Η οδυνηρή προσπάθεια της χώρας να πετύχει τη δημοσιονομική προσαρμογή περιγράφεται συχνά με οιονεί πολεμικούς όρους. Ο πλέον χαρισματικός δημαγωγός των τελευταίων πενήντα ετών, γεννήτωρ του σημερινού πρωθυπουργού, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αρέσκονταν να παρατηρεί: «Ή θα αφανίσουμε το δημόσιο χρέος ή το χρέος θα αφανίσει τη χώρα». Ο ίδιος δεν πρόλαβε να το δει, αλλά το αποτέλεσμα της πρόγνωσης το μάθαμε! Την πατρογονική ρήση επανέλαβε πέρυσι τον Οκτώβριο ο πρωθυπουργός, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, περιγράφοντας την κατάσταση στην οικονομία «εκρηκτική», τη χώρα σε «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», ενώ κήρυξε «τον πόλεμο» στο χρέος και τη σπατάλη.
Η αναλογία του πολέμου είναι, εν προκειμένω, κατ΄ αρχήν εύστοχη: υπογραμμίζει τη δραματικότητα των στιγμών που περνάμε ως οργανωμένη και κυρίαρχη κοινωνία. Κινητοποιεί επιπλέον το ένστικτο επιβίωσης των πολιτών και των οικονομικών δρώντων. Οι πολεμικές αναλογίες όμως χρειάζονται περαιτέρω ρητορική επεξεργασία και, κυρίως, ευθυγράμμιση με δραματικές πράξεις - αντισυμβατικές και ρηξικέλευθες τομές στον τρόπο διακυβέρνησης.
Στον πόλεμο δεν μάχεται κανείς απλώς τον αντίπαλο, αλλά υπερασπίζεται αξίες. Αναγνωρίζει ότι πρέπει να κινητοποιήσει όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις για τη νίκη, υπερβαίνοντας επιμεριστικές αντιλήψεις που μειώνουν την καθολικότητα της προσπάθειας. Ο ηγέτης πρέπει να έχει διαμορφώσει ξεκάθαρη και συνεπή στρατηγική, ικανή να καταστεί σημείο αναφοράς, έμπνευσης και αυτοπειθαρχίας. Ο πόλεμος συγκεντρώνει το μυαλό, ξεκαθαρίζει προτεραιότητες, αλλάζει παραδεδομένες συνήθειες – έτσι θάπρεπε, τουλάχιστον.
Αν ο πρωθυπουργός μας έπαιρνε την αναλογία του πολέμου στα σοβαρά, το πρώτο πράγμα για το οποίο θα μεριμνούσε θα ήταν η δημιουργία ενός διακομματικού οιονεί War Cabinet. Έκτακτες συνθήκες, απαιτούν έκτακτες κυβερνήσεις. Ο συμβολισμός της ενότητας θα ήταν συναρπαστικός· ο αυτιστικός κομματισμός θα κλονίζονταν. Αλλά κι αν ακόμα αυτή η πρόσκλησή του δεν γίνονταν αποδεκτή, αφενός μεν θα ενίσχυε το συμβολικό κεφάλαιό του ως του ηγέτη που αντιμάχεται εμπράκτως την παθολογία της ελλαδικής πολιτικής ζωής (την κομματοκρατία), αφετέρου δε, εναλλακτικά, θα μπορούσε να κινητοποιήσει ανθρώπους εγνωσμένης πολιτικής βαρύτητας και αποτελεσματικότητας, οι οποίοι θα διεύρυναν το πολιτικό προφίλ της κυβέρνησής του: ποιος σοβαρός πρωθυπουργός δεν θάθελε να έχει υπουργούς τον Αλέκο Παπαδόπουλο, το Στέφανο Μάνο, και το Σταύρο Δήμα (πριν ακόμα τον στρατολογήσει, και πιθανότατα αχρηστέψει, ο κ.Σαμαράς); Κάτι τέτοιο όμως θα απαιτούσε πολιτικό ένστικτο, αυτοπεποίθηση κι ένα ριψοκίνδυνο άνοιγμα. Αυτά τα γνωρίσματα δεν είναι τα κύρια πλεονεκτήματα του κ.Παπανδρέου.
Ο πρωθυπουργός δεν είναι συνεπής με τη ρητορική του: μιλά για «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» αλλά κυβερνά με το παραδεδομένο μοντέλο διακυβέρνησης των τελευταίων τριών δεκαετιών: χαοτικά εναλλασσόμενους συμβούλους και συνεργάτες, πληθώρα διαγκωνιζόμενων για αλληλεπικαλυπτόμενες αρμοδιότητες υπουργούς, και παλαιοκομματικό πολιτικό προσωπικό σε κρίσιμες θέσεις.
Μεταρρυθμιστές όπως οι Παπακωνσταντίνου, Ραγκούσης και Χρυσοχοϊδης συνυπάρχουν με εμβληματικούς εκπροσώπους της αυτιστικής νομενκλατούρας, όπως οι Παπουτσής και Γεννηματά. Πολιτικές μετριότητες των οποίων κύριο προσόν είναι το επώνυμο, η προσκόλληση στη ιδρυτική δυναστεία, η θητεία στην κομματική επετηρίδα ή η περιφρόνηση των θεσμών που τώρα καλούνται να διαχειριστούν, δεν διαμόρφωσαν νοοτροπία κυβερνήτη ούτε μπορούν να εμπνεύσουν ή να συμβολίσουν το νέο ήθος που έχουμε ανάγκη. Αποτέλεσμα; Αντί για στρατηγική διαύγεια, η (ανασχηματισμένη) κυβέρνηση Παπανδρέου παράγει δυσλειτουργική ετερογλωσσία, η οποία επιτείνεται από την αποστασιοποιημένο ύφος ηγεσίας του συχνά απουσιάζοντος πρωθυπουργού.
Σε κάποιο βαθμό, βέβαια, η ενδοκυβερνητική ετερογλωσσία είναι αναπόφευκτη. Καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, όμως, είναι διαφορετικές. Το υψηλό διακύβευμα επιβάλλει τη γρήγορη επίτευξη σημαντικών αποτελεσμάτων: οι επιμέρους κυβερνητικές δράσεις πρέπει να είναι συνεπείς μεταξύ τους, αφού έτσι αυξάνεται η συνέργειά τους και καθιερώνουν ένα «υπόδειγμα πολιτικής» (policy paradigm) που νομιμοποιεί, εμπνέει και περαιτέρω εκλεπτύνει κυβερνητικές πολιτικές. Η ετερογλωσσία πρέπει να περισταλεί ή τουλάχιστον να τιθασευτεί σε ένα ηγεμονικό λογοπλαίσιο, το οποίο εμπεδώνεται και νομιμοποιείται, μεταξύ άλλων, από μια ισχυρή ηγετική παρουσία. Οι κρίσιμες στιγμές επιζητούν στιβαρή και ομοιογενή ηγεσία. Εν προκειμένω, δεν φαίνεται να υπάρχει σε επαρκείς ποσότητες.
Δυστυχώς αρκετοί από τους υπουργούς που καλούνται να εφαρμόσουν τις διαρθρωτικές αλλαγές του Μνημονίου δεν παραλείπουν να μας λένε πόσο λυπούνται γι αυτό· ταλαντεύονται, δεν διαθέτουν αυτοπεποίθηση, είναι κατώτεροι των περιστάσεων. Άλλοι, πάλι, διαχειρίζονται ευαίσθητους τομείς για τους οποίους είναι αμφίβολο πόσο είναι επαρκείς. Περιμένετε το πρώτο τρομοκρατικό χτύπημα ή τα πρώτα βίαια επεισόδια σε διαδηλώσεις και δείτε πως θα αντιδράσει ο κ.Παπουτσής. Παρακολουθείστε το υπουργικό έργο της κυρίας Γεννηματά, της κυρίας Αποστολάκη ή του κ.Κουσελά και ίσως σας εντυπωσιάσει ως προς την αποτελεσματικότητά του με αυτό του κ.Μαγκριώτη, της κυρίας Ξενογιαννακοπούλου, ή του κ.Βούγια.
Τι συμπεραίνω; Σε κατάσταση πολέμου η χώρα χρειάζεται ένα σοβαρό War Cabinet, αλλά διαθέτει υπουργικό συμβούλιο με πολιτικούς του αναστήματος του Κουσελά, του Αηδόνη, και διάφορων παλαιοπασόκων. Σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης η χώρα έχει ανάγκη από πολιτική ηγεσία με διαύγεια στρατηγικής, συνέργεια πολιτικών, ικανή να επιχειρήσει όσο και να συμβολίσει αντισυμβατικές τομές, αλλά διοικείται κυρίως από ανθρώπους που ευθύνονται σημαντικά για την παρακμή που τώρα διαχειρίζονται. Η χώρα έχει ανάγκη από έναν Τσόρτσιλ αλλά κυβερνάται από έναν Τσάμπερλεν. Η χώρα χρειάζεται συναίνεση αλλά βυθίζεται όλο και περισσότερο στους πολωτικούς φαύλους κύκλους που ιστορικά τη χαρακτήριζαν. Ίσως κερδίσουμε μερικές μάχες, αλλά μην εκπλαγείτε αν χάσουμε τον πόλεμο.
6 σχόλια:
Ο Τσάμπερλεν έκανε μια λάθος εκτίμηση στην καριέρα του και την πλήρωσε με μια γενική απαξίωση της θητείας του. Αλλά, όμως, έστω αυτός ο "κακός" πολιτικός, όταν εξακολουθούσε να είναι πρωθυπουργός τους πρώτους 8-9 μήνες του πολέμου, είχε την αμέριστη υποστήριξη του λαού του. Που ήταν διατεθειμένος για αίμα, ιδρώτα και δάκρυα πριν εκλεγεί ο Τσώρτσιλ.
Αν είχαμε δηλαδή "σωστούς" ή "ικανούς" πολιτικούς, τι θα κατάφερναν με δεδομένο οτι ελάχιστοι απο εμάς είμαστε πρόθυμοι για θυσίες;
Back to square one.
Δεν είναι απρεπές νομίζω να χαρακτηρίσω τους Έλληνες έξυπνους μεν, αλλά εχθρούς δε της συλλογικότητας.
Η κοινωνία πολιτών μας είναι άγνωστη.
Χαίρομαι, αγαπητέ κ. Τσούκα που θυμηθήκατε τον Winston Churchill. Και επίσης με χαροποιεί το γεγονός ότι βοήθησα στο να τον θυμηθείτε – αν και τον θυμηθήκατε σε λάθος περίσταση, διότι τα προσόντα του δεν τα επέδειξε στα οικονομικά θέματα, στα οποία, όσες φορές ασχολήθηκε, απέτυχε παταγωδώς, αλλά στον πραγματικό πόλεμο κατά των ναζί, αφού είχε την στόφα του ηγέτη και το απαραίτητο ξεροκέφαλο πείσμα να διεξάγει έναν ανελέητο πόλεμο, ο οποίος τύχαινε να είναι και ένας δίκαιος πόλεμος, χωρίς να υπολογίζει το όποιο κόστος σε χρήμα ή ανθρώπινες απώλειες και αφού είχε πείσει τον βρετανικό πληθυσμό για τον αυτονόητο κίνδυνο που αντιπροσώπευαν οι Γερμανοί ναζιστές.
Την δεκαετία του 1920 ο Τσώρτσιλλ, ως Υπουργός Οικονομικών έπραξε την ιστορική ανοησία να υπερασπισθεί την αξία της βρετανικής λίρας και να οδηγήσει την βρετανική οικονομία σε μια βαθιά ύφεση από την οποία ουσιαστικά ουδέποτε συνήλθε, αφού στην πορεία του χρόνου συνάντησε και την καταστροφική οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930 και φυσικά υπέστη την αμείλικτη κριτική του J. M. Keynes, η οποία υπήρξε μνημειώδης, ακριβώς επειδή τύχαινε – όπως τις περισσότερες φορές συνέβη με τις κριτικές που έκανε ο Βρετανός οικονομολόγος – να είναι και πλήρως ορθή.
Ο Τζων Μαίηναρντ Κέϋνς ήδη από το 1924 είχε επισημάνει την αναγκαιότητα της πληθωριστικής απαξίωσης της αποταμιευμένης χρηματικής περιουσίας των εισοδηματιών - ραντιέρηδων -, δηλαδή της ουσιαστικής τους ευθανασίας, με όπλο την έκδοση πληθωριστικού νομίσματος, προκειμένου να αποφευχθεί η οικονομική κρίση και να ορθοποδήσει η καπιταλιστική οικονομία. Φυσικά και στην σημερινή παρατεταμένη οικονομική ύφεση - η οποία οδήγησε την χώρα μας (μαζύ με τις ανόητες επιλογές της ελληνικής πολιτικής και οικονομικής ελίτ, με την έναξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη και τις βλακείες του ευήθους ΓΑΠ και του ανίκανου οικονομικού του επιτελείου την περίοδο Οκτωβρίου 2009 - Μαΐου 2010) στην ουσιαστική χρεωκοπία και στην ξενική μεταναζιστική Κατοχή - αυτή η λύση, που πρότεινε, τότε, ο Κέϋνς, παραμένει επίκαιρη, όσο ποτέ στο παρελθόν, τουλάχιστον από την εποχή του τέλους του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και μετά. Βέβαια, οι χρηματοπιστωτικοί κύκλοι και η ελίτ τους, μαζύ με τους υπηρέτες τους, φρίττουν και μόνον που ακούν τέτοιου είδους προτάσεις και πανικοβάλλονται μπροστά στην, έστω και απλή, πιθανότητα μιας τέτοιας εξέλιξης, η οποία θα εξαλείψει και την περιουσία τους, αλλά και την αναβαθμισμένη και καθοριστική εξουσία που ασκούν, μετά την απορρύθμιση του διεθνούς γραφειοκρατικού καπιταλιστικού συστήματος, την οποία πέτυχαν, με την κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων ιδεών από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ο αγαπητός κ. Χαρίδημος Τσούκας προτιμά να αγνοεί (για την ακρίβεια : προτιμά να κάνει πως αγνοεί) την παλαιά αυτή πρόταση του ουσιαστικού διασώστη του καπιταλιστικού συστήματος στην τωρινή γραφειοκρατική του μορφή. Και αυτό είναι αναφαίρετο δικαίωμά του. Αλλά, είτε έτσι, είτε αλλιώς, μια κάποια μορφή παραλλαγής αυτής της παμπάλαιας πρότασης του Βρετανού οικονομολόγου θα εφαρμοστεί στο μέλλον (ακόμα και από το ίδιο το χρηματοπιστωτικό σύστημα, με μια μαζική παραγραφή κρατικών και ιδιωτικών χρεών) προκειμένου το σύστημα να επιβιώσει...
Όσον αφορά τον δύστυχο ΓΑΠ, η προσπάθειά σας, αγαπητέ κ. Τσούκα να αποστασιοποιηθείτε από τις επιλογές του είναι κατ’ αρχήν ορθή, αλλά ανεπαρκής και τούτο επειδή η όποια κριτική σας σε αυτόν και την κυβέρνησή του δεν περιλαμβάνει κάποια βασικά και ουσιωδώς κρίσιμα στοιχεία :
Δεν θέλω να το 'παίξω' κυνικός ούτε ελιτιστής ή ρατσιστής, αλλά αναρωτιέμαι από που πηγάζει αυτή η αντίληψη ότι οι Έλληνες είμαστε κάτι το ιδιαίτερο σαν λαός και υπερτερούμε έναντι οποιουδήποτε άλλου...
Προσωπικά και δεδομένης της κατάστασης και των επιλογών μας (κάθε χώρα έχει την κυβέρνηση που της αξίζει) δεν νομίζω ότι μπορούμε να καυχηθούμε για κάτι.
Έχω την εντύπωση ότι οι πολιτικοί μας (τουλάχιστον των κομμάτων εξουσίας) νομίζουν ότι βρισκόμαστε κάπου στα 1981 και ότι έχουμε την πολυτέλεια της "αντιπολίτευσης για την αντιπολίτευση", και από τις δυο μεριές του φράχτη. Με δεδομένη την (ομολογουμένως) δεινή θέση μας, θα περίμενα μια κυβέρνηση έκτακτης ανάγκης, με ισχυρή διαπραγματευτική βούληση απέναντι στην "τρόικα" και με εξίσου ισχυρή πυγμή προς τα έσω (π.χ. κατάργηση των κάθε είδους κινητοποιήσεων άχρι καιρού). Μέχρι να μάθουμε να πολιτευόμαστε διαφορετικά, δηλαδή πολιτισμένα.
Eilikrina den katalabainw gia poio logo einai metarru8mistes oi Ragkoushs kai Xrusoxoidhs.
Η πρώϊμη και πρόωρη κρίση και απόφανση, για τον χαρακτηρισμό κάποιου πολιτικού και του έργου του, ενέχει, πάντοτε, τον κίνδυνο της διάψευσης. Αυτό είναι κάτι που, εκ της ιδιότητός σας, πιστεύω ότι το γνωρίζετε, αγαπητέ κύριε Χαρίδημε.
Παρ' όλ' αυτά, μέσα στην μαύρη απελπισία σας, προτρέξατε και χωρίς την ψυχραιμία και την νηφαλιότητα, που απαιτεί η γραφίδα του διδασκάλου και του ερευνητή κοινωνικού επιστήμονα, να χαρακτηρίσετε τον τότε υπουργό Οικονομικών της κυβέρνησης ΓΑΠ, κ. Γιώργο Παπακωνσταντίνου, ως μεταρρυθμιστή πολιτικό.
Οι τελευταίες εξελίξεις, γύρω από την λίστα Lagarde, με τις απίστευτες λαθροχειρίες του Κοζανίτη κηπουρού του ευήθους ΓΑΠ, χάρη της προστασίας των δύο εξαδέλφων του και των ανδρών τους, απέδειξαν την πραγματική ιδιότητα του Γιώργου Παπακωνσταντίνου, ως ενός ακόμη ακραία παραδοσιακού πολιτικού πασά, μέσα στον απίθανο θίασο του ελληνικού πολιτικού κοτσαμπασισμού.
Το χειρότερο, μάλιστα, είναι ότι ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου, με την αλλοίωση της λίστας Λαγκάρντ (λίστας Φαλτσιάνι, για να είμαστε ακριβείς), για χάρη του σογιού του, δεν έδρασε, απλώς ως προστάτης της οικογενείας του. Αν ήταν μόνον αυτό, θα είχε κάποια ελαφρυντικά, ως ενεργήσας, υπό την επήρεια του συναισθηματικού του κόσμου, αφαιρώντας από την λίστα τα ονοματεπώνυμα και τις καρτέλλες των θυγατέρων του αειμνήστου θείου του και τέως υπουργού Μιχάλη Παπακωνσταντίνου και των συζύγων τους.
Το χειρότερο είναι ότι τεκμαίρονται και άλλα περισσότερο ποταπά κίνητρα στην ενέργειά του αυτή, αφού ο σύζυγος της εξαδέλφης του Μαρίνας, ο Ανδρέας Ρωσώνης εμπλέκεται σε εξοπλιστικά προγράμματα του Πολεμικού Ναυτικού της χώρας, γύρω από τα οποία ο Άκης και η παρέα του θα μπορούσαν να μας πουν αρκετά πράγματα...
Εν πάσει περιπτώσει, η ουσία είναι ότι, ούτως, ή άλλως, ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου, εκτός από ανίκανος πολιτικός και οικονομολόγος (αφού είναι ο κύριος υπεύθυνος για την υπαγωγή της χώρα στο Μνημόνιο και στο παρόν καθεστώς πεονίας), αποδεικνύεται ότι, όχι μόνον δεν υπήρξε μεταρρυθμιστής, αλλά και ότι είναι ένας φαύλος πολιτικός, με την πιο παραδοσιακή έννοια του όρου.
Ως εκ τούτου, αγαπητέ κύριε Τσούκα, νομίζω ότι πρέπει να τοποθετηθείτε, επί του θέματος και να δώσετε τις εξηγήσεις, που πρέπει...
Δημοσίευση σχολίου