Θυμάστε πως χαρακτήρισε ο πρώην υπουργός κ.Μαντέλης τα χρήματα που πήρε από τη Siemens; «Πολιτική χορηγία». Πως περιέγραφε η Siemens τις δωροδοκίες πολιτικών και κομμάτων; «Καλλιέργεια πολιτικού τοπίου». Πως αναφέρονται οι τρομοκράτες στις δολοφονίες και ληστείες τραπεζών; «Εκτελέσεις» και «απαλλοτριώσεις» αντιστοίχως.
Τι κοινό έχουν οι παραπάνω περιπτώσεις; Η γλώσσα ποτέ δεν είναι αθώα· ο αντίθετο, είναι ένας μηχανισμός κατασκευής της πραγματικότητας. Εν προκειμένω, οι παρανομούντες επανορίζουν την πραγματικότητα κατά τρόπο ιδιωτικό, αυτο-εξυπηρετικό. Οι τρέχουσες έννοιες δεν τους είναι βολικές. Κατασκευάζουν νέες έννοιες μέσω της μεταφορικής-μετωνυμικής αναπεριγραφής των πρακτικών τους, προκειμένου να κατασκευάσουν μια νέα, ευνοϊκή γι αυτούς, πραγματικότητα.
Μέσα από τη μεταφορική-μετωνυμική αναπεριγραφή, το επίορκο δημόσιο πρόσωπο αναταξινομεί γνωστές έννοιες (π.χ. τι είναι «μίζα» και τι «πολιτική χορηγία») με σκοπό τη δημιουργία νέων εννοιών που το απαλλάσσουν ηθικά. Ένας τρόπος αναταξινόμησης είναι η «φυσικοποίηση» της παρανομίας. «Το μαύρο χρήμα είναι αυτονόητο στην Ελλάδα εδώ και χιλιάδες χρόνια», παρατηρεί σε συνέντευξή του στον Σταύρο Θεοδωράκη ένας χρηματιζόμενος γιατρός του ΕΣΥ, σα να περιγράφει ένα φυσικό φαινόμενο («Τα Νέα», 29-20/5/2010).
Ένας άλλος τρόπος αναταξινόμησης είναι η μονομερής, βάσει «αρχών» τεθειμένων από τον αποφασίζοντα, «αποκατάσταση αδικίας»· μια εκ πρώτης όψεως ανήθικη και/ή παράνομη δραστηριότητα μετατρέπεται έτσι σε ηθικά αποδεκτή. Ο γιατρός του ΕΣΥ λ.χ. διεκτραγωδεί τις χαμηλές αμοιβές και τις συνθήκες εργασίας του ΕΣΥ για να δικαιολογήσει το φακελάκι. Συγχρόνως, ανήμπορος να δραπετεύσει από την ηθική σφαίρα, διακηρύσσει τις «αρχές» του με βάση τις οποίες παίρνει φακελάκι («έχω τη συνείδηση να κρίνω από ποιόν θα τα πάρω κι από ποιόν δεν θα τα πάρω», ο.π.).
Το ίδιο κάνουν και οι πολιτικοί. Ερωτηθείσα από μαθητές: «ρουσφέτια έχετε κάνει;», η κυρία Μπακογιάννη απαντά ωμά: «Ναι, έχω κάνει» (βλ. «ΤΟ SCHOOLΗΚΙ», Ιούνιος 2003). Μην εντυπωσιάζεσθε όμως με την εξομολογητική ειλικρίνεια της κυρίας: τα ρουσφέτια της υπαγορεύονται από υπέρτερες ευγενείς «αρχές». Στην ερώτηση αν η ρουσφετολογική πρακτική της είναι «άδικη για τους υπόλοιπους», η κυρία Μπακογιάννη αναφέρεται στην ιδιότητά της ως πρώην βουλευτή Ευρυτανίας - «της φτωχότερης περιοχής της Ελλάδας» (ο.π.) - και προσθέτει: «Το άρθρο 2 του Συντάγματος δεν ίσχυε στην Ευρυτανία! Τι ίσο δικαίωμα στην παιδεία είχαν οι Ευρυτάνες; […] Πολλά έξυπνα παιδιά έμειναν χωρίς δουλειά!» (ο.π.). Με άλλα λόγια, εγώ κρίνω μονομερώς τι είναι άδικο και, κυρίως, πως θα αντιμετωπισθεί· παραβιάζω το Σύνταγμα γιατί διαπιστώνω ότι «παραβιάζεται»!
Όταν η αναταξινόμηση των εννοιών επέλθει – όταν, δηλαδή, η μίζα γίνει αποδεκτή ως «πολιτική χορηγία» και το ρουσφέτι ή το φακελάκι ως «αποκατάσταση αδικίας» - η νέα πραγματικότητα εμφανίζεται ως αυτονόητη: η διαφθορά εμπεδώνεται ως αναμενόμενη πρακτική, μετατρέπεται σε άρρητη γνώση. Ο γιατρός του ΕΣΥ είναι κυνικά σαφής. Θεωρώντας «φυσιολογική» τη λήψη προμήθειας από προμηθευτές υγειονομικού υλικού, παρατηρεί: «Σ’ εμένα θα έρθει ο τραυματίας για να του αλλάξω το ισχίο. Εγώ θα βάλω τα φίλτρα του νεφρού, εγώ θα βάλω το stent, εγώ θα βάλω τον απινιδωτή. Οπότε οι εταιρίες έπρεπε αυτό να το ανταμείψουν» (ο.π). Δεν είναι βέβαιο αν το «έπρεπε» στην τελευταία φράση είναι εξηγητικό ή δεοντολογικό – μάλλον και τα δύο. Ο διαφθαρμένος «εξηγεί» δήθεν αντικειμενικά την «αναγκαιότητα» της πρακτικής του και, συγχρόνως, αποκαθιστώντας μονομερώς την «αδικία» των «χαμηλών αμοιβών», τη νομιμοποιεί ηθικά. Η συνείδηση ημερεύει…
Αυτό είναι το ελλαδικό δράμα που μας διαφοροποιεί από τον ανεπτυγμένο κόσμο: η σήψη είναι τόσο βαθιά που η διαφθορά - η κατάχρηση δημόσιας θέσης εμπιστοσύνης για ιδιωτικό όφελος - δεν εκπλήσσει πλέον κανέναν, θεωρείται αυτονόητη. Μπορεί, ωστόσο, η συνείδηση να ηρεμεί κάπως με την ηθική απόκρυψη που επιφέρει η γλωσσική ανακατασκευή της πραγματικότητας, αλλά αυτό δεν αρκεί. Πρέπει τόσο η υπόληψη όσο και το σώμα να μείνουν άθικτα – να μη «διασυρθεί» ο διεφθαρμένος, ούτε φυσικά να συλληφθεί! Είναι εξόχως σημαντικό, λοιπόν, να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα της αποκάλυψης.
Προς τούτο, ένα απαραίτητο στοιχείο των «ευφυών» διεφθαρμένων πρακτικών είναι η νομιμοφάνεια – η γραφειοκρατική προσομοίωση της νομιμότητας. Πως το είπε ο κ.Τσοχατζόπουλος; Οι αγοραπωλησίες των ακινήτων του μέσω εξωχώριων εταιριών έγιναν «με διαφάνεια»! Οι συναλλακτικοί τύποι τηρήθηκαν! Αν οι γραφειοκρατικές διαδικασίες έχουν, αδρά, ακολουθηθεί, οι μιντιακές εντυπώσεις μάλλον κερδίζονται και οι διεφθαρμένοι ξεφεύγουν από την κατ’ ανάγκην δικονομικά δεσμευμένη Δικαιοσύνη.
Τα ρουσφέτια του κ.Χατζηγάκη στην ΑΓΡΟΓΗ είναι κλασική περίπτωση: θεωρείται αυτονόητο ότι ο οδηγός του, η κουμπάρα του, η κόρη της ιδιαιτέρας του, ακόμη και τα ανίψια του φίλου του κ.Σουφλιά, θα έπρεπε να σιτίζονται από τον φορολογούμενο. Ο υπουργός, διαχειριζόμενος νομιμοφανώς δημόσιους πόρους για ιδιωτικό όφελος, ανταποδίδει τις ποικίλες «εξυπηρετήσεις» του τόσο αυτονόητα, όσο «φυσιολογικά» ο γιατρός του ΕΣΥ θεωρεί ότι οι προμηθεύτριες εταιρίες οφείλουν να «ανταποδίδουν μέρος των κερδών τους στους γιατρούς» (ο.π.).
Όλα είναι ένας κύκλος. Ένας φαύλος, δυσώδης κύκλος που έπνιξε τελικά τη χώρα, καθιστώντας την το ζητιάνο του κόσμου. Το ξέρετε, αλλά δεν βλάπτει να ξαναειπωθεί: του Τσοχατζόπουλους και τους Χατζηγάκηδες πληρώνουμε σήμερα, απορώ μάλιστα γιατί αργήσαμε… Ας μη θυμώνουμε όμως μόνο μαζί τους. Πολλοί από μας ίσως θέλαμε να έχουμε έναν Χατζηγάκη να μας φροντίζει…