
Δεν πρέπει να υπήρξε Έλληνας που να άκουσε την επινίκια ομιλία του Μπαράκ Ομπάμα, στο Σικάγο, στις 4 Νοεμβρίου 2008 και να μη συγκινήθηκε. Οι περισσότεροι, φαντάζομαι, όχι μόνο συγκινήθηκαν αλλά, πιθανότατα, ‘ζήλεψαν’. Γιατί να μην έχουμε κι εμείς έναν πολιτικό, θα σκέφτηκαν, που να μπορεί να μας ανυψώσει το ηθικό, να συμπυκνώσει τις αγωνίες και τους πόθους μας, να εκφράσει αυτό που αισθανόμαστε - να μας εμπνεύσει με το όραμά του;
Η πολιτική γλώσσα, όσο κι αν στην εποχή μας κατασκευάζεται από τους επικοινωνιολόγους, δεν παύει, σε τελική ανάλυση, να εκφράζει το πολιτικό ήθος της κοινότητας μέσα στην οποία αρθρώνεται. Μπορεί στη σκηνή του Γκράντ Πάρκ του Σικάγο να δέσποζε ο Ομπάμα, μπορεί οι λέξεις να εκστομίζονταν από τα χείλη ενός και μόνον προσώπου, δεν έπαυαν όμως να συνιστούν ένα βαθιά κοινωνικό γεγονός.
Όχι μόνο γιατί το πλήθος ανταποκρινόταν με επιφωνήματα ενθουσιασμού και επιδοκιμαστικές χειρονομίες, αλλά και γιατί η ίδια η ομιλία εμπεριείχε πολλούς αναβαθμούς «έμμεσης διαλογικότητας». Οι λέξεις, λέει ο Μιχαήλ Μπαχτίν, ανήκουν κατά το ήμισυ στους άλλους• παίρνουμε τα λόγια των άλλων και τα μεταποιούμε – τους δίνουμε τη δική μας προσωπική απόχρωση. Ο Ομπάμα δεν εκφώνησε απλώς μια ευχαριστήρια ομιλία, αλλά συντονίστηκε με τους ακροατές του στο μέτρο που άντλησε από την κοινή πολιτική κληρονομιά (τον «ξυνόν λόγον» του κοινωνικού σώματος), τις αγωνίες τους και τα όνειρά τους. Πείθει αυτός που συντονίζεται με την κοινή εμπειρία.
Στην επινίκια ομιλία του ο νέος πρόεδρος υπογραμμίζει μεν τη διαφορετικότητά του («ουδέποτε ήμουν ο πιο πιθανός υποψήφιος γι αυτό το αξίωμα»), τονίζει για μια ακόμα φορά την αναγκαιότητα της πολιτικής αλλαγής, αλλά συγχρόνως υπενθυμίζει τη συνέχεια - τι κάνει την Αμερική μεγάλη: «η αληθινή δύναμη του έθνους μας προέρχεται όχι από τη δύναμή μας ή την κλίμακα του πλούτου μας, αλλά από τη διαρκή ισχύ των ιδεωδών μας: δημοκρατία, ελευθερία, ευκαιρίες, και την ανένδοτη ελπίδα μας».
Αν και νικητής μιας πολωτικής αναμέτρησης, δεν αντιλαμβάνεται τον πολιτικό του αντίπαλο ως εξοβελιστέο εχθρό, αλλά ως μέρος της ίδιας πολιτικής κοινότητας. Μετά τη λαϊκή ετυμηγορία το έθνος πρέπει να ενωθεί ξανά, εξού και η θετική αναφορά στις ιστορικές αξίες του (αντίπαλου) Ρεπουμπλικανικού Κόμματος («που όλοι μοιραζόμαστε») και τον επιφανέστερο ιστορικό ηγέτη του (τον Αβραάμ Λίνκολν). Οι μετεκλογικές αβρότητες μεταξύ των δύο μέχρι χθες αντιπάλων και οι υποσχέσεις-εκκλήσεις για μελλοντική συνεργασία, υπογραμμίζουν ότι, παρά τις πολιτικές τους διαφορές, δεν παύουν να είναι μέρη της ίδιας πολιτικής κοινότητας.
Δεν πρόκειται απλώς για καλούς τρόπους. ΄Η μάλλον, οι καλοί τρόποι αντικατοπτρίζουν το δεσπόζον πολιτικό ήθος: ο πολιτικός ανταγωνισμός δεν μας κάνει εχθρούς. Δεν επιτρέπουμε στις διαφορές μας να υποσκάψουν την πολιτική μας κοινότητα, η οποία αποτελεί όρο για την ύπαρξη του καθενός μας. Αν η προεκλογική διαδικασία οξύνει αναπόφευκτα τις διαφορές μας, μετά τη λαϊκή ετυμηγορία πρέπει να επουλώσουμε τις πληγές που άνοιξε ο πολιτικός ανταγωνισμός, μέχρι να ξανανοίξουν και πάλι. Η δημοκρατία είναι η ταλάντωση μεταξύ έλλογης αντιπαράθεσης, η οποία δυνητικά παράγει ανανέωση, και έλλογης ομοφροσύνης, η οποία δημιουργεί το sensus communis, χωρίς το οποίο είμαστε θραυσματικές οντότητες. Εκτός από αντίπαλοι είμαστε και συμπολίτες. Εκτός από συμπολίτες είμαστε, δυνητικά, και αντίπαλοι.
Με άκρως επιδέξιο τρόπο ο Ομπάμα υφαίνει έναν αφηγηματικό ιστό που συνενώνει μεγάλα πολιτικά και εθνικά γεγονότα με προσωπικές ιστορίες. Η «έμμεση διαλογικότητα» της ομιλίας του κορυφώνεται όταν επαναφηγείται την ιστορία της Αμερικής, τα επιτεύγματα και τις ντροπές της, μέσα από την προσωπική ιστορία της Αφρο-αμερικανής ψηφοφόρου Ανν Νίξον Κούπερ, 106 ετών!
Δίνοντας στο λόγο του φωνή σε αδύνατους ανθρώπους, ο ηγέτης συμβολίζει το ρόλο του ως ενορχηστρωτή, ανοιχτού σε εμπειρίες και απόψεις, συμπαραστάτη των πολιτών. Διατρέχοντας έναν και πλέον αιώνα Αμερικανικής ιστορίας - «τις καλύτερες εποχές και τις σκοτεινότερες ώρες» - ο ηγέτης δείχνει όχι μόνο την πραγματικότητα της αλλαγής (η αλλαγή ως προσωπικό βίωμα της κυρίας Κούπερ), αλλά - και αυτό είναι το σημαντικό - τη δυνατότητα της αλλαγής από εδώ και πέρα.
Διερωτώμενος «αν οι κόρες μου είναι τυχερές να ζήσουν όσο η κυρία Κούπερ, τι αλλαγή θα δουν; Τι πρόοδο θα έχουμε κάνει;», ο ηγέτης με οικείο τρόπο προδιαγράφει την ανοικτότητα του μέλλοντος, θυμίζοντάς μας συγχρόνως ότι μπορούμε, κατ’ αρχήν, να το διαμορφώσουμε με βάση τις αξίες μας: «Αυτή είναι η στιγμή μας. […] Να επαναφέρουμε το Αμερικανικό Όνειρο και να επαναβεβαιώσουμε τη θεμελιώδη αλήθεια – ότι από τους πολλούς γινόμαστε ένας, ότι όσο αναπνέουμε ελπίζουμε, και όταν συναντούμε κυνισμό και αμφιβολία κι αυτούς που μας λένε ότι δεν μπορούμε, εμείς θα απαντούμε με αυτή την άχρονη πίστη που συνοψίζει το πνεύμα του λαού μας: Yes We Can». Η ίδια η εκλογή ενός «απίθανου» προέδρου συμβολίζει τη δυνατότητα της αλλαγής: Ναι, μπορούμε!
Αν οι δικοί μας πολιτικοί σας φαίνονται ξύλινοι, είναι γιατί η γλώσσα τους εκφράζει το κυρίαρχο ελλαδικό πολιτικό ήθος – τον άνευ άρχών καιροσκοπισμό και φατριασμό, την ατολμία, την άμετρη πόλωση, την έλλειψη σεβασμού σε θεσμούς, την πολιτική ως μέσο πλουτισμού, και την επιθυμία της εξουσίας για την εξουσία. Για να μιλήσει κανείς σαν τον Ομπάμα πρέπει να αισθάνεται σαν τον Ομπάμα – λίγο δύσκολο για τα παιδιά του κομματικού σωλήνα και τους γόνους πολιτικών οικογενειών που θεωρούν την πολιτική κληρονομικό επάγγελμα.