Οι αγωγές της Marfin Investment Group (MIG) κατά του προέδρου του ΠΑΣΟΚ και του προέδρου του «Συνασπισμού» δείχνουν, ακόμη μια φορά, πόσο υπανάπτυκτος είναι ο δημόσιος βίος της χώρας: ακραίοι πολιτικοί χαρακτηρισμοί από τη μια μεριά, ποινικοποίηση της πολιτικής κριτικής από την άλλη.
Πράγματι οι κκ.Παπανδρέου και Τσίπρας εκστόμισαν βαριές κουβέντες κατά της MIG. Η εξαγορά μετοχών του ΟΤΕ από τη Deutsche Telekom (DT) χαρακτηρίσθηκε, μεταξύ άλλων, «απάτη» (Τσίπρας), «μάθημα κλεπτοκρατικού καπιταλισμού», «έκφραση διαπλοκής και διαφθοράς», «υποκρύπτουσα παράνομη χρηματική συναλλαγή» (Παπανδρέου). Η MIG θεωρεί ότι «συκοφαντείται» με αυτούς του χαρακτηρισμούς και προσφεύγει δικαστικά κατά αυτών που τους διατύπωσαν.
Το πρόβλημα με τις εύθικτες επιχειρήσεις είναι ότι δεν αντιλαμβάνονται πως λειτουργεί η δημοκρατία. Η αγορά των μετοχών της MIG στον ΟΤΕ από τη DT δεν είναι απλώς μια χρηματιστηριακή συναλλαγή μεταξύ δύο ιδιωτικώς συμβαλλομένων μερών. Στο μέτρο που αφορά μια από τις μεγαλύτερες, υπό κρατικό έλεγχο, επιχειρήσεις της χώρας· και στο μέτρο που είναι ο καταλύτης για την παραχώρηση της διοίκησης του ΟΤΕ στη DT, η συγκεκριμένη αγοραπωλησία μετοχών εισέρχεται στο δημόσιο λόγο και αποκτά, αναπόφευκτα, πολιτική διάσταση. Αυτό σημαίνει ότι κρίνεται δημοσίως ως προς τις εικαζόμενες προθέσεις των πρωταγωνιστών της, ως προς τους χειρισμούς τους, και ως προς τα πιθανά αποτελέσματα της συναλλαγής.
Η αντιπολίτευση θεωρεί ότι η χρηματιστηριακή συναλλαγή MIG-DT αποτελεί μέρος της ευρύτερης συμφωνίας κυβέρνησης-DT, και της εξ αυτής απορρέουσας απώλειας του υπερτιμήματος από το ελληνικό κράτος με την εκχώρηση της διοίκησης του ΟΤΕ στη DT. Το ελληνικό δημόσιο, με τους χειρισμούς του κ.Αλογοσκούφη, έχει διαφυγόντα κέρδη. Αντί να εισπράξει το ίδιο το υπερτίμημα, στην ουσία το εισπράττει η MIG. Ούτε η MIG, ούτε ο υπουργός Οικονομικών έκαναν κάτι παράνομο, αλλά η όλη συμφωνία είναι, με οικονομικούς όρους, υποβέλτιστη για το ελληνικό δημόσιο. Οι ακραίοι χαρακτηρισμοί «απάτη» και «εκκολαπτόμενο σκάνδαλο» πρέπει να ιδωθούν σε αυτά τα πολιτικά συμφραζόμενα. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί, ανήκοντες στον πολιτικό λόγο, δεν έχουν την ίδια σημασία με αυτή που έχουν στον κοινό λόγο.
Αν κατηγορήσω το γείτονά μου ότι καταπάτησε το χωράφι μου, δικαιούται να αγανακτήσει και να με μηνύσει. Η κατηγορία μου πρέπει να εδράζεται σε εμπειρικά δεδομένα, διαφορετικά είναι συκοφαντία. Αν, όμως, ένας πολιτικός χαρακτηρίσει τη συμφωνία MIG-DT «απάτη», η δήλωση αυτή είναι περισσότερο κρίση και λιγότερο εμπειρικός ισχυρισμός. Οι πολιτικές κρίσεις, αξιολογούν αποκλίσεις από κανονιστικές ή βέλτιστες πρακτικές, εικάζουν πιθανά κίνητρα και μη ομολογηθείσες πράξεις, και εκτιμούν πιθανές συνέπειες για το δημόσιο συμφέρον.
Η αντιπολίτευση λ.χ. θεωρεί ότι η συμφωνία MIG-DT έγινε επειδή δόθηκαν εγγυήσεις στη DT από την κυβέρνηση για την παραχώρηση της διοίκησης του ΟΤΕ. Η έννοια της «απάτης», αν και ακραία διατύπωση, περιγράφει «περίεργες» πρακτικές, πιθανές υποσχέσεις από την κυβέρνηση στη MIG και στη DT, εικαζόμενες παρασκηνιακές μεθοδεύσεις – με λίγα λόγια θεωρούμενες ως ασυνήθεις (και ανεπίτρεπτες) για χρηματιστηριακή συναλλαγή πρακτικές. Προσέξτε ότι δεν πρόκειται για εμπειρικές διαπιστώσεις: οι πολιτικοί δεν είναι δικαστές να καταλήξουν σε συμπεράσματα αφού ακούσουν τους μάρτυρες, ούτε επιστήμονες στο εργαστήριο να συλλέγουν εμπειρικά δεδομένα. Ενώ η δικαστική και εμπειρική επιστημονική κρίση οφείλουν να στηρίζονται πρωτίστως σε δεδομένα (εμπειρικά τεκμήρια), η πολιτική κρίση, στο μέτρο που αναφέρεται σε ένα πλέγμα πιθανών κινήτρων, εικαζόμενων μεθοδεύσεων και πραγματικών αποφάσεων, είναι περισσότερο αξιολόγηση – εκτίμηση, αποτίμηση - και λιγότερο εμπειρικός ισχυρισμός.
Αυτό είναι αναπόφευκτο. Καθότι διαχειρίζεται την εξουσία, η κυβέρνηση πάντοτε γνωρίζει περισσότερα απ’ ότι οι υπόλοιποι και, άρα, πλεονεκτεί: μπορεί να αποκρύψει, να ελέγξει, να αιφνιδιάσει. Στο μέτρο που η άσκηση της εξουσίας φέρνει την κυβέρνηση σε διαπραγματεύσεις με άλλα μέρη, η κυβέρνηση συχνά αποφεύγει να δημοσιοποιεί (ή τουλάχιστον μπορεί εκ των υστέρων να «κατασκευάζει») τις προθέσεις της για λόγους αποτελεσματικότητας, ενώ έχει κάθε κίνητρο να περιορίσει τη δημόσια λογοδοσία της, αφού, σε ένα ανταγωνιστικό πολιτικό σύστημα, τυχόν λάθη και παραλείψεις της αποφέρουν πλεονεκτήματα στους αντιπάλους της. Με άλλα λόγια, υπάρχει μια ασυμμετρία γνώσης μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Στη φιλελεύθερη δημοκρατία, αυτή την ασυμμετρία γνώσης την αντισταθμίζουμε με την ελευθερία του λόγου: κρίνουμε-αξιολογούμε τις κυβερνητικές πράξεις, ακριβώς επειδή δεν γνωρίζουμε όσα γνωρίζουν οι κυβερνώντες. Οι κρίσεις μας κατ’ ανάγκην στερούνται πλήρους εμπειρικής επάρκειας – είναι περισσότερο εκτιμήσεις. Η υπερβολή που εγγενώς ενέχουν οι εκτιμήσεις-αξιολογήσεις είναι το τίμημα που καταβάλλουμε για τη λειτουργία της λογοδοσίας στη δημοκρατία.
Βέβαια, σε μια ώριμη δημοκρατία, πασχίζουμε να ελαχιστοποιούμε την υπερβολή. Οι κρίσεις μας οφείλουν να είναι ζυγισμένες: να είναι όσο το δυνατόν πιο ορθολογικές και ευλογοφανείς. Το γεγονός ότι οι πολιτικοί μας συχνά προσφεύγουν σε ακραίους χαρακτηρισμούς, στη συνωμοσιολογία και τη σκανδαλολογία, δείχνει όχι τόσο τη συκοφαντική τους πρόθεση, όσο αφενός μεν τη φτώχεια των επιχειρημάτων τους, αφετέρου δε το βαθύτερο μοτίβο που διαπερνά το ελλαδικό πολιτικό σύστημα: την ακραία πόλωση, τις «περίεργες» διαδικασίες διακυβέρνησης, την καχυποψία. Ακριβώς αυτό είναι το πραγματικό μας πρόβλημα, αλλά κανείς δεν μιλάει γι αυτό.
Συντετμημένη εκδοχή του άρθρου αυτού δημοσιεύθηκε στο Κέρδος, 24 Μαΐου 2008.