Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013
Σκοτώνοντας το χρόνο…
Το έχω ακούσει τόσες φορές που δεν εκπλήσσομαι πλέον. Αντίθετα, θα εκπλαγώ αν δεν το ακούσω. «Παράταση μέχρι τις 8/1/ 2013 στην προθεσμία για την πληρωμή των τελών κυκλοφορίας και για την κατάθεση των πινακίδων, αποφάσισε το υπουργείο Οικονομικών», ανακοίνωσαν τα ΜΜΕ την τελευταία μέρα του 2012.
Αποφάσεις σαν κι αυτές είναι χαρακτηριστικά ελλαδικές. Οι προθεσμίες σπάνια είναι δεσμευτικές, οι παρατάσεις θεωρούνται αυτονόητες. Τόσο αυτονόητες που, ακόμα και στον σκληρό πυρήνα της κρατικής λειτουργίας, όπως είναι η συλλογή φόρων, το 2012 δόθηκε τέσσερις τρεις φορές παράταση για την υποβολή φορολογικών δηλώσεων!
Δεν γνωρίζω καμία ανεπτυγμένη χώρα στην οποία ρουτινώδεις κρατικές λειτουργίες, χρονικά προκαθορισμένες, να είναι μετακινήσιμες. Δεν είναι τυχαίο. Στις ανεπτυγμένες χώρες κυριαρχεί η αίσθηση του χρόνου ως πολύτιμου πόρου. Η περίφημη φράση του Βενιαμίν Φραγκλίνου «ο χρόνος είναι χρήμα» εκφράζει αυτή τη στάση: για το νεωτερικό άνθρωπο ο χρόνος δεν είναι απλώς συνυφασμένος με την εξέλιξη της ζωής, αλλά γίνεται ο ίδιος ένα αυτοτελές μέγεθος που χρήζει ορθολογικής διαχείρισης. Ο χρόνος αποσπάται από τα κοινωνικά-βιολογικά του συμφραζόμενα και αυτονομείται: εξοικονομείται, σπαταλάται, αξιοποιείται, κλπ.
Η νεωτερική αντίληψη για το χρόνο αντανακλάται στη στρατηγική αντιμετώπιση των προβλημάτων. Ο οργανισμός που σκέπτεται στρατηγικά γνωρίζει, προβλέπει ή ορίζει τις μελλοντικές ανάγκες του σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον και δεσμεύεται να ενεργεί στο παρόν, έτσι ώστε να υπηρετεί απώτερους σκοπούς στο μέλλον. Αντιθέτως, ο οργανισμός που δεν σκέπτεται στρατηγικά αντιδρά σπασμωδικά στα τρέχοντα προβλήματά του, ικανοποιώντας μόνο τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες του. Ο στρατηγικά σκεπτόμενος αναβάλλει την άμεση ικανοποίηση των αναγκών του, χάριν κάποιου υπέρτερου (και απόμακρου) σκοπού• διευρύνει τον ορίζοντα της δράσης του, επιτρέποντας στο μέλλον να επηρεάσει το παρόν. Ο μη στρατηγικά σκεπτόμενος αγνοεί το μέλλον• άγεται και φέρεται από τις ανάγκες της στιγμής. Το «αχρονικό παρόν» συνιστά τον κύριο ορίζοντα αναφοράς του.
Τι συνδέει τις ουρές στις Εφορίες την τελευταία στιγμή, τις παρατάσεις προθεσμιών που απλόχερα χορηγούν οι υπουργοί, την αδιαφορία της γραφειοκρατίας για το χρόνο των πολιτών, τη χρονοτριβή στην υλοποίηση των Μνημονίων, και τη χρεοκοπία της χώρας; Πολλά, αλλά, εν προκειμένω, το εξής ένα: η ιδιοτελής αναβλητικότητα. Η φράση του πρώην πρωθυπουργού Καραμανλή Β’ τα λέει όλα: «άστο γι’ αργότερα»!
Το κομματικό σύστημα δεν αντιμετωπίζει τα καυτά συλλογικά προβλήματα έγκαιρα και ορθολογικά («τ’ αφήνει γι’ αργότερα»), προκειμένου να συνεχίσει να ικανοποιεί τις άμεσες (πελατειακές-κομματοκρατικές) ανάγκες του. Η μετα-οθωμανική δημόσια διοίκηση δεν εκλαμβάνει το χρόνο της ως πολύτιμο πόρο που πρέπει να αξιοποιήσει, οπότε θεωρεί αυτονόητο ότι μπορεί να σπαταλά το χρόνο του πολίτη. Το κομματικοποιημένο κράτος δεν εμμένει στις προθεσμίες που το ίδιο θέτει, προκειμένου να μη γίνει δυσάρεστο επιβάλλοντας κυρώσεις. Οι πολίτες δεν εκπληρώνουν έγκαιρα τις υποχρεώσεις τους στο κράτος, τόσο γιατί προεξοφλούν την κρατική αναξιοπιστία, όσο και γιατί θεωρούν τις υποχρεώσεις τους διαπραγματεύσιμους περιορισμούς, των οποίων την ισχύ έχουν όφελος να αναβάλλουν όσο μπορούν.
Η ιδιοτελής αναβλητικότητα πηγάζει από τον εγκλωβισμό μας στην μεταπολιτευτικά κυρίαρχη εμμονή για άμεση ικανοποίηση των βραχυχρόνιων αναγκών. Οι πολιτικοί θέλουν να μεγιστοποιούν την πολιτική τους πελατεία, οπότε δεν τους συμφέρει η λήψη (βραχυπρόθεσμα) δυσάρεστων αποφάσεων. Οι πολίτες, συντεχνιακά ή ατομικιστικά σκεπτόμενοι, επιδιώκουν την ικανοποίηση των αιτημάτων τους με κάθε τρόπο. Κανείς δεν θέλει να δεσμευτεί από κοινούς, ορθολογικούς κανόνες γιατί, ιστορικά μιλώντας, η βέλτιστη στρατηγική στο δημόσιο βίο είναι ο καιροσκοπισμός.
Η ανάληψη δεσμεύσεων στο παρόν χάριν της ικανοποίησης αναγκών στο μέλλον, προϋποθέτει μια πολιτική κουλτούρα που ωθεί, μέσω ανταμοιβών και κυρώσεων, τους πολιτικούς να ενεργούν ως statesmen για το μακροχρόνιο δημόσιο συμφέρον. Προϋποθέτει, επίσης, μια ανεξάρτητη, αποτελεσματική κρατική γραφειοκρατία, με ανεπτυγμένη «θεσμική μνήμη», η οποία αίρεται πάνω από τις βραχυχρόνιες επιμέρους ανάγκες για να υπηρετήσει τα στρατηγικά συμφέροντα της χώρας. Δεν διαθέτουμε τίποτε από τα δύο.
Η χρεοκοπία προέκυψε (και) από την αθόρυβη συρρίκνωση του εθνικού ορίζοντα δράσης στο «ασάλευτο παρόν». Στο μεθύσι της λεηλασίας των κοινών, αδιαφορήσαμε για το αύριο. Η έκλειψη του μέλλοντος υποκρύπτει, όμως, κάτι βαθύτερο: το φόβο της αλλαγής. Όπως παρατηρεί ο Στ. Ράμφος, «αργοπορούμε και αναβάλλουμε σαν να μας απειλούν οι πράξεις μας και οι συνέπειές τους. Μας τρομάζει κατά βάθος η μεταβολή ως δέσμευση στο χρόνο. Ο φόβος είναι ο φόβος του μέλλοντος». Το άνοιγμά μας στο μέλλον προϋποθέτει ότι αποδεχόμαστε τη δυνατότητα της δημιουργικής αυτο-αλλοίωσης - να γίνουμε διαφορετικοί από αυτό που είμαστε. Μπορούμε;
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
5 σχόλια:
E-Ξ-Α-Ι-Ρ-Ε-Τ-Ι-Κ-Ο
Ευγε δάσκαλε...
Πολύ εύστοχες παρατηρήσεις• χαίρομαι που αφιερώσατε ένα άρθρο αποκλειστικά για αυτό το θέμα. Το χειρότερο είναι ότι μια "μικρή αναβολή" ή το "ελάτε αύριο" μπορεί να φαντάζουν για πολλούς μικροπράγματα, όμως αντικατοπτρίζουν τη γενικότερη φιλοσοφία και τρόπο λειτουργίας της ελληνικής κοινωνίας, τα οποία - μαζί με άλλες αδυναμίες - έχουν τα αποτελέσματα που όλοι βιώνουμε.
Εξαιρετικό άρθρο που καταδεικνύει ένα σημαντικό κομμάτι από την επάρατη νεοελληνική μας παθογένεια. Και εγώ θα προσθέσω μια προσωπική μου εμπειρία και έπειτα μιά μόνο παρατήρηση στο άρθρο.
'Οταν έκανα το μεταπτυχιακό μου τόσο εγώ όσο και πολλοί συναδελφοί ζητήσαμε και πήραμε απ' τον καθηγητή μας όσες παρατάσεις θέλαμε. Πολλοί από εμάς απλά θέλαμε να κάνουμε πιό πολλή έρευνα και πιό καλή δουλειά αλλά στο τέλος φυσικά απλά χρονοτριβούσαμε κα αναβάλαμε. 'Οταν πλέον ο καθένας από μας αποφάσισε για τους δικούς του λόγους (εγώ γιατί ήταν να φύγω στο εξωτερικό για δεύτερο μεταπτυχιακό) να στρωθεί στη δουλειά και επιτέλους να τελειώνει χρειαστήκαμε τον ίδιο πάνω-κάτω χρόνο, τό ίδιο ζόρι και παρήξαμε τέτοια ποιότητα εργασίας που θα είχαμε λίγο ή πολύ και αν μέναμε με την αρχική προθεσμία, μόνο που τότε απλά θα είχαμε προχωρήσει γρηγορότερα. Όλο αυτό δεν ζημίωσε φυσικά το κράτος, ούτε οφέλησε προσωπικά κανέναν. Δεν υπήρχε τίποτα το ιδιοτελές. 'Ηταν μια θεωρούμενη ως αυτονόητη επίδειξη επιείκειας, ένα κομμάτι του νεοελληνικού μας χαρακτήρα. Αλλά αυτή η νοοτροπία, έπειτα διαπίστωσα, μου έκανε κακό. Όντας στο εξωτερικό για σπουδές, σχεδόν πάντα αδυνατούσα να οργανώσω σωστά το χρόνο της έρευνας μου και παρέδιδα τις εργασίες μου τελευταίος και καθυστερημένος σε σχέση με τους συναδέλφους μου που πέρασαν από αμερικάνικα και ευρωπαικά πανεπιστήμια, με επιπτώσεις στη βαθμολογία εργασιών που κατά τα άλλα έπαιρναν εξαιρετικά σχόλια. Έχω βελτιωθεί αρκετά έκτοτε αλλά και τα δυό-τρία χρόνια που σπατάλησα άσκοπα τρενάροντας τις σπουδές μου χωρίς κα΄ποιον ιδιαίτερο λόγο, απλά γιοατί μπορούσα και γιατί βαριόμουνα, τώρα θα ήθελα πολύ να τα είχα ως χρόνια εμπειρίας στη δουλειά, κάτι που μετράει πολύ έξω. Αυτός ο "διαφυγών χρόνος" διαπίστωσα ότι είχε επιπτώσεις και θα με ακολουθεί για πάντα ως σημαντικό χάντικαπ σε αιτήσεις που έκανα και θα κάνω στο μέλλον είτε για έυρεση εργασίας, είτε για προαγωγές και καλύτερη μισθολογική τοποθέτηση σε έναν κόσμο που άς το καταλάβουμε επιτέλους είναι ανταγωνιστικός και όχι χαβαλές όπως τον πλάσαμε στην πλουμιστή από πολιτκές αποχρώσεις σαπουνόφουσκα μας που τώρα σπάει.
Η παρατήρηση μου λοιπόν είναι ότι δυστυχώς δεν πάσχουμε μόνο από ιδιοτελή αναβλητικότητα, όπως ορθά το άρθρο περιγράφει, αλλά και από ανιδιοτελή που είναι εξίσου αντιπαραγωγική και επιζήμια για μας τους ίδιους πρώτ' απ' όλα και για την κοινωνία και την οικονομία κατ' επέκταση.
@12:58 "Η παρατήρηση μου λοιπόν είναι ότι δυστυχώς δεν πάσχουμε μόνο από ιδιοτελή αναβλητικότητα [...], αλλά και από ανιδιοτελή..."
Λέτε κάπου νωρίτερα στο σχόλιό σας "... τρενάροντας τις σπουδές μου [...] απλά γιατί μπορούσα και γιατί βαριόμουνα...". Θα έλεγα ότι αυτό συνιστά την ιδιοτέλεια στην περίπτωσή σας.
Στο νεοελληνικό διπολικό σύμπαν (μαλάκας-μάγκας), η αναβολή της εκπλήρωσης μιας υποχρέωσης που επιβάλλεται άνωθεν, λειτουργεί ως επαναστατική μικροπράξη, ως ανυπακοή, τελικά ως μαγκιά. Επιτρέπει στον κάθε κακομοίρη να λεονταρίσει για μερικές μέρες ("θα πληρώσω ρε, αλλά όποτε θέλω εγώ!"), πριν ξαναγυρίσει έμπλεως υπερηφανείας στην κακομοιριά, την οποία (και) η συγκεκριμένη συμπεριφορά του τροφοδοτεί και διαιωνίζει.
Μέσω των παρατάσεων, το κράτος και οι πολιτικοί κάνουν ακριβώς αυτό: διαιωνίζουν την κακομοιριά μας. Βρήκαν έναν λαό που τρέμει μήπως ενηλικιωθεί, και τον βοηθούν (με το αζημίωτο) να μείνει εσαεί νήπιος.
-Χ
Ενδιαφέρουσα η διάκριση "ιδιοτελούς" και μη αναβλητικότητας. Από ενα σημείο και μετά η αναβλητικότητα δεν εμπεριέχει απαραίτητα πρόθεση αλλά θεωρείται αυτονόητη - γίνεται μέρος του βιόκοσμου της καθημερινότητας, μετατρέπεται σε άρρητη γνώση.
Υποκρύπτει επίσης, όπως σωστά ο Χ παρατήρησε, "μαγκιά" - ψευδο-ανυπακοή. Με ορθολογικούς όρους, δεν πρόκειται φυσικά για γνήσια πολιτική ανυπακοή αφού δεν ακολουθεί πολιτική στόχευση και δεν αρθρώνεται με πολιτικούς όρους. Η ανορθολογικότητα συνίσταται όχι τόσο στη "σπατάλη" χρόνου από κυβερνώντες και κυβερνώμενους όσο στην αναγωγή μη πολιτικών θεμάτων σε πολιτικά. Άδυνατώντας να λειτουργήσουμε Πολιτικά, εξαντλούμαστε στο κυνήγι πολιτικών φαντασμάτων, αποκλειστικά δικής μας επινόησης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο αείμνηστος Κορνήλιος Καστοριάδης θεωρούσε ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε "προ-πολιτικό" στάδιο. Και πόσο ειρωνικό φυσικά: στα χώματα που επινοήθηκε η Πολιτική, ζούμε τη διαστροφή της!
Δημοσίευση σχολίου