«Δεν έχουμε ελληνική κυβέρνηση. Έχουμε υποδιεύθυνση της Κομισιόν», δήλωσε πρόσφατα ο πρόεδρος του «Συνασπισμού» Αλέκος Αλαβάνος, μετά τη συνάντησή του με την Ομοσπονδία Σωματείων Πολιτικής Αεροπορίας. Φοβάμαι ότι ο κ.Αλαβάνος έχει άδικο. Μακάρι η κυβέρνησή μας να λειτουργούσε ως υποδιεύθυνση της Κομισιόν! Η ζωή μας θα ήταν καλύτερη, τα προβλήματά μας λιγότερα. Το εικοσαετές δράμα της Ολυμπιακής το επιβεβαιώνει περίτρανα.
Το εγχώριο πολιτικό σύστημα άρχισε να ασχολείται με την εξυγίανση της Ολυμπιακής μόνο όταν το επέβαλαν οι Βρυξέλλες το 1994, απαγορεύοντας τις κρατικές επιδοτήσεις. Όχι λιγότερα από επτά σχέδια σωτηρίας (!) της Ολυμπιακής τέθηκαν σε εφαρμογή και από τα δύο κόμματα εξουσίας από τότε, κοστίζοντας πάνω από 3 δισ. ευρώ στους φορολογούμενους (όσο περίπου η κατασκευή ενός μετρό, για νάχετε ένα μέτρο σύγκρισης). Το συνολικό χρέος της εταιρίας εκτιμάται ότι ανέρχεται στα 2,4 δις. ευρώ. Από την έναρξη των Ολυμπιακών Αερογραμμών το 2003 μέχρι σήμερα υπολογίζεται ότι έχουν συσσωρευτεί ζημίες κοντά στα 500 εκατ. ευρώ.
Χειρότερη και από τις ζημίες είναι η απίστευτη διαπλοκή κράτους-Ολυμπιακής-κυβερνώντος κόμματος-συνδικάτων, κάτι που συναντούμε μόνο σε πρώην κομμουνιστικές ή τριτοκοσμικές χώρες. Η Ολυμπιακή χρωστά στο κράτος, μεταξύ άλλων, 200 εκατ. ευρώ από τέλη αεροδρομίων, 485 εκατ. στην Εφορία, 285 εκατ. στο ΙΚΑ, 8.5. εκατ. στον ΟΤΕ, νοθεύοντας έτσι τον ανταγωνισμό. Το κράτος πρέπει να της επιστρέψει, δυνάμει δικαστικής απόφασης, 850 εκατ. ευρώ, ενώ εκκρεμεί η εκδίκαση αγωγής για άλλα 340 εκατ. ευρώ. Το εκάστοτε κυβερνών κόμμα χρησιμοποιεί την Ολυμπιακή σα να ήταν δική του εταιρία, για μεταφορές ψηφοφόρων, υπουργών, και διορισμούς ημετέρων. Τα συνδικάτα απέσπασαν σημαντικές οικονομικές παραχωρήσεις και επέβαλλαν το δικό τους μοντέλο εργασιακών σχέσεων, ασκώντας ουσιαστικά συνδιοίκηση. Στην Εισηγητική Έκθεση του νόμου 2601/1998 για την εξυγίανση της Ολυμπιακής αναφέρεται μέση ετήσια κατά κεφαλή αύξηση του κόστους εργασίας τη διετία 1996-97 51%. Ο νόμος αυτός υπονομεύθηκε στην εφαρμογή του από τις συμφωνίες διοίκησης-συνδικάτων για τη διατήρηση συνδικαλιστικών προνομίων. Η μέση θητεία των προέδρων της Ολυμπιακής υπολογίζεται σε 8.5 μήνες τα τελευταία τριάντα χρόνια. Την Ολυμπιακή τη διοικούν συνήθως κομματικοί ευνοούμενοι, άσχετοι με το επαγγελματικό μάνατζμεντ, ενώ στην ουσία το αφεντικό είναι ο εκάστοτε υπουργός Μεταφορών - πολιτικάντης, συνήθως, βαλκανικών προδιαγραφών.
Αντιλαμβάνεστε τα γενικότερο μοτίβο. Το ελλαδικό πολιτικό σύστημα συστηματικά απαξιώνει τις δημόσιες επιχειρήσεις. Κάθε φορά που επιχειρείται να κάνει η Ολυμπιακή μια νέα αρχή, η προσπάθεια αποδεικνύεται ατελέσφορη. Οι κυβερνήσεις αλλάζουν, το μοτίβο παραμένει. Η κακοδιαχείριση δεν οφείλεται μόνο σε κακές επιλογές μάνατζερ αλλά, κυρίως, στον ομφάλιο λώρο που συνδέει τις ΔΕΚΟ με το εγχώριο πολιτικό σύστημα. Η κακοδιαχείριση, σε ποικίλες εκφάνσεις, είναι δομικό στοιχείο της ελλαδικής δημόσιας σφαίρας – τη βλέπουμε στη λειτουργία του ΕΣΥ, στα τεράστια χρέη των νοσοκομείων, στην αθλιότητα των πανεπιστημίων, στη δημόσια διοίκηση.
Στο πρόσφατο βιβλίο του «Χρυσάφι είναι το Δημόσιο» (Εστία), ο Δ.Β. Παπούλιας, γνώστης των ΔΕΚΟ όσο λίγοι, με ευδόκιμη θητεία σε κορυφαίες θέσεις δημόσιων οργανισμών επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, αναφέρει την ΕΤΒΑ ως την επιτομή της παθολογίας των ΔΕΚΟ. Η ΕΤΒΑ ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από τράπεζα: μετά από κυβερνητικές πιέσεις δόθηκαν δάνεια σε ανθρώπους που δεν έπρεπε να δοθούν (μερικά από τα οποία δεν αποπληρώθηκαν ποτέ), διορίστηκαν υπάλληλοι ενώ δεν χρειάζονταν, αναλήφθηκαν μη κερδοφόρες δραστηριότητες που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Η εξυγίανσή της, μέχρι να ιδιωτικοποιηθεί, κόστισε 2 δις. ευρώ!
Το ελλαδικό πολιτικό σύστημα, όπως παραδοσιακά λειτουργεί, όχι μόνο δεν προσθέτει αξία στις ΔΕΚΟ, με μερικές φωτεινές εξαιρέσεις, αλλά συστηματικά αφαιρεί – ότι ακουμπά το απαξιώνει. Να ζητά κανείς, ακόμα μια φορά, την «εξυγίανση» της Ολυμπιακής και μια «νέα αρχή», όπως ζητά σύμπασα η λαϊκιστική αριστερά, είναι τόσο ρεαλιστικό όσο να περιμένει την ενάρετη άσκηση της εξουσίας από τη Μαφία.
Ως Έλληνας πολίτης δεν είμαι περήφανος να με κυβερνάνε οι ξένοι, αλλά αν πρέπει να διαλέξω μεταξύ εθνικής υπερηφάνειας και ποιότητας θεσμών, αναντίρρητα επιλέγω το δεύτερο. Σχεδόν ότι βελτιώνει την ποιότητα της ζωής μας σε αυτή τη χώρα γίνεται με εντολή (ή με τη βοήθεια) των Βρυξελλών – από τα πρόστιμα για τις παράνομες χωματερές, μέχρι το κτηματολόγιο, την περιστολή των ελλειμμάτων, την προστασία του ανταγωνισμού, και την κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι εγχώριοι πολιτικάντηδες, όταν δεν κτίζουν «αναψυκτήρια», δεν «φιλοξενούν» Ινδούς και δεν διεκπεραιώνουν ρουσφέτια, απολαμβάνουν την ηδονή της εξουσίας ως τρυφηλοί δεσπότες. Εν τω μεταξύ, η Ρώμη φλέγεται.
Δεν ξέρω πόσο ιδεώδεις χειριστές των κοινών είναι κοινοτικοί γραφειοκράτες σαν τον Μπαρό και τον Αλμούνια, ξέρω όμως ότι θα έδινα τα πάντα για να μη με κυβερνά ο Τσοχατζόπουλος και ο Λαλιώτης, ο Πολύδωρας και ο Μαγγίνας – και οι όμοιοί τους.
Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή στις 23 Δεκεμβρίου 2007