Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012
Να είσαι η αλλαγή που επαγγέλλεσαι!
Στη βαρυσήμαντη ομιλία του στο υπουργικό συμβούλιο, δύο μέρες πριν την κρίσιμη συνεδρίαση της Βουλής για την ψήφιση του δεύτερου Μνημονίου, ο πρωθυπουργός κ.Παπαδήμος ήταν δραματικός: ή υπερψηφίζεται η δανειακή σύμβαση ή χρεοκοπούμε. Η ομιλία του ήταν διαυγής και τεκμηριωμένη. Ιδωμένη όμως στα συμφραζόμενά της ήταν, συγχρόνως, αντιφατική. Η εκφορά της στο συγκεκριμένο υπουργικό συμβούλιο αντέφασκε με το καρτεσιανής λογικής περιεχόμενό της.
Διαβάζοντας την ομιλία του, ο κ.Παπαδήμος ήταν πλαισιωμένος από δύο κυρίους, οι οποίοι έφεραν τον τίτλο του αντιπροέδρου της κυβέρνησης. Ο ένας εξ αυτών, εθισμένος στην κατοχή θώκων εξουσίας, έστω κι αν η επιδίωξη της εξουσίας συνεπάγονταν κραυγαλέα καιροσκοπικές επιλογές στην πολιτική του διαδρομή, είναι κατ’ ομολογίαν του άεργος, αφού δεν έχει νομοθετικές αρμοδιότητες, ούτε συντονίζει το κυβερνητικό έργο. Λειτουργεί περισσότερο ως παρατηρητής και λιγότερο ως διαμορφωτής δημόσιων πολιτικών: γράφει άρθρα, δίνει συνεντεύξεις, και ασχολείται με τη συγγραφή βιβλίων, εκ των οποίων το πλέον πρόσφατο είναι συλλογή διηγημάτων! Εν τω μεταξύ, η χώρα καίγεται…
Ο έτερος αντιπρόεδρος, ασίγαστα φιλόδοξος, είναι αυτός που ενώ απέπεμψε νταηλίδικα τους εκπροσώπους των δανειστών μας πέρυσι το καλοκαίρι, τους εκλιπαρούσε στη συνέχεια να επιστρέψουν, επιτείνοντας έτσι την αναξιοπιστία της χώρας! Είναι ο ίδιος άνθρωπος που χαρακτήρισε «λύτρωση» την ασύνετη πρόταση περί διεξαγωγής δημοψηφίσματος του (τότε) πρωθυπουργού του, η οποία οδήγησε την Ελλάδα στην έσχατη ανυποληψία διεθνώς. Ο καθένας με τον τρόπο του, οι κκ.Πάγκαλος και Βενιζέλος συμβολίζουν το (ας το πώς όσο πιο ευγενικά μπορώ) φθαρμένο πολιτικό σύστημα που έφερε τη χώρα στη χρεοκοπία.
Νάταν μόνον αυτοί! Μιλώντας στους υπουργούς του, ο κ.Παπαδήμος απευθύνονταν, μεταξύ άλλων, και στον κατ’ ευφημισμόν υπουργό Προστασίας του Πολίτη κ.Παπουτσή. Ναι, είναι ο ίδιος υπουργός που πάσχει από σύγχυση ρόλoυ: θεωρεί ότι η χρήση της έννομης βίας για την προστασία της δημόσιας τάξης δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες του υπουργού δημόσιας τάξης (!), γι αυτό και δηλώνει: «προτιμώ σπασμένα μάρμαρα από σπασμένα κεφάλια»! Το αποτέλεσμα το ξέρουμε: και σπασμένα κεφάλια (τα λάθος κεφάλια!) και σπασμένα μάρμαρα και πυρπολημένα κτίρια! Αυτά συμβαίνουν όταν κυβερνούν σπιθαμιαίοι «αντιεξουσιαστές» δήθεν υπουργοί! Δεν θα περίμενα, βέβαια, από κάποιον που ενηλικιώθηκε πολιτικά στην αυλή του Ανδρέα Παπανδρέου να έχει την ευαισθησία να υποβάλλει την παραίτησή του, μετά από την πρόσφατη πυρπόληση του αθηναϊκού κέντρου. Θα περίμενα όμως τον κ.Παπαδήμο να του τη ζητήσει. Δεν το έκανε.
Ο κ.Παπαδήμος, στην ομιλία του, είπε, μεταξύ άλλων τα εξής ενδιαφέροντα: «Υπάρχει ένα και μόνο ζητούμενο: να υπερβούμε, ίσως για μια και μοναδική φορά στην προσωπική και πολιτική ζωή του καθενός, ό,τι αφορά το άτομό μας και να δώσουμε ολόκληρο τον εαυτό μας και τα πάντα για να σωθεί η χώρα […]».
Βλέπετε την αντίφαση; Ο πρωθυπουργός μας καλεί σε αυθυπέρβαση, αλλά ο ίδιος συμπεριφέρεται συμβατικά, παλαιοπολιτικά: ανέχεται την αποτυχία, δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του ως πρωθυπουργός, απολύοντας τον ανεπαρκή υπουργό του. Περαιτέρω: ο κ.Παπαδήμος μας ζητά να επιδείξουμε αυτοθυσιαστική συμπεριφορά, ενώ προΐσταται μιας κυβέρνησης της οποίας βασικοί υπουργοί διακρίνονται από εγνωσμένη ιδιοτέλεια (και ανεπάρκεια). Με άλλα λόγια, ο κ.Παπαδήμος μας καλεί να κάνουμε κάτι που δεν έκαναν ποτέ οι βασικότεροι υπουργοί του! Η κυβέρνησή του μας νουθετεί, δεν δίνει το παράδειγμα!
Μπορεί, βεβαίως, ο ίδιος ο κ.Παπαδήμος να είναι εξαίρεση, μπορεί να χειρίζεται προβλήματα που άλλοι δημιούργησαν, αλλά η αντίφαση παραμένει, υπονομεύοντας την πειθώ του μηνύματός του: οι κακοί χειρισμοί βασικών υπουργών του οδήγησαν τη χώρα να αντιμετωπίζει κλιμακούμενης έντασης οδυνηρά διλήμματα τα τελευταία δυόμισι χρόνια - η κρίση ελλείμματος και χρέους βαθμιαία μετατράπηκε σε κρίση επιβίωσης της χώρας. Ακούγοντας τις (ορθολογικές) παροτρύνσεις του πρωθυπουργού και παρατηρώντας το (εν πολλοίς ανυπόληπτο) υπουργικό του συμβούλιο ο πολίτης βρίσκεται στην κατάσταση που οι ψυχοθεραπευτές ονομάζουν «διπλή δέσμευση» («double bind»): δύο τάξεις μηνυμάτων αλληλο-αναιρούνται. Το αποτέλεσμα; Εγκλωβισμός, ακινησία, αμηχανία.
Αυτός είναι ο πυρήνας του προβλήματός μας: οι πολιτικοί που μας έφεραν στη χρεοκοπία ηγούνται της προσπάθειας για τη σωτηρία μας! Τις επώδυνες αλλαγές που τώρα μας επιβάλλουν οι δανειστές (αφού το φαύλο πολιτικό σύστημα απεδείχθη ανίκανο να προωθήσει αυτοβούλως τις κατάλληλες μεταρρυθμίσεις όταν έπρεπε) καλούνται να υλοποιήσουν αυτοί που τόσα χρόνια τις απέτρεπαν! Όσο η αντίφαση αυτή δεν αίρεται, τόσο θα αισθανόμαστε εγκλωβισμένοι, ανήμποροι να υπερβούμε τους ιστορικούς εθισμούς που ευθύνονται για την κατάντια μας. Φανταστείτε αύριο τον πρωθυπουργό Σαμαρά να εκφωνεί λογύδρια πατριωτισμού και αυθυπέρβασης έχοντας δίπλα του τον αντιπρόεδρο Αβραμόπουλο, τον υπουργό Εσωτερικών Νικολόπουλο και τον υπουργό Εξωτερικών Παναγιωτόπουλο! Τα σχόλια περιττεύουν…
Χρειαζόμαστε ηγέτες που να μας εμπνέουν, όχι να μας νουθετούν. Έχουμε ανάγκη από κυβερνήτες, όχι πολιτικάντηδες. Αναζητούμε πολιτικούς που δεν θα διαπιστώνουν απλώς τη «σκοτεινή πλευρά της μεταπολίτευσης» (Ραγκούσης) ή την ανάγκη για μια «εθνική ατζέντα μεταρρυθμίσεων» (Διαμαντοπούλου), αλλά θα διακινδυνεύσουν κάτι πολύτιμο γι αυτούς – την ίδια την πολιτική τους σταδιοδρομία. Θα αναλάβουμε το ρίσκο της αυθυπέρβασης, όταν οι ηγέτες μας ρισκάρουν τη δική τους αυθυπέρβαση – με έργα! Δεν εμπνέει ο πολιτικός που μιλά καλά ή σωστά. Εμπνέει αυτός που, δίνοντας το παράδειγμα, αυτοπεριορίζεται και διακινδυνεύει• ο ηγέτης που πασχίζει να είναι η αλλαγή που επαγγέλλεται. Αν υπάρχουν τέτοιοι πολιτικοί, τώρα είναι η ώρα να βγουν μπροστά. Τα λόγια είναι εύκολα. Η πράξη μετρά.
Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012
«Παληοξένε, γιατί δεν γυρίζεις στην πατρίδα σου»; (*)
Του Πέτρου Παπαπολυβίου (**)
Από τη δεκαετία του 1920 άρχισαν να καταφθάνουν στο Λονδίνο εκατοντάδες Κύπριοι μετανάστες. Τα προβλήματά τους παρουσιάζει μια επιστολή στη λευκωσιάτικη εφημερίδα «Ελευθερία», τον Δεκέμβριο του 1930. Την υπογράφει ο «Ιεζεκιήλ Μ. Παπαϊωάννου», δηλαδή ο κατοπινός γενικός γραμματέας του ΑΚΕΛ (ήταν τότε 22 ετών). Πιθανόν να είναι και το πρώτο δημοσιευμένο του κείμενο.
Γράφει ο Παπαϊωάννου:
«Όλαι αι εν τη φιλτάτη «Ελευθερία» δημοσιευθείσαι επιστολαί εκ του Λονδίνου περιέγραφαν ορθότατα την κατάστασιν των εδώ παρεπιδημούντων Ελλήνων Κυπρίων. Και όμως, καθημερινώς καταφθάνουν συμπατριώται μας διά να ανεβάσουν τον αριθμόν των αέργων εις 250. Αυτός είναι ο πραγματικός αριθμός αέργων Κυπρίων, ο οποίος ανέρχεται αλματωδώς επί τη προσεγγίσει του χειμώνος.
Εκτός των χωρικών πολλοί νέοι απόφοιτοι γυμνασίων και άλλων Αγγλικών και εμπορικών Σχολών της Κύπρου καταφθάνουν ενταύθα, διά να σαπίζουν αργότερον εις τα νοσοκομεία μη δυνάμενοι να αντιπαραχθώσι μπροστά στας σκληράς και δεκατετραώρους εργασίας.
Εάν ρίψωμεν ένα βλέμμα προς την εργαζομένην κυπριακήν μερίδα θα αποκομίζαμεν λυπηράς εντυπώσεις. Μία οικτρά εκμετάλλευσις εκ μέρους των εργοδοτών, οι οποίοι επωφελούμενοι της καταστάσεώς των προσφέρουν μόνον 10-15 σελίνια εβδομαδιαίως. Ο αγγλικός Τύπος καταφέρεται δριμύτατα κατά των Κυπρίων, ως αποτελούντων τον κρίκον ελαττώσεως των ημερομισθίων.
Κύριε διευθυντά, σας παρακαλώ πολύ όπως συνεχίσετε την πολεμικήν σας κατά της μεταναστεύσεως και ας πεισθούν άπαξ διά παντός οι αγαπητοί συμπατριώται πως στο εξωτερικόν δεν θα εύρουν τα αγαθά που τους υπόσχεται η ξενομανία των.
Μεθ’ υπολήψεως, Ιεζεκιήλ Μ. Παπαϊωάννου».
Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1938, και αφού ο Παπαϊωάννου είχε πια γίνει μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Βρετανίας και είχε πολεμήσει στον Ισπανικό Εμφύλιο, δέχθηκε λεκτική ρατσιστική επίθεση από μέλη της «Βρετανικής Ένωσης Φασιστών» καθώς μιλούσε στο κέντρο του Λονδίνου, σε εκδήλωση διαμαρτυρίας για το Σύμφωνο του Μονάχου. Το περιστατικό περιγράφεται στο βιβλίο «Ενθυμήσεις από τη ζωή μου» του Εζεκία Παπαϊωάννου: «Ο Τζόις [ηγετικό στέλεχος των χιτλερόφιλων που είχαν αρχηγό τον διαβόητο Όσβαλντ Μόσλεϊ] μαζί με τους μπράβους του μαυροχίτωνες ήρθαν στη συγκέντρωσή μας για να την διαλύσουν. Ενώ μιλούσα, ο Τζόις μου φώναζε: “Παληοξένε, γιατί δεν γυρίζεις στην πατρίδα σου;”».
Θυμηθήκαμε τις περιπέτειες του Παπαϊωάννου στο Λονδίνο του μεσοπολέμου, όταν στη «Χαραυγή», την επίσημη εφημερίδα του ΑΚΕΛ, διαβάσαμε στις 2 Φεβρουαρίου 2012 τα εξής (με υπογραφή Γκ.): «Επειδή ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου κ. Χαρίδημος Τσούκας δεν αισθάνεται καλά στην Κύπρο ως πολίτης με μνήμη και καταφέρεται με απαξιωτικό τρόπο εναντίον του πρώτου πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα τον συμβουλεύαμε να επιστρέψει πίσω στην Ελλάδα και να αρνηθεί την έδρα που κατέχει στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Να επιστρέψει πίσω με τον μισθό των 600 ευρώ, όπως αμείβονται όλοι οι συνάδελφοί του στην Ελλάδα. Δόξα σοι ο Θεός, υπάρχουν δεκάδες αξιόλογοι ακαδημαϊκοί που μπορούν να πληρώσουν τη θέση του και που σέβονται την ετυμηγορία του κυπριακού λαού. Η αναίδειά του εναντίον του κυπριακού λαού που τον πληρώνει είναι απερίγραπτη. Και μάλιστα τη στιγμή που ο ίδιος δεν συμμετείχε στην εκλογική διαδικασία εκλογής Προέδρου να μας βγαίνει και από πάνω ως καρδινάλιος ηθικής.» Ήταν ένα μνημόσυνο στον Εζεκία Παπαϊωάννου…
(*) Το άρθρο αναδημοσιεύεται από την εφημερίδα «Φιλελεύθερος», 18/2/2012, με την άδεια του συγγραφέα.
(**)Ο κ.Π. Παπαπολυβίου είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Από τη δεκαετία του 1920 άρχισαν να καταφθάνουν στο Λονδίνο εκατοντάδες Κύπριοι μετανάστες. Τα προβλήματά τους παρουσιάζει μια επιστολή στη λευκωσιάτικη εφημερίδα «Ελευθερία», τον Δεκέμβριο του 1930. Την υπογράφει ο «Ιεζεκιήλ Μ. Παπαϊωάννου», δηλαδή ο κατοπινός γενικός γραμματέας του ΑΚΕΛ (ήταν τότε 22 ετών). Πιθανόν να είναι και το πρώτο δημοσιευμένο του κείμενο.
Γράφει ο Παπαϊωάννου:
«Όλαι αι εν τη φιλτάτη «Ελευθερία» δημοσιευθείσαι επιστολαί εκ του Λονδίνου περιέγραφαν ορθότατα την κατάστασιν των εδώ παρεπιδημούντων Ελλήνων Κυπρίων. Και όμως, καθημερινώς καταφθάνουν συμπατριώται μας διά να ανεβάσουν τον αριθμόν των αέργων εις 250. Αυτός είναι ο πραγματικός αριθμός αέργων Κυπρίων, ο οποίος ανέρχεται αλματωδώς επί τη προσεγγίσει του χειμώνος.
Εκτός των χωρικών πολλοί νέοι απόφοιτοι γυμνασίων και άλλων Αγγλικών και εμπορικών Σχολών της Κύπρου καταφθάνουν ενταύθα, διά να σαπίζουν αργότερον εις τα νοσοκομεία μη δυνάμενοι να αντιπαραχθώσι μπροστά στας σκληράς και δεκατετραώρους εργασίας.
Εάν ρίψωμεν ένα βλέμμα προς την εργαζομένην κυπριακήν μερίδα θα αποκομίζαμεν λυπηράς εντυπώσεις. Μία οικτρά εκμετάλλευσις εκ μέρους των εργοδοτών, οι οποίοι επωφελούμενοι της καταστάσεώς των προσφέρουν μόνον 10-15 σελίνια εβδομαδιαίως. Ο αγγλικός Τύπος καταφέρεται δριμύτατα κατά των Κυπρίων, ως αποτελούντων τον κρίκον ελαττώσεως των ημερομισθίων.
Κύριε διευθυντά, σας παρακαλώ πολύ όπως συνεχίσετε την πολεμικήν σας κατά της μεταναστεύσεως και ας πεισθούν άπαξ διά παντός οι αγαπητοί συμπατριώται πως στο εξωτερικόν δεν θα εύρουν τα αγαθά που τους υπόσχεται η ξενομανία των.
Μεθ’ υπολήψεως, Ιεζεκιήλ Μ. Παπαϊωάννου».
Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1938, και αφού ο Παπαϊωάννου είχε πια γίνει μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Βρετανίας και είχε πολεμήσει στον Ισπανικό Εμφύλιο, δέχθηκε λεκτική ρατσιστική επίθεση από μέλη της «Βρετανικής Ένωσης Φασιστών» καθώς μιλούσε στο κέντρο του Λονδίνου, σε εκδήλωση διαμαρτυρίας για το Σύμφωνο του Μονάχου. Το περιστατικό περιγράφεται στο βιβλίο «Ενθυμήσεις από τη ζωή μου» του Εζεκία Παπαϊωάννου: «Ο Τζόις [ηγετικό στέλεχος των χιτλερόφιλων που είχαν αρχηγό τον διαβόητο Όσβαλντ Μόσλεϊ] μαζί με τους μπράβους του μαυροχίτωνες ήρθαν στη συγκέντρωσή μας για να την διαλύσουν. Ενώ μιλούσα, ο Τζόις μου φώναζε: “Παληοξένε, γιατί δεν γυρίζεις στην πατρίδα σου;”».
Θυμηθήκαμε τις περιπέτειες του Παπαϊωάννου στο Λονδίνο του μεσοπολέμου, όταν στη «Χαραυγή», την επίσημη εφημερίδα του ΑΚΕΛ, διαβάσαμε στις 2 Φεβρουαρίου 2012 τα εξής (με υπογραφή Γκ.): «Επειδή ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου κ. Χαρίδημος Τσούκας δεν αισθάνεται καλά στην Κύπρο ως πολίτης με μνήμη και καταφέρεται με απαξιωτικό τρόπο εναντίον του πρώτου πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα τον συμβουλεύαμε να επιστρέψει πίσω στην Ελλάδα και να αρνηθεί την έδρα που κατέχει στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Να επιστρέψει πίσω με τον μισθό των 600 ευρώ, όπως αμείβονται όλοι οι συνάδελφοί του στην Ελλάδα. Δόξα σοι ο Θεός, υπάρχουν δεκάδες αξιόλογοι ακαδημαϊκοί που μπορούν να πληρώσουν τη θέση του και που σέβονται την ετυμηγορία του κυπριακού λαού. Η αναίδειά του εναντίον του κυπριακού λαού που τον πληρώνει είναι απερίγραπτη. Και μάλιστα τη στιγμή που ο ίδιος δεν συμμετείχε στην εκλογική διαδικασία εκλογής Προέδρου να μας βγαίνει και από πάνω ως καρδινάλιος ηθικής.» Ήταν ένα μνημόσυνο στον Εζεκία Παπαϊωάννου…
(*) Το άρθρο αναδημοσιεύεται από την εφημερίδα «Φιλελεύθερος», 18/2/2012, με την άδεια του συγγραφέα.
(**)Ο κ.Π. Παπαπολυβίου είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012
Εύδαιμον το ελεύθερον
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΥΠΟΥ
Συζήτηση προκλήθηκε τις προηγούμενες μέρες από τη δήλωση του Χαρίδημου Τσούκα, καθηγητή Στρατηγικής Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, σχετικά με τους λόγους της μη-συμμετοχής του στην τελετή τοποθέτησης του θεμελίου λίθου του Κέντρου Πληροφόρησης - Βιβλιοθήκης «Στέλιος Ιωάννου», στην Πανεπιστημιούπολη, στις 3 Φεβρουαρίου 2012.
Από τις αντιδράσεις, θετικές και αρνητικές, κάποιες ξεχώρισαν για τον τόνο και το περιεχόμενό τους. Σε δημοσίευση σε καθημερινή εφημερίδα, επιχειρήθηκε η απαξίωση του συναδέλφου, όταν, μεταξύ άλλων φαιδρών α) του «προτάθηκε» να επιστρέψει την έδρα την οποία κατέχει και να επιστρέψει πίσω στην Ελλάδα, «με το μισθό των 600 ευρώ, όπως αμείβονται όλοι οι συνάδελφοί του» β) υπήρξε αναφορά στο γεγονός ότι η δήλωση του κ. Τσούκα αμαύρωνε την εικόνα του Προέδρου της Δημοκρατίας, στου οποίου την εκλογή δεν είχε (ο Χ.Τ.) συμμετάσχει. Το τόλμημα αυτό του κ. Τσούκα χαρακτηριζόταν ως απερίγραπτη «αναίδεια απέναντι στον Κυπριακό λαό που τον πληρώνει».
Δε θα σταθούμε ούτε στις ανακρίβειες των κειμένων, ούτε στην έλλειψη γνώσης βασικών αρχών, ακόμη και του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Ένα μόνον σημείο θα τονίσουμε.
Σύμφωνα με το άρθρο, ο Χ. Τσούκας όπως και οποιοσδήποτε άλλος μη Κύπριος, δεν έχει το δικαίωμα να εκφράσει θέση αντίθετη με αυτή της πολιτικής εξουσίας, ιδιαίτερα όταν αυτή είναι ο εργοδότης του. Αν ο ατυχής αλλοδαπός θέλει να διατηρήσει το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης του, τότε οφείλει να εγκαταλείψει το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και να επιστρέψει από εκεί που ήρθε.
Πιστεύουμε ότι σε ένα δημοκρατικό καθεστώς, καθένας είναι ελεύθερος ανεξαρτήτως του διαβατηρίου το οποίο κατέχει, να λέει και να γράφει αυτά που πιστεύει και να κρίνεται γι’ αυτά από τους ακροατές / αναγνώστες του. Μια πραγματικά σύγχρονη πολιτεία και μια ανοιχτή κοινωνία οφείλουν τουλάχιστον να επιτρέπουν την έκφραση γνώμης, ακόμη και αν δεν πρόκειται να την υιοθετήσουν, ακόμη και αν αυτή δεν είναι αρεστή.
Το Πανεπιστήμιο από την μεριά του οφείλει να συνεισφέρει γνώση και ιδέες, απόψεις και (βεβαίως!) κριτική στην κοινωνία η οποία το δημιούργησε και το στηρίζει. Όμως σε μια πολιτισμένη κοινωνία ο διάλογος πρέπει να είναι πρωτίστως βασισμένος σε επιχειρήματα, αυτό άλλωστε χαρακτηρίζει και το επίπεδου πολιτισμού της. Ως εκλεγμένοι Κοσμήτορες των Σχολών του Πανεπιστημίου Κύπρου, στηρίζουμε το δικαίωμα καθενός να λέει την άποψη του χωρίς να γίνεται θύμα ανοίκειων, ρατσιστικών και αγροίκων επιθέσεων για αυτά που εκφράζει. Επιθέσεις όπου οι χαρακτηρισμοί υποκαθιστούν τα επιχειρήματα, είναι όχι μόνο άκρως προσβλητικές, αλλά υποβαθμίζουν το επίπεδο πολιτισμού της κοινωνίας και παραπέμπουν, δυστυχώς, σε άλλες, πολύ σκοτεινές εποχές της ανθρώπινης ιστορίας.
Όπως ο καθένας που το επιθυμεί, έτσι και ο συνάδελφος Χ. Τσούκας θεωρεί τον εαυτό του ενεργό πολίτη αυτής της κοινωνίας και έχει επιπλέον την τεχνοκρατική γνώση για πολλά από τα επίμαχα και επίκαιρα θέματα της Στρατηγικής Διοίκησης που την αφορούν. Πιστεύουμε ότι όταν μια κοινωνία (ή μέρος της) ή ένα πολιτικό σύστημα (ή μέρος του) φτάσει στο σημείο να ανέχεται μόνο την άποψη και τη γνώση που την «βολεύει» και επιτίθεται με μισαλλοδοξία στην αντίθετη άποψη, τότε ούτε οι δημοκρατικές της αρχές είναι στερεές, ούτε η επιβίωσή της εξασφαλισμένη.
Δεν παρουσιαζόμαστε ως δικηγόροι του συναδέλφου. Άλλωστε, ο ίδιος είναι σε θέση να υπερασπιστεί θαυμάσια τον εαυτό του και τις ιδέες του. Απλώς, υπερασπιζόμαστε το δικαίωμά του (και το δικαίωμα καθενός) να μιλά και το δικαίωμα της Κυπριακής κοινωνίας να ακούει.
Καθ. Στέλιος Γεωργίου, Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών και Επιστημών της Αγωγής
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΥΠΟΥ
«Εύδαιμον το ελεύθερον» (Ευτυχία σημαίνει ελευθερία)
Συζήτηση προκλήθηκε τις προηγούμενες μέρες από τη δήλωση του Χαρίδημου Τσούκα, καθηγητή Στρατηγικής Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, σχετικά με τους λόγους της μη-συμμετοχής του στην τελετή τοποθέτησης του θεμελίου λίθου του Κέντρου Πληροφόρησης - Βιβλιοθήκης «Στέλιος Ιωάννου», στην Πανεπιστημιούπολη, στις 3 Φεβρουαρίου 2012.
Από τις αντιδράσεις, θετικές και αρνητικές, κάποιες ξεχώρισαν για τον τόνο και το περιεχόμενό τους. Σε δημοσίευση σε καθημερινή εφημερίδα, επιχειρήθηκε η απαξίωση του συναδέλφου, όταν, μεταξύ άλλων φαιδρών α) του «προτάθηκε» να επιστρέψει την έδρα την οποία κατέχει και να επιστρέψει πίσω στην Ελλάδα, «με το μισθό των 600 ευρώ, όπως αμείβονται όλοι οι συνάδελφοί του» β) υπήρξε αναφορά στο γεγονός ότι η δήλωση του κ. Τσούκα αμαύρωνε την εικόνα του Προέδρου της Δημοκρατίας, στου οποίου την εκλογή δεν είχε (ο Χ.Τ.) συμμετάσχει. Το τόλμημα αυτό του κ. Τσούκα χαρακτηριζόταν ως απερίγραπτη «αναίδεια απέναντι στον Κυπριακό λαό που τον πληρώνει».
Δε θα σταθούμε ούτε στις ανακρίβειες των κειμένων, ούτε στην έλλειψη γνώσης βασικών αρχών, ακόμη και του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Ένα μόνον σημείο θα τονίσουμε.
Σύμφωνα με το άρθρο, ο Χ. Τσούκας όπως και οποιοσδήποτε άλλος μη Κύπριος, δεν έχει το δικαίωμα να εκφράσει θέση αντίθετη με αυτή της πολιτικής εξουσίας, ιδιαίτερα όταν αυτή είναι ο εργοδότης του. Αν ο ατυχής αλλοδαπός θέλει να διατηρήσει το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης του, τότε οφείλει να εγκαταλείψει το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και να επιστρέψει από εκεί που ήρθε.
Πιστεύουμε ότι σε ένα δημοκρατικό καθεστώς, καθένας είναι ελεύθερος ανεξαρτήτως του διαβατηρίου το οποίο κατέχει, να λέει και να γράφει αυτά που πιστεύει και να κρίνεται γι’ αυτά από τους ακροατές / αναγνώστες του. Μια πραγματικά σύγχρονη πολιτεία και μια ανοιχτή κοινωνία οφείλουν τουλάχιστον να επιτρέπουν την έκφραση γνώμης, ακόμη και αν δεν πρόκειται να την υιοθετήσουν, ακόμη και αν αυτή δεν είναι αρεστή.
Το Πανεπιστήμιο από την μεριά του οφείλει να συνεισφέρει γνώση και ιδέες, απόψεις και (βεβαίως!) κριτική στην κοινωνία η οποία το δημιούργησε και το στηρίζει. Όμως σε μια πολιτισμένη κοινωνία ο διάλογος πρέπει να είναι πρωτίστως βασισμένος σε επιχειρήματα, αυτό άλλωστε χαρακτηρίζει και το επίπεδου πολιτισμού της. Ως εκλεγμένοι Κοσμήτορες των Σχολών του Πανεπιστημίου Κύπρου, στηρίζουμε το δικαίωμα καθενός να λέει την άποψη του χωρίς να γίνεται θύμα ανοίκειων, ρατσιστικών και αγροίκων επιθέσεων για αυτά που εκφράζει. Επιθέσεις όπου οι χαρακτηρισμοί υποκαθιστούν τα επιχειρήματα, είναι όχι μόνο άκρως προσβλητικές, αλλά υποβαθμίζουν το επίπεδο πολιτισμού της κοινωνίας και παραπέμπουν, δυστυχώς, σε άλλες, πολύ σκοτεινές εποχές της ανθρώπινης ιστορίας.
Όπως ο καθένας που το επιθυμεί, έτσι και ο συνάδελφος Χ. Τσούκας θεωρεί τον εαυτό του ενεργό πολίτη αυτής της κοινωνίας και έχει επιπλέον την τεχνοκρατική γνώση για πολλά από τα επίμαχα και επίκαιρα θέματα της Στρατηγικής Διοίκησης που την αφορούν. Πιστεύουμε ότι όταν μια κοινωνία (ή μέρος της) ή ένα πολιτικό σύστημα (ή μέρος του) φτάσει στο σημείο να ανέχεται μόνο την άποψη και τη γνώση που την «βολεύει» και επιτίθεται με μισαλλοδοξία στην αντίθετη άποψη, τότε ούτε οι δημοκρατικές της αρχές είναι στερεές, ούτε η επιβίωσή της εξασφαλισμένη.
Δεν παρουσιαζόμαστε ως δικηγόροι του συναδέλφου. Άλλωστε, ο ίδιος είναι σε θέση να υπερασπιστεί θαυμάσια τον εαυτό του και τις ιδέες του. Απλώς, υπερασπιζόμαστε το δικαίωμά του (και το δικαίωμα καθενός) να μιλά και το δικαίωμα της Κυπριακής κοινωνίας να ακούει.
Καθ. Στέλιος Γεωργίου, Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών και Επιστημών της Αγωγής
Καθ. Χάρης Θεοχάρης, Κοσμήτορας της Σχολής Μεταπτυχιακών Σπουδών
Αν. Καθ. Γιώργος Καζαμίας, Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής
Καθ. Θεοφάνης Μαμουνέας, Αναπληρωτής Κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών και Διοίκησης
Καθ. Πάνος Παπαναστασίου, Κοσμήτορας της Πολυτεχνικής Σχολής
Καθ. Ανδρέας Παπαπαύλου, Κοσμήτορας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών
Καθ. Στάθης Παπαροδίτης, Κοσμήτορας της Σχολής Θετικών και Εφαρμοσμένων Επιστημών
-Τέλος ανακοίνωσης -
Τα ποντίκια εγκαταλείπουν το πλοίο
Η ουρά είναι μεγάλη. Το συνοδευτικό τηλεοπτικό ρεπορτάζ μιλά για τους άστεγους και τα συσσίτια στα οποία σιτίζονται χιλιάδες πλέον άνθρωποι στην Αθήνα. Η κάμερα επικεντρώνεται σε έναν νέο, γύρω στα τριάντα. Ευγενική φυσιογνωμία. Άνεργος. «Είμαι νέος», λέει στη δημοσιογράφο. «Θέλω να ζήσω, να παλέψω, να προσφέρω στην κοινωνία…». Κομπιάζει, τα μάτια του ελαφρώς υγραίνονται. «Αλλά…». Δυσκολεύεται να συνεχίσει. Κομπιάζει ξανά. «Δεν βλέπω κάποιο αύριο…».
Το σώμα τα λέει όλα. Η παύση, το κόμπιασμα στη φωνή, τα υγρά μάτια. Ψυχή πλακωμένη από την απελπισία, ζωή δίχως μέλλον. Ο ζόφος μας κυκλώνει από παντού. Τα λόγια έχουν τη δική τους βαρύτητα. «Είμαι νέος», η ζωή είναι μπροστά. Θέλω να τη χαρώ. Η ζωή είναι αγώνας. «Θέλω να παλέψω…», να μοχθήσω. Να παλέψω όχι αυτο-αναφορικά, αλλά για «να προσφέρω στην κοινωνία». Ακόμα και στην απελπισία του, ο άνεργος νέος δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ατομικιστικά. Αυτοπροσδιορίζεται ετερο-αναφορικά. Θαυμάσιο μάθημα πολιτικής αγωγής.
Αναρωτιέμαι: πως θα κοιτάξουν αυτό τον νέο άνθρωπο στα μάτια οι πολιτικοί; Τι θα του πουν; Τους τύπτει η συνείδησή τους; Έχουν την ικανότητα να αυτοπροσδιοριστούν με σημείο αναφοράς την κοινωνία, όχι τον εαυτό τους; Τους έκανε η κρίση να ξαναδούν με αυθεντικότητα τα πεπραγμένα τους; Αμφιβάλλω. Η αναστοχαστικότητα είναι άγνωστη λέξη για πολλούς από αυτούς…
Το ανάστημα ενός ηγέτη φαίνεται στα δύσκολα. Ο Χάρτ Νταϊκ, καπετάνιος του Βρετανικού θωρηκτού «Κόβεντρυ», θα μείνει στην ιστορία γιατί, όταν χτυπήθηκε το πλοίο του στον πόλεμο των Φόκλαντ, δεν το εγκατέλειψε, παρά τα τραύματά του, μέχρις ότου όλο το πλήρωμα το είχε εγκαταλείψει. Αντιθέτως, ο καπετάνιος του «Κόστα Κονκόρντια» Φραντσέσκο Σκετίνο, εγκατέλειψε το κρουαζερόπλοιο όταν αυτό προσέκρουσε στα βράχια, δίχως να μεριμνήσει για τη διάσωση όλων των επιβατών. Ο ένας απεδείχθη λιοντάρι που μάχεται, ο άλλος ποντίκι που πηδά από το πλοίο.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η πολιτική μας τάξη απαρτίζεται κυρίως από ποντίκια, όχι λιοντάρια. Βλέπεις πως πολιτεύονται ακόμη και τώρα – κουτοπόνηρα, υποκριτικά, αυτο-εξυπηρετικά. Μερικοί ανακάλυψαν το κόλπο της «αυτοκριτικής» προκειμένου να περισώσουν την πολιτική σταδιοδρομία τους. Ο Χρυσοχοϊδης, χωρίς ίχνος ντροπής, διαλαλεί ότι «δεν διάβασε το Μνημόνιο»! Η Κατσέλη μας είπε ότι είχε «τρείς ώρες» να το διαβάσει!
Προσέξτε την ανευθυνότητα και το θράσος τους. Ως μέλη του υπουργικού συμβουλίου συμμετείχαν στην πιο σημαντική απόφαση που πήρε ελληνική κυβέρνηση τις τελευταίες δεκαετίες (να προσφύγει η χώρα σε διεθνή οικονομική βοήθεια), και μας λένε ότι, την απόφαση αυτή, την πήραν απροετοίμαστοι! Δεν διάβασαν, δεν ρώτησαν, δεν έμαθαν! Άνθρωποι στους οποίους εμπιστευτήκαμε τη διαχείριση των κοινών αδιαφόρησαν για την αποστολή τους. Αν αυτό δεν είναι παράβαση καθήκοντος, τι είναι;
Ακόμη χειρότερα: δεν ντρέπονται να ομολογήσουν δημοσίως την ανευθυνότητά τους. Τρισχειρότερα: σα να μη συνέβη τίποτα, θέλουν να αγωνιστούν, λέει, για να αλλάξει το φαύλο πολιτικό σύστημα, το οποίο τόσο πιστά υπηρέτησαν! «Έχω αποφασίσει, να ανοίξω ένα καινούριο δρόμο […] στο πολιτικό σύστημα», δηλώνει μεγαλοπρεπώς ο κ.Χρυχοϊδης. «Δεν μπορώ να [το] γκρεμίσω μόνος μου. […] Πρέπει να ενωθούν οι ζωντανές δυνάμεις αυτού του τόπου […], για να το γκρεμίσουμε αυτό το σύστημα[…]. Μωρέ μπράβο, μας προέκυψε Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ ο Χρυσοχοϊδης! Προηγήθηκε, βεβαίως, στο ρόλο του Γκάντι η Μπακογιάννη!
Προσέξτε την πονηρία του ανδρός: ο κ. Χρυσοχοϊδης θέλει να γκρεμιστεί το πολιτικό σύστημα, αλλά αυτός να επιβιώσει! (Αντιστοίχως, η κ. Μπακογιάννη και ο κ.Σαμαράς, βασικοί πυλώνες του σάπιου πολιτικού συστήματος, επιζητούν κι αυτοί την «ανατροπή» του, αλλά οι ίδιοι να μείνουν αλώβητοι!). Αυτοί που οδήγησαν τη χώρα στο ναυάγιο, θέλουν να της ανοίξουν τώρα καινούριους δρόμους! Ο Χρυσοχοϊδης, που υπηρέτησε πιστά έναν ανίκανο πρωθυπουργό, κάνει «στρατηγικά» την «αυτοκριτική» του για να μην αναδεχθεί εμπράκτως τις ευθύνες του – να παραιτηθεί. Αποστασιοποιείται από το Μνημόνιο χωρίς να ενοχλείται αν έτσι εμφανίζεται ανερμάτιστος. Σε πήραμε χαμπάρι ομορφάντρα μου, μην κουράζεσαι…
Όσοι θέλουν ν’ αποφύγουν την κριτική, κατασκευάζουν την «αυτοκριτική». Δεν κοστίζει τίποτε, καταναλώνεται εύκολα, παραπλανά αποτελεσματικά. «Έχουμε όλοι […] μια ιστορική ευθύνη γιατί φτάσαμε στο σημείο αυτό», δήλωσε ο πολύς κ.Βενιζέλος. Προσέξετε: οι πολιτικάντηδες προσποιούνται ότι αναγνωρίζουν τις ευθύνες τους γενικώς και αορίστως, για να μην αναλάβουν καμία συγκεκριμένη. Ο κ.Βενιζέλος δεν θέλει να θυμόμαστε λ.χ. ότι, το 2001, μαζί με τον κ.Πάγκαλο (και όλο το βαθύ ΠΑΣΟΚ), αντιτάχθηκε σθεναρά στο νόμο Γιαννίτση για το ασφαλιστικό. Δεν θα τον ακούσετε ποτέ να ομολογήσει αυτή τη συγκεκριμένη ευθύνη. Γιατί αν την ομολογήσει, θα πρέπει να επεκταθεί. Να μας εξηγήσει τη στάση του τότε και τις αρνητικές συνέπειες που είχε. Με άλλα λόγια, πρέπει να απο-καλυφθεί, πράγμα άκρως επικίνδυνο για έναν φιλόδοξο πολιτικάντη.
Οικειοποιούμενοι την κριτική πους τους ασκείται, οι πολιτικάντηδες την ευνουχίζουν, την προσαρμόζουν στα μέτρα τους, της προσδίδουν ανώδυνο γι αυτούς περιεχόμενο. Το ότι εξευτελίζονται, ποσώς τους ενδιαφέρει. Η αξιοπρέπεια δεν αποτελεί πάγια αξία του πολιτικού μας συστήματος, έτσι κι αλλιώς, άρα όλα επιτρέπονται. Καλούν τους πολίτες να κάνουν «θυσίες» δίχως αυτοί να θυσιάσουν κάτι πολύτιμο. Το ρίσκο και η αυτο-θυσία τους είναι τόσο άγνωστες έννοιες όσο η τόλμη και το δημόσιο συμφέρον.
Ο Σκετίνο δεν θα ξαναβρεί ποτέ δουλειά στη ζωή τους ως καπετάνιος. Οι δικοί μας καπετάνιοι, που κατέστρεψαν μια ολόκληρη χώρα, αξιώνουν ακόμη να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στα κοινά. Αν τους τον δώσουμε θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας.
Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012
«Άδειασέ μας τη γωνιά…»
Όποιος συνεισφέρει στο δημόσιο λόγο εκτίθεται πολλαπλώς. Οι απόψεις του δηλώνουν τι σκέπτεται για ένα συγκεκριμένο θέμα. Οι παραδοχές του αποκαλύπτουν τι θεωρεί σημαντικό και τι όχι. Το ύφος του υποδηλώνει το ήθος του.
Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς τις κύριες επικριτικές αντιδράσεις στο άρθρο («Φιλελεύθερος», 31/1/2012) με το οποίο εξηγούσα γιατί δεν αποδέχθηκα την πρόσκληση να παρευρεθώ στην τελετή τοποθέτησης του θεμέλιου λίθου στη Βιβλιοθήκη «Στέλιος Ιωάννου», του Πανεπιστημίου Κύπρου, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Χριστόφια. Θα ασχοληθώ εδώ με τις μη χυδαίες αντιδράσεις. Προσπερνώ τα χυδαιογραφήματα, τα οποία ένας ψυχαναλυτής μάλλον θα εύρισκε ενδιαφέροντα…
Οι αντιδράσεις στο άρθρο μου εμπίπτουν σε τρεις κατηγορίες.
1. Στην πρώτη εντάσσονται όσοι προσφεύγουν σε κλασικά ad hominem επιχειρήματα – δεν επικεντρώνονται στο περιεχόμενο ενός συλλογισμού αλλά προσπαθούν να πλήξουν τον ομιλητή. Ετσι, λοιπόν, η διευθύντρια της «Χαραυγής» (1/2/2012) κ. Γκιούροφ με χαρακτηρίζει μειωτικά ως έναν από τους «εξ Ελλάδος καθηγητάδες που έχουν βολευτεί καλά στην Κύπρο». Ο αρθρογράφος της «Χαραυγής» (2/2/2012) κ. Πιερέττης υπονοεί ότι δεν δικαιούμαι να μιλώ επικριτικά για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αφού δεν συμμετείχα στην εκλογή του, «ως μη Κύπριος πολίτης». Ένας δε ανώνυμος σχολιογράφος έγραψε στο ιστολόγιό μου αυτό που η ευπρέπεια μάλλον απέτρεψε τον κ. Πιερέττη να πει ωμά: «Γιατί δεν πας στη χώρα σου και ζεις στην Κύπρο; […] Άδειασέ μας τη γωνιά». Όλες αυτές οι αντιδράσεις, επικεντρώνονται στην εθνικότητα του ομιλητή: είσαι «ξένος», δεν είσαι ένας από μας - άρα δεν δικαιούσαι να μιλάς.
Φανταστείτε, κατ’ αναλογία, κάποιο δημοσιογράφο της Ελλάδας να καταφέρεται κατά του αείμνηστου Γιάννου Κρανιδιώτη με το επιχείρημα: «δεν είσαι δικός μας, δεν μπορείς να ασχολείσαι με τα κοινά του τόπου μας». Τι θα μας ενοχλούσε σε ένα τέτοιο επιχείρημα;
Πρώτον, η στενόμυαλη έννοια της πατρίδας. Πατρίδα δεν είναι μόνο ο γενέθλιος τόπος, αλλά και η γη στην οποία ζεις, ο τόπος για τον οποίο νοιάζεσαι, ο πολιτισμός μέσα στον οποίο αυτο-τοποθετείσαι. Για όποιον ενδιαφέρεται, πατρίδα για μένα είναι η γλώσσα μου και οι θεσμοί της χώρας που συγκροτούν τη ζωή μου. Τα κυπριακά κοινά με ενδιαφέρουν γιατί ζω και εργάζομαι στην Κύπρο – τόσο απλά. Με ενδιαφέρει η ποιότητα της δημόσιας σφαίρας, μέρος της οποίας αισθάνομαι.
Δεύτερον, ορίζοντας τον συνομιλητή σου ως «ξένο» του στερείς όχι μόνο τη φωνή στο εσωτερικό της πολιτικής κοινότητας, αλλά, κυρίως, προστατεύεις τον εαυτό σου από ενοχλητικές φωνές. Αρνείσαι να εκτεθείς στην οπτική γωνία του άλλου. Είναι η προσφιλής τακτική των απανταχού ακραίων συντηρητικών, τόσο στη δεξιά όσο και στην αριστερή εκδοχή τους: ο «ξένος» μολύνει την κοινότητα και πρέπει να αποβληθεί. Οι ακροδεξιοί Ρεπουμπλικανοί λ.χ. καταφέρονται συστηματικά κατά του προέδρου Ομπάμα με το επιχείρημα, μεταξύ άλλων, ότι «δεν είναι Αμερικανός»! Το Μάη του ’68, ο συντηρητικός Τύπος της Γαλλίας καλούσε τον Ντε Γκολ να απελάσει τον «εβραιογερμανό» Ντανιέλ Κον Μπεντίτ, ο οποίος, αν και «ξένος», τολμούσε να ξεσηκώνει τους Γάλλους φοιτητές σε διαμαρτυρίες! Τα κομμουνιστικά καθεστώτα προέτρεπαν προβεβλημένους αντικαθεστωτικούς (όπως ο Σαχάροφ) να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, όταν φυσικά δεν τους έστελναν στα γκουλάγκ και τα ψυχιατρεία! Οι οπαδοί της κλειστής κοινωνίας απειλούνται από τη διαφορετικότητα και, φυσικά, το δείχνουν.
Μια εκδοχή αυτής της κατηγορίας, πιο εκλεπτυσμένα, δεν στρέφεται κατά του «ξένου», αλλά προσπαθεί να κατασκευάσει μια καρικατούρα του αντιπάλου, έναν αχυράνθρωπο, για να μπορεί να τον καταρρίψει με ευκολία. Αυτό γίνεται συνήθως με δύο τρόπους. Πρώτον, παραποιούνται εσκεμμένα οι απόψεις του ομιλητή, και, δεύτερον, του επικολλάται μια απαξιωτική πολιτική ετικέτα, άσχετη με το συζητούμενο θέμα, προκειμένου να στιγματισθούν οι απόψεις του εν συνόλω (άρα και οι επίμαχες). Στην τακτική αυτοί επιδίδονται συνήθως, μεταξύ άλλων, παραταξιακοί διανοούμενοι.
Ετσι, λοιπόν, ο κ. Γουλιάμος, καθηγητής του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, με εμφανίζει να έχω απόσχει από την τελετή απόθεσης του θεμέλιου λίθου της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κύπρου, «διαμαρτυρόμενος για την πολιτική Χριστόφια» («Φιλελεύθερος», 12/2/2012). Φυσικά αυτό είναι ψευδές. Στο άρθρο μου ουδόλως ασχολήθηκα με την «πολιτική Χριστόφια» γενικώς, αλλά επέκρινα μια συγκεκριμένη ενέργεια του Προέδρου Χριστόφια – την μη ανάληψη εκ μέρους του των προσωπικών και θεσμικών ευθυνών που επισήμως του αποδόθηκαν από το Πόρισμα Πολυβίου. Άλλο η «πολιτική Χριστόφια» κι άλλο μια συγκεκριμένη ενέργεια του Προέδρου Χριστόφια. Κρίμα που οι απολογητές του κ. Χριστόφια αδυνατούν να εκλεπτύνουν τη σκέψη τους τόσο όσο χρειάζεται για να συλλάβουν τέτοιου είδους λεπτές διακρίσεις…
Η παραποίηση όμως δεν αρκεί. Χρειάζεται και ο πολιτικός στιγματισμός. Για τον κ.Γουλιάμο, εφόσον συνυπέγραψα το κείμενο «Τολμήστε», το περασμένο καλοκαίρι, είμαι ένας «μνημονιακός», «νεοφιλελεύθερος» διανοούμενος! Ας υποθέσουμε, χάριν συζητήσεως, ότι είμαι. Ε, και; Τι σχέση έχει αυτό με το συγκεκριμένο θέμα αναφορικά με την κριτική μου για τις ευθύνες του Προέδρου Χριστόφια; Ο κ. Γουλιάμος το ξέρει καλά: αν στιγματίσεις κάποιον με έναν απαξιωτικό πολιτικό χαρακτηρισμό, απαξιώνεις το σύνολο των απόψεών του. Αυτό δεν έκανε στη μετεμφυλιακή Ελλάδα η Δεξιά, στιγματίζοντας οποιονδήποτε είχε διαφορετική άποψη «συνοδοιπόρο» και «κομμουνιστή»; Αυτό δεν κάνουν οι ακροδεξιοί Ρεπουμπλικανοί στιγματίζοντας τον Πρόεδρο Ομπάμα «σοσιαλιστή» (ναι, αυτό συνιστά ύβρη στην Αμερική!); Αυτό δεν έκαναν οι αριστεροί λαϊκιστές στην Ελλάδα την περασμένη δεκαετία στιγματίζοντας σοβαρούς και υπεύθυνους πολιτικούς, όπως ο Αλέκος Παπαδόπουλος και ο Τάσος Γιαννίτσης, ως «νεοφιλελεύθερους» επειδή τόλμησαν να πουν ότι δεν είναι σωστό να δίνονται συντάξεις σε ανθρώπους κάτω των 60; Οποιος θέλει να αποφύγει τη σοβαρή και τεκμηριωμένη συζήτηση κατασκευάζει ταμπέλες για να απαξιώσει τον αντιρρησία. (Παρεμπιπτόντως: Με το κείμενο «Τολμήστε» καλούσαμε την κυβέρνηση Παπανδρέου να τολμήσει να κάνει εκείνες τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η Ελλάδα. Αν τις είχε κάνει, η χώρα δεν θα βρισκόταν σήμερα με το ένα πόδι μέσα στο γκρεμό).
Αντιλαμβάνεστε το ρητορικό τέχνασμα. Αν έχεις χαρακτηριστεί «νεοφιλελεύθερος», αναμένεται να διαφωνείς με την «πολιτική Χριστόφια». Κατά συνέπεια, αν ασκείς κριτική στον Πρόεδρο Χριστόφια για μια συγκεκριμένη ενέργειά του, το κάνεις για στενά πολιτικούς-ιδεολογικούς λόγους. Άρα η κριτική σου δεν έχει ιδιαίτερη αξία, αφού είσαι εγνωσμένος πολιτικός αντίπαλος του Προέδρου! Με άλλα λόγια, λες αυτά που αναμένεται να πεις! Ταξινομώντας πολιτικά τον αντίπαλο εξουδετερώνεται έτσι η κριτική του. Οι παραταξιακοί διανοούμενοι έχουν ιδιαίτερο ρόλο σε αυτή τη διαδικασία: προστατεύουν το «σύστημα» απαξιώνοντας πολιτικά τους επικριτές του.
2. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει επιχειρήματα που εμμέσως αμφισβητούν (ευθέως δεν τολμούν να το πουν…) το δικαίωμα ενός καθηγητή δημοσίου πανεπιστημίου να ασκεί κριτική στην ανώτατη κρατική εξουσία. Πρόκειται για μια χομεϊνικής εμπνεύσεως αντίληψη, η οποία προδίδει ανελεύθερο πνεύμα και ακατέργαστη σκέψη.
Ο κ. Πιερέττης υπενθυμίζει πονηρά ότι εργάζομαι σε «κρατικό πανεπιστήμιο με άριστες απολαβές», ισχυρίζεται ότι το άρθρο μου «ευτελίζει τον κυπριακό λαό» (ο οποίος εξέλεξε τον κ. Χριστόφια), και με προτρέπει: «ας αρνηθεί τη θέση του στο πανεπιστήμιο και ας πάει στο καλό». Οι οπαδοί ολοκληρωτικών αντιλήψεων δεν κατανοούν το πνεύμα της ελευθερίας του λόγου. Ισως νομίζουν ότι το Πανεπιστήμιο Κύπρου είναι μια εκδοχή του Πανεπιστημίου Λουμούμπα της Μόσχας ή σχολή κομματικών στελεχών του κομμουνιστικού κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης. Άλλωστε οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις πολλών από αυτούς από τέτοια ιδρύματα προέρχονται…
Δύο σύντομες παρατηρήσεις μόνο. Πρώτον, όποιος ασκεί αυστηρή κριτική στον Πρόεδρο δεν «ευτελίζει» το λαό που τον εξέλεξε – πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, τα οποία το εύρος σκέψης του κ. Πιερέττη αδυνατεί προφανώς να συλλάβει. Οι διανοούμενοι στην Ιταλία που επέκριναν τον τότε πρωθυπουργό της χώρας κ. Μπερλουσκόνι ότι ευτελίζει το αξίωμά του με τις απερίγραπτες συμπεριφορές του, δεν ευτέλιζαν τον ιταλικό λαό που τον είχε εκλέξει· ασκούσαν δημόσια κριτική – το οξυγόνο της δημοκρατίας. Δεύτερον, οι αντιδράσεις του βαθέος Τουρκικού κράτους σε τολμηρούς ιστορικούς, που τυχαίνει να είναι καθηγητές δημοσίων πανεπιστημίων στην Τουρκία, και αμφισβητούν την επίσημη εκδοχή για π.χ. τη γενοκτονία των Αρμενίων, είναι ακριβώς ίδιες στο πνεύμα με αυτές των δημοσιογράφων της «Χαραυγής». Για τους οπαδούς της κλειστής κοινωνίας (στην κεμαλική, θεοκρατική ή κομμουνιστική της εκδοχή), δεν είναι νοητό κάποιος που πληρώνεται από το κράτος να αμφισβητεί τον επικεφαλής τους κράτους ή την κρατική ιδεολογία! Οι άνθρωποι είναι μερικούς αιώνες πίσω, παρέα με τους Ταλιμπάν!
3. Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει επιχειρήματα που εξοστρακίζουν τη συζήτηση από ένα συγκεκριμένο θέμα, μεταθέτοντάς την σε ένα εντελώς διαφορετικό πεδίο. Αρνείσαι να ξεχάσεις την τραγωδία στο Μαρί και τις διαπιστωμένες ευθύνες του Προέδρου; Τότε πρέπει να μας πεις γιατί δεν αναφέρεσαι στις ευθύνες όσων υποστήριξαν το πραξικόπημα του ‘74! Αν παρατηρήσεις ότι το ένα θέμα δεν έχει σχέση με το άλλο, τότε εγκαλείσαι για «επιλεκτική αμνησία», και, αν η κ. Γκιούροφ είχε τη δυνατότητα, ίσως να σε έστελνε σε κάποιο σοβιετικού τύπου ψυχιατρείο για να ανακτήσεις τη μνήμη σου!
Το πρόβλημα με αυτό τον τρόπο σκέψης δεν είναι η τόσο η μη συμμόρφωσή του στους κανόνες της λογικής, όσο η χειριστική επίκληση του παρελθόντος για να αποφευχθεί η συζήτηση του παρόντος. Είναι ένας εύσχημος τρόπος να εξάπτονται τα πάθη και να αποφεύγεται η λογοδοσία της εξουσίας. Επώδυνες μνήμες του παρελθόντος αναμοχλεύονται προκειμένου να επισκιαστούν συγκεκριμένα προβλήματα του παρόντος. Η σκέψη ατροφεί, αφού ζει διαρκώς στη σκιά της απολιθωμένης μνήμης. Νέα ερωτήματα δεν μπορούν να τίθενται, στο μέτρο που δεσπόζει το Αρχέγονο Ερώτημα: «τι λες για το πραξικόπημα;».
Αυτού του είδους η σκέψη είναι βαθιά αυτο-εξυπηρετική. Δεν αντιμετωπίζει ένα συγκεκριμένο πρόβλημα στα τωρινά συμφραζόμενά του αλλά το ανασυνθέτει ιδιοτελώς με ιστορικά φορτισμένους όρους. Το πρόβλημα έτσι μεταλλάσσεται. Η συζήτηση δεν επικεντρώνεται στο τωρινό ερώτημα: «γιατί δεν ανέλαβε ο Πρόεδρος τις ευθύνες που επισήμως του αποδόθηκαν;», αλλά στο αυτο-εξυπηρετικά μεταλλαγμένο: «γιατί δεν μιλάς για το πραξικόπημα του 1974;» Με αυτό τον τρόπο ανεπιθύμητα ερωτήματα εντέχνως απωθούνται.
Ένα παράδειγμα. Όταν ο Γερμανικός Τύπος επικρίνει την Ελλάδα για την κατάσταση χρεοκοπίας στην οποία έχει περιέλθει, οι λαϊκιστές ελλαδίτες πολιτικοί απαντούν δείχνοντας το ναζιστικό παρελθόν της Γερμανίας! Η τοξική χρήση της μνήμης είναι φυσικά ιδιοτελής. Μεταφέροντας τη συζήτηση στο παρελθόν, σε ένα προνομιακό πεδίο για τους λαϊκιστές, αποφεύγονται τα άβολα ερωτήματα: «Γιατί μας βλέπουν τόσο εχθρικά; Τι εικόνα εκπέμπουμε στους εταίρους μας; Πως καταντήσαμε ο επαίτης της Ευρώπης; Γιατί δεν μας εμπιστεύονται;». Απωθώντας τέτοια ερωτήματα ο εθνικός ναρκισσισμός προστατεύεται, οι ευθύνες του φαύλου πολιτικού συστήματος αποσιωπώνται. Ο δημόσιος διάλογος έτσι φτωχαίνει, δεν εκλεπτύνεται.
Εν κατακλείδι. Τι κοινό έχουν οι αντιδράσεις που περιέγραψα; Τι αποκαλύπτουν για τους φορείς τους; Ότι διαπερνώνται από μια κοινή αντίληψη: την ανελεύθερη μικρόνοια. Πρόκειται για μια αντίληψη κλειστών οριζόντων, η οποία απεχθάνεται την αδέσμευτη κριτική και δεν ξέρει πώς να σταθεί έλλογα απέναντί της. Το καλό είναι ότι, στο μέτρο που εκτίθεται στο δημόσιο διάλογο, η ανελεύθερη μικρόνοια αντιμετωπίζεται. Το κακό είναι ότι δεν έχει πολιτικό πρόσημο, ούτε εθνικό, φυλετικό, ή άλλο προσδιορισμό. Όπως ο ανώνυμος Κύπριος σχολιογράφος μου πέταξε: «Να πας στη χώρα σου…», έτσι κι ένας Ελλαδίτης, οργισμένος που σε ένα άρθρο μου είχα επικρίνει τον αρχηγό του, τον κ. Σαμαρά, μου έγραψε: «Να ξεκουμπιστείς από δω, να πας στη χώρα σου, στην Κύπρο…».
Η μικρόνοια δεν έχει σύνορα, ούτε η βλακεία όρια…
Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς τις κύριες επικριτικές αντιδράσεις στο άρθρο («Φιλελεύθερος», 31/1/2012) με το οποίο εξηγούσα γιατί δεν αποδέχθηκα την πρόσκληση να παρευρεθώ στην τελετή τοποθέτησης του θεμέλιου λίθου στη Βιβλιοθήκη «Στέλιος Ιωάννου», του Πανεπιστημίου Κύπρου, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Χριστόφια. Θα ασχοληθώ εδώ με τις μη χυδαίες αντιδράσεις. Προσπερνώ τα χυδαιογραφήματα, τα οποία ένας ψυχαναλυτής μάλλον θα εύρισκε ενδιαφέροντα…
Οι αντιδράσεις στο άρθρο μου εμπίπτουν σε τρεις κατηγορίες.
1. Στην πρώτη εντάσσονται όσοι προσφεύγουν σε κλασικά ad hominem επιχειρήματα – δεν επικεντρώνονται στο περιεχόμενο ενός συλλογισμού αλλά προσπαθούν να πλήξουν τον ομιλητή. Ετσι, λοιπόν, η διευθύντρια της «Χαραυγής» (1/2/2012) κ. Γκιούροφ με χαρακτηρίζει μειωτικά ως έναν από τους «εξ Ελλάδος καθηγητάδες που έχουν βολευτεί καλά στην Κύπρο». Ο αρθρογράφος της «Χαραυγής» (2/2/2012) κ. Πιερέττης υπονοεί ότι δεν δικαιούμαι να μιλώ επικριτικά για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αφού δεν συμμετείχα στην εκλογή του, «ως μη Κύπριος πολίτης». Ένας δε ανώνυμος σχολιογράφος έγραψε στο ιστολόγιό μου αυτό που η ευπρέπεια μάλλον απέτρεψε τον κ. Πιερέττη να πει ωμά: «Γιατί δεν πας στη χώρα σου και ζεις στην Κύπρο; […] Άδειασέ μας τη γωνιά». Όλες αυτές οι αντιδράσεις, επικεντρώνονται στην εθνικότητα του ομιλητή: είσαι «ξένος», δεν είσαι ένας από μας - άρα δεν δικαιούσαι να μιλάς.
Φανταστείτε, κατ’ αναλογία, κάποιο δημοσιογράφο της Ελλάδας να καταφέρεται κατά του αείμνηστου Γιάννου Κρανιδιώτη με το επιχείρημα: «δεν είσαι δικός μας, δεν μπορείς να ασχολείσαι με τα κοινά του τόπου μας». Τι θα μας ενοχλούσε σε ένα τέτοιο επιχείρημα;
Πρώτον, η στενόμυαλη έννοια της πατρίδας. Πατρίδα δεν είναι μόνο ο γενέθλιος τόπος, αλλά και η γη στην οποία ζεις, ο τόπος για τον οποίο νοιάζεσαι, ο πολιτισμός μέσα στον οποίο αυτο-τοποθετείσαι. Για όποιον ενδιαφέρεται, πατρίδα για μένα είναι η γλώσσα μου και οι θεσμοί της χώρας που συγκροτούν τη ζωή μου. Τα κυπριακά κοινά με ενδιαφέρουν γιατί ζω και εργάζομαι στην Κύπρο – τόσο απλά. Με ενδιαφέρει η ποιότητα της δημόσιας σφαίρας, μέρος της οποίας αισθάνομαι.
Δεύτερον, ορίζοντας τον συνομιλητή σου ως «ξένο» του στερείς όχι μόνο τη φωνή στο εσωτερικό της πολιτικής κοινότητας, αλλά, κυρίως, προστατεύεις τον εαυτό σου από ενοχλητικές φωνές. Αρνείσαι να εκτεθείς στην οπτική γωνία του άλλου. Είναι η προσφιλής τακτική των απανταχού ακραίων συντηρητικών, τόσο στη δεξιά όσο και στην αριστερή εκδοχή τους: ο «ξένος» μολύνει την κοινότητα και πρέπει να αποβληθεί. Οι ακροδεξιοί Ρεπουμπλικανοί λ.χ. καταφέρονται συστηματικά κατά του προέδρου Ομπάμα με το επιχείρημα, μεταξύ άλλων, ότι «δεν είναι Αμερικανός»! Το Μάη του ’68, ο συντηρητικός Τύπος της Γαλλίας καλούσε τον Ντε Γκολ να απελάσει τον «εβραιογερμανό» Ντανιέλ Κον Μπεντίτ, ο οποίος, αν και «ξένος», τολμούσε να ξεσηκώνει τους Γάλλους φοιτητές σε διαμαρτυρίες! Τα κομμουνιστικά καθεστώτα προέτρεπαν προβεβλημένους αντικαθεστωτικούς (όπως ο Σαχάροφ) να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, όταν φυσικά δεν τους έστελναν στα γκουλάγκ και τα ψυχιατρεία! Οι οπαδοί της κλειστής κοινωνίας απειλούνται από τη διαφορετικότητα και, φυσικά, το δείχνουν.
Μια εκδοχή αυτής της κατηγορίας, πιο εκλεπτυσμένα, δεν στρέφεται κατά του «ξένου», αλλά προσπαθεί να κατασκευάσει μια καρικατούρα του αντιπάλου, έναν αχυράνθρωπο, για να μπορεί να τον καταρρίψει με ευκολία. Αυτό γίνεται συνήθως με δύο τρόπους. Πρώτον, παραποιούνται εσκεμμένα οι απόψεις του ομιλητή, και, δεύτερον, του επικολλάται μια απαξιωτική πολιτική ετικέτα, άσχετη με το συζητούμενο θέμα, προκειμένου να στιγματισθούν οι απόψεις του εν συνόλω (άρα και οι επίμαχες). Στην τακτική αυτοί επιδίδονται συνήθως, μεταξύ άλλων, παραταξιακοί διανοούμενοι.
Ετσι, λοιπόν, ο κ. Γουλιάμος, καθηγητής του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, με εμφανίζει να έχω απόσχει από την τελετή απόθεσης του θεμέλιου λίθου της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κύπρου, «διαμαρτυρόμενος για την πολιτική Χριστόφια» («Φιλελεύθερος», 12/2/2012). Φυσικά αυτό είναι ψευδές. Στο άρθρο μου ουδόλως ασχολήθηκα με την «πολιτική Χριστόφια» γενικώς, αλλά επέκρινα μια συγκεκριμένη ενέργεια του Προέδρου Χριστόφια – την μη ανάληψη εκ μέρους του των προσωπικών και θεσμικών ευθυνών που επισήμως του αποδόθηκαν από το Πόρισμα Πολυβίου. Άλλο η «πολιτική Χριστόφια» κι άλλο μια συγκεκριμένη ενέργεια του Προέδρου Χριστόφια. Κρίμα που οι απολογητές του κ. Χριστόφια αδυνατούν να εκλεπτύνουν τη σκέψη τους τόσο όσο χρειάζεται για να συλλάβουν τέτοιου είδους λεπτές διακρίσεις…
Η παραποίηση όμως δεν αρκεί. Χρειάζεται και ο πολιτικός στιγματισμός. Για τον κ.Γουλιάμο, εφόσον συνυπέγραψα το κείμενο «Τολμήστε», το περασμένο καλοκαίρι, είμαι ένας «μνημονιακός», «νεοφιλελεύθερος» διανοούμενος! Ας υποθέσουμε, χάριν συζητήσεως, ότι είμαι. Ε, και; Τι σχέση έχει αυτό με το συγκεκριμένο θέμα αναφορικά με την κριτική μου για τις ευθύνες του Προέδρου Χριστόφια; Ο κ. Γουλιάμος το ξέρει καλά: αν στιγματίσεις κάποιον με έναν απαξιωτικό πολιτικό χαρακτηρισμό, απαξιώνεις το σύνολο των απόψεών του. Αυτό δεν έκανε στη μετεμφυλιακή Ελλάδα η Δεξιά, στιγματίζοντας οποιονδήποτε είχε διαφορετική άποψη «συνοδοιπόρο» και «κομμουνιστή»; Αυτό δεν κάνουν οι ακροδεξιοί Ρεπουμπλικανοί στιγματίζοντας τον Πρόεδρο Ομπάμα «σοσιαλιστή» (ναι, αυτό συνιστά ύβρη στην Αμερική!); Αυτό δεν έκαναν οι αριστεροί λαϊκιστές στην Ελλάδα την περασμένη δεκαετία στιγματίζοντας σοβαρούς και υπεύθυνους πολιτικούς, όπως ο Αλέκος Παπαδόπουλος και ο Τάσος Γιαννίτσης, ως «νεοφιλελεύθερους» επειδή τόλμησαν να πουν ότι δεν είναι σωστό να δίνονται συντάξεις σε ανθρώπους κάτω των 60; Οποιος θέλει να αποφύγει τη σοβαρή και τεκμηριωμένη συζήτηση κατασκευάζει ταμπέλες για να απαξιώσει τον αντιρρησία. (Παρεμπιπτόντως: Με το κείμενο «Τολμήστε» καλούσαμε την κυβέρνηση Παπανδρέου να τολμήσει να κάνει εκείνες τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η Ελλάδα. Αν τις είχε κάνει, η χώρα δεν θα βρισκόταν σήμερα με το ένα πόδι μέσα στο γκρεμό).
Αντιλαμβάνεστε το ρητορικό τέχνασμα. Αν έχεις χαρακτηριστεί «νεοφιλελεύθερος», αναμένεται να διαφωνείς με την «πολιτική Χριστόφια». Κατά συνέπεια, αν ασκείς κριτική στον Πρόεδρο Χριστόφια για μια συγκεκριμένη ενέργειά του, το κάνεις για στενά πολιτικούς-ιδεολογικούς λόγους. Άρα η κριτική σου δεν έχει ιδιαίτερη αξία, αφού είσαι εγνωσμένος πολιτικός αντίπαλος του Προέδρου! Με άλλα λόγια, λες αυτά που αναμένεται να πεις! Ταξινομώντας πολιτικά τον αντίπαλο εξουδετερώνεται έτσι η κριτική του. Οι παραταξιακοί διανοούμενοι έχουν ιδιαίτερο ρόλο σε αυτή τη διαδικασία: προστατεύουν το «σύστημα» απαξιώνοντας πολιτικά τους επικριτές του.
2. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει επιχειρήματα που εμμέσως αμφισβητούν (ευθέως δεν τολμούν να το πουν…) το δικαίωμα ενός καθηγητή δημοσίου πανεπιστημίου να ασκεί κριτική στην ανώτατη κρατική εξουσία. Πρόκειται για μια χομεϊνικής εμπνεύσεως αντίληψη, η οποία προδίδει ανελεύθερο πνεύμα και ακατέργαστη σκέψη.
Ο κ. Πιερέττης υπενθυμίζει πονηρά ότι εργάζομαι σε «κρατικό πανεπιστήμιο με άριστες απολαβές», ισχυρίζεται ότι το άρθρο μου «ευτελίζει τον κυπριακό λαό» (ο οποίος εξέλεξε τον κ. Χριστόφια), και με προτρέπει: «ας αρνηθεί τη θέση του στο πανεπιστήμιο και ας πάει στο καλό». Οι οπαδοί ολοκληρωτικών αντιλήψεων δεν κατανοούν το πνεύμα της ελευθερίας του λόγου. Ισως νομίζουν ότι το Πανεπιστήμιο Κύπρου είναι μια εκδοχή του Πανεπιστημίου Λουμούμπα της Μόσχας ή σχολή κομματικών στελεχών του κομμουνιστικού κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης. Άλλωστε οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις πολλών από αυτούς από τέτοια ιδρύματα προέρχονται…
Δύο σύντομες παρατηρήσεις μόνο. Πρώτον, όποιος ασκεί αυστηρή κριτική στον Πρόεδρο δεν «ευτελίζει» το λαό που τον εξέλεξε – πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, τα οποία το εύρος σκέψης του κ. Πιερέττη αδυνατεί προφανώς να συλλάβει. Οι διανοούμενοι στην Ιταλία που επέκριναν τον τότε πρωθυπουργό της χώρας κ. Μπερλουσκόνι ότι ευτελίζει το αξίωμά του με τις απερίγραπτες συμπεριφορές του, δεν ευτέλιζαν τον ιταλικό λαό που τον είχε εκλέξει· ασκούσαν δημόσια κριτική – το οξυγόνο της δημοκρατίας. Δεύτερον, οι αντιδράσεις του βαθέος Τουρκικού κράτους σε τολμηρούς ιστορικούς, που τυχαίνει να είναι καθηγητές δημοσίων πανεπιστημίων στην Τουρκία, και αμφισβητούν την επίσημη εκδοχή για π.χ. τη γενοκτονία των Αρμενίων, είναι ακριβώς ίδιες στο πνεύμα με αυτές των δημοσιογράφων της «Χαραυγής». Για τους οπαδούς της κλειστής κοινωνίας (στην κεμαλική, θεοκρατική ή κομμουνιστική της εκδοχή), δεν είναι νοητό κάποιος που πληρώνεται από το κράτος να αμφισβητεί τον επικεφαλής τους κράτους ή την κρατική ιδεολογία! Οι άνθρωποι είναι μερικούς αιώνες πίσω, παρέα με τους Ταλιμπάν!
3. Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει επιχειρήματα που εξοστρακίζουν τη συζήτηση από ένα συγκεκριμένο θέμα, μεταθέτοντάς την σε ένα εντελώς διαφορετικό πεδίο. Αρνείσαι να ξεχάσεις την τραγωδία στο Μαρί και τις διαπιστωμένες ευθύνες του Προέδρου; Τότε πρέπει να μας πεις γιατί δεν αναφέρεσαι στις ευθύνες όσων υποστήριξαν το πραξικόπημα του ‘74! Αν παρατηρήσεις ότι το ένα θέμα δεν έχει σχέση με το άλλο, τότε εγκαλείσαι για «επιλεκτική αμνησία», και, αν η κ. Γκιούροφ είχε τη δυνατότητα, ίσως να σε έστελνε σε κάποιο σοβιετικού τύπου ψυχιατρείο για να ανακτήσεις τη μνήμη σου!
Το πρόβλημα με αυτό τον τρόπο σκέψης δεν είναι η τόσο η μη συμμόρφωσή του στους κανόνες της λογικής, όσο η χειριστική επίκληση του παρελθόντος για να αποφευχθεί η συζήτηση του παρόντος. Είναι ένας εύσχημος τρόπος να εξάπτονται τα πάθη και να αποφεύγεται η λογοδοσία της εξουσίας. Επώδυνες μνήμες του παρελθόντος αναμοχλεύονται προκειμένου να επισκιαστούν συγκεκριμένα προβλήματα του παρόντος. Η σκέψη ατροφεί, αφού ζει διαρκώς στη σκιά της απολιθωμένης μνήμης. Νέα ερωτήματα δεν μπορούν να τίθενται, στο μέτρο που δεσπόζει το Αρχέγονο Ερώτημα: «τι λες για το πραξικόπημα;».
Αυτού του είδους η σκέψη είναι βαθιά αυτο-εξυπηρετική. Δεν αντιμετωπίζει ένα συγκεκριμένο πρόβλημα στα τωρινά συμφραζόμενά του αλλά το ανασυνθέτει ιδιοτελώς με ιστορικά φορτισμένους όρους. Το πρόβλημα έτσι μεταλλάσσεται. Η συζήτηση δεν επικεντρώνεται στο τωρινό ερώτημα: «γιατί δεν ανέλαβε ο Πρόεδρος τις ευθύνες που επισήμως του αποδόθηκαν;», αλλά στο αυτο-εξυπηρετικά μεταλλαγμένο: «γιατί δεν μιλάς για το πραξικόπημα του 1974;» Με αυτό τον τρόπο ανεπιθύμητα ερωτήματα εντέχνως απωθούνται.
Ένα παράδειγμα. Όταν ο Γερμανικός Τύπος επικρίνει την Ελλάδα για την κατάσταση χρεοκοπίας στην οποία έχει περιέλθει, οι λαϊκιστές ελλαδίτες πολιτικοί απαντούν δείχνοντας το ναζιστικό παρελθόν της Γερμανίας! Η τοξική χρήση της μνήμης είναι φυσικά ιδιοτελής. Μεταφέροντας τη συζήτηση στο παρελθόν, σε ένα προνομιακό πεδίο για τους λαϊκιστές, αποφεύγονται τα άβολα ερωτήματα: «Γιατί μας βλέπουν τόσο εχθρικά; Τι εικόνα εκπέμπουμε στους εταίρους μας; Πως καταντήσαμε ο επαίτης της Ευρώπης; Γιατί δεν μας εμπιστεύονται;». Απωθώντας τέτοια ερωτήματα ο εθνικός ναρκισσισμός προστατεύεται, οι ευθύνες του φαύλου πολιτικού συστήματος αποσιωπώνται. Ο δημόσιος διάλογος έτσι φτωχαίνει, δεν εκλεπτύνεται.
Εν κατακλείδι. Τι κοινό έχουν οι αντιδράσεις που περιέγραψα; Τι αποκαλύπτουν για τους φορείς τους; Ότι διαπερνώνται από μια κοινή αντίληψη: την ανελεύθερη μικρόνοια. Πρόκειται για μια αντίληψη κλειστών οριζόντων, η οποία απεχθάνεται την αδέσμευτη κριτική και δεν ξέρει πώς να σταθεί έλλογα απέναντί της. Το καλό είναι ότι, στο μέτρο που εκτίθεται στο δημόσιο διάλογο, η ανελεύθερη μικρόνοια αντιμετωπίζεται. Το κακό είναι ότι δεν έχει πολιτικό πρόσημο, ούτε εθνικό, φυλετικό, ή άλλο προσδιορισμό. Όπως ο ανώνυμος Κύπριος σχολιογράφος μου πέταξε: «Να πας στη χώρα σου…», έτσι κι ένας Ελλαδίτης, οργισμένος που σε ένα άρθρο μου είχα επικρίνει τον αρχηγό του, τον κ. Σαμαρά, μου έγραψε: «Να ξεκουμπιστείς από δω, να πας στη χώρα σου, στην Κύπρο…».
Η μικρόνοια δεν έχει σύνορα, ούτε η βλακεία όρια…
Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012
Κάτω τα χέρια από τον Αρχηγό μου!
Το ύφος του δεν ήταν μόνο κλαψιάρικο, ως συνήθως• αυτή τη φορά είχε και κάτι το αγοραίο, το ελαφρώς μάγκικο. Κούνησε το κεφάλι, χαμογέλασε αυτάρεσκα και δήλωσε με στόμφο, σε ασύντακτα ελληνικά: «Όποιος επιχειρήσει να πειράξει τον Γ. Παπανδρέου, θα μετατρέψει τη χώρα σε μακελειό». Όχι, δεν ήταν η δήλωση ενός μπράβου ή κάποιου ανεγκέφαλου κομματοφρουρού. Μιλούσε σε τηλεοπτική εκπομπή ο κ. Λοβέρδος, υπουργός Υγείας, αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στον ελεύθερο χρόνο του, και «δελφίνος» για την προεδρία του ΠΑΣΟΚ!
Τι συνέβη; Μήπως απειλούσαν να «πειράξουν» τον κ.Παπανδρέου μπράβοι της νύχτας ή παρακρατικές οργανώσεις; Εξ όσων γνωρίζουμε, όχι. Ο οικονομικός εισαγγελέας κ.Πεπόνης, αφού μελέτησε τις καταγγελίες για αυθαίρετη διόγκωση του ελλείμματος το 2009 από την ΕΛΣΤΑΤ, απέστειλε τη σχετική δικογραφία στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Με βάση το νόμο «περί ευθύνης υπουργών» (εδώ γελάμε…), ο κ.Πεπόνης ήταν υποχρεωμένος να το κάνει αυτό, από τη στιγμή που προέκυψαν στοιχεία σχετιζόμενα με πολιτικά πρόσωπα. Προσέξτε: ο κ.Πεπόνης δεν ζήτησε τη δίωξη του κ.Παπανδρέου. Ως όφειλε, ζήτησε από την προϊσταμένη αρχή να διαβιβασθεί ο φάκελος στη Βουλή, προκειμένου αυτή να εξετάσει ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες του κ.Παπανδρέου.
Τι μας είπε όμως ο κ.Λοβέρδος; Ούτε λίγο, ούτε πολύ ότι ο κ.Παπανδρέου είναι υπεράνω του νόμου! Κανένας εισαγγελέας δεν πρέπει να τον «πειράξει». Όλοι πίσω ρε, ο αρχηγός είναι πάνω απ’ όλα! Αν θέλατε μια ακόμη απόδειξη του χάσματος πολιτικής κουλτούρας που μας χωρίζει με την ανεπτυγμένη Ευρώπη, την έχετε.
Δεν είναι τόσο σημαντικό να σχολιασθεί η σκοπιμότητα των δηλώσεων Λοβέρδου (η υπεράσπιση του γιού του ιδρυτή της επιχείρησης εμμέσως υποδηλώνει αφοσίωση στην επιχείρηση, με όλα τα οφέλη που μια τέτοια δημόσια διακήρυξη αποφέρει), όσο να καταδειχθεί το βαθύτερο μοτίβο στο οποίο παραπέμπει: τη συστηματική αμφισβήτηση της Δικαιοσύνης από την κομματοκρατία (και τα οργανωμένα συμφέροντα γενικότερα). Οι δικαστικές αποφάσεις εντάσσονται σκοπίμως στο πολιτικό παιχνίδι: χρησιμοποιούνται καιροσκοπικά από τα κόμματα για να κερδίσουν πόντους στον πολιτικό ανταγωνισμό. Έτσι, ο θεσμός της Δικαιοσύνης μονίμως αμφισβητείται και, φυσικά, ευτελίζεται• το συμβολικό του κεφάλαιο απομειώνεται.
Τα παραδείγματα είναι πολλά. Υπουργοί καταφέρονται δημοσίως κατά δικαστών όταν δεν τους ικανοποιούν οι αποφάσεις τους. Η κυρία Γεννηματά χαρακτήρισε «δικαστικό πραξικόπημα» την απόφαση του Αρείου Πάγου, το 2007, περί κωλύματος στη βουλευτική υποψηφιότητά της. Με παρόμοια γλώσσα οι κκ. Καρατζαφέρης και Καμμένος απεφάνθησαν ότι η δικαστική απόφαση για την καταδίκη του (τότε) νομάρχη Θεσσαλονίκης κ.Ψωμιάδη, το 2011, ήταν «πραξικοπηματική». Η απόφαση για την προφυλάκιση του κ.Εφραίμ αμφισβητήθηκε από πολιτικούς και ιεράρχες. Εν ολίγοις: οι δικαστικές αποφάσεις δεν γίνονται αυτονόητα σεβαστές στη χώρα μας.
Στις ώριμες δημοκρατίες συνήθως συμβαίνει το αντίθετο. Κανείς δεν διανοήθηκε να επικρίνει τη βρετανική Δικαιοσύνη για «πολιτική σκοπιμότητα», όταν καταδίκασε πέρυσι σε φυλάκιση βουλευτή των Λόρδων για ψευδείς δηλώσεις προσωπικών εξόδων, ή, παλαιότερα, τους πρώην υπουργούς κκ. Αιτκεν και Αρτσερ για ψευδορκία. Κανείς δεν αμφισβήτησε τις πρόσφατες καταδικαστικές αποφάσεις δικαστηρίων κατά των πρώην προέδρων της Γαλλίας και του Ισραήλ, κκ. Σιράκ και Κατσάβ αντιστοίχως (ο κ.Κατσάβ είναι ήδη στη φυλακή!). Στις ώριμες δημοκρατίες, θεωρείται δεδομένο ότι όχι μόνο κανείς δεν είναι πάνω από το νόμο, αλλά ότι η Δικαιοσύνη αυτονόητα χαίρει εμπιστοσύνης.
Στις ανώριμες δημοκρατίες, αντιθέτως, οι πολιτικάντηδες δεν θέλουν να ελέγχονται. Γι αυτό, όταν δικαστικοί λειτουργοί καταστούν επικίνδυνοι για το «σύστημα», τείνουν να υπονομεύονται. Μόλις οι δύο οικονομικοί εισαγγελείς κκ.Πεπόνης και Μουζακίτης άρχισαν να «ενοχλούν» με τις εκτεταμένες έρευνές τους, έπρεπε να τους κοπούν τα φτερά. Πριν από λίγους μήνες, ο πολυμήχανος κ.Βενιζέλος προωθούσε νομοσχέδιο για την αντικατάστασή τους από αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, παρά τις αντιδράσεις σημαντικών δικαστικών παραγόντων («Καθημερινή», 30/12/11). Προσέξτε πως τηρούνται τα προσχήματα: τι θα μπορούσε να προσάψει κανείς στον υπουργό Οικονομικών με μια τέτοια «θεσμική» αλλαγή; «Όταν όμως κάτι δουλεύει καλά, γιατί να το αλλάξεις;», αναρωτιέται ο λογικός άνθρωπος. «Μα, ακριβώς επειδή δουλεύει καλά», σκέπτεται ο πονηρός πολιτικάντης! Η θεσμική μηχανική πρέπει να υπηρετεί το «σύστημα»!
Συνήθως, όμως, δεν χρειάζεται καν να ελεγχθεί ένας δικαστής. Υπάρχουν απλούστερες μέθοδοι. Δώστου ευθύνες, αλλά μην του δίνεις πόρους! Σκεφτείτε: η εντυπωσιακή αποτελεσματικότητα των κκ.Πεπόνη και Μουζακίτη αναφορικά με τις διώξεις μεγαλοφειλετών του Δημοσίου επετεύχθη παρά το ότι οι λειτουργοί αυτοί δεν διέθεταν γραμματέα, βοηθούς, υπολογιστές, φαξ, κινητά τηλέφωνα («Έθνος», 30/12/11)! Αυτός είναι ο κανόνας, όχι η εξαίρεση! Η φαύλη κομματοκρατία προσποιείται ότι στηρίζει το κράτος δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα το υποσκάπτει, παραμελώντας συστηματικά, μεταξύ άλλων, την υλικοτεχνική υποδομή των αντίβαρων θεσμών.
Το ελλαδικό πρόβλημα είναι τόσο δυσεπίλυτο επειδή είναι ένα μετα-πρόβλημα: αφορά δηλαδή στον τρόπο που λύνουμε τα προβλήματά μας. Ακόμα και τώρα, στην εποχή της χρεοκοπίας, οι πολιτικοί συμπεριφέρονται όπως έχουν μάθει: υπονομεύοντας τους θεσμούς του κράτους δικαίου. Η αφοσίωση στον Αρχηγό-πασά, ο φίλαθλος κομματικός πατριωτισμός, η κομματικοποίηση των θεσμών, συνιστούν βασικές αξίες της πολιτικής μας κουλτούρας. Μόνο σε μια τριτοκοσμικής κοπής δημοκρατία, ένας υπουργός μπορεί να κραυγάζει: κάτω τα χέρια από τον Αρχηγό μου! Ο «τσαμπουκάς» του κ.Λοβέρδου υπογραμμίζει το μέγεθος της θεσμικής μας υπανάπτυξης.
Τι συνέβη; Μήπως απειλούσαν να «πειράξουν» τον κ.Παπανδρέου μπράβοι της νύχτας ή παρακρατικές οργανώσεις; Εξ όσων γνωρίζουμε, όχι. Ο οικονομικός εισαγγελέας κ.Πεπόνης, αφού μελέτησε τις καταγγελίες για αυθαίρετη διόγκωση του ελλείμματος το 2009 από την ΕΛΣΤΑΤ, απέστειλε τη σχετική δικογραφία στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Με βάση το νόμο «περί ευθύνης υπουργών» (εδώ γελάμε…), ο κ.Πεπόνης ήταν υποχρεωμένος να το κάνει αυτό, από τη στιγμή που προέκυψαν στοιχεία σχετιζόμενα με πολιτικά πρόσωπα. Προσέξτε: ο κ.Πεπόνης δεν ζήτησε τη δίωξη του κ.Παπανδρέου. Ως όφειλε, ζήτησε από την προϊσταμένη αρχή να διαβιβασθεί ο φάκελος στη Βουλή, προκειμένου αυτή να εξετάσει ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες του κ.Παπανδρέου.
Τι μας είπε όμως ο κ.Λοβέρδος; Ούτε λίγο, ούτε πολύ ότι ο κ.Παπανδρέου είναι υπεράνω του νόμου! Κανένας εισαγγελέας δεν πρέπει να τον «πειράξει». Όλοι πίσω ρε, ο αρχηγός είναι πάνω απ’ όλα! Αν θέλατε μια ακόμη απόδειξη του χάσματος πολιτικής κουλτούρας που μας χωρίζει με την ανεπτυγμένη Ευρώπη, την έχετε.
Δεν είναι τόσο σημαντικό να σχολιασθεί η σκοπιμότητα των δηλώσεων Λοβέρδου (η υπεράσπιση του γιού του ιδρυτή της επιχείρησης εμμέσως υποδηλώνει αφοσίωση στην επιχείρηση, με όλα τα οφέλη που μια τέτοια δημόσια διακήρυξη αποφέρει), όσο να καταδειχθεί το βαθύτερο μοτίβο στο οποίο παραπέμπει: τη συστηματική αμφισβήτηση της Δικαιοσύνης από την κομματοκρατία (και τα οργανωμένα συμφέροντα γενικότερα). Οι δικαστικές αποφάσεις εντάσσονται σκοπίμως στο πολιτικό παιχνίδι: χρησιμοποιούνται καιροσκοπικά από τα κόμματα για να κερδίσουν πόντους στον πολιτικό ανταγωνισμό. Έτσι, ο θεσμός της Δικαιοσύνης μονίμως αμφισβητείται και, φυσικά, ευτελίζεται• το συμβολικό του κεφάλαιο απομειώνεται.
Τα παραδείγματα είναι πολλά. Υπουργοί καταφέρονται δημοσίως κατά δικαστών όταν δεν τους ικανοποιούν οι αποφάσεις τους. Η κυρία Γεννηματά χαρακτήρισε «δικαστικό πραξικόπημα» την απόφαση του Αρείου Πάγου, το 2007, περί κωλύματος στη βουλευτική υποψηφιότητά της. Με παρόμοια γλώσσα οι κκ. Καρατζαφέρης και Καμμένος απεφάνθησαν ότι η δικαστική απόφαση για την καταδίκη του (τότε) νομάρχη Θεσσαλονίκης κ.Ψωμιάδη, το 2011, ήταν «πραξικοπηματική». Η απόφαση για την προφυλάκιση του κ.Εφραίμ αμφισβητήθηκε από πολιτικούς και ιεράρχες. Εν ολίγοις: οι δικαστικές αποφάσεις δεν γίνονται αυτονόητα σεβαστές στη χώρα μας.
Στις ώριμες δημοκρατίες συνήθως συμβαίνει το αντίθετο. Κανείς δεν διανοήθηκε να επικρίνει τη βρετανική Δικαιοσύνη για «πολιτική σκοπιμότητα», όταν καταδίκασε πέρυσι σε φυλάκιση βουλευτή των Λόρδων για ψευδείς δηλώσεις προσωπικών εξόδων, ή, παλαιότερα, τους πρώην υπουργούς κκ. Αιτκεν και Αρτσερ για ψευδορκία. Κανείς δεν αμφισβήτησε τις πρόσφατες καταδικαστικές αποφάσεις δικαστηρίων κατά των πρώην προέδρων της Γαλλίας και του Ισραήλ, κκ. Σιράκ και Κατσάβ αντιστοίχως (ο κ.Κατσάβ είναι ήδη στη φυλακή!). Στις ώριμες δημοκρατίες, θεωρείται δεδομένο ότι όχι μόνο κανείς δεν είναι πάνω από το νόμο, αλλά ότι η Δικαιοσύνη αυτονόητα χαίρει εμπιστοσύνης.
Στις ανώριμες δημοκρατίες, αντιθέτως, οι πολιτικάντηδες δεν θέλουν να ελέγχονται. Γι αυτό, όταν δικαστικοί λειτουργοί καταστούν επικίνδυνοι για το «σύστημα», τείνουν να υπονομεύονται. Μόλις οι δύο οικονομικοί εισαγγελείς κκ.Πεπόνης και Μουζακίτης άρχισαν να «ενοχλούν» με τις εκτεταμένες έρευνές τους, έπρεπε να τους κοπούν τα φτερά. Πριν από λίγους μήνες, ο πολυμήχανος κ.Βενιζέλος προωθούσε νομοσχέδιο για την αντικατάστασή τους από αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, παρά τις αντιδράσεις σημαντικών δικαστικών παραγόντων («Καθημερινή», 30/12/11). Προσέξτε πως τηρούνται τα προσχήματα: τι θα μπορούσε να προσάψει κανείς στον υπουργό Οικονομικών με μια τέτοια «θεσμική» αλλαγή; «Όταν όμως κάτι δουλεύει καλά, γιατί να το αλλάξεις;», αναρωτιέται ο λογικός άνθρωπος. «Μα, ακριβώς επειδή δουλεύει καλά», σκέπτεται ο πονηρός πολιτικάντης! Η θεσμική μηχανική πρέπει να υπηρετεί το «σύστημα»!
Συνήθως, όμως, δεν χρειάζεται καν να ελεγχθεί ένας δικαστής. Υπάρχουν απλούστερες μέθοδοι. Δώστου ευθύνες, αλλά μην του δίνεις πόρους! Σκεφτείτε: η εντυπωσιακή αποτελεσματικότητα των κκ.Πεπόνη και Μουζακίτη αναφορικά με τις διώξεις μεγαλοφειλετών του Δημοσίου επετεύχθη παρά το ότι οι λειτουργοί αυτοί δεν διέθεταν γραμματέα, βοηθούς, υπολογιστές, φαξ, κινητά τηλέφωνα («Έθνος», 30/12/11)! Αυτός είναι ο κανόνας, όχι η εξαίρεση! Η φαύλη κομματοκρατία προσποιείται ότι στηρίζει το κράτος δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα το υποσκάπτει, παραμελώντας συστηματικά, μεταξύ άλλων, την υλικοτεχνική υποδομή των αντίβαρων θεσμών.
Το ελλαδικό πρόβλημα είναι τόσο δυσεπίλυτο επειδή είναι ένα μετα-πρόβλημα: αφορά δηλαδή στον τρόπο που λύνουμε τα προβλήματά μας. Ακόμα και τώρα, στην εποχή της χρεοκοπίας, οι πολιτικοί συμπεριφέρονται όπως έχουν μάθει: υπονομεύοντας τους θεσμούς του κράτους δικαίου. Η αφοσίωση στον Αρχηγό-πασά, ο φίλαθλος κομματικός πατριωτισμός, η κομματικοποίηση των θεσμών, συνιστούν βασικές αξίες της πολιτικής μας κουλτούρας. Μόνο σε μια τριτοκοσμικής κοπής δημοκρατία, ένας υπουργός μπορεί να κραυγάζει: κάτω τα χέρια από τον Αρχηγό μου! Ο «τσαμπουκάς» του κ.Λοβέρδου υπογραμμίζει το μέγεθος της θεσμικής μας υπανάπτυξης.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)