Κυριακή 12 Απριλίου 2009

«Νοιώθω ότι είμαι ένας από σας…»


Η σκηνή είναι γνωστή, πληκτική και άκρως μελαγχολική. Κομματική συγκέντρωση από εκείνες που κάλλιστα θα περνούσαν για συνάθροιση φιλάθλων. Στο βήμα στέλεχος της κυβέρνησης Καραμανλή Β’ (θα μπορούσε να είναι και οποιασδήποτε άλλης στην ιστορία του νεοελληνικού δημόσιου βίου). Δεν διατυπώνει κάποιον συγκροτημένο συλλογισμό (το τελευταίο, άλλωστε, που θα απαιτούσε ένα τέτοιο ακροατήριο), κλιμακώνει όμως προσποιητά τον τόνο της φωνής, και με το δεξί του χέρι σχεδόν κολλημένο στα πλευρά, έχοντας τον δείκτη προτεταμένο, διαγράφει αλλεπάλληλες, ζωηρές ημικυκλικές τροχιές. Η αστόχαστη κατηγορηματικότητα και η κενόλογη ρητορεία εκφράζονται και σωματικά.

Κάποια στιγμή κομπιάζει. Η ροή της ομιλίας στιγμιαία διακόπτεται: «Γιατί διαπιστώνω μια συσπείρωση, μια συσπείρωση που …». Ο ομιλητής ξαναβρίσκει τον ειρμό του προσφεύγοντας στο υμνολόγιο του Αρχηγού: «…με τις οδηγίες και την ομπρέλα του μεγάλου αρχηγού μας του Κώστα του Καραμανλή θα την κάνουμε πράξη στην κοινωνία, για να έχουμε πρωτιά στις ευρωεκλογές». Στη Βαρβάκειο Αγορά πιθανότατα μιλάνε καλύτερα ελληνικά και στη Βόρεια Κορέα οι ύμνοι στον Μεγάλο Ηγέτη ίσως είναι πιο ποιητικοί, αλλά, τουλάχιστον, το κυβερνητικό στέλεχος ξέρει να ξοφλά ένα μέρος του τεράστιου χρέους στον Ευεργέτη του: χωρίς την εύνοιά του δεν θα τον ήξερε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας του.

Ο στιγμιαίος «κόμπος» στη ροή της ομιλίας του ενεργοποιεί εσωτερικευμένες γνωστικές ρουτίνες. Οι πλείστοι κομματάνθρωποι που καταλήγουν να ασκήσουν δημόσια αξιώματα έχουν κοινωνικοποιηθεί στη λατρεία του Αρχηγού, από την εύνοια του οποίου, κυρίως, εξαρτώνται οι σταδιοδρομικές τους προοπτικές. Είναι εύλογο, λοιπόν, ο λόγος τους να βρίθει από δοξαστικούς ύμνους στον Μεγάλο Οδηγητή – είναι η μόνη γλώσσα που έμαθαν.

Έχοντας δοξολογήσει τον Αρχηγό του, το κυβερνητικό στέλεχος συνεχίζει το ίδιο ζωηρά σε άλλο, πιο προσωπικό αυτή τη φορά, τόνο: προσπαθεί να εκμαιεύσει την αγάπη του ακροατηρίου του, θυμίζοντας ότι η «άνοδος» σε δημόσιο αξίωμα δεν τον αποσπά απαραίτητα από τη μάζα από την οποία προέρχεται. «Θέλω να σας πω ότι νοιώθω απόλυτα ένας από σας και θα συνεχίσω να είμαι πάλι το ίδιο – ο ίδιος, ο φίλος σας […]». Η προς τα πάνω «οικειότητα», μέσω της αναφοράς στον Αρχηγό-Ευεργέτη («ο Κώστας ο Καραμανλής»), διαχέεται τώρα και προς τα κάτω: αγαπητοί μου ψηφοφόροι είμαι δικός σας άνθρωπος, «φίλος» σας, κολλητός σας. Οι λαϊκιστές πολιτικοί διαθέτουν μια αλτρουιστική αίσθηση συμμετρίας: το κολλητιλίκι που τους παρέχουν οι από πάνω, το διοχετεύουν στους από κάτω.

Διακηρύσσοντας στεντορείως την ταύτισή του με τους εκλογείς του, το κυβερνητικό στέλεχος αυτο-ισοπεδώνεται: καταργεί την αναπόφευκτη θεσμική απόσταση (και της εξ αυτής απορρέουσες υποχρεώσεις) μεταξύ εκπροσώπου και εκπροσωπούμενου, και παύει να λειτουργεί παιδαγωγικά προς το «δήμο». Εκλιπαρεί την αγάπη του «λαού» αφιστάμενος του θεσμικού ρόλου του ως κυβερνήτη – του ανθρώπου που, προκειμένου να προάγει έλλογα το δημόσιο συμφέρον, υπάγει τις λαϊκές διαθέσεις στην «ψυχρή» θεσμική λογική, δηλαδή σε ευρύτερους στόχους, κανόνες, διαδικασίες, και περιορισμούς. Όπως ο ανώριμος γονιός αποφεύγει να θέτει όρια στα παιδιά του, προκειμένου να εκμαιεύσει την αγάπη τους, ο λαϊκιστής πολιτικός προσποιείται ότι καταργεί την απόσταση από το «λαό» για να κερδίσει την ψήφο του.

Γνωρίζει, βεβαίως, ότι η απόσταση δεν καταργείται και γι αυτό «κατασκευάζει» ρητορικά την ταύτισή του: κατερχόμενος στη μάζα, της υπενθυμίζει εμμέσως το βάθρο από το οποίο κατέρχεται. Η εικονική «κάθοδος» συνοδεύεται από μια πολύ πραγματική «άνοδο»: του επαίτη ψηφοφόρου στο πολιτικό γραφείο. Τον φίλο σου, τον κολλητό σου, τον χρειάζεσαι σε μια στιγμή ανάγκης – να διορίσει λ.χ. την κόρη, να αποχαρακτηρίσει το οικόπεδο, να μεσολαβήσει για την προαγωγή.

Ενώ η χώρα διαθέτει εκ των πραγμάτων ηγέτιδα τάξη, η οποία διοικεί τους θεσμούς της, δεν διαθέτει ηγέτες με νοοτροπία κυβερνήτη (homo gubernator). Το βλέπουμε παντού. Οι πολιτικοί της κολακεύουν το «λαό» για να του υφαρπάξουν την ψήφο, οι πρυτάνεις διαπραγματεύονται τα όρια της νόμιμης εξουσίας τους με μειοψηφίες τραμπούκων, οι ανώτεροι δημόσιοι λειτουργοί είναι υποταγμένοι στα κελεύσματα των βλαχοπολιτικάντηδων, οι δήμαρχοι και οι νομάρχες ανέχονται (συχνά με το αζημίωτο…) τις αυθαιρεσίες τοπικών τσαμπουκάδων. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί Μαυρομιχαλαίοι και λίγοι Καποδίστριες.

Μερικές φορές αναρωτιέμαι τι είναι χειρότερο: να σε κυβερνάνε γόνοι πολιτικών δυναστειών σαν τους Κωστίκα και Γιωρίκα, βαλκάνιοι πολιτικάντηδες τύπου Βουλγαράκη, Μαγγίνα, Παυλίδη και άλλων, εγωπαθείς καραγκιόζηδες τύπου Μπερλουσκόνι, «ξαναγεννημένοι χριστιανοί» γελαδάρηδες τύπου Μπούς, ή λαοπρόβλητοι ναρκισιστές τσαρλατάνοι σαν τον Τσάβεζ; Δυσκολεύομαι να διαλέξω. Ξέρω όμως ότι μια δημοκρατία είναι άρρωστη όταν δεν είναι ο ψηφοφόρος που θέλει να μοιάσει στον πολιτικό, αλλά ο πολιτικός στον ψηφοφόρο.

Υ.Γ. Τη φωτογραφία τη βρήκα στο atsarantos.blogspot.com. Εξαιρετική δε συμφωνείτε;

Ο Θαλής, το πηγάδι και η κοινή λογική



Η σύγχρονη επιστήμη έχει μια σχέση αντιπαλότητας με την κοινή λογική (common sense, κοινός νους, κοινή αίσθηση)• τη θεωρεί ανεξέταστη, μη ορθολογική, και γι αυτό μια κατώτερη μορφή γνώσης. Ο Αϊνστάιν εξέφρασε χαρακτηριστικά αυτή τη στάση: «Η κοινή λογική είναι μια συλλογή προκαταλήψεων που αποκτά κανείς μέχρι τα δεκαοχτώ του». Ο μεγάλος επιστήμονας, βέβαια, παρακάμπτει κάτι ουσιώδες: ότι ακόμη κι ο ευφυέστερος των ανθρώπων δεν μπορεί ποτέ να απαλλαγεί πλήρως από τις «προκαταλήψεις» του – ούτε μετά τα δεκαοχτώ του! Οι πολιτικές πεποιθήσεις του Αϊνστάιν, λ.χ., ή οι μάλλον εκκεντρικές συμπεριφορές του ως συζύγου, δεν ήταν το ίδιο ορθολογικά θεμελιωμένες όπως οι επιστημονικές θεωρίες του! Ακόμα κι ένας Αϊνστάιν δεν μπορεί να αποσυρθεί από την κοινή λογική.

Η συμπεριφορά μας ως κοινωνικά όντα ερείδεται αναπόδραστα, κατά μη εξαλείψιμο τρόπο, στην κοινή λογική, στο sensus communis – σε άτυπους κανόνες συμπεριφοράς που ρυθμίζουν την ανθρώπινη συνύπαρξη. Θέλουμε δεν θέλουμε μετέχουμε της κοινής λογικής. Πρώτα μαθαίνουμε να μιλάμε και μετά αναλύουμε τη γλώσσα μας. Πρώτα αποκτούμε εμπειρική εξοικείωση με τον κόσμο και μετά τον υπάγουμε στην αναλυτική σκέψη μας.

Από τότε που οι οικονομολόγοι πήραν στα σοβαρά τους θεσμούς εντός των οποίων αναπτύσσεται η οικονομική δραστηριότητα, άρχισαν να αναγνωρίζουν τη σπουδαιότητα των άτυπων κανόνων συμπεριφοράς που τη διαπερνούν – λ.χ. τους τύπους εμπιστοσύνης που επιδεικνύουν οι άνθρωποι στις συναλλαγές τους. Διαπιστώνουμε την αξία της κοινής λογικής όταν αυτή θραύεται – όταν η επιταγή μένει ακάλυπτη, η υπόσχεση δεν υλοποιείται, ο δάσκαλος προπηλακίζεται, η βιβλιοθήκη πυρπολείται.

Η κοινή λογική δεν είναι μόνο άτυποι κανόνες συμπεριφοράς• ως common sense - κοινή αίσθηση - είναι και ενεργητική μετοχή στην κοινή εμπειρική πραγματικότητα. Ο Πλάτων αναφέρει την περίπτωση του αμόρφωτου κοριτσιού από τη Θράκη, το οποίο ξέσπασε στα γέλια όταν είδε τον αστρονόμο Θαλή να πέφτει στο πηγάδι ενώ παρακολουθούσε τα ουράνια σώματα. «Ήταν τόσο πρόθυμος να μάθει τι υπήρχε στον ουρανό», αναφώνησε η κοπέλα, «που του διέφυγε τι υπήρχε στα πόδια του». Η κοινή λογική εδώ έχει να κάνει με την κοινά αναγνωρίσιμη εμπειρική πραγματικότητα, την οποία τείνει να αποστρέφεται η αφηρημένη σκέψη. Ο μορφωμένος Θαλής, απορροφημένος στην αστρονομική του παρατήρηση, αγνόησε το πηγάδι, στο οποίο κανείς λογικός άνθρωπος, όσο αμόρφωτος κι αν είναι, δεν θάθελε να πέσει!

Το δίδαγμα από την ιστορία αυτή το αναδεικνύει υπέροχα η Χάνα Αρέντ: η αφηρημένη σκέψη, ιδιαίτερα όταν καθίσταται αλλόκοσμα εμμονική, ανεπίγνωστα ιδεοληπτική, εσκεμμένα φενακιστική, ή προπαγανδιστικά εντυπωσιοθηρική, συχνά αποκόπτεται από την κοντινή κοινή εμπειρία, προκειμένου να επιτρέψει στο μακρινό «όλον», το «πραγματικό», το «αληθινό», το «ευγενές», να εμφανιστεί. Ό,τι είναι εμπειρικά πλησίον απομακρύνεται• ό,τι είναι θεωρητικά απόμακρο εμφανίζεται. Αυτό που εντοπίζουν οι αισθήσεις θεωρείται υποδεέστερο εκείνου που (συχνά αυτο-εξυπηρετικά) κομίζει η διάνοια. Σε αυτό, νομίζω, συνίσταται η πολιτική σημασία της κοινής λογικής στην Ελλάδα, σήμερα: είναι το όπλο ενάντια στο φενακισμό των κατεστημένων κομματικών εξουσιών, συμβιβασμένων ηγεσιών, εξουσιομανών διανοουμένων και ιδιοτελών συντεχνιών. Η υπεράσπιση της κοινή λογικής (common sense) είναι ομόλογη με την υπεράσπιση αυτού που ο Τζόρτζ Όργουελ τόσο εύστοχα αποκαλούσε «κοινή αξιοπρέπεια» (common decency).

Τι νόημα έχει να μιλάμε για «πράσινη ανάπτυξη» όταν δεν μπορούμε να διαχειριστούμε ούτε τα σκουπίδια; Πόσο αξιόπιστοι υπερασπιστές της «αξιοκρατίας» είναι οι αρχηγοί των δύο μεγάλων κομμάτων, όταν το κύριο προσόν για την ανάδειξη στο ηγετικό αξίωμά τους ήταν το επώνυμό τους. Γιατί να πιστέψουμε τις φενακιστικές ρητορείες των κομμάτων εξουσίας ότι υπηρετούν το «δημόσιο συμφέρον» όταν, αποδεδειγμένα, διαπλέκονται με επιχειρήσεις• φέρονται βασίμως να εισπράττουν πολιτικό χρήμα από κρατικές προμήθειες• και στελέχη τους δωροδοκούνται [1];

Γιατί να πάρουμε στα σοβαρά την δήθεν αυτοκριτική στάση του κ.Βενιζέλου ότι «Η Βουλή οφείλει να αποδείξει πως έχουμε πλήρη εικόνα της κατάστασης, πως αναγνωρίζουμε και σεβόμαστε τη δυσπιστία που κυριαρχεί στη συνείδηση του κόσμου για τη λειτουργία του Κοινοβουλίου» («Καθημερινή», 7/4/2009), όταν κι αυτός και το κόμμα του ψηφίζουν νόμους για τον απαράδεκτο διορισμό στενών συνεργατών (συχνά συγγενών) των βουλευτών στο Κοινοβούλιο, παρακάμπτοντας το ΑΣΕΠ; Όταν ο κ.Βενιζέλος επέκρινε τον ανακριτή (!) γιατί διαβίβασε τη δικογραφία του πρώην υπουργού και φερόμενου ως ύποπτου για διαφθορά κ.Παυλίδη στη Βουλή;

Πως θα «επανιδρύσουμε» (ή θα «μεταρρυθμίσουμε», ή θα «ανασυγκροτήσουμε», πείτε το όπως θέλετε) το κράτος όσο η δημόσια διοίκηση διοικείται από κομματανθρώπους; Τι είδους «εύρωστη οικονομία» θα έχουμε, όταν ασυλλόγιστα συσσωρεύουμε δημόσιο χρέος; Πως θα έχουμε ποιοτικό τουρισμό, υψηλής προστιθέμενης αξίας, όταν δεν μπορούμε ούτε τις άγονες ακτοπλοϊκές γραμμές να οργανώσουμε με διαφάνεια και εντιμότητα [2]; Πως θα διασφαλίσουμε την «αειφόρο ανάπτυξη» για την οποία τόσο κόπτονται οι πολιτικοί μας όταν στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα δεν έχουμε ούτε κτηματολόγιο, ούτε ολοκληρωμένους δασικούς χάρτες; Πως μεριμνούν τα κόμματα εξουσίας για την «υψηλής ποιότητας δημόσια υγεία» και την «κοινωνική αλληλεγγύη», όταν τα νοσοκομεία τα διοικούν οι «κολλητοί», όταν δεν δημοσιεύουν ισολογισμούς, δεν πληρώνουν τους προμηθευτές τους, όταν δεν μετράμε τι ξοδεύουμε και πως, όταν ανεχόμαστε την εκτεταμένη διαφθορά; Πως θα δημιουργήσουμε την «οικονομία της γνώσης» (άλλη μια αγαπημένη φράση των πολιτικών μας!) όταν τα πανεπιστήμια καταλαμβάνονται με την παραμικρή αφορμή, όταν μειοψηφίες τραμπούκων παρεμποδίζουν την πανεπιστημιακή διοίκηση, διδασκαλία και έρευνα, καταστρέφουν δημόσια περιουσία και προπηλακίζουν όποιον διαφωνεί μαζί τους;

Αυτή είναι η αξία της κοινής λογικής: μας καλεί να μην αγνοούμε την κοινή εμπειρική πραγματικότητα, να μην εγκλωβιζόμαστε σε αυτο-εξυπηρετικές ιδεοληψίες, καταπραϋντικούς μύθους, ψυχολογικές θωρακίσεις, φενακιστικές ρητορείες, και ψευδαισθησιογόνες ουτοπίες - να μην παραμυθιαζόμαστε. Όποιος δεν θέλει να πέσει στο πηγάδι, καλείται να κάνει αυτό που συμβούλευε ο Λούντβιχ Βιτγκεντάϊν: «Κοίτα, μη σκέφτεσαι». Κοίτα το χάλι μιας χώρας που φλερτάρει με την οικονομική χρεοκοπία, κοίτα την απίστευτη παρακμή των θεσμών, κοίτα τη δραματική παράλυση του κράτους, κοίτα τη θλιβερή ποιότητα του πολιτικού προσωπικού, κοίτα την αναξιοπρέπεια που έχει διεισδύσει στη ζωή σου…Κοίτα, άκου, μυρίσου, άγγιξε.

Όχι δεν προκύπτουν συνταγές πολιτικής (policy prescriptions) από την κοινή λογική. Έχει δίκιο ο Γιώργος Παγουλάτος («Καθημερινή», 5/4/2009) να μας θυμίζει την ύπαρξη διαφορετικών ερμηνειών για τα πολιτικά προβλήματα. Το «δια ταύτα» δεν προκύπτει αυτομάτως σε μια υγιή δημοκρατία. Αυτός όμως είναι ένας αφηρημένος συλλογισμός. Όποιος συντονίζεται με την εμπειρική πραγματικότητα γύρω του γνωρίζει ότι, στην Ελλάδα, σήμερα, το μείζον δεν είναι π.χ. η σχέση κράτους-αγοράς, ο κύριος άξονας της πολιτικής διαμάχης στις προηγμένες δημοκρατίες, αλλά κάτι πολύ πιο θεμελιώδες: να απαλλαγούμε από την αθλιότητα στην οποία έχουμε περιέλθει – τόσο απλά. Όταν ασυλλόγιστα έχεις πέσει στο πηγάδι, μπορείς φυσικά να κοιτάς χαζοχαρούμενος τα άστρα, αλλά, αν διαθέτεις κοινό νου, μάλλον θέλεις να βγεις.

Σημειώσεις
[1] Θυμηθείτε τα λόγια του κ.Κουτσερόϊτερ, οικονομικού διευθυντή του τομέα τηλεπικοινωνιών της Siemens στη Γερμανία: «[Ο κ.Χριστοφοράκος, διευθύνων σύμβουλος της Siemens Hellas] είπε ότι κάτι τέτοιο ήταν η συνηθισμένη διαδικασία στην Ελλάδα, η κομματική χρηματοδότηση λαμβάνει χώρα μέσω μεγάλων εταιρειών, που δραστηριοποιούνται σε αυτήν. Ήθελε έτσι να χρηματοδοτήσει και τα δύο μεγάλα κόμματα για να διασφαλίσει ότι σε κάθε περίπτωση οι πολιτικοί θα παρέμεναν ευνοϊκά προσκείμενοι στη Siemens» («Καθημερινή», 20/5/2008).)

[2] Θαυμάστε την πρόσφατη δήλωση του εφοπλιστή κ. Φ. Μανούση στη Βουλή: «Στη ζούγκλα των άγονων ακτοπλοϊκών γραμμών, αν δεν πλήρωνες δεν έπαιρνες δουλειά. Πλήρωνα προστασία σαν τους νονούς της νύχτας για να μην με πετάνε έξω από τους διαγωνισμού;» (Καθημερινή», 9/4/2009).

Σάββατο 4 Απριλίου 2009

Νέα κόμματα, φθαρμένες λέξεις




Λίγοι, υποθέτω, θα διαφωνούσαν με τον ισχυρισμό: «Είναι μάλλον εύκολο να συγκροτηθεί ένα επιπλέον στην Ελλάδα κόμμα. Μοιάζει δύσκολο έως ακατόρθωτο να γεννηθεί αληθινά καινούργιο κόμμα» (βλ. Χ. Γιανναράς, «Καθημερινή», 29/3/2009). Ο ισχυρισμός είναι πειστικός όχι τόσο γιατί είναι ομολογουμένως δύσκολο να βρεθούν άφθαρτοι και ικανοί πολιτικοί, ούτε γιατί το καινούργιο ουδέποτε προκύπτει από παρθενογένεση. Η πραγματική δυσκολία έγκειται αλλού: στη φθορά των λέξεων.
Όποιος σήμερα αναφερθεί σε «μεταρρυθμίσεις» παραπέμπει αναπόφευκτα στην ανεκδιήγητη κυβέρνηση Καραμανλή Β’. Όποιος τολμήσει να οικειοποιηθεί την «αλλαγή» ανακαλεί συνειρμικά τον αμοραλιστικό λαϊκισμό του Παπανδρέου Β’. Όποιος μιλά ακόμη για τον «εκσυγχρονισμό» της χώρας, πιθανότατα επαναφέρει στη μνήμη μας το ένα εκατομμύριο μάρκα που ο κ.Τσουκάτος παρέλαβε από τη Ζίμενς! Για όποιον επιμένει να σκέπτεται, η χρεοκοπία των λέξεων είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί – ασφυκτιά, πνίγεται, νοιώθει άλαλος.
Οι λέξεις όμως είναι δεδομένες, δεν αλλάζουν κατά το δοκούν. Εκτός κι αν πιστεύει κανείς, όπως λ.χ. οι κομμουνιστές, ότι μια μορφή γλωσσικής μηχανικής είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη «σωτηρία» της κοινωνίας. Ευτυχώς αυτοί είναι λίγοι. Οπότε τι κάνουμε; Αυτό που κάναμε πάντοτε στη φιλελεύθερη δημοκρατία: οξύνουμε την αντιληπτικότητά μας, απαλλασσόμαστε από ψευδαισθησιογόνες ιδεοληψίες, παραμερίζουμε ανεξέταστες προκαταλήψεις, ανα-σημασιοδοτούμε τις παλιές έννοιες - και προσπαθούμε να πείσουμε αλλήλους.
Ναι, το αρχέγονο πρόβλημα της χώρας είναι ο ατελής εκσυγχρονισμός της. Η Ελλάδα έχει πρόσοψη σύγχρονης χώρας, χωρίς πραγματικά να είναι• δυναστεύεται ακόμη από προ-νεοτερικές νοοτροπίες – λ.χ. τον κατακερματισμό, το ρουσφέτι, την οικογενειοκρατία, το φατριασμό. Ναι, η χώρα έχει ένα τεράστιο έλλειμμα ορθολογισμού. Δεν χρειάζεται νάχεις διαβάσει τον Καρτέσιο ή να έχεις εντρυφήσει στους ιστορικούς λόγους που παρήγαγαν αυτό το έλλειμμα, για να καταλάβεις ότι δεν είναι ορθολογικό να διοικούν το κράτος οι κομματικοί «φίλοι», δεν είναι φρόνιμο μια χώρα να συσσωρεύει τεράστιο δημόσιο χρέος, δεν είναι δίκαιο να μην συμβάλλουν όλοι στα φορολογικά βάρη, δεν είναι λογικό να διοικούν τα πανεπιστήμια οι φοιτητικές παρατάξεις, δεν είναι «έξυπνο» να καταστρέφεις το περιβάλλον, δεν είναι σώφρον να μεταθέτεις τα προβλήματά σου στο μέλλον, να καταπατάς τους νόμους που ψηφίζεις, να ανέχεσαι την ανομία...
Καλώς ή κακώς η πολιτική στη δημοκρατία είναι η έλλογη διαχείριση συγκεκριμένων προβλημάτων. Όσοι διοικούν ξέρουν καλά πόσο δύσκολη είναι αυτή η διαχείριση. Όσοι ασπάζονται μια εσχατολογική θεώρηση της κοινωνίας, όπως π.χ. οι παντός είδους θεμελιοκράτες (fundamentalists), πιστεύουν ότι τα προβλήματα λύνονται αυτομάτως όταν φθάσουμε σε μια διαφορετικού τύπου κοινωνία. Για αυτούς, όμως, που ζουν στον ενεστώτα χρόνο, δίχως παραμυθητικές ουτοπίες, και γνωρίζουν το «στραβόξυλο της ανθρώπινης φύσης» (κατά την έξοχη φράση του Ησαΐα Μπερλίν), η πολιτική είναι μια ταπεινή, «βρώμικη», χρονοβόρα, και αναπόφευκτη διαδικασία. Η πολιτική δεν φέρνει απαραίτητα την ευτυχία, αλλά μπορεί να απαλύνει τη δυστυχία. Απαιτεί οραματικό πραγματισμό, στόχους, συμμαχίες, δεσμεύσεις, συγκρούσεις όταν χρειάζεται και συμβιβασμούς όταν απαιτείται.
Ναι, είναι δύσκολο να γεννηθεί ένα αληθινά καινούργιο κόμμα, όπως είναι δύσκολο να παραχθεί κάτι νέο στην τέχνη ή την επιστήμη. Όχι μόνο γιατί το καινούργιο πρέπει να έχει νέες ιδιότητες, αλλά γιατί πρέπει κι εμείς να έχουμε τη διάθεση και την οξυδέρκεια να το αναγνωρίσουμε ως τέτοιο.