Κυριακή 11 Απριλίου 2010

Σκηνές από μια παρέλαση…

Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, διαυγής, ανοιξιάτικη. Το Μαρούσι έλαμπε. Είχα υποσχεθεί στα παιδιά να πάμε στην παρέλαση. Το περίμεναν με χαρά. Περπατήσαμε μέχρι την πλατεία. Κάναμε μερικές βόλτες και πήραμε θέση. Με χαρά είδα ότι η δημοτική κατ΄ ευφημισμόν αστυνομία επιτελεί έναν κοινωφελή ρόλο – έστω αυτόν του ταξιθέτη.

Ο κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται. Οι επίσημοι έκαναν την εμφάνισή τους. Επικεφαλής της πομπής ο δήμαρχος με τη θεαματικά καλλωπισμένη σύζυγό του. Η μάλλον, ορθότερα, η θεαματικά καλλωπισμένη κυρία δημάρχου με τον σύζυγό της. Συμβολικά ενδιαφέρον θέαμα. Ο δήμαρχος-συνοδός, δίκην εθνάρχου χαιρετούσε τα πλήθη. Δεν ήταν σαφές αν η χαρά του προερχόταν από το γεγονός ότι συνόδευε την ύφους Εβίτας Περόν σύζυγο, ή από τον πανηγυρικό που σε λίγο θα εκφωνούσε.

Η ομιλία του ήταν τόσο τετριμμένη όσο πεπατημένη είναι η άσφαλτος της οδού Χαμοστέρνας. Είναι εντυπωσιακή η ανικανότητα των «επισήμων» να εκφωνήσουν μια στοιχειωδώς μεστή και, αν όχι πρωτότυπη, τουλάχιστον όχι ανυπόφορα κοινότοπη, επετειακή ομιλία. Αναγνωρίζω ότι δεν είναι εύκολο. Οι επετειακές ομιλίες θέλουν καλλιέργεια. Είναι απίθανο να βρεθεί στα δημαρχιακά μέγαρα. Η πεπατημένη είναι πάντοτε ο εύκολος δρόμος. Το παραμυθητικό λογοπλαίσιο περί του «ένδοξου έθνους», προϊόν παρωχημένων εποχών, το οποίο τουλάχιστον συχνά προέρχονταν από αληθινά εγγράμματα δημόσια πρόσωπα, είναι δουλεμένο επί δύο σχεδόν αιώνες, προσφέρεται για έτοιμη κατανάλωση.

Ο κ.δήμαρχος δεν απέφυγε τις αναφορές στην τρέχουσα συγκυρία. Ο λαϊκισμός που ανάγει το «λαό» σε θύμα, προσφέρει απλόχερα τη συμβολική πρώτη ύλη για επίκαιρους συλλογισμούς. Μας κάλεσε να αντισταθούμε στα «κοράκια της εγχώριας και διεθνούς κερδοσκοπίας» που απεργάζονται το κακό της χώρας. Ζήτησε «ομοψυχία» και «συναίνεση» «τούτες τις δύσκολες ώρες». Εννοούσε, φυσικά, «συναίνεση» γύρω από ηγέτες του αναστήματός του. Οι επιμέρους εξουσίες στην Ελλάδα έχουν μάθει να ζητάνε τη «συναίνεση», αλλά δεν διερωτώνται τι κάνουν για να την κερδίσουν, ούτε γνωστοποιούν πως θα τη χρησιμοποιήσουν. Η πρωτοφανής κατάντια της χώρας, αντί να προσφέρει υλικό για ζωογόνο αναστοχασμό σε μια εθνική επέτειο, για εύστοχες ιστορικές αναλογίες, για διαυγέστερη αυτογνωσία, προάγει την εθνική αυτολύπηση ανάμικτη με ναρκισσισμό.

Όλοι παίξαμε το ρόλο μας. Ο κ.δήμαρχος εκφώνησε τον δεκάρικό του, κι εμείς υπομονετικοί ακροατές τον ανεχθήκαμε. Άρχισε η κατάθεση στεφάνων. Ατέλειωτη. Οι εκπρόσωποι πολυάριθμων Αρχών, των κομμάτων, κομματικών νεολαιών, και αναρίθμητων συλλόγων κατέθεταν στεφάνια. Αισθητή ήταν η παρουσία του συλλόγου αγγειοπλαστών! Η τελετή μάκραινε κουραστικά. Ο κόσμος άρχισε να χάνει την υπομονή του. Αρκετοί άρχισαν να σφυρίζουν αποδοκιμαστικά, άλλοι να φωνάζουν. «Τελειώνετε, ρε». «Έλεος πια». Γνώριμες ελλαδικές σκηνές…

Η παρέλαση αρχίζει. Το δημαρχιακό ζεύγος, μόνο αυτό, στέκεται όρθιο στην εξέδρα των καθιστών «επισήμων» και χαιρετά τα παρελαύνοντα τμήματα. Εικόνα Αμερικανικού προεδρικού ζεύγους, προσαρμοσμένη σε μεσανατολίτικα ήθη. Πρώτο τμήμα αυτό των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, σεβάσμια γεροντάκια που εμπνέουν στοργή και σεβασμό. Περίμενα χείμαρρο χειροκροτημάτων. Ήταν ελάχιστα.

Πολλούς παρευρισκόμενους δεν τους ενδιέφερε η παρέλαση ως τέτοια, αλλά η φωτογράφηση ή βιντεοσκόπηση των παιδιών τους. Η άλλη όψη του ελλαδικού ναρκισσισμού: ο σημερινός Έλληνας δεν νοιώθει ότι υπάρχει αν δεν βλέπει τη φάτσα του στην οθόνη, στον καθρέφτη ή στη φωτογραφία - ή αν δεν τσακώνεται. Μερικοί έτρεχαν πάνω-κάτω, κατά μήκος της παρέλασης, σαν να ήταν επαγγελματίες φωτογράφοι, κι άλλοι, που διαγκωνίζονταν για καλύτερη θέα, έμπαιναν μπροστά από άλλους, για να διαπληκτιστούν στη συνέχεια για το ποιος-ήρθε-πρώτος. Είναι σχεδόν αδύνατον μια ομάδα Ελλήνων να βρεθεί στον ίδιο χώρο, χωρίς να ξεσπάσουν καυγάδες.

Οι μαθητές παρελαύνουν – όσο μεγαλύτεροι, τόσο πιο βαριεστημένοι. Ευσυνείδητοι καθηγητές προσπαθούν να κρατήσουν συντεταγμένη πορεία. Εντυπωσιάζουν οι πρόσκοποι, τα πιτσιρίκια που κρατάνε από τις τέσσερις άκρες την ελληνική σημαία, και… οι μαθήτριες με το μίνι. Με τρία δάχτυλα φούστα, ντύθηκαν λες και θα πήγαιναν σε παραλία ή γήπεδο τένις, όχι σε παρέλαση εθνικής επετείου. Συγχέουν την εθνική επέτειο – μια επίσημη εθιμοτυπική εκδήλωση που καλεί σε γιορτή και περισυλλογή ταυτόχρονα – με βραδινή έξοδο σε «ελληνάδικο». Σύγχυση πλαισίων αναφοράς – άλλη μια σύγχρονη ελλαδική ασθένεια. Οι γονείς και οι δάσκαλοι δεν τους θύμισαν την ιδιαιτερότητα της τελετής, τo context που ρυθμίζει συμπεριφορές και ενδυματολογικές συνήθειες. Στο έθνος του Βουλγαράκη όλα επιτρέπονται. Στη χώρα του Τσίπρα απαγορεύεται το απαγορεύειν.

Η παρέλαση τελειώνει. Τελειώνει; Όχι ακριβώς! Μετά και το τελευταίο μαθητικό τμήμα ακολουθούν οι …συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ! Παρελαύνουν συντεταγμένα, κρατούν παραταξιακές σημαίες, και κραυγάζουν: «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη, όχι τα κέρδη του κεφαλαιοκράτη». Μια εθνική επέτειος τελειώνει με κομματικά συνθήματα.

Κατακαημένη Ελλάδα, είναι τυχαίο που κατάντησες ο ζητιάνος της Ευρώπης; Έχασες τον μπούσουλα, ξέχασες τι σημαίνει συλλογικότητα, εθνική αυτοπεποίθηση, δεν ξέρεις να τιμάς και να αναστοχάζεσαι, δεν έχεις καν την αίσθηση του γελοίου, «δεν ξέρεις που πατάς και που πηγαίνεις». Έμαθες κυρίως να καταναλώνεις και να επιδεικνύεσαι, να κατηγορείς και να διαμαρτύρεσαι, να αυθαιρετείς και να κομπάζεις. Κάθε συλλογική σου εκδήλωση αποτυπώνει την παθολογία σου. Κάθε θεσμική συμπεριφορά σου εκφράζει τη βαλκανική γελοιότητά σου. Ακόμα και οι εθνικές γιορτές αντανακλούν τα παρηκμασμένα ήθη σου.

6 σχόλια:

Τριανταφυλλόπουλος Γιώργος είπε...

Κύριε Τσούκα,
επειδή διακρίνω μια απογοήτευση, δικαιολογημένη βέβαια, σας παραπέμπω σε άρθρο μου με τίτλο "Μπορούμε να αλλάξουμε; Την απάντηση δίνει η 25η Μαρτίου" στην εφημερίδα ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ της ΘΡΑΚΗΣ http://www.paratiritis-news.gr/detailed_article.php?id=134346&categoryid=15
Υ.Γ. Ξεκίνησα να διαβάζω το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο σας "Αν ο Αριστοτέλης ήταν διευθύνων σύμβουλος" και όταν το τελειώσω θα σας στείλω τις απόψεις μου.

ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ είπε...

Το ψευδοπολυκομματικο δοσιλογικο καθεστως της 4ης Οκτωβριου σε απολυτη σηψη

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητέ κ. Τσούκα, αντιλαμβάνομαι την αγανάκτησή σας και συντονίζομαι με την προσωπική σας αφήγηση. Και γω νιώθω πολλές φορές απογοήτευση, ίσως και σε σημείο απέχθειας, για καταστάσεις που βιώνω στην Ελλάδα, όποτε την επισκέπτομαι... Από μία άλλη οπτική γωνία, όμως, αυτή του αναγνώστη μίας δημοσιευμένης ανάλυσης/ ενός σχολίου... ανακύπτουν ορισμένα ερωτήματα... Η καταληκτική παράγραφος του κειμένου σας με αφήνει κάπως σαστισμένο... Πού αποσκοπεί; Σε ποιόν απευθύνεται; Γιατί αποσιωπά και υποβαθμίζει σε υπερβολικό ίσως βαθμό την αυθεντικότητα και το φιλότιμο πολλών Ελλήνων που προσπαθούν να κάνουν κάτι για τον τόπο τους; Με ποιούς και αναφορικά με 'κοινό καλό' προσπαθεί ο δημόσιος λόγος σας να συντονιστεί και, εν τέλει, να κατακρίνει εμπειρικές καταστάσεις; Ποιός είναι ο (απρόσωπος) συνομίλητής σας; Και πώς επωφελείται; Είναι Έλληνας ή μη Έλλην; Φιλέλληνας ή Ανθέλληνας;

Φιλικά

Μανώλης

Χαρίδημος Τσούκας είπε...

Μανόλη, σε ευχαριστώ για το σχόλιο. Θέτεις ενδιαφέροντα ερωτήματα, αν και μερικά δεν τα καταλαβαίνω (π.χ. τα περί Ελληνα και Ανθέλληνα).

Ο λόγος μου προσπαθεί να συντονιστεί με τον νοήμονα αναγνώστη που νοιώθεί ότι πολλά πράγματα είναι στραβά στη χώρα του κα θέλει να τα διορθώσει. Στο συγκεκριμένο άρθρο περιγράφω μια μικροσκοπική εκδήλωση και τη συνδέω με μακροσκοπικές παρατηρήσεις. Εχω πάντα στο μυαλό μου τους στίχους του Μπλεηκ: To see the world in a grain of sand. Στην παρέλαση βλέπω αποτυπωμένη, με φρακταλικό τρόπο, την ελλαδική παθολογία. Τα συμπεράσματά μου είναι "ευρετικές γενικεύσεις" (heuristic generalizations): δεν προκύπτουν απο στατιστικές παρατηρήσεις αλλά προτείνουν έναν τρόπο θέασης τον πραγμάτων που οδηγούν σε νέες αναλυτικές διακρίσεις και πρακτικές δράσεις. Αυτό που κυρίως με ενδιαφέρει είναι η διαύγαση της πραγματικότητας - να προτείνω στους συμπολίτες μου κριτήρια ανάλυσης που τους επιτρέπουν να βλέπουν εναργέστερα και να δρουν καλύτερα.

Ανώνυμος είπε...

Κ. Τσούκα, ευχαριστώ για την αποσαφήνηση. Ορισμένα από τα (ομολογουμένως ανεπαρκώς διατυπωμένα) ερωτήματά μου στοχεύουν στην αναδίπλωση της σύγχυσης που μου δημιουργήθηκε αναφορικά προς τον σκόπο των συμπερασμάτων, όπως το ότι ολόκληρη η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από "βαλκανική γελοιότητα" ή ότι η Ελλάδα σε κάθε σχεδόν περίπτωση δεν αναστοχάζεται ή "δεν έχει καν την αίσθηση του γελοίου." Δυσκολεύομαι να αντιληφθώ πώς μπορούμε να δράσουμε εναλλακτικά με αφορμή αυτή την περιγραφή και ανάλυση της πραγματικότητας. Σχεδόν δεν αφήνει περιθώρια για δράση ή αντίδραση και αυτοσχεδίαση. Η απολυτότητα του λόγου κάνει αρκετά δύσκολη τη δημιουργική ερμηνεία.

Προσωπικά πιστεύω τρία πράγματα ( και γι' αυτό διαβάζω το blog σας καθώς και τα ακαδημαϊκά σας άρθρα και βιβλία) :

(1) Η καινοτομική περιγραφή της πραγματικότητας με πολυσύνθετα ερμηνευτικά σχήματα χρειάζεται να συνοδεύεται με (υπονοούμενες) προτάσεις (όχι απόλυτες ή κανονιστικές στο περιεχόμενό τους) για το πώς μπορούμε να αναστοχαστούμε, να εξηγήσουμε, και τελικώς να δράσουμε με δημιουργικό τρόπο για να βελτιώσουμε συλλογικές καταστάσεις.

(2) Η προσπάθεια για βαθύτερη, πληρέστερη και πιο πολύποκη θέαση των συχνά άβολων καταστάσεων που βιώνουμε καθημερινά χρειάζεται να είναι ελπίδοφόρα, να εμπνέει στον αναγνώστη μια αίσθηση ότι μπορούμε να κάνουμε κάτι. Χωρίς την έκφραση ή υπονόηση κάποιας μορφής ελπίδας, η προσπάθεια αυτή θα απομακρύνει τον θετικά σκεπτόμενο και δρώντα συμπολίτη μας. Χωρίς αυτόν, κάθε προσπάθεια διαφώτισης θα αποτύχει...

(3) Η κατάκριση ή κριτική συλλογικών συμπεριφορών και καταστάσεων που γίνεται πάντοτε μέσω συγκεκριμένων και προκαθορισμένων πλαισίων λόγου και πρόσληψης της πραγματικότητας ίσως οφείλει να προειδοποιεί για τα όρια του χρησιμοποιούμενου πλαισίου. Με λίγα λόγια: τί δε μας επιτρέπει να "δούμε";

Αγαπητέ κ. Τσούκα,χωρίς ελπιδα θα δυσκολευτούμε να επινοήσουμε το μέλλον μας με δημιουργικό τρόπο...

Φιλικά

Μανώλης

Χαρίδημος Τσούκας είπε...

Μανόλη,
σε καταλαβαίνω καλύτερα τώρα. Το σχόλιό σου με έκανε να σκεφτώ.

Νομίζω πως έχεις δίκιο στη διαπίστωσή σου ότι η καταληκτική παράγραφος του άρθρου έχει μια ενοχλητική απολυτότητα. Δεν αφήνει χαραμάδες, δηλώνει κατηγορηματικά, κλείνει την πόρτα. Αυτή είναι η θυμική πλευρά του εαυτού μου, όπου η οργή υπερισχύει της αναλυτικότητας. Η κραυγή γίνεται λιγότερο έναρθρη. Προσπαθώ να συμβιβάσω μέσα μου την ανάλυση με την προσωπική έκφραση, και το μείγμα δεν είναι πάντοτε ισορροπημένο. Είναι μια πρόκληση για μένα.

Σε ευχαριστώ για την υπενθύμιση.