Κυριακή 30 Μαρτίου 2008

Τα τρία κακά: ιδιώτης, ξένος, Γερμανός!

Διαβάζω στην «Αυγή»: «Στο πλευρό των τεχνικών του ΟΤΕ, οι οποίοι χθες το πρωί έκαναν κατάληψη στο κτίριο στο Μαρούσι, βρέθηκε ο [Χ], εκφράζοντας τη συμπαράσταση στον αγώνα τους […] Χαρακτήρισε απαράδεκτο το γεγονός ότι η πιο κερδοφόρα δημόσια ελληνική επιχείρηση θα περάσει στα χέρια ιδιωτών. «Ακόμα χειρότερο είναι να περνάει στα χέρια ξένων κι ακόμη χειρότερο γεγονός η ανάθεση της διοίκησης στα χέρια ξένων και μάλιστα της γερμανικής Deutsche Telekom», δήλωσε» (25/3/2008).

Κουίζ: ποιος είναι ο κ.Χ; Ο κ.Καρατζαφέρης; Όχι. Ο κ.Παπαθεμελής; Ούτε. Μήπως ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης; Λάθος. Ο κ.Μανόλης Γλέζος, διακεκριμένος αγωνιστής της αριστεράς, είναι το πρόσωπο στο οποίο αποδίδονται οι παραπάνω δηλώσεις. Τρία είναι τα κακά, κατ΄ αύξουσα σειρά, τα οποία, κατά τον κ.Γλέζο, συμβαίνουν στον ΟΤΕ: πρώτον περνάει στα χέρια ιδιωτών, δεύτερον, περνάει στα χέρια ξένων ιδιωτών, και τρίτον περνάει στα χέρια Γερμανών ξένων ιδιωτών. Τι χειρότερο θα μπορούσε να συμβεί από το να θέλουν να διοικήσουν τον ΟΤΕ οι απόγονοι του Χίτλερ; Ένας αντιστασιακός ξέρει καλύτερα…

Πως θεμελιώνει λογικά ο κ.Γλέζος το επιχείρημά του; «Με την ίδια λογική», είπε, «αν οι Έλληνες είναι ανίκανοι να διοικήσουν μια δημόσια επιχείρηση, πρέπει να κληθούν όπως διοικήσουν και την ίδια την Ελλάδα, οι ξένοι». Κάτι τέτοιο δεν γίνεται, άρα, οι «Έλληνες» είναι ικανοί να διοικήσουν τον ΟΤΕ, οπότε έξω οι «ξένοι». Αν, βέβαια, οι ξένοι αποχωρούσαν από τον ΟΤΕ, αυτός θα κατέρρεε πάραυτα, δεδομένου ότι οι διεθνείς θεσμικοί επενδυτές κατέχουν το 47,4% της επιχείρησης. Εικάζω όμως ότι κάτι τέτοιο δεν θα δυσαρεστούσε την Αλέκα, τον Αλέκο και τον μικρό Αλέξη, αφού θα επιτάχυνε την κατάρρευση του «συστήματος», για την οποία αόκνως εργάζεται η παλαιο- και νεο-κομμουνιστική αριστερά στην Ελλάδα.

Η εθνικόφρων αριστερά δεν έχει ιδιαίτερα καλές σχέσεις με τη λογική. Το γεγονός ότι παραχωρείται η διοίκηση της πρώην κρατικής εταιρίας τηλεπικοινωνιών σε μια αλλοδαπή ομόλογή της (αν και όταν αυτό συμβεί), δεν σημαίνει ότι οι «Έλληνες» είναι «ανίκανοι να τη διοικήσουν». Πολύ πιο εύλογα σημαίνει ότι η διοικητική, εμπορική και τεχνολογική τεχνογνωσία της σημαντικότερης Ευρωπαϊκής εταιρίας τηλεπικοινωνιών είναι μεγαλύτερη αυτής που διαθέτουμε και, άρα, κατ’ αρχήν, θα προσθέσει αξία στον ΟΤΕ. Όταν το ελληνικό κράτος συνάπτει αμοιβαία επωφελείς συμφωνίες με ξένες εταιρίες, δεν σημαίνει ότι είναι «ανίκανο» αλλά, τουναντίον, ευφυές. Ανίκανος είναι ο ψωροπερήφανος, αυτός που δεν έχει επίγνωση των ελλείψεων και των αδυναμιών του. Ικανός είναι αυτός που γνωρίζει τι δεν γνωρίζει και αναζητά τρόπους να το αποκτήσει.

Μπορώ να σκεφθώ χειρότερα πράγματα από το να μας διοικούν οι Γερμανοί. Να αποφασίζει για το ασφαλιστικό, ας πούμε, η κυρία Πετραλιά, για την «Ολυμπιακή» ο κ.Λιάπης, για τον πολιτισμό ο κ.Ζαχόπουλος, για τη χωροταξία ο κ.Λαλιώτης, και για τη λειτουργία των πανεπιστημίων οι διάφοροι αριστεροί τραμπούκοι. Αν μας διοικούσαν οι Γερμανοί, σκέφτομαι, ίσως να είχαμε αποκτήσει κτηματολόγιο, πιθανότατα δεν θα υπήρχαν 1500 παράνομες χωματερές, οι συντάξεις μάλλον θα ήταν καλύτερες, τα παιδιά προβεβλημένων πολιτικών δεν θα τύχαιναν προνομιακής μεταχείρισης από μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις υπό κρατική επιρροή (βλ. διορισμό της κόρης του κ.Μαγγίνα στον ΟΤΕ, απόσπαση της κυρίας Γεννηματά από την Εθνική Τράπεζα στη Βουλή), και σίγουρα θα είχαμε ένα στοιχειωδώς σοβαρό κράτος.

Κοιτάξτε με τι αποτελεσματικότητα ενήργησε τον περασμένο Φεβρουάριο το Γερμανικό κράτος στην πρόσφατη υπόθεση φοροδιαφυγής πλουσίων υπηκόων του και συγκρίνετε με τα δικά μας πεπραγμένα. Δεν είναι μόνο ότι η Αστυνομία επέδραμε σε σπίτια και γραφεία υπόπτων στις μεγαλύτερες γερμανικές πόλεις, ούτε ότι συνέλαβε για φοροδιαφυγή και διαπόμπευσε τηλεοπτικά τον επικεφαλής των Γερμανικών Ταχυδρομείων, αλλά ότι δεν δίστασε να πληρώσει 4,2 εκατ. ευρώ σε πληροφοριοδότη προκειμένου να αποκτήσει το CD με τα ονόματα των φοροφυγάδων!

Φαντάζεστε κάτι ανάλογο να συνέβαινε στην Ελλάδα; Ποιος επικεφαλής της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων θα έκανε παρόμοια συναλλαγή στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος; Με τι αυτοπεποίθηση θα διώξει το οικονομικό έγκλημα κάποιος που το κύριο προσόν του είναι το κομματικό του αξίωμα; Με τι πόρους θα κάνει κάτι τέτοιο, ακόμα κι αν το ήθελε; Εδώ ένας εκδότης καταθέτει ένα υπέρογκο ποσό χρημάτων σε τράπεζα, αδυνατεί να δικαιολογήσει πειστικά την προέλευσή του, και διαπραγματεύεται με τους αρμόδιους τη μη δίωξή του! Η ελληνική «ιδιαιτερότητα» δικαιολογεί τα πάντα: από την κατάληψη του κτιρίου του ΟΤΕ, μέχρι την κομματικοποίηση της διοίκησης, την ανοχή και ενίοτε υποστήριξη οικονομικών εγκληματιών, και τον ψευδοπροοδευτικό απομονωτισμό.

Η εθνικόφρων αριστερά ανάγει την οικονομική ξενοφοβία και τον κρυπτο-ρατσισμό σε αρετές για να προστατεύσει τους θύλακες της ηγεμονίας της – τις ΔΕΚΟ και τα πανεπιστήμια. Μιλά για «αφελληνισμό» αγνοώντας, ηθελημένα, ότι η νομισματική πολιτική της χώρας αποφασίζεται στη Φρανκφούρτη, ότι στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά ιθαγενές είναι το ευρωπαϊκό (όχι το εθνικό), ότι οι μεγαλύτερες ελληνικές επιχειρήσεις ελέγχουν αλλοδαπές επιχειρήσεις στα Βαλκάνια, ενώ φυσικά δεν παραλείπει να διεκδικεί μαχητικά κοινοτικούς πόρους. Τους «ξένους» θέλει να τους απομυζά, όχι να συνεργάζεται μαζί τους. Αντιλαμβάνεται την εθνική υπερηφάνεια φοβικά, όχι δημιουργικά∙ θέλει την Ελλάδα κλειστή στο μικρόκοσμό της, όχι ανοιχτή σε επιρροές. Το μικρό «έθνος» που οι μεγάλοι επιβουλεύονται έχει πάρει περίοπτη θέση στον αθεράπευτα μανιχαϊστικό λόγο της.

Η οπισθοδρόμηση σήμερα έχει κάτι που δεν είχε ποτέ στη χώρα μας: ένα ευυπόληπτο προσωπείο. Διαβάστε τις δηλώσεις του εθνικού συνθέτη, δείτε τις παραστάσεις του εθνικού ψυχαγωγού, ακούστε τις ομιλίες του εθνικού αντιστασιακού και θα καταλάβετε.

Ελαφρώς συντετμημένη εκδοχή του άρθρου αυτού δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή, 30 Μαρτίου 2008

Κυριακή 16 Μαρτίου 2008

Καημένο ΠΑΣΟΚ…


Σε ποιο βαθμό η ελεύθερη δημοσκοπική πτώση του ΠΑΣΟΚ οφείλεται στην ανεπαρκή ηγεσία του Γιώργου Παπανδρέου και σε ποιο βαθμό αντανακλά βαθύτερα προβλήματα του κόμματος; Το ερώτημα αυτό τέθηκε συχνά στο δημόσιο λόγο πρόσφατα. Πρόκειται για εσφαλμένο ερώτημα. Η ίδια η διατύπωσή του είναι μηχανιστική: υπονοεί ότι η ευθύνη επιμερίζεται ποσοστιαία ανάμεσα στον ηγέτη και στο κόμμα, σαν να πρόκειται για δοσολογία συστατικών μαγειρικής συνταγής.

Στις πρόσφατες εσωκομματικές εκλογές για την προεδρία του ΠΑΣΟΚ προβλήθηκαν και οι δύο εκδοχές: ο κ.Βενιζέλος μας είπε ότι αν ήταν αυτός επικεφαλής, το κόμμα του θα πήγαινε πολύ καλύτερα, θα κέρδιζε ακόμα και τις τελευταίες εκλογές. Ο κ.Παπανδρέου μας είπε περίπου το αντίθετο: η κρίση του κόμματος είναι βαθιά, δομική, και πολλά πράγματα πρέπει να αλλάξουν. Και οι δύο εκδοχές είναι εν μέρει αληθείς. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι η κάθε μία προβλήθηκε με αξιώσεις καθολικής αλήθειας.

Η αλήθεια για το ΠΑΣΟΚ είναι βαθιά οδυνηρή, υπερβαίνει τα δύο αντιμαχόμενα εσωκομματικά στρατόπεδα, και γι αυτό εδώ και τέσσερα χρόνια απωθείται στο συλλογικό του υποσυνείδητο: η κουλτούρα του ΠΑΣΟΚ είναι το πρόβλημα, όλα τα άλλα είναι παράγωγά του. Η κουλτούρα αυτή είναι ένα κράμα δημαγωγικού λαϊκισμού, μικροκομματικού καιροσκοπισμού, και κατεστημένου συντηρητισμού.

Ο κ.Παπανδρέου δεν είναι απλώς ένας ηγέτης εγνωσμένα μειωμένων ικανοτήτων, αλλά η ενσάρκωση του κομματικού συντηρητισμού: ως πρόεδρος συντηρεί τη συμβολική εξάρτηση του κόμματός του από τον ηγέτη-ιδρυτή και το συναφές λαϊκιστικό λογοπλαίσιο (discourse). Το ΠΑΣΟΚ εξέλεξε κυρίως τον γιο του ιδρυτή, όχι τον φορέα μιας άλλης αντίληψης για την κεντροαριστερή πολιτική. Με τη σειρά του, ο Γιώργος Παπανδρέου δεν συνειδητοποίησε ότι το όποιο ανανεωτικό εγχείρημά του, για να έχει ελπίδες επιτυχίας, έπρεπε να τάμει την κομματική παράδοση, όχι να τη συνεχίσει· να διαπράξει συμβολική πατροκτονία, όχι προγονολατρεία.

Η έλλειψη ενός πειστικού οράματος που να απηχεί υπαρκτές κοινωνικές ανάγκες δίχως να προσφεύγει σε ιδεοληπτικά αναισθητικά («νεοφιλελευθερισμός», «παγκοσμιοποίηση», κλπ), σε συνδυασμό με αδύνατη στρατηγική σκέψη και μειωμένη διάθεση ανάληψης κινδύνων, ωθούν το λόγο του κ.Παπανδρέου να αναπαράγει τα κομματικά θέσφατα. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ παίζει στο πολιτικό «παιχνίδι» που κληρονόμησε, δεν πάσχισε με επιμονή και στρατηγική να δημιουργήσει ένα νέο. Προτίμησε τη σιγουριά του υπάρχοντος, όχι την αβεβαιότητα του καινούριου. Το αυτοαναφερόμενο κόμμα του, ξεκομμένο από τα προβλήματα που συνθέτουν την καθημερινότητα του πολίτη, υπό τη διεύθυνση μιας φθαρμένης νομενκλατούρας η οποία απέκτησε υπόσταση και πλούτο από τη μακρόχρονη διακυβέρνηση, δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεφύγει από την κύρια συνήθεια κάθε κατεστημένου – την τάση για αυτοαναπαραγωγή.

Τόσο ο κ.Παπανδρέου όσο και οι πρωτοκλασάτοι της κομματικής γραφειοκρατίας μιλούν για την ανάγκη να βρει το ΠΑΣΟΚ την «αξιοπιστία» του. Θα ήταν μια εύστοχη διάγνωση, αν δεν ήταν ένα προπαγανδιστικό εύρημα. Η αξιοπιστία είναι σαν την εντιμότητα: αν την έχεις, τη δείχνεις· δεν μιλάς γι αυτή.

Ρωτάει ένας αναγνώστης των «Νέων» (25/2/2008) τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ: «Γιατί κάνατε πίσω στο θέμα της αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος;». Προσέξτε την απάντηση: «Δεν έκανα ποτέ πίσω. Ούτε εγώ, ούτε το Κίνημά μας […] Από τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος αποχωρήσαμε όταν η κυβέρνηση προσπάθησε να επιβάλει πραξικοπηματικά μια δασοκτόνα αλλαγή του άρθρου 24. Και αποχωρήσαμε οριστικά και αμετάκλητα. Η διαδικασία αυτή είναι πια νεκρή».

Προσέξτε πόσο προβληματική είναι η δήλωση αυτή. Πρώτον, προσβάλλει τη νοημοσύνη μας και επιβεβαιώνει την κοινή πεποίθηση ότι οι πολιτικοί είναι ανειλικρινείς. Και τα μικρά παιδιά ξέρουν ότι το ΠΑΣΟΚ έκανε πίσω στο άρθρο 16.

Δεύτερον, ας δεχθούμε, χάριν συζητήσεως, το λόγο για τον οποίο το ΠΑΣΟΚ αποχώρησε από τη Βουλή. Δείχνει σεβασμό των θεσμών αυτή η συμπεριφορά; Δεν αναπαράγει ένα από τα παλαιότερα μοτίβα της ελληνικής πολιτικής - την καιροσκοπική πόλωση, την αυτο-επιβεβαιωτική νοοτροπία, τον μικροκομματικό κουτσαβακισμό; Αν η αξιωματική αντιπολίτευση αποχωρεί από την κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία, γιατί να προσέλθει ο συνδικαλιστής σε διάλογο, γιατί να μη διαλύσει ο φοιτητής τη συνεδρίαση της Συγκλήτου;

Τρίτον, όταν προτάσσεται καιροσκοπικά το μικροκομματικό συμφέρον δεν αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά τα συλλογικά προβλήματα – η κοινωνία, τελικά, ζημιώνεται. Ακόμη χειρότερα, διαιωνίζεται το κύριο μετα-πρόβλημα της χώρας: ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα! «Πρέπει να αλλάξει το άρθρο 16», λέει ο κ.Παπανδρέου, αλλά αποχωρεί «οριστικά και αμετάκλητα» από τη διαδικασία που θα αποφάσιζε την αλλαγή του! Πότε θα ασχοληθεί ξανά η Ελληνική Βουλή με το άρθρο 16; Το 2017! Εν τω μεταξύ, τα κρατικά πανεπιστήμια ασφυκτιούν σε ένα αναχρονιστικό νομοθετικό πλαίσιο (βλέπε επ’ αυτού τη διεισδυτική ανάλυση του καθηγητή Ν. Αλιβιζάτου στο βιβλίο του Πέρα από το 16, Μεταίχμιο), ενώ τα ιδιωτικά πρακτορεία αλλοδαπών πανεπιστημίων πληθαίνουν ανεξέλεγκτα (ιδιαίτερα μετά την, εκ Βρυξελλών προερχόμενη, επικείμενη αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων τους). Μίλησε κανείς για «αξιοπιστία»;

Στην εναρκτήρια ομιλία του στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, ο κ.Παπανδρέου είπε μεταξύ άλλων: «Δεν δεχόμαστε ο πολίτης να είναι αιχμάλωτος της πεποίθησης ότι τίποτε δεν αλλάζει. […]. Ξέρω και ξέρουμε ότι υπάρχει άλλος δρόμος, ότι αξίζουμε καλύτερα». Το ξέρουμε κι εμείς, ευχαριστούμε για την υπενθύμιση. Θα αποτελούσε έκπληξη πρώτου βαθμού, ωστόσο, αν οι κκ.Πολυζωγόπουλος και Παπουτσής, οι κυρίες Γεννηματά, Ξενογιαννακοπούλου και Αποστολάκη, ο κ.Αθανασάκης και ο κ. Τζουμάκας, και άλλα ουκ ολίγα επίλεκτα μέλη της «καλλιέργειας» του πράσινου κομματικού σωλήνα, διέθεταν την ευαισθησία να υποδείξουν στον κ.Παπανδρέου ότι θα ήταν προτιμότερο να περπατούσε αυτό το δρόμο, αντί απλώς να τον περιγράφει. Με τις θαρραλέες πράξεις τους κρίνονται οι ηγέτες, όχι με τα ανέξοδα (και από άλλους γραμμένα) λογύδριά τους.

Συντετμημένη εκδοχή του άρθρου αυτού δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή, 16 Μαρτίου 2008.

Σάββατο 15 Μαρτίου 2008

Mad Country


Στην εξαιρετική ταινία του Κώστα Γαβρά Mad City, ο Σαμ Μπέϊλι (Τζον Τραβόλτα), φύλακας σε ένα μουσείο φυσικής ιστορίας, χάνει τη δουλειά του εξαιτίας οικονομικών περικοπών. Ο Μπέϊλι απελπίζεται και ζητά να δει τη διευθύντρια του Μουσείου, η οποία τον αποφεύγει. Όταν τελικά τη συναντά, η διευθύντρια αρνείται να συζητήσει το θέμα της απόλυσης μαζί του. Ο Μπέϊλι τότε, τα παίρνει στο κρανίο, βγάζει μια καραμπίνα και πυροβολεί στον αέρα. Από εκεί και πέρα αρχίζει πραγματικά η ιστορία, με την εμπλοκή των ΜΜΕ…

Η ταινία του Γαβρά δικαίως θεωρήθηκε μια δριμεία κριτική των αδηφάγων τηλεοπτικών ΜΜΕ, τα οποία αναζητούν πρωτότυπες «ιστορίες», και, στην προσπάθειά τους αυτή, συν-κατασκευάζουν τις «ιστορίες» που μεταδίδουν. Ωστόσο, ένας άλλος τρόπος να δούμε την ταινία του Γαβρά είναι να σταθούμε στις αρχικές σκηνές, πριν ακόμα εμπλακούν τα ΜΜΕ, τα οποία, με την εμπλοκή τους, τελικά συν-δημιούργησαν ένα εθνικών διαστάσεων γεγονός, το οποίο, ωστόσο, άρχισε ως ένα μικρό επεισόδιο τοπικής κλίμακας.

Η απελπισία ενός απλού υπαλλήλου, του οποίου τη φωνή δεν θέλει να ακούσει η αρμόδια διευθύντρια, είναι αυτό που έχει ενδιαφέρον να προσέξουμε. Όταν φωνάζεις και δεν σε ακούνε, όταν νοιώθεις ότι έχεις δίκιο, όταν σε κυριεύει η ανασφάλεια, τότε αντιδράς παράφορα. Η αναλογία με τις πρόσφατες απεργίες για το ασφαλιστικό είναι προφανής.

Πάρτε την πιο χτυπητή περίπτωση, την πρόσφατη κατάληψη του μηχανογραφικού κέντρου από τους απεργούς της Τραπέζης της Ελλάδος και τη συνακόλουθη διακοπή της λειτουργίας του Χρηματιστηρίου για τρεις ημέρες, γεγονός πρωτοφανές τόσο για τα ελληνικά όσο και για τα διεθνή δεδομένα.

Οι απεργοί διαμαρτύρονται για την κατάργηση του Ταμείου τους και την ένταξή του στο ΙΚΑ. Το Σωματείο Υπαλλήλων της Τραπέζης της Ελλάδος (ΣΥΤΕ) ισχυρίζεται ότι η κυβέρνηση καταργεί την ποικιλοτρόπως θεσμοθετημένη ανεξαρτησία του Ταμείου τους, και υπαναχωρεί από παλαιές, αρμοδίως διακηρυχθείσες, συναφείς θέσεις της (βλ. «Καθημερινή», 13/3/2008). Σύμφωνα με δηλώσεις του μέλους του προεδρείου του ΣΥΤΕ κ.Γ. Μπαλαούρα, σε συνέντευξή του στα «Νέα» (6/3/2008), «η κ. Πετραλιά επί έναν μήνα έγραφε στα παλιά της τα παπούτσια τα αιτήματά μας για συνάντηση μαζί της. Οι αρμόδιοι υπουργοί πριν από 5, 4 ή 3 χρόνια ψήφιζαν νόμους που αναγνώριζαν την ανεξαρτησία των ασφαλιστικών μας ταμείων […]».

Βλέπετε πως κλιμακώνεται το πρόβλημα; Ένα σωματείο θίγεται από μια εξόχως σημαντική για τα μέλη του νομοθετική πρωτοβουλία, η οποία ανατρέπει τα ισχύοντα και υπεσχημένα. Επιδιώκει συνάντηση με την αρμόδια υπουργό και αγνοείται. Προειδοποιεί ότι θα απεργήσει και κανείς δεν δίνει σημασία («Είχαμε προειδοποιήσει τις κυβερνήσεις», λέει ο κ.Μπαλαούρας. «Οι υπουργοί νόμιζαν ότι είχαν να κάνουν με εξωραϊστικό σύλλογο»). Προβαίνει, τότε, σε μια ακραία πράξη (κατάληψη) η οποία αναστέλλει τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου και ζημιώνει την ελληνική οικονομία. Πότε προσέχει η κυβέρνηση και η κοινή γνώμη τα αιτήματα του σωματείου; Όταν αναλαμβάνονται ακραίες ενέργειες.

Έχουν αίσθηση της βαρύτητας των πράξεών τους οι εμπλεκόμενοι; Δεν είναι βέβαιο. Ο ένας ρίχνει το βάρος στον άλλο. Η κυβέρνηση κατηγορεί τους απεργούς για ανευθυνότητα («Βήμα», 9/3/2008). Οι συνδικαλιστές μέμφονται την κυβέρνηση: «το Χρηματιστήριο το έκλεισε η αδιαλλαξία του κ. Αλογοσκούφη», λέει ο κ.Μπαλαούρας.

Εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα: ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τα συλλογικά μας προβλήματα είναι το μεγαλύτερό μας πρόβλημα. Αλαζονικές κυβερνήσεις που αθετούν τις υποσχέσεις τους, απεργοί που φτάνουν στα άκρα. Δεν έχουμε βρει έναν κοινά αποδεκτό τρόπο να συζητούμε, να διαπραγματευόμαστε, και να λαμβάνονται αποφάσεις. Οι ιθύνοντες λειτουργούν καιροσκοπικά και, συχνά, αλαζονικά. Οι θιγόμενοι προσφεύγουν σε ακρότητες. Ο ένας πόλος τροφοδοτεί τον άλλον. Φαύλος κύκλος.

Στο Mad City ο Γαβράς μας θύμισε ότι στη δημιουργία ενός προβλήματος εμπλέκονται, με διαδραστικό τρόπο, πολλοί. Σε μια σχέση δημιουργούνται βρόχοι ανάδρασης που κλιμακώνουν το αρχικό πρόβλημα. Συν-δημιουργούμε τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε. Αυτό το ψήγμα συστημικής σοφίας, είναι κάτι που στην Ελλάδα δεν έχουμε αφομοιώσει.

Δημοσιεύθηκε στο Κέρδος, 15 Μαρτίου 2008.

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2008

Ένα ενοχλητικό δικαστήριο


Δεν διαθέτουμε, δυστυχώς, πολλούς θεσμούς στη χώρα μας για τους οποίους να είμαστε υπερήφανοι. Υπάρχουν, όμως, μερικοί που ξεχωρίζουν – θεσμοί που σε κάνουν να νοιώθεις ότι η δημόσια ζωή στην Ελλάδα δεν απαρτίζεται μόνο από ανεπαρκείς πολιτικούς, συμβιβασμένους διαχειριστές της μετριότητας, ή διαπλεκόμενους μιντιανθρώπους. Μιλάω για το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ). Στα ογδόντα περίπου χρόνια της λειτουργίας του απέδειξε ότι υπάρχουν ανώτατοι δικαστές άξιοι της βαρύτητας του λειτουργήματός τους - διατεθειμένοι να υπερασπισθούν τα δικαιώματα του πολίτη και τις αρχές του σύγχρονου κράτους δικαίου. Δικαίως η κοινή γνώμη τούς υπολήπτεται.

Οι πολιτικοί απεχθάνονται ένα τέτοιο ανεξάρτητο δικαστήριο, αφού αυτό ελέγχει τις αποφάσεις τους κι έτσι λειτουργεί ως προβλεπόμενο από το Σύνταγμα θεσμικό αντίβαρο στην εξουσία τους. Οι περισσότεροι υπουργοί ΠΕΧΩΔΕ των δύο κομμάτων εξουσίας, ιδιαίτερα, ουδέποτε έκρυψαν την ενόχλησή τους. «Αυτή η απόφαση δεν με αφορά» είχε πει μνημειωδώς ο κ.Λαλιώτης, αναφερόμενος σε απόφαση του ΣτΕ για τη διαβόητη εκτροπή του Αχελώου, πιθανότατα επειδή μπέρδεψε το ανώτατο ακυρωτικό Δικαστήριο με την τοπική κομματική οργάνωση της γειτονιάς του.

Στο χορό των επικριτών του ΣτΕ προστέθηκε πρόσφατα και ο υπουργός Δικαιοσύνης (!) κ.Χατζηγάκης. Επιτέθηκε με σφοδρότητα στο δικαστήριο, κατηγορώντας το ότι αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση «κράτους δικαστών», και αποδίδοντας στους δικαστές του «ιδιοτελή κίνητρα και περίεργους κομματισμούς»(sic)! Μη έχοντας άλλο μέτρο αναφοράς, κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια.

Δεν εκπλήσσει μόνο η έλλειψη τακτ εκ μέρους του υπουργού Δικαιοσύνης έναντι ενός θεσμού του χαρτοφυλακίου του (το έχουμε συνηθίσει αυτό στη Βαλκάνια Ελλάδα). Εκπλήσσουν, κυρίως, η αμετροέπεια και ο ανορθολογισμός του.

Το σημαντικότερο πρόβλημα του ΣτΕ είναι ο τεράστιος φόρτος εργασίας του, ο οποίος επιβραδύνει σημαντικά την εκδίκαση των υποθέσεών του. Αν προσφύγετε σήμερα στο ΣτΕ προκειμένου να ακυρωθεί μια πράξη της διοίκησης, η υπόθεση πιθανότατα θα εκδικασθεί σε τρία χρόνια. Πρόκειται για αναμφίβολα τεράστιο πρόβλημα που, μερικές φορές, δημιουργεί στον πολίτη το αίσθημα ότι είναι ουσιαστικά απροστάτευτος.

Οι αριθμοί είναι εντυπωσιακοί. Στο ΣτΕ σήμερα εκκρεμούν 30000 περίπου υποθέσεις. Κάθε χρόνο εκδίδονται αποφάσεις για 5000 υποθέσεις από 100, τελικά, δικαστές (!), ενώ προστίθενται πάνω από 8000 καινούργιες. Οι εκκρεμούσες υποθέσεις συνεχώς αυξάνονται. Γιατί συμβαίνει αυτό; Τι πρέπει να γίνει;

Το πρόβλημα προκύπτει από ένα τετράγωνο πλέγμα αλληλεπιδρώντων παραγόντων: η ποιότητα της δημόσιας διοίκησης, η ποιότητα της νομοθεσίας, η οργάνωση της δικηγορίας, και η λειτουργία του δικαιοδοτικού συστήματος είναι οι κορυφές του τετραγώνου. Ας τις δούμε μια-μια.

Πρώτον, μια κακή δημόσια διοίκηση ωθεί τους πολίτες να προσφεύγουν στα δικαστήρια για να βρουν το δίκιο τους. Είτε γιατί οι αποφάσεις της δεν είναι σύννομες, είτε γιατί δεν είναι διαφανείς ή ενημερωμένες, είτε γιατί διέπονται από έναν ευθυνοφοβικό φορμαλισμό, είτε γιατί η διοίκηση δεν αναγνωρίζει τα όποια σφάλματά της, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: ο πολίτης ωθείται στα δικαστήρια. Σημειώστε επίσης ότι οι μισές περίπου υποθέσεις που εκδικάζει το ΣτΕ προέρχονται από, συχνά αδικαιολόγητες, προσφυγές του Δημοσίου κατά αποφάσεων των κατωτέρων δικαστηρίων με τις οποίες δικαιώνονται πολίτες έναντι του κράτους.

Δεύτερον, η ποιότητα της νομοθεσίας είναι αυτή που ξέρουμε: πολύ συχνά κακή. Γριφώδεις νομοθετικές διατάξεις, αντιφατικές μεταξύ τους και συχνά-πυκνά μεταβαλλόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις, εμβαλωματικές τροπολογίες της τελευταίας στιγμής – ό,τι δηλαδή συνιστά την κακονομία. Κακή νομοθεσία, όμως, σημαίνει ασάφεια, η οποία αυξάνει την πιθανότητα προσφυγής στη Δικαιοσύνη και συνεπάγεται δραστικά περισσότερο χρόνο για την ερμηνευτική της κατανόηση από τους δικαστές.

Τρίτον, η πλημμυρίδα δικηγόρων αυξάνει τις προσφυγές στη Δικαιοσύνη. Για να επιβιώσουν επαγγελματικά οι 20000 περίπου μάχιμοι δικηγόροι της Αθήνας και μόνον πρέπει φυσικά να δικηγορήσουν, άρα έχουν συμφέρον να αυξάνεται η δικηγορική ύλη και, συνεπώς, οι ευκαιρίες προσφυγών των πολιτών στα δικαστήρια. Επιπλέον, σήμερα, κατ’ ευρωπαϊκή εξαίρεση, κάθε απόφοιτος των νομικών σχολών σχεδόν αυτόματα εγγράφεται στους Δικηγορικούς Συλλόγους και αποκτά άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Η έλλειψη ποιοτικού ελέγχου της εισόδου στο δικηγορικό επάγγελμα αυξάνει την πιθανότητα να παραχθεί χαμηλής ποιότητας έργο, το οποίο μεταφράζεται σε μεγαλύτερη πιθανότητα για χαμηλής ποιότητας νομικές συμβουλές και κακά δικόγραφα, τα οποία αυξάνουν το χρόνο που αφιερώνουν οι δικαστές στο χειρισμό τους. Πως απαντάς υπεύθυνα σε ένα δικόγραφο με το οποίο προβάλλεται ότι το τάδε διάταγμα είναι ακυρωτέο επειδή υπεγράφη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στη Μύκονο και όχι στην έδρα του κράτους, την Αθήνα;

Τέταρτον, η ίδια η οργάνωση του δικαιοδοτικού συστήματος είναι παρωχημένη. Για την ακρίβεια, υπηρετεί λαϊκιστικούς σκοπούς. Ξέρετε πόσο είναι το παράβολο για να προσφύγει κανείς στο ΣτΕ; 15 ευρώ! Αν με την πάροδο του χρόνου χάσεις το ενδιαφέρον σου για την υπόθεση και δεν εμφανιστείς καθόλου στο δικαστήριο την ημέρα της δικασίμου, ή, αν χάσεις την ίδια την υπόθεση, θα πληρώσεις μεταξύ 460-920 ευρώ. Κι αυτό είναι όλο! Με λίγα λόγια, δεν υπάρχει κανένα οικονομικό αντικίνητρο που να αποθαρρύνει τις «εύκολες» προσφυγές στο ΣτΕ (αλλά και σε όλα τα δικαστήρια). Να το πω διαφορετικά: είναι τόσο εύκολη η προσφυγή ακόμα και σε ένα ανώτατο δικαστήριο που δεν ενθαρρύνονται εξωδικαστικοί τρόποι επίλυσης διαφορών. Αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, που το 1/3 των υποθέσεων στο ΣτΕ είναι «εγκαταλελειμμένες»; Εύκολη προσφυγή σημαίνει και εύκολη εγκατάλειψη της υπόθεσης, αφού το κόστος είναι ελάχιστο. Οι δικαστές, όμως, είναι υποχρεωμένοι να δικάσουν όλες τις προσφυγές, αφού δεν ξέρουν αν ο καθένας από τους προσφεύγοντες ενδιαφέρεται πραγματικά ή χρησιμοποιεί την προσφυγή του «διαπραγματευτικά» στη μάχη με τον αντίδικό του.

Τι κάνει για τα προβλήματα αυτά ο υπουργός Δικαιοσύνης; Ισχυρίζεται ότι προσπαθεί να αντιμετωπίσει τη χρόνια βραδυδικία με δύο τρόπους. Πρώτον, με τη δημιουργία Έβδομου Τμήματος στο ΣτΕ και, δεύτερον, με την εναλλαγή των δικαστών στα διάφορα Τμήματα του δικαστηρίου ανά πενταετία. Τι σχέση έχουν αυτά τα «μέτρα» με τα πραγματικά προβλήματα; Όση σχέση έχουν οι λιτανείες για την αντιμετώπιση της ξηρασίας με την πιθανότητα βροχόπτωσης!

Το Έβδομο Τμήμα δεν θα δημιουργηθεί με νέες προσλήψεις δικαστών, αλλά με μετακινήσεις δικαστών από άλλα Τμήματα. Πως, λοιπόν, θα επιταχυνθεί η εκδίκαση των υποθέσεων αφού δεν αυξάνεται ο αριθμός των δικαστών; Γιατί η εναλλαγή ανά πενταετία θα μειώσει το χρόνο εκδίκασης; Είναι σα να λες ότι θα μειώσεις τις ουρές των ασθενών στα νοσοκομεία αν εναλλάσσονται οι γιατροί στις βάρδιες! Τι σχέση έχει το ένα με το άλλο; Απολύτως καμία. Το αντίθετο, μάλιστα. Η εναλλαγή των δικαστών θα επιβραδύνει σημαντικά την εκδίκαση των υποθέσεων, στο μέτρο που θα μειώσει το βαθμό εξοικείωσης του δικαστή με την συχνά περίπλοκη δικαστική ύλη του κάθε Τμήματος.

Γιατί τα κάνει όλα αυτά ο υπουργός Δικαιοσύνης; Διότι, ως γνήσιος Έλληνας πολιτικός, αυτό για το οποίο μεριμνά πρωτίστως δεν είναι η ορθολογική αντιμετώπιση των προβλημάτων, αλλά ο πολιτικός έλεγχος του ΣτΕ. Με την εναλλαγή των δικαστών (στην οποία φωτογραφικά υπολογίζεται και ή ήδη διανυθείσα θητεία) απαλλάσσεται από μερικούς «ενοχλητικούς» δικαστές, οι οποίοι προβάλλουν «προσκόμματα» στην εκτελεστική εξουσία. Για το σκοπό αυτό παρακάμπτει τα πραγματικά προβλήματα του ΣτΕ και κατασκευάζει άλλα, εκεί που δεν υπάρχουν. Στις αμετροεπείς δηλώσεις του έκανε λόγο για «παθογένειες» και «καθεστωτική αντίληψη» από την «μακροχρόνια παραμονή των ίδιων δικαστών στο ίδιο Τμήμα». Ποιες είναι αυτές οι «παθογένειες»; Δεν τις κατονομάζει. Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, αφού το ΣτΕ είναι γνωστό για την ποιότητα του δικαιοδοτικού έργου του. Η κατηγορία όμως πλανάται και, γκεμπελικά, δημιουργεί εντυπώσεις.

Η κυβέρνηση της ΝΔ διαιωνίζει μιας αμιγώς Ελληνική παράδοση παρεμβάσεων στο έργο της Δικαιοσύνης, την οποία παρέλαβε από το ΠΑΣΟΚ. Οι Έλληνες πολιτικοί όχι μόνο δεν ανέχονται τον έλεγχο των πράξεών τους από μια ανεξάρτητη Δικαιοσύνη, αλλά δεν αντέχουν οτιδήποτε ξεπερνάει το ανάστημά τους. Το ΣτΕ είναι ένας θεσμός που κοσμεί τη σύγχρονη Ελλάδα. Μας θυμίζει ότι η επαγγελματική αριστεία στον τόπο μας είναι εφικτή. Οι πολιτικοί και των δύο κομμάτων εξουσίας κάνουν ό,τι μπορούν για να χαμηλώσουν ό,τι ξεχωρίζει, να αμαυρώσουν ό,τι λάμπει. Είναι πραγματικά θλιβερό!

Συντετμημένη μορφή αυτού του άρθρου δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή, 5 Μαρτίου

2008

Κυριακή 2 Μαρτίου 2008

Δημοκρατία, δημαγωγία, και στρατηγική συμπεριφορά


«Δεν υπάρχει τάξη πιο εχθρική για τον λαό από τους φαύλους ρήτορες και τους δημαγωγούς»

Ισοκράτης (Περί Ειρήνης, 129)

«Χόρτασαν τους Αθηναίους προσφέροντάς τους ό,τι τους ευχαριστούσε, και ισχυρίζονται πως έχουν κάνει την πόλη μεγάλη […] Χωρίς σωφροσύνη έχουν γεμίσει την πόλη με λιμάνια και ναυπηγεία και τείχη και φόρους και παρόμοιες φλυαρίες»

Πλάτων (Γοργίας, 518e, 519a)

Η δημοκρατία είναι ένα δύσκολο πολίτευμα για την εκτελεστική εξουσία. Από τη μια μεριά οι κυβερνήτες εκλέγονται ελεύθερα από τους πολίτες, των οποίων τη θέληση, κατ’ αρχήν, αντιπροσωπεύουν. Συγχρόνως, όμως, οι κυβερνήτες αναμένεται να είναι αποτελεσματικοί στη διαχείριση των συλλογικών προβλημάτων. Η διάσταση της αντιπροσώπευσης δεν είναι πάντοτε συμβατή με τη διάσταση της αποτελεσματικότητας. Η ωριμότητα μιας δημοκρατίας κρίνεται, μεταξύ άλλων, από το πώς τις συγκεράζει.

Υπό την επιρροή των δημαγωγών, την ατελή ενημέρωση, τη συναισθηματική φόρτιση και τη συνήθεια, ενδέχεται οι πολίτες να προκρίνουν πολιτικές οι οποίες, στρατηγικά, είναι επιζήμιες για τη χώρα. Αν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής απλώς εξέφραζε το αντιδυτικό λαϊκό αίσθημα το 1981, η Ελλάδα δεν θα γινόταν μέλος της τότε ΕΟΚ και η συνολική πορεία της χώρας προς τον εκσυγχρονισμό, από τη μεταπολίτευση και μετά, θα ατροφούσε. Στη δεκαετία του 1970 οι Έλληνες ήθελαν να είναι και αντιδυτικοί και να ακολουθήσουν το οικονομικο-πολιτικό πρότυπο της Δύσης.

Το πρόβλημα για το δημοκρατικό κυβερνήτη είναι να διακριβώσει τα λαϊκά αισθήματα και, χωρίς να αποκοπεί από αυτά, να συμβάλλει στη διαμόρφωσή τους, έτσι ώστε να διευκολύνουν την αποτελεσματική διακυβέρνηση. Οι πολίτες έχουν επιμέρους απόψεις για το δημόσιο βίο, συχνά αντιφατικές μεταξύ τους, όπως άλλωστε είναι οι περισσότερες ανθρώπινες επιθυμίες. Αυτό που, συνήθως, τους λείπει είναι η αφήγηση του δημόσιου βίου – η συνολική ματιά που συνδέει τα επιμέρους, ιεραρχεί προτεραιότητες και, συγχρόνως, νοηματοδοτεί. Την αφήγηση παρέχουν, κατ’ αρχήν, οι κυβερνήτες.

Η ανάγκη της αφήγησης προκύπτει από την ανάγκη προστασίας και ανάπτυξης της χώρας (και οποιασδήποτε διοικούμενης συλλογικότητας), ως κοινός χώρος πέρα και πάνω από τα άτομα που έχει τις δικές του ανάγκες επιβίωσης. Οι πολίτες κατ’ ανάγκην προστατεύουν τα επιμέρους (και αντικρουόμενα) βραχυπρόθεσμα συμφέροντά τους και προσκολλώνται στις κληρονομημένες συνήθειές τους. Οι κυβερνήτες, αντιθέτως, είναι επιφορτισμένοι με τη μακροχρόνια ευημερία της χώρας συνολικά – ex officio βλέπουν μακρύτερα και ευρύτερα.

Ο Θουκυδίδης (Ιστορίαι, Β’ 65) αναφέρει ότι ο Περικλής υπήρξε άριστος κυβερνήτης επειδή «κρατούσε το λαό με τρόπο ελεύθερο και δεν παρασυρόταν από αυτόν». Η φράση αυτή εκφράζει τη συνθετότητα της ώριμης δημοκρατίας. Ο λαός είναι ελεύθερος να απορρίπτει τους κυβερνήτες του, αλλά ο καλός κυβερνήτης ξέρει να «κρατά» το λαό. Η δημοκρατία μεγαλουργεί όταν συνυφαίνει την ελευθερία με την πειθώ της ηγετικής εξουσίας. Αν οι κυβερνήτες δημαγωγικά αναπαράγουν επιμέρους λαϊκές αντιλήψεις δεν θα είναι αποτελεσματικοί, αφενός μεν γιατί οι λαϊκές επιθυμίες είναι συχνά αντιφατικές και, άρα, πρέπει να ιεραρχηθούν σε ένα λογικώς ανώτερο επίπεδο, αφετέρου δε γιατί οι πολίτες διαθέτουν περιορισμένη γνωστική ικανότητα και βραχυχρόνιο ορίζοντα αναφοράς. Ο ηγέτης που κολακεύει το πλήθος εκφράζει τις ανεπεξέργαστες απόψεις του, δεν υπηρετεί όμως τα συμφέροντά του.

Όταν οι πολιτικοί υιοθετούν μια απλοϊκή αφήγηση η οποία αποφεύγει τους συμβιβασμούς (trade offs) μεταξύ αντικρουόμενων επιθυμιών και ενσωματώνει προτεραιότητες οι οποίες συγκυριακά (όχι στρατηγικά) εκφράζουν κάποια λαϊκά αισθήματα, τότε μπορεί οι κυβερνήτες να είναι προσωρινά αρεστοί στους πολίτες, αλλά, με τη δημαγωγική μονομέρειά τους, υπονομεύουν την αποτελεσματική διαχείριση των συλλογικών προβλημάτων. Το 1974 οι Έλληνες εξέφραζαν τον, ιστορικά εξηγούμενο, αντιδυτικισμό τους, αλλά, βαθύτερα, ήθελαν η χώρα να γίνει μια κανονική Ευρωπαϊκή χώρα. Η πολιτική ευφυΐα του Καραμανλή είναι ότι κατανόησε το πρώτο, αλλά συγκράτησε το δεύτερο.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 το λαϊκό αίσθημα στην Ελλάδα ήταν, κατανοητά, έντονα «μακεδονομαχικό». Ήταν αδιανόητο για τους Έλληνες πως μια άλλη χώρα θα μπορούσε να οικειοποιηθεί μια «ανέκαθεν ελληνική» έννοια όπως η Μακεδονία. Η υιοθέτηση, όμως, αυτού του λαϊκού αισθήματος από τα δύο κόμματα εξουσίας δεν προωθούσε απαραίτητα τα στρατηγικά συμφέροντα της χώρας στα Βαλκάνια. Στρατηγικά μας συμφέρει η σταθερότητα και η ανάδειξή μας στην πιο σημαντική περιφερειακή δύναμη με οικονομική, πολιτιστική και πολιτική ηγεμονία στην περιοχή. Το όνομα της ΠΓΔΜ ήταν (και είναι) δευτερεύον θέμα.

Σκέπτομαι στρατηγικά σημαίνει αποσαφηνίζω τα μακροχρόνια συμφέροντά μου, διαμορφώνω αντιστοίχως τις προθέσεις μου, ιεραρχώ τις προτεραιότητές μου, υπάγω τις τακτικές μου κινήσεις σε ένα ευρύτερο σχέδιο, ενεργώ μεθοδικά. Με τη σειρά του αυτό απαιτεί ηγέτες που δεν θωπεύουν το «δήμο» αλλά, όπως παρατηρεί ο Θουκυδίδης, «αποτολμούν και αντιλογία προς αυτόν», όταν αυτό χρειάζεται. Για να μπορεί να ενεργεί μια χώρα στρατηγικά πρέπει να καλλιεργείται κλίμα συναντίληψης μεταξύ των κομμάτων εξουσίας για τα μείζονα θέματα, όχι να πλειοδοτούν σε δημαγωγία. Την εθνικά επωφελή συμφωνία του Ελσίνκι το 1999, που αφορούσε τις σχέσεις της χώρας με την Τουρκία (κυρίως την αμοιβαία δέσμευση, βάσει χρονοδιαγράμματος, για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για τη διευθέτηση διμερών διαφορών), η κυβέρνηση Καραμανλή την απέρριψε σιωπηλά. Η δημαγωγία του Καραμανλή δεν του επέτρεπε να διακρίνει το εθνικά χρήσιμο από το κομματικά προσοδοφόρο. Έκτοτε επικρατεί στασιμότητα στις σχέσεις των δύο χωρών, τα προβλήματα διαιωνίζονται. Οι αρχαίοι θεωρούσαν τη δημαγωγία το σαράκι της δημοκρατίας διότι αποτρέπει τη λήψη ορθολογικών αποφάσεων που να υπηρετούν τα στρατηγικά συμφέροντα της «πόλεως». Οι επίγονοί τους το επιβεβαιώνουν ανελλιπώς.

Αν η Ελλάδα ενεργεί σπασμωδικά σε όλα τα μείζονα θέματα του δημόσιου βίου, από το «Μακεδονικό» μέχρι το Ασφαλιστικό, κι από τον εκσυγχρονισμό του κράτους μέχρι την αναθεώρηση του άρθρου 16 και την προστασία του περιβάλλοντος, είναι γιατί το πολιτικό μας σύστημα κυριαρχείται από λαϊκιστές ηγέτες. Μας λένε ό,τι θέλουμε να ακούσουμε. Τους λέμε ό,τι βραχυχρόνια μας συμφέρει ή παροδικά μας συγκινεί. Τέλειος κύκλος, οδυνηρό αδιέξοδο.


Συντετμημένη μορφή αυτού του άρθρου δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή, 2 Μαρτίου 2008.