Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ


www.koinonikossyndesmos.com

Ιδρυτική Διακήρυξη


Η φοβερή κρίση που πλήττει σήμερα την Ελλάδα αποδεικνύει καθημερινά ότι τα πολιτικά κόμματα και τα στελέχη τους, με λιγοστές φωτεινές εξαιρέσεις, είναι ανεπαρκή, ανίκανα να ανταποκριθούν στη σοβαρότητα των περιστάσεων.
Αυτό το επικίνδυνο για τη δημοκρατία μας γεγονός θέτει επιτακτικά σε όλους τους πολίτες το αίτημα να αναλάβουν ενεργότερο ρόλο για το μέλλον τους. Μπροστά στην κατάσταση αυτή, εμείς, μια ομάδα Ελληνίδων και Ελλήνων που δεν αντέχουμε πια να παρακολουθούμε με σταυρωμένα τα χέρια τον τόπο μας να καταστρέφεται, αποφασίσαμε να ιδρύσουμε τον Κοινωνικό Σύνδεσμο, ως όργανο έκφρασης των αγωνιών και, κυρίως, των ελπίδων μας.

Προερχόμαστε από όλες τις γωνιές της χώρας κι από ευρύ επαγγελματικό, κοινωνικό και μορφωτικό φάσμα. Διαφορετικές είναι και οι πολιτικές διαδρομές μας. Ορισμένοι δεν ασχοληθήκαμε ποτέ ενεργά με τα κοινά, κάποιοι μετείχαμε σε μη κομματικούς φορείς, ενώ άλλοι υπήρξαμε στο παρελθόν μέλη κομμάτων. Τώρα, όμως, μας ενώνει όλους η απόφαση να αναλάβουμε την ευθύνη που μας αναλογεί για την εθνική ανόρθωση.
Ο Κοινωνικός Σύνδεσμος έχει ως σκοπό να προωθήσει την πληροφόρηση, το διάλογο και, κυρίως, τη δράση, ώστε η κοινωνία των πολιτών να ενεργοποιηθεί και να αναλάβει θετικές πολιτικές πρωτοβουλίες.

1. Η κρίση και οι κίνδυνοι
Η παραλυσία της πολιτικής απειλεί τη χώρα με τον κίνδυνο μιας αυριανής οικονομικής καταστροφής -καταστροφής που θα μας ρίξει σε συνθήκες αδιανόητης φτώχειας και εξαθλίωσης. Την εξαθλίωση τη ζουν ήδη οι άνεργοι και οι κοινωνικά αποκλεισμένοι, ενώ κινδυνεύουν να περιπέσουν σ’ αυτήν μεγάλες ομάδες πολιτών, από διάφορες οικονομικές τάξεις.

Ήδη σήμερα βιώνουμε την αποσύνθεση του κράτους και την ανεξέλεγκτη επέκταση της ανομίας κάθε είδους -από το μεγάλο οικονομικό έγκλημα και την αντι-κοινωνική βία των οργανωμένων συμφερόντων ως την κοινή εγκληματικότητα που έχει μεταμορφώσει σε ζούγκλα μια χώρα που ήταν πριν λίγα χρόνια όαση ανθρωπιάς και ασφάλειας. Οι Ελληνίδες και οι Έλληνες συνειδητοποιούν καθημερινά, με απόγνωση, ότι ζουν σε ένα κράτος ανάξιο να εφαρμόσει στοιχειωδώς την έννομη τάξη, δηλαδή την αναγκαία συνθήκη της κοινωνικής ειρήνης, ανίκανο να ανταποκριθεί στο στοιχειώδες καθήκον της σωστής επιτήρησης των συνόρων του, άβουλο παρατηρητή των εξελίξεων, εξωτερικών και εσωτερικών. Αποτέλεσμα είναι ο κοινωνικός ιστός να διαλύεται και μεγάλα τμήματα του πληθυσμού να πέφτουν εύκολα θύματα της ιδεολογικής αλλοτρίωσης που θεωρεί τον καταστροφικό μηδενισμό ή την απάθεια αποδεκτές πολιτικές αντιδράσεις.

Όμως, με όλα της τα δεινά, η κρίση έκανε ένα μεγάλο καλό: αποκάλυψε σε όλη του την τραγική έκταση τον πυρήνα της εθνικής μας παθολογίας. Η παραγωγική βάση έχει συρρικνωθεί, ενώ έχουν διογκωθεί το δυσλειτουργικό, αναποτελεσματικό και συχνότατα διεφθαρμένο πελατειακό κράτος -γέννημα-θρέμμα της κομματοκρατίας- καθώς και η παρασιτική οικονομία που αυτό εξέθρεψε και συντηρεί. Τα εισοδήματα που παρέχει το κράτος, είτε νόμιμα είτε παράνομα, από τα κέρδη μεγάλων επιχειρηματιών μέχρι και τα πενιχρά, αλλά συχνά μη δικαιολογημένα επιδόματα, έγιναν η ατμομηχανή μιας πλασματικής ανάπτυξης, ενώ η ανταγωνιστική παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών παρέμεινε ισχνή.

Το πρόβλημα είναι, βέβαια, παλιό. Όμως, ενώ οι δύο μεγάλες πολιτικές κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης, δηλαδή η είσοδός μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η ένταξή μας στην ΟΝΕ, είχαν δημιουργήσει τις ευκαιρίες και είχαν προσφέρει τα μέσα για να το λύσουμε, το κομματικό σύστημα αγνόησε επιδεικτικά τις ευκαιρίες, ενώ με τη συνέργεια του πελατειακού κράτους και των συμφερόντων που αυτό εξυπηρετεί, καταχράστηκε προκλητικά τα μέσα, με αποτέλεσμα η διπλή ευρωπαϊκή μας ένταξη, αντί να λειτουργήσει ως ευκαιρία για ανασυγκρότηση, να γιγαντώσει το παλιό πρόβλημα—που είναι και η αιτία της σημερινής κρίσης—κρύβοντας τις ολέθριες συνέπειές του πίσω από την απατηλή εικόνα μιας πλασματικής ευημερίας.

Ο οικονομικός καταποντισμός της Ελλάδας συνδυάζεται με την απόλυτη απαξίωσή της στον ευρωπαϊκό χώρο. Η Ελλάδα, από την ημέρα της ένταξής της στην Ευρώπη, πολιτεύτηκε αποδεχόμενη επισήμως τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αλλά εμμένοντας ουσιαστικά στην εσωστρεφή νοοτροπία της. Αποτέλεσμα είναι ότι αντί να πλησιάσει την υπόλοιπη Ευρώπη, απομονώθηκε από αυτήν πολιτικά και κοινωνικά, έτσι ώστε να διαφοροποιούμαστε σήμερα ακόμη κι από τις εκείνες χώρες της Ένωσης που αντιμετωπίζουν τα ίδια ή αντίστοιχα προβλήματα με εμάς, κινδυνεύοντας πλέον να βρεθούμε όχι μόνον έξω από την Ευρωζώνη, αλλά ακόμα και από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Καθοριστικό ρόλο σε αυτό το κατρακύλισμα έπαιξε η κυριαρχία μιας νοοτροπίας διεκδικήσεων και παροχών—εκφυλισμένο αντίγραφο ιδεών που γεννήθηκαν σε άλλους καιρούς, με άλλες ανάγκες και προβλήματα—που εδώ και μερικές δεκαετίες διέβρωσε όλο το πολιτικό σύστημα και κυριάρχησε στη συνείδηση πολλών πολιτών. Ορίζοντας τον πολίτη ουσιαστικά ως αντίπαλο και όχι ως μέρος της πολιτείας, η νοοτροπία αυτή επέβαλε ως μοναδική εκδοχή του κοινωνικού διαλόγου τη γλώσσα των δικαιωμάτων και των απαιτήσεων. Όμως, σε μια πλουραλιστική δημοκρατία με υπεύθυνους πολίτες, τα δικαιώματα πηγαίνουν χέρι-χέρι με τις υποχρεώσεις. Παραγράφοντας αυτή τη βασική αρχή, αφήσαμε να κυριαρχήσει στη δημόσια ζωή ο χειρότερος εαυτός μας, με όλα τα τραγικά συνεπακόλουθα. Θεωρήσαμε ότι το κράτος είναι κάτι ξένο από εμάς και επιδοθήκαμε στη λεηλασία των κοινών αγαθών. Το γενικό συμφέρον αντικαταστάθηκε από σχέσεις πελατείας και ιδιοτέλειας. Πολλές φορές ενεργήσαμε σα να μην αγαπάμε την πατρίδα μας.

Η δημοκρατία, όμως, όπως εφεύρεθηκε σ’ αυτόν τον τόπο, είναι ένα πολίτευμα που αποδέχεται την τραγική φύση της ανθρώπινης πράξης -που σημαίνει την ωριμότητα, αλλά και την αποδοχή της ευθύνης, που είναι το βαρύ τίμημα της ελευθερίας. Δεν μπορούμε συνεχώς να μεμφόμαστε κάποιον άλλο για τις επιλογές μας. Για να προχωρήσουμε, πρέπει να κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και να αναλάβουμε τις ευθύνες μας.

2. Το όραμά μας
Είναι κατανοητή η οργή και η απελπισία των πολιτών μπροστά στη δεινή κατάσταση που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Όμως, αν θέλουμε να πάμε μπροστά, πρέπει να αφήσουμε τέτοια αισθήματα πίσω μας και να τα μετατρέψουμε σε θετικό όραμα και έργο. Γιατί, όσοι αγαπούμε αυτό τον τόπο, γνωρίζουμε ότι οι Ελληνίδες και οι Έλληνες διαθέτουμε τεράστια αποθέματα φιλοπατρίας και δημιουργικότητας. Αποθέματα που αν ενεργοποιηθούν αποτελεσματικά μπορούν να αποτελέσουν τον άξονα μιας νέας εθνικής ανόρθωσης.

Το όραμα που εμπνέει τον αγώνα της ανόρθωσης είναι κοινό για τους περισσότερους συμπολίτες μας, έστω κι αν δεν το εκφράζουμε πάντα όλοι με τα ίδια λόγια. Θέλουμε την Ελλάδα μια πραγματική ευρωπαϊκή δημοκρατία, με ξεκάθαρη διάκριση εξουσιών, με σύγχρονο κοινωνικό κράτος, με θεσμούς που να εγγυώνται την ασφάλεια και τη δικαιοσύνη για όλους τους πολίτες. Για να κυριαρχήσει, όμως, το όραμα αυτό στην ψυχή μας και να γίνει πράξη, δεν μπορεί να οδηγείται από την τυφλή μίμηση ξένων προτύπων. Πρέπει να αποζητά τη δημιουργική τους αφομοίωση, με οδηγό τις καλές μας όψεις -αυτές που μας κάνουν, πέρα και πίσω από την οργή και την απελπισία, να αγαπάμε βαθειά τον τόπο μας. Οι καλές αυτές όψεις δεν είναι άλλες από τις αρετές που δείχνουμε στις ωραιότερες στιγμές μας, δηλαδή η υγιής, δημιουργική ατομικότητα που δεν αντιμάχεται την κοινωνία, αυτή που εκφράζει μοναδικά η λέξη "μεράκι", αλλά και η άλλη της όψη, η αλληλέγγυα συλλογικότητα που βασίζεται στο φιλότιμο, αυτή που ενσαρκώνεται στην ανοιχτόκαρδη ελληνική παρέα, που δεν πνίγει, αλλά στηρίζει το άτομο. Οι Ελληνίδες και οι Έλληνες ξέρουμε και θέλουμε να δουλεύουμε σκληρά. Είμαστε πολυμήχανοι, εξωστρεφείς και φιλοπρόοδοι, νοιαζόμαστε για τους κοντινούς ανθρώπους μας. Κι η πιο μεγάλη απόδειξη για τούτο είναι το πόσο διαπρέπουμε όταν βρισκόμαστε έξω από το διαλυτικό σύστημα της σημερινής Ελλάδας, στο εξωτερικό, σε χώρες που παρέχουν σταθερότητα και λειτουργούν με νόμους που εγγυώνται την κοινωνική συνοχή. Αυτές οι αρετές είναι που πρέπει να μας οδηγήσουν να χτίσουμε μια κοινωνία φιλελεύθερη, αλλά με κανόνες, που δεν θα μετατρέπει τη φιλία σε σχέση πελατειακή και τη συγγένεια σε προνόμιο, που θα διαλέγεται με τον κόσμο χωρίς να χάνει τη δική της φωνή.

Στην ψυχή μιας τέτοιας ανορθωτικής προσπάθειας πρέπει να πάλλει η παιδεία, αυτή ακριβώς που τις τελευταίες δεκαετίες κακοποιήσαμε βάναυσα. Η παιδεία που φωτίζει τον άνθρωπο και πλουτίζει την κοινωνία, αυτή που για να την προσφέρουν στα παιδιά τους κάνουν τις μεγαλύτερες θυσίες οι Ελληνίδες και οι Έλληνες γονείς, δείχνοντας έμπρακτα την πίστη τους στην αξία της.

Αλλά, βέβαια, το αίμα που τρέφει τη χώρα είναι η οικονομία -και οικονομική ανόρθωση σημαίνει σήμερα καταρχάς κάλυψη του παραγωγικού ελλείμματος. Σημαίνει, κυρίως, μετάβαση σ’ ένα οικονομικό υπόδειγμα εξωστρεφές και ανταγωνιστικό. Μόνον αυτό ταιριάζει σε μια κυρίαρχη, δημοκρατική χώρα. Στο εξής θα πρέπει να αξιοποιούμε την ένταξή μας στην Ευρώπη, αλλά και κάθε διεθνή μας συνεργασία, όχι—όπως μέχρι σήμερα—για ενίσχυση του παρασιτισμού και της απραξίας, αλλά για να τοποθετηθούμε στην παγκόσμια οικονομία με ένα δικό μας μοντέλο παραγωγής. Να αξιοποιήσουμε τις ευκαιρίες που δίνει ο τόπος, τις ιδιαιτερότητες των αρετών μας, τη μικρή κλίμακα και τους ανοιχτούς ορίζοντες που ανέκαθεν χαρακτήριζαν ένα μέρος του Ελληνισμού, αξιοποιώντας τις και για την προσωπική προκοπή, αλλά και για το καλό του τόπου.
Παντού στην Ελλάδα υπάρχουν παραγωγικές δυνάμεις, φυλακισμένες τόσα χρόνια από το υπερτροφικό κράτος, τη γραφειοκρατία, τη διαφθορά και την κακή μεταπολιτευτική νοοτροπία που περιγράψαμε. Δυνάμεις ζωντανές και καινοτόμες. Μόνον αν απελευθερωθούν, κάνοντας τόπο στη δημιουργικότητα, την επινοητικότητα, το μεράκι και την όρεξη των Ελληνίδων και των Ελλήνων για δουλειά και πρόοδο, θα μπορέσουμε να χρησιμοποιήσουμε τις ευκαιρίες που δίνουν πλουσιοπάροχα ο τόπος μας, η διεθνής κοινότητα, η σύγχρονη εποχή και η τεχνολογία.

Αλλά και ο δημόσιος τομέας, που τόσο τον έχουμε ανάγκη, αν λειτουργεί αποτελεσματικά θα μπορέσει να ανασχηματισθεί ουσιαστικά μόνον αν στηρίζεται και αντλεί πόρους από έναν υγιή ιδιωτικό. Μόνο έτσι θα μπορέσει, εκσυγχρονίζοντας τη λειτουργία του, να ανταμείβει δίκαια τους άξιους δημόσιους λειτουργούς—όσοι είναι, πολλοί ή λίγοι—που χάρη σε αυτούς, χάρη στη δική τους ικανότητα και θέρμη, το κράτος μας δεν έχει ήδη σήμερα βουλιάξει.

Το κοινωνικό κράτος –παιδεία, υγεία, συντάξεις, επιδόματα– έχει κτιστεί άναρχα, σπάταλα και, κυρίως, άδικα. Μπορούμε, με τους ίδιους πόρους που δαπανούσαμε μέχρι τώρα ως ποσοστό του ΑΕΠ, να καλύψουμε ικανοποιητικά τις ανάγκες των πιο φτωχών, δημιουργώντας δίχτυ ασφαλείας και καλές κοινωνικές υπηρεσίες για όλους. Πρέπει όμως να υπάρξει εσωτερική αναδιανομή, από τα προνόμια των συντεχνιών προς το γενικό πληθυσμό και από τα συμφέροντα της γραφειοκρατίας προς τις πραγματικές ανάγκες του πολίτη. Να περάσουμε, δηλαδή, από την αναρχία στην πραγματική εφαρμογή του σύγχρονου κοινωνικού κράτους, που βασίζεται στο κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ της ελεύθερης αγοράς και των αρχών της δημοκρατίας.

Η πορεία προς το όραμα, με την ανάδειξη των αρετών μας, απαιτεί τη θέσπιση και τη σωστή λειτουργία των θεσμών που θα βοηθήσουν στην αποκατάσταση της διαρρηγμένης σχέσης κράτους και πολίτη, προς όφελος της κοινωνίας και στη βάση του δημοσίου συμφέροντος. Αν θέλουμε να αφήσουμε πίσω τον κακό εαυτό μας, πρέπει να κάνουμε όλοι μαζί μια νέα μεταπολίτευση, ουσιαστικά δημοκρατική, καταργώντας το πελατειακό, αναποτελεσματικό, αδιαφανές και έντονα απονομιμοποιημένο πολιτικό σύστημα –γεγονός που προϋποθέτει τις απαραίτητες συνταγματικές και νομοθετικές τομές που θα βαθύνουν τη λειτουργία της δημοκρατίας.

Όμως τέτοιες μεταρρυθμίσεις θέλουν το χρόνο τους, ενώ τα γεγονότα τρέχουν. Έτσι, αν δε θέλουμε να μας βρουν μεγάλες συμφορές, η πορεία μας πρέπει να αρχίσει τώρα, με άμεσο πολιτικό ζητούμενο τη συντεταγμένη μετάβαση από το παλιό στο καινούργιο, ώστε να μην συμπαρασυρθεί σε συνολικό αδιέξοδο η χώρα.

3. Οι προτεραιότητες
Η πρώτη προτεραιότητα για την επόμενη περίοδο είναι μια κυβέρνηση που θα έχει σκοπό να συμβάλλει στην ανάταξη της χώρας κι όχι να εξυπηρετήσει άνομα συμφέροντα, ούτε να προάγει εγωιστικές φιλοδοξίες, ή να επιβάλλει καταστροφικές, αποτυχημένες ιδεολογίες. Μια τέτοια, κυβέρνηση, καθώς και όλες οι θετικές πολιτικές δυνάμεις και οι ενεργοί πολίτες που επιθυμούν τη δημιουργική έξοδο από την κρίση, θα πρέπει να συνταχθούν με τους παρακάτω άξονες:
Εθνικός στόχος είναι να μετέχουμε ενεργά στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη ζώνη του Ευρώ. Η έξοδος από την ελληνική κρίση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε συνεννόηση και διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους εταίρους, όμως η διαπραγμάτευση θα αποδώσει μόνο αν η ελληνική πολιτική ηγεσία διαμορφώσει το δικό της αναγκαίο σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής και, ταυτόχρονα, αναδιάρθρωσης και ανάπτυξης, που να μπορεί να το υποστηρίξει μπροστά στο λαό και στην Ευρώπη. Δεν μπορεί να συνεχίσει να κρύβεται πίσω από τον καταναγκασμό των ξένων.

Η δημοσιονομική πειθαρχία είναι απαραίτητη. Πρέπει να υπάρξουν πρωτογενή πλεονάσματα σε σύντομο χρόνο, γι' αυτό είναι απαραίτητο να μειωθούν οι θέσεις εργασίας στο Δημόσιο. Αυτό είναι καλύτερα να γίνει καταργώντας οργανισμούς και διευθύνσεις που δεν προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο, χωρίς να υπάρξουν άλλες οριζόντιες περικοπές εισοδημάτων. Η αύξηση των κρατικών εσόδων, στο μέτρο που είναι εφικτή, πρέπει να προέλθει στο εξής μόνον από τη βελτίωση των μηχανισμών ελέγχου και είσπραξης.

Αλλά βέβαια η ουσιαστικότερη πηγή νέου εθνικού πλούτου και για το κράτος είναι η παραγωγική οικονομία. Για να δραστηριοποιηθεί ο ιδιωτικός τομέας χρειάζονται συνθήκες ηρεμίας, σταθερότητας, βεβαιότητα ως προς το νόμισμα, τη χρηματοδότηση, τους φορολογικούς αλλά και τους άλλους νόμους. Το βασικό θεσμικό πλαίσιο δεν γίνεται να αλλάζει διαρκώς, όπως μέχρι σήμερα, ενώ η γραφειοκρατία πρέπει να περικοπεί ριζικά και γρήγορα.

Για να προκόψει ο τόπος θέλει ανοιχτά σχολεία, ανοιχτά πανεπιστήμια, ανοιχτά δικαστήρια, συγκοινωνίες που να λειτουργούν συνεχώς, κράτος που να δουλεύει αποτελεσματικά. Καμία κατάληψη, καμία καταστροφή, καμία ανεύθυνη ή γραφειοκρατική κωλυσιεργία δε μας βοηθά να λύσουμε τα προβλήματά μας. Αντίθετα βαθαίνουν επικίνδυνα την κρίση.

Είναι βέβαιο ότι τα παραπάνω δεν μπορούν να τα διασφαλίσουν καμία μονοκομματική κυβέρνηση, αλλά ούτε και ευκαιριακές συνεργασίες ανάγκης που θα λειτουργήσουν μόνον ως πρόσχημα, για την εξυπηρέτηση απώτερων φιλοδοξιών. Πρέπει αμέσως να μπουν στην άκρη οι εγωισμοί, οι ιδεολογικές διαφορές και το κομματικό όφελος. Για να αναλάβουν το δύσκολο έργο της ανάταξης πρέπει να προκριθούν οι καταλληλότεροι, οι άριστοι -όχι οι κομματικά ημέτεροι ή οι πελατειακά αρεστοί.

Όταν αρχίσει να αναπτύσσεται η οικονομία, θα μπορέσουμε πάλι να συζητήσουμε, να διαφωνήσουμε και να αναμετρηθούμε για ζητήματα όπως τα όρια του κράτους, οι εργασιακές σχέσεις κι οι ευθύνες του παρελθόντος. Αυτή τη στιγμή όμως προέχει το εθνικό έργο της ανάταξης.

4. Οι πολίτες και τα κόμματα
Η ανόρθωση που περιγράψαμε ίσως φαντάζει ουτοπική, ιδιαίτερα σε στιγμές κρίσης. Δεν είναι όμως. Την ίδια στιγμή, δε θα είναι εύκολη. Χρειάζεται αρχικά η σκληρή απόφαση της αυτογνωσίας, κι έπειτα κόπος και αγώνας, συνεννόηση και επιμονή - δηλαδή τα ακριβώς αντίθετα από όσα τάζουν τα σημερινά κόμματα στους πολίτες, θεωρώντας τους άβουλα, ανόητα όντα που μπορούν να τραφούν με την ελπίδα άκοπων, μαγικών λύσεων.
Απαραίτητη συνθήκη για να προχωρήσουμε στην υλοποίηση του οράματος είναι η ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών, ώστε το πολιτικό τοπίο να μπολιαστεί με νέα πρόσωπα, νέες ιδέες και νέες δράσεις, σπάζοντας τα στεγανά που κρατούν μέχρι σήμερα το πολιτικό σύστημα κλειστό, δέσμιο των κομμάτων, της οικογενειοκρατίας, αντικοινωνικών συμφερόντων και κομματικά εξαρτημένων συντεχνιακών ηγεσιών.

Η ενεργοποίηση αυτή γίνεται σήμερα εφικτή χάρη στη ριζική αναδιάταξη της κομματικής μας γεωγραφίας που δημιούργησε η κρίση. Οι παραδοσιακοί διαχωρισμοί σε "δεξιά", "κέντρο" και "αριστερά" έχασαν το νόημά τους, αφού οι Ελληνίδες και οι Έλληνες χωρίζονται τώρα σε δύο διακριτές ομάδες, με κριτήριο το μόνο ουσιαστικό δίλημμα που τίθεται σήμερα: εμμονή στο αποδεδειγμένα αποτυχημένο παλιό μοντέλο ή αγώνας για να χτιστεί το καινούργιο;

Με την πρώτη επιλογή συντάσσεται μια μειοψηφική μερίδα του ελληνικού λαού, που όμως δυστυχώς περιλαμβάνει την πλειοψηφία του υπάρχοντος πολιτικού προσωπικού. Όσοι ανήκουν σε αυτήν, θέλουν να προστατεύσουν κεκτημένα, ατόμων ή ομάδων εις βάρος του κοινωνικού συνόλου, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι η κρίση δε θα αφήσει κανένα από αυτά όρθιο, κι ότι, κατά συνέπεια, δουλεύουν εναντίον και του δικού τους συμφέροντος. Όμως η άρνηση της πραγματικότητας και η δαιμονοποίηση των άλλων –των ξένων, των εταίρων μας ή απλώς του αντίπαλου κόμματος– είναι φυσικό να αφήνει τελικά την όποια ελπίδα για ανόρθωση σε κάποιους "ηγέτες-σωτήρες", αυτούς που με στόχο το ίδιο όφελος τάζουν εξωπραγματικές λύσεις, οδηγώντας τον τόπο με σιγουριά στην καταστροφή.

Στην άλλη όχθη βρίσκεται ο μεγάλος αριθμός των Ελληνίδων και των Ελλήνων που, ενώ μένουν ακόμη χωρίς δημόσια εκπροσώπηση, εκφράζουν καθημερινά την πεποίθησή τους ότι εμείς—το κράτος, τα κόμματα, οι πολιτικοί, αλλά και οι ίδιοι οι πολίτες—εμείς δηλαδή που φέρουμε και την κυριότερη ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση, είμαστε οι κατεξοχήν αρμόδιοι να την αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά. Σε αυτήν την κατηγορία πολιτών ανήκουμε προφανώς κι εμείς που δημιουργούμε τον Κοινωνικό Σύνδεσμο. Χωρίς να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι είναι αδύνατο να δούμε το ελληνικό πρόβλημα αυτόνομα από τις εξελίξεις της ευρωπαϊκής ή της παγκόσμιας πολιτικής και οικονομίας, ξέρουμε ότι η πρωτοβουλία των κινήσεων ανήκει σ’ εμάς, τις Ελληνίδες και τους Έλληνες. Η δημοκρατία, ως αυτοαναφερόμενο πολίτευμα, χωρίς εξωτερικούς ρυθμιστές, δεν μπορεί να στηριχθεί πουθενά αλλού, παρά μόνο στην ενεργό βούληση των πολιτών της.

Γιατί δεν πρέπει να γελιόμαστε: το κύριο έλλειμμα της σημερινής πολιτικής σκηνής, και ταυτόχρονα ο βαθύτερος λόγος που δε μπορούμε να ξεφύγουμε από τα δίχτυα της κρίσης, είναι ότι κανένα από τα υπάρχοντα πολιτικά σχήματα δεν αντιπροσωπεύει αυτή τη νέα μεγάλη, ουσιαστική πλειοψηφία αρχών, με συνέπεια λόγου, πράξης και ήθους. Γι' αυτό και κανένα δεν μπορεί να εμπνεύσει τους πολίτες, αφού άλλα από τα υπάρχοντα κόμματα υπόσχονται χωρίς να υλοποιούν, επειδή δεν πιστεύουν και δεν μπορούν• άλλα, αμετανόητα στην παλαιοκομματική λογική του λαϊκισμού, τάζουν πράγματα ανέφικτα• ενώ άλλα κάνουν μεν σωστές διαπιστώσεις, αλλά απαρτίζονται από ανθρώπους που δεν έχουν δώσει δείγματα ότι εκφράζουν μια νέα νοοτροπία ή μπορούν να φέρουν εις πέρας ένα τέτοιο έργο.

Σήμερα έχουμε ανάγκη από τη γλώσσα της αλήθειας, όχι των ψευδαισθήσεων. Γιατί η γλώσσα εκπίπτει σε κενή και αναξιόπιστη ρητορική όταν αποσυνδέεται από την πράξη, ενώ αντίθετα φωτίζει και συνεγείρει όταν εκφράζει ανιδιοτελή, έμπρακτη και ρεαλιστική παρουσία.

Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο υπάρχει ανάγκη για ενέργειες που θα συνεγείρουν τους Έλληνες πολίτες γύρω από το θετικό όραμα της δημιουργίας, αλλά και για φορείς που θα μπορούν να προσφέρουν, ως έγκυρη υπόσχεση για το μέλλον, όχι μόνο τον πρότερο βίο, αλλά και όλη την προσωπική και επαγγελματική διαδρομή όσων τον αποτελούν.

5. Από το "εγώ" στο "εμείς"
Η προσπάθεια για την αναγέννηση της χώρας θα είναι επώδυνη και μακροχρόνια. Η αποδόμηση που συντελέστηκε σε βάθος στα μεταπολιτευτικά χρόνια δε μπορεί να αποκατασταθεί ούτε εύκολα, ούτε γρήγορα. Όμως δεν έχουμε παρά να πάμε μπροστά, σ’ έναν δρόμο που πρέπει να χαράξουμε βαδίζοντάς τον.

Εμείς που ιδρύσαμε τον Κοινωνικό Σύνδεσμο έχουμε κάθε διάθεση να βρούμε έδαφος συνεργασίας με όσους μέσα στα κόμματα αγωνιούν και εργάζονται για γνήσιες μεταρρυθμίσεις και δεν προτάσσουν το προσωπικό ή το μικροπολιτικό όφελος• με ομάδες πολιτών σε όλη τη χώρα που ξεκινούν παράλληλη πορεία με τη δική μας• όπως και με κάθε φορέα που μπορεί να συμβάλλει στον κοινό σκοπό της εθνικής σωτηρίας και ανόρθωσης. Αλλά, πάνω από όλα, θέλουμε να συνεργαστούμε με κάθε πολίτη που πιστεύει ότι η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να μπει ξανά στο δρόμο που αξίζει στα παιδιά μας.
Σε όλους αυτούς απευθυνόμαστε.

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

Οι βαθύτεροι παράγοντες αποτυχίας μιας μεταρρύθμισης

Του Στέφανου Μιχιώτη (*)

Η αποτυχία μιας προσπάθειας μεταρρύθμισης δεν οφείλεται ούτε στην αριθμητική υστέρηση της ομάδας των μεταρρυθμιστών ούτε σε τυχόν ελλιπή επικοινωνιακή πολιτική τους. Γιατί, αφενός οι κατανοούντες και συντασσόμενοι με την ανάγκη της ήταν πάντα ελάχιστοι σε σχέση με όσους ακολουθούν την πεπατημένη. Και παρ’ όλα αυτά, η ιστορία είναι γεμάτη από μεγάλες (και συχνά επαναστατικές) μεταρρυθμίσεις. Και αφετέρου, γιατί η σύντομη προβολή ενός οράματος – όσο σαγηνευτικά κι αν γίνει - δεν μπορεί από μόνη της να αλλάξει τις βαθύτερες αντιλήψεις του πληθυσμού στον οποίο απευθύνεται. Αυτό επαληθεύεται κυρίως στις αλλαγές δεύτερης ή τρίτης τάξης, δηλαδή στις περιπτώσεις βαθιών ή εκτεταμένων αλλαγών, όπου αμφισβητούνται ή διακυβεύονται οι αρχές και οι αξίες ενός συστήματος ή ακόμα και οι βαθύτερες πεποιθήσεις και τα σύμβολά του (Tsoukas & Papoulias, 2005). Μάλιστα, σε τέτοιες περιπτώσεις, η επίμονη προπαγάνδα οδηγεί συχνά στο αντίθετο αποτέλεσμα: οι μεταρρυθμιστές στιγματίζονται ως “υπηρέτες ξένων ή κατακτητών”.

Η αποτυχία των μεταρρυθμίσεων σχετίζεται κατά την γνώμη μου με τρία σοβαρά, αλληλένδετα και επαναλαμβανόμενα λάθη των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων, που αφορούν την σχέση τους με το ‘πεδίο εφαρμογής’, δηλαδή την επιχείρηση, τον οργανισμό, τον κλάδο ή την κοινωνία. Πρώτον, οι μεταρρυθμιστές ξεκινούν τις περισσότερες φορές από μια βαθύτερη επιθυμία τους να επιβάλλουν στο σύστημα την σωστή (κατ’ αυτούς) λύση και όχι την κατάλληλη. Δεύτερον, δεν εξετάζουν σε βάθος την συλλογική κουλτούρα του συστήματος και δεν λαμβάνουν υπόψη την ισχύ των βαθύτερων πεποιθήσεών του. Και τρίτον, αγνοούν μερικές χρήσιμες λεπτομέρειες που χαρακτηρίζουν την καθημερινότητα του συστήματος. Ας τα δούμε αυτά λίγο πιο αναλυτικά.

Στο μεγαλύτερο μέρος του 20ο αιώνα επικράτησε μια γραμμική - μηχανιστική κοσμοαντίληψη, που θεωρούσε τα ανθρώπινα συστήματα σαν αδρανειακές μάζες, η λειτουργία των οποίων θα μπορούσε να ‘ρυθμιστεί’ (δηλαδή να ελεγχθεί) με καλά σχεδιασμένες διαδικασίες και εντολές. Αυτό οδήγησε στην ιδέα κατάστρωσης περίπλοκων, εργαστηριακά κατασκευασμένων, σεναρίων, μέσω των οποίων οι ειδικοί ήλπιζαν πως θα μπορούσαν να προβλέψουν την εξέλιξη μιας πορείας αλλαγής και να αντιμετωπίσουν τις αποκλίσεις από το αρχικό σχέδιο (Wheatley, 1992, Dimitrov, 2005). Όπως όμως αποδεικνύεται στην πράξη, δεν μπορούμε να σχεδιάσουμε και να δράσουμε σε ένα “κενό πλαίσιο” (empty context), καθώς ο κόσμος μας κάθε άλλο παρά άδειος είναι. Ίσα-ίσα, είναι γεμάτος από διαφορετικές, ισχυρές και ανταγωνιστικές ιδέες, φωνές και στάσεις, που στο σύνολό τους συνθέτουν αυτό που ονομάζουμε κοινωνική πολυπλοκότητα (Kahane, 2010). Και όπως τα στοιχεία αυτά είναι άκρως προσωπικά, έτσι είναι και οι ερμηνείες της πραγματικότητας: πολλές και προσωπικές (Maturana & Varela, 1980, 1987). Το γεγονός αυτό οδηγεί τις διάφορες ομάδες των κοινωνικών εταίρων να επιστρατεύουν τις δικές τους στερεοτυπικές ερμηνείες και να δυσκολεύονται να κατανοήσουν την “άλλη πλευρά”.

Τον γόρδιο δεσμό καλούνται να λύσουν οι ειδικοί. Όπως όμως όλοι οι άνθρωποι, έτσι και αυτοί βλέπουν τα πράγματα μέσα από τα δικά τους μάτια, ερμηνεύουν (ή παραβλέπουν) τα δεδομένα με βάση τις δικές τους αντιλήψεις και συχνά επικρίνουν τις καταστάσεις με βάση τα δικά τους πρότυπα. Κι όλα αυτά, στηριζόμενοι σε μια ψευδαίσθηση ισχύος και ‘αντικειμενικότητας’, που απορρέει από μια παραπλανητική ερμηνεία της ιδιότητας και της θέση τους. Στην συνείδηση των περισσοτέρων, το “είμαι ειδικός” σημαίνει “ξέρω περισσότερα και κρίνω αντικειμενικά”, αντί του (λειτουργικότερου) “μπορώ να βλέπω καθαρότερα και να μαθαίνω ευκολότερα”. Αυτή η ερμηνεία είναι κυρίαρχη και δυστυχώς οδηγεί πολλούς να αποκλείσουν στην πράξη απόψεις, ανάγκες και ιδέες όσων θεωρούν μη-γνώστες, υποδεέστερους ή μέρη του προβλήματος (το οποίο οι ίδιοι προσπαθούν να επιλύσουν).

Με το πρόσχημα αυτό, πολλοί μεταρρυθμιστές πολιτικοί ηγέτες περιορίζουν τους “άλλους” σε μια τυπική και μόνον εμπλοκή στην όλη διαδικασία της μεταρρύθμισης ή σε έναν προσχηματικό “διάλογο” λίγο πριν το στάδιο της εφαρμογής της. Αυτό όμως, λόγω της καχυποψίας και της μη-συνέργειας που παράγει, δημιουργεί και ένα άλλο πρόβλημα, λεπτοφυές αλλά σημαντικότατο. Οι σχεδιαστές της αλλαγής δεν έχουν πλέον πρόσβαση σε μερικές κρίσιμες πληροφορίες, που είτε δεν διατυπώνονται σαφώς σε “ξένους”, είτε υπονοούνται ως ευκόλως εννοούμενες μεταξύ των μελών του συστήματος, είτε ακόμα παραμένουν ανείπωτες. Όπως για παράδειγμα, εκείνες οι μικρές ιστορίες που συνθέτουν την καθημερινότητα των ανθρώπων και δείχνουν το πώς αυτοί αντιλαμβάνονται τα πράγματα ή τις πολύπλοκες και συχνά αντιφατικές σχέσεις που τους συνδέουν. Παρά τις τεχνικές γνώσεις και τις καλές προθέσεις τους, οι σχεδιαστές της αλλαγής αγνοούν αυτές τις λεπτομέρειες. Αγνοούν δηλαδή το ουσιαστικό υπόβαθρο των καταστάσεων που εξετάζουν - αυτό που δημιουργεί την πολύτιμη ισορροπία (που πρέπει να διαφυλαχθεί), αλλά και την απειλητική αστάθεια (που πρέπει να αντιμετωπισθεί).

Γι αυτό και τις περισσότερες φορές, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Όσο λεπτομερειακά κι αν είναι σχεδιασμένος ο “οδικός χάρτης”, θα στηρίζεται πάντα σε ερμηνείες και εκτιμήσεις “ξένες”. Κι έτσι, η διαδρομή θα επιφυλάσσει πάντα εκπλήξεις, ανυπέρβλητες χωρίς την (ήδη απωλεσθείσα) συνέργεια του υποκειμένου στην μεταρρύθμιση. Γιατί μια τέτοια διαδρομή θα είναι πάντοτε αχαρτογράφητη - αλλιώς δεν θα ήταν μεταρρύθμιση, αλλά ένα απλό παζλ προς επίλυση.
Επιπλέον, η κυρίαρχη προσέγγιση της σχεδιασμένης αλλαγής δεν αντιλαμβάνεται ότι οι βαθιές αλλαγές είναι μη γραμμικές. Αυτό σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να “τα αλλάξει κανείς όλα” - κάτι που μάλλον ακούγεται σαν αφελής προσδοκία και στόχος ανόητος (άνευ νοήματος), μια που απαιτεί τεράστια ποσά ενέργειας και χρόνου, που ποτέ δεν διατίθενται. Τουναντίον, όπως ισχυρίζεται η αναδυόμενη μη-γραμμική αντίληψη, αρκεί να εντοπισθούν μερικοί κρίσιμοι παράγοντες, που μπορούν να δράσουν σαν καταλύτες, ελκύοντας την συνολική συμπεριφορά του συστήματος προς μια νέα κατεύθυνση. Αλλάζοντας αυτοί, μπορεί να αλλάξει το όλο σύστημα! (Michiotis & Cronin, 2011).
Πλην όμως, οι παράγοντες αυτοί, που σχετίζονται με τα βαθύτερα (αρχετυπικά) χαρακτηριστικά του συστήματος, δεν είναι άμεσα ορατοί στους σχεδιαστές, αλλά ούτε και στους ηγέτες μιας αλλαγής, καθώς αμφότεροι βρίσκονται μέσα στο συλλογικό μοτίβο. Όσο μάλιστα αυτοί δεν ‘βλέπουν’ τα πράγματα και από μια διαφορετική οπτική, τόσο δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν τον δικό τους ρόλο στο πρόβλημα (με όσα κάνουν και με όσα παραλείπουν να κάνουν) και να σχηματίσουν μια μεγαλύτερη, πιο περιεκτική εικόνα του πολύπλοκου προβλήματος. Αδυνατούν έτσι να δουν κατά πόσο η σωστή γι αυτούς λύση θα είναι και κατάλληλη για το σύστημα. Κατά πόσο δηλαδή θα είναι συμβατή με την κουλτούρα (ή τον ψυχισμό, όπως συνηθίζουμε να λέμε) του πληθυσμού, που θα κληθεί να την εφαρμόσει.

Αντ’ αυτού, η συνήθης πρακτική τους είναι η απόπειρα διαχείρισης των συγκρουσιακών και αδιέξοδων στερεοτύπων, μέσω της επιβολής ισχύος. Κάτι που θυμίζει την απόφαση του Ξέρξη να ηρεμήσει την θάλασσα με μαστίγωμα – απλώς εδώ έχουμε και μπόλικη δόση προπαγάνδας. Όμως, αυτή η πρακτική καταλήγει σε επιλογές που περιπλέκουν το αρχικό πρόβλημα ακόμα περισσότερο και μάλιστα δημιουργούν ένα νέο, ακόμα δυσκολότερο (Watzlawik, 1974). Γιατί, όσο "περίτεχνη" κι εντατική κι αν είναι η προπαγάνδα, δεν μπορεί τελικά να αποτρέψει την ενεργοποίηση των αρνητικών αντανακλαστικών του πληθυσμού και των συνειδησιακών και ψυχολογικών αποκριμάτων του, τα οποία κάθε άλλο παρά εύκολο είναι να τα διαχειρισθεί κανείς.

Αλλά πέρα από την ανάγκη διερεύνησης και αξιοποίησης των βαθύτερων αυτών παραγόντων, υπάρχει και μια δεύτερη βασική προϋπόθεση επιτυχίας μιας μεταρρύθμισης. Οι μεταρρυθμιστές (και κατ' επέκταση η ηγεσία που μετασχηματίζει - μετουσιώνει) πρέπει να υπερβούν τους ίδιους τους εαυτούς τους. Πρέπει να πείσουν τους ανθρώπους ότι διαφέρουν από τους προκατόχους τους, ότι θέλουν και μπορούν να διασπάσουν τον φαύλο κύκλο του προβλήματος. Κάτι τέτοιο θα διέκοπτε αναμφισβήτητα το κυρίαρχο μοτίβο απαξίωσης στην συνείδηση του πληθυσμού και θα τους κινητοποιούσε υπέρ της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, που ίσως να γινόταν τότε επαναστατική. Για να συμβεί αυτό, πρέπει οι μεταρρυθμιστές αφενός να αυτό-περιορίσουν την εξουσία τους και αφετέρου να αλλάξουν πρώτα οι ίδιοι -προτού το ζητήσουν από τους άλλους- αρχίζοντας από την αλλαγή της δικής τους οπτικής και πράξης (Τσούκας, 2009). Ο συνήθης φόβος απώλειας ταυτότητας που εμποδίζει το βήμα αυτό είναι ένας εσωτερικός ‘δράκος’ που πρέπει να αντιμετωπισθεί. Όποιος έχει μπει στην ‘περιπέτεια’ να αμφισβητήσει τις ίδιες τις πεποιθήσεις του, γνωρίζει ότι όχι μόνο δεν τις απεμπολεί, αλλά τις εμπλουτίζει, τις κάνει πιο αποτελεσματικές.

Κάτι τέτοιο όμως είναι εξαιρετικά απαιτητικό και είναι αυτό που διαχωρίζει τον ηγέτη από τους διαχειριστές της εξουσίας. Αποτελεί ένα είδος θυσίας, που για να δώσει αποτελέσματα, πρέπει να είναι αυθεντική. Αλλιώς είναι ψεύτικη, γιαλαντζί. Σαν τα ντολμαδάκια! Και φυσικά όλοι μπορούμε να καταλάβουμε με την πρώτη μπουκιά αν τα ντολμαδάκια είναι γιαλαντζί. Απλώς, για τους ηγέτες (μας) παίρνει λίγο χρόνο παραπάνω...

Παραπομπές

Dimitrov V. (2005), A New Kind of Social Science: Study of self-organization in human dynamics. Lulu Press

Kahane A. (2010), Power and Love: A Theory and Practice of Social Change, Berrett-Koehler Publishers
Maturana, H. & Varela, F. (1984), Autopoiesis and Cognition: the Realization of the Living. D. Reidel Pub. Co. (Dordrecht, Holland and Boston
Maturana, H. & Varela, F. (1987). The tree of knowledge: The biological roots of human understanding. Boston: Shambhala Publications (υπάρχει και ελληνική έκδοση)
Michiotis S. & Cronin B. (2011b), “Challenging the mainstream practice of planned change in cases of higher-order transformation”, International Journal of Decision Sciences, Risk and Management, Vol. 4, No. 1/2.
Tsoukas H. (2005), “Η μεταρρύθμιση ως ψυχοθεραπεία». Στο Θ. Πελαγίδης (επιμ.), Η Εμπλοκή των Μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα, Αθήνα: Παπαζήσης, σ.83-108
Tsoukas H. & Papoulias, D. B. (2005), “Managing Third-order Change: The Case of the Public Power Corporation in Greece”, Long Range Planning, 38, 79-95.
Watzlawick et al. (1974), Change: Principles of Problem Formation and Problem Resolution, W. W. Norton and Co/NY

Wheatley M. (2003), Ηγεσία και Χάος: Η Νέα Επιστημονική Διοίκηση Επιχειρήσεων, Καστανιώτης

(*) Ο κ. Στέφανος Μιχιώτης είναι Επιστημονικός Διευθυντής, TETRAS Consultants
Ερευνητής, University of Greenwich Business School stefanos@tetras-consult.gr

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

Το πάθος της δημιουργίας


«Να δώσεις ύφος στον χαρακτήρα σου – μια μεγάλη και σπάνια τέχνη» - Φ. Νίτσε

Αν και είχα προετοιμαστεί για το θάνατό του, εν τούτοις ένιωσα σα να έχανα έναν κοντινό μου άνθρωπο. Ήταν το ίδιο συναίσθημα που ένιωσα με τον θάνατο του Τζον Λένον, του Μάνου Χατζιδάκι, και του Κορνήλιου Καστοριάδη. Δεν χρειάζεται να ξέρεις έναν δημιουργό προσωπικά, είναι αρκετό να συνδεθείς με το έργο του.

Ο πρόωρος θάνατος του Στηβ Τζόμπς τερμάτισε τη ζωή ενός παθιασμένου οραματιστή που μετασχημάτισε αρκετές βιομηχανίες και άλλαξε την καθημερινότητα της ζωής μας. Πέρα από τα υπέροχα προϊόντα του, αυτό που εντυπωσιάζει είναι η προσωπικότητά του. Τα τεχνουργήματά του ήταν το αποτύπωμα μιας πολυσχιδούς, ενθουσιώδους, χαρισματικής, ευφάνταστης, βουλησιαρχικής, εποικοδομητικά ναρκισσιστικής προσωπικότητας. Δεν θα κατανοήσουμε αυτή την προσωπικότητα αν δεν καταλάβουμε την πορεία της διαμόρφωσής της.

Ο Τζόμπς ήταν παιδί των σίξτις, των Καλιφορνέζικων σίξτις. Ο απόηχος της αντικουλτούρας – η αναζήτηση αυθεντικής ατομικότητας, η αυτοπραγμάτωση, η αντισυμβατικότητα, ο συγκρητισμός – τον επηρέασε καθοριστικά. Η ατμόσφαιρα πειραματισμού της Σίλικον Βάλευ, η διαρκής αναζήτηση της καινοτομίας, και η ριψοκίνδυνη επιχειρηματικότητα διαμόρφωσαν τον ορίζοντά του. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον αναζήτησε τις συντεταγμένες της ζωής του. Παράτησε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο, παρακολούθησε στη συνέχεια, ανεπίσημα, μόνο μαθήματα που τον ενδιέφεραν (όπως η καλλιγραφία), πειραματίστηκε με ψυχεδελικά ναρκωτικά, ταξίδεψε στην Ινδία, έγινε βουδιστής, ήταν φανατικός χορτοφάγος. Στις άπειρες διακλαδώσεις του βίου, οι «υπόγειες διαδρομές» του συναντήθηκαν απρόβλεπτα (όπως συνήθως συμβαίνει) και ανέδειξαν έναν ασυνήθιστο επιχειρηματία: συγκέρασε ψηφιακή τεχνολογία, επιχειρηματικότητα, και αντικουλτούρα. Κάποτε είπε ότι οι άνθρωποι στη βιομηχανία των υπολογιστών «δεν είχαν πολύ διαφορετικές εμπειρίες στη ζωή τους, οπότε δεν έχουν πολλές τελείες να ενώσουν, και καταλήγουν σε πολύ γραμμικές λύσεις».

Ο ανήσυχος χαρακτήρας του σχετίζεται με την ασυνήθιστη ανατροφή του. Όταν γεννήθηκε, οι βιολογικοί γονείς του τον έδωσαν για υιοθεσία. Άνθρωποι της εργατικής τάξης, ευπρεπείς και στοργικοί, οι θετοί του γονείς είχαν υποσχεθεί στους βιολογικούς του γονείς, που το ζητούσαν επιμόνως, ότι θα τον έστελναν στο πανεπιστήμιο. Το έκαναν. Διακόπτοντας τις σπουδές του, όμως, ο νεαρός Στηβ ήταν σα να εξεγείρεται κατά των γονιών του. Κόβει συμβολικά τον ομφάλιο λώρο, αναζητώντας την αυτοπραγμάτωσή του. Η γνωστή τελειομανία του, που τον οδήγησε κάποτε στα όρια διατροφικής διαταραχής, εξέφραζε τη βούληση να ελέγχει το πεπρωμένο του. Ήθελε να γίνει όπως αυτός ήθελε - τέλειος. Η υιοθεσία του υπογράμμιζε την τυχαιότητα της ζωής και αναδείκνυε την ψυχική ανάγκη του να γίνει αποδεκτός από τους άλλους, κυρίως μέσα από τα έργα του. Η ισχυρή θεληματικότητά του απέρρεε από τη βαθιά επιθυμία να ορίσει ο ίδιος τη ζωή του. Οι ενδοψυχικές συγκρούσεις του δραματοποιήθηκαν στη δημόσια σκηνή - μετουσιώθηκαν σε επιχειρηματικά-τεχνολογικά ενδιαφέρουσα πράξη.
Η διαίσθησή του, ο εκρηκτικός χαρακτήρας του, και η αυτοπεποίθησή του ήταν παροιμιώδεις. Εμπιστευόταν το ένστικτό του και χρησιμοποιούσε τη διευθυντική ισχύ του για να το επιβάλλει. Οι έρευνες αγοράς ήταν για τους μέτριους, τους αναποφάσιστους, τους ξενέρωτους, όχι γι αυτόν. Αυτός ήξερε τι ήθελε και, κυρίως, ήξερε τι θα ήθελαν οι πελάτες του αν μπορούσαν να το εκφράσουν. «Συχνά οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι θέλουν μέχρι να τους το δείξεις», έλεγε.

Τα πολυσχιδή ενδιαφέροντά του ήρθαν σε ώσμωση μεταξύ τους: κατάφερε να συμβιβάσει τις αξίες της επιχείρησης με τις αξίες της αντικουλτούρας, την τεχνολογία με την αισθητική, τη λειτουργικότητα με το ντιζάϊν. Ο Τζόμπς ήταν στον αντίποδα του τεχνοκράτη. Καταλάβαινε καλά την τεχνολογία αλλά έβλεπε πολύ πιο πέρα από αυτή. Στα μαθήματα καλλιγραφίας βρήκε «ομορφιά, ιστορικότητα και καλλιτεχνική λεπτότητα με έναν τρόπο που η επιστήμη αδυνατεί να συλλάβει». Είχε το μυαλό του μηχανικού, αλλά την αισθητική του καλλιτέχνη. Ήταν ένας homo universalis.

Η δημιουργία δεν εξηγείται αιτιακά, ούτε παράγεται μηχανικά, λέει ο Καστοριάδης. Το πλήρες νόημα των πράξεών μας δεν μας είναι γνωστό τη στιγμή που συμβαίνουν. Αν και δημιουργούμε τον εαυτό μας μέσα από τις πράξεις μας, δεν γνωρίζουμε εκ των προτέρων τις βιωματικές συνέπειές τους. Η πράξη μετασχηματίζει τον δρώντα, συχνά με απρόβλεπτο τρόπο. Δίνουμε συνοχή στη ζωή μας αναζητώντας αφηγηματικά, εκ των υστέρων, το νήμα που συνδέει τις εμπειρίες μας. Συνδέοντας τις εμπειρίες – τις τελείες – σε κάθε φορά διαφορετικά συμφραζόμενα, δημιουργούμε βαθμιαία τον εαυτό μας – το προσωπικό μας ύφος. Τα μαθήματα καλλιγραφίας του Τζόμπς βρήκαν αργότερα το δρόμο τους στις γραμματοσειρές του Macintosh. Τίποτα δεν πάει χαμένο.

Στην περίφημη ομιλία του στους αποφοίτους του Στάνφορντ, το 2005, απηχώντας τον Σοπενάουερ, είπε: «δεν μπορείς να δεις όλη την εικόνα κοιτάζοντας μπροστά. Τη βλέπεις μόνο κοιτάζοντας πίσω. […] Πρέπει να πιστεύεις σε κάτι – στο ένστικτό σου, στο πεπρωμένο, στη ζωή, στο κάρμα, σε κάτι». Η πίστη σου δίνει ώθηση για δημιουργία. Τη σημασία της δημιουργίας ποτέ δεν μπορείς να την ξέρεις εκ των προτέρων, την ανακαλύπτεις αργότερα. Δρούμε κάθε φορά μέσα στην ομίχλη, βλέπουμε καθαρά από απόσταση. Να αποδέχεσαι την αβεβαιότητα, να δρας γνωρίζοντας την ανοιχτότητα του νοήματος των όσων κάνεις, να διαθέτεις εσωτερική ορμή, πάθος για αξίες, νιτσεϊκή «υπερχείλιση», να πασχίζεις να συνθέτεις τις εμπειρίες σου - αυτά συνιστούν τα σημαντικότερα γνωρίσματα του δημιουργικού ανθρώπου.

Σε ευχαριστούμε Στηβ για ό,τι μας έδωσες και για ό,τι ενσάρκωσες.

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

Σπιθαμιαίοι ηγέτες, κολοσσιαίες ζημιές



Για μια στιγμή, λίγο μετά τη δημοσιοποίηση του πορίσματος Πολυβίου, πίστεψα ότι το σχεδόν αδιανόητο θα μπορούσε να συμβεί: ο Πρόεδρος Χριστόφιας θα αναλάμβανε τις ευθύνες που ρητώς του απέδιδε το πόρισμα και θα παραιτούνταν. Έτρεφα αυτή την αμυδρή ελπίδα, όχι γιατί ο κ. Χριστόφιας μας είχε δώσει δείγματα μεγαλοσύνης ως ηγέτη, αλλά γιατί θεωρούσα ότι η λαϊκή καταγωγή του, για την οποία περηφανεύεται, θα είχε διαμορφώσει ένα άνθρωπο με μπέσα – κάποιον που τηρεί το λόγο του, που ενδιαφέρεται να προστατεύσει την υπόληψή του. Ήταν νωπή στη μνήμη μου, βλέπετε, η διαβεβαίωσή του, στο διάγγελμα της 14ης Ιουλίου: «Η απαίτηση όλων είναι να εντοπιστούν και να αποδοθούν οι ευθύνες, όποιους κι αν αυτές βαρύνουν, από το χαμηλότερο μέχρι το ανώτατο επίπεδο. Οι ευθύνες, σας διαβεβαιώ, θα αποδοθούν και θα αναληφθούν!».

Έκανα λάθος. Ο Πρόεδρος Χριστόφιας ενήργησε ως ιδιοτελής πολιτικάντης, όχι ως υπεύθυνος ηγέτης. Ενδιαφέρθηκε περισσότερο για την εξουσία και λιγότερο για το καλό του τόπου. Δεν σεβάστηκε διαδικασίες του κράτους δικαίου που ο ίδιος θέσπισε. Θυμόμαστε όλοι ότι, με διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, διορίστηκε ο έγκριτος δικηγόρος κ. Π. Πολυβίου ως μονομελής Ερευνητική Επιτροπή «για να εξετάσει το θέμα ευθύνης και/η ευθυνών για την έκρηξη […] στο Μαρί». Στους όρους εντολής περιλαμβάνονταν 12 προς διερεύνηση ζητήματα, πρώτο μεταξύ των οποίων ήταν «το σύνολο ενεργειών, παραλείψεων, γεγονότων, συνθηκών, ή το συνδυασμό τους, που οδήγησαν στην έκρηξη». Η ερευνητική διαδικασία υπήρξε άψογη, ουδείς την αμφισβήτησε.

Το Πόρισμα εκδόθηκε, οι ευθύνες αποδόθηκαν. Ποιό είναι το στάτους του Πορίσματος; Συνιστά μια απλή έκφραση γνώμης του συντάκτη του; Όχι βέβαια. Στη δημοκρατία μερικά κείμενα αποκτούν αυξημένη εγκυρότητα έναντι άλλων - δεν συνιστούν δηλαδή απλή έκφραση γνώμης - , αφού στους συντάκτες των κειμένων αυτών έχουμε αναθέσει, με βάση τις διαδικασίες του κράτους δικαίου, τη συναγωγή συμπερασμάτων για θέματα που μας απασχολούν.

Με άλλα λόγια, όταν σε ένα κράτος δικαίου επιθυμούμε να γνωρίζουμε έγκυρα, εμπιστευόμαστε τους ισχυρισμούς γνώσης (knowledge claims) που διατυπώνονται στα κείμενα των αρμοδίων οργάνων. Η διαδικασία συναγωγής της γνώσης προσδίδει εγκυρότητα στη γνώση. Αυτός είναι ο λόγος που οι αποφάσεις των δικαστηρίων ή οι Εκθέσεις του Γενικού Ελεγκτή και του Επιτρόπου Διοικήσεως, λ.χ., δεν συνιστούν απλώς μια ακόμη γνώμη, αλλά έχουν αυξημένη εγκυρότητα (και δραστικότητα) τα συμπεράσματά τους. Αυτός είναι ο λόγος που οι εκλογές και τα δημοψηφίσματα, όχι οι δημοσκοπήσεις, αποφέρουν έγκυρη γνώση σχετικά με για τις απόψεις των πολιτών.

Δεν επιδέχονται αμφισβήτηση τα επίσημα Πορίσματα; Φυσικά και επιδέχονται. Ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει. Όχι όμως οι εκπρόσωποι θεσμών – τους δεσμεύει ο ρόλος. Εφόσον στην επιτροπή Πολυβίου ανατέθηκε «η εξέταση των ευθυνών για την έκρηξη», η άρρητη παραδοχή (που στο διάγγελμα Χριστόφια μετετράπη σε ρητή δέσμευση) είναι ότι τα συμπεράσματά της θα γίνουν αποδεκτά. Όπως ο Νίξον για το σκάνδαλο Γουότεργκεητ ή ο Κένεθ Λέη στο σκάνδαλο της Enron, ο Πρόεδρος Χριστόφιας δικαιούται να έχει τη δική του εκδοχή των ευθυνών για την έκρηξη, αλλά αυτή η εκδοχή είναι μια απλή γνώμη μεταξύ πολλών – στερείται της γνωσιολογικής εγκυρότητας του Πορίσματος. Με απλά λόγια, σε ένα κράτος δικαίου, αν πρέπει να πιστέψουμε κάποιον, αυτός είναι ο κ. Πολυβίου, όχι ο κ. Χριστόφιας. Γιατί; Διότι, μέσα από τις διαδικασίες του κράτους δικαίου, έχουμε προαποφασίσει ποιόν θα εμπιστευθούμε: την ανεξάρτητη Ερευνητική Επιτροπή.

Κινήθηκε εκτός των όρων εντολής του ο κ. Πολυβίου; Όποιος διάβασε το Πόρισμα, γνωρίζει την απάντηση: κατηγορηματικά όχι. Ο κ. Πολυβίου προσκομίζει πλούσιο εμπειρικό υλικό και χρησιμοποιεί αμείλικτη καρτεσιανή λογική για τη συναγωγή των συμπερασμάτων του. Το ερμηνευτικό κλειδί για να καταλάβει κανείς το Πόρισμά του είναι η ρητή θέση του ότι η άγνοια είναι ασυγχώρητη για έναν αξιωματούχο που έχει προσωπική εμπλοκή σε θέματα μείζονος κρατικής σημασίας. Η θέση αυτή είναι απολύτως εύλογη, τόσο με βάση την κοινή λογική, όσο και με βάση τους όρους εντολής του, αφού ο κ. Πολυβίου κλήθηκε να ερευνήσει και τυχόν «παραλείψεις». Η άγνοια, στο βαθμό που προκύπτει από αδικαιολόγητες παραλείψεις του αξιωματούχου, είναι ασυγχώρητη. Ο κ. Πολυβίου, με αξιοσημείωτη επιμέλεια, αποδεικνύει ότι ο Πρόεδρος και γνώριζε (π.χ. για την επικινδυνότητα του φορτίου) και, εκεί που δεν γνώριζε, όφειλε να γνωρίζει. Το Πόρισμα περιγράφει λεπτομερώς τις παραλείψεις του Προέδρου (βλ. 444-458).

Το Πόρισμα Πολυβίου είναι αγγλοσαξονικών προδιαγραφών. Ταράζει τα μεσανατολίτικα ήθη μας και γι αυτό εκπλήσσει. Ο κ.Πολυβίου αντιμετωπίζει ίσος προς ίσον την εξουσία, δεν της χαρίζεται. Με χειρουργική ακρίβεια πηγαίνει στην ουσία των ζητημάτων που ερευνά, δεν αρέσκεται σε γραφειοκρατικές υπεκφυγές για την «εγγενή παθογένεια της διοίκησης» κλπ. Τα συστήματα διοίκησης τα κινούν άνθρωποι, οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται μόνες τους. Όπως στα πορίσματα της Επιτροπής Ρότζερς για την έκρηξη του διαστημοπλοίου «Τσάλεντζερ» το 1986, της Διακομματικής Επιτροπής για τον τυφώνα «Κατρίνα» το 2005 ή, της Επιτροπής για τη διαρροή πετρελαίου στον Κόλπο του Μεξικού το 2010 εντοπίζονται παραλείψεις συγκεκριμένων προσώπων και οργάνων, έτσι και στο Πόρισμα Πολυβίου καταλογίζεται «ασύγγνωστη αμέλεια, ολιγωρία, ανεπάρκεια», «αναβλητικότητα», και «μη εκτέλεση καθήκοντος» σε πολιτικούς αξιωματούχους, στους οποίους είχαμε εμπιστευθεί την ασφάλεια και την ευημερία μας.

Αν οι αξιωματούχοι αυτοί ήταν Ιάπωνες, το πιθανότερο είναι ότι θα έκαναν χαρακίρι. Δεν θα άντεχαν το φορτίο των τύψεων. Εδώ, αντιθέτως, έχουν το θράσος να μας κουνάνε το δάχτυλο και να μιλάνε για «πολιτικό πραξικόπημα»! Είναι εμφανές ότι δεν αναγνωρίζουν καμία άλλη αξία πέραν αυτής του προσωπικού και κομματικού συμφέροντος! Δεν σέβονται τις διαδικασίες του κράτους δικαίου, αρνούνται να υπαγάγουν τον εαυτό τους στους κοινά συμπεφωνημένους κανόνες, η τράπουλα αποδεικνύεται σημαδεμένη. Ενεργούν ως «ιδιώτες» κλονίζοντας περαιτέρω την εμπιστοσύνη μας στους θεσμούς. Ελπίζουν ότι θα ξεχάσουμε την 11η Ιουλίου 2011, απορροφημένοι καθώς θα είμαστε με τον πιθανό πλούτο που θα φέρει το φυσικό αέριο ή με – τι άλλο; - το Κυπριακό. Λησμονούν ότι το στίγμα της εγκληματικής ανευθυνότητας, ούτε εξαλείφεται, ούτε εξαγοράζεται. Θα τους συνοδεύει για πάντα.

Αν ο Πρόεδρος Χριστόφιας αναλάμβανε τις αποδεδειγμένες, πλέον, ευθύνες του με την παραίτησή του, θα είχε την ευκαιρία να περάσει στην ιστορία με μια ασυνήθιστη για τα ήθη μας πράξη, οποία θα πρόδιδε και σεβασμό των θεσμών και πολιτική γενναιότητα. Το ίδιον συμφέρον θα υπήγετο στο συμφέρον της «πόλεως», η πολιτεία θα είχε την ευκαιρία να ανακτήσει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας. Η παραίτηση θα ήταν μια υποδειγματική και, για όλους, θεραπευτική ηγετική πράξη. Αντ΄ αυτού, προσκολλημένος στην εξουσία, ο κ. Χριστόφιας διαπαιδαγωγεί μια ολόκληρη κοινωνία στην ανευθυνότητα και την ιδιοτέλεια, κλονίζει την εμπιστοσύνη μας στο αξίωμά του και την κυβέρνησή του, σπέρνει το διχασμό. Η ανευθυνότητα του ανδρός αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά…

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Βαριές κουβέντες


Το κείμενο είναι συγκλονιστικό. Διαβάζοντάς το νοιώθεις δέος για τη διεισδυτική λογική, τη θεωρητική συγκρότηση και την εμπειρική τεκμηρίωση του συντάκτη του, θαυμασμό για τον διαυγή και ευθύβολο λόγο του, οργή για την εγκληματική ολιγωρία των αρμοδίων, κατήφεια για τη γραφειοκρατική πολιτικο-διοικητική κουλτούρα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ο κ.Π. Πολυβίου, συντάκτης του Πορίσματος για τη διερεύνηση των γεγονότων και των ευθυνών που οδήγησαν στη φονική έκρηξη της 11ης Ιουλίου στο Μαρί, θα περάσει στην ιστορία ως ο συγγραφέας του πιο σημαντικού «εσωτερικού» κειμένου που γράφτηκε στην ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το Πόρισμά του, δυνητικά, μπορεί να καταστεί καταλύτης κολοσσιαίων πολιτικών αλλαγών στην Κύπρο.

Ο λόγος του είναι αναλυτικός και κοφτερός. Ο κ.Πολυβίου διακρίνει τη «θεσμική» από την «προσωπική» ευθύνη. Η πρώτη είναι απορρέει από το αξίωμα ή την αρμοδιότητα. Η δεύτερη «προκύπτει όταν κάποιος λειτουργός ή αξιωματούχος ή πολιτικό πρόσωπο, λόγω ανεπαρκών ενεργειών ή μεμπτών παραλείψεων, δεν χειρίζεται κάποιο θέμα με επάρκεια […]». «Η έννοια της ευθύνης», παρατηρεί, «ως συμφυής με τα διάφορα αξιώματα που εμπιστεύεται στους κυβερνώντες ο λαός, αποτελεί συστατικό στοιχείο τόσο του δημοκρατικού πολιτεύματος όσο και του κράτους δικαίου. […]».

Επισκοπώντας τα γεγονότα, μελετώντας κείμενα 21000 σελίδων, και αντλώντας από τις καταθέσεις 35 προσώπων, ο κ.Πολυβίου είναι σαφέστατος: «Καταλογίζω σοβαρότατη ευθύνη στον Υπουργό Εξωτερικών για ανεπάρκεια, ολιγωρία, αδιαφορία και αναβλητικότητα στην αντιμετώπιση του όλου θέματος. Έκδηλα, η ευθύνη που καταλογίζω στον Υπουργό Εξωτερικών δεν είναι μόνο θεσμική αλλά και προσωπική». Η ίδια ακριβώς φρασεολογία επαναλαμβάνεται και για τον Υπουργό Άμυνας. Η κορύφωση του Πορίσματος είναι οι ευθύνες που διεξοδικά και απερίφραστα αποδίδει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας: «[…]Το συμπέρασμα μου είναι ότι η κύρια θεσμική και προσωπική ευθύνη για την τραγωδία και τα συνεπακόλουθα της βαρύνει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας».

Τι θα κάνει τώρα ο Πρόεδρος Χριστόφιας; Στο διάγγελμά του μετά τη φονική έκρηξη είπε: «Η απαίτηση όλων είναι να εντοπιστούν και να αποδοθούν οι ευθύνες, όποιους κι αν αυτές βαρύνουν, από το χαμηλότερο μέχρι το ανώτατο επίπεδο. Οι ευθύνες, σας διαβεβαιώ, θα αποδοθούν και θα αναληφθούν!». Το περιμένουμε...

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

«Απατεώνες» , «γομάρια», και «χωριάτες»


Ο πολιτικός εκφυλισμός αποτυπώνεται και στη γλώσσα. Στο υπέροχο δοκίμιό του «Πολιτική και η Αγγλική γλώσσα», ο Τζωρτζ Οργουελ σχολιάζει διεισδυτικά το βρόχο ανατροφοδότησης μεταξύ πολιτικής και γλώσσας. Η παρακμή της γλώσσας έχει πολιτικά και οικονομικά αίτια, παρατηρεί. Αλλά, όπως ο άνθρωπος που πίνει γιατί αισθάνεται αποτυχημένος και μετά η εξάρτησή του από το ποτό τον οδηγεί σε αποτυχίες, έτσι και η γλώσσα «γίνεται άσχημη και ανακριβής διότι οι σκέψεις μας είναι ανόητες, αλλά η ατημελησία της γλώσσας μας καθιστά πιο εύκολο να έχουμε ανόητες σκέψεις».

Ένα παράδειγμα. Απευθυνόμενος πρόσφατα στην κυβέρνηση Παπανδρέου, στη Βουλή, ο βουλευτής του ΛΑΟΣ κ. Α. Ροντούλης είπε: «Είστε ψεύτες, απατεώνες και γομάρια». Η φράση σχολιάστηκε στα ΜΜΕ, όχι όμως ολόκληρη. Οι ακραίοι χαρακτηρισμοί «ψεύτες» και «απατεώνες» πέρασαν απαρατήρητοι, πιθανότατα γιατί είναι διάχυτη η προσδοκία ότι οι πολιτικοί μας είναι ψεύτες και απατεώνες, άρα δεν εκπλήσσεται κανείς. Αν, αντιθέτως, στη Βρετανική Βουλή είχαν διατυπωθεί ανάλογοι χαρακτηρισμοί (μεταφράστε τους στα αγγλικά για να συνειδητοποιήσετε τη βαρύτητά τους), να είστε σίγουροι ότι θα είχε προκληθεί σάλος.

Γιατί; Διότι θεμελιώδης αρχή του δημόσιου ήθους σε μια ώριμη δημοκρατία είναι η εντιμότητα που αναμένεται να διακρίνει τους πολιτικούς εκπροσώπους, οπότε οποιαδήποτε αμφισβήτησή της απαιτείται να διατυπωθεί με αυξημένες αξιώσεις λογικής συγκρότησης και εμπειρικής τεκμηρίωσης. Σε μια ανώριμη δημοκρατία, αντιθέτως, δεν υπάρχουν αντίστοιχες απαιτήσεις. Όχι μόνο γιατί εδώ οι λέξεις τείνουν να μην μεταφέρουν ακριβές νοηματικό φορτίο και δεν υπάρχει αξίωση από τους ομιλητές να είναι διαυγείς και τεκμηριωμένοι, αλλά και γιατί η ευκολία με την οποία διατυπώνονται ακραίοι χαρακτηρισμοί αντανακλά ευρύτατα αποδεκτές παραδοχές για τα κυρίαρχα πολιτικά ήθη. Στο μέτρο δε που η ρητορική ακρότητα περνά απαρατήρητη, απο-καλύπτεται το ήθος της κοινότητας – τι θεωρεί αυτονόητο και τι όχι.

Το «γομάρια» όμως εξέπληξε. Σε τηλεοπτική συνέντευξή του σε δελτίο δήθεν ειδήσεων, ο κ.Ροντούλης, με προφορά και ύφος Χατζηχρήστου, προσπάθησε να εξηγήσει τη φρασεολογία του: «Εγώ είμαι χωριάτης και θα πρέπει να μεταφέρω ακριβώς την επικρατούσα άποψη […] Ο κόσμος έχει σκάσει»! Εξήγησε ότι ήταν συναισθηματικά φορτισμένος διότι είχε δεχθεί ένα τηλεφώνημα από μια μητέρα πολυμελούς οικογένειας, η οποία του περιέγραψε τις τεράστιες οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Και συνέχισε: «Γιατί το γομάρια είναι ύβρις; Άμα δεν ακούν τι να κάνουμε; Στο χωριό μου έτσι μιλάμε… Εσείς κρατείστε το σαβουάρ βιβρ του Κολωνακίου. […]».

Το πιο ενδιαφέρον εδώ δεν είναι το αγοραίο ύφος του κ.Ροντούλη. Περισσότερο ενδιαφέρουσα είναι η γλώσσα με την οποία υπερασπίζεται τη γλώσσα του. Προσέξτε πόσο ταυτολογικό είναι το επιχείρημά του: μιλάω έτσι, γιατί έτσι έμαθα να μιλάω! Δεν μπορεί ο δύστυχος βουλευτής να αρθρώσει κάποιο σοβαρό επιχείρημα για να υπερασπίσει τη γλώσσα που χρησιμοποιεί. Ανακυκλώνεται! Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να κατασκευάσει ρητορικά τη «λαϊκή» καταγωγή του («εγώ είμαι χωριάτης») και να ταυτίσει έμμεσα το λογοπλαίσιο (discourse) του «χωριού» με αυτό της Βουλής. Για να είναι δε πειστική η κατασκευή του πρέπει να αντιδιασταλεί με μιαν άλλη – το «σαβουάρ βιβρ του Κολωνακίου»! Το υπόρρητο συμπέρασμα είναι ότι οι «αστοί» του Κολωνακίου υποκρίνονται, ενώ εγώ ως «λαϊκός» μιλώ με ειλικρίνεια. Η Βουλή πρέπει να μοιάζει περισσότερο με το καφενείο του χωριού και λιγότερο με τα «καλά σπίτια» του Κολωνακίου!

Υποδυόμενος το ρόλο του Χατζηχρήστου, ο κ. Ροντούλης δεν αντιλαμβάνεται δύο πράγματα.
Πρώτον, ακόμα και στο καφενείο του χωριού σπάνια χαρακτηρίζει κάποιος τον συνομιλητή του «γομάρι», εκτός κι αν είναι αποφασισμένος να διαρρήξει τη σχέση μαζί του. Μπορεί ο κ.Ροντούλης να μην το έχει αντιληφθεί, αλλά όλα τα ρητορικά πλαίσια, από τα πιο «λαϊκά» μέχρι τα πιο «αστικά», έχουν τους δικούς τους κώδικες κοσμιότητας. Ο λόγος που δεν αποκαλούμε δημοσίως τον συνομιλητή μας «γομάρι» είναι απλός: τέτοιοι χαρακτηρισμοί θέτουν τον συνομιλητή εκτός της κοινότητας των έλλογων όντων, τερματίζουν τη σχέση. Καταστατική αρχή της Βουλής είναι το βουλεύεσθαι, η έλλογη συ-ζήτηση. Ως βουλευτής μπορώ να μιλώ επειδή ο θεσμός στον οποίο μετέχω θεμελιώνεται στο διά-λογο και στον απορρέοντα σεβασμό του συν-ομιλητή. Βουλεύομαι, στο μέτρο που δημιουργώ χώρο μέσα μου να συναντηθώ διαλογικά με τον άλλο. Με τα «γομάρια» δεν μπορώ να διαλεχθώ, άρα αυτο-ακυρώνομαι…

Δεύτερον, ο κ.Ροντούλης θεωρεί ότι ο ρόλος του είναι απλώς να μεταφέρει στην εκτελεστική εξουσία τα αισθήματα των πολιτών. Δεν του περνά από το μυαλό ότι, ως εκπρόσωπός τους, καλείται να κάνει κάτι πιο απαιτητικό: και να συγκινηθεί από το δράμα ενός πολίτη και να αναζητήσει έλλογους τρόπους περιγραφής και αντιμετώπισής του. Το συναίσθημα παρέχει την αναγκαία ενέργεια για δράση, αλλά χρειάζεται ο επεξεργασμένος λόγος για να αποκτήσει ακρίβεια η έκφρασή μας και σαφήνεια η σκέψη μας. Μόνο τότε μπορούμε να κάνουμε τις απαραίτητες αναλυτικές διακρίσεις, να στοχαστούμε, και να σχεδιάσουμε ορθολογικές πολιτικές. Από τους βουλευτές έχουμε την αξίωση όχι να είναι απλοί αναμεταδότες λαϊκών αισθημάτων αλλά και μετασχηματιστές αντιλήψεων. Ξέρω ότι ζητάμε πολλά.
«Το να σκέφτεσαι καθαρά», λέει ο Οργουελ, «είναι το απαραίτητο πρώτο βήμα προς την πολιτική αναγέννηση». Παρατηρώντας τη γλώσσα του κ.Ροντούλη και άλλων πολιτικάντηδων, αντιλαμβάνεται κανείς γιατί η πολιτική αναγέννηση είναι τόσο δύσκολο να συμβεί στην Ελλάδα της χρεοκοπίας. Η γλώσσα των ηγετών μας απο-καλύπτει τον πυρήνα της κακοδαιμονίας μας – την προσποίηση, τη μεταμφίεση, τη σύγχυση. Ατημέλητη γλώσσα, ανόητες σκέψεις – και αντιστρόφως.