«Πρέπει να επαινείται όποιος οργίζεται για τα πράγματα που πρέπει, με αυτούς που πρέπει, όπως πρέπει, όταν πρέπει, και για όσο πρέπει»
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια (1125b-1126a)
Όσο οι εκλογές πλησιάζουν, τόσο τα διλήμματα εντείνονται: «αυτοδυναμία ή ακυβερνησία» δηλώνει ο Σαμαράς, «ευρώ ή δραχμή;» ρωτάει πονηρά ο Βενιζέλος. Πληθαίνουν και τα μετεκλογικά «σενάρια χάους». Οι τεχνικοί της εξουσίας πασχίζουν να μετατρέψουν την αγωνία μας για το μέλλον της χώρας σε ανασφάλεια και φόβο.
Μερικοί αξιόλογοι αρθρογράφοι καλούν να ψηφίσουμε με «ψυχρή λογική», να αποφύγουμε την τιμωρητική ψήφο. Ορθολογικά σκεπτόμενοι, λένε, πρέπει να βάλουμε πάνω απ’ όλα το συμφέρον της χώρας, αντί απλώς να εκφράσουμε συναισθήματα θυμού. Αν η «ψυχρή λογική» υποδεικνύει ότι, σε τελική ανάλυση, το συμφέρον της χώρας υπηρετείται ψηφίζοντας ένα από τα κόμματα της φαυλότητας, ας είναι. Δεν είναι επιθυμητό, είναι όμως το μικρότερο κακό.
Και οι μεν και οι δε, παρά τα διαφορετικά κίνητρά τους, καταλήγουν σε εσφαλμένο συμπέρασμα. Οι μεν πολιτικάντηδες προκαλούν ιδιοτελώς το αίσθημα του φόβου στους πολίτες, οι δε ρασιοναλιστές αρθρογράφοι εμμένουν σε μια απλοϊκή αντίθεση λογικής και συναισθήματος. Και οι δύο παραβλέπουν ότι, στις σημερινές συνθήκες, το μείζον δίλημμα δεν είναι «ευρώ ή δραχμή;», αλλά ένα άλλο, δυσκολότερο στο χειρισμό του (καθότι, από λογικής απόψεως, αυτο-αναφορικό) δίλημμα: «πολιτική αναγέννηση ή αποσύνθεση;».
Στο πρόσφατο διάγγελμα του πρωθυπουργού κ. Παπαδήμου αναδεικνύεται εμμέσως το μέγεθος του προβλήματος. «Η Ελλάδα βρίσκεται στο μέσον μιας δύσκολης διαδρομής», είπε. «Το οικονομικό και κοινωνικό κόστος είναι βαρύ. Η κόπωση, η δυσαρέσκεια, σε ορισμένες περιπτώσεις και η αγανάκτηση, είναι κατανοητές και ενίοτε δικαιολογημένες […]». Ως υπεύθυνος κυβερνήτης, ο κ. Παπαδήμος προειδοποιεί για τις δυσκολίες: «Θέλω να πω [στους] συμπολίτες μας ότι ανώδυνα κανένας δεν μπορεί να βγάλει τη χώρα από την κρίση. […] Αν θέλουμε να ξεφύγουμε από την κατάσταση που βρισκόμαστε […] απαιτεί[ται] σκληρή, συστηματική και πειθαρχημένη προσπάθεια, με όραμα και συνέπεια …».
Αυτός ακριβώς είναι ο πυρήνας του προβλήματός μας. Η έξοδος από την κρίση είναι αναπόφευκτα οδυνηρή, μην ακούτε τους ανεύθυνους δημαγωγούς. Αλλά, για να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά την οδύνη της «θεραπείας», χρειαζόμαστε εμπνευσμένη προσπάθεια. Ερώτημα: υπάρχει σοβαρός άνθρωπος που να πιστεύει ότι ο Σαμαράς κι ο Αβραμόπουλος, ο Μεϊμαράκης και ο Στυλιανίδης από τη μια, ή ο Βενιζέλος και ο Σκανδαλίδης, ο Παπουτσής και η Γεννηματά από την άλλη, θα εμπνεύσουν, θα συνεγείρουν, και θα κατευθύνουν με όραμα, στρατηγική, και αξιοπιστία τη συλλογική προσπάθεια που απαιτείται;
Η συγκυβέρνηση των κομμάτων της φαυλότητας θα ανακυκλώσει το πρόβλημα: στο βαθμό που θα παρατείνει την πολιτική κρίση (ακόμη κι αν έχουν πλειοψηφία στη νέα Βουλή) θα αυξήσει την πιθανότητα της άτακτης χρεοκοπίας. Εφόσον γνωρίζουμε ότι το πρόβλημά μας είναι πρωτίστως αξιακό-πολιτικό, όσο φέρνουμε στην εξουσία τα κόμματα της φαυλότητας το αναπαράγουμε. Επιπλέον, θυμώνουμε όλο και περισσότερο με τον συλλογικό μας εαυτό για την ανικανότητά μας να το επιλύσουμε. Η αμφιθυμία σε συνθήκες χρεοκοπίας – ψηφίζουμε αυτούς που σιχαινόμαστε – διαιωνίζει τη στασιμότητα, προκαλεί περισσότερη οργή, και οδηγεί, τελικά, στην «αποδόμηση» που απεύχεται ο κ. Παπαδήμος.
Κι αν ψηφίζαμε με «ψυχρή λογική»; Αν ήμασταν ρομποτικοί οργανισμοί ή είχαμε υποστεί εγκεφαλική βλάβη σαν τους ασθενείς του ψυχίατρου Ολιβερ Σακς και του νευροεπιστήμονα Αντόνιο Νταμάσιο – αν ήμασταν, δηλαδή, όντα ανίκανα να βιώσουν συναισθήματα -, θα το κάναμε. Αλλά δεν είμαστε. Το να ζητάς σήμερα από τον χειμαζόμενο πολίτη να ψηφίσει με «ψυχρή λογική» δεν είναι μόνο αφελές, είναι και ανήθικο. Όταν σε προσβάλλουν, λέει ο Αριστοτέλης, και παραμένεις απαθής, δεν προδίδεις ανωτερότητα, αλλά ηθική αμβλύνοια• είσαι ανόητος και δουλοπρεπής. Σώφρων άνθρωπος δεν είναι ο απαθής, αλλά αυτός που ξέρει πότε, πώς και με ποιους να θυμώνει.
Όταν αξιολογούμε μια περίπτωση βιασμού ή αυθαίρετης αστυνομικής βίας δεν είναι η λογική που προηγείται («αυτό είναι λάθος») και ακολουθεί το συναίσθημα (π.χ. θυμός, ντροπή), αλλά το αντίθετο: το συναίσθημα που βιώνουμε εμπεριέχει αξιολογήσεις, επιδεκτικές περαιτέρω λογικής επεξεργασίας, οι οποίες απο-καλύπτουν τι είναι σημαντικό για μας. Στο μέτρο που ο κόσμος που μας περιβάλλει δεν μας αφήνει ηθικά αδιάφορους, ο ανθρώπινος λόγος είναι εγγενώς «συναισθηματικός». Οι γνωστικές και οι επιθυμητικές όψεις των κρίσεών μας είναι αξεδιάλυτα δεμένες. Ο ορθός λόγος προϋποθέτει την αρμόζουσα στις περιστάσεις συναισθηματική εμπλοκή με τον κόσμο.
Όχι, δεν πρέπει να ψηφίσουμε με «ψυχρή λογική», αλλά με έλλογη οργή για την κατάντια της χώρας μας. Έλλογη οργή για τους ιδιοτελείς πολιτικάντηδες των κομμάτων της φαυλότητας που πρόδωσαν τον όρκο τους. Έλλογη οργή και για τον εαυτό μας που αφέθηκε στη σαγήνη των δημαγωγών και απέρριψε την ιδιότητα του πολίτη χάριν αυτής του πελάτη. Η καταψήφιση των κομμάτων του Βουλγαράκη και του Τσοχατζόπουλου θα είναι μια μικρή προσπάθεια ανάκτησης του αυτοσεβασμού μας.
Φυσικά παίρνουμε ρίσκο. Η αβεβαιότητα είναι μεγάλη. Αν δεν αναδεχθούμε όμως τους κινδύνους ασκώντας στοχαστικά το εκλογικό μας δικαίωμα, δεν θα δημιουργήσουμε το καινούριο. Η δημιουργία προϋποθέτει τη διακινδύνευση. Δίχως «παρέκκλιση» δεν υπάρχει εξέλιξη, δίχως «αταξία» δεν παράγεται νέα τάξη. Βιώνοντας οργισμένα τα αδιέξοδά μας, ωθούμαστε να αναζητήσουμε νέες, αδιανόητες μέχρι σήμερα, έλλογες διεξόδους. «Τα πάθη θεσμίζουν τις πόλεις», λέει ο Καστοριάδης. Ας μην καταπνίξουμε την οργή μας. Ας της δώσουμε έλλογη, δημιουργική διέξοδο.
Κυριακή 29 Απριλίου 2012
Σάββατο 21 Απριλίου 2012
Ο εντιμότατος κ.Τσοχατζόπουλος και οι φίλοι του
Μέσα στην ατυχία του, ο Α. Τσοχατζόπουλος πρέπει να νοιώθει ευχαριστημένος. Κατηγορείται μεν για οικονομικά εγκλήματα, αλλά προσέρχεται στην Ασφάλεια σα να περιοδεύει σε προεκλογική περίοδο! Τον συνοδεύει ένα τσούρμο δημοσιογράφων, ενώ μερικοί ψηλόσωμοι άντρες δίπλα του μοιάζουν να είναι η προσωπική φρουρά του. Δεν φορά χειροπέδες, χαριεντίζεται με τους δημοσιογράφους. Κι όμως, ο κύριος αυτός είναι ύποπτος και προσάγεται στις διωκτικές αρχές!
Όταν, αργότερα, περνάει το κατώφλι των φυλακών Κορυδαλλού, ο αρχιφύλακας τον χαιρετά δια χειραψίας! Δεν είναι γνωστό αν τον προσφώνησε: «Καλώς ήλθατε κύριε υπουργέ»! Αν ήταν στην Αμερική, θα είχε την τύχη του Στρος-Καν. Στις ευνομούμενες δημοκρατίες, ένας (πρώην) υψηλόβαθμος αξιωματούχος έχει την ίδια αντιμετώπιση με κάθε άλλο ύποπτο για αξιόποινες πράξεις (ρωτήσετε τον πρώην κυβερνήτη του Ιλλινόι Μπλακγόγιεβιτς, καταδικασθέντα πέρυσι σε 14 χρόνια φυλάκισης για διαφθορά). Όχι, όμως, στη μετα-οθωμανική Ελλάδα! Εδώ αν είσαι καλόγερος celebrity ή πρώην υπουργός αντιμετωπίζεσαι με την αρμόζουσα ευγένεια. Ενδέχεται, μάλιστα, να σου ζητήσουν και συγγνώμη για την ταλαιπωρία που υφίστασαι!
Παρόλα αυτά, είναι ενθαρρυντικό ότι, ακόμη και σε μια μετα-οθωμανική δημοκρατία, το κράτους δικαίου λειτουργεί. Παίρνουμε κουράγιο βλέποντας δικαστικούς και δημόσιους λειτουργούς, γενικότερα, να κάνουν τη δουλειά τους καλά. Η περίπτωση Τσοχατζόπουλου, όμως, δείχνει τη βαθιά πολιτική μας παθολογία. Δεν πρόκειται μόνο για έναν ύποπτο διαφθοράς πολιτικό. Αυτό δεν είναι άγνωστο φαινόμενο σε μια δημοκρατία. Το ενδιαφέρον είναι αλλού. Ενώ ο ύποπτος πλουτισμός του ήταν γνωστός, ενώ το αγοραίο «κολλητηλίκι» του και οι πελατειακοί μηχανισμοί του ήταν ορατοί, ενώ η ναρκισσιστική ανικανότητά του ήταν εμφανέστατη, σχεδόν το μισό ΠΑΣΟΚ ψήφισε τον Τσοχατζόπουλο για αρχηγό του κόμματος και πρωθυπουργό! Όχι μόνον αυτό. Όταν τον Οκτώβριο 2007, σε συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ, η κ. Β. Παπανδρέου ανέφερε ότι «κάποιοι έκαναν περιουσίες στο ΠΑΣΟΚ», ουδείς ασχολήθηκε με την καταγγελία της.
Αλλά ποιος να ασχοληθεί; Ο Καρχιμάκης που χτυπούσε παλαμάκια στους ζεϊμπέκικους χορούς του Τσοχατζόπουλου ή μήπως ο Παπουτσής, ο Σκανδαλίδης και η Γεννηματά που ανατράφηκαν πολιτικά στην αυλή του Ανδρέα Παπανδρέου, υπό τη συντροφική επίβλεψη του Τσοχατζόπουλου και του Λαλιώτη; Το κόμμα τηρούσε την «ομερτά». Αν έπρεπε να ασχοληθεί με τον Τσοχατζόπουλο, θα έπρεπε, αργότερα, να ασχοληθεί και με άλλους. Αλλά τότε, ποιος θα έμενε στο κόμμα των νεόπλουτων «μη προνομιούχων»; Αντιθέτως, το κόμμα τίμησε τον Τσοχατζόπουλο με υποψηφιότητα τόσο στο Εθνικό Συμβούλιο, όσο και στις εθνικές εκλογές του 2004 και του 2007. Ο Τσοχατζόπουλος τέθηκε εκτός Βουλής από το εκλογικό σώμα, όχι από το κόμμα του.
Η περίπτωση του πρώην υπουργού είναι κλασικό σύμπτωμα της άρρωστης πολιτικής κουλτούρας μας. Δείχνει πως, για έναν άρπαγα πολιτικάντη, η ιδεολογία δεν αντιπροσωπεύει κάποιον ευγενή συλλογικό σκοπό στην υπηρεσία του οποίου τίθεται, αλλά πως η ιδεολογία γίνεται το όχημα για την ανέλιξή του, τη ναρκισσιστική (και αφροδισιακή) του επιβεβαίωση, και τον προσωπικό του πλουτισμό. Ένας βασίμως (και πανθομολογουμένως) ύποπτος διαφθοράς πολιτικάντης, κωμικά ανίκανος, αναδεικνύεται επί τρεις δεκαετίες σε υψηλά κομματικά και κυβερνητικά αξιώματα, επιβεβαιώνοντας το βαθιά ανορθολογικό χαρακτήρα των ελλαδικών κομμάτων. Αν έχεις άκρες, κι αν είσαι αδίστακτος, μπορείς να κάνεις τα πάντα,. Ουδείς θα σου ζητήσει το λόγο! Μέχρι να χρεοκοπήσει η χώρα!
Στο μέτρο που η «ιδεολογία» είναι η ειδοποιός διαφορά του Τσοχατζόπουλου από έναν αρχηγό συμμορίας, ο πρώτος είναι πιο επικίνδυνος απο τον δεύτερο. Ο μαφιόζος δεν προσποιείται ότι υπηρετεί ευγενείς σκοπούς, ενώ ο Τσοχατζόπουλος πουλούσε «αριστερά» ιδεώδη σε εύπιστους οπαδούς, ανερμάτιστους πολιτικούς, και μωροφιλόδοξους διανοούμενους. Ακούγεται τόσο κωμικό, αλλά ο Τσοχατζόπουλος ήταν ο ηγέτης της «αριστερής» πασοκικής αντιπολίτευσης στο «νεοφιλελεύθερο» Σημίτη, συνομιλούσε με τον Κωνσταντόπουλο του «Συνασπισμού» για ένα κοινό «αριστερό» μέτωπο, προσκαλούσε στον πολυτελή γάμο του στο Παρίσι «αριστερούς» ξιπασμένους διανοούμενους, έδινε συνεντεύξεις στην «Αυγή» ως ο Έλληνας Λαφοντέν!
Αν τα ακίνητα ξεπλένουν το μαύρο χρήμα, η σωστή «ιδεολογία» ξεπλένει τη διεφθαρμένη ιδιοτέλεια. Ο Τσοχατζόπουλος ήταν ξεβράκωτος αλλά πολλοί, μα πάρα πολλοί, θαύμαζαν τα υπέροχα ρούχα του! Νάταν η μόνη περίπτωση…!
Πέμπτη 19 Απριλίου 2012
Τρόικα και πάλι τρόικα – Απάντηση στους επικριτές μου
Μερικές σκέψεις με αφορμή τα σχόλια που αναρτήθηκαν στο άρθρο μου «Τρόικα και πάλι τρόικα.
Κάθε πρόγραμμα αλλαγής εμπεριέχει αντιφάσεις (όπως σωστά επισημαίνει ο Petronius). Διακεκριμένοι κοινωνικοί επιστήμονες έχουν αναφερθεί σε αυτές - βλέπε, για παράδειγμα, την έννοια της «διπλής δέσμευσης» (“double bind”) του Gregory Bateson. Όσοι μου κάνουν την τιμή να με διαβάζουν θα έχουν δει τις επανειλημμένες αναφορές μου σε παράδοξα: σε φαύλους κύκλους, στο πρόβλημα της αυτο-αναφοράς, στη διπλή δέσμευση, στο boot strapping problem. Η πολιτική αναγέννηση του τόπου μας είναι μια βαθιά παράδοξη διαδικασία, αφού ο φορέας και το αντικείμενο της αλλαγή συμπίπτουν. Είμαστε σαν τον βαρόνο Μινχάουζεν, που καλείται να πιαστεί από τα μαλλιά του για να σωθεί!
Σε πρόσφατη ακαδημαϊκή μου εργασία έχω ασχοληθεί με το πρόβλημα αυτό (βλ. Enacting reforms: An enactivist theory, στο συλλογικό τόμο Kalyvas, Pagoulatos & Tsoukas (eds.), From Stagnation to Forced Adjustment: Reforms in Greece, 1974-2010, Columbia University Press, 2012 (in press)). Ο εντοπισμός των παραδόξων της αλλαγής δεν ακυρώνουν το εγχείρημα της αλλαγής, αλλά φωτίζουν τις δυσκολίες του (βλ. και το συναφές άρθρο στου Στ. Μηχιώτη, «Οι βαθύτεροι παράγοντες αποτυχίας μιας μεταρρύθμισης», Οκτώβριος 2011, σε αυτό το ιστολόγιο). Ακριβώς επειδή η αλλαγή είναι τρομερά δύσκολο να παραχθεί ενδογενώς σε ένα φαύλο πολιτικό σύστημα, η έξωθεν πίεση είναι, υπό όρους, χρήσιμη στην υποβοήθηση των αλλαγών. Οι «εξωτερικοί περιορισμοί» τροφοδοτούν ένα σύστημα με «ενέργεια», η οποία, κατάλληλα χρησιμοποιούμενη από τους εσωτερικούς παίκτες, μπορεί να ωθήσει στην αναδιοργάνωση του συστήματος. Το θέμα αυτό το έχω αναλύσει στη μελέτη μου για τις αλλαγές στη ΔΕΗ την περίοδο 2000-2004 (βλ. Tsoukas & Papoulias, Third-order change, Long Range Planning, 38:79-95, 2005). Η συμμετοχή μιας χώρας σε υπερεθνικούς οργανισμούς (συνήθως για ευρύτερους γεωπολιτικούς λόγους) δημιουργεί ένα πλαίσιο το οποίο δεσμεύει τις κυβερνήσεις σε αλλαγές που, υπό διαφορετικές συνθήκες, δεν θα υιοθετούσαν αυτοβούλως.
Ένα παράδειγμα. Αν ήμουν Τούρκος πολίτης θα ήμουν ένθερμος υποστηρικτής της χώρας μου στην ΕΕ, στο μέτρο που αυτή θα ωθούσε στον δυνητικό μετασχηματισμό της ανελεύθερης θεσμικής κουλτούρας της χώρας μου σε μια κουλτούρα «κανονικής» φιλελεύθερης δημοκρατίας. Θυμίζω τις αλλαγές που έχουν επέλθει στην Τουρκία τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα στην αλλαγή του ποινικού κώδικα, τη μεγαλύτερη (αν και ανεπαρκή…) προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και την ενίσχυση του πολιτικού έναντι του στρατιωτικού στοιχείου. Αυτές οι αλλαγές δεν «επιβάλλονται» τόσο απ’ έξω, όσο οι έξωθεν «εξωτερικοί περιορισμοί» χρησιμοποιούνται από την μεταρρυθμιστική εσωτερική ελίτ για την προώθησή τους. Αν δεν υπάρχουν μεταρρυθμιστές στο εσωτερικό της χώρας, οι «εξωτερικοί περιορισμοί» δεν επαρκούν.
Κάπως έτσι βλέπω και τη διαδικασία αλλαγής στο εσωτερικό της χώρας μας. Το φαύλο πολιτικό σύστημα αδυνατεί να παράξει εκ των ένδον τις μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η Ελλάδα. Οι «εξωτερικοί περιορισμοί» που θέτει η τρόικα, παρέχουν ένα στιβαρό λογοπλαίσιο στους όποιους εσωτερικούς μεταρρυθμιστές (εξ επιλογής ή εξ ανάγκης) και την απαραίτητη πειθαρχία, προκειμένου η χώρα να αποκτήσει λειτουργικούς θεσμούς σύγχρονης χώρας. Ένα παράδειγμα: είναι η τρόικα (δυστυχώς…) που επιμένει να αποκτήσει η χώρα ένα σοβαρό φοροεισπρακτικό μηχανισμό και μια ευρεία φορολογική βάση, αφού, χωρίς αυτά, τα δημόσια έσοδα καταρρέουν. Η φαύλη πολιτική ελίτ, με ελάχιστες εξαιρέσεις, κλείνει παραδοσιακά το μάτι στους φοροφυγάδες, προβαίνει σε ποικίλες διευθετήσεις («περαιώσεις», κλπ) με τις οποίες τιμωρούνται οι νομοταγείς και επιβραβεύονται οι παρανομούντες. Το ίδιο ισχύει και για την εκτεταμένη διαφθορά που θυμίζει τριτοκοσμική χώρα.
Μήπως η επιδίωξη της «επιτήρησης» κατατάσσει ανθρώπους όπως εγώ στους υποστηρικτές του «ντροπαλού ολοκληρωτισμού», όπως διατείνεται ο κ. Τ. Αναστασόπουλος; Δεν νομίζω. Αναγνωρίζω, βεβαίως, ότι αυτή μου η στάση προκρίνει λύσεις που δεν συνάδουν με την παραδοσιακή έννοια της εθνικής κυριαρχίας ή έχουν ακόμη κι ένα στοιχείο σκληρού βολονταρισμού (που μερικοί θα αποκαλούσαν «αυταρχισμό»). Αποδέχομαι τις κατηγορίες αυτές, στο μέτρο που δεν είμαι ιδεοληπτικός, αλλά αντλώ τη θεωρητική σκευή μου, μεταξύ άλλων, από τον πραγματισμό του Θουκυδίδη και του Μακιαβέλι. Δείτε τον σκληρό βολονταρισμό του Ιωάννη Καποδίστρια ή του Ελευθερίου Βενιζέλου όταν κλήθηκαν να κυβερνήσουν τη χώρα υπό χαοτικές συνθήκες. Η διακυβέρνηση της χώρας δεν είναι ακαδημαϊκό σεμινάριο αναζήτησης της «αλήθειας», αλλά σκληρές επιλογές υπέρ του συλλογικού συμφέροντος, σε διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες. Γι αυτό η «φρόνηση», όχι η ιδεοληπτική προσήλωση σε δόγματα, είναι το σημαντικότερο προσόν του καλού κυβερνήτη.
Η Ελλάδα δεν τελεί υπό «κατοχή». Η «επιτήρηση» την οποία υφίστανται είναι αποτέλεσμα της άφρονος πολιτικής της τις τελευταίες δεκαετίες. Χάνουμε βαθμούς ελευθερίας ως αυτοκυβερνώμενη οντότητα, στην έκταση που κακοδιαχειριστήκαμε τα δημόσια οικονομικά μας (εξαιτίας της πολιτικής παθογένειας του κομματικού-πελατειακού κράτους) και προσφύγαμε στη διεθνή οικονομική βοήθεια. Η πιεστική οικονομική ανάγκη απομειώνει, βεβαίως, τις κυρίαρχες πολιτικές επιλογές μας. Αυτό είναι το κόστος της αφροσύνης. Όλα πληρώνονται, δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα. Στο μέτρο που θα συμμαζέψουμε το σπίτι μας (δηλαδή: θα υιοθετήσουμε όλες εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που θα προάγουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, θα περιορίζουν τη φαυλότητα του πολιτικού συστήματος, και θα ενδυναμώνουν την αναθέσμιση της χώρας), θα ανακτούμε τους βαθμούς ελευθερίας που χάσαμε και θα καταστούμε πλήρως αυτοκυβερνώμενη οντότητα ξανά.
Όποιος βλέπει ιδεοληπτικά την έννοια της «ανοιχτής κοινωνίας», θεωρεί απαράδεκτη την «επιτήρηση» της τρόικας. Όποιος τη βλέπει χωρίς ιδεοληπτικές παρωπίδες, αναγνωρίζει την επιτήρηση ως ένα αναγκαίο κακό, αφού σηματοδοτεί ταυτόχρονα και την κολοσσιαία αποτυχία τη χώρας ως αυτοκυβερνώμενη πολιτική οντότητα, και τη δυνητική μεταρρύθμισή της σε μια κανονική, σύγχρονη χώρα. Στον πραγματικό κόσμο, αναγκαζόμαστε πολλές φορές να επιλέξουμε μεταξύ εναλλακτικών που δεν επιθυμούμε. Αυτό είναι το τίμημα που καταβάλλουμε μετέχοντας σε έναν δύστροπο κόσμο που δεν είναι καθρέφτης των επιθυμιών μας. Οι σοφοί κυβερνήτες το γνωρίζουν. Οι άφρονες το παραβλέπουν.
Κάθε πρόγραμμα αλλαγής εμπεριέχει αντιφάσεις (όπως σωστά επισημαίνει ο Petronius). Διακεκριμένοι κοινωνικοί επιστήμονες έχουν αναφερθεί σε αυτές - βλέπε, για παράδειγμα, την έννοια της «διπλής δέσμευσης» (“double bind”) του Gregory Bateson. Όσοι μου κάνουν την τιμή να με διαβάζουν θα έχουν δει τις επανειλημμένες αναφορές μου σε παράδοξα: σε φαύλους κύκλους, στο πρόβλημα της αυτο-αναφοράς, στη διπλή δέσμευση, στο boot strapping problem. Η πολιτική αναγέννηση του τόπου μας είναι μια βαθιά παράδοξη διαδικασία, αφού ο φορέας και το αντικείμενο της αλλαγή συμπίπτουν. Είμαστε σαν τον βαρόνο Μινχάουζεν, που καλείται να πιαστεί από τα μαλλιά του για να σωθεί!
Σε πρόσφατη ακαδημαϊκή μου εργασία έχω ασχοληθεί με το πρόβλημα αυτό (βλ. Enacting reforms: An enactivist theory, στο συλλογικό τόμο Kalyvas, Pagoulatos & Tsoukas (eds.), From Stagnation to Forced Adjustment: Reforms in Greece, 1974-2010, Columbia University Press, 2012 (in press)). Ο εντοπισμός των παραδόξων της αλλαγής δεν ακυρώνουν το εγχείρημα της αλλαγής, αλλά φωτίζουν τις δυσκολίες του (βλ. και το συναφές άρθρο στου Στ. Μηχιώτη, «Οι βαθύτεροι παράγοντες αποτυχίας μιας μεταρρύθμισης», Οκτώβριος 2011, σε αυτό το ιστολόγιο). Ακριβώς επειδή η αλλαγή είναι τρομερά δύσκολο να παραχθεί ενδογενώς σε ένα φαύλο πολιτικό σύστημα, η έξωθεν πίεση είναι, υπό όρους, χρήσιμη στην υποβοήθηση των αλλαγών. Οι «εξωτερικοί περιορισμοί» τροφοδοτούν ένα σύστημα με «ενέργεια», η οποία, κατάλληλα χρησιμοποιούμενη από τους εσωτερικούς παίκτες, μπορεί να ωθήσει στην αναδιοργάνωση του συστήματος. Το θέμα αυτό το έχω αναλύσει στη μελέτη μου για τις αλλαγές στη ΔΕΗ την περίοδο 2000-2004 (βλ. Tsoukas & Papoulias, Third-order change, Long Range Planning, 38:79-95, 2005). Η συμμετοχή μιας χώρας σε υπερεθνικούς οργανισμούς (συνήθως για ευρύτερους γεωπολιτικούς λόγους) δημιουργεί ένα πλαίσιο το οποίο δεσμεύει τις κυβερνήσεις σε αλλαγές που, υπό διαφορετικές συνθήκες, δεν θα υιοθετούσαν αυτοβούλως.
Ένα παράδειγμα. Αν ήμουν Τούρκος πολίτης θα ήμουν ένθερμος υποστηρικτής της χώρας μου στην ΕΕ, στο μέτρο που αυτή θα ωθούσε στον δυνητικό μετασχηματισμό της ανελεύθερης θεσμικής κουλτούρας της χώρας μου σε μια κουλτούρα «κανονικής» φιλελεύθερης δημοκρατίας. Θυμίζω τις αλλαγές που έχουν επέλθει στην Τουρκία τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα στην αλλαγή του ποινικού κώδικα, τη μεγαλύτερη (αν και ανεπαρκή…) προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και την ενίσχυση του πολιτικού έναντι του στρατιωτικού στοιχείου. Αυτές οι αλλαγές δεν «επιβάλλονται» τόσο απ’ έξω, όσο οι έξωθεν «εξωτερικοί περιορισμοί» χρησιμοποιούνται από την μεταρρυθμιστική εσωτερική ελίτ για την προώθησή τους. Αν δεν υπάρχουν μεταρρυθμιστές στο εσωτερικό της χώρας, οι «εξωτερικοί περιορισμοί» δεν επαρκούν.
Κάπως έτσι βλέπω και τη διαδικασία αλλαγής στο εσωτερικό της χώρας μας. Το φαύλο πολιτικό σύστημα αδυνατεί να παράξει εκ των ένδον τις μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η Ελλάδα. Οι «εξωτερικοί περιορισμοί» που θέτει η τρόικα, παρέχουν ένα στιβαρό λογοπλαίσιο στους όποιους εσωτερικούς μεταρρυθμιστές (εξ επιλογής ή εξ ανάγκης) και την απαραίτητη πειθαρχία, προκειμένου η χώρα να αποκτήσει λειτουργικούς θεσμούς σύγχρονης χώρας. Ένα παράδειγμα: είναι η τρόικα (δυστυχώς…) που επιμένει να αποκτήσει η χώρα ένα σοβαρό φοροεισπρακτικό μηχανισμό και μια ευρεία φορολογική βάση, αφού, χωρίς αυτά, τα δημόσια έσοδα καταρρέουν. Η φαύλη πολιτική ελίτ, με ελάχιστες εξαιρέσεις, κλείνει παραδοσιακά το μάτι στους φοροφυγάδες, προβαίνει σε ποικίλες διευθετήσεις («περαιώσεις», κλπ) με τις οποίες τιμωρούνται οι νομοταγείς και επιβραβεύονται οι παρανομούντες. Το ίδιο ισχύει και για την εκτεταμένη διαφθορά που θυμίζει τριτοκοσμική χώρα.
Μήπως η επιδίωξη της «επιτήρησης» κατατάσσει ανθρώπους όπως εγώ στους υποστηρικτές του «ντροπαλού ολοκληρωτισμού», όπως διατείνεται ο κ. Τ. Αναστασόπουλος; Δεν νομίζω. Αναγνωρίζω, βεβαίως, ότι αυτή μου η στάση προκρίνει λύσεις που δεν συνάδουν με την παραδοσιακή έννοια της εθνικής κυριαρχίας ή έχουν ακόμη κι ένα στοιχείο σκληρού βολονταρισμού (που μερικοί θα αποκαλούσαν «αυταρχισμό»). Αποδέχομαι τις κατηγορίες αυτές, στο μέτρο που δεν είμαι ιδεοληπτικός, αλλά αντλώ τη θεωρητική σκευή μου, μεταξύ άλλων, από τον πραγματισμό του Θουκυδίδη και του Μακιαβέλι. Δείτε τον σκληρό βολονταρισμό του Ιωάννη Καποδίστρια ή του Ελευθερίου Βενιζέλου όταν κλήθηκαν να κυβερνήσουν τη χώρα υπό χαοτικές συνθήκες. Η διακυβέρνηση της χώρας δεν είναι ακαδημαϊκό σεμινάριο αναζήτησης της «αλήθειας», αλλά σκληρές επιλογές υπέρ του συλλογικού συμφέροντος, σε διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες. Γι αυτό η «φρόνηση», όχι η ιδεοληπτική προσήλωση σε δόγματα, είναι το σημαντικότερο προσόν του καλού κυβερνήτη.
Η Ελλάδα δεν τελεί υπό «κατοχή». Η «επιτήρηση» την οποία υφίστανται είναι αποτέλεσμα της άφρονος πολιτικής της τις τελευταίες δεκαετίες. Χάνουμε βαθμούς ελευθερίας ως αυτοκυβερνώμενη οντότητα, στην έκταση που κακοδιαχειριστήκαμε τα δημόσια οικονομικά μας (εξαιτίας της πολιτικής παθογένειας του κομματικού-πελατειακού κράτους) και προσφύγαμε στη διεθνή οικονομική βοήθεια. Η πιεστική οικονομική ανάγκη απομειώνει, βεβαίως, τις κυρίαρχες πολιτικές επιλογές μας. Αυτό είναι το κόστος της αφροσύνης. Όλα πληρώνονται, δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα. Στο μέτρο που θα συμμαζέψουμε το σπίτι μας (δηλαδή: θα υιοθετήσουμε όλες εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που θα προάγουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, θα περιορίζουν τη φαυλότητα του πολιτικού συστήματος, και θα ενδυναμώνουν την αναθέσμιση της χώρας), θα ανακτούμε τους βαθμούς ελευθερίας που χάσαμε και θα καταστούμε πλήρως αυτοκυβερνώμενη οντότητα ξανά.
Όποιος βλέπει ιδεοληπτικά την έννοια της «ανοιχτής κοινωνίας», θεωρεί απαράδεκτη την «επιτήρηση» της τρόικας. Όποιος τη βλέπει χωρίς ιδεοληπτικές παρωπίδες, αναγνωρίζει την επιτήρηση ως ένα αναγκαίο κακό, αφού σηματοδοτεί ταυτόχρονα και την κολοσσιαία αποτυχία τη χώρας ως αυτοκυβερνώμενη πολιτική οντότητα, και τη δυνητική μεταρρύθμισή της σε μια κανονική, σύγχρονη χώρα. Στον πραγματικό κόσμο, αναγκαζόμαστε πολλές φορές να επιλέξουμε μεταξύ εναλλακτικών που δεν επιθυμούμε. Αυτό είναι το τίμημα που καταβάλλουμε μετέχοντας σε έναν δύστροπο κόσμο που δεν είναι καθρέφτης των επιθυμιών μας. Οι σοφοί κυβερνήτες το γνωρίζουν. Οι άφρονες το παραβλέπουν.
Σάββατο 14 Απριλίου 2012
Τρόϊκα και πάλι τρόϊκα!
Λένε πολλοί, ακόμη και οι πολιτικοί της φαυλότητας, ότι η χώρα χρειάζεται «επανεκκίνηση». Ακούγεται ευρηματικό. Μακάρι να ήταν όμως τόσο απλό! Ακόμα κι αν παρακάμψουμε την υποκρισία, το λεξιλόγιο αυτό είναι πολύ μηχανιστικό για να είναι διαφωτιστικό. Η χώρα δεν είναι προσωπικός υπολογιστής για να κάνουμε restart ή reboot. Δεν θα βάλουμε μπρος μια μηχανή που παρουσίασε προβλήματα, τα διορθώσαμε, και κάνουμε επανεκκίνηση. Οι ιστορικοί εθισμοί μιας κοινωνίας κι ενός πολιτικού συστήματος δεν ξεπερνιούνται τόσο μηχανιστικά – τείνουν, συχνά ανεπίγνωστα, να αναπαράγονται.
Θέλετε αποδείξεις; Κοιτάξτε γύρω σας! Πάνω από εκατό τροπολογίες υπέβαλλαν πρόσφατα πολλοί βουλευτές μας, σχεδόν όλες σε άσχετα νομοσχέδια, οι περισσότερες από τις οποίες αφορούν στην εξυπηρέτηση επιμέρους, οργανωμένων συμφερόντων. Η Ελλάδα μπορεί να ψυχορραγεί, αλλά οι πολιτικοί δεν αποβάλλουν τις συνήθειές τους – κάνουν τα πάντα για τους «πελάτες» τους. Η «επανεκκίνηση», βλέπετε, δεν αλλάζει απαραίτητα το σύστημα, επιβεβαιώνει τη λειτουργία του!
Η σκανδαλώδης χρηματοδότηση των κομμάτων συνεχίζεται, ακόμη κι όταν δεν υπάρχουν χρήματα! Τα κρατικοποιημένα κόμματα του «στρατηγού» Βενιζέλου και του «πατριώτη» Σαμαρά, νομοθετούν ό,τι τα συμφέρει. Πρακτικώς είναι χρεοκοπημένα, δεν πληρώνουν τους υπαλλήλους τους, σπατάλησαν την κρατική χρηματοδότηση και, έχοντας ξεμείνει από χρήματα, τι κάνουν; Ελέγχοντας τη Βουλή, νομοθετούν την κρατική χρηματοδότησή τους! Προσπαθούν να ξεφύγουν από την πίεση των δανειστών τους (των κρατικών τραπεζών!), νομοθετώντας ξεδιάντροπα υπερ των συμφερόντων τους. Κάνουν, δηλαδή, αυτό που έκαναν πάντα!
Ο υπουργός Παιδείας κ.Μπαμπινιώτης, διακεκριμένο μέλος του «συστήματος», αναστέλλει την εφαρμογή της κρισιμότερης διάταξης του νόμου Διαμαντοπούλου για τα πανεπιστήμια – τη σύνδεση της χρηματοδότησης με την εκλογή των Συμβουλίων Διοίκησης. Τα οργανωμένα συμφέροντα, υπό την ιδιοτελή καθοδήγηση λιλιπούτειων δήθεν πρυτάνεων, επιχαίρουν. Φυσικά, όσοι παρακολουθούμε το δημόσιο βίο του κ.Μπαμπινιώτη ουδόλως εκπλησσόμεθα. Οι άνθρωποι του «συστήματος» υπάρχουν για να το προστατεύουν, όχι να το αλλάζουν. Δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος που πολέμησε λυσσαλέα το νόμο Γιαννάκου;
Όλοι παίζουν τον ιστορικό ρόλο που έμαθαν να παίζουν: τα οργανωμένα συμφέροντα να ανθίστανται, συχνά βίαια και αντιδημοκρατικά, στην αλλαγή, οι δε υποτίθεται διαχειριστές της αλλαγής, τύπου Μπαμπινιώτη, να ενδίδουν στις πιέσεις τους. Η ενδοτικότητα ενθαρρύνει φυσικά τις αντιδραστικές δυνάμεις και ακυρώνει τις μεταρρυθμίσεις. Αλλά αυτό ποσώς ενδιαφέρει του Μπαμπινιώτηδες! Δεν θα είναι για πάντα υπουργοί! Έχοντας συλλέξει έναν ακόμα τίτλο, θα βάλουν πλώρη για μια ακόμη προεδρία σε κάποιο επόμενο Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού. Το «σύστημα» δεν είναι αγνώμον όταν το υπηρετείς.
Οσοι θέλουν να δουν την Ελλάδα να μετασχηματίζεται σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, είναι προτιμότερο να μη μιλάνε για «επανεκκίνηση». Αυτό το λεξιλόγιο μόνο μιντιακές ανάγκες εξυπηρετεί, αποπροσανατολίζει. Υιοθετεί, με μηχανιστικό τρόπο, τη γλώσσα της αλλαγής για να μην αλλάξει τίποτα! Πολιτικάντηδες, διανοούμενοι του «συστήματος», και οργανωμένα συμφέροντα, μετέχουν σε μια φαύλη συμπαιγνία δήθεν μεταρρυθμίσεων, ακριβώς για να αποτρέψουν τις μεταρρυθμίσεις!
Εκεί που υπόκεινται στον διεθνή οικονομικό έλεγχο των δανειστών μας, τα περιθώρια του πολιτικού συστήματος είναι περιορισμένα. Οι ελεγκτές της τρόϊκας είναι το μόνο όργανο στο οποίο οι πολιτικάντηδες υποχρεούνται να λογοδοτούν. Αφού προσάρμοσαν τη δημοκρατία στα πελατειακά-κομματοκρατικά κριτήριά τους, δεν νοιώθουν την υποχρέωση να λογοδοτήσουν στο Κοινοβούλιο, ούτε αισθάνονται το Σύνταγμα και τις άγραφες αξίες που διέπουν το δημόσιο βίο σε μια δημοκρατία ως αμετακίνητα σημεία αναφοράς. Το κύριο σημείο αναφοράς που γνωρίζουν είναι το ίδιον (κομματικό, συντεχνιακό, προσωπικό) συμφέρον. Μόνο η τρόϊκα τους καθιστά υπόλογους για τις επιδόσεις τους.
Οι «εξωτερικοί περιορισμοί» των διεθνών δανειακών συμβάσεων πιέζουν για ριζικές αλλαγές. Όπου αυτοί οι περιορισμοί ατονούν ή απουσιάζουν, η φυσική τάση του «συστήματος» είναι η αδράνεια – η αναπαραγωγή των ιστορικών εθισμών της φαυλότητας. Ρουσφέτια, εξυπηρέτηση επιμέρους συμφερόντων, αυτο-εξυπηρετική χρήση του νόμου, ενδοτικότητα στην ανομία χάριν της επίπλαστης συστημικής «ηρεμίας».
Συμπέρασμα: Οσοι λαχταρούμε η Ελλάδα μα γίνει μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα, πρέπει να έχουμε το κουράγιο να προεκτείνουμε το συλλογισμό μας στα άκρα: αν αφεθεί στις εγχώριες δυνάμεις και μόνον, η χώρα δεν θα αλλάξει ουσιωδώς. Η ιστορικά εμπεδωμένη θεσμική φαυλότητα θα τείνει να διαιωνίζεται. Η χώρα θα αλλάξει, στο μέτρο που η επιτήρηση των δανειστών μας είναι εκτεταμένη και αποτελεσματική. Δεν μας τιμά, φυσικά, κάτι τέτοιο, αλλά αν μας ενδιέφερε στ’ αλήθεια, όχι προσχηματικά, η αξιοπρέπεια, θα είχαμε κάνει διαφορετικές επιλογές. Όχι «επανεκκίνηση», λοιπόν, επιτήρηση! Τρόϊκα, περισσότερη τρόϊκα!
Τρίτη 3 Απριλίου 2012
Ευφυΐα, φρόνηση, και ο κ.Βενιζέλος
Διατείνονται αρκετοί ότι ο νέος αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, είναι ένας πολύ ευφυής άνθρωπος. Μάλλον έχουν δίκιο. Η ρητορική του δεινότητα, λένε, απεικονίζει την ευστροφία του. Πιθανότατα. Αποτελεί, όμως, ο δείκτης ευφυΐας επαρκές προσόν για έναν κυβερνήτη;
Αν αναλογιστούμε ότι η χώρα κυβερνήθηκε, μεταξύ άλλων, από τους κκ.Κουλούρη, Λιάπη και Τσοχατζόπουλο, είναι εύλογο να θέλουμε να απαντήσουμε καταφατικά! Σε αυτή την περίπτωση, όμως, πρέπει να πάμε ένα βήμα παραπέρα και να υποθέσουμε ότι οι καλύτεροι κυβερνήτες ίσως να ήταν οι πρωταθλητές της Μαθηματικής Ολυμπιάδας! Η αντίληψη αυτή χωλαίνει: προϋποθέτει ότι η διακυβέρνηση είναι μια οιονεί επιστημονική διαδικασία, η οποία απαιτεί, κυρίως, τεχνική εμπειρογνωμοσύνη ή, έστω, υψηλή νοητική ικανότητα.
Η πολιτική όμως διαφέρει. Η λαμπερή ευφυΐα του δεν απέτρεψε τον Ρόμπερτ Μακναμάρα από ολέθριους χειρισμούς στον πόλεμο του Βιετνάμ. Στο δοκίμιό του «Πολιτική κρίση», ο Αϊζάια Μπερλίν παρομοιάζει τον καλό πολιτικό με τον καλό οδηγό ή τον καλό μουσικό. Σε αντίθεση με τη φύση, δεν υπάρχουν νόμοι στην πολιτική, λέει• οι σωστές δεξιότητες είναι το παν - ανεπτυγμένη διαίσθηση, ικανότητα σύνθεσης, οξεία αίσθηση της πραγματικότητας. Ο δεξιοτέχνης της πολιτικής χαρακτηρίζεται από «φρόνηση» - από πρακτική σοφία.
Τι είναι η «φρόνηση»; Δύο πράγματα, παρατηρεί ο Αριστοτέλης: να θέτει κανείς αγαθούς σκοπούς και να γνωρίζει πώς να τους πετυχαίνει σε μεταβλητές συνθήκες. Ο «φρόνιμος» ενεργεί για το καλό και βρίσκει τρόπους να το πραγματοποιεί. Η «φρόνηση» είναι αδιαχώριστη από την ηθική, αφού το πώς βλέπουμε μια κατάσταση (άρα το πως ενεργούμε) χρωματίζεται από τις επιθυμίες μας («ορεκτικός νους»). Η ευπραξία εμπλέκει, τόσο την ορθή λογική, όσο και τα σωστά κίνητρα. Ο Χάιντεγκερ ήταν από τους πιο ευφυείς ανθρώπους (και από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους), αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να καταδίδει συναδέλφους του στους Ναζί! Η «φρόνηση» δεν είναι μόνο διανοητική αλλά και ηθική αρετή. «Δεν μπορούμε να είμαστε φρόνιμοι αν δεν είμαστε αγαθοί», γράφει ο Αριστοτέλης.
Η «φρόνηση» είναι διαφορετική από την «εξυπνάδα». Ο «έξυπνος» που μεριμνά αποκλειστικά για το συμφέρον του και υπηρετεί μόνο τη φιλοδοξία του δεν είναι «φρόνιμος». Όπως ο ληστής της τράπεζας που καταπολεμά το φόβο του δεν είναι θαρραλέος, αφού οι σκοποί του δεν είναι αγαθοί, έτσι και ο αμοραλιστικά φιλόδοξος ευφυής πολιτικός δεν είναι «φρόνιμος», αφού η ευφυΐα του είναι εγωπαθής.
Ποιους αγαθούς σκοπούς υπηρέτησε στην πολιτική σταδιοδρομία του ο κ.Βενιζέλος; Περισσότερο ευδιάκριτη είναι η προώθηση αυτοεξυπηρετικών επιδιώξεων στο πλαίσιο ενός φαύλου πολιτικού συστήματος. Η ευφυΐα του ένα πράγμα φαίνεται να ορεγόταν: να φτάσει στην κορυφή με κάθε τρόπο, συντηρώντας συγχρόνως το «σύστημα», προκειμένου να κυριαρχεί ανετότερα πάνω σε μειωμένων προσόντων πολιτικάντηδες.
Θυσίασε την εγνωσμένη επιστημοσύνη του στις πολιτικές φιλοδοξίες του όταν, ως νέος συνταγματολόγος, υποστήριξε τις άθλιες μεθοδεύσεις του Α. Παπανδρέου, στην αναθεώρηση του Συντάγματος το 1985. Ως υπουργός επιδόθηκε με ιδιαίτερη επιδεξιότητα στη νομοθετική κοπτοραπτική – την ψήφιση νομοθετικών ρυθμίσεων που ευνοούν επιμέρους συμφέροντα (βλ. την τεκμηριωμένη αρθρογραφία του Κ. Βαξεβάνη – www.koutipandoras.gr). Κορυφαίο ίσως επίτευγμά του ο νόμος περί (μη) ευθύνης υπουργών ή, ακριβέστερα, περί του πώς να καταχράσαι δημόσιο πλούτο χωρίς να διώκεσαι!
Ως πολιτικός, υπήρξε ο πιο ευφραδής υποστηρικτής της άποψης για το «όλον ΠΑΣΟΚ» - για την απολιτική ενότητα ενός ψηφοθηρικού μηχανισμού, ο οποίος, για να νέμεται την εξουσία, πρέπει να «ισορροπεί» διαρκώς μεταξύ οργανωμένων συμφερόντων, συντηρώντας το φαύλο πελατειακό-κομματικό κράτος. Ο κ. Βενιζέλος εκφράζει με ζηλευτή συνέπεια το πνεύμα της μεταρρυθμιστικής ακινησίας. Αντιτάχθηκε (άμεσα ή έμμεσα) σε οποιαδήποτε αλλαγή έθιγε το «σύστημα»: από το διαχωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος και την ιδιωτικοποίηση της «Ολυμπιακής», μέχρι την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, την αλλαγή του ασφαλιστικού από την κυβέρνηση Σημίτη το 2001, και άλλα πολλά.
Συνεπές με τον εαυτό του, το κόμμα-διαμορφωτής του «συστήματος» που χρεοκόπησε τη χώρα, εξέλεξε για αρχηγό έναν έμπειρο τεχνικό της εξουσίας, τον ικανότερο homo systemicus που διαθέτει. Η αυτοαναφορική «εξυπνάδα» του δεν τον καθιστά μόνο έναν επιδέξιο «ισορροπιστή» ή έναν πολυμήχανο ρήτορα, αλλά και έναν μάστορα της στρεψοδικίας. Για τον κ.Βενιζέλο, οι έννοιες δεν σημαίνουν τίποτε, είναι ρητορικές «κατασκευές», μπορούν να αδειάζουν από το συμβατικό νόημά τους και να επαναφορτίζονται όπως τον βολεύει.
Δεν πρόκειται τόσο περί γλωσσοπλαστικής ικανότητας όσο περί οργουελικής γλωσσικής μηχανικής, η οποία αποσκοπεί στην παραπλάνηση. Το εξωφρενικό χαράτσι της ΔΕΗ βαφτίζεται «ασφάλιστρο κινδύνου», το ολέθριο παπανδρεϊκό δημοψήφισμα «λύτρωση», η μειωμένη εθνική κυριαρχία «αυτοδύναμη Ελλάδα»! Με το κατάλληλα ευρηματικό λεξιλόγιο τα πάντα μπορούν να υποστηριχθούν, όσο και να αντικρουστούν! Με την ίδια ευκολία που σήμερα υποστηρίζει την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ, δεν θα διστάσει να υποστηρίξει αύριο την επιστροφή στη δραχμή! Όταν δεν πιστεύεις τίποτα, υπερασπίζεις τα πάντα!
Για τον κ.Βενιζέλο η διακυβέρνηση είναι υπόθεση, κυρίως, αυτοθαυμαστικών αγορεύσεων, νομοθετικής κοπτοραπτικής, και ναρκισσιστικών ισορροπισμών, όχι στρατηγικής σύλληψης, οραματικών επιλογών, και μεθοδικής υλοποίησης. Η εγωλατρική επίγνωση της διανοητικής υπεροχής του έναντι των λοιπών μετριοτήτων της πολιτικής σκηνής είναι η αχίλλειος πτέρνα του: η ευφυΐα που δεν είναι υπηρετεί ευρύτερους αγαθούς σκοπούς οδηγεί στην αχαλίνωτη φιλοδοξία, την αυτοαναφορά, και την «ύβριν». Ποια ήταν η πρώτη του απόφαση ως πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ; Να ορίσει εκπρόσωπο Τύπου του κόμματος την κυρία Γεννηματά – εμβληματική εκπρόσωπο της φαύλης κομματοκρατίας!
Θα δούμε κι άλλα…
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)