Πέμπτη 28 Αυγούστου 2008
Δικαστική αυστηρότητα και εμπιστοσύνη
Ο αποτροπιασμός που προκάλεσε η δολοφονία του νεαρού Αυστραλού Ντουζόν Ζαμίτ από μπράβους ενός μπαρ της Μυκόνου, οδήγησε τόσο τον πατέρα του δολοφονηθέντος, όσο και έγκριτους σχολιαστές, να διατυπώσουν με αγανάκτηση την απορία γιατί δεν προφυλακίσθηκαν και οι τέσσερις ύποπτοι δράστες που εξέτασε η εισαγγελέας (βλέπε το άρθρο της Μαρίας Κατσουνάκη στην «Καθημερινή», 5/8/2008).
Η αυθόρμητη αυτή αγανάκτηση συνοψίζει το ανεπεξέργαστο λαϊκό αίσθημα: «οι (φερόμενοι ως) δράστες μιας δολοφονίας πρέπει να στέλνονται κατ’ ευθείαν στη φυλακή». Ωστόσο, ο νόμος για την προφυλάκιση υπόπτων δεν συσχετίζει τη βαρύτητα της ποινικά ελεγκτέας πράξης με την προσωρινή κράτηση. Η προφυλάκιση δεν συνιστά προκαταβολική τιμωρία, αλλά ένα ακραίο μέτρο που λαμβάνεται όταν κανένα άλλο δεν θεωρείται ικανό να αντιμετωπίσει την πιθανή φυγή ή την επικινδυνότητα του κατηγορουμένου.
Δεν ξέρω αν οι τρεις ύποπτοι για τη δολοφονία του Ντουζόν Ζαμίτ έπρεπε να προφυλακισθούν ή όχι. Εκείνο που ξέρω είναι ότι, όπως εύστοχα ανέλυσε στην «Καθημερινή» (12/8/2008) ο βουλευτής κ.Απόστολος Σταύρου, ο ένας στους τέσσερις κρατούμενους στις ελληνικές φυλακές είναι προφυλακισμένος, δηλαδή κρατούμενος που αναμένει τη δίκη του. Ενώ ο μέσος χρόνος προφυλάκισης στην ΕΕ είναι 167 ημέρες, στην Ελλάδα είναι 365 ημέρες! Είμαστε η χώρα με τις περισσότερες και μακρύτερες προφυλακίσεις στην ΕΕ.
Τι συμβαίνει; Γιατί αυτή η υπέρμετρη αυστηρότητα; Η εξήγηση είναι μάλλον απλή. Η αυστηρότητα συνιστά μια ορθολογική επιλογή των δικαστών στο ευρύτερο περιβάλλον που ασκούν το λειτούργημά τους. Φυσικά ζημιωνόμαστε όλοι από μια τέτοια επιλογή, αφού η δικαστική «μεσότητα» χάνεται, αλλά αυτό είναι το τίμημα που καταβάλλουμε ζώντας στην Ελλάδα: η θεσμική μας οργάνωση και λειτουργία παράγουν συστηματικώς ανορθολογικά αποτελέσματα για τους πολίτες. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί.
Σκεφτείτε λίγο. Είστε ένας δικαστικός λειτουργός με εκατοντάδες εκκρεμείς υποθέσεις, σε μια υποστελεχωμένη υπηρεσία, σε μια δικομανή χώρα με υστερικά ΜΜΕ, οι θεσμοί της οποίας, για ιστορικούς λόγους, περιβάλλονται με χαμηλή εμπιστοσύνη. Για πολλούς μήνες οι λίγοι επίορκοι συνάδελφοί σας που αποτελούσαν το «παραδικαστικό κύκλωμα» έδωσαν λαβή να δημιουργηθεί από τα χαιρέκακα ΜΜΕ ένας απίστευτος μιντιακός θόρυβος, ο οποίος δημιούργησε αρνητικές εντυπώσεις και κλόνισε την εμπιστοσύνη των πολιτών στη Δικαιοσύνη. Μερικοί επικεφαλής της Δικαιοσύνης κάνουν ότι μπορούν για να υπογραμμίσουν την έλλειψη ανεξαρτησίας από την κυβέρνηση, γεγονός που υποσκάπτει το κύρος του θεσμού. Λειτουργείτε σε ένα σύστημα απονομής δικαιοσύνης το οποίο συχνότατα καλείται να αποφασίσει για θέματα τεράστιου πολιτικού και επιχειρηματικού ενδιαφέροντος: από τις δωροδοκίες της Ζήμενς σε πολιτικούς και κόμματα, τις προσφυγές εταιριών κατά ανταγωνιστών τους για κρατικές προμήθειες, τα ποικίλα σκάνδαλα της «γαλάζιας» ή, παλαιότερα, «πράσινης» νομενκλατούρας, μέχρι μείζονες επιχειρηματικές επιλογές των ΔΕΚΟ. Οι συλλογικές αποφάσεις σας, αναπόφευκτα, εμπλέκονται βαθιά στη δίνη της καθημερινής πολιτικής σύγκρουσης, με αποτέλεσμα να αμφισβητούνται και, συνακόλουθα, η εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη να υποσκάπτεται. Αυτό είναι το ευρύτερο περιβάλλον στο οποίο εργάζεσθε.
Όλα τα επαγγέλματα που ασκούν ερμηνεία βασίζονται στην κρίση των λειτουργών τους. Για να ασκηθεί η κρίση με φρόνηση απαιτείται ένα περιβάλλον εμπιστοσύνης, διαφορετικά ο κρίνων φροντίζει περισσότερο να απαλλαγεί από τυχόν ευθύνες που θα προκύψουν σε περίπτωση που αμφισβητηθεί η ορθότητα της κρίσης του, παρά να συγκεράσει δημιουργικά γενικές αρχές και συγκεκριμένα, κάθε φορά, περιστατικά. Η ερμηνευτική πράξη συνιστά πάντοτε ένα ρίσκο• το αναλαμβάνει κανείς όταν νοιώθει ότι δεν αμφισβητείται. Όταν ο γιατρός φοβάται ότι η επιστημονική κρίση του θα διασυρθεί στα ΜΜΕ και ίσως καταλήξει στα δικαστήρια, ασκεί αμυντική ιατρική – υπάγει τα ιδιόμορφα προβλήματα των ασθενών του σε γενικές ιατρικές κατηγορίες χωρίς να διακινδυνεύει σύνθετες ερμηνείες που εμπεριέχουν αβεβαιότητα και ρίσκο. Από την αμυντική ιατρική αυτός που, τελικά, χάνει είναι ο ασθενής.
Όταν οι δικαστικοί λειτουργοί νοιώθουν ότι συστηματικά αμφισβητούνται, τείνουν να λειτουργούν αμυντικά: το ενδιαφέρον τους μετατοπίζεται από τα δεδομένα των υποθέσεων που χειρίζονται στον αντίκτυπο των αποφάσεών τους. Ενώ, υπό κανονικές συνθήκες, η εμπιστοσύνη είναι σιωπηρή προϋπόθεση για να ασκηθεί με φρόνηση η κρίση των δικαστικών λειτουργών, σε συνθήκες πολιτικής πόλωσης, δημοσιογραφικής απονομιμοποίησης και κοινωνικής προκατάληψης, η δικαστική απόφαση καλείται κυρίως να αποσπάσει εμπιστοσύνη. Πιο απλά, αν η κοινωνία, όπως έχει ντοπαριστεί από τα ΜΜΕ και γαλουχηθεί από τα κόμματα, αμφιβάλλει για την ακεραιότητα των αποφάσεών σου ως δικαστή, τότε οι αποφάσεις σου μεταποιούνται σε μέσον για να κερδίσεις την κοινωνική αποδοχή, δηλαδή να αποδείξεις ότι είσαι αυτό που οι άλλοι, και όχι η έννομη τάξη, θέλουν να είσαι - άρα γίνεσαι αυστηρότερος απ’ ότι θάπρεπε.
Ιδού ο φαύλος κύκλος: όσο η κοινωνία «εκπαιδεύεται» να μην εμπιστεύεται τη Δικαιοσύνη, τόσο η τελευταία γίνεται πιο αυστηρή για να κερδίσει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας. Το αποτέλεσμα είναι επώδυνο για τους πολίτες σε ένα κράτος δικαίου, αφού η δικαιοσύνη ως συλλογικό αγαθό υπονομεύεται.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου