Πενήντα χρόνια από τη δημοσίευση της «Δομής των Επιστημονικών Επαναστάσεων» του Τόμας
Κουν
Στη μνήμη του Γιώργου Γκουνταρούλη που πρώτος μας εισήγαγε στη σκέψη του Τόμας Κουν
στο ΑΠΘ στη δεκαετία του ‘80
Αν, στην προσπάθειά σας σαν να καταλάβετε την οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα,
παρακολουθείτε τις αναλύσεις των οικονομολόγων, ίσως σας δυσκολεύει η γλώσσα τους. Όταν,
μάλιστα, αυτή γίνεται ιδιαίτερα τεχνική, αναλύοντας, ας πούμε, τη διεθνή αγορά των
ομολόγων, μετατρέπεται σε μια αργκό τόσο ακατάληπτη όσο η γλώσσα των φυσικών του CERN!
Μια γλώσσα είναι ακατάληπτη όταν δεν την έχουμε μάθει – όταν, δηλαδή, δεν έχουμε μυηθεί
στη χρήση της. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο όταν η ορολογία ενός πεδίου μας είναι ξένη αλλά
και όταν, επίσης, οι συναφείς όροι μας είναι μεν οικείοι, αλλά δεν παράγουν νόημα για
μας. Πως είναι δυνατόν κάτι τέτοιο;
Ο Τόμας Κουν, ο πιο διακεκριμένος φιλόσοφος-ιστορικός της επιστήμης του 20ου αιώνα,
αντιμετώπισε ακριβώς αυτό το πρόβλημα το 1947, όταν προετοιμαζόταν να διδάξει, μεταξύ
άλλων, αριστοτελική μηχανική στους φοιτητές του Χάρβαρντ. Ο Κουν προσπαθούσε να απαντήσει
στο ερώτημά του τι γνώριζε ο Αριστοτέλης σχετικά με τη μηχανική, και τι κενά άφησε στους
επιστήμονες του 16ου και 17ου αιώνα να ανακαλύψουν. Κάτι παράξενο όμως συνέβη. «Όσο τον
διάβαζα, ο Αριστοτέλης μου φαινόταν όχι μόνο αδαής σχετικά με τη μηχανική αλλά κι ένας
απαίσιος φυσικός», σημειώνει ο Κουν. Οι παρατηρήσεις του για την κίνηση, λ.χ. ήταν
γεμάτες «λάθη» – «λάθη παρατήρησης και λογικής».
Είναι δυνατόν; Είναι δυνατόν ο άνθρωπος που θεμελίωσε τη λογική να κάνει τέτοια λάθη,
αναρωτήθηκε ο Κουν. Το ερώτημα στριφογύριζε στο μυαλό του. «Καθόμουν στο γραφείο μου με
τα «Φυσικά» του Αριστοτέλη ανοιχτά μπροστά μου […]», γράφει, «και κοίταζα αφηρημένα από
το παράθυρο του γραφείου μου [...]. Ξαφνικά, τα θραύσματα σκέψεων στο κεφάλι μου
τακτοποιήθηκαν με νέο τρόπο […]. Ο Αριστοτέλης μου φάνηκε ένας πολύ καλός φυσικός, αλλά
ενός είδους που δεν θεωρούσα δυνατόν».
Τι είχε συμβεί; Ο Κουν μόλις είχε συλλάβει την κεντρική ιδέα για την οποία κατέστη
παγκοσμίως γνωστός με την κατοπινή δημοσίευση του εμβληματικού βιβλίου του «Η Δομή των
Επιστημονικών Επαναστάσεων»: η δυσκολία του να καταλάβει τι εννοούσε ο Αριστοτέλης με την
έννοια «κίνηση» προερχόταν από το ότι, στο αριστοτελικό λεξιλόγιο, η «κίνηση» (και οι
λοιπές συναφείς έννοιες της μηχανικής) είχε πολύ διαφορετικό νόημα απ’ ότι στο Νευτώνειο
λεξιλόγιο με το οποίο ο Κουν ήταν εξοικειωμένος. Και ο Νεύτων και ο Αριστοτέλης
χρησιμοποιούν την ίδια έννοια αλλά με διαφορετικό τρόπο. Για τον Νεύτωνα η «κίνηση»
αναφέρεται στην αλλαγή θέσης ενός σώματος, ενώ, στον Αριστοτέλη, η «κίνηση» είναι μια
ευρύτερη έννοια: αναφέρεται στην αλλαγή γενικώς, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης ενός
οργανισμού, της αλλαγής στην ένταση, ή της μετάβασης από την υγεία στην ασθένεια.
Το Αριστοτέλειο και το Νευτώνειο λεξιλόγιο συνιστούν δύο διαφορετικούς συνεκτικούς
«κόσμους» («παραδείγματα»), οι οποίοι όμως είναι «ασύμμετροι», δηλαδή αναφέρονται σε
διαφορετικά πράγματα και δεν επιδέχονται αναγωγή σε μια κοινή γλώσσα. Δεν υπάρχει τρόπος
συγκριθούν ορθολογικά οι προτάσεις τους για να διαγνωσθεί η «αλήθεια» τους. Η μετάβαση
από τον ένα κόσμο στον άλλο επιφέρει μια «επαναστατική αλλαγή» - πρόκειται για «αλλαγή
παραδείγματος», όπου αλλάζει το νόημα των εννοιών.
Η επιστημονική αλλαγή δεν είναι πάντοτε σωρευτική. Όταν οι επιστήμονες έχουν μυηθεί στο
ίδιο «παράδειγμα» και εργάζονται αποτελεσματικά μέσα σε αυτό (παρά τις όποιες διαφωνίες
τους), οι ανακαλύψεις τους επιλύουν προβλήματα και, άρα, είναι σωρευτικές. Η επιστήμη
τότε είναι «κανονική». Όταν, όμως, αλλάζει το «παράδειγμα», αυτή η αλλαγή δεν είναι
σωρευτική, αφού δεν αλλάζουν μόνο οι επιστημονικοί νόμοι, αλλά και το νόημα των εννοιών
που χρησιμοποιούνται. Δεν μπορεί να μεταβεί κανείς από το παλαιό στο νέο λεξιλόγιο απλά
αναζητώντας περισσότερα εμπειρικά στοιχεία, αλλά να κατανοήσει το «νέο» με τους δικούς
του όρους. Η «αλλαγή παραδείγματος» είναι ολιστική – αλλάζει το νόημα των εννοιών, ο
τρόπος που σχετίζονται, και οι όψεις της πραγματικότητας στην οποία αναφέρονται. Ό,τι
λ.χ. συνιστούσε «κίνηση» στο Αριστοτελικό «παράδειγμα» (π.χ. ο καρπός που γίνεται δένδρο,
ο ασθενής που γίνεται υγιής) δεν συνιστά «κίνηση» για τον Νεύτωνα• δεν αναφέρονται στα
ίδια φαινόμενα.
Με την «αλλαγή παραδείγματος» αλλάζουν οι ταξινομικές κατηγορίες κατανόησης του κόσμου.
Οι αρχαίοι Έλληνες και οι νεωτερικοί άνθρωποι δεν παρατηρούν τους ίδιους πλανήτες, αφού
οι αντίστοιχες ταξονομίες είναι διαφορετικές. Δεν πρόκειται μόνο για διαφορετικές
πεποιθήσεις διαφορετικών ανθρώπων, ενώ το φαινόμενο παραμένει ίδιο, αλλά για κάτι πιο
σύνθετο: στο μέτρο που οι πλανήτες εισέρχονται στο λεξιλόγιό μας, η γλώσσα περιγραφής που
παρέχει ένα «παράδειγμα» διαμορφώνει εν μέρει το φαινόμενο. Η επιστήμη, παρατηρεί ο Κουν,
έχει μια ανεξάλειπτα «ερμηνευτική βάση», γι αυτό και κύρια μέριμνα της επιστημονικής
κοινότητας είναι να ενεργεί πρώτα ως κοινότητα - μυεί τους νέους της σε ένα σύστημα
παρατήρησης και ερμηνείας.
Η συνεισφορά του Κουν ξεφεύγει από τα όρια της επιστήμης. Ο μεγάλος φιλόσοφος-ιστορικός
άλλαξε, γενικότερα, τον τρόπο που βλέπουμε κάθε σύστημα σκέψης. Πρώτον, συνέβαλλε στην
απο-ιεροποίηση της επιστήμης. Η επιστήμη δεν συνιστά μια αλλόκοσμη αναζήτηση της μίας και
μοναδικής αλήθειας, αλλά μια ανεξάλειπτα κοινωνική-πολιτισμική δραστηριότητα, στην οποία
το εκάστοτε επικρατούν λεξιλόγιο αντανακλά κυρίαρχες κοσμολογικές αντιλήψεις και
συμφέροντα. Δεύτερον, συνεισέφερε στην ιστορικοποίηση της σύγχρονης σκέψης. Το λεξιλόγιο
περιγραφής του κόσμου αλλάζει στο χρόνο, ενίοτε με «ασύμμετρο» τρόπο. Κατανοώντας μια
άλλη εποχή, κατανοούμε καλύτερα και τη μερικότητα της δικής μας οπτικής γωνίας, γινόμαστε
αναστοχαστικοί.
Τρίτον, η «αλλαγή παραδείγματος» διατηρεί πάντοτε μια αινιγματικότητα: δεν μπορούμε ποτέ
να γνωρίζουμε πλήρως γιατί, ιστορικά, αλλάζουμε τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο
– γιατί, ούτως ειπείν, βλέπουμε διαφορετικά μοτίβα στο καλειδοσκόπιο. Ακόμα και η πιο
ορθολογική δραστηριότητα, όπως είναι η επιστήμη, ερείδεται σε μη ορθολογικά
(«φαντασιακά», θάλεγε ο Καστοριάδης) στοιχεία.
Αν και δεν το επεδίωξε ποτέ, η μεγαλύτερη συνεισφορά του Κουν, πενήντα χρόνια μετά τη
δημοσίευση της «Δομής», ήταν ότι μας έδωσε ένα πρώτο λεξιλόγιο να κατανοήσουμε τον εαυτό
μας ως σύνθετοι νεωτερικοί άνθρωποι: η σκέψη μας αναγκαστικά περιχαρακώνεται σε
«παραδείγματα»• δεν μπορούμε να δραπετεύσουμε από την εποχή μας• για να καταλάβουμε μια
ανοίκεια έννοια πρέπει να μάθουμε τη γλώσσα που την εμπεριέχει και τον τρόπο ζωής που την
υποστηρίζει• οι ριζικές αλλαγές έχουν, εν μέρει, μη ορθολογική βάση. Κυρίως: η
αναστοχαστικότητα είναι ένα γνώρισμα του σύνθετου ανθρώπου.
1 σχόλιο:
Παρόμοιο πρόβλημα επικοινωνίας είχαν οι μετα Νεύτωνα μαθηματικοί που δεν μπορούσαν να αξιοποιήσουν την ορολογία του Νεύτωνα. Μέχρι που ήρθε ο Babbage. Μεγάλο πράμα η γλώσσα.
Δημοσίευση σχολίου