
Ο Κρητικάρχης άστραψε και βρόντησε. Με τα βίας μπορούσε να μιλήσει. Τραύλιζε από την οργή του. Είχε μόλις καταδικασθεί σε δωδεκάμηνη φυλάκιση με τριετή αναστολή για απόπειρα υπόθαλψης εγκληματία (για την ακρίβεια, χασισοκαλλιεργητή του Μυλοποτάμου) και πρόκληση τέλεσης του αδικήματος της ψευδορκίας. Με την έπαρση που διακρίνει ανθρώπους του Συστήματος, έχοντας διατελέσει πολλές φορές βουλευτής, υπουργός και, μέχρι την καταδίκη του, σύμβουλος του Πρωθυπουργού, δεν τολμούσε να πιστέψει στ’ αυτιά του. Βρέθηκαν δικαστές να καταδικάσουν, ποιόν; Αυτόν τον πολιτικό ογκόλιθο της Κρήτης με τα πενήντα χρόνια προσφοράς στον τόπο! Ο,τι του «χάρισε ο λαός» επί πέντε δεκαετίες, του τα πήρε πίσω ένα ανάλγητο δικαστήριο.
«Είναι μια σκευωρία και μια στημένη δίκη», τραύλισε. Σαν αγριεμένο πιτμπουλ επιτέθηκε κατά του εισαγγελέα της δίκης, τον οποίο χαρακτήρισε «ανεκδιήγητο». Στράφηκε στη συνέχεια κατά του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνου λέγοντας με νόημα ότι «και οι κρίνοντες κρίνονται». Η σύγχυσή του ήταν τέτοια που ίσως νόμισε ότι καταδικάσθηκε από στρατοδικείο της χούντας, γι αυτό και κραύγασε με στόμφο: «Ουσιαστικά σήμερα καταδικάστηκε ο κοινοβουλευτισμός». Δεν αποκλείεται, ωστόσο, να έχει δίκιο, στο βαθμό που ο ίδιος δίνει το μέτρο του ελλαδικού κοινοβουλευτισμού.
Ο όχλος των οπαδών που τον περιέβαλλε στη δίκη τον σιγόνταρε χορωδιακά: «Εμείς σ’ αγαπάμε», «δεν αλλάζει η εκτίμησή μας για σένα», «αίσχος». Θύμιζε εικόνα από το Ισλαμαμπάντ. Είναι, βέβαια, κατανοητό. Όταν ο βουλευτής έχει «μεσολαβήσει» άπειρες φορές για σένα, όταν σε έχει «βοηθήσει» τόσο γενναιόδωρα, τότε η στοιχειώδης ανθρώπινη αμοιβαιότητα επιβάλλει να τον υποστηρίξεις στις δύσκολες στιγμές. Διότι δεν είναι μόνο το δικό του όνομα που αμαυρώνεται, αλλά, πιθανώς, και το όνομα της κόρης του, στην οποία, με τη γνωστή πατρική αγάπη, κληροδότησε τη βουλευτική του έδρα στο Ρέθυμνο. Όχι μόνον αυτό. Εκτός από ευγνωμοσύνη, στρατηγικά σκεπτόμενος, θέλεις να προστατεύσεις και τα συμφέροντά σου: με την παρουσία σου στη δίκη ανανεώνεις την πελατειακή σχέση και θυμίζεις στον πάτρωνά σου ότι είναι κι αυτός υποχρεωμένος σε σένα, όχι μόνο εσύ σε αυτόν. Σε τέτοια ευγενή κίνητρα, άλλωστε, στηρίζεται η ομαλή κοινωνική συμβίωση.
Μπορείτε να φέρετε στο μυαλό σας την ατμόσφαιρα στην οποία διεξήχθη η εννεάωρη δίκη του Κρητικάρχη; Τα πρωτοπαλίκαρά του, τα οποία δεν φημίζονται για την αβρότητα των τρόπων τους, δημιούργησαν μια, ας το πούμε ευγενικά, «τεταμένη ατμόσφαιρα» στο δικαστήριο («Τα Νέα», 23/9/2008). Οι μάρτυρες κατηγορίας αστυνομικοί θα έδιναν τις καταθέσεις τους σε ένα κλίμα έντασης, ο εισαγγελέας και ο δικαστής έπρεπε να πάρουν αποφάσεις για τον τοπικό «πασά» έχοντας στραμμένα πάνω τους τα αγριεμένα βλέμματα και υπό την οχλοβοή των οπαδών του. Δεν λύγισαν.
Ο ένας από τους δύο μάρτυρες κατηγορίας αστυνομικούς είπε ευθαρσώς στο δικαστήριο ότι ο Κρητικάρχης του ζήτησε να αλλάξει την κατάθεσή του - δηλαδή να ψευδομαρτυρήσει -, προκειμένου να απαλλαγεί ο προστατευόμενός του χασισοκαλλιεργητής. Ο δεύτερος αστυνομικός αποκάλυψε ότι ο πρόεδρος της τοπικής Νομαρχιακής Οργάνωσης της «Νέας Δημοκρατίας» και διευθυντής περιφερειακής εκπαίδευσης παρακαλώ (Θεός φυλάξοι!), πίεζε και τους δύο αστυνομικούς για το ίδιο θέμα, για λογαριασμό του πολιτικού του πάτρωνα. Στον ένα αστυνομικό ο Κρητικάρχης φέρεται να υποσχέθηκε να του διορίσει τη γυναίκα αν άλλαζε την κατάθεσή του.
Με υψηλό επαγγελματικό ήθος, οι δύο αστυνομικοί προτίμησαν να κάνουν τη δουλειά τους, παρά τις δελεαστικές «προσφορές» και τις συνοδευτικές απειλές. Ο εισαγγελέας και ο δικαστής, με το φρόνημα των Σαρτζετάκη και Δελλαπόρτα, αψήφησαν το κλίμα τρομοκρατίας και τις ενδεχόμενες συνέπειες για την προσωπική και οικογενειακή τους ασφάλεια, σε έναν τόπο όπου δεν είναι ασυνήθιστο οι αστυνομικοί να πυροβολούνται αδίστακτα όταν κάνουν τη δουλειά τους και οι κάθε λογής τοπικές «μαφίες» δεν διστάζουν να βιαιοπραγούν κατά οποιουδήποτε τους εναντιωθεί.
Το αφηνιασμένο πιτμπουλ αντέδρασε με το γνωστό τρόπο που αντιδρούν όλοι όσοι θεωρούν τον εαυτό τους πάνω από το νόμο (και είναι πολλοί στη χώρα της γενικευμένης ανομίας – ο Αναστασιάδης ήδη από τώρα μιλάει για «σκευωρία»): με καταγγελίες, απειλές και ύβρεις («π…» καθύβρισε ο υπόδικος Κρητικάρχης τους αστυνομικούς που κατέθεσαν – βλ. «Τα Νέα», 23/9/2008).
Όσοι πιστεύουν ότι δεν χάθηκαν όλα σε αυτόν τον τόπο αντλούν κουράγιο από εκείνους τους θαρραλέους δημόσιους λειτουργούς που παραμένουν προσηλωμένοι στο έργο τους, δίχως να ενδίδουν σε «πειρασμούς» και απειλές. Σε κάθε περίπτωση, ας προσευχόμαστε για τους δύο αστυνομικούς του Ρεθύμνου, τον εισαγγελέα και τον δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνου, που με συγκινητικό θάρρος επιμένουν να πιστεύουν ότι, σε ένα κράτος δικαίου, κανείς δεν είναι πάνω από το νόμο• ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να τους συμβεί…