«Ο λόγος είναι ένα φρούριο κατά της κτηνωδίας. Όταν δεν ξέρουμε, όταν δεν μπορούμε να εκφραστούμε, όταν ο λόγος δεν είναι επαρκής και αρκετά επεξεργασμένος επειδή η σκέψη είναι ασαφής και μπερδεμένη, δεν απομένουν παρά οι γροθιές, τα χτυπήματα, η άξεστη, βλακώδης, τυφλή βία»
ΖΑΚΛΙΝ ΝΤΕ ΡΟΜΙΓΥ
Η εικόνα του αιμόφυρτου βουλευτή, πρώην υπουργού Κωστή Χατζηδάκη εν μέσω του μαινόμενου όχλου ήταν συγκλονιστική. Όπως στην περίπτωση του σαδιστικού ξυλοδαρμού του Κύπριου φοιτητή Αυγουστίνου Δημητρίου από αστυνομικούς στη Θεσσαλονίκη το 2006, τα τηλεοπτικά πλάνα μας μετέφεραν την ανατριχιαστική ωμότητα του επεισοδίου. Στην επίθεση κατά του κ.Χατζηδάκη, η τηλεοπτική εικόνα αποτύπωσε τη θλιβερή έκπτωση του πολίτη σε τραμπούκο, του διαδηλωτή σε ταραξία, του δήμου σε όχλο.
Το φαινόμενο της, κυμαινόμενης σε ένταση, οχλοκρατικής βίας δεν είναι καινούριο: έχουμε συνηθίσει την ύπαρξή του σε επιμέρους θεσμούς (π.χ. πανεπιστήμια) και σε διαδηλώσεις. Το σημαντικότερο: η οχλοκρατική βία δεν είναι ένα περαστικό φαινόμενο. Στο μέτρο που οι θεσμοί της οργανωμένης κοινωνίας δεν λειτουργούν με συστηματικά έλλογο τρόπο, η οχλοκρατική βία τείνει να εμφανίζεται ως ένα υποκατάστατο. Ιδού γιατί.
Στο κλασικό βιβλίο «Έξοδος, Φωνή και Αφοσίωση», ο Αμερικανός οικονομολόγος Αλμπερτ Χίρσμαν ερμηνεύει τους τρόπους με τους οποίους τα άτομα αντιδρούν στην πτώση της ποιότητας των αγαθών που λαμβάνουν, είτε από ιδιωτικούς είτε από δημόσιους οργανισμούς. Όταν είναι δυσαρεστημένα, τα άτομα είτε εγκαταλείπουν τον οργανισμό («έξοδος»), είτε διατυπώνουν την κριτική τους σε αυτόν («φωνή»). Το κλασικό παράδειγμα είναι η έξοδος από τη δημόσια, και η στροφή στην ιδιωτική, εκπαίδευση από τους εύπορους πολίτες που είναι δυσαρεστημένοι με την ποιότητα των δημόσιων σχολείων.
Η «έξοδος» είναι εφικτή, στο μέτρο που υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις. Όταν αυτές είναι ανύπαρκτες, η «φωνή» – η διατύπωση, δηλαδή, κριτικής – είναι η κύρια μέθοδος έκφρασης της δυσαρέσκειας. Σε γενικές γραμμές, η δυνατότητα «εξόδου» αποδυναμώνει τη «φωνή» - η «έξοδος» είναι η εύκολη λύση, η «φωνή» προϋποθέτει εμπλοκή, με αβέβαιο αποτέλεσμα Στο μέτρο, όμως, που τα άτομα είναι συναισθηματικώς συνδεδεμένα με έναν οργανισμό («αφοσίωση»), το κόστος «εξόδου» μεγαλώνει, και η δυνατότητα χρήσης της «φωνής» ενισχύεται.
Στην πολιτική, όταν οι πολίτες είναι δυσαρεστημένοι, συνήθως εγκαταλείπουν ένα κόμμα και στρέφονται σε ένα άλλο, εκτός κι αν είναι μέλη ή φίλοι (δείχνουν, δηλαδή, «αφοσίωση»), οπότε χρησιμοποιούν τη «φωνή» τους. Όταν όμως το πολιτικό σύστημα έχει απαξιωθεί συνολικά, όπως εμφατικά έχει συμβεί στη χώρα μας, η «φωνή» εμφανίζεται ως μάταιη επιλογή («δεν ακούει κανείς, στην Ελλάδα ζεις…»), ενώ η «έξοδος», στο μέτρο που δεν υπάρχουν αξιόπιστες εναλλακτικές λύσεις, εκφράζεται ως ιδιώτευση (στην καλύτερη περίπτωση) ή ως οχλοκρατική βία (στη χειρότερη). Η τάση προς τέτοιες μη έλλογες μορφές «εξόδου» ενισχύεται από τη δυσπιστία που ιστορικά περιβάλλει τους ελλαδικούς θεσμούς και, αναφορικά με τη βία, την ύπαρξη καχεκτικών μηχανισμών επιβολής κυρώσεων.
Να το πω απλά, έστω με κίνδυνο να γίνω απλουστευτικός: όταν αισθάνεσαι ότι ζεις στη χώρα της μίζας, όταν δεν εμπιστεύεσαι κανέναν, όταν η ανομία σε περιβάλλει, όταν νοιώθεις ότι δεν αποδίδεται δικαιοσύνη, ότι από παντού σου τα παίρνουν, ότι διαχρονικά σε κυβερνούν εν πολλοίς ανίκανοι, φαιδροί, και όχι σπάνια διεφθαρμένοι πολιτικάντηδες, όταν, εν ολίγοις, βιώνεις την καθολική απαξίωση των θεσμών της χώρας σου, υφίστασαι στο πετσί σου τα αποτελέσματα αυτής της απαξίωσης (διάβαζε: τη χρεοκοπία), και δεν βλέπεις από πουθενά ελπίδα, σε κυριεύουν συναισθήματα οργής και ματαιότητας, η «φωνή» σου χάνεται· ο λόγος σου γίνεται χονδροειδής, αστόχαστος, σχεδόν άναρθρος. Τι απομένει; Το πρωτόγονο ένστικτο της αυτοσυντήρησης και ο ανεπεξέργαστος θυμός που ωθούν, απρόβλεπτα, στην «άξεστη, βλακώδη, τυφλή βία»· «εξέρχεσαι», τότε, έστω και ανεπαίσθητα, από την έλλογη κοινωνικότητα.
Όπως έχει διεισδυτικά παρατηρήσει η Αμερικανίδα φιλόσοφος Μάρθα Νουσμπάουμ με αναφορά στην «Εκάβη» του Ευριπίδη, απαραίτητος όρος για τη συγκρότησή μας ως έλλογα όντα είναι η μετοχή σε έναν στοιχειωδώς λειτουργικό «κοινό λόγο», η ύπαρξη ενός βασικού υποστρώματος κοινωνικής εμπιστοσύνης, διαφορετικά κινδυνεύουμε να εκπέσουμε σε κτηνώδη κατάσταση, όπως η Εκάβη όταν διαπιστώνει τον θάνατο του γιού της Πολύδωρου από τον βασιλιά και φίλο της Πολυμήστορα, στον οποίο είχε εμπιστευθεί τη φύλαξή του. Στερημένη την πόλη της, τον πλούτο της, και τώρα το μονάκριβο γιό της, η Εκάβη καταρρέει ηθικά, αποκτηνώνεται, ζητά εκδίκηση. Σκοτώνει τον Πολυμήστορα και τυφλώνει τα δύο του παιδιά. Η εκδίκηση την αναζωογονεί.
Η ηθική μας συγκρότηση, παρατηρεί εύστοχα η Νουσμπάουμ, δεν αποτελεί τόσο ένα ατομικό κατόρθωμα, όσο ένα κοινωνικό επίτευγμα – προϋποθέτει στοιχειώδεις σχέσεις εμπιστοσύνης και κοινωνικής λειτουργικότητας. Όταν το αίσθημα δικαιοσύνης καταπατείται και η εμπιστοσύνη σε πρόσωπα και θεσμούς θρυμματίζεται, διαβρώνεται ο «κοινός λόγος» που άρρητα διαπερνά την έλλογη συλλογικότητα και καταστρέφεται η κοινωνική βάση που απαραίτητα συγκροτεί την υπόστασή μας ως έλλογα-ηθικά όντα· ο δήμος εκπίπτει σε όχλο, ο πολίτης σε τραμπούκο.
Εν κατακλείδι, η οχλοποίηση του δήμου παράγεται από συγκεκριμένες κοινωνικές διεργασίες μέσω των οποίων η πολιτική αλλοτριώνεται σε διεφθαρμένο ή ιδιοτελή πολιτικαντισμό και η κομματική-συντεχνιακή-κλικαδόρικη ιδιοτέλεια εκτοπίζει τον «κοινό λόγο» των θεσμών. Η «άξεστη βία» θρέφεται αφενός μεν από αυτο-εξυπηρετικές πρακτικές που συστηματικά εκφυλίζουν την πολιτική κοινότητα, αφετέρου δε από την απουσία εμπνευσμένης ηγεσίας ικανής να αρθρώσει αξιόπιστα την εναλλακτική «φωνή». Η οχλοκρατική βία είναι η άλλη όψη της φαυλοκρατίας.