Δευτέρα 12 Ιουλίου 2010

Αυτιστικές συνδικαλιστικές ολιγαρχίες


Ένας σύντομος τρόπος να εξηγηθεί η πρωτοφανής κατάρρευση που βιώνουμε είναι η σταθερή απαξίωση των θεσμών της χώρας μετά τη Μεταπολίτευση. Πάρτε για παράδειγμα το συνδικαλισμό. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, τα συνδικάτα αποσπούσαν συνήθως το σεβασμό: αναφέρονταν κυρίως στον ιδιωτικό τομέα, όπου κάποιοι (ίσως πολλοί) αυταρχικοί εργοδότες αρνούνταν στους εργαζόμενους θεσμική εκπροσώπηση, είχαν στόχο τη βελτίωση της θέσης του (συνήθως ιδιωτικά) εργαζόμενου, παρείχαν ένα αντίβαρο στην εργοδοτική ισχύ. Σήμερα, η έννοια του συνδικάτου παραπέμπει στο δημόσιο τομέα, σε πολιτικώς αποσπούμενα συντεχνιακά και φατριαστικά προνόμια, σε διαπλεκόμενους συνδικαλιστές.

Ο συνδικαλιστής, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, περιβαλλόταν συνήθως από μια ηθική αύρα – σε ένα ποικιλοτρόπως αυταρχικό πολιτικό σύστημα, διακινδύνευε κάτι προσωπικό χάριν του συλλογικού σκοπού. Τα τελευταία τριάντα χρόνια, ο συνδικαλιστής παραπέμπει στο δημόσιο, άεργο υπάλληλο, του οποίου η ισχύς είναι ευθέως ανάλογη με την ικανότητά του να στερεί από τους συμπολίτες του πολύτιμα δημόσια αγαθά• στον διαπλεκόμενο κομματάνθρωπο• τον προστάτη παρανομούντων υπαλλήλων• τον «συνδιοικητή» του οργανισμού του• και, ενίοτε, τον καταχραστή του αξιώματός του για ιδιωτικό όφελος. Το ηθικό κύρος είναι το τελευταίο που περιβάλλει τους συνδικαλιστές σήμερα.

Στο διαφωτιστικό βιβλίο του «Χρυσάφι είναι το Δημόσιο» (Εστία, 2007), ο πρώην υποδιοικητής της ΕΤΒΑ, καθηγητής Δ.Β.Παπούλιας αναφέρει την περίπτωση στελεχών επαρχιακού καταστήματος της τράπεζας, τα οποία είχαν βασίμως κατηγορηθεί για διαφθορά. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο. Την παραμονή της εκδίκασης, γράφει ο κ.Παπούλιας, «ο «νούμερο ένα» συνδικαλιστής του τραπεζικού χώρου, με τον οποίο δεν γνωριζόμασταν ιδιαίτερα, μου είπε σε κάποιο τηλεφώνημα: «Κύριε υποδιοικητά, πάμε για επιπληξούλα;»». Τόσο απλά, τέτοιο θράσος!

Η τιμητική ευθύνη της συνδικαλιστικής εκπροσώπησης εκφυλίστηκε βαθμιαία σε προνομιούχο ικανοποίηση ιδιοτελών σκοπών. Παραβαίνοντας ξεδιάντροπα το νόμο, οι επικεφαλής των συνδικάτων στο δημόσιο τομέα δεν εργάζονται, αρκετοί δεν ασχολούνται καν με το συνδικαλιστικό τους έργο αλλά χρησιμοποιούν την κατακτηθείσα αεργία για να κάνουν δεύτερη δουλειά, αμείβονται πλουσιοπάροχα, πουλάνε εκδουλεύσεις, μεταβάλλονται σε σπόνσορες υποψηφίων βουλευτών, προάγονται και ασκούν καθήκοντα προϊσταμένου έστω κι αν είναι απόντες από το χώρο εργασίας, επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τις προαγωγές, μεταθέσεις και μετατάξεις στον οργανισμό τους. Ο δημόσιος τομέας μόνο κατ΄ όνομα διοικείται από την επίσημη ιεραρχία. Τα πραγματικά αφεντικά είναι οι κομματικοί παραθεσμικοί παράγοντες, με συνδικαλιστικό συνήθως μανδύα. Μόνο οι αφελείς εκπλήσσονται με την επελθούσα οργανωσιακή κατάρρευση.

Ο εκφυλισμός της συνδικαλιστικής εκπροσώπησης σε εργαλειακή εξυπηρέτηση ιδιοτελών (ατομικών ή φατριαστικών) σκοπών παράγει έντονα φαινόμενα αυτισμού. Τα συνδικάτα (εννοείται του δημόσιου τομέα• είπαμε, η γενική έννοια ταυτίστηκε με επιμέρους έκφανσή της) αρνούνται με πείσμα οποιαδήποτε αλλαγή κρίνουν ότι δεν τα ευνοεί άμεσα. Όπως γράφει ο Δ.Β.Παπούλιας, με την εμπειρία του πρώην προέδρου της ΔΕΗ, «από την αναλυτική μελέτη των […] ανακοινώσεων της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ της τελευταίας εικοσαετίας δεν προκύπτει σοβαρή ανησυχία για τη συνεχώς επιδεινούμενη πορεία της επιχείρησης, κυρίως όσον αφορά το κόστος λειτουργίας, τη χαμηλή παραγωγικότητα, το συνεχώς αυξανόμενο χρέος και την παραβίαση των κανόνων και των οδηγιών της επιχείρησης». Και γιατί να ανησυχούν; Οι πολιτικάντηδες θα φορολογήσουν και θα δανεισθούν για να καλύψουν τα ελλείμματα. Αυτό δεν έκαναν πάντοτε;

Σε ένα διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, οι εκφυλισμένες συνδικαλιστικές ολιγαρχίες δεν εκπροσωπούν τον απλό εργαζόμενο, αλλά τα συμφέροντα της κάστας τους. Αν τον εκπροσωπούσαν θα γίνονταν πρωταγωνιστές στη διαρκή μεταρρυθμιστική προσπάθεια για τη δημιουργία ποιοτικών θεσμών διαχείρισης δημόσιων αγαθών: θα ενεργούσαν ρεαλιστικά προλαμβάνοντας τις εξελίξεις, θα πίεζαν για αυστηρό επαγγελματισμό παντού, θα επιζητούσαν πεισματικά την αξιολόγηση για να απομακρύνονται οι φυγόπονοι και οι διεφθαρμένοι, θα επέμεναν για ικανή και επαγγελματική διοίκηση, θα ενεργούσαν με τη λογική του «κερδίζω-κερδίζεις» (όχι «χάνεις-κερδίζω»), θα προασπίζονταν τη νομιμότητα, αφού αυτή αποτελεί το καταφύγιο του αδύνατου σε μια δημοκρατία.

Η κύρια έγνοια της αυτιστικής συνδικαλιστικής ολιγαρχίας είναι η αναπαραγωγή της. Το φαγοπότι όμως κάποτε τελειώνει. Το σύστημα, στο μέτρο που κυρίως παράγει εντροπία, καταρρέει. Η χώρα χρεοκοπεί• σώζεται – ευτυχώς - χάρη στην κηδεμονία των αλλοδαπών δανειστών της. Αν το δίλημμα είναι να «συνδιοικεί» τη χώρα ο Παναγόπουλος και ο Παπασπύρος ή ο Ρεν και ο Τρισέ, προτιμώ αναμφίβολα τους δεύτερους. Καταπίνω την εθνική μου αξιοπρέπεια και επιλέγω την επιβίωση. Κυρίως, όμως, διαβλέπω τη δυνατότητα απαλλαγής από την εγχώρια παρασιτική νομενκλατούρα: την πολυπλόκαμη, αυτοαναφερόμενη και ιδιοτελή κομματική γραφειοκρατία που λυμαίνεται τους δημόσιους θεσμούς. Επιτέλους μας κυβερνά η Ευρώπη…

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Συμφωνώντας με το πνεύμα του κειμένου, ας μου επιτραπεί να συνεισφέρω τους παρακάτω υπολογισμούς μου:

75.155 ευρώ ο μέσος ετήσιος μεικτός μισθός στη ΔΕΗ