας αποτίμησης κινδύνων, αρκούν και, κατά συνέπεια, δεν χρειαζόταν κυβερνητική παρέμβαση. Ο Γκρίνσπαν ομολόγησε ότι «εν μέρει» έκανε λάθος. Στην κατάθεσή του αιτιολόγησε την τότε στάση του επικαλούμενος την τυπική ορθολογικότητα που, κατ’ αρχήν, διέπει τις επιχειρήσεις: «όσοι από μας, και ιδιαίτερα εγώ, προσέβλεπαν στο ίδιον συμφέρον των δανειστών να προστατεύσουν τους μετόχους είναι σοκαρισμένοι [με την κρίση]». Με άλλα λόγια, αν η πραγματικότητα ακολουθούσε τη θεωρία, δεν θα υπήρχε πρόβλημα! Δεν είναι διαφορετικό το επιχείρημα όσων διεκτραγωδούν την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων.

Εδώ ακριβώς είναι ο πυρήνας του προβλήματος: η αναγωγή της αγοράς από τους νεοφιλελεύθερους σε ιδεοληψία (όπως έμμεσα ομολόγησε ο Γκρίνσπαν). Οι ιδεοληπτικοί αντιλαμβάνονται τις ιδέες ως καθαρές πλατωνικές «μορφές» - συγχέουν το χάρτη με το έδαφος. Όταν οι ιδέες αποκτήσουν πλατωνική υπόσταση παίρνουν προτεραιότητα έναντι της εμπειρικής πραγματικότητας. Οι ιδεοληψίες υποκαθιστούν την εμπειρία με αφηρημένες κατασκευές, οι οποίες απαγωγικά παρέχουν έτοιμες απαντήσεις.

Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι οι λήπτες αποφάσεων κατοικούν σε έναν εμπειρικό και αθεράπευτα ατελή κόσμο. Όπως στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν ευκλείδειες ευθείες γραμμές, έτσι δεν υφίσταται ένα αμιγές «ίδιον συμφέρον» που να λειτουργεί παντού και πάντα με τον ίδιο τρόπο. Το «ίδιον συμφέρον», η κινητήρια δύναμη της οικονομίας της αγοράς, συγκροτείται και εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικά ιστορικά-θεσμικά-διοικητικά συμφραζόμενα. Το συμφέρον της φροντίζει και η Grameen Bank και η Royal Bank of Scotland, αλλά με διαφορετικό τρόπο.

Μα «το ίδιον συμφέρον λειτουργούσε επί 40 χρόνια και παρήγαγε αποτελέσματα» αναφώνησε ο Γκρίνσπαν, υπονοώντας ότι το ίδιο ανέμενε και τώρα. Ναι, στον πλατωνικό κόσμο το μέλλον είναι προέκταση του παρελθόντος, αλλά στον εμπειρικό κόσμο «τα πρακτά» αλλάζουν, η ενδεχομενικότητα καραδοκεί, οι συνθήκες εφαρμογής αφηρημένων ιδεών μεταβάλλονται. Οι επενδυτικές τράπεζες σήμερα έχουν μικρή σχέση με τις κλασικές εμπορικές τράπεζες, τα νέα σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα διαφέρουν ουσιωδώς από τα μέχρι τώρα γνωστά. Από τους λήπτες αποφάσεων ζητούμε εκλεπτυσμένη κρίση, όχι αφελείς (και προσοδοφόρες!) ιδεοληψίες.

Στον εμπορικό-βιομηχανικό καπιταλισμό το εισόδημά σου υπόκειται στη βαρύτητα - είναι συνάρτηση της εργώδους προσπάθειάς σου, σε ένα περιβάλλον υλικών και χρονικών περιορισμών. Στον εξαϋλωμένο, παγκοσμιοποιημένο χρηματοοικονομικό καπιταλισμό της «μόχλευσης», το εισόδημά σου μπορεί να αυξηθεί (ή να μειωθεί) κατά πολύ χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια (ρωτήστε τα στελέχη των επενδυτικών τραπεζών). Ένα τέτοιο σύστημα βρίσκεται στην επικράτεια αυτού που ο Νασίμ Ταλέμπ εύστοχα αποκαλεί «Εξτρεμιστάν» - οι όποιες αποκλίσεις μεγενθύνονται ταχύτατα, επιφέροντας κολοσσιαίες αλλαγές. Στο Εξτρεμιστάν τα ακραία φαινόμενα δεν μπορούν να προβλεφθούν, γι αυτό και η χρήση ιστορικών δεδομένων (στα οποία κατ’ εξοχή στηρίζονται οι αναλύσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα) δεν βοηθά ιδιαίτερα. Τα οφέλη είναι τεράστια, αλλά το ίδιο τεράστιοι είναι και οι κίνδυνοι. Οι ρυθμιστικές αρχές του Εξτρεμιστάν είναι προτιμότερο να είναι συντηρητικές παρά ριψοκίνδυνες, περισσότερο εμπειρικές και λιγότερο ιδεοληπτικές. Η σταθερότητα είναι τόσο σημαντική όσο η καινοτομία. Για να αποφευχθεί η κρίση χρειάζεται κρίση!

Η κρίση απαιτεί υγιή σκεπτικισμό απέναντι σε ιδεοληψίες, άνοιγμα στην εμπειρική πραγματικότητα, ικανότητα διάκρισης της ιδιαιτερότητας ενός φαινομένου. Αντικείμενο της κρίσης, παρατηρεί η Χάνα Αρεντ, είναι τα «καθ’ έκαστα» υπό το φως γενικών εννοιών. Να διακρίνεις το πραγματικά διαφορετικό από το σύνηθες (π.χ.σύνθετα παράγωγα), να πασχίζεις για την «διευρυμένη νοοτροπία» που προκύπτει όταν φαντάζεσαι τα πράγματα από διαφορετικές οπτικές γωνίες (αυτή, π.χ., του ανθρώπου που χάνει το σπίτι του), να θέτεις τις γενικές σου έννοιες (π.χ. «ίδιον συμφέρον») σε δοκιμασία.

Η νεοφιλελεύθερη φούσκα ξεφούσκωσε, όπως έσκασε πριν από είκοσι χρόνια η κομμουνιστική. Αντίθετα με τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό, ο καπιταλισμός δεν πέθανε – ευτυχώς! Χρεωκόπησε, όμως, μια συγκεκριμένη εκδοχή του – καιρός ήταν! Θυμάστε τα λόγια του Ρόναλντ Ρέηγκαν: «Η κυβέρνηση δεν είναι η λύση αλλά το πρόβλημα»; Ηταν πάντοτε τόσο αφελή, όσο αλλόκοσμες είναι οι σαπουνόφουσκες της κυρίας Παπαρήγα και του κ.Λαφαζάνη. Στα συντρίμμια των ιδεοληψιών μπορούμε, επί τέλους, να ασχοληθούμε με τον πυρήνα της Πολιτικής – την έλλογη διαχείρση της συλλογικής μας αβεβαιότητας.

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008

Η «δημοκρατία» παράγει μετριοκρατία στα πανεπιστήμια



Χαράλαμπος Μουτσόπουλος (*)
Χαρίδημος Κ. Τσούκας


Από το 1974 και μετά η ελληνική κοινωνία ζει στον αστερισμό του «εκδημοκρατισμού». Αίτημα ιστορικά κατανοητό, νοηματοδότησε αρχικά κοινωνικούς αγώνες και συμπύκνωσε ελπίδες για μια ανοιχτή, πολυφωνική, διαβουλευτική κοινωνία, με σεβασμό σε κανόνες και θεσμούς. Με την πάροδο του χρόνου το νόημα του «εκδημοκρατισμού» μεταλλάχθηκε. Οι έννοιες, άλλωστε, δεν είναι μεταφυσικές ουσίες, αλλά αποκτούν το νόημά τους από τη χρήση τους στα εκάστοτε κοινωνικά συμφραζόμενα.

Στη χώρα μας, μετά το 1974, ο κοινωνικός «εκδημοκρατισμός» απέκτησε, μεταξύ άλλων, το νόημα της επίσημης συμμετοχής εκπροσώπων των διοικούμενων στη λήψη αποφάσεων. Για να σταθεί, όμως, ο «εκδημοκρατισμός» ως ιδεολογική κατασκευή, έπρεπε να κατασκευάσει το αντίθετό του – τον «αυταρχισμό» - , η αντιπαλότητα με τον οποίο τροφοδοτεί την ύπαρξή του. Η μακρά παράδοση αυταρχισμού στη συμπεριφορά του Ελληνικού κράτους κατέστησε εύκολη την κατασκευή αυτή. Αίφνης, η ιεραρχία απέκτησε αρνητικό πρόσημο, η πειθαρχία θεωρήθηκε «αυταρχισμός», η επαγγελματική συναδελφικότητα εκφυλίστηκε σε «ομερτά», ο σεβασμός μεταξύ των μελών της κοινότητας εξελίχθηκε σε ισοπεδωτική θρασύτητα, ο διάλογος μετατράπηκε σε «δικαίωμα» βέτο, και η συντεταγμένη λήψη αποφάσεων μεταποιήθηκε σε αναζήτηση ομοφωνίας από τους συμμετέχοντες.

Η απαίτηση για «συμμετοχή» δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστα τα πανεπιστήμια. Η αντιδραστικά συντηρητική νοοτροπία του πανεπιστημίου μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, αντικαταστάθηκε με ένα «προοδευτικό» ιδεολόγημα, σύμφωνα με το οποίο το καθοριστικό στοιχείο για τη βελτίωση των πανεπιστημίων είναι η «δημοκρατική συμμετοχή». Πάνω σε αυτό το «προοδευτικό» ιδεολόγημα στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, η υψηλότατη συμμετοχή φοιτητών στα διοικητικά όργανα των πανεπιστημίων (η μεγαλύτερη στην Ευρώπη), η θέσπιση του πανεπιστημιακού ασύλου (μοναδική περίπτωση στον ανεπτυγμένο κόσμο), και η γενικότερη κουλτούρα της «δημοκρατίας» στα πανεπιστήμια. Από το δεσποτισμό των ολίγων περάσαμε στη μετριοκρατία των συνδικαλιστικών ολιγαρχιών.

Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση λίγοι έχουν την τόλμη να αναγνωρίσουν ότι το αίτημα για «δημοκρατία» στα πανεπιστήμια εκφυλίστηκε στο κατ’ εξοχήν ιδεολόγημα για την προάσπιση της μετριότητας, του συντεχνιασμού και, ενίοτε, της φαυλότητας. Η φοιτητική «συμμετοχή» βαθμιαία υποκαταστήθηκε από τη συνδικαλιστική αντιπροσώπευση, η οποία με τη σειρά της υποκαταστήθηκε από τις κομματικοποιημένες συνδικαλιστικές παρατάξεις με πελατειακή λειτουργία. Τα απαιτητικά κριτήρια αριστείας που πρέπει να χαρακτηρίζουν τη λειτουργία κάθε οργανωμένης κοινότητας χαλάρωσαν, υπό την πίεση του αιτήματος για «δημοκρατία», προς όφελος της μετριοκρατίας – όλοι δικαιούνται να εκπληρώνουν τις επιθυμίες τους, δίχως να χρειαστεί να αποδείξουν την αξία τους• οι κρίσεις των αρμοδίων είναι «αυταρχικές», τα αιτήματα των πολλών είναι «δίκαια».

Το εμφανές στην κοινή γνώμη σημάδι της παρακμής των πανεπιστημίων είναι ο εκφυλισμός της έννοιας του «ασύλου» και η καταστροφική βία που έχει διεισδύσει στα πανεπιστήμια. Λιγότερο εμφανής είναι η νοοτροπία που συστηματικά διαβρώνει την αριστεία, υπό το μανδύα του «εκδημοκρατισμού». Τούτο συμβαίνει διότι ένα από τα κύρια γνωρίσματα του «εκδημοκρατισμού» είναι η ελαστικότητά του - προσφέρεται σε αυτο-εξυπηρετική ανα-σημασιοδότηση κατά βούληση.

Ελάχιστα πανεπιστήμια έχουν συντάξει αυτοβούλως εσωτερικούς κανονισμούς, αφού, εξ ορισμού, τέτοιοι κανονισμοί θεσπίζουν, μεταξύ άλλων κυρώσεις. Στο μεταπολιτευτικό ιδεολογικό σύμπαν, όμως, οποιαδήποτε κύρωση συνιστά «αυταρχισμό», γι αυτό και αποφεύγεται. Η εξασθένηση της ιεραρχίας και η συναδελφική «ομερτά» οδήγησαν στη λαθρεπιβασία και την απουσία λογοδοσίας: δεν είναι άγνωστο φαινόμενο καθηγητές να χρησιμοποιούν, ατιμώρητα, το πανεπιστήμιο ως πάρεργο σε σχέση με το κύριο έργο των ιδιωτικών ασχολιών τους. Δεν είναι ασυνήθιστο τα αξιοκρατικά κριτήρια επιλογής και εξέλιξης των πανεπιστημιακών να διηθούνται μέσα από κομματικά, «κοινωνικά», πελατειακά, ή παρεϊστικα φίλτρα, ή αυτά κάποιας άτυπης επετηρίδας. Έχει συχνά συμβεί λ.χ., πανεπιστημιακοί με ελάχιστο ερευνητικό έργο να προάγονται ως «αναγνώριση» της πολιτική τους δράσης, της παλαιότητάς τους, ή διότι κατέχουν υπουργικούς θώκους, ή ισχυρή θέση (και άρα μεγάλη ισχύ) σε πολιτικά κόμματα ή μεγάλες κρατικές ή ιδιωτικές επιχειρήσεις. Όλοι «δικαιούνται» να γίνουν καθηγητές!

Εξίσου θλιβερή είναι η παράλληλη χαλάρωση των σπουδών και η μετατροπή των πανεπιστημίων σε εξεταστικά κέντρα. Οι φοιτητικές συνδικαλιστικές ολιγαρχίες πιέζουν τις αρχές των πανεπιστημίων για συνεχείς διευκολύνσεις στις εξετάσεις, και οι συνήθως ασπόνδυλοι επικεφαλής, των οποίων η κύρια έγνοια είναι ο προσπορισμός των φοιτητικών ψήφων και η «ομαλή» λειτουργία του πανεπιστημίου, τείνουν να ενδίδουν. Ιδού ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, οι επί πτυχίω φοιτητές δικαιούνται 4 εξεταστικές περιόδους ετησίως ανά μάθημα. Το ακαδημαϊκό έτος 2007-8, στα μαθήματα Παθολογική Φυσιολογία Ι και ΙΙ, με εντολή της Σχολής, διενεργήθηκαν όχι μόνον 8 (4 συν 4) εξετάσεις όπως προβλέπεται, αλλά 20 (αύξηση 150%)! Όλοι «δικαιούνται» ένα πτυχίο!

Τα προβλήματα των ελληνικών πανεπιστημίων προέρχονται από μια βαθιά εννοιολογική σύγχυση μεταξύ της αντι-αυταρχικής κουλτούρας που, εν ψήγματι τουλάχιστον, εγγενώς υπάρχει στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, και της «δημοκρατίας». Η αντι-αυταρχική κουλτούρα χαρακτηρίζει ώριμες κοινότητες μάθησης, με εμπιστοσύνη και αλληλοσεβασμό, γνώση ρόλων και ορίων από όλους, αίσθηση μετοχής σε μια ευρύτερη κοινότητα με κανόνες και κριτήρια αριστείας, και αποδοχή τόσο της εμπειρίας των διδασκομένων όσο και της αυθεντίας (authority) των δασκάλων να καθοδηγούν τους νεοφώτιστους στις αξίες της κοινότητας μάθησης. Μια τέτοια κουλτούρα συνιστά ένα δυναμικό επίτευγμα και έχει τόση σχέση με τον μετριοκρατικό «εκδημοκρατισμό» όση σχέση έχει η δημαγωγία με τη δημοκρατία, ο λαϊκισμός με το δημόσιο συμφέρον, και η προφητεία με την επιστημονική πρόβλεψη.


(*) Ο κ.Χαράλαμπος Μουτσόπουλος (hmoutsop@med.uoa.gr) είναι καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2008

Κανείς άλλος για μήνυση;


Αμφιβάλλετε ότι η πολιτική μας ζωή μοιάζει περισσότερο με την πολιτική ζωή σε πρώην κομμουνιστικές ή τριτοκοσμικές χώρες; Αν ένα χαρακτηρηστικό των ανώριμων θεσμικά δημοκρατιών είναι η διαρκής ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής – η μεταφορά της πολιτικής διαμάχης στα δικαστήρια -, τότε η Ελλάδα θυμίζει περισσότερο τη Ρουμανία και την Ουκρανία και λιγότερο την Ολλανδία ή τη Δανία.

Σταχυολογώ από τις ειδήσεις των τελευταίων τριών εβδομάδων. Η ΔΕΗ ανακοίνωσε σημαντικές ζημίες για το πρώτο εξάμηνο του 2008 και αναμένει μεγαλύτερες στο δεύτερο εξάμηνο. Τι κάνει η ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ; Καταθέτει μηνυτήρια αναφορά κατά της διοίκησης της εταιρίας για «πλημμελή άσκηση των καθηκόντων» της στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου! Τόσο απλό!
Για να μη θεωρηθούν οπισθοδρομικοί οι νοσοκομειακοί γιατροί Αθηνών-Πειραιώς στην «προστασία» του δημοσίου συμφέροντος, κατέθεσαν κι αυτοί μήνυση κατά του υπουργού Υγείας, θεωρώντας τον υπεύθυνο για το θάνατο ασθενών εξαιτίας ελλείψεων προσωπικού στις μονάδες εντατικής θεραπείας. Επιτέλους, μάθαμε ποιός είναι ο ένοχος!
Δεν μηνύουν όμως μόνο οι συνδικαλιστές. Το παράδειγμα το δίνουν τα πολιτικά κόμματα. Το ΠΑΣΟΚ κατέθεσε μηνυτήρια αναφορά κατά του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και κατά του προϊσταμένου της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, για «παρεμπόδιση της διαβίβασης της δικογραφίας [για το Βατοπέδι] στην Βουλή [...]», σύμφωνα με τον εκπρόσωπο Τύπου του ΠΑΣΟΚ.

Αυτές οι μηνύσεις (και πολλές άλλες παρόμοιες) έχουν δύο κοινά στοιχεία. Πρώτον, υποκαθιστούν την πολιτική διαμάχη – απο-πολιτικοποιούν δημόσια θέματα. Στον πολιτικό λόγο δεν αντιπαρατίθεται πολιτικός αντί-λογος, στην πολιτική κίνηση δεν αντιτίθεται μια αντίστοιχη πολιτική κίνηση με βάση τους κοινοβουλευτικούς κανόνες, στη διοικητική πράξη δεν αντιπαρατίθεται μια συνδικαλιστική αντι-πράξη με βάση τους κανόνες που ορίζουν τις εργασιακές σχέσεις, στη δικαστική ερμηνεία δεν αντιτίθεται μια αντίπαλη ερμηνεία με βάση τους δικονομικούς κανόνες. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι πολιτικοί και οι συνδικαλιστές προσπαθούν να ενισχύσουν τη θέση τους προσπαθώντας να δείξουν ότι οι αντίπαλοί τους παραβαίνουν το νόμο. Δεν τους ενδιαφέρει ιδιαίτερα ότι εμπλέκουν τη Δικαιοσύνη στα «παιχνίδια» τους κι έτσι, εμμέσως, την απαξιώνουν. Αυτό που κυρίως τους νοιάζει είναι η δημιουργία εντυπώσεων.

Κι αυτό είναι το δεύτερο στοιχείο. Οι μηνύσεις δεν γίνονται για να αποδοθούν πράγματι ευθύνες, αλλά για να δημιουργηθούν επικοινωνιακά γεγονότα. Ολο το παιχνίδι γίνεται για τα ΜΜΕ - να δημιουργηθεί μιντιακός θόρυβος, ο οποίος θα φθείρει τον αντίπαλο. Η Δικαιοσύνη μετατρέπεται σε εργαλείο φθοράς τους αντιπάλου.

Τα αποτελέσματα είναι κωμικοτραγικά. Τι στοιχεία θα επιτρέψουν στον εισαγγελέα να αποφανθεί αν ο πρόεδρος της ΔΕΗ ή ο υπουργός Υγείας «ασκεί πλημμελώς τα καθήκοντά του»; Μπορεί στα σοβαρά να σταθεί ένα τέτοιο κατηγορητήριο; Το πρόβλημα της ζημίας της ΔΕΗ ή της έλλειψης μονάδων εντατικής θεραπείας προέρχεται από το ότι οι αντίστοιχοι επικεφαλής ασκούν «πλημμελώς» τα καθήκοντά τους;

Η βιομηχανία των μηνύσεων συνιστά μια ακόμα έκφραση της βαθιά παθολογικής λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος. Τα προβλήματά μας δεν επιδιώκουμε να τα λύσουμε με συντεταγμένο τρόπο, χρησιμοποιώντας τους επιμέρους κανόνες του χώρου στον οποίο δημιουργούνται, αλλά πασχίζουμε να τα ανάγουμε στη σφαίρα της Δικαιοσύνης. Λες και οι πολιτικές-διοκητικές αποφάσεις, καθώς και η εφαρμογή των αποφάσεων, είναι θέματα της ίδιας τάξεως όπως η δωροδοκία, η οικοδόμηση παράνομης κατοικίας, η η υπόθαλψη εγκληματία από έναν υπουργό. Συγχέουμε την αποδεδειγμένη προσωπική ευθύνη που επισύρει ποινικές κυρώσεις, με αναπόδεικτα κίνητρα και σχετικά απρόσωπες, αντιφατικές, και ευμετάβλητες πολιτικές-διοικητικές διαδικασίες.

Το χειρότερο όμως είναι άλλο. Η βιομηχανία των μηνύσεων αφενός μεν ευτελίζει τη Δικαιοσύνη, αφετέρου δε διαιωνίζει το βαθύτερο και διαρκέστερο πρόβλημα της ελλαδικής κοινωνίας: την έλλειψη εμπιστοσύνης σε θεσμούς και θεσμοποιημένες διαδικασίες. Η αχαλίνωτη κατάθεση μηνύσεων για πολιτικά-διοκητικά θέματα αποδυναμώνει τη δημόσια σφαίρα και το δημόσιο λόγο που τη συνέχει.

Προκαλεί όντως πολλά ερωτηματικά το γεγονός ότι η δικογραφία για το σκάνδαλο του Βατοπεδίου δεν έφθασε ακόμα στη Βουλή, τα οποία πρέπει να τεθούν, και στα οποία ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου οφείλει να απαντήσει. Για τη ζημία της ΔΕΗ υπάρχουν διάφορες ερμηνείες, και ο πρόεδρός της μας χρωστά τη δική του εξήγηση. Οι ελλείψεις σε μονάδες εντατικής θεραπείας είναι πράγματι απαράδεκτες και περιμένουμε από τον υπουργό Υγείας να λογοδοτήσει σχετικά. Στη δημοκρατία οι κυβερνήτες και οι πολιτειακοί παράγοντες λογοδοτούν στη Βουλή και στα αρμόδια όργανα για τις πολιτικές τους και τις συμπεριφορές τους. Μόνο όταν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία για συγκεκριμένες πράξεις που φανερώνουν δόλο, ο πολιτικός λόγος μετατρέπεται σε δικαστικό. Την αυτονομία της πολιτικής, για την οποία τόσο αρέσκεται να μιλά ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, την προστατεύουμε με το να ενεργούμε πολιτικά, όχι να μεταφέρουμε τις πολιτικές μας αντιθέσεις στη Δικαιοσύνη.

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2008

Θράσος, τόλμη και κράτος δικαίου


Αν η Ελλάδα ήταν μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα, τα ΜΜΕ θα το προέβαλαν για μέρες, η κυβέρνηση θα είχε συθέμελα κλονισθεί, και το κυβερνών κόμμα θα αναζητούσε τον επόμενο αρχηγό: ο πρωθυπουργικός σύμβουλος, προβεβλημένος πρώην βουλευτής και υπουργός κ.Γιάννης Κεφαλογιάννης, καταδικάστηκε πρωτοδίκως σε δωδεκάμηνη ποινή με τριετή αναστολή για υπόθαλψη εγκληματία (χασισοκαλλιεργητή του Μυλοποτάμου Κρήτης) και πρόκληση τέλεσης του αδικήματος της ψευδορκίας. Η είδηση είναι τόσο συγκλονιστική όσο χαρακτηριστικά βαλκανική είναι η αντίδραση του καταδικασθέντος.

Μέσα στο θυμό του, ο πρώην υπουργός δεν συνειδητοποίησε πόσο τυχερός είναι που καταδικάστηκε με αναστολή. Αν η υπόθεση αυτή συνέβαινε στη Βρετανία, σήμερα θα ατένιζε τον έξω κόσμο από τα κάγκελα της φυλακής. Το 1999, ο πρώην Συντηρητικός υπουργός Τζόναθαν Αϊτκεν καταδικάστηκε σε 18μηνη φυλάκιση για ψευδορκία και παρεμπόδιση δικαιοσύνης, και εξέτισε ποινή 7 μηνών.

Οι αντιδράσεις των δύο καταδικασθέντων πρώην υπουργών δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετικές. Ο κ.Αϊτκεν αποδέχθηκε στωικά την ετυμηγορία της Δικαιοσύνης και οδηγήθηκε στη φυλακή (όπου εντρύφησε στη χριστιανική θεολογία και την αρχαιοελληνική γραμματεία!). Ο κ.Κεφαλογιάννης, τραυλίζοντας σχεδόν από οργή, καθύβρισε τους πάντες – από τους μάρτυρες κατηγορίας αστυνομικούς, μέχρι τον εισαγγελέα και το Δικαστήριο. Σε μια χώρα της Βόρειας Ευρώπης θα του είχε ασκηθεί νέα δίωξη για εξύβριση Δικαιοσύνης.

Δεν πρόκειται για διαφορετικές αντιδράσεις που προέρχονται απλώς από δύο διαφορετικές προσωπικότητες. Πρόκειται για κάτι βαθύτερο: την αίσθηση που έχουν οι πολιτικοί στην Ελλάδα (και οι ισχυροί γενικότερα) ότι είναι πάνω από το νόμο. Αυτή η αίσθηση συναντάται σε πρώην κομμουνιστικές και σε τριτοκοσμικές χώρες με καχεκτικούς θεσμούς. Δυστυχώς και σε ανώριμες δημοκρατίες γενικευμένης ανομίας και απαξίωσης των θεσμών, όπως η δική μας.

Από τον Τσιτουρίδη και τον Ρεγκούζα μέχρι τον Μαγγίνα και τον Βουλγαράκη, όλοι καταγγέλλουν «σκευωρίες» σε βάρος τους. Κανείς δεν έχει το θάρρος να αναλάβει την ευθύνη των αξιόμεμπτων πράξεών του. Κανείς δεν επέδειξε την ειλικρίνεια του Κυβερνήτη της Νέας Υόρκης Έλιοτ Σπίτζερ, ο οποίος, μετά την αποκάλυψη της συμμετοχής του σε κύκλωμα πορνείας, δήλωσε: «Στη διάρκεια του δημόσιου βίου μου επέμεινα ότι οι άνθρωποι πρέπει να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους. Δεν μπορώ να ζητήσω κάτι λιγότερο από τον εαυτό μου τώρα, γι αυτό και παραιτούμαι από το αξίωμα του Κυβερνήτη». Σε μας η εγωπάθεια έχει αγγίξει παθολογικά επίπεδα: «Η απόφαση δεν πλήττει τόσο το όνομά μου όσο το κύρος της Δικαιοσύνης» (Το Βήμα», 28/9/2008) δήλωσε ο κ.Κεφαλογιάννης, δίχως συναίσθηση της «ύβρεως» που εκστόμισε.

Μια τέτοια δήλωση θα ήταν αδιανόητη στη Βόρεια Ευρώπη ή τη Βόρεια Αμερική. Τα άτομα στις εκλογικευμένες κοινωνίες, όσο ψηλά κι αν βρίσκονται, έχουν μάθει να υπάγουν τη συμπεριφορά τους σε κοινώς αποδεκτά κριτήρια που θεσπίζουν οι κοινωνικοί θεσμοί. Μόνο σε κουτσαβάκικες κοινωνίες, η ατομική θρασύτητα απαξιώνει τους θεσμούς.

Η δίκη του κ.Κεφαλογιάννη και του πολιτικού του φίλου κ.Σπανουδάκη έδειξε, σε μικρογραφία, μερικές από τις χειρότερες, αλλά και τις καλύτερες, όψεις της Ελλάδας. Έναν προβεβλημένο πολιτικό-τοπάρχη που δεν διστάζει, κατά το δικάσαν δικαστήριο, να υποθάλπει τοπικούς καλλιεργητές ναρκωτικών, όταν αυτό επιτάσσει το ψηφοθηρικό (τουλάχιστον…) συμφέρον. Κι έναν στενό πολιτικό του φίλο, επίσης καταδικασθέντα σε εξάμηνη φυλάκιση με αναστολή, Γραμματέα της Νομαρχιακής Οργάνωσης ΝΔ Ρεθύμνου, που συγχρόνως προΐσταται της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στην Κρήτη! – το κομματικό (παρα)κράτος σε όλο του το μεγαλείο.

Δείτε όμως - κι εδώ αρχίζουν τα καλά νέα - και τι ποιότητας δημόσιους λειτουργούς συναντά κανείς. Το αξιοπρόσεκτο στη δίκη δεν ήταν μόνο το θάρρος του εισαγγελέα και των δικαστών να καταδικάσουν, σε συνθήκες τεταμένης ατμόσφαιρας και πιθανών συνεπειών για την ατομική και οικογενειακή τους ασφάλεια, τον τοπικό «πασά». Ίσως μεγαλύτερο ήταν το θάρρος των δύο αστυνομικών μαρτύρων κατηγορίας. Πρόκειται για θάρρος που προέρχεται από κάτι τόσο δυσεύρετο στη χώρα μας: τον υψηλό επαγγελματισμό.

Προσέξτε το ζωογόνο επαγγελματικό ήθος του προέδρου της Ένωσης Αστυνομικών Ρεθύμνου κ.Κουντουράκη και αντιδιαστείλετέ το με το ήθος που εκφράζουν οι δηλώσεις Κεφαλογιάννη: «Δεν έχουμε τίποτα σε προσωπικό επίπεδο και με κανένα. Το ίδιο θα κάναμε για τον οποιοδήποτε που με ελαφρά τη καρδία παρεμβαίνει με αυτό τον τρόπο και οπλίζει κυριολεκτικά τα χέρια των εμπόρων ναρκωτικών να σηκώσουν τα καλάζνικοφ εναντίον μας. Στα ορεινά, 15 χρόνια δεχόμαστε πυρά στην προσπάθειά μας να απαλλάξουμε τον νομό μας και την Κρήτη από τους εμπόρους ναρκωτικών. Με τέτοιου είδους παρεμβάσεις, οι κοινωνίες παρεκτρέπονται, αποθρασύνονται και φτάνουμε στο σημείο να καλλιεργούνται μαζικά ναρκωτικά. […] Η επικράτηση της έννομης τάξης δεν είναι ουτοπία, είναι κάτι χειροπιαστό και χρειάζεται τη συμβολή όλων μας» («Καθημερινή», 28/9/2007).

Ευτυχώς δεν έχουν όλα χαθεί!

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2008

Επιχειρηματικές δραστηριότητες και συνταγματικό ασυμβίβαστο


Ο κ.Βουλγαράκης παραιτήθηκε από το υπουργικό αξίωμά του και υποτίθεται ότι το θέμα που ήγειρε η συμπεριφορά του έληξε, παραμένει όμως μέλος της Βουλής των Ελλήνων και, άρα, λογοδοτεί για τις πράξεις του ως βουλευτής. Ισχυρίσθηκε ο πρώην υπουργός ότι «μοναδικός σκοπός των εταιρειών [εκμετάλλευσης ακινήτων που συνέστησε με τη σύζυγό του] ήταν η διαχείριση και η αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας της οικογενείας μου, ώστε να διασφαλιστεί κατά το δυνατόν το μέλλον των τεσσάρων παιδιών μου». Ο πρώην υπουργός, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, στο βιογραφικό του δεν αναφέρει ούτε ένα επάγγελμα που να άσκησε στα 32 περίπου χρόνια ενήλικου βίου, θα μείνει στην πρόσφατη πολιτική ιστορία ως ο πολιτικός που εκστόμισε το διαβόητο «ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό». Αφού τον ευχαριστήσουμε για τη συνεισφορά του στην εκλέπτυνση της ηθικοφιλοσοφικής σκέψης μας, ας τον ρωτήσουμε κάτι πιο απλό: τι σας κάνει τόσο βέβαιο κ.Βουλγαράκη ότι δεν κάνατε τίποτα παράνομο;

Πρώτα τα γεγονότα. Το Σύνταγμα της Ελλάδος, μετά την αναθεώρηση του 2001, ορίζει ρητά ότι «τα καθήκοντα του βουλευτή είναι ασυμβίβαστα με την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος» (άρθρο 57). Το 2005 ο κ.Βουλγαράκης συνέστησε, από κοινού με τη σύζυγό του, την εταιρία «Αστική Ανάπτυξη Εκμετάλλευσης Ακινήτων». Η εταιρία αυτή αγόρασε 700 τ.μ. στον Πύργο Αθηνών και μίσθωσε τον αντίστοιχο χώρο σε πελάτη. Σωστά μέχρις εδώ;

Τώρα η ερμηνεία των γεγονότων. Η σύσταση εταιρίας υποδηλώνει πρόθεση συστηματικών οικονομικών συναλλαγών με τρίτους. Η εταιρία, ως ανεξάρτητο νομικό πρόσωπο, αποσκοπεί, κατ’ αρχήν, σε επωφελείς γι αυτήν οικονομικές συναλλαγές με πελάτες. Ερώτηση: δεν συνιστά αυτό άσκηση επαγγέλματος; Αν ένας βουλευτής ιδρύσει ένα κερδοσκοπικό ιατρικό κέντρο, ή μια εταιρία αγοραπωλησίας μετοχών, δεν επιδίδεται σε επιχειρηματική δραστηριότητα;

Ο κ.Βουλγαράκης ισχυρίζεται ότι το δικαίωμα στην ιδιοκτησία ισχύει για τον κάθε πολίτη, άρα και γι αυτόν. Φυσικά. Κάθε ιδιώτης μπορεί να αγοράζει ακίνητα και να πουλάει στοιχεία της ιδιοκτησίας του. Όταν όμως ο ιδιώτης συστήνει εταιρία για αγοραπωλησίες ακινήτων, τότε, πλέον, εισέρχεται στη σφαίρα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων με αντικείμενο την επί συστηματικής βάσεως εκμετάλλευση ακινήτων – ασκεί, πλέον, το επάγγελμα του κτηματομεσίτη (real estate). Μα ακριβώς τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των βουλευτών δεν απαγορεύει το Σύνταγμα;

Δεν είμαι νομικός και ενδέχεται να κάνω λάθος. Δεν θάπρεπε όμως ο πρόεδρος της Βουλής, ως μάλλον έχων το τεκμήριο της αρμοδιότητας για τέτοια θέματα, να αποσαφηνίσει το θέμα; Όταν ένας βουλευτής συστήνει εταιρία (για οποιοδήποτε λόγο) ενόσω ισχύει το απόλυτο συνταγματικό ασυμβίβαστο για την άσκηση επαγγέλματος, δεν παραβιάζει το άρθρο 57 του Συντάγματος; Σύμφωνα με τον κ.Γιάννη Βαρβιτσιώτη το παραβιάζει. Ο πρόεδρος της Βουλής τι γνώμη έχει;

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2008

Ο Κρητικάρχης και ο νόμος



Ο Κρητικάρχης άστραψε και βρόντησε. Με τα βίας μπορούσε να μιλήσει. Τραύλιζε από την οργή του. Είχε μόλις καταδικασθεί σε δωδεκάμηνη φυλάκιση με τριετή αναστολή για απόπειρα υπόθαλψης εγκληματία (για την ακρίβεια, χασισοκαλλιεργητή του Μυλοποτάμου) και πρόκληση τέλεσης του αδικήματος της ψευδορκίας. Με την έπαρση που διακρίνει ανθρώπους του Συστήματος, έχοντας διατελέσει πολλές φορές βουλευτής, υπουργός και, μέχρι την καταδίκη του, σύμβουλος του Πρωθυπουργού, δεν τολμούσε να πιστέψει στ’ αυτιά του. Βρέθηκαν δικαστές να καταδικάσουν, ποιόν; Αυτόν τον πολιτικό ογκόλιθο της Κρήτης με τα πενήντα χρόνια προσφοράς στον τόπο! Ο,τι του «χάρισε ο λαός» επί πέντε δεκαετίες, του τα πήρε πίσω ένα ανάλγητο δικαστήριο.

«Είναι μια σκευωρία και μια στημένη δίκη», τραύλισε. Σαν αγριεμένο πιτμπουλ επιτέθηκε κατά του εισαγγελέα της δίκης, τον οποίο χαρακτήρισε «ανεκδιήγητο». Στράφηκε στη συνέχεια κατά του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνου λέγοντας με νόημα ότι «και οι κρίνοντες κρίνονται». Η σύγχυσή του ήταν τέτοια που ίσως νόμισε ότι καταδικάσθηκε από στρατοδικείο της χούντας, γι αυτό και κραύγασε με στόμφο: «Ουσιαστικά σήμερα καταδικάστηκε ο κοινοβουλευτισμός». Δεν αποκλείεται, ωστόσο, να έχει δίκιο, στο βαθμό που ο ίδιος δίνει το μέτρο του ελλαδικού κοινοβουλευτισμού.

Ο όχλος των οπαδών που τον περιέβαλλε στη δίκη τον σιγόνταρε χορωδιακά: «Εμείς σ’ αγαπάμε», «δεν αλλάζει η εκτίμησή μας για σένα», «αίσχος». Θύμιζε εικόνα από το Ισλαμαμπάντ. Είναι, βέβαια, κατανοητό. Όταν ο βουλευτής έχει «μεσολαβήσει» άπειρες φορές για σένα, όταν σε έχει «βοηθήσει» τόσο γενναιόδωρα, τότε η στοιχειώδης ανθρώπινη αμοιβαιότητα επιβάλλει να τον υποστηρίξεις στις δύσκολες στιγμές. Διότι δεν είναι μόνο το δικό του όνομα που αμαυρώνεται, αλλά, πιθανώς, και το όνομα της κόρης του, στην οποία, με τη γνωστή πατρική αγάπη, κληροδότησε τη βουλευτική του έδρα στο Ρέθυμνο. Όχι μόνον αυτό. Εκτός από ευγνωμοσύνη, στρατηγικά σκεπτόμενος, θέλεις να προστατεύσεις και τα συμφέροντά σου: με την παρουσία σου στη δίκη ανανεώνεις την πελατειακή σχέση και θυμίζεις στον πάτρωνά σου ότι είναι κι αυτός υποχρεωμένος σε σένα, όχι μόνο εσύ σε αυτόν. Σε τέτοια ευγενή κίνητρα, άλλωστε, στηρίζεται η ομαλή κοινωνική συμβίωση.

Μπορείτε να φέρετε στο μυαλό σας την ατμόσφαιρα στην οποία διεξήχθη η εννεάωρη δίκη του Κρητικάρχη; Τα πρωτοπαλίκαρά του, τα οποία δεν φημίζονται για την αβρότητα των τρόπων τους, δημιούργησαν μια, ας το πούμε ευγενικά, «τεταμένη ατμόσφαιρα» στο δικαστήριο («Τα Νέα», 23/9/2008). Οι μάρτυρες κατηγορίας αστυνομικοί θα έδιναν τις καταθέσεις τους σε ένα κλίμα έντασης, ο εισαγγελέας και ο δικαστής έπρεπε να πάρουν αποφάσεις για τον τοπικό «πασά» έχοντας στραμμένα πάνω τους τα αγριεμένα βλέμματα και υπό την οχλοβοή των οπαδών του. Δεν λύγισαν.

Ο ένας από τους δύο μάρτυρες κατηγορίας αστυνομικούς είπε ευθαρσώς στο δικαστήριο ότι ο Κρητικάρχης του ζήτησε να αλλάξει την κατάθεσή του - δηλαδή να ψευδομαρτυρήσει -, προκειμένου να απαλλαγεί ο προστατευόμενός του χασισοκαλλιεργητής. Ο δεύτερος αστυνομικός αποκάλυψε ότι ο πρόεδρος της τοπικής Νομαρχιακής Οργάνωσης της «Νέας Δημοκρατίας» και διευθυντής περιφερειακής εκπαίδευσης παρακαλώ (Θεός φυλάξοι!), πίεζε και τους δύο αστυνομικούς για το ίδιο θέμα, για λογαριασμό του πολιτικού του πάτρωνα. Στον ένα αστυνομικό ο Κρητικάρχης φέρεται να υποσχέθηκε να του διορίσει τη γυναίκα αν άλλαζε την κατάθεσή του.

Με υψηλό επαγγελματικό ήθος, οι δύο αστυνομικοί προτίμησαν να κάνουν τη δουλειά τους, παρά τις δελεαστικές «προσφορές» και τις συνοδευτικές απειλές. Ο εισαγγελέας και ο δικαστής, με το φρόνημα των Σαρτζετάκη και Δελλαπόρτα, αψήφησαν το κλίμα τρομοκρατίας και τις ενδεχόμενες συνέπειες για την προσωπική και οικογενειακή τους ασφάλεια, σε έναν τόπο όπου δεν είναι ασυνήθιστο οι αστυνομικοί να πυροβολούνται αδίστακτα όταν κάνουν τη δουλειά τους και οι κάθε λογής τοπικές «μαφίες» δεν διστάζουν να βιαιοπραγούν κατά οποιουδήποτε τους εναντιωθεί.

Το αφηνιασμένο πιτμπουλ αντέδρασε με το γνωστό τρόπο που αντιδρούν όλοι όσοι θεωρούν τον εαυτό τους πάνω από το νόμο (και είναι πολλοί στη χώρα της γενικευμένης ανομίας – ο Αναστασιάδης ήδη από τώρα μιλάει για «σκευωρία»): με καταγγελίες, απειλές και ύβρεις («π…» καθύβρισε ο υπόδικος Κρητικάρχης τους αστυνομικούς που κατέθεσαν – βλ. «Τα Νέα», 23/9/2008).

Όσοι πιστεύουν ότι δεν χάθηκαν όλα σε αυτόν τον τόπο αντλούν κουράγιο από εκείνους τους θαρραλέους δημόσιους λειτουργούς που παραμένουν προσηλωμένοι στο έργο τους, δίχως να ενδίδουν σε «πειρασμούς» και απειλές. Σε κάθε περίπτωση, ας προσευχόμαστε για τους δύο αστυνομικούς του Ρεθύμνου, τον εισαγγελέα και τον δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνου, που με συγκινητικό θάρρος επιμένουν να πιστεύουν ότι, σε ένα κράτος δικαίου, κανείς δεν είναι πάνω από το νόμο• ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να τους συμβεί…

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2008

Τι σπατάλη ταλέντου, τι χαμένη ευκαιρία…


Αν θέλουμε να καταλάβουμε καλύτερα τη δημόσια συμπεριφορά ενός πολιτικού, είναι χρήσιμο να αναζητήσουμε συνάφειες με όψεις της ζωής του πέραν της πολιτικής. Ο πολιτικός μεσσιανισμός του Προέδρου Μπους λ.χ. δεν είναι άσχετος με τις προσωπικές εμπειρίες αλκοολισμού και απώλειας νοήματος ζωής που τον ώθησαν στην επαν-ανακάλυψη του ευαγγελικού χριστιανισμού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως κοσμοαντίληψη. Μπορεί τα βιώματα του ανθρώπινου βίου να είναι ετερόκλητα, το ανθρώπινο υποκείμενο όμως είναι ένα – εξου και είναι ενδιαφέρουσα η αναζήτηση του αφηγηματικού νήματος που τα διαπερνά

Δυστυχώς η τέχνη της πολιτικής βιογραφίας και αυτοβιογραφίας δεν ανθεί στην Ελλάδα, γεγονός που καθιστά το βιβλίο του δημοσιογράφου Γ.Λακόπουλου, ««Του μιλάνε τα κύματα…»: Ο Ανδρέας Παπανδρέου πριν μπει στην πολιτική» (Καστανιώτης, 2008), ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Πρόκειται για ένα καλογραμμένο αφήγημα που στηρίζεται κυρίως σε διηγήσεις του καθηγητή Αδαμάντιου Πεπελάση, στενού φίλου και συνεργάτη του Ανδρέα Παπανδρέου (ΑΠ) από τα χρόνια της Αμερικής. Ο συγγραφέας επιδέξια εξιστορεί στοιχεία από τη ζωή του ΑΠ μέχρι το 1964, οπότε ο ΑΠ αποφάσισε να ασχοληθεί ενεργά με την πολιτική.

Ο ΑΠ ήταν ένας ναρκισσιστής entrepreneur. Στην προσπάθειά του να υλοποιήσει τις επιδιώξεις του δεν λάμβανε επαρκώς υπόψη είτε τους εξωτερικούς περιορισμούς, είτε τις επιπτώσεις των ενεργειών του στους γύρω του. Καταλαβαίνουμε καλύτερα τον μετέπειτα κυβερνητικό λαϊκισμό του ΑΠ, τις τριτοκοσμικές αναζητήσεις του, την εκτίναξη στα ύψη του δημόσιου χρέους της χώρας, την ηγεμονία του στο ΠΑΣΟΚ, και την ακατάστατη ιδιωτική του ζωή, αν τα δούμε, μεταξύ άλλων, ως απόρροια μια έντονα ναρκισσιστικής προσωπικότητας.

Το 1957 το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια διορίζει τον ΑΠ κοσμήτορα της Οικονομικής Σχολής και του αναθέτει την αναδιοργάνωσή της. Ο ΑΠ προσελκύει μερικούς από τους καλύτερους οικονομολόγους των ΗΠΑ αλλά υπερβαίνει δραματικά τον προϋπολογισμό του πανεπιστημίου. Υποσχόταν προσλήψεις που δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει, η οικονομική διαχείρισή του ήταν σπάταλη. Ο πρόεδρος του πανεπιστημίου του υποδεικνύει είτε να αλλάξει τον τρόπο λειτουργίας του, είτε να παραιτηθεί. Ο ΑΠ προτιμά να πάει στην Ελλάδα το 1959 υπότροφος του Ιδρύματος Φουλμπράϊτ. Με τον τρόπο αυτό και θα έβγαινε από μια δύσκολη θέση και θα ικανοποιούσε την επιθυμία του πατέρα του.

Έτσι αρχίζει ένα επίμονος προβληματισμός του ΑΠ σχετικά με την επιστροφή του στην Ελλάδα, που διήρκεσε μέχρι το 1963, οπότε εγκαθίσταται οριστικά. Οι μεταπτώσεις του το διάστημα αυτό είναι συνεχείς. Μεταξύ 1959 και 1963 η οικογένειά του (με τέσσερα μικρά παιδιά) πέρασε τρεις φορές τον Ατλαντικό! Με πρόσκληση του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, ιδρύει το 1961 το περίφημο Κέντρο Οικονομικών Ερευνών (ΚΟΕ). Τον έλκει τόσο η ιδέα της δημιουργίας ενός ερευνητικού κέντρου διεθνών προδιαγραφών, όσο και η ηδονή της ισχύος. «Διαμαντή, φαντάζεσαι πως θα είμαστε όταν θα γυρίσουμε;», ρωτάει αστειευόμενος τον Πεπελάση. «Εγώ σαν ναύαρχος κι εσύ σαν στρατηγός. […]. Θα διασχίσουμε την πόλη καβάλα σε άλογα και θα μας παίζουν και μουσικές». Όταν όμως συναντά τις συνήθεις γραφειοκρατικές δυσκολίες, ο ΑΠ απογοητεύεται, χάνει το ενδιαφέρον του, και γυρίζει στην Αμερική. «Δεν αλλάζουν τα πράγματα στην Ελλάδα», γράφει σε μια επιστολή του. Ο Πεπελάσης, υποδιευθυντής του ΚΟΕ, του θυμίζει ότι δεν μπορεί στα καλά καθούμενα να εγκαταλείψει το Κέντρο. «Θα το κλείσουμε» απαντά ο ΑΠ. «Εγώ το έφτιαξα, εγώ το κλείνω». Παρατηρώντας τη γενικότερη συμπεριφορά του φίλου του, ο Πεπελάσης θα γράψει: «Άρχισα να συνειδητοποιώ ότι με τον [ΑΠ] δεν μπορούσες ποτέ να έχεις τη βεβαιότητα για το ακριβές περιεχόμενο όσων είχαν συμφωνηθεί». Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θα το ανακάλυπτε αυτό περίπου σαράντα χρόνια αργότερα ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Η επιστροφή στην Ελλάδα σηματοδοτεί μια αλλαγή στον χαρακτήρα του ΑΠ. Ο Απολλώνιος, πουριτανός τεχνοκράτης, δίνει το θέση του στον Διονυσιακό μεσήλικα που αναζητά την καλή ζωή, απολαμβάνει τις συνήθεις σε πολιτικές οικογένειες κολακεία και «περιποιήσεις», και επιζητεί συστηματικά τις εξωσυζυγικές σχέσεις (ακόμη και με συζύγους συνεργατών του!). Ο ΑΠ βαθμιαία γίνεται ανασφαλής και βλέπει γύρω του συνωμοσίες. Το Ψυχικό απείχε πλέον έτη φωτός από το Μπέρκλεϊ.

Αναμφίβολα ο ΑΠ ήταν ένα από τα καλύτερα μυαλά της γενιάς του. Αν είχε μείνει στην Αμερική πιθανότατα θα είχε πάρει το Νομπέλ Οικονομικών. Χαρισματικός ηγέτης, με ισχυρό πολιτικό ένστικτο, ήταν δέσμιος του ναρκισσιστικού χαρακτήρα του. Αγαπούσε πολύ τον εαυτό του για να αφιερωθεί σε ένα ευρύτερο όραμα. Ο ευρωπαϊκός εκσυγχρονισμός που επαγγέλονταν τη δεκαετία του 1960 μεταποιήθηκε σε ακατάσχετο λαϊκισμό μετά το 1974. Αντιφατικός, ανασφαλής, και εγωκεντρικός, δίχως ευρύτερη καλλιέργεια (όπως αναφέρει ο Πεπελάσης, η αποστροφή του προς το θέατρο, τις καλές τέχνες, και τη λογοτεχνία ήταν παροιμιώδης), ο ΑΠ έχασε τη μοναδική ευκαιρία, ως λαοπρόβλητος πρωθυπουργός, να αλλάξει τη χώρα. Τι σπατάλη ταλέντου, τι χαμένη ευκαιρία….

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2008

Τι θα έλεγε ο Αριστοτέλης στη Siemens


Αν επισκεφθείτε τον ιστοχώρο της Ζήμενς Ελλάς (www.siemens.gr), θα δείτε μερικές ενδιαφέρουσες αναφορές στην επιχειρησιακή ηθική. Η εταιρία περιγράφει τις αξίες της, στις οποίες συγκαταλέγεται η «μέγιστη απόδοση με την πιο υψηλή ηθική». Η υπευθυνότητα αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της εταιρικής ηθικής για τη Ζήμενς: «Δεσμευόμαστε να ενεργούμε πάντα με δεοντολογία και υπευθυνότητα. […] Στη Siemens είμαστε αποφασισμένοι να συναντάμε- και όπου αυτό είναι δυνατό, να υπερβαίνουμε - όλες τις νομικές και ηθικές απαιτήσεις. Είναι ευθύνη μας να κάνουμε τη δουλειά μας σύμφωνα με τα πιο υψηλά επαγγελματικά και ηθικά πρότυπα και πρακτικές». Η εταιρία δεν αρκείται στα πρότυπα ηθικής συμπεριφοράς που η ίδια δεσμεύεται να ακολουθήσει, αλλά επιδιώκει να τα διαδώσει και στους εταίρους της: «Πρέπει […] να ενθαρρύνουμε τους επιχειρηματικούς μας συνεργάτες, τους προμηθευτές, τους υπαλλήλους και τους υπόλοιπους μετόχους μας να υιοθετούν ένα παρόμοιο πρότυπο ηθικής συμπεριφοράς».
Στον απόηχο του πρωτοφανούς σκανδάλου των τεράστιων κονδυλίων που η Ζήμενς δαπανούσε για «την καλλιέργεια του πολιτικού τοπίου» στην Ελλάδα και σε δεκάδες άλλες χώρες, γνωρίζουμε σήμερα ότι οι διακηρύξεις περί επιχειρησιακής ηθικής ήταν το προπέτασμα καπνού για τη διεκπεραίωση των διεφθαρμένων οικονομικών της συναλλαγών. Βέβαια, δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία εταιρία της οποίας η προπαγάνδα καλύπτει ηθικά αξιόμεμπτες συναλλαγές. Το ενδιαφέρον όμως είναι αλλού: ακόμα και μια εταιρία που επιδίδεται σε πράξεις διαφθοράς, δεν μπορεί παρά να επικαλείται κανόνες ηθικής στο εσωτερικό της.

Στο μέτρο που απαρτίζεται από έλλογα όντα, η επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να αναφέρεται τόσο σε συλλογικούς σκοπούς, όσο και σε συλλογικά κριτήρια αριστείας που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά των μελών της. Παραδείγματος χάριν, η Ζήμενς υπόσχεται, σε διαφήμισή της, να «συμβάλλει στην πρόοδο της Ελληνικής κοινωνίας», απαντώντας «σε χιλιάδες ερωτήματα, κάνοντας την αποστολή της για μια καλύτερη ζωή πραγματικότητα». Στους «κανόνες επιχειρησιακής συμπεριφοράς» προς τα μέλη της, η εταιρία διακηρύσσει τη πίστη της στη «σύννομη συμπεριφορά» και δεσμεύεται ότι «η ακεραιότητα κατευθύνει τη συμπεριφορά μας προς τους συνεργάτες μας, τους συναδέλφους, τους μετόχους και το κοινό γενικότερα». Προσέξτε ότι η εταιρία υιοθετεί το λεξιλόγιο τόσο των κοινωφελών σκοπών όσο και της εταιρικής ευπραξίας – προβάλλει, δηλαδή, τόσο τους σκοπούς όσο και τα κριτήρια αριστείας που οφείλουν να ακολουθούν τα μέλη της.

Ο Αριστοτέλης θα ήταν περήφανος με μια τέτοια γλώσσα εταιρικής αυτοκατανόησης και θα υπογράμμιζε τις δεσμεύσεις που αυτή επιβάλλει. Θα μας θύμιζε ότι μια επιχείρηση, νοούμενη πρωτίστως ως μια κοινότητα ελλόγων όντων, δεν μπορεί παρά να ενσωματώνει ηθικά προτάγματα στη συμπεριφορά της – πως πρέπει να δρα. Η ηθική, θα έλεγε ο μεγάλος φιλόσοφος, δεν είναι κάτι για το οποίο αναρωτιόμαστε αφού πρώτα οργανώσουμε τις παραγωγικές μας δραστηριότητες [1]. Αντιθέτως, η ηθική ενυπάρχει ήδη, ευθύς εξαρχής, στην επιχειρηματική δραστηριότητα από τη στιγμή που η τελευταία επιτελείται από έλλογα όντα στο πλαίσιο ενός συλλογικού εγχειρήματος (της επιχείρησης), μέσα σε ένα ευρύτερο κοινωνικό σύστημα.

Η εταιρία που δωροδοκεί και διαφθείρει πολιτικούς και στελέχη κρατικών οργανισμών υποσκάπτει την υπόστασή της ως συλλογική οντότητα: αφενός μεν διακινδυνεύει την κοινωνική νομιμοποίησή της, αφετέρου δε αποτυγχάνει να συγκροτηθεί ως κοινότητα αξιών. Όπως οι πολιτικοί τρομοκράτες διολισθαίνουν, αργά ή γρήγορα, σε πράξεις του κοινού ποινικού δικαίου (κλοπές, ληστείες, κλπ), έτσι και η επιχείρηση που συστηματικά διαφθείρει, διολισθαίνει σε πράξεις εσωτερικής διαφθοράς. Δεν είναι τυχαίο ότι το 1/5 των «μαύρων ταμείων» της Ζήμενς υπολογίζεται ότι κατέληξε στους τραπεζικούς λογαριασμούς των διαχειριστών τους.

Η εταιρία που συστηματικά καταφεύγει σε διεφθαρμένες πρακτικές στις συναλλαγές της με το κράτος για να αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, αναγκάζεται να ζει σχιζοφρενικά: από τη μια μεριά είναι υποχρεωμένη να επικαλείται τα κριτήρια αριστείας που πρέπει να κατευθύνουν τις συμπεριφορές των μελών της, ενώ από την άλλη τα καταπατά στη συμπεριφορά της. Ακόμη χειρότερα, είναι υποχρεωμένη να αποκρύπτει την αθέτηση των δεσμεύσεών της από τον ίδιο της τον εαυτό και να κατασκευάζει μια «ιδιωτική γλώσσα» για να περιγράφει τις πρακτικές της. Το πρόβλημα με την ιδιωτική γλώσσα, όπως προσφυώς παρατήρησε ο Βιτγκενστάιν, είναι ότι, στο μέτρο που δεν είναι δημόσια, δεν παρέχει στους χρήστες της τα κριτήρια να διακρίνουν το σωστό από το λάθος – εξού και η διολίσθηση σε όλο και πιο διεφθαρμένες πρακτικές.

Το πρόβλημα της Ζήμενς, τελικά, είναι απλό: δεν είναι μόνο ότι η διαφθορά αργά η γρήγορα θα αποκαλυπτόταν, ούτε μόνο ότι άλλα λέει κι άλλα κάνει, αλλά, κυρίως, ότι καθιστά την υποκρισία ρυθμιστικό παράγοντα του συλλογικού εταιρικού βίου. Η υποκρισία στέρησε την εταιρία από το κατάλληλο λεξιλόγιο που θα της επέτρεπε να αναζητήσει και να διορθώσει τα λάθη της. Γι αυτό και το επόμενο βήμα στη διαφθορά είναι μεγαλύτερη διαφθορά!

Μπορεί ο κ.Χριστοφοράκος να αύξησε την κερδοφορία της Ζήμενς Ελλάς, υπέσκαψε όμως με τις πρακτικές του τα θεμέλια της ίδιας της ύπαρξής της. Δεν ξέρω τι σκέπτεται ο ίδιος, ξέρω όμως τι θα του έλεγε ο Αριστοτέλης: «δεν μπορούμε να είμαστε φρόνιμοι αν δεν είμαστε αγαθοί». Είναι εύκολο να κερδίσεις χρήματα, είναι πολύ πιο δύσκολο όμως να επιτύχεις τη «μέγιστη απόδοση με την πιο υψηλή ηθική».Και ο καλός ηγέτης στα δύσκολα κρίνεται.

[1] βλ. Χ. Τσούκας, Αν ο Αριστοτέλης ήταν Διευθύνων Σύμβουλος, Καστανιώτης, 2005, 2η έκδοση