Τα πράγματα δυσκολεύουν. Ας χρησιμοποιήσουμε τη λογική για να καταλάβουμε τι συμβαίνει και τι, πιθανότατα, θα συμβεί στη χώρα. Ο Αριστοτέλης ορίζει τον συλλογισμό ως εκείνο το λόγο «όπου αν τεθούν ορισμένα πράγματα, κάτι άλλο από αυτά που έχουν τεθεί ακολουθεί κατ’ ανάγκην, εξ αιτίας αυτών ακριβώς που έχουν τεθεί». Ποια είναι, λοιπόν, αυτά που αξιόπιστα «έχουν τεθεί», από τα οποία μπορούν να συναχθούν συμπεράσματα;
Πρώτον, το 2010 αναγκαστήκαμε να ζητήσουμε διεθνή οικονομική βοήθεια για να μη χρεοκοπήσουμε. Όποιος, σε ώρα ανάγκης, προσφεύγει σε υπέρογκο δανεισμό, παύει να ορίζει ο ίδιος το πρόβλημά του. Οι δανειστές του αποκτούν μεγάλη ισχύ και, άρα, βαρύνοντα λόγο στον καθορισμό των όρων αποπληρωμής του δανείου - άρα και στον ορισμό των προβλημάτων της χώρας. Από το 2010 και μετά, το πρόβλημά μας ορίστηκε, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, κυρίως ως δημοσιονομικό. Κατά συνέπεια, η δημοσιονομική εξυγίανση, άρα κάποιας μορφής λιτότητα, κατέστη αναπόφευκτη.
Δεύτερο, όπως συχνά συμβαίνει σε περιπτώσεις κοινωνικής μηχανικής, το Μνημόνιο
έπεσε έξω στις προβλέψεις του. Αν και το έλλειμμα μειώθηκε και η
ανταγωνιστικότητα εν μέρει ανακτήθηκε, η οικονομία συρρικνώθηκε υπέρμετρα, η
ανεργία εκτοξεύτηκε. Επιπλέον, η κακή διαχείριση της υλοποίησης του Μνημονίου
από ένα διαλυμένο κράτος, διευθυνόμενο από εν πολλοίς ανίκανους και ιδιοτελείς
πολιτικάντηδες, επιδείνωσε το πρόβλημα και επέτεινε την αναξιοπιστία της
χώρας.
Τρίτο, η παγκόσμια εμπειρία δείχνει ότι η έντονη και παρατεταμένη λιτότητα σε
μια δημοκρατία υπονομεύει την πολιτική σταθερότητα και ενισχύει τους λαϊκιστές.
Οι πολίτες δυσκολεύονται να προσαρμόσουν τις προσδοκίες τους στη νέα
πραγματικότητα, αναζητώντας πολιτικές διεξόδους σε αυτούς που υπόσχονται
απαλλαγή από τις επαχθείς πολιτικές.
Τέταρτο, το 80% των πολιτών θέλει την παραμονή της χώρας στο ευρώ. Παράλληλα,
όμως, πάνω από τα δύο τρίτα αντιτίθενται στο Μνημόνιο, χάρη στο οποίο η χώρα
απέφυγε τη χρεοκοπία. Αντίφαση; Καθόλου. Η ύφεση που έφερε η λιτότητα είναι
οδυνηρή. Οι πολίτες δεν έχουν άλλες αντοχές, αναζητούν ελπίδα. Η ευρωπαϊκή
Ελλάδα, όμως, δεν είναι ένα συγκυριακό φαινόμενο (όπως είναι η παρούσα ύφεση),
αλλά αναπόσπαστο μέρος της αυτοαντίληψής μας.
Πέμπτο, η άγρια λιτότητα δεν αντέχεται και αποσταθεροποιεί τη δημοκρατία. Από
την άλλη, όμως, η λιτότητα δεν αποφεύγεται. Άρα, πρέπει να μετριασθεί. Αυτό
σημαίνει δύο πράγματα: αφενός να επαναδιαπραγματευθούμε πιο χαλαρούς όρους
δανεισμού στο εξωτερικό, αφετέρου να διαχειριστούν τη λιτότητα φερέγγυοι
πολιτικοί, ικανοί να μας εμπνεύσουν, στο εσωτερικό. Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα,
αφού το δημοσιονομικό-διαρθρωτικό μας πρόβλημα μετατρέπεται σε πολιτικό-αξιακό.
Θα σωθούμε αν επανεφεύρουμε ταχύτατα τον εαυτό μας ως πολιτική κοινότητα.
Μπορούμε;
Έκτο, δύσκολα. Το πρόβλημά μας είναι ότι αυτοί που υπερασπίζονται το ευρώ
γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν και διαθέτουν κυβερνητική εμπειρία, αλλά δεν μας
εμπνέουν εμπιστοσύνη - είτε γιατί έχουν στιγματισθεί από την ιδιοτέλεια, τη
φαυλότητα, και την ανικανότητα, είτε γιατί δεν κατανοούν επαρκώς την επώδυνη
εμπειρία του χειμαζόμενου πολίτη («στην Ευρώπη με κάθε κόστος»). Από την άλλη,
αυτοί που μας δίνουν ελπίδα είναι αυτοί που, εκφράζοντας την οργή και την οδύνη
μας, λένε σε μας αυτά που θέλουμε να ακούσουμε («λεφτά υπάρχουν»), ενώ στους
δανειστές μας αυτά που δεν θέλουν να ακούσουν («δεν πληρώνω») – συνδυάζουν,
δηλαδή, το λαϊκισμό με τον τσαμπουκά.
Έβδομο, τα κόμματα της φαυλότητας που έφεραν τη χώρα στη χρεοκοπία, αδυνατούν να
αλλάξουν για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη μας, ενώ τα κόμματα του λαϊκισμού
αδυνατούν να προσδώσουν ρεαλισμό στην ελπίδα. Ποιος απροκατάληπτος ευρωπαϊστής
πολίτης θα πιστέψει ότι ο κ. Σαμαράς υπερασπίζεται την ευρωπαϊκή Ελλάδα όταν
δίνει πρωτεύοντα ρόλο σε δύο εμβληματικούς πολιτικούς της βαλκάνιας Ελλάδας:
στον καταδικασθέντα για παράβαση καθήκοντος κ. Ψωμιάδη και στην προβεβλημένη
εκπρόσωπο της οικογενειοκρατίας και του πελατειακού συστήματος κυρία
Μπακογιάννη; Πως θα μετακινηθεί σε πιο ρεαλιστικές θέσεις ο κ. Τσίπρας όταν ρητά
δηλώνει ότι θα «ακυρώσει» το Μνημόνιο, θα προβεί, δηλαδή, σε μια μονομερή
ενέργεια, η οποία θα επιφέρει τον τερματισμό της διεθνούς χρηματοδότησης της
χώρας («μία σου, μία μου»);
Όγδοο, λέγεται ότι αν σχηματίσει κυβέρνηση ο κ. Τσίπρας θα γίνει ρεαλιστής.
Μακάρι, αλλά αμφιβάλλω. Η χονδροειδώς «αντισυστημική» κουλτούρα του ΣΥΡΙΖΑ έχει
διαμορφώσει έναν ακραία καταγγελτικό, συχνά αντιθεσμικό, κυρίως λαϊκιστικό λόγο
που εγκλωβίζει τους χρήστες του: οι άνθρωποι έχουν μάθει να διαμαρτύρονται, όχι
να συμβιβάζονται· να υπερασπίζονται έναν μυθοποιημένο, πολτώδη «λαό», όχι να
μοχθούν να βελτιώσουν ατελείς θεσμούς. Το σημαντικότερο είναι ότι ο κ. Τσίπρας,
υμνητής του Μάο και του Τσάβες, πάσχει από τις εφηβικές ιδεοληψίες των
αριστερών: εκείνων που πασχίζουν ναρκισσιστικά να προσαρμόσουν τον κόσμο στις
ιδεοληπτικές επιθυμίες τους.
Συμπέρασμα: ως πολιτική κοινότητα είμαστε εγκλωβισμένοι μεταξύ των ανυπόληπτων ευρωπαϊστών και των ιδεοληπτικών λαϊκιστών. Αν εκλεγούν οι πρώτοι, δεν θα μπορέσουν να κυβερνήσουν γιατί είναι φθαρμένοι και θα συναντήσουν την ισχυρή αντίδραση των λαϊκιστών. Αν εκλεγούν οι δεύτεροι, θα τινάξουν στον αέρα τη δανειακή σύμβαση και θα οδηγήσουν τη χώρα σε στάση πληρωμών. Αν έχουμε ακυβερνησία, τα δημόσια οικονομικά θα καταρρεύσουν (ήδη συμβαίνει…), και οι τράπεζες θα ξεμείνουν από ρευστότητα. Με τέτοια δεδομένα, ceteris paribus, η χώρα οδηγείται στην άτακτη χρεοκοπία και τη δραχμή. Όχι γιατί θα το επιλέξει, αλλά γιατί η πολιτική της κουλτούρα είναι τέτοια που αδυνατεί να το αποτρέψει. Ότι το συμπέρασμα είναι οδυνηρό δεν σημαίνει ότι είναι αυθαίρετο.