Ο θόρυβος που προκλήθηκε από την κατάθεση του νομοσχεδίου σχετικά μα την «Ίδρυση και Λειτουργία Κολεγίων» (περί θορύβου πρόκειται, ουσιαστική συζήτηση δεν γίνεται) αποδεικνύει για μια ακόμα φορά την έλλειψη τόλμης και φαντασίας της κυβέρνησης, την ουσιώδη ανεπάρκεια της αξιωματικής αντιπολίτευσης και την αθεράπευτη δημαγωγία της αντιδραστικής αριστεράς. Με τέτοιας ποιότητας πολιτικό σύστημα είναι περίεργο που η χώρα δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι από τα συνεχώς συσσωρευόμενα προβλήματα;
Εδώ και είκοσι χρόνια λειτουργούν τα κολέγια σε ένα άναρχο περιβάλλον. Η εκάστοτε αντιπολίτευση και λοιποί αρμόδιοι φορείς δικαίως εγκαλούν την εκάστοτε κυβέρνηση για το στρουθοκαμηλισμό της. Η σημερινή κυβέρνηση αποφάσισε, επιτέλους, να αναλάβει νομοθετική δράση. Μήπως το έκανε βάσει σχεδίου και οράματος αναφορικά με την τριτοβάθμια εκπαίδευση συνολικά; Που τέτοια πράγματα; Κυρίως αντιδρά στην Κοινοτική Οδηγία 36/05 με την οποία υποχρεωτικά αναγνωρίζονται τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων παραρτημάτων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων στην Ελλάδα. Πασχίζει να κάνει κάτι επειδή δεν μπορεί άλλο να το αναβάλλει.
Εστω κι έτσι, κάτι άρχισε να κινείται. Πως αντιδρά σύμπασα η αντιπολίτευση; «Γίνεται προσπάθεια να παρακαμφθεί το άρθρο 16 και να αναγνωρισθούν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια», λένε. Ο λογικός άνθρωπος ρωτά: που φαίνεται κάτι τέτοιο στο νομοσχέδιο; Πουθενά. Απλώς προκειμένου τα κολέγια να αδειοδοτηθούν ως τέτοια πρέπει να πληρούν κάποιους όρους. Η αντιδραστική αριστερά όμως δεν ικανοποιείται. Αν δεν κατασκευασθούν «εχθροί» πως θα ακούγονται οι πολεμικές ιαχές της; Η αφασική αξιωματική αντιπολίτευση δεν είναι σαφές τι πρεσβεύει. Αν το ΠΑΣΟΚ κυβερνούσε τι θα έκανε διαφορετικά; Αγνωστο.
Το λυπηρό είναι ότι κανείς δεν ασκεί κριτική στο νομοσχέδιο όχι με βάση τις ιδεοληψίες του αλλά με βάση τις διατάξεις του και τις ανάγκες της εποχής στην οποία ζούμε. Το δυστύχημα είναι ότι ρυθμίζουμε θέματα δημόσιας πολιτικής με τρόπο που αντιστοιχεί στη δεκαετία του 1970, όχι στη σημερινή κοινωνία της ταχύτητας. Στην εποχή του «ανοιχτού λογισμικού», της «ανοιχτής καινοτομίας» και των αυτενεργών υποκειμένων εμείς θεσπίζουμε πολιτικές που αντιστοιχούν στην εποχή του πατερναλιστικού συγκεντρωτισμού!
Θέλετε ένα παράδειγμα; Διαβάστε το άρθρο 15: καθιερώνεται Μητρώο Διδασκόντων σε Κολέγια, «το οποίο τηρείται στο Γραφείο Κολεγίων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων που εκδίδει και τη σχετική βεβαίωση εγγραφής. Το διδακτικό προσωπικό των Κολεγίων επιλέγεται […] υποχρεωτικώς μεταξύ αυτών που είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Διδασκόντων Κολεγίων».
Το άρθρο αυτό συμπυκνώνει τον παραδοσιακό ελλαδικό κρατισμό· καθιερώνει ένα σύστημα σοβιετικού τύπου στο οποίο το «κέντρο» ξέρει πάντοτε καλύτερα, και επιβάλλει στους υπηκόους του να ζητούν διαρκώς την άδειά του για τις πρωτοβουλίες τους. Δεν αναγνωρίζει στους «τοπικούς» φορείς - τα κολέγια - την ευελιξία που ενδεχομένως χρειάζονται, εξαιτίας του ότι θεωρεί όλα τα κολέγια προεκτάσεις του μονολιθικού Λυκείου. Θεωρεί ότι όλα τα κολέγια είναι ίδια, με σταθερό αριθμό διδασκόντων, τις ίδιες προτεραιότητες και στρατηγικές.
Αν ένα κολέγιο λ.χ. θέλει να αναθέσει ένα μάθημα επιλογής σε έναν αλλοδαπό καθηγητή φαντάζομαι ότι το κολέγιο πρέπει να σπεύσει να υποβάλλει αίτημα στο Γραφείο Κολεγίων του Υπουργείου Παιδείας, το οποίο θα εκδώσει - όταν την εκδώσει!- την άδεια εγγραφής του καθηγητή στο Μητρώο! Δημιουργούνται περιττά bottlenecks στο σύστημα, προστίθεται γραφειοκρατία (με όλα τα κόστη που συνεπάγεται), και αποθαρρύνεται η πρωτοβουλία. Σε συμβολικό επίπεδο δε, ζητείται από τον αλλοδαπό καθηγητή, οσοδήποτε διακεκριμένος κι αν είναι, από οποιοδήποτε διακεκριμένο πανεπιστήμιο κι αν προέρχεται, αντίγραφο πτυχίου, ποινικού μητρώου κλπ. Πρόκειται για οπισθοδρομική γραφικότητα που μας ρεζιλεύει στη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα. Αλλά τι λέω; Το νομοσχέδιο δεν θεωρεί τα κολέγια φορείς τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά απλώς «μεταλυκειακής», οπότε δεν τίθεται θέμα!
Με ρυθμίσεις σαν κι αυτή του Μητρώου Διδασκόντων προστίθεται γραφειοκρατία, ενώ μια απλή ηλεκτρονική υπεύθυνη δήλωση του κολεγίου ότι ο καθηγητής πληροί τις προδιαγραφές του νόμου θα ήταν αρκετή. Αυτό προϋποθέτει, όμως, μια νοοτροπία «ευφυούς» κρατικού παρεμβατισμού, αυτορύθμισης και εμπιστοσύνης, πράγματα άγνωστα στη θεσμική κουλτούρα της Ελλάδας. Στην εποχή της δικτυακής κοινωνίας, της ταχύτητας, της αυτενέργειας και της αυτορύθμισης εμείς καθιερώνουμε συστήματα που δείχνουν έντονο κρατικό πατερναλισμό. Είναι θλιβερό αλλά αναμενόμενο: με τέτοιους πολιτικούς δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε κάτι καλύτερο.