Εκ βαθέων: Γιατί υποστηρίζω τη «Δράση»

Είναι δύσκολο, σχεδόν αβίωτο, να ζει κανείς μέσα στην απελπισία. Όση ικανοποίηση κι αν αντλεί από τη δουλειά του, την οικογένειά του ή τους φίλους του, τίποτα δεν υποκαθιστά την αίσθηση αισιοδοξίας και περηφάνιας που προέρχεται από τη συμμετοχή του σε μια ζωντανή, εξελισσόμενη, και ευπρεπή κοινωνία. Δεν πρόκειται μόνο για το γεγονός ότι η ποιότητα ζωής που ο καθένας απολαμβάνει, και ο βαθμός στον οποίο μπορεί να πραγματώσει τα όνειρά του, εξαρτώνται, εν μέρει τουλάχιστον, από την κοινωνία στην οποία ζει, αλλά και για την αίσθηση προοπτικής που η κοινωνία δίνει στα άτομα, ιδιαίτερα στους νέους. Η πεποίθηση ότι το μέλλον μπορεί να είναι καλύτερο από το παρόν, κινητοποιεί δυνάμεις, δίνει όραμα, παρέχει αυτοπεποίθηση, παράγει πλούτο και πολιτισμό.
Δεν έχουμε την τύχη να ζούμε σε μια τέτοια κοινωνία. Αν είμαστε σήμερα τόσοι πολλοί, τόσο πολύ απογοητευμένοι, αυτό οφείλεται σε ένα δυσάρεστο αίσθημα εγκλωβισμού που αισθανόμαστε: είμαστε πολίτες μιας χώρας σε τροχιά απίστευτης και, φαινομενικά τουλάχιστον, ασυγκράτητης παρακμής, με παραπαίοντες δημόσιους θεσμούς, σαθρή οικονομία, διάχυτη ανομία, και μια κατακερματισμένη κοινωνία που δεν ελπίζει σε τίποτε παραπάνω από την απλή επιβίωση. Ενώ άλλες κοινωνίες, παρά τα προβλήματά τους, αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και οραματίζονται το μέλλον τους, οι υψηλότεροι στόχοι που εμείς μπορούμε να θέσουμε (για την ακρίβεια οι στόχοι που θέτουν οι κυβερνήτες μας εξ ονόματός μας) είναι η «τακτοποίηση» των ημιυπαίθριων χώρων, να μην καταστρέφονται δημόσιες και ιδιωτικές περιουσίες στο κέντρο της Αθήνας, να μην καταλαμβάνονται τα πανεπιστήμια, να μην κλείνουν οι αυτοκινητόδρομοι, να μην ξεμένουν τα νοσοκομεία από υγειονομικό υλικό, να μη δραπετεύουν οι κρατούμενοι! Τόσο ψηλά, τόσο απαιτητικά…
Αυτός ο εσωστρεφής αμυντισμός δείχνει και την απόστασή μας από τον ανεπτυγμένο κόσμο. Ξοδεύουμε τεράστια ενέργεια για το αυτονόητο, η δημόσια συζήτηση μετακινείται από κρίση σε κρίση, στο δημόσιο λόγο δεν μένει χώρος για το οραματικό, το στρατηγικό, το ρηξικέλευθο. Ενώ και άλλες ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες έχουν σημαντικά προβλήματα, καμία δεν έχει το είδος των δικών μας προβλημάτων: η Ελλάδα δίνει συχνά την εντύπωση ότι τα προβλήματά της είναι περισσότερο αυτά μιας πρώην κομμουνιστικής ή τριτοκοσμικής χώρας, παρά μιας χώρας της ευρωζώνης. Καμία, σχεδόν, ανεπτυγμένη χώρα της ΕΕ δεν συζητά θέματα που για μας είναι, δυστυχώς, καυτά προβλήματα: η πελατειακή χρησιμοποίηση του κράτους από τους πολιτικούς, η κομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης, η εκτεταμένη διαφθορά, η οικογενειοκρατία, ο φατριασμός, η αναξιοκρατία, η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς, η αποσάθρωση κρίσιμων δημόσιων θεσμών, η γενικευμένη ανομία, η τεράστια φοροδιαφυγή, το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος, η κρυπτο-ιδιωτικοποίηση συλλογικών αγαθών. Απότοκος όλων αυτών είναι η φοβική εσωστρέφεια, η έλλειψη εθνικής αυτοπεποίθησης, η κρίση φαντασίας.
Ξέρουμε τι φταίει. Τριάντα πέντε χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, η ανικανότητά μας να διαχειριστούμε αποτελεσματικά τα συλλογικά μας προβλήματα δεν είναι εγγεγραμμένη στα γονίδιά μας, αλλά στον τρόπο που λειτουργούν ιστορικά οι θεσμοί μας, δηλαδή στον τρόπο λειτουργίας της πολιτικής. Η πολιτική μας ζωή δεν έχει σημείο αναφοράς τα ζωτικά προβλήματα της κοινωνίας, αλλά εκφυλίστηκε είτε σε ένα καιροσκοπικό «επικοινωνιακό» παιχνίδι, μέσω του οποίου επιδιώκεται η χειραγώγηση της κοινής γνώμης και η βουλιμική απόκτηση της εξουσίας από τα δύο μεγάλα κόμματα, είτε στοχεύει στη συντηρητική υπεράσπιση των Μεταπολιτευτικών μύθων και την απαξίωση των θεσμών από τα κόμματα της λαϊκιστικής Αριστεράς (τόσο στην ολοκληρωτική, όσο και στη μηδενιστική εκδοχή της). Το πολιτικό μας σύστημα μετεξελίχθηκε σε ένα αυτιστικό σύστημα, του οποίου η κύρια μέριμνα είναι η αμοραλιστική αναπαραγωγή του με υποκριτικό λαϊκισμό, άμετρη πόλωση, διαβρωτικό κομματισμό, κενή υποσχεσιολογία, άφθονα ρουσφέτια και, φυσικά, πολλές μίζες. Κανείς αξιοπρεπής άνθρωπος δεν μπορεί να αισθάνεται ευτυχής σήμερα από την ποιότητα του πολιτικού λόγου, την ποιότητα των πολιτικών συμπεριφορών, και την ποιότητα του πολιτικού προσωπικού. Ποτέ άλλοτε, μετά τη Μεταπολίτευση, δεν βίωνε κανείς τέτοια δυστυχία να είναι Έλληνας!
Ξέρουμε τι πρέπει να γίνει. Το απόστημα του σάπιου πολιτικού συστήματος πρέπει να σπάσει – ΤΩΡΑ, όχι αύριο!
Ξέρουμε τι θέλουμε: γενιές ολόκληρες μας εμπνέει το όραμα μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής χώρας. Που θα πει: θέλουμε αξιέμπιστο κράτος δικαίου, ανταγωνιστική οικονομία, ακομμάτιστη και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, ανάπτυξη των συλλογικών αγαθών, ακμαία κοινωνία πολιτών, ήθος και αξιοπρέπεια στο δημόσιο βίο. ΤΩΡΑ, όχι αύριο!

Συντάσσομαι με τη «Δράση» γιατί δεν θέλω απλώς να διαμαρτύρομαι, να γκρινιάζω και να επικρίνω• δεν θέλω μόνο να οικτίρω ή να ερμηνεύω το χάλι της χώρας μου, αλλά να συνεισφέρω, όσο μπορώ, στην αλλαγή της.
Συντάσσομαι με τη «Δράση» γιατί δεν με εμπνέει καμία μεγαλεπήβολη ουτοπία, αλλά με κινητοποιεί η ταπεινή απαίτηση να ζω, τόσο εγώ όσο και οι συμπολίτες μου, με αξιοπρέπεια.
Συντάσσομαι με τη «Δράση» γιατί έχω ανάγκη να ελπίζω, να αισιοδοξώ, να οραματίζομαι - όχι τόσο για μένα, όσο για τα παιδιά μου.
Μερικές εύλογες ερωτήσεις – και απαντήσειςΜερικοί φίλοι μου υποδεικνύουν ότι θα ήταν προτιμότερο να αποφύγω να συνταχθώ με οποιαδήποτε πολιτικό φορέα, προκειμένου να διατηρήσω την ανεξαρτησία μου. Όσοι μου κάνουν την τιμή να με διαβάζουν ξέρουν ότι δεν ανήκω σε κανένα κόμμα, αν και ο χώρος της πολιτικής μου έμπνευσης είναι η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία. Δεν νοιώθω ότι θυσιάζω την ανεξαρτησία μου ούτε κατ’ ελάχιστον, υποστηρίζοντας τη «Δράση». Η ανεξαρτησία σκέψης είναι τρόπος ζωής για όποιον τη θεωρεί σημαντική. Απλώς θεωρώ ότι το να ερμηνεύεις τον κόσμο δεν είναι αρκετό, αν σε ενδιαφέρει η αλλαγή του. Όπως έλεγε ο Μπέρτραντ Ράσελ, «η θεμελιώδης έννοια της πολιτικής είναι η ισχύς, όπως η ενέργεια είναι θεμελιώδης έννοια της Φυσικής». Η αλλαγή στη δημοκρατία περνά υποχρεωτικά μέσα από την αλλαγή των συσχετισμών ισχύος μεταξύ των κομμάτων. Σήμερα, ένα σάπιο πολιτικό σύστημα συστηματικά καταστρέφει τη χώρα – μπροστά στα μάτια μας… Πρέπει να κάνουμε κάτι. Έχουμε την υποχρέωση να κάνουμε κάτι. Πρέπει να αναλάβουμε δράση. Δεν ξέρω αν ο δικός μου τρόπος είναι ο καλύτερος, είναι όμως ένας τρόπος…
Άλλοι φίλοι δυσπιστούν απέναντι στους δύο πρώτους από τους τρεις πρωταγωνιστές της «Δράσης» (τους κκ.Μάνο, Κοντογιαννόπουλο και Μπουτάρη) και με προέτρεψαν να κρατήσω αποστάσεις. Δεν γνωρίζω κανέναν από τους τρεις προσωπικά. Ούτε συμφωνώ με όλες τις πολιτικές επιλογές των δύο πρώτων στο παρελθόν. Τους υπολήπτομαι όμως ως έντιμους, καλοπροαίρετους και εκσυγχρονιστές πολιτικούς – δεν έχουμε δα και πολλούς! Θεωρώ ότι, όπως παρατηρεί ο Αλέκος Παπαδόπουλος στα Βήματα του Εστερναχ, η κύρια πολιτική αντίθεση στη χώρα είναι μεταξύ των δυνάμεων της καθήλωσης και των δυνάμεων της εξέλιξης, των εκσυγχρονιστών και των λαϊκιστών. Οι υπόλοιπες, συνήθεις σε δυτικές δημοκρατίες, αντιθέσεις (π.χ. ύψος φορολογίας, ρόλος τους κράτους, κλπ) είναι παρεμπίπτουσες στα ελλαδικά συμφραζόμενα, και αφορούν κυρίως τις ανεπτυγμένες χώρες, οι οποίες έχουν ξεφύγει από το δικό μας «προ-πολιτικό» στάδιο (κατά την έκφραση του Κορνήλιου Καστοριάδη). Οι πρωταγωνιστές της «Δράσης» ήταν πάντοτε υποστηρικτές εκσυγχρονιστικών ιδεών. Τον κ.Μάνο τον διέκρινε ανέκαθεν η παρρησία και η φρεσκάδα απόψεων, το πρακτικό πνεύμα, η έγνοια για το περιβάλλον, κι ένας ενδιαφέρων εικονοκλαστισμός που τόσο σπανίζει στην ελλαδική πολιτική σκηνή. Ο κ.Κοντογιαννόπουλος εξέπεμπε πάντοτε ένα εκσυγχρονιστικό στίγμα. Ο κ.Μπουτάρης είναι ένας συνεπής, ευφάνταστος, και δραστήριος εκπρόσωπος της κοινωνίας των πολιτών – έξω από τα κατεστημένα κόμματα, με έντονο ενδιαφέρον για την τοπική αυτοδιοίκηση και πλούσια περιβαλλοντική δράση.
Ξέρω καλά ότι δεν υπάρχει παρθενογένεση στην πολιτική, και ιδιαίτερα στην ελλαδική πολιτική σκηνή. Ολοι κουβαλάνε το φορτίο των προηγούμενων επιλογών τους. Το καινούριο σπάνια συνιστά ex nihilo δημιουργία, αλλά αναδύεται μέσα από την πρώτη ύλη που παρέχει το παλαιό. Ο ευρωπαϊστής Κωνσταντίνος Καραμανλής ηγήθηκε μιας, εν πολλοίς, επαρχιώτικης, διαπλεκόμενης, και μισαλλόδοξης εθνικοφροσύνης. Ο μεταρρυθμιστής Γκορμπατσόφ αναδύθηκε μέσα από τα σπλάχνα ενός ολοκληρωτικού μηχανισμού. Ο εκσυγχρονιστής Σημίτης έφθασε στην κορυφή ενός βαθιά λαϊκιστικού και αμοραλιστικού κόμματος. Και τους τρεις τους κρίνουμε σήμερα λίγο έως πολύ θετικά, κυρίως για τη συνολική πολιτική τους τροχιά και τα αποτελέσματά της, όχι για τους ποικίλους συμβιβασμούς ή τις αμφισβητούμενες επιλογές που σίγουρα αναγκάστηκαν να κάνουν στη διαδρομή τους. Διακρίνουμε στη συνολική πορεία τους ένα σαφές πολιτικό στίγμα, ένα ευρύτερο εκσυγχρονιστικό πρόταγμα, και μια σχετική συνέπεια στην εφαρμογή του.
Αν απομονώσουμε στιγμές από τη διαδρομή ενός πολιτικού (ακόμα και των αγαπημένων μου πολιτικών ηγετών, όπως είναι ο Τσόρτσιλ, ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, ο Μαντέλα, ή ο Ομπάμα), πάντοτε θα βρούμε αμφισβητήσιμες επιλογές. Το θέμα όμως είναι να μη χάνουμε τη συνολική εικόνα, η κρίση μας να μη θολώνει με τα επιμέρους. Υπό αυτό το πρίσμα, πάντοτε θα υπάρχουν επιφυλάξεις για όψεις της πολιτικής διαδρομής οποιουδήποτε, αλλά το μείζον είναι να ερμηνεύουμε τη συνολική του πορεία. Η πολιτική υποστήριξη δεν αίρει απαραίτητα τις όποιες επιφυλάξεις, αλλά εστιάζει την προσοχή μας στη μορφή της συγκυρίας, τις επιλογές που έχουμε, τη συνολική αίσθηση που αποπνέει κάποιος. Οι επιφυλάξεις, μάλιστα, είναι ιδιαίτερα γόνιμες γιατί αποτρέπουν τον δογματισμό και την άκριτη συμπαράταξη. Όπως λέει ο διακεκριμένος ψυχολόγος Κάρλ Γουέηκ, «η αμφιθυμία είναι η βέλτιστη απάντηση». Εκτιμώ τους κκ.Μάνο και Κοντογιαννόπουλο για τη συνεπή προσήλωσή τους στο όραμα του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού της χώρας και σέβομαι τον κ.Μπουτάρη για την πολυσχιδή προσφορά του – στοιχεία επαρκή για να συνταχθώ, κατ’ αρχήν, μαζί τους.
Άλλοι φίλοι με ρωτάνε αν με ενδιαφέρει η πολιτική σταδιοδρομία. Κάθε άλλο. Αντλώ τεράστια ικανοποίηση από τη δουλειά μου και θέλω να έχω χρόνο να ασχολούμαι με την οικογένειά μου – η πολιτική σταδιοδρομία δεν ανήκει στις φιλοδοξίες μου, ούτε θα ήθελα να υποταχθώ στις υψηλές απαιτήσεις της. Προτιμώ να μελετώ τους πολιτικούς παρά να τους υποδύομαι. Από την άλλη μεριά, όμως, ξέρω ότι, όπως είπε ο σοφός Πλάτων, «μια από τις τιμωρίες [όταν] δεν καταδέχεσαι να ασχοληθείς με την πολιτική είναι ότι καταλήγεις να σε κυβερνούν οι κατώτεροί σου». Δείτε τι συμβαίνει στη χώρα σήμερα, τι ποιότητας άνθρωποι μας κυβερνούν και ποιοι ετοιμάζονται να τους διαδεχθούν, και θα καταλάβετε γιατί, αν οι συνειδητοί πολίτες δεν ασχοληθούν ενεργά με την πολιτική, η Ελλάδα θα είναι καταδικασμένη οριστικά στην παρακμή.
Όποιος νοιάζεται για τη χώρα, όποιος αγωνιά για το μέλλον των παιδιών του, όποιος πικραίνεται από το κατάντημα του τόπου μας, ΤΩΡΑ πρέπει να κάνει κάτι – ό,τι του υπαγορεύει η κρίση του. Η συγκυρία είναι ευνοϊκή για ένα νέο εγχείρημα. Ένα χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα παρασύρει και τη χώρα στη χρεοκοπία – κι αυτό, πλέον, όλοι το βλέπουμε. Τι άλλο πρέπει να δούμε για να αντιδράσουμε; Στις δημοσκοπήσεις οι πολίτες μπορεί να δηλώνουν την κύρια προτίμησή τους στα δύο κόμματα εξουσίας, αλλά εκφράζουν, συγχρόνως, την έλλειψη εμπιστοσύνης στην ικανότητά τους να βγάλουν τη χώρα από το αδιέξοδο. Ο «κανένας» συγκεντρώνει ένα σταθερά υψηλό ποσοστό απαντήσεων. Η απαισιοδοξία, ο κυνισμός, και η έλλειψη εμπιστοσύνης στα κατεστημένα κόμματα κυριαρχούν.
Οι προσεχείς ευρωεκλογές είναι μια καλή ευκαιρία να πούμε στους ανάξιους πολιτικάντηδες «φτάνει πια, δεν πάει άλλο». Καιρός να γυρίσουμε σελίδα. Μπορούμε να ξεφύγουμε από την αθλιότητα. Μια πραγματικά σύγχρονη Ελλάδα είναι δυνατή – αρκεί να το θελήσουμε αρκετοί. Μια αξιοπρεπής κοινωνία είναι εφικτή – αρκεί να πασχίσουμε αρκετοί. Τα δύσκολα είναι η μοίρα όσων δεν θέλουν να συμβιβαστούν με την περιρρέουσα χυδαιότητα, την ιδιοτελή εξουσιολαγνεία, τον απαξιωτικό κυνισμό, την αδιέξοδη ιδιώτευση. Φτάνει πια! Δράση τώρα!
Σημείωση: Μια πολύ πιο συνοπτική εκδοχή αυτού του κειμένου διαβάστηκε στην παρουσίαση της Ιδρυτικής Διακήρυξης της «Δράσης», στις 17 Μαρτίου 2009, στο Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα. Για να δείτε την παρουσίαση και τη σχετική συνέντευξη Τύπου, καθώς και για περισσότερες πληροφορίες, επισκεφθείτε τον ιστοχώρο
www.drassi.gr