Τρίτη 16 Ιουνίου 2009

Το φάρμακο, το πάπλωμα και τα αυτονόητα



Στην πρόσφατη επίσκεψή του στη Φινλανδία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ.Κάρολος Παπούλιας προέτρεψε τους παράγοντες του ελλαδικού δημόσιου βίου να «ακολουθήσου[ν] τη συνταγή και το φάρμακο της Φινλανδίας». Ποιό είναι αυτό; «[...] η πολιτική τάξη να είναι εξαιρετικά διαφανής. Ο καθένας να απλώνει τα πόδια όσο το πάπλωμά του επιτρέπει».

Ενδιαφέρουσα η δήλωση του προέδρου, ευπρόσδεκτη η συμβουλή του, αλλά δεν είναι αυτό που λείπει από το δημόσιο βίο. Αυτό που πραγματικά λείπει είναι η αυθεντικότητα εκ μέρους των πολιτικών ηγετών, η διάθεση να ξεφύγουν από τετριμμένες γενικολογίες, η κοπιώδης προσπάθεια να αρθρώσουν νεοτερικό πολιτικό λόγο και, κυρίως, να συστοιχήσουν τη συμπεριφορά τους με τα λόγια τους. Οι υψηλές όμως αυτές στοχεύσεις είναι έτσι κι αλλιώς δύσκολο να υλοποιηθούν - η υποκρισία είναι απαπόσπαστο μέρος της πολιτικής ζωής.

Οι πολιτικοί είναι υποχρεωμένοι να φαίνονται ότι μεριμνούν για το δημόσιο συμφέρον και τον ενάρετο δημόσιο βίο. Ο ρόλος τους τους επιβάλλει να διατηρούν την ψευδαίσθηση στο κοινωνικό σώμα ότι «υπηρετούν την πατρίδα», ότι είναι «υπεύθυνοι», ότι «προτιμούν να είναι χρήσιμοι παρά αρεστοί», έστω κι αν, σε μια θεσμικά υπανάπτυκτη πολιτική ζωή, αυτό που κυρίως τους ενδιαφέρει είναι η ξεδιάντροπη προαγωγή του κομματικού (και όχι σπάνια του προσωπικού) συμφέροντος. Ακόμα κι ένας κατ’ εξοχήν λαϊκιστής πολιτικός, όπως ο σημερινός πρωθυπουργός, κατασκευάζει εσχάτως την εικόνα του «υπεύθυνου» πολιτικού, τη στιγμή που ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε αναγάγει τη δημαγωγία σε τέχνη και την ανεύθυνη διαμαρτυρία σε φυσικό φαινόμενο.

Στα θεατρικά του έργα ο Χένρικ Ιμπσεν αναφέρεται συχνά στη δυναμική της υποκρισίας που αναπόφευκτα χαρακτηρίζει τους κοινωνικούς θεσμούς. Οι χαρακτήρες του ωθούνται να αποκρύπτουν τις παρεκτροπές τους από τα κοινωνικά ιδεώδη, να ψεύδονται, να υποκρίνονται. Στο έργο «Τζον Γκάμπριελ Μπόρκμαν», ο επώνυμος ήρωας παρατηρεί ότι η βάση της φιλίας είναι συχνά η «αμοιβαία εξαπάτηση». Στις «Κολώνες της Κοινωνίας» ο Κάρστεν Μπέρνικ περιγράφει την επίγνωσή του ότι ο σεβασμός με τον οποίο τον περιβάλλει η κοινωνία στηρίζεται στην ικανότητά του να συντηρεί την ψευδαίσθηση της αρετής. Η υποκρισία είναι, σε κάποιο βαθμό, αναπόφευκτο παρακολούθημα της εμμονής στην ενάρετη συμπεριφορά. Η κυβέρνηση Καραμανλή Β’ πιθανότατα δεν το είχε προβλέψει αυτό όταν αρχικά διετύπωνε το δόγμα «σεμνά και ταπεινά», αλλά είχε όλο το χρόνο να το εμπεδώσει.

Η υποκρισία μειώνεται στο μέτρο που υπάρχει διαφάνεια. Αν και η διαφάνεια δημιουργεί άλλου είδους προβλήματα (π.χ. κομφορμισμό, διστακτικότητα), βοηθά εν τούτοις να μειώνεται η απόσταση διακηρύξεων και συμπεριφορών. Οταν ξέρεις ότι οι άλλοι θα ελέγξουν το εμπειρικό αντίκρυσμα των λόγων σου, γίνεσαι πιο προσεκτικός. Είτε καθιστάς λιγότερο υψιπετείς τις διακηρύξεις σου, είτε εκλεπτύνεις τις πράξεις σου• είτε χαμηλώνεις το λόγο σου, είτε ανεβάζεις τον πήχυ της συμπεριφοράς σου.
Ακόμα και η διαφάνεια όμως δεν είναι αρκετή, παρά μόνον όταν συντελεί στη θεσμοποίηση κοινωνικά αυτονόητων συμπεριφορών. Προσέξτε πόσο διεισδυτικά το θέτει η πρόεδρος της Φινλανδίας κυρία Τάρια Χάλονεν: «[η ΕΕ] πρέπει να είναι πολύ ξεκάθαρη και σκληρή στα θέματα γραφειοκρατίας και καλής διακυβέρνησης. Αρα, το φάρμακο που προτείνω, το φάρμακο της Φινλανδίας, είναι η διαφάνεια σε τέτοιο βαθμό ώστε κανείς να μην μπορεί, ουσιαστικά να μην τολμάει, να κάνει κάτι που δεν είναι σωστό». Η κυρία Χάλονεν δεν μας λέει απλώς πόσο καλή είναι η διαφάνεια για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Πηγαίνει ένα βήμα πιο πέρα και περιγράφει τη συνέπεια της διαφάνειας: ωθούμενα να ευθυγραμμίσουν τη συμπεριφορά τους με τα ιδεώδη που πρεσβεύουν, τα άτομα τείνουν να εσωτερικεύουν κανόνες συμπεριφοράς έτσι ώστε να μην διανοούνται ότι θα μπορούσαν να κάνουν κάτι διαφορετικό από αυτό που θεωρείται «σωστό».

Εικάζω ότι αυτός ο συλλογισμός διαφεύγει των ψυχο-διανοητικών δυνατοτήτων των κκ.Παυλίδη, Βουλγαράκη, Μαγγίνα, Γ.Κεφαλογιάννη, Τσουκάτου και πολλών άλλων, αλλά δεν χάνει γι αυτό την αξία του. Δεν λείπουν άλλωστε τα «αυτονόητα» στην Ελλάδα. Η υποταγή στον αρχηγό, ο εμετικός λαϊκισμός, τα «δωράκια» από τη Ζίμενς η κληρονομικότητα στην πολιτική διαδοχή, τα ρουσφέτια στο πόπολο, η ατιμωρησία, και τόσα θλιβερά άλλα, είναι τα δικά μας αυτονόητα. Κάθε χώρα κατασκευάζει τα «αυτονόητα» που επιλέγει. Στις χώρες του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα είναι πρώτη στη διαφθορά, η Φινλανδία τελευταία («Καθημερινή», 9/5/2009). Κατανοητό, ευεξήγητο, αυτόνητο.

1 σχόλιο:

gerasimos είπε...

Yποθέτω ότι η προσωπική παιδεία των Φινλανδών πολιτικών διαφέρει αρκετά έως πολύ από αυτή πλείστων Ελλήνων συναδέλφων τους. Για να γίνω πιο σαφής, υπάρχει νομίζω ένα πολιτιστικό έλλειμμα που χαρακτηρίζει πολλούς Έλληνες πολιτικούς, το οποίο νομίζω ευθύνεται και για τα άλλα ελλείμματα, οικονομικής φύσεως, στα διάφορα δημόσια ταμεία. Διότι όταν ένας οιοσδήποτε άνθρωπος στερείται βαθύτερων, ποιοτικότερων ενδιαφερόντων, του μένει το χρήμα και η χρηματοθηρία ως κινητήριος δύναμη της ζωής του.