Θυμάστε πως χαρακτήρισε ο πρώην υπουργός κ.Μαντέλης τα χρήματα που πήρε από τη Siemens; «Πολιτική χορηγία». Πως περιέγραφε η Siemens τις δωροδοκίες πολιτικών και κομμάτων; «Καλλιέργεια πολιτικού τοπίου». Πως αναφέρονται οι τρομοκράτες στις δολοφονίες και ληστείες τραπεζών; «Εκτελέσεις» και «απαλλοτριώσεις» αντιστοίχως.
Τι κοινό έχουν οι παραπάνω περιπτώσεις; Η γλώσσα ποτέ δεν είναι αθώα· ο αντίθετο, είναι ένας μηχανισμός κατασκευής της πραγματικότητας. Εν προκειμένω, οι παρανομούντες επανορίζουν την πραγματικότητα κατά τρόπο ιδιωτικό, αυτο-εξυπηρετικό. Οι τρέχουσες έννοιες δεν τους είναι βολικές. Κατασκευάζουν νέες έννοιες μέσω της μεταφορικής-μετωνυμικής αναπεριγραφής των πρακτικών τους, προκειμένου να κατασκευάσουν μια νέα, ευνοϊκή γι αυτούς, πραγματικότητα.
Μέσα από τη μεταφορική-μετωνυμική αναπεριγραφή, το επίορκο δημόσιο πρόσωπο αναταξινομεί γνωστές έννοιες (π.χ. τι είναι «μίζα» και τι «πολιτική χορηγία») με σκοπό τη δημιουργία νέων εννοιών που το απαλλάσσουν ηθικά. Ένας τρόπος αναταξινόμησης είναι η «φυσικοποίηση» της παρανομίας. «Το μαύρο χρήμα είναι αυτονόητο στην Ελλάδα εδώ και χιλιάδες χρόνια», παρατηρεί σε συνέντευξή του στον Σταύρο Θεοδωράκη ένας χρηματιζόμενος γιατρός του ΕΣΥ, σα να περιγράφει ένα φυσικό φαινόμενο («Τα Νέα», 29-20/5/2010).
Ένας άλλος τρόπος αναταξινόμησης είναι η μονομερής, βάσει «αρχών» τεθειμένων από τον αποφασίζοντα, «αποκατάσταση αδικίας»· μια εκ πρώτης όψεως ανήθικη και/ή παράνομη δραστηριότητα μετατρέπεται έτσι σε ηθικά αποδεκτή. Ο γιατρός του ΕΣΥ λ.χ. διεκτραγωδεί τις χαμηλές αμοιβές και τις συνθήκες εργασίας του ΕΣΥ για να δικαιολογήσει το φακελάκι. Συγχρόνως, ανήμπορος να δραπετεύσει από την ηθική σφαίρα, διακηρύσσει τις «αρχές» του με βάση τις οποίες παίρνει φακελάκι («έχω τη συνείδηση να κρίνω από ποιόν θα τα πάρω κι από ποιόν δεν θα τα πάρω», ο.π.).
Το ίδιο κάνουν και οι πολιτικοί. Ερωτηθείσα από μαθητές: «ρουσφέτια έχετε κάνει;», η κυρία Μπακογιάννη απαντά ωμά: «Ναι, έχω κάνει» (βλ. «ΤΟ SCHOOLΗΚΙ», Ιούνιος 2003). Μην εντυπωσιάζεσθε όμως με την εξομολογητική ειλικρίνεια της κυρίας: τα ρουσφέτια της υπαγορεύονται από υπέρτερες ευγενείς «αρχές». Στην ερώτηση αν η ρουσφετολογική πρακτική της είναι «άδικη για τους υπόλοιπους», η κυρία Μπακογιάννη αναφέρεται στην ιδιότητά της ως πρώην βουλευτή Ευρυτανίας - «της φτωχότερης περιοχής της Ελλάδας» (ο.π.) - και προσθέτει: «Το άρθρο 2 του Συντάγματος δεν ίσχυε στην Ευρυτανία! Τι ίσο δικαίωμα στην παιδεία είχαν οι Ευρυτάνες; […] Πολλά έξυπνα παιδιά έμειναν χωρίς δουλειά!» (ο.π.). Με άλλα λόγια, εγώ κρίνω μονομερώς τι είναι άδικο και, κυρίως, πως θα αντιμετωπισθεί· παραβιάζω το Σύνταγμα γιατί διαπιστώνω ότι «παραβιάζεται»!
Όταν η αναταξινόμηση των εννοιών επέλθει – όταν, δηλαδή, η μίζα γίνει αποδεκτή ως «πολιτική χορηγία» και το ρουσφέτι ή το φακελάκι ως «αποκατάσταση αδικίας» - η νέα πραγματικότητα εμφανίζεται ως αυτονόητη: η διαφθορά εμπεδώνεται ως αναμενόμενη πρακτική, μετατρέπεται σε άρρητη γνώση. Ο γιατρός του ΕΣΥ είναι κυνικά σαφής. Θεωρώντας «φυσιολογική» τη λήψη προμήθειας από προμηθευτές υγειονομικού υλικού, παρατηρεί: «Σ’ εμένα θα έρθει ο τραυματίας για να του αλλάξω το ισχίο. Εγώ θα βάλω τα φίλτρα του νεφρού, εγώ θα βάλω το stent, εγώ θα βάλω τον απινιδωτή. Οπότε οι εταιρίες έπρεπε αυτό να το ανταμείψουν» (ο.π). Δεν είναι βέβαιο αν το «έπρεπε» στην τελευταία φράση είναι εξηγητικό ή δεοντολογικό – μάλλον και τα δύο. Ο διαφθαρμένος «εξηγεί» δήθεν αντικειμενικά την «αναγκαιότητα» της πρακτικής του και, συγχρόνως, αποκαθιστώντας μονομερώς την «αδικία» των «χαμηλών αμοιβών», τη νομιμοποιεί ηθικά. Η συνείδηση ημερεύει…
Αυτό είναι το ελλαδικό δράμα που μας διαφοροποιεί από τον ανεπτυγμένο κόσμο: η σήψη είναι τόσο βαθιά που η διαφθορά - η κατάχρηση δημόσιας θέσης εμπιστοσύνης για ιδιωτικό όφελος - δεν εκπλήσσει πλέον κανέναν, θεωρείται αυτονόητη. Μπορεί, ωστόσο, η συνείδηση να ηρεμεί κάπως με την ηθική απόκρυψη που επιφέρει η γλωσσική ανακατασκευή της πραγματικότητας, αλλά αυτό δεν αρκεί. Πρέπει τόσο η υπόληψη όσο και το σώμα να μείνουν άθικτα – να μη «διασυρθεί» ο διεφθαρμένος, ούτε φυσικά να συλληφθεί! Είναι εξόχως σημαντικό, λοιπόν, να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα της αποκάλυψης.
Προς τούτο, ένα απαραίτητο στοιχείο των «ευφυών» διεφθαρμένων πρακτικών είναι η νομιμοφάνεια – η γραφειοκρατική προσομοίωση της νομιμότητας. Πως το είπε ο κ.Τσοχατζόπουλος; Οι αγοραπωλησίες των ακινήτων του μέσω εξωχώριων εταιριών έγιναν «με διαφάνεια»! Οι συναλλακτικοί τύποι τηρήθηκαν! Αν οι γραφειοκρατικές διαδικασίες έχουν, αδρά, ακολουθηθεί, οι μιντιακές εντυπώσεις μάλλον κερδίζονται και οι διεφθαρμένοι ξεφεύγουν από την κατ’ ανάγκην δικονομικά δεσμευμένη Δικαιοσύνη.
Τα ρουσφέτια του κ.Χατζηγάκη στην ΑΓΡΟΓΗ είναι κλασική περίπτωση: θεωρείται αυτονόητο ότι ο οδηγός του, η κουμπάρα του, η κόρη της ιδιαιτέρας του, ακόμη και τα ανίψια του φίλου του κ.Σουφλιά, θα έπρεπε να σιτίζονται από τον φορολογούμενο. Ο υπουργός, διαχειριζόμενος νομιμοφανώς δημόσιους πόρους για ιδιωτικό όφελος, ανταποδίδει τις ποικίλες «εξυπηρετήσεις» του τόσο αυτονόητα, όσο «φυσιολογικά» ο γιατρός του ΕΣΥ θεωρεί ότι οι προμηθεύτριες εταιρίες οφείλουν να «ανταποδίδουν μέρος των κερδών τους στους γιατρούς» (ο.π.).
Όλα είναι ένας κύκλος. Ένας φαύλος, δυσώδης κύκλος που έπνιξε τελικά τη χώρα, καθιστώντας την το ζητιάνο του κόσμου. Το ξέρετε, αλλά δεν βλάπτει να ξαναειπωθεί: του Τσοχατζόπουλους και τους Χατζηγάκηδες πληρώνουμε σήμερα, απορώ μάλιστα γιατί αργήσαμε… Ας μη θυμώνουμε όμως μόνο μαζί τους. Πολλοί από μας ίσως θέλαμε να έχουμε έναν Χατζηγάκη να μας φροντίζει…
7 σχόλια:
Κύριε Τσούκα, πολύ πειστικά και σωστά επισημαίνετε ότι στην Ελλάδα μας πολλές φορές οι πολιτικοί/πολίτες, όταν καταστρατηγούν θεσμούς και σπάνε ηθικούς φραγμούς, προσπαθούν να ΔΙΚΑΙΟ-λογήσουν τις πράξεις τους προσποιούμενοι ότι αγωνίζονται για κάτι αξιέπαινο/αξιόλογο/αξιότιμο. Κάνοντας νύξη, με γελοίο τρόπο, εναλλακτικών πλαισίων δικαίου προσπαθούν να “βρουν το δίκιο τους” και να επιδείξουν δημοσίως ότι νοιάζονται για κάποιο κοινό καλό. Ευτυχώς που έχουμε διανοούμενους σαν και σας που με τρομακτικά εύστοχο τρόπο και με ενάργεια αναδεικνύετε την εγγενή αντιφαντικότητα των προσπαθειών ορισμένων πολιτικών/πολιτών να νομιμοποιήσουν την ανομία και την ατιμωρησία τους.
Διαφωνώ όμως στο εξής: ότι “αυτό είναι ελλαδικό δραμα” μόνο. Για να μην γενικολογώ, θα αναφερθώ πολύ συγκεκριμένα στην πρόσφατη ‘ανακοίνωση’ του γραμματέα για θέματα υγείας της Μεγ. Βρετανίας, κ. Λάνσλεϊ ότι το σύστημα οργάνωσης του αγγλικού ΕΣΥ (NHS) θα αλλάξει δραματικά και θα ‘απελευθερωθεί’. Ο κ. Λάνσλεϊ, μέσα σε 2 μόλις μόνο μήνες, άλλαξε τις προεκλογικές του υποσχέσεις και απεφασισε να απολύσει (σταδιακά) μέσα στα επόμενα 2 χρόνια χιλιάδες μάνατζερς. Για να δούμε πώς επιχειρεί να το δικαιολογήσει: “το NHS παραμένει εγκλωβισμένο μέσα στη (μη αποτελεσματική) γραφειοκρατία”… “πρέπει να μειώσουμε το κόστος του μάνατζμεντ κατά 45%... να καταλύσουμε γραφειοκρατικούς οργανισμούς”… “θα αποδυναμώσουμε τη γραφειοκρατία”... “ο αποδεκατισμός της γραφειοκρατίας θα αποφέρει οφέλη ύψους 20 δις στερλίνων...” “θα ενδυναμώσουμε τους οικογενειακούς γιατρούς (GPs) με πραγματικούς προϋπολογισμούς” κ.ο.κ. Ο κ. Λάνσλεϊ, προσβάλλοντας τη νοημοσύνη των πολιτών, υπόσχεται μείωση του κόστους, αλλά δε μας λέει το υποβόσκον κόστος: χιλιάδες άνεργοι, οι περισσότεροι εκ των οποίων θα μισθωθούν από τους GPs για να κάνουν την ίδια δουλεια που κάνουν σήμερα, τεράστια αναταραχή και κόστος από την αναδιοργάνωση, σημαντική αποδυνάμωση ρυθμιστικών μηχανισμών, ηθική αποτελμάτωση των χιλιάδων εργαζομένων, στους οποίους, ειρωνικά, αποτίει “φόρο τιμής”, και απο την άλλη αναγγέλει, χωρίς τεκμήρια και αποδείξεις, ότι οι οργανισμοί στους οποίους εργαζονται και που υπήρχαν επί δεκαετίες “δεν χρειαζονται… είναι σπάταλοι… άχρηστοι… γραφειοκρατικοί”. Ο κ. Λάνσλεϊ αποφεύγει να μπει σε λεπτομέρειες. Οποιαδήποτε κριτική αποκρούεται με τη ρητορική ασπίδα “μειώνουμε το κόστος του μάνατζμεντ… και αυξάνουμε πόρους για τους ασθενείς του συστήματος”. Ο κ. Λάνσλεϊ μας δουλεύει ‘εκλεπτυσμένα’ για μία αναδιαργάνωση, η οποία θα αναστρέψει την καθολικότητα του συστήματος υγείας σημαντικά, και, αρκετα πιθανά, θα επωφελήσει μέγαλους ιδιωτικούς ομίλους υγείας, όπως προειδοποιεί η γνωστή καθηγήτρια Άλυσον Πόλλοκ.
Κ.Τσούκα, η προσποίηση, διαστρέβλωση και κατάχρηση των μηχανισμών μέσω των οποίων αποδίδεται δικαιοσύνη στην καθημερινότητα και πολιτική ζωή δεν είναι ελληνικά φαινόμενα. Χαρακτηρίζουν, ως παθογένειες, και άλλες πολιτείες και σε σημαντικό μάλισα βαθμό. Το ότι στην Ελλάδα μπορούν να παρατηρηθούν ιδιόμορφα υποδείγματα υποκρίσιας, δε σημαίνει ότι είναι και τα χειρότερα…
Μανώλης
Μανόλη, σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και το σχόλιο, αλλά δεν συμφωνώ. Το παράδειγμά σου δεν είναι παράδειγμα φαυλότητας αλλά ιδεοληψίας. Τα παραδείγματα που εγώ χρησιμοποιώ (μίζες, ρουσφέτια, κλπ) είναι παραδείγματα φαυλότητας. Κατά τούτο το ελλαδικό δράμα είναι μοναδικό στον ανεπτυγμένο κόσμο, συγκρίσιμο μόνο με τριτοκοσμικές και πρώην κομμουνιστικές χώρες.
Ο κ.Λανσλει είναι δέσμιος της Συντηρητικής ιδεοληψίας, η οποία βλέπει μόνο κόστη στο μανατζμεντ και πιστεύει ότι ένα τόσο πολύπλοκο σύστημα όσο το ΝΗS είναι διαχειρίσμο με οιονεί-αυτόματους μηχανισμούς αγοράς. Συγχρόνως αυτοί οι ιδεοληπτικοί προσπαθούν να συγκινήσουν το Βρετανό φορολογούμενο υποσχόμενοι μειώσεις κόστους κλπ. Φυσικά κι εδώ η γλώσσα χρησιμοποιείται μεταφορικά-μετωνυμικά για την κατασκευή της πραγματικότητας. Αυτή είναι μια καθολική διαδικασία γλωσσικής-κοινωνικής κατασκευής σε όλα τα κοινωνικά συστήματα. Στο άρθρο μου προσπάθησα να δείξω τον τροπο με τον οποίο η διαφθορά καταλήγει να θεωρείται μια αυτονόητη πρακτική στην Ελλάδα.
Το γλωσσικό παιχνίδι του κ.Λάνσλεϊ είναι ορθολογικό, το δικό μας δεν είναι. Ο Λάνσλεϊ δεν πασχίζει να νομιμοποιήσει μια διεφθαρμένη πρακτική αλλά μια ιδεοληπτική. Και οι δύο απόπειρες στηρίζονται στην εννοιοποιητική χρήση της γλώσσας, και, ως κατασκευές, υπόκεινται φυσικά σε κριτική.
Αυτό που ενδιαφέρει εμένα είναι να δείξω τη sui generis φύση του ελλαδικού γλωσσικού παιχνιδιού - περιστρεφεται γύρω από την απόκρυψη της (αν) ηθικης όψης διεφθαρμένων πρακτικών μέσω της γλωσσικής κατασκευής της πραγματικότητας.
Στο ορθολογικό παιχνίδι κάνουμε επίσης ηθικές επιλογές αλλά συζητούμε διαφορετικά γι αυτές, και, σε κάθε περίπτωση, το διακύβευμα είναι διαφορετικό. Είναι αυτονόητο στο Βρετανικό ΝΗS ότι οι γιατροί δεν παίρνουν φακελάκι, ότι όι γιατροί δεν εισπράττουν ποσοστά από τις προμηθεύτριες εταιρίες κλπ. Αυτό που παραμένει επίμαχο είναι το (μη οριστικά απαντήσιμο) ερώτημα: ποιός είναι ο καλύτερος τρόπος διοίκησης του ΝΗΣ; Ενώ σε μας το ερώτημα είναι πολύ πιο πρωτόγονο: πως μπορούμε να καταργήσουμε τη διαφθορά στο ΕΣΥ; Αντιλαμβάνεσαι ότι τα ερωτήματα είναι ποιοτικώς διαφορετικά, εξού και η sui generis φύση του ελλαδικού δράματος. Anyway, we could be talking for hours about such things. They are fascinating issues to debate...
Μανόλη, σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και το σχόλιο, αλλά δεν συμφωνώ. Το παράδειγμά σου δεν είναι παράδειγμα φαυλότητας αλλά ιδεοληψίας. Τα παραδείγματα που εγώ χρησιμοποιώ (μίζες, ρουσφέτια, κλπ) είναι παραδείγματα φαυλότητας. Κατά τούτο το ελλαδικό δράμα είναι μοναδικό στον ανεπτυγμένο κόσμο, συγκρίσιμο μόνο με τριτοκοσμικές και πρώην κομμουνιστικές χώρες.
Ο κ.Λανσλει είναι δέσμιος της Συντηρητικής ιδεοληψίας, η οποία βλέπει μόνο κόστη στο μανατζμεντ και πιστεύει ότι ένα τόσο πολύπλοκο σύστημα όσο το ΝΗS είναι διαχειρίσμο με οιονεί-αυτόματους μηχανισμούς αγοράς. Συγχρόνως αυτοί οι ιδεοληπτικοί προσπαθούν να συγκινήσουν το Βρετανό φορολογούμενο υποσχόμενοι μειώσεις κόστους κλπ. Φυσικά κι εδώ η γλώσσα χρησιμοποιείται μεταφορικά-μετωνυμικά για την κατασκευή της πραγματικότητας. Αυτή είναι μια καθολική διαδικασία γλωσσικής-κοινωνικής κατασκευής σε όλα τα κοινωνικά συστήματα. Στο άρθρο μου προσπάθησα να δείξω τον τροπο με τον οποίο η διαφθορά καταλήγει να θεωρείται μια αυτονόητη πρακτική στην Ελλάδα.
Το γλωσσικό παιχνίδι του κ.Λάνσλεϊ είναι ορθολογικό, το δικό μας δεν είναι. Ο Λάνσλεϊ δεν πασχίζει να νομιμοποιήσει μια διεφθαρμένη πρακτική αλλά μια ιδεοληπτική. Και οι δύο απόπειρες στηρίζονται στην εννοιοποιητική χρήση της γλώσσας, και, ως κατασκευές, υπόκεινται φυσικά σε κριτική.
Αυτό που ενδιαφέρει εμένα είναι να δείξω τη sui generis φύση του ελλαδικού γλωσσικού παιχνιδιού - περιστρεφεται γύρω από την απόκρυψη της (αν) ηθικης όψης διεφθαρμένων πρακτικών μέσω της γλωσσικής κατασκευής της πραγματικότητας.
Στο ορθολογικό παιχνίδι κάνουμε επίσης ηθικές επιλογές αλλά συζητούμε διαφορετικά γι αυτές, και, σε κάθε περίπτωση, το διακύβευμα είναι διαφορετικό. Είναι αυτονόητο στο Βρετανικό ΝΗS ότι οι γιατροί δεν παίρνουν φακελάκι, ότι όι γιατροί δεν εισπράττουν ποσοστά από τις προμηθεύτριες εταιρίες κλπ. Αυτό που παραμένει επίμαχο είναι το (μη οριστικά απαντήσιμο) ερώτημα: ποιός είναι ο καλύτερος τρόπος διοίκησης του ΝΗΣ; Ενώ σε μας το ερώτημα είναι πολύ πιο πρωτόγονο: πως μπορούμε να καταργήσουμε τη διαφθορά στο ΕΣΥ; Αντιλαμβάνεσαι ότι τα ερωτήματα είναι ποιοτικώς διαφορετικά, εξού και η sui generis φύση του ελλαδικού δράματος. Anyway, we could be talking for hours about such things. They are fascinating issues to debate...
Ευχαριστώ για την απάντηση. Υποθέτω ότι αυτό που ήθελα να επισημάνω είναι ότι η επιχειρηματολογία του Λάνσλεϊ, μολονότι είναι φαινομενικά ορθολογική (αν ήταν κυριολεκτικά ορθολογική θα παρείχε τεκμήρια και αποδειξεις - evidence που ούτω ή άλλως δεν υπάρχει), δεν είναι λιγότερο (πιθανώς είναι περισσότερο) κοινωνικά επιζήμια... Φυσικά συμφωνώ ότι υπάρχει ειδοποιός διαφορά, αλλά είναι ίσως χρήσιμο να συγκρίνουμε γλωσσικά παιχνίδια για να έχουμε μια ευρύτερη κατανόηση του ρόλου που η γλώσσα παίζει στην ελληνική και άλλες κοινωνίες - ειδικά σε σχέση με την παρουσίαση/δικαιολόγηση διαφόρων πρακτικών στο δημόσιο βίο.
Μανώλης
Η διαφθορά, δεν είναι Νεοδημοκρατικό φαινόμενο,ούτε περιχαρακώνεται σε συγκεκριμένα πολιτικά σχήματα. Εμβυεί παντού.Πολλοί θα θέλαμε να έχουμε , ειδικούς λογαριασμούς, ενός πράσινου πανεπιστημίου ,να μας φροντίζουν:
http://www.neakriti.gr/?page=newsdetail&DocID=747483&srv=127
Καλόν είναι να μην χάνουμε τις προτεραιότητες, όταν ασχολούμεθα με τα τωρινά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας και να μπορούμε να κάνουμε την πρέπουσα αντιδιαστολή, ανάμεσα εκείνα που είναι άμεσα και οξέα προβλήματα και απαιτούν επείγουσα αντιμετώπιση και σε εκείνα, που είναι χρόνια και μπορούν να αντιμετωπισθούν, αμέσως μετά την αντιμετώπιση των άμεσων και επειγόντων.
Σήμερα, λοιπόν, πληρώνουμε, πρώτ' απ' όλα, την απρόσμενη έλευση της διεθνούς οικονομικής ύφεσης τον Σεπτέμβριο του 2008 και την μεγάλη επίδρασή της στην πτώση των μακροοικονομικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, αφού η δραστική μείωση της ενεργού διεθνούς συναθροιστικής ζητήσεως κτύπησε τους επηρεαζόμενους από αυτήν τομείς της ελληνικής οικονομίας (εξαγωγές, τουρισμός, ναυτιλία), για να ακολουθήσει και η πτώση της εσωτερικής ενεργού συναθροιστικής ζητήσεως, των εισαγωγών και των επενδύσεων.
Τον Τσοχατζόπουλο, τον Μαντέλη, τον Χατζηγάκη και την εν γένει πολιτική και κοινωνική διαφθορά του τόπου μας, αλλά και τις ευρύτερες διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, τους/τις έχουμε πληρώσει ήδη πολλές φορές και φυσικά τους/τις ξαναπληρώνουμε και τώρα.
Το θέμα είναι ότι δεν πρέπει να χάσουμε τις προτεραιότητες, που πρέπει να δοθούν και έχουν να κάνουν με τα άμεσα, επείγοντα και επιτακτικά προβλήματα, που δημιουργεί η ύφεση, δηλαδή με την πτώση της ενεργού συναθροιστικής ζητήσεως στην ελληνική οικονομία και την συνακόλουθη ταχεία και ευμεγέθη πτώση των μακροοικονομικών της μεγεθών (επενδύσεις, κατανάλωση, ΑΕΠ κλπ).
Αυτό προϋποθέτει ανάταξη της ενεργού ζητήσεως στην ελληνική οικονομία, μέσα από αναπτυξιακές πολιτικές, τις οποίες στις υπάρχουσες συνθήκες δεν μπορεί να δώσει ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας, που έχει πληγεί από την ύφεση, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει το απαραίτητο κλίμα εμπιστοσύνης στις δυνατότητες της οικονομίας να ανακάμψει.
Από την εποχή της μεγάλης κρίσης της δεκαετίας του 1930 και από την απλή ανάγνωση της "ΓΕΝΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΤΟΥ ΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ" του λόρδου Κέϋνς γνωρίζουμε ότι αυτή η διαδικασία ανάπτυξης μπορεί να έλθει μόνον από τις δημόσιες επενδύσεις και την στήριξη της κατανάλωσης από τον δημόσιο τομέα, δηλαδή μέσα από επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές. Από την ίδια, επίσης, εποχή και από το ίδιο βιβλίο γνωρίζουμε ότι η πτώση των μισθών οδηγεί στην όξυνση της ύφεσης, αφού ρίχνει ακόμα περισσότερο τα συνολικά επίπεδα κατανάλωσης και εντείνει τον φαύλο κύκλο της πτώσης των μακροοικονομικών μεγεθών της οικονομίας, ανατροφοδοτώντας τον.
(Διάβαζα, χθες στο "ΒΗΜΑ" της Κυριακής τις απίθανες ανοησίες του τροϊκανού Servaas Deroose και θα ξεκαρδιζόμουν από τα γέλια, αν όσα έλεγε δεν ήσαν για κλάματα και τραγικά, για την χώρα μας και τον δυστυχή πληθυσμό της. Θα ξεχρεώσουμε - λέει - αν καταφέρουμε να έχουμε πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα της τάξης του 5% ετησίως και ανάπτυξη 3%. Και τα λέει με ένα σοβαροφανές ύφος, ενώ οφείλει να γνωρίζει - και το γνωρίζει - ότι όλα όσα λέει είναι εκτός τόπου και χρόνου και εν πάση περιπτώσει αφορούν την μετά το 2015 περίοδο!)
Οι Τσοχατζόπουλοι, οι Μαντέληδες και οι κάθε λογής Χατζηγάκηδες είναι καταδικαστέοι και η όλη διαδικασία που γεννάει την κάθε είδους διαφθορά αποτελούν ζητήματα, τα οποία πρέπει να αντιμετωπισθούν αμέσως μόλις λύσουμε το κεντρικό ζήτημα που απασχολεί την ελληνική κοινωνία και οικονομία (τον έντονο πληθωριστικό αποπληθωρισμό στον οποίο έχει ρίξει την χώρα μας ο ΓΑΠ και οι μεταναζιστές Ευρωπαίοι τροϊκανοί κατακτητές), ή/και εκ παραλλήλου, χωρίς να επηρεάσουμε - αρνητικά - τα συνολικά μακροοικονομικά μεγέθη.
Και αυτό, δυστυχώς, είναι αυτό που δεν γίνεται, με δικαιολογία (και)την - υποτιθέμενη - καταπολέμηση της διαφθοράς, που δικαιολογεί τις μαζικές περικοπές των μισθών και των ευρύτερων κρατικών δαπανών (που ο ΓΑΠ και οι τροϊκανοί υπερηφανεύονται ότι τις μείωσαν κατά 42%) και των κρατικών επενδύσεων, τις οποίες έχουν πετσοκόψει!
Καλόν είναι, λοιπόν, να μιλάμε για την διαφθορά, αλλά καλύτερο είναι να μην ξεχνάμε το ποιές είναι οι προτεραιότητες που πρέπει να βάλουμε και τα άμεσα και επείγοντα προβλήματα, που έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
Εκτός εάν μιλάμε για την διαφθορά, ακριβώς για να αποφύγουμε να αντιμετωπίσουμε τα άμεσα και επείγοντα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, τα οποία συνοψίζονται στην μεγάλη ύφεση στην οποία αυτή έχει περιέλθει, η εμβάθυνση και η χρονική επιμήκυνση της οποίας ύφεσης είναι πλέον και στοχευμένη κυβερνητική και τροϊκάνη πολιτική επιδίωξη...
Δημοσίευση σχολίου