Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Η παραδοχή, οι παραδοχές και η αβεβαιότητα


Πολύ θα το θέλαμε, αλλά δεν μπορούμε να προβλέψουμε τον καιρό σε βάθος χρόνου. Γιατί; Διότι αδυνατούμε: πρώτον να έχουμε τις απαιτούμενες πληροφορίες για όλους τους παράγοντες που επηρεάζουν τον καιρό• δεύτερον να έχουμε τόσο μεγάλη υπολογιστική ικανότητα που θα μας επέτρεπε να επεξεργαζόμαστε τις απαιτούμενες πληροφορίες• και τρίτον να διαθέτουμε ολοκληρωμένη κατανόηση των φυσικών διεργασιών που παράγουν τα καιρικά φαινόμενα. Με άλλα λόγια, η εγγενής ατέλεια της γνώσης παράγει αβεβαιότητα, δυσχεραίνοντας έτσι την πρόβλεψη.

Αν αδυνατούμε να προβλέψουμε αξιόπιστα τον καιρό για παραπάνω από μία εβδομάδα, πόσο αξιόπιστη είναι η πρόβλεψη των επιπτώσεων ενός προγράμματος δρακόντειας δημοσιονομικής προσαρμογής για τρία χρόνια; Μικρή, για τους ίδιους λόγους με την πρόγνωση του καιρού, συν έναν ακόμα. Ένα δρακόντειο πρόγραμμα λιτότητας ενσωματώνει παραδοχές. Οι προβλέψεις του στηρίζονται, πρώτον σε παραδοχές για την εξέλιξη κρίσιμων μεγεθών με βάση τις κρατούσες απόψεις και, δεύτερον, στην παραδοχή ceteris paribus – δηλαδή, ότι οι συνθήκες μέσα στις οποίες θα εφαρμοστεί το πρόγραμμα (π.χ. πολιτική σταθερότητα, εκτελεστική αποφασιστικότητα, κλπ) θα παραμείνουν σταθερές. Και οι δύο παραδοχές συχνά αποδεικνύονται στην πράξη προβληματικές.

Αντίθετα με τους μετεωρολόγους, οι οικονομολόγοι της τρόικας δεν αναλύουν απλώς ένα ανεξάρτητο από αυτούς φαινόμενο (την ελληνική οικονομία), αλλά, με το πρόγραμμα που επέβαλλαν, στοχεύουν να παρέμβουν σε αυτό - να αλλάξουν τους μηχανισμούς που διαμορφώνουν οικονομικές συμπεριφορές. Στο μέτρο που τα Μνημόνια δεν είναι πολιτικώς ουδέτερα κείμενα αλλά εμπεριέχουν αξιώσεις ισχύος, η αβεβαιότητα που εγγενώς συνοδεύει την εφαρμογή τους υποτονίζεται. «Το Μνημόνιο», ακούμε, «πάνω απ’ όλα, πρέπει να εφαρμοστεί». Η ισχύς του δεν πρέπει να αμφισβητηθεί.

Τα Μνημόνια μοιάζουν με τη θεραπευτική αγωγή μιας δύσκολης ασθένειας, με όλη την αβεβαιότητα που εμπεριέχεται σε ένα τέτοιο εγχείρημα. Τόσο στην ασθένεια, όσο και στην οικονομική συμπεριφορά, αυτός που παρεμβαίνει εφαρμόζει την ατελή γνώση του σε ένα σύνθετο και δυναμικό φαινόμενο.

Μια σημαντική παραδοχή του ΔΝΤ ήταν οι «πολλαπλασιαστές», δηλαδή η επίπτωση της δημοσιονομικής προσαρμογής (μέτρα για τη μείωση του ελλείμματος) στο ΑΕΠ. Όσο πιο μικρός ο πολλαπλασιαστής, τόσο μικρότερη η επίπτωση, και αντιστρόφως. Με βάση τις κρατούσες απόψεις, οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ υπέθεσαν έναν μικρό πολλαπλασιαστή (0.5), ενώ οι κατοπινές έρευνες τους έδειξαν ότι έπρεπε να ήταν μέχρι τριπλάσιος. Με απλά λόγια, έπεσαν δραματικά έξω στο μέγεθος της ύφεσης που προέβλεψαν.

Θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί; Εκ των υστέρων, όλες οι αστοχίες θα μπορούσαν να μην υπάρχουν. Το πρόβλημα είναι ότι, όπως στη μετεωρολογία, δεν διαθέτουμε τέλεια γνώση για να προβλέψουμε με αξιοπιστία σύνθετες οικονομικές συμπεριφορές. Πάντα οι παρεμβάσεις μας στηρίζονται σε παραδοχές, οι οποίες είναι εγγενώς ατελείς.

Ποιος είναι λ.χ. ο σωστός πολλαπλασιαστής; Ξέρουμε τώρα ότι δεν είναι 0,5, αλλά ποιος είναι; Η άβολη απάντηση είναι ότι, αν και έγκυρες εκτιμήσεις υπάρχουν, ουδείς γνωρίζει με βεβαιότητα. Η κρατούσα άποψη σήμερα είναι ότι είναι τουλάχιστον 1, αλλά πριν από πενήντα χρόνια ή κρατούσα άποψη τον έφερνε να ανέρχεται στο 2. Η πρόσφατη εμπειρική μελέτη των οικονομολόγων του ΔΝΤ Μπλανσάρ και Λι, από την οποία ξεκίνησε η συζήτηση για τον λάθος πολλαπλασιαστή του ΔΝΤ, επικρίθηκε. Μελέτες που ομαδοποιούν διαφορετικές χώρες, καταλήγουν σε μη αξιόπιστα συμπεράσματα, λένε οι επικριτές. Αν π.χ. η Ελλάδα και η Γερμανία απουσίαζαν από τις 28 χώρες που μελέτησαν οι ερευνητές, τα συμπεράσματά τους θα ήταν διαφορετικά. Το ίδιο θα συνέβαινε και αν επέλεγαν ένα διαφορετικό χρονικό διάστημα μελέτης. Η οικονομική γνώση είναι ανεξάλειπτα ατελής.

Το πιθανότερο είναι ότι, όπως δεν υπάρχει μια ταυτόσημη, πλήρως γνωστή θεραπευτική αγωγή για όλους όσους πάσχουν από την ίδια ασθένεια, έτσι δεν υπάρχει ένας πολλαπλασιαστής για όλες τις χώρες. Η κάθε μία έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες, τις οποίες οι κοινωνικοί μηχανικοί του ΔΝΤ είτε αγνοούν, είτε προσπερνούν. Οι πολιτικές ιδιαιτερότητες της Ελλάδας – η απίστευτη πολιτική πόλωση, η ασύστολη δημαγωγία, και οι φαυλοκρατικοί εθισμοί μιας εν πολλοίς άτολμης, κουτοπόνηρης, και ανίκανης πολιτικής ελιτ – παρήγαγαν πολιτική αστάθεια και πλημμελή εφαρμογή των Μνημονίων. Αυτά δημιούργησαν βαθιά κρίση εμπιστοσύνης στην ικανότητα της χώρας να παραμείνει στο ευρώ, η οποία παρήγαγε τεράστια αβεβαιότητα σε δανειστές, επενδυτές και καταθέτες, επιτείνοντας το πρόβλημα. Η παραδοχή ceteris paribus των τεχνοκρατών κατέρρευσε.

Προσέξτε: η αποτυχία του αρχικού προγράμματος της τρόικας δεν προήλθε μόνο εξαιτίας εσφαλμένων παραδοχών τους, αλλά και από όλους εκείνους τους λαϊκιστές πολιτικούς (ένας έγινε πρωθυπουργός!), οι οποίοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ακυρωθεί η παραδοχή ceteris paribus των σχεδιαστών του! Ενώ το ΔΝΤ παραδέχθηκε εμμέσως το σφάλμα του, το εγχώριο πολιτικό σύστημα κάνει αυτό που έκανε πάντα – επιδίδεται σε ασύστολο λαϊκισμό, κατηγορώντας ο ένας τον άλλο, και όλοι μαζί στους ξένους. Και η χώρα καταστρέφεται…

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Πες μου το «παράδειγμά» σου να σου πω τι σκέφτεσαι!


Πενήντα χρόνια από τη δημοσίευση
της «Δομής των Επιστημονικών Επαναστάσεων» του Τόμας Κουν


Στη μνήμη του Γιώργου Γκουνταρούλη που πρώτος μας εισήγαγε στη σκέψη του Τόμας Κουν στο ΑΠΘ στη δεκαετία του ‘80


Αν, στην προσπάθειά σας σαν να καταλάβετε την οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα, παρακολουθείτε τις αναλύσεις των οικονομολόγων, ίσως σας δυσκολεύει η γλώσσα τους. Όταν, μάλιστα, αυτή γίνεται ιδιαίτερα τεχνική, αναλύοντας, ας πούμε, τη διεθνή αγορά των ομολόγων, μετατρέπεται σε μια αργκό τόσο ακατάληπτη όσο η γλώσσα των φυσικών του CERN!

Μια γλώσσα είναι ακατάληπτη όταν δεν την έχουμε μάθει – όταν, δηλαδή, δεν έχουμε μυηθεί στη χρήση της. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο όταν η ορολογία ενός πεδίου μας είναι ξένη αλλά και όταν, επίσης, οι συναφείς όροι μας είναι μεν οικείοι, αλλά δεν παράγουν νόημα για μας. Πως είναι δυνατόν κάτι τέτοιο;

Ο Τόμας Κουν, ο πιο διακεκριμένος φιλόσοφος-ιστορικός της επιστήμης του 20ου αιώνα, αντιμετώπισε ακριβώς αυτό το πρόβλημα το 1947, όταν προετοιμαζόταν να διδάξει, μεταξύ άλλων, αριστοτελική μηχανική στους φοιτητές του Χάρβαρντ. Ο Κουν προσπαθούσε να απαντήσει στο ερώτημά του τι γνώριζε ο Αριστοτέλης σχετικά με τη μηχανική, και τι κενά άφησε στους επιστήμονες του 16ου και 17ου αιώνα να ανακαλύψουν. Κάτι παράξενο όμως συνέβη. «Όσο τον διάβαζα, ο Αριστοτέλης μου φαινόταν όχι μόνο αδαής σχετικά με τη μηχανική αλλά κι ένας απαίσιος φυσικός», σημειώνει ο Κουν. Οι παρατηρήσεις του για την κίνηση, λ.χ. ήταν γεμάτες «λάθη» – «λάθη παρατήρησης και λογικής».

Είναι δυνατόν; Είναι δυνατόν ο άνθρωπος που θεμελίωσε τη λογική να κάνει τέτοια λάθη, αναρωτήθηκε ο Κουν. Το ερώτημα στριφογύριζε στο μυαλό του. «Καθόμουν στο γραφείο μου με τα «Φυσικά» του Αριστοτέλη ανοιχτά μπροστά μου […]», γράφει, «και κοίταζα αφηρημένα από το παράθυρο του γραφείου μου [...]. Ξαφνικά, τα θραύσματα σκέψεων στο κεφάλι μου τακτοποιήθηκαν με νέο τρόπο […]. Ο Αριστοτέλης μου φάνηκε ένας πολύ καλός φυσικός, αλλά ενός είδους που δεν θεωρούσα δυνατόν».

Τι είχε συμβεί; Ο Κουν μόλις είχε συλλάβει την κεντρική ιδέα για την οποία κατέστη παγκοσμίως γνωστός με την κατοπινή δημοσίευση του εμβληματικού βιβλίου του «Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων»: η δυσκολία του να καταλάβει τι εννοούσε ο Αριστοτέλης με την έννοια «κίνηση» προερχόταν από το ότι, στο αριστοτελικό λεξιλόγιο, η «κίνηση» (και οι λοιπές συναφείς έννοιες της μηχανικής) είχε πολύ διαφορετικό νόημα απ’ ότι στο Νευτώνειο λεξιλόγιο με το οποίο ο Κουν ήταν εξοικειωμένος. Και ο Νεύτων και ο Αριστοτέλης χρησιμοποιούν την ίδια έννοια αλλά με διαφορετικό τρόπο. Για τον Νεύτωνα η «κίνηση» αναφέρεται στην αλλαγή θέσης ενός σώματος, ενώ, στον Αριστοτέλη, η «κίνηση» είναι μια ευρύτερη έννοια: αναφέρεται στην αλλαγή γενικώς, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης ενός οργανισμού, της αλλαγής στην ένταση, ή της μετάβασης από την υγεία στην ασθένεια.

Το Αριστοτέλειο και το Νευτώνειο λεξιλόγιο συνιστούν δύο διαφορετικούς συνεκτικούς «κόσμους» («παραδείγματα»), οι οποίοι όμως είναι «ασύμμετροι», δηλαδή αναφέρονται σε διαφορετικά πράγματα και δεν επιδέχονται αναγωγή σε μια κοινή γλώσσα. Δεν υπάρχει τρόπος συγκριθούν ορθολογικά οι προτάσεις τους για να διαγνωσθεί η «αλήθεια» τους. Η μετάβαση από τον ένα κόσμο στον άλλο επιφέρει μια «επαναστατική αλλαγή» - πρόκειται για «αλλαγή παραδείγματος», όπου αλλάζει το νόημα των εννοιών.

Η επιστημονική αλλαγή δεν είναι πάντοτε σωρευτική. Όταν οι επιστήμονες έχουν μυηθεί στο ίδιο «παράδειγμα» και εργάζονται αποτελεσματικά μέσα σε αυτό (παρά τις όποιες διαφωνίες τους), οι ανακαλύψεις τους επιλύουν προβλήματα και, άρα, είναι σωρευτικές. Η επιστήμη τότε είναι «κανονική». Όταν, όμως, αλλάζει το «παράδειγμα», αυτή η αλλαγή δεν είναι σωρευτική, αφού δεν αλλάζουν μόνο οι επιστημονικοί νόμοι, αλλά και το νόημα των εννοιών που χρησιμοποιούνται. Δεν μπορεί να μεταβεί κανείς από το παλαιό στο νέο λεξιλόγιο απλά αναζητώντας περισσότερα εμπειρικά στοιχεία, αλλά να κατανοήσει το «νέο» με τους δικούς του όρους. Η «αλλαγή παραδείγματος» είναι ολιστική – αλλάζει το νόημα των εννοιών, ο τρόπος που σχετίζονται, και οι όψεις της πραγματικότητας στην οποία αναφέρονται. Ό,τι λ.χ. συνιστούσε «κίνηση» στο Αριστοτελικό «παράδειγμα» (π.χ. ο καρπός που γίνεται δένδρο, ο ασθενής που γίνεται υγιής) δεν συνιστά «κίνηση» για τον Νεύτωνα• δεν αναφέρονται στα ίδια φαινόμενα.

Με την «αλλαγή παραδείγματος» αλλάζουν οι ταξινομικές κατηγορίες κατανόησης του κόσμου. Οι αρχαίοι Έλληνες και οι νεωτερικοί άνθρωποι δεν παρατηρούν τους ίδιους πλανήτες, αφού οι αντίστοιχες ταξονομίες είναι διαφορετικές. Δεν πρόκειται μόνο για διαφορετικές πεποιθήσεις διαφορετικών ανθρώπων, ενώ το φαινόμενο παραμένει ίδιο, αλλά για κάτι πιο σύνθετο: στο μέτρο που οι πλανήτες εισέρχονται στο λεξιλόγιό μας, η γλώσσα περιγραφής που παρέχει ένα «παράδειγμα» διαμορφώνει εν μέρει το φαινόμενο. Η επιστήμη, παρατηρεί ο Κουν, έχει μια ανεξάλειπτα «ερμηνευτική βάση», γι αυτό και κύρια μέριμνα της επιστημονικής κοινότητας είναι να ενεργεί πρώτα ως κοινότητα - μυεί τους νέους της σε ένα σύστημα παρατήρησης και ερμηνείας.

Η συνεισφορά του Κουν ξεφεύγει από τα όρια της επιστήμης. Ο μεγάλος φιλόσοφος-ιστορικός άλλαξε, γενικότερα, τον τρόπο που βλέπουμε κάθε σύστημα σκέψης. Πρώτον, συνέβαλλε στην απο-ιεροποίηση της επιστήμης. Η επιστήμη δεν συνιστά μια αλλόκοσμη αναζήτηση της μίας και μοναδικής αλήθειας, αλλά μια ανεξάλειπτα κοινωνική-πολιτισμική δραστηριότητα, στην οποία το εκάστοτε επικρατούν λεξιλόγιο αντανακλά κυρίαρχες κοσμολογικές αντιλήψεις και συμφέροντα. Δεύτερον, συνεισέφερε στην ιστορικοποίηση της σύγχρονης σκέψης. Το λεξιλόγιο περιγραφής του κόσμου αλλάζει στο χρόνο, ενίοτε με «ασύμμετρο» τρόπο. Κατανοώντας μια άλλη εποχή, κατανοούμε καλύτερα και τη μερικότητα της δικής μας οπτικής γωνίας, γινόμαστε αναστοχαστικοί.

Τρίτον, η «αλλαγή παραδείγματος» διατηρεί πάντοτε μια αινιγματικότητα: δεν μπορούμε ποτέ να γνωρίζουμε πλήρως γιατί, ιστορικά, αλλάζουμε τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο – γιατί, ούτως ειπείν, βλέπουμε διαφορετικά μοτίβα στο καλειδοσκόπιο. Ακόμα και η πιο ορθολογική δραστηριότητα, όπως είναι η επιστήμη, ερείδεται σε μη ορθολογικά («φαντασιακά», θάλεγε ο Καστοριάδης) στοιχεία.

Αν και δεν το επεδίωξε ποτέ, η μεγαλύτερη συνεισφορά του Κουν, πενήντα χρόνια μετά τη δημοσίευση της «Δομής», ήταν ότι μας έδωσε ένα πρώτο λεξιλόγιο να κατανοήσουμε τον εαυτό μας ως σύνθετοι νεωτερικοί άνθρωποι: η σκέψη μας αναγκαστικά περιχαρακώνεται σε «παραδείγματα»• δεν μπορούμε να δραπετεύσουμε από την εποχή μας• για να καταλάβουμε μια ανοίκεια έννοια πρέπει να μάθουμε τη γλώσσα που την εμπεριέχει και τον τρόπο ζωής που την υποστηρίζει• οι ριζικές αλλαγές έχουν, εν μέρει, μη ορθολογική βάση. Κυρίως: η αναστοχαστικότητα είναι ένα γνώρισμα του σύνθετου ανθρώπου.

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

«Είναι βία τα Μνημόνια;» - Λάθος ερώτημα


Είναι ένα κλασικό πρόβλημα στην ανθρώπινη επικοινωνία: ακούς κάποιον, καταλαβαίνεις κάθε λέξη του, αλλά δεν καταλαβαίνεις τι πραγματικά εννοεί με αυτά που λέει. Δεν είναι απαραίτητο ο συνομιλητής σου να χρησιμοποιεί τεχνική γλώσσα. Μπορεί οι λέξεις του να είναι οικείες, αλλά πάλι να μην τον καταλαβαίνεις. Ο λόγος είναι ότι, συνήθως, η καλή επικοινωνία δεν είναι τόσο θέμα γλωσσικής-λογικής κατανόησης, όσο διάθεσης για κατανόηση, επιθυμίας για μετοχή σε μια σχέση. Η γλωσσική επικοινωνία καθίσταται εφικτή στο μέτρο που ερείδεται σε μια εξω-γλωσσική πραγματικότητα: τη διάθεση των συνομιλητών για συν-εννόηση.

Όταν ένας πατέρας λέει «σκότωσαν το γιό μου ψυχικά», όπως είπε ο πατέρας του Κύπριου φοιτητή Α. Δημητρίου μετά τον κτηνώδη ξυλοδαρμό που υπέστη ο γιός του από αστυνομικούς στη Θεσσαλονίκη το 2007, τι θέλει να μας πει; Για να τον καταλάβουμε πρέπει να πασχίσουμε να μπούμε στη θέση του. Θα δούμε, τότε, στο μεταφορικό τρόπο ομιλίας του, την έκφραση απίστευτης οδύνης. Αν μείνουμε στις λέξεις χωρίς να συναισθανθούμε αυτό που δείχνουν, δεν θα κατανοήσουμε το μήνυμα. Η δήλωση του πατέρα είναι κατανοητή, όχι τόσο γι αυτό που λέει, όσο γι αυτό που δείχνει.

Ένας αριστερός βουλευτής διατείνεται: «Βία είναι τα τρία Μνημόνια. Βία είναι να μην μπορείς να ταΐσεις το παιδί σου. Βία είναι να μην έχεις ρεύμα, τα βασικά, να μην έχεις φάρμακα. […] Βία είναι η «Ρικομέξ». Βία είναι το «Σάμινα». Όλα αυτά είναι βία». Τι εννοεί άραγε; Ανακατεύει διαφορετικά πράγματα σε αυτή τη δήλωση ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Διαμαντόπουλος, αλλά, αν θέλουμε να τον καταλάβουμε, πρέπει να δούμε τι δείχνει η μεταφορική γλώσσα του.

Αν αναρωτηθούμε φορμαλιστικά για τη λογική εγκυρότητα του συλλογισμού του, χάνουμε το νόημα. Αναζητώντας εμπεδωμένους ορισμούς των εννοιών στα λεξικά για να τους αντιπαραβάλλουμε με την «εκκεντρική» χρήση τους από τον ομιλητή, δυσχεραίνουμε την κατανόησή μας. Είναι σα να διαβάζουμε «λογικά» τις λεκτικές ακροβασίες στα ποιήματα της Κικής Δημουλά. «Τουλάχιστον/ ν’ αλλάζεις πότε-πότε το νερό στις φωτογραφίες μου», γράφει κάπου η ποιήτρια. Τι θέλει να πει; Περίπου ό,τι και ο κ. Διαμαντόπουλος – να μας επιστήσει την προσοχή σε κάτι που είτε μας διαφεύγει, είτε το προσπερνάμε, είτε δυσκολευόμαστε να μιλήσουμε γι αυτό.

Μα είναι βία τα Μνημόνια; Είναι σα να ρωτάμε: μα ποτίζονται οι φωτογραφίες; Λογικά μιλώντας, όχι. Ούτε το Μνημόνιο δέρνει κανέναν, ούτε οι φωτογραφίες ποτίζονται! Και οι δύο δηλώσεις κάτι άλλο εννοούν. Τι; Θα το καταλάβουμε αν ξεφύγουμε από το «λογικό» σχήμα της πρότασης για δούμε τι δείχνει ο ομιλητής.

Αν πούμε: «Τα […] Μνημόνια είναι πολιτική, την οποία ο καθένας μπορεί να αξιολογεί […]• πάντως, βία δεν είναι. Η στέρηση των βασικών αγαθών, όπως η τροφή, το ρεύμα και τα φάρμακα είναι μια αναγκαιότητα άδικη• και πάλι, όμως, βία δεν είναι» (Στ. Κασιμάτης, «Καθημερινή», 24/1/13), τότε μένουμε στο στενά γλωσσικό-λογικό πεδίο, αναζητώντας ουσιοκρατικούς ορισμούς των εννοιών. Όσο δεν ανοιγόμαστε στο πεδίο της επικοινωνίας (της χρήσης, δηλαδή, της γλώσσας), αδυνατούμε να δούμε τι εννοεί ο ομιλητής.

Μα η γλώσσα του Διαμαντόπουλου να ιδωθεί με τον ίδιο τρόπο όπως η γλώσσα της Δημουλά; Γιατί όχι; Και στις δύο περιπτώσεις οι ομιλητές θέλουν να δηλώσουν κάτι πέρα από αυτό που λένε. Η πολιτική δεν είναι λιγότερο μεταφορική από την ποίηση, απλώς συχνά δεν το συνειδητοποιούμε. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πλέον βαρυσήμαντες πολιτικές ομιλίες βρίθουν μεταφορικών περιγραφών (θυμηθείτε τη συγκλονιστική ομιλία «Έχω ένα όνειρο» του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ).

Σε στιγμές οξείας κρίσης δεν διασαλεύεται μόνο η σταθερότητα της καθημερινής ζωής, αλλά αναδεύεται η ίδια η γλώσσα. Οι οδυνηρές εμπειρίες της χρεοκοπίας αναζητούν νέα γλωσσικά σχήματα για να περιγραφούν. Για όποιον επιμένει να διατηρεί απροκατάληπτα το πολιτικό του αισθητήριο σε εγρήγορση, τα νέα μεταφορικά σχήματα που αναδύονται εκφράζουν πρωτοφανείς αγωνίες, οι οποίες δεν ζητούν τόσο «λογική» επεξεργασία, όσο βαθιά κατανόηση.

Είναι εξαιρετικά σημαντικό να θέτει κανείς τα σωστά ερωτήματα. Όσο επιδιώκουμε να ρωτάμε: «είναι βία τα Μνημόνια;», τόσο θα απομακρυνόμαστε από αυτό που πρέπει να είναι ο στόχος σε μια δημοκρατική πολιτεία - η αλληλο-κατανόηση. Όσο, όμως, επιμένουμε να ρωτάμε: «τι εννοούν όσοι βιώνουν τα μέτρα του Μνημονίου ως βία;», τότε αλλάζουμε παιχνίδι: δημιουργούμε τις προϋποθέσεις για διεισδυτική κατανόηση, δείχνουμε στους πλέον χειμαζόμενους συμπολίτες ότι πασχίζουμε να τους καταλάβουμε, και, τελικά, δημιουργούμε χώρο μέσα μας να αναζητήσουμε πιο συνετές πολιτικές.

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Συνέντευξη στον ιστοχώρο offsite (Κύπρος)


Πως βλέπετε την κατάσταση να εξελίσσεται στην Κύπρο με την οικονομική κρίση να καλπάζει και ποιοι είναι οι βασικοί λόγοι που μας οδήγησαν σε αυτή;

Δεν θα πω κάτι καινούριο αν επαναλάβω ότι η οικονομική κρίση συνιστά το σημαντικότερο πρόβλημα (σχεδόν υπαρξιακής φύσης) που αντιμετώπισε η Κυπριακή Δημοκρατία από το 1974 και μετά. Τα πράγματα είναι δύσκολα και θα δυσκολέψουν περισσότερο. Ο ρόλος του τραπεζικού συστήματος ήταν καθοριστικός στην εμφάνιση της κρίσης. Από την άποψη αυτή η κατάσταση θυμίζει την Ιρλανδία. Οι δύο μεγάλες τράπεζες συμπεριφέρθηκαν ανεύθυνα, ενώ η εποπτεία τους απεδείχθη ελλιπής. Η δημοσιονομική κρίση, όμως, ανέδειξε τα βαθύτερα προβλήματα του πολιτικο-οικονομικού συστήματος. Η τεράστια ισχύς των τραπεζών τους εξασφάλισε χαλαρή εποπτεία. Τα δημόσια οικονομικά ήταν ήδη σε προβληματική τροχιά, με τις αλόγιστα αυξανόμενες κρατικές δαπάνες, τις δομικές ανεπάρκειες του συνταξιοδοτικού συστήματος, κλπ. Το οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης είναι, εδώ και καιρό, επισφαλές και παρωχημένο, η ανταγωνιστικότητα της οικονομία μειούμενη. Όλοι λένε ότι χρειαζόμαστε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης αλλά λίγοι καταλαβαίνουν ότι αυτό προϋποθέτει με τη σειρά του νέα νοοτροπίες, αξίες και θεσμούς. Όσο το όνειρο των νέων παραμένει η θέση στο δημόσιο, δεν υπάρχει ελπίδα. Πρέπει να μάθουμε να τολμούμε και να διακινδυνεύουμε. Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει θεσμούς που επιζητούν και επιβραβεύουν τη διακινδύνευση και την καινοτόμο επιχειρηματικότητα. Αυτοί οι θεσμοί και η νοοτροπία που τους συνοδεύει είναι σήμερα καχεκτικοί. Η οικονομική κρίση είναι μια ευκαιρία να επανεφεύρουμε τον εαυτό μας. Δεν είναι εύκολο, είναι όμως αναγκαίο.

Η ανεργία χτυπάει κυρίως τους νέους. Τα όνειρα τους δύσκολα θα πραγματοποιηθούν, ποια μέτρα θεωρείτε ότι θα μπορούσαν να αλλάξουν αυτή την πορεία;

Η ανεργία καταπολεμείται με τη δημιουργία θέσεων εργασίας, η οποία συνεπάγεται επενδύσεις και επιχειρηματικότητα. Οι τραπεζικές υπηρεσίες, ο μαζικός τουρισμός, και το real estate έφθασαν στα όριά τους. Χρειαζόμαστε επενδύσεις σε νέους τομείς. Τέτοιες θα μπορούσαν να είναι στους τομείς της ενέργειας (όχι μόνο στο φυσικό αέριο), της εκπαίδευσης, της υγείας, του ποιοτικού τουρισμού, του λογισμικού, και του consulting. Θα συνεχίσουμε να είμαστε οικονομία υπηρεσιών, αλά πρέπει να επενδύσουμε σε niche markets όπου μπορούμε να έχουμε πλεονέκτημα διεθνώς. Η Κύπρος μπορεί να γίνει η Σιγκαπούρη της Ευρώπης ή, αν προτιμάτε μια ποιο οικεία εικόνα, η Φινλανδία της Μεσογείου. Αλλά γι αυτό το εγχείρημα υπάρχουν απαιτητικές προϋποθέσεις…

Η Κύπρος όμως βιώνει και μια γενικότερη κρίση, μια κρίση αξιών και θεσμών. Η έννοια της ανάληψης ευθύνης στις ηγεσίες δεν υπάρχει, θα λέγαμε μάλιστα ότι η περιφρόνηση προς τους θεσμούς είναι σε πολλές περιπτώσεις προκλητική. Τι ρόλο έπαιξε η τραγωδία στο Μαρί για τον απλό πολίτη;

Ναι, πράγματι, η οικονομική κρίση αναδεικνύει ευρύτερα θέματα. Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά με οξείες οικονομικές κρίσεις της Βόρειας Ευρώπης (όπως π.χ. στη Σουηδία και τη Φινλανδία στη δεκαετία του ’90). Δεν πάσχει μόνο το μοντέλο ανάπτυξης, πάσχουν οι θεσμοί μας και η νοοτροπία μας: ένας ράθυμος και βραδυκίνητος κρατικός μηχανισμός, ένα πελατειακό πολιτικό σύστημα που (ας το πω όσο πιο ευγενικά μπορώ) δεν κερδίζει το σεβασμό του πολίτη, και μια πολιτική ηγεσία της οποίας η κύρια μέριμνα είναι η ιδιοτελής νομή της εξουσίας. Η τραγωδία του Μαρί επιβεβαίωσε αυτό που αισθάνεται ο απλός πολίτης: η χώρα δεν διαθέτει statesmen, διαθέτει πολιτικάντηδες, ο κρατικός μηχανισμός εμφανίζει μια πρόσοψη λειτουργικού κράτους, αλλά το εσωτερικό του είναι διαβρωμένο από τον κομματισμό, την ανευθυνοϋπευθυνότητα, και το γραφειοκρατικό εφησυχασμό. Σκεφθείτε για λίγο τον κύριο με το συνήθως θυμωμένο, θλιμμένο, ή πεισμωμένο (ανάλογα με τις περιστάσεις …) πρόσωπο που κατέχει το ύψιστο αξίωμα της χώρας: με αφορμή την τραπεζική κρίση διακήρυξε ότι θα αναζητηθούν και θα αποδοθούν οι ευθύνες των τραπεζιτών. Δεν συνειδητοποιεί ο δύστυχος ότι ο ηγέτης που δεν αναδέχθηκε τις ευθύνες που επισήμως του αποδόθηκαν για την τραγωδία του Μαρί έχει χάσει την ηθική ακτινοβολία που εκπέμπει το αξίωμά του. Πείθει μόνο τη σύζυγό του και το γραμματέα του κόμματός του…

Πιστεύετε ότι έχει αφυπνιστεί ή οι αντιδράσεις των πολιτών ήταν ένα γεγονός παροδικό; Ποιος είναι ο ρόλος που διαδραματίζουν οι συντεχνίες και τα κόμματα σε αυτή την «αστοχία» της Δημοκρατίας και στην παρεκτροπή από τους θεσμούς;

Η αφύπνιση των πολιτών δεν είναι ένα γεγονός αλλά μια διαδικασία. Άρχισε να ενεργοποιείται αμέσως μετά την τραγωδία στο Μαρί. Τότε αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε ότι η ίδια η χώρα μπορεί να καταστραφεί σε λίγα λεπτά εξαιτίας της ανικανότητας των κυβερνητών και της σαθρότητας του κρατικού μηχανισμού. Γίναμε ξαφνικά πιο ευαίσθητοι σε θέματα κρατικής λειτουργίας και πολιτικής αποτελεσματικότητας. Η ηθική της ευθύνης άρχισε να έρχεται στο προσκήνιο. Τα συνδικάτα καλούνται να υπερβούν τον στενά συντεχνιακό τους εαυτό και να συνειδητοποιήσουν ότι τα συμφέροντα των μελών τους υπηρετούνται καλύτερα αν τα ίδια ταχθούν στην υπηρεσία του συλλογικού συμφέροντος και πιέζουν τους κυβερνήτες για διαρκή εκσυγχρονισμό δομών και νοοτροπιών. Παρομοίως, τα κόμματα καλούνται να υπερβούν τον πελατειακό τους εαυτό και να δώσουν προτεραιότητα στην υπηρέτηση του συλλογικού συμφέροντος. Δεν είναι εύκολο.

Η απαίτηση για διαφάνεια και τερματισμό του ρουσφετιού μεγαλώνει, παρά την αυτοπαγίδευση των πολιτών – ψηφοφόρων σε επιλογές υποψηφίων μέσα από το κατεστημένο σύστημα. Οι διάφορες ομάδες πολιτών που έχουν συσταθεί κυρίως μετά το Μαρί, μπορούν να έχουν κάποιο αποτέλεσμα στον τρόπο σκέψης των πολιτικών; Πως θα μπορούσαν να πετύχουν τον στόχο τους, να συμμετέχουν στη διαμόρφωση του μέλλοντος των παιδιών τους δηλαδή;

Δεν υπάρχουν συνταγές. Στις φιλελεύθερες δημοκρατίες οι αλλαγές επέρχονται όχι μόνο από τα πάνω (από τους πολιτικούς) αλλά και από τα κάτω (από τους πολίτες). Η κοινωνία των πολιτών, άρχισε να δραστηριοποιείται πιο έντονα μετά το Μαρί. Μια ενεργή κοινωνία πολιτών συν-διαμορφώνει το διανοητικό-βουλητικό κλίμα μέσα στο οποίο λαμβάνουν αποφάσεις οι πολιτικοί. Χρειάζεται να πιέζουμε διαρκώς τους πολιτικούς για να καταφέρουν να ξεπεράσουν τον κακό τους εαυτό. Συγχρόνως, διατυπώνοντας εκσυγχρονιστικά αιτήματα, όπως λ.χ. η κατάργηση του ρουσφετιού, διαμορφώνουμε ένα διαφορετικό λογοπλαίσιο που λειτουργεί δεσμευτικά και για μας. Όταν ζητάς από τους πολιτικούς να σέβονται το νόμο και να λειτουργούν αξιοκρατικά, έχεις παρόμοιες απαιτήσεις και από τον εαυτό σου ως πολίτη. Η άνθηση του κοινωνικού ακτιβισμού μετά το Μαρί είναι ένα από τα πιο ελπιδοφόρα σημάδια. Πρέπει να βοηθήσουμε όλοι έτσι ώστε η φλόγα που άναψε στις 11/7/2011 να μη σβήσει.

Πως απαντάτε στη φιλοσοφία της φράσης «μαζί τα φάγαμε» η οποία στην κυπριακή πραγματικότητα θα μπορούσε να είναι «μαζί στήσαμε αυτό το αδιαφανές διαχρονικό σύστημα βολέματος και κουμπαριάς»;

Η φράση «μαζί τα φάγαμε», εκφερόμενη από πολιτικούς, συνήθως αποσκοπεί στην αυτο-αθώωσή τους μέσα από τη διάχυση της ευθύνης.

Ας κάνουμε μερικές χρήσιμες διακρίσεις. Ηθικά μιλώντας, πολίτες και πολιτικοί έχουμε, φυσικά, ευθύνες για το άθλιο σύστημα αμοιβαίου βολέματος μέσα στο οποίο λειτουργήσαμε. Πολιτικά μιλώντας, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Όπως η σχέση γονιού-παιδιού ή δασκάλου-μαθητή, έτσι και η σχέση πολιτικού - πολίτη δεν είναι ισοβαρής, αλλά λαμβάνει χώρα σε ένα ήδη δομημένο περιβάλλον, τη θεσμική ευθύνη για το οποίο έχει, κατ’ αρχήν και πρωτίστως, ο πολιτικός. Όταν λ.χ. ξέρω ότι ο κύριος τρόπος για να βρει δουλειά το παιδί μου είναι ο ρουσφετολογικός, πιθανότατα θα τον χρησιμοποιήσω, όπως χρησιμοποιώ το αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις μου στην πόλη, αδιαφορώντας για τις μακροχρόνιες περιβαλλοντικές συνέπειες. Εκ μέρους μου αυτό είναι βραχυπρόθεσμα ορθολογικό. Εκ μέρους των πολιτικών, όμως, είναι ανορθολογικό να ενθαρρύνουν αυτή τη συμπεριφορά μου, στο μέτρο που είναι επιφορτισμένοι με την αποτελεσματική διαχείριση των δημόσιων θεσμών. Οι πολιτικοί είναι θεσμικά υπεύθυνοι για τον σχεδιασμό του πεδίου εντός του οποίου οι πολίτες δρουν. Η δική μου ορθολογικότητα ως πολίτη αναφέρεται στις επιλογές μου από ένα μενού που οι πολιτικοί κυρίως διαμορφώνουν. Η ορθολογικότητα των πολιτικών συνίσταται στο να σχεδιάσουν το μενού, με γνώμονα το μακροχρόνιο δημόσιο συμφέρον. Αυτό, άλλωστε, ορκίζονται να προστατεύουν.

Σε ψηφοφορία που διενεργήθηκε από την ομάδα «Πολίτες Μπροστά» με τίτλο «Ο Πρόεδρος που Θέλω» οι πολίτες ψήφισαν για συγκεκριμένες αλλαγές, όπως τερματισμό της κομματοκρατίας, βελτιώσεις στη λειτουργία του δημόσιου τομέα και γενικά θέματα που περιστρέφονται γύρω από την αξιοπρέπεια του Πολίτη και τη διαφάνεια. Με βάση τα αποτελέσματα, θα ζητηθεί από τους υποψηφίους δέσμευση για εφαρμογή των όσων αλλαγών ψηφίστηκαν σαν οι σημαντικότερες. Θεωρείτε ότι υπάρχει περιθώριο να επέλθουν τελικά αλλαγές στο κατεστημένο σύστημα της διαιώνισης της εξουσίας;

Βεβαίως υπάρχουν περιθώρια. Άλλωστε οι αλλαγές που ζητούμε δεν είναι επαναστατικές, αλλά κοινότοπες σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία. Το να ζητάς από το κράτος να συμπεριφέρεται αξιοκρατικά δεν ζητάς κάτι πρωτότυπο, αλλά κάτι μάλλον τετριμμένο. Το να ζητάς να περιοριστεί η κομματοκρατία ή να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα του φοροεισπρακτικού μηχανισμού δεν ζητάς κάτι πρωτάκουστο αλλά κάτι αυτονόητο σε ένα σύγχρονο κράτος. Τα αιτήματα αλλαγής είναι πλέον υπερώριμα. Ωστόσο, ceteris paribus, δεν είμαι αισιόδοξος. Παρ’ όλα αυτά, εδώ είναι που οι οικονομική κρίση μπορεί να αποδειχθεί πολιτικά χρήσιμη, στο μέτρο που θέτει επί τάπητος θέματα που οι πολιτικοί διαφορετικά δεν θα συζητούσαν στα σοβαρά. Η ελπίδα μου κυρίως προέρχεται από τις Βρυξέλλες και την τρόικα. Όχι γιατί αυτοί είναι οι αρχάγγελοι της αρετής, αλλά γιατί, για λόγους ιστορικούς, λειτουργούν σε χώρες στις οποίες πολλά από τα θέματα που ταλανίζουν εμάς έχουν λυθεί. Το να συλλέγει ένα κράτος φόρους αποτελεσματικά λ.χ. δεν χρειάζεται να στο επιβάλλει ένας Γερμανός κομισάριος, θάπρεπε να το εφαρμόζουμε εμείς οι ίδιοι. Για λόγους ιστορικούς όμως δεν το κάναμε όπως θάπρεπε. Τώρα ήρθε η ώρα.

Ποια η άποψη σας για τη διαφάνεια στη χρηματοδότηση των κομμάτων (Greco); Νοείται, για σας, να υπάρχουν «ανώνυμες εισφορές» στο κόμμα οποιουδήποτε επιπέδου; Δεν θα έπρεπε δε, το Πόθεν Έσχες να ήταν υποχρεωτικό για όλους τους κρατικούς αξιωματούχους;

Εννοείται ότι το πόθεν έσχες θάπρεπε να είναι υποχρεωτικό. Όπως εννοείται ότι απαιτείται η μέγιστη διαφάνεια στα οικονομικά των κομμάτων. Συζητούμε ακόμη αυτονόητα πράγματα για μια σύγχρονη δημοκρατία. Ο νέος πρόεδρος, αν θέλει να τον πάρουμε στα σοβαρά, θα πρέπει να κάνει πράξη όλα αυτά τα θέματα τα οποία συνιστούν ένα θεσμικό κεκτημένο στη Βόρεια Ευρώπη.