Το θεμελιώδες ερώτημα που τα επιτυχημένα κόμματα διαμαρτυρίας κάποια στιγμή καλούνται να αντιμετωπίσουν είναι η αποσαφήνιση του χαρακτήρα τους: θα υπερισχύσει η κινηματική τους φύση, αυτή που προωθεί τη διαμαρτυρία ως κύριο μέσο πολιτικής έκφρασης, ή θα μετατρέψουν τη διαμαρτυρία σε δύναμη εξουσίας; Το ερώτημα είναι συχνά επώδυνο γιατί τα κόμματα διαμαρτυρίας είναι κινηματικά εξ ιδιοσυστασίας: η εξουσία γι αυτά αποτελεί αντικείμενο αντιπαράθεσης, όχι αντικείμενο πόθου. Το δίλημμα αυτό το αντιμετώπισαν οι Γερμανοί Πράσινοι στη δεκαετία του 1990 με τη γνωστή (και οδυνηρή) διαμάχη των «ρεαλιστών» και των «φονταμενταλιστών». Ευτυχώς για τη Γερμανική κοινωνία, υπερίσχυσαν οι «ρεαλιστές», και γι αυτό είδαμε τον Γιόσκα Φίσερ και τον Οττο Σίλι, γνωστούς ριζοσπάστες του πεζοδρομίου στη δεκαετία του 1960, σε κυβερνητικούς θώκους.
Αυτό θα είναι σύντομα το κύριο δίλημμα του «Συνασπισμού» και, αν κρίνουμε από τις πρόσφατες θέσεις του και την εκλογή νέου προέδρου του, μπορούμε να προβλέψουμε ότι θα κατισχύσουν οι «φονταμενταλιστές». Η απαξίωση του ΠΑΣΟΚ και του δικομματισμού γενικότερα, σε συνδυασμό με τα πολλά και καυτά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, φούσκωσαν τα πανιά των «αντισυστημικών» αριστερών. Η διαμαρτυρία που εξέφρασε ο «Συνασπισμός» ήταν κυρίως φοβική: όχι στη μεταρρύθμιση, όχι στην προσαρμογή της Ελλάδας στα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης.
Ιδιωτικοποιήσεις; Ποτέ. Αλλαγή στους κανονισμούς εργασίας των ΔΕΚΟ; Όχι, βέβαια. Να πουληθεί η Ολυμπιακή; Αστειεύσθε! Αξιολόγηση στην εκπαίδευση; Προέχουν άλλα. Να αλλάξει ο νόμος για τα Πανεπιστήμια, προκειμένου να περιορισθεί η κομματοκρατία, να σφίξουν οι σπουδές, και να περιορισθούν οι ανεξέλεγκτες μειοψηφίες που ασκούν βία και τρομοκρατία; Πάνω από το πτώμα μας. Καλύτερη αστυνόμευση; Όχι στον αυταρχισμό. Εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης; Α πα πα, νεοφιλελευθερισμός! Η «μάντρα» του «Συνασπισμού» ήταν και είναι: αύξηση των δημοσίων δαπανών, μην πειράξετε το «δημόσιο», κάτω τα χέρια από τα «κεκτημένα». Όχι σε όλα, γιατί όλα είναι «νεοφιλελεύθερα».
Για να είμαστε δίκαιοι, «όχι σε όλα» εκτός από αλλαγές στο «εποικοδόμημα» - ταυτότητες, βιβλίο Ιστορίας Έκτης Δημοτικού, μετανάστες, περιβάλλον. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο πολιτισμικός φιλελευθερισμός και ο αγοραίος αντιεξουσιασμός του «Συνασπισμού» αφήνουν μάλλον αδιάφορη τη μεγάλη μάζα, η οποία έλκεται περισσότερο από το φοβικό λαϊκισμό. Ο συνδυασμός, ωστόσο, ελευθεριακού λόγου και φοβικού κοινωνικού λαϊκισμού απεδείχθη εκλογικά επιτυχής, ιδιαίτερα στις νεαρές ηλικίες, σε μια χώρα που ο λαϊκισμός παρέχει το κυρίαρχο πλαίσιο λόγου (discourse) και η καχυποψία έναντι της εξουσίας συνιστά πολιτική σταθερά. Στο κυρίως πολιτικό παιχνίδι, ωστόσο, στο πεδίο του κράτους και της οικονομίας, ο λόγος του «Συνασπισμού» είναι αμυντικός και συντηρητικός.
Αυτό δεν εκπλήσσει, στο μέτρο που ο ιδεοληπτικός μαξιμαλισμός και ο λαϊκιστικός κρατισμός διαμορφώνουν καθοριστικά την πολιτική του «Συνασπισμού», ιδιαίτερα υπό τη νεοκομμουνιστική ηγεσία των Αλαβάνου και Τσίπρα. Η νεοδογματική μετάλλαξη της πάλαι ποτέ ανανεωτικής αριστεράς δεν δείχνει να έμαθε τίποτα από την ιστορία τιυ 20ου αιώνα: ακόμα και σήμερα καλεί σε «αντικαπιταλιστικούς αγώνες» για την «τελική εξάλειψη των εκμεταλλευτικών καπιταλιστικών σχέσεων»! Αντί να προβληματιστεί από τη διαπίστωση ότι η οικονομία της αγοράς είναι το μόνο ιστορικό οικονομικό σύστημα που παράγει πλούτο, και να αναρωτηθεί πως μπορεί να ενσωματώσει αυτό το συμπέρασμα στα εξισωτικά και οικολογικά ιδεώδη του ώστε να προκύψουν ρεαλιστικές, κοινωνιοκεντρικές πολιτικές, ο «Συνασπισμός» μάχεται αχυρανθρώπους («νεοφιλελευθερισμός»), όπως παλαιότερα οι εγχώριοι «εθνικόφρονες» μάχονταν το φάντασμα του «κομμουνισμού». Προσέξτε την εσχατολογική γλώσσα του: «στρατηγικός στόχος [είναι] μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και μια νέα ισορροπία του ανθρώπου με τη φύση και το περιβάλλον». Η πολιτική ως αναζήτηση του χαμένου παραδείσου!
Αντί να παραδειγματιστεί σοβαρά από το γεγονός ότι υπάρχουν κοινωνίες – οι Σκανδιναβικές, για παράδειγμα - οι οποίες συγκεράζουν την εκλεπτυσμένη δημοκρατία, τον πολιτισμικό-πολιτικό φιλελευθερισμό, την οικονομική ευημερία της αγοράς, τον κοινωνικο-οικονομικό πειραματισμό, την οικολογική ευαισθησία, και το κοινωνικό κράτος (γι αυτό άλλωστε είναι πρώτες σε όλους τους σχετικούς δείκτες), ο «Συνασπισμός» αποφαίνεται, με Παπική βεβαιότητα, ότι «το περιεχόμενο της προοδευτικής εναλλακτικής λύσης [...] δεν είναι μια επανάληψη ή μια πιο σύγχρονη εκδοχή των σοσιαλδημοκρατικών μοντέλων διαχείρισης του καπιταλισμού που εφαρμόστηκαν σε σειρά από ευρωπαϊκές χώρες». Η έπαρση είναι χαρακτηριστικό αυτών που νομίζουν ότι ανακάλυψαν το μυστικό της ανθρώπινης ευτυχίας και αυτο-αναγορεύονται σε θεματοφύλακες της πίστης.
Η οιονεί-θεολογική πεποίθηση στην κατοχή κάποιας ανώτερης γνώσης για τη λειτουργία της κοινωνίας δίνει το δικαίωμα στον κ.Τσίπρα να εκδίδει πιστοποιητικά αριστεροφροσύνης («Δεν είστε Αριστερά κ.Παπανδρέου...»). Όταν θεωρείς ότι κατέχεις την Αλήθεια, κατέχεις και το δικαίωμα πιστοποίησής της. Η Αριστερά δεν είναι μια περιεκτική, ανοιχτή παράδοση προβληματισμού, αξιών, διερώτησης και ευαισθησιών, αλλά ένα σύνολο από θέσφατα που ορίζει ο η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος και γνωστοποιούν, urbi et orbi, οι κκ. Αλαβάνος και Τσίπρας. Καταγράφονται, βέβαια, ενστάσεις για την γνησιότητα των πιστοποιητικών από την εγχώρια εκπρόσωπο των σταλινικών, αλλά πρόκειται για μια, ούτως ή άλλως, οικογενειακή υπόθεση στην οποία κανείς άλλος δεν έχει το δικαίωμα να ανακατεύεται.
Ο «Συνασπισμός» μάχεται τους ιδεολογικούς αγώνες του χθες. Η «αντικαπιταλιστική» ρητορική του προδίδει αφελή πολιτική σκέψη: ο καπιταλισμός δεν είναι κάποια αναλλοίωτη «ουσία», αλλά ένα οικονομικό μόφωμα που σμιλεύεται καθοριστικά από τα πολιτισμικά συμφραζόμενα και τη θεσμική παράδοση της δημόσιας σφαίρας μέσα στην οποία ιστορικά αναπτύσσεται. Ο καπιταλισμός του Ρήνου δεν είναι ίδιος με τον καπιταλισμό της Κίνας ή της Γουόλ Στριτ. Οποιος αδογμάτιστα επιμένει να βλέπει τις αποχρώσεις, αντιλαμβάνεται τη συνθετότητα των οικονομικών φαινομένων. Οποιος, αντίθετα, εμφορείται από εσχατολογική διάθεση, ανάγει τα πάντα σε έναν μυθικό «καπιταλισμό», η συντριβή του οποίου αποτελεί μείζονα προτεραιότητα για την έλευση της Επίγειου Παραδείσου.
Η μυθοποίηση παράγει, βέβαια, ιδεολογήματα, τα οποία, όμως, έχουν την τάση να αυτονομούνται - δεν αναφέρονται σε υπαρκτές ανάγκες, υπαρκτών ανθρώπων, αλλά αποβλέπουν στην αυτο-δικαίωσή τους. Αν δύστυχε Έλληνα πολίτη έχεις σαμαρωθεί ένα τεράστιο, αναποτελεσματικό και διεφθαρμένο κράτος, αν χρειάζεται να δίνεις φακελάκι στους γιατρούς που σε νοσηλεύουν, αν πληρώνεις τα μαλλιά της κεφαλής σου για τα ιδιαίτερα των παιδιών, αν η υπόθεσή σου στα δικαστήρια θα εκδικασθεί σε τρία ή τέσσερα χρόνια, αν δεν έχεις στη γειτονιά σου ένα πάρκο της προκοπής, αν βλέπεις να πανεπιστήμια να είναι κλειστά τις μισές μέρες του χρόνου και να καταστρέφονται από νεοβανδάλους, αν τα δάση σου καίγονται, αν οι ανεξέλεγκτες χωματερές και τα αυθαίρετα σε πλημμυρίζουν, αν ο εργοδότης σου δεν σου πληρώνει υπερωρίες ή αρνείται να σε ασφαλίσει, αν έχεις την ατυχία να ανήκεις στη «γενιά των 700 ευρώ» ή να πασχίζεις ματαίως να βρεις μια αξιοπρεπή δουλειά, αν ο δημόσιος κορβανάς είναι πάντοτε άδειος γιατί κανένας δεν θέλει να πληρώνει τους φόρους του, τότε αγαπητέ μου ξέρεις πολύ καλά τον ένοχο: ο «καπιταλισμός»! Κι αν δεν σου αρκεί αυτή η διάγνωση πρόσθεσε ολίγη «παγκοσμιοποίηση», πασπάλισέ την με μπόλικο «νεοφιλελευθερισμό» και, σε κάθε περίπτωση, μην ξεχάσεις να βάλεις και άφθονο «αντιαμερικανισμό». Η ζωή σου θα γίνει καλύτερη, αν τα τέρατα αυτά εξαφανισθούν. Πως; Δίχως αμφιβολία θα το σκεφτεί επισταμένως ο κ.Τσίπρας και θα μας το ανακοινώσει – με πορείες στο Σύνταγμα φυσικά!
Ο «Συνασπισμός» νομίζει ότι υπερασπίζει τους αδύνατους, κυρίως όμως υπερασπίζει τις ιδεοληψίες του. Οποιος συντάσσεται με τους αδύνατους προωθεί μεταρρυθμίσεις υπερ των πολλών, δεν προσχωρεί στη συντεχνιακή λογική των λίγων. Μάχεται για την ποιότητα των συλλογικών αγαθών, δεν χαμηλώνει τον πήχη. Υπερασπίζεται τους θεσμούς και τη δημοκρατική νομιμότητα, δεν συντάσσεται με τραμπούκους συνδικαλιστές. Διακρίνει την ισότητα από τον ισοπεδωτισμό, τη νόμιμη από την αυθαίρετη εξουσία, το δικαίωμα από την κατάχρησή του, το αυθεντικό από το προσχηματικό αίτημα, τη φιλολαϊκή από τη λαϊκιστική πολιτική. Υποψιάζεται τις συγκρούσεις μεταξύ εξ ίσου επιθυμητών αγαθών (π.χ. δικαιώματα και ασφάλεια, ελευθερία και ισότητα) και αναζητά τρόπους συγκερασμού τους. Οποιος, αντιθέτως, βλέπει την κοινωνία ιδεοληπτικά, δεν τον ενδιαφέρει τόσο η επίλυση υπαρκτών προβλημάτων, όσο να επιβεβαιώνει αυτάρεσκα τα ιδεολογήματά του – και να εκδίδει πιστοποιητικά αριστεροφροσύνης!
Συντετμημένη μορφή αυτού του άρθρου δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή, 17 Φεβρουαρίου 2008