Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Ποιος θα πει: «Δεν έχω να προφέρω παρά μόνο μόχθο, δάκρυα και ιδρώτα»;


«Έχεις κάτι αισιόδοξο να πεις;», με ρώτησε σχεδόν περιπαικτικά. Τον κοίταξα σκεφτικός και μου ήρθε στο μυαλό η φράση του αείμνηστου Βάτσλαβ Χάβελ: «Η ελπίδα σίγουρα δεν είναι το ίδιο πράγμα με την αισιοδοξία. Δεν είναι η πεποίθηση ότι κάτι θα πάει καλά, αλλά η βεβαιότητα ότι κάτι παράγει νόημα, άσχετα με το πώς θα πάει». «Αλλάζω το ερώτημα», απάντησα. «Μπορούμε να ελπίζουμε;». Κούνησε το κεφάλι με απορία. Η ελπίδα δεν πλεονάζει στις μέρες μας…

Η ελπίδα δεν είναι εμπειρική παρατήρηση, ούτε πρόγνωση. Είναι η εσωτερική βεβαιότητα ότι μια κατάσταση δεν είναι αποδεκτή κι ότι μια άλλη πρέπει να πάρει τη θέση της. Οι αντικομουνιστές διαφωνούντες όπως ο Χάβελ, οι αντιρατσιστές ακτιβιστές όπως ο Λούθερ Κίνγκ, και οι μεγάλοι πολεμικοί ηγέτες όπως ο Τσόρτσιλ  το γνώριζαν καλά. Η γνώση τους ήταν μια διαισθητική σύλληψη της κατάστασης που αντιμετώπιζαν, με βιωματικές ρίζες σε έναν τρόπο συλλογικού βίου κι έναν ηθικοπολιτικό, σχεδόν μεταφυσικό, ορίζοντα αναφοράς.

Το «we shall never surrender» του Τσόρτσιλ ή το «I have a dream» του Κίνγκ δεν ήταν ένα αμήχανο ευχολόγιο, σαν αυτό του δικού μας Προέδρου της Δημοκρατίας ότι «θα έρθουν καλύτερες μέρες» (!), ούτε κενολογικός οπτιμισμός σαν το «η Ελλάδα μπορεί» του Σαμαρά, αλλά η διατύπωση μιας υποβόσκουσας κοινής πεποίθησης, την οποία ο ηγέτης αρθρώνει και αναδεικνύει. Όταν η ελπίδα σαρκώνεται, μορφοποιείται σε λόγο, συνδέεται με τα βιώματα αυτών στους οποίους απευθύνεται, τότε αποκτά δραστικότητα, κινητοποιεί. Τα πράγματα παράγουν νόημα για τον ηγέτη που έχει αίσθηση ταυτότητας και αποστολής• μορφο-ποιεί ό,τι οι πολλοί αισθανόμαστε αλλά αδυνατούμε να αρθρώσουμε και μας το επιστρέφει σε επεξεργασμένο λόγο, στον οποίο αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας και από τον οποίο αντλούμε δύναμη.

Ένα από τα πολλά προβλήματά μας δεν είναι μόνο τα ερείπια που συσσωρεύονται και η αίσθηση της καταστροφής που πλησιάζει, αλλά, κυρίως, η απουσία ελπίδας. Δείτε το λόγο των δήθεν πολιτικών ηγετών μας και θα καταλάβετε γιατί. Η χώρα καταρρέει, αλλά αυτοί αδυνατούν να επινοήσουν ένα νέου τύπου πολιτικό λόγο, οπότε αδυνατούν να εμπνεύσουν. Τι κάνουν; Ό,τι έκαναν πάντοτε προεκλογικά: υπόσχονται, κολακεύουν το πόπολο, εξάπτουν τον πρωτόγονο φόβο ή την άλογη οργή, ρίχνουν τις ευθύνες στους άλλους.

Ο Σαμαράς τάζει, ως συνήθως: θέλει να αυξήσει επιδόματα και μισθούς, να μειώσει τους φορολογικούς συντελεστές, να αποζημιώσει τους ιδιώτες ομολογιούχους για τη ζημία που υπέστησαν μετά το «κούρεμα» του χρέους, κοκ. Ο σοφιστής Βενιζέλος προσαρμόζει το λόγο του στο εκάστοτε ακροατήριο. Στην ΑΔΕΔΥ δήλωσε ότι θέλει και «μικρότερο κράτος» και ότι «δεν χρειάζονται απολύσεις στο Δημόσιο»! Ο Τσίπρας, γνήσιο τέκνο του μεταπολιτευτικού λαϊκισμού, υπόσχεται την επιστροφή στην «ασφάλεια» του κράτους-μήτρα και εξάπτει το θυμικό μας απειλώντας τους δανειστές.

Τι δεν κάνουν οι λεγόμενοι ηγέτες; Δεν μπορούν να πουν αυτό που διαισθητικά γνωρίζουμε: «σε μια χρεοκοπημένη χώρα δεν έχω να σας προσφέρω τίποτε άλλο παρά μόχθο, δάκρυα και ιδρώτα». Τα προβλήματά μας είναι τόσο θεμελιώδη που όποιο δρόμο κι αν πάρουμε, τον πόνο δεν θα τον αποφύγουμε. Οι πολιτικάντηδες δεν μπορούν να πουν κάτι τέτοιο γιατί δεν καταλαβαίνουν καν το περιεχόμενο αυτής της τσορτσιλικής φράσης. Οι μεν Σαμαράς και Βενιζέλος γιατί αντιπροσωπεύουν τα κόμματα της φαυλότητας, ο δε Τσίπρας γιατί, ως καλός μαθητής του Ανδρέα Παπανδρέου, δεν αντιλαμβάνεται την πολιτική με όρους επίπονης βελτίωσης θεσμών (και των δύσκολων επιλογών που συνεπάγεται κάτι τέτοιο), αλλά με όρους πατερναλιστικής ικανοποίησης των αντιφατικών αιτημάτων ενός πολτώδους «λαού». Ο καθένας με τον τρόπο του μετέχει σε ένα διαγωνισμό «φιλολαϊκότητας», όχι σε ένα άθλημα «αναθέσμισης της χώρας» (κατά την εύστοχη φράση του Αλ. Παπαδόπουλου), το οποίο απαιτεί θυσίες.

Αλλά πώς να μιλήσει πειστικά για θυσίες ό κ.Σαμαράς όταν στα ψηφοδέλτιά του καθρεφτίζεται η πολιτική παρακμή; Όταν υποψήφιος του κόμματός του είναι, μεταξύ άλλων, ο πρώην υπουργός Υγείας κ. Ν. Κακλαμάνης, ο πολιτικός που όχι μόνο κατήργησε τη λίστα φαρμάκων αλλά, όπως αποκάλυψε η «Ελευθεροτυπία» (7/10/2006), δέχθηκε τη χορηγία φαρμακευτικών εταιριών για τις προεκλογικές του δαπάνες το 2004, και κληροδότησε παροιμιώδη κακοδιαχείριση στο Δήμο Αθηναίων; Όταν υποψήφιος είναι ο πρώην υπουργός Οικονομικών κ. Παπαθανασίου, ο αρχιτέκτονας (με τον κ.Αλογοσκούφη) του κολοσσιαίου ελλείμματος της χώρας το 2009! Σε ένα στοιχειωδώς ορθολογικό πολιτικό σύστημα οι κύριοι αυτοί θα ήταν, τουλάχιστον, εκτός πολιτικής. Και πώς να ζητήσει θυσίες από τον ελληνικό λαό ο κ. Τσίπρας όταν έχει χτίσει την πολιτική σταδιοδρομία του δοξάζοντας το είδωλο του «λαού»-θύματος, ο οποίος τίθεται υπεράνω νόμων και θεσμών; Το λεξιλόγιο της προσφοράς και της θυσίας είναι τόσο άγνωστο στους αμοραλιστές εξουσιομανείς και στους ιδεοληπτικούς λαϊκιστές όσο οικείο τους είναι το εγχειρίδιο καιροσκοπικής-πελατειακής-αντιθεσμικής συμπεριφοράς.   

Όταν έχεις να προσφέρεις μονάχα μόχθο και πόνο μιλάς τη γλώσσα της αλήθειας, η οποία, όσο οδυνηρή κι αν είναι, αποκτά ακροατήριο. Όταν όλοι αναμένουν υποσχέσεις κι εσύ αντισυμβατικά ζητάς θυσίες, δημιουργείς, παραδόξως, σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες, αφού παρεμβαίνεις στο μετα-επίπεδο της σχέσης – στις προσδοκίες που ιστορικά έχουν διαμορφώσει οι πολίτες από τους πολιτικούς. Διαψεύδοντας αυτές τις ιστορικές προσδοκίες δείχνεις έμπρακτα ότι ριψοκινδυνεύεις, άρα ότι είσαι αξιέμπιστος• αρχίζεις να φέρνεις μια διαφορετική νοο-τροπία, να εμπνέεις.

Δυστυχώς αυτή συνεχίζει να είναι μια ακατάληπτη γλώσσα για την παρακμιακή πολιτική ελίτ…

4 σχόλια:

Unknown είπε...

Το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε πια κ. Τσούκα, είναι να δούμε μια νέα γενιά πολιτικών που θα μπορέσει να μας ξανακάνει να ελπίζουμε.
Κ.Τζαγκαράκης

Συμεών Γαϊτανίδης είπε...

Αυτοί που επί χρόνια εδραίωσαν την εξουσία τους πάνω σε κούφια λόγια,ψεύτικες υποσχέσεις και υπέρμετρο λαϊκισμό,σε σημείο που να εθίσουν μια ολόκληρη κοινωνία να βλέπει σαν απατεώνα όποιον προτείνει(έστω και με λάθος υπολογισμούς) την λιγότερο επώδυνη λύση ,τώρα επιστρέφουν σαν πραγματιστές προσφέροντας πόνο και δάκρυα και επωφελούμενοι ξανά από αυτή την μετάλλαξη των κριτηρίων.Με την βοήθεια της κοινωνικής μηχανικής επιχειρούν να μετατρέψουν μια κοινωνία αριβιστών σε κοινωνία μαζοχιστών χαρακτηρίζοντας σαν λαϊκιστή όποιον τολμήσει να ψελλίσει ότι μπορεί να υπάρχει και ενδιάμεση λύση.Εντάξει όσον αφορά τον μόχθο και τον ιδρώτα,αν και θα προτιμούσα οι καλοί ηγέτες μας να τα μοιραστούν μαζί μας και όχι να μας τα προσφέρουν.Τι ακριβώς όμως εννοούν μιλώντας για πόνο;Τον πόνο στη μέση μετά από μια δημιουργική και κουραστική ημέρα ή τον πόνο του καρκινοπαθή που δεν του φθάνουν τα λεφτά για φάρμακα ή του γονιού που κινδυνεύει να χάσει το παιδί του σε ένα νοσοκομείο λόγω ανυπαρξίας στοιχειώδους υποδομής;Ποιό δάκρυ;Το δάκρυ της συγκίνησης για το ξανακτίσιμο μιας κοινωνίας από την αρχή ή το δάκρυ για το γκρέμισμα όλων των προσδοκιών και ονείρων για το τίποτα;

Petronius είπε...

Μέχρι όλοι οι πρωταγωνιστές της μεταπολίτευσης, ένας προς έναν, δεν ασελγήσουν για μια τελευταία φορά πάνω στο σώμα της πατρίδας, ελπίδα ή αισιοδοξία ας μην έχουμε.

Στους επόμενους μήνες θα παρελάσουν από τα ηνία της χώρας, για να ξεβρακωθούν και διαλυθούν και οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές του τεσσαρακονταετούς μεταπολιτευτικού οργίου.

Πρώτα, όπως όλα δείχνουν, η ΝΔ, η οποία θα ολοκληρώσει την οικονομική καταστροφή που άρχισε το ΠΑΣΟΚ και μετά από μερικούς μηνές η "μπαχαλωτική" αριστερά της προόδου του φραπέ, η οποία θα ολοκληρώσει την διάλυση του κράτους με κάποιας μορφής εθνολογική ή/και εθνική καταστροφή.

Οι επόμενες και οι μεθεπόμενες εκλογές μόνον μπόλικο αλλά άνευ αντικρίσματος "μόχθο, δάκρυα και ιδρώτα" θα παράξουν.

Στις μετά από τις μεθεπόμενες εκλογές, δηλαδή μέσα από τις στάχτες, θα μπορέσουμε πάλι να βάλουμε στόχους κι όνειρα. Οι εφιάλτες θα'χουν παρέλθει ή τουλάχιστον, έτσι θέλουμε να ελπίζουμε...

NF είπε...

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:
Και όμως ο Τσορτσιλ δεν ηταν υποχρεωμενος να προσφερει στο λαο του "ιδρωτα αιμα και δακρυα". Τον 1940 και το 1941 οι Γερμανοι προτειναν ειρηνη, και προσφερθηκαν να αποσυρθουν από ολες τις κατεχομενες ευρωπαϊκες χωρες πλην Πολωνιας και Τσεχοσλοβακιας. Σε ανταλλαγμα ζητησαν τη φιλικη ουδετεροτητα της Βρεττανιας στην επερχομενη Γερμανοσοβιετικη συρραξη.

Ο Τσωρτσιλ θα μπορουσε να ζητησει επιπλεον να σταματησει ο διωγμος των Εβραιων στην Ευρωπη και να τους επιτραπει να εγκατασταθουν στην αγγλοκρατουμενη Παλαιστινη.
Ο Χιτλερ θα δεχοταν μετα χαρας, αρκει να απαλασσοταν ο ιδιος από τους Εβραιους.

Ας υποθεσουμε ότι ο Τσωρτσιλ ειχε δεχθει τις γερμανικες προτασεις, με τον επιπλεον ορο που προανεφερα.

Ολοι θα ηταν ευτυχεστεροι:

Οι Ναζισμος και ο Κομμουνισμος θα αλληλοσπαρασσονταν, Γερμανια και ΕΣΣΔ θα ερχονταν μαλλον ισοπαλες στο πεδιο της μαχης, και θα εβγαιναν αμφοτερες εντελως εξασθενημενες και κατεστραμμενες από το μεταξυ τους πολεμο, ανικανες να απειλησουν τους αλλους.
Η υπολοιπη Ευρωπη θα απολαμβανε την ειρηνη, θα απεφευγε εκατομμυρια απωλειες, θα απεφεγε την οικονομικη καταστροφη, τον Ψυχρο Πολεμο κλπ.

Ο Εβραϊκος λαος θα απεφευγε το Ολοκαυτωμα, και θα αποκτουσε πατριδα στην Παλαιστινη χωρις να χρειαστει να πολεμησει το 1948.

Οι Βυζαντινοι μας προγονοι ηξεραν καλα να βαζουν τους εχθρους τους να πολεμουν μεταξυ τους για να αποφυγουν οι ιδιοι τα δεινα του πολεμου. Αν κυβερνουσαν αυτοι τη Βρεττανια το 1940-1941, η μοιρα της ανθρωποτητας θα ηταν καλυτερη. Δυστυχως κυβερνουσε ο Τσωρτσιλ, ο οποιος απλα λατρευε τον πολεμο, όπως ειχε ομολογησει στην κορη του Πρωθυπουργου Asquith το 1915.