Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2007

Ευτυχώς που υπάρχουν οι Βρυξέλλες!


«Δεν έχουμε ελληνική κυβέρνηση. Έχουμε υποδιεύθυνση της Κομισιόν», δήλωσε πρόσφατα ο πρόεδρος του «Συνασπισμού» Αλέκος Αλαβάνος, μετά τη συνάντησή του με την Ομοσπονδία Σωματείων Πολιτικής Αεροπορίας. Φοβάμαι ότι ο κ.Αλαβάνος έχει άδικο. Μακάρι η κυβέρνησή μας να λειτουργούσε ως υποδιεύθυνση της Κομισιόν! Η ζωή μας θα ήταν καλύτερη, τα προβλήματά μας λιγότερα. Το εικοσαετές δράμα της Ολυμπιακής το επιβεβαιώνει περίτρανα.

Το εγχώριο πολιτικό σύστημα άρχισε να ασχολείται με την εξυγίανση της Ολυμπιακής μόνο όταν το επέβαλαν οι Βρυξέλλες το 1994, απαγορεύοντας τις κρατικές επιδοτήσεις. Όχι λιγότερα από επτά σχέδια σωτηρίας (!) της Ολυμπιακής τέθηκαν σε εφαρμογή και από τα δύο κόμματα εξουσίας από τότε, κοστίζοντας πάνω από 3 δισ. ευρώ στους φορολογούμενους (όσο περίπου η κατασκευή ενός μετρό, για νάχετε ένα μέτρο σύγκρισης). Το συνολικό χρέος της εταιρίας εκτιμάται ότι ανέρχεται στα 2,4 δις. ευρώ. Από την έναρξη των Ολυμπιακών Αερογραμμών το 2003 μέχρι σήμερα υπολογίζεται ότι έχουν συσσωρευτεί ζημίες κοντά στα 500 εκατ. ευρώ.

Χειρότερη και από τις ζημίες είναι η απίστευτη διαπλοκή κράτους-Ολυμπιακής-κυβερνώντος κόμματος-συνδικάτων, κάτι που συναντούμε μόνο σε πρώην κομμουνιστικές ή τριτοκοσμικές χώρες. Η Ολυμπιακή χρωστά στο κράτος, μεταξύ άλλων, 200 εκατ. ευρώ από τέλη αεροδρομίων, 485 εκατ. στην Εφορία, 285 εκατ. στο ΙΚΑ, 8.5. εκατ. στον ΟΤΕ, νοθεύοντας έτσι τον ανταγωνισμό. Το κράτος πρέπει να της επιστρέψει, δυνάμει δικαστικής απόφασης, 850 εκατ. ευρώ, ενώ εκκρεμεί η εκδίκαση αγωγής για άλλα 340 εκατ. ευρώ. Το εκάστοτε κυβερνών κόμμα χρησιμοποιεί την Ολυμπιακή σα να ήταν δική του εταιρία, για μεταφορές ψηφοφόρων, υπουργών, και διορισμούς ημετέρων. Τα συνδικάτα απέσπασαν σημαντικές οικονομικές παραχωρήσεις και επέβαλλαν το δικό τους μοντέλο εργασιακών σχέσεων, ασκώντας ουσιαστικά συνδιοίκηση. Στην Εισηγητική Έκθεση του νόμου 2601/1998 για την εξυγίανση της Ολυμπιακής αναφέρεται μέση ετήσια κατά κεφαλή αύξηση του κόστους εργασίας τη διετία 1996-97 51%. Ο νόμος αυτός υπονομεύθηκε στην εφαρμογή του από τις συμφωνίες διοίκησης-συνδικάτων για τη διατήρηση συνδικαλιστικών προνομίων. Η μέση θητεία των προέδρων της Ολυμπιακής υπολογίζεται σε 8.5 μήνες τα τελευταία τριάντα χρόνια. Την Ολυμπιακή τη διοικούν συνήθως κομματικοί ευνοούμενοι, άσχετοι με το επαγγελματικό μάνατζμεντ, ενώ στην ουσία το αφεντικό είναι ο εκάστοτε υπουργός Μεταφορών - πολιτικάντης, συνήθως, βαλκανικών προδιαγραφών.

Αντιλαμβάνεστε τα γενικότερο μοτίβο. Το ελλαδικό πολιτικό σύστημα συστηματικά απαξιώνει τις δημόσιες επιχειρήσεις. Κάθε φορά που επιχειρείται να κάνει η Ολυμπιακή μια νέα αρχή, η προσπάθεια αποδεικνύεται ατελέσφορη. Οι κυβερνήσεις αλλάζουν, το μοτίβο παραμένει. Η κακοδιαχείριση δεν οφείλεται μόνο σε κακές επιλογές μάνατζερ αλλά, κυρίως, στον ομφάλιο λώρο που συνδέει τις ΔΕΚΟ με το εγχώριο πολιτικό σύστημα. Η κακοδιαχείριση, σε ποικίλες εκφάνσεις, είναι δομικό στοιχείο της ελλαδικής δημόσιας σφαίρας – τη βλέπουμε στη λειτουργία του ΕΣΥ, στα τεράστια χρέη των νοσοκομείων, στην αθλιότητα των πανεπιστημίων, στη δημόσια διοίκηση.

Στο πρόσφατο βιβλίο του «Χρυσάφι είναι το Δημόσιο» (Εστία), ο Δ.Β. Παπούλιας, γνώστης των ΔΕΚΟ όσο λίγοι, με ευδόκιμη θητεία σε κορυφαίες θέσεις δημόσιων οργανισμών επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, αναφέρει την ΕΤΒΑ ως την επιτομή της παθολογίας των ΔΕΚΟ. Η ΕΤΒΑ ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από τράπεζα: μετά από κυβερνητικές πιέσεις δόθηκαν δάνεια σε ανθρώπους που δεν έπρεπε να δοθούν (μερικά από τα οποία δεν αποπληρώθηκαν ποτέ), διορίστηκαν υπάλληλοι ενώ δεν χρειάζονταν, αναλήφθηκαν μη κερδοφόρες δραστηριότητες που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Η εξυγίανσή της, μέχρι να ιδιωτικοποιηθεί, κόστισε 2 δις. ευρώ!

Το ελλαδικό πολιτικό σύστημα, όπως παραδοσιακά λειτουργεί, όχι μόνο δεν προσθέτει αξία στις ΔΕΚΟ, με μερικές φωτεινές εξαιρέσεις, αλλά συστηματικά αφαιρεί – ότι ακουμπά το απαξιώνει. Να ζητά κανείς, ακόμα μια φορά, την «εξυγίανση» της Ολυμπιακής και μια «νέα αρχή», όπως ζητά σύμπασα η λαϊκιστική αριστερά, είναι τόσο ρεαλιστικό όσο να περιμένει την ενάρετη άσκηση της εξουσίας από τη Μαφία.

Ως Έλληνας πολίτης δεν είμαι περήφανος να με κυβερνάνε οι ξένοι, αλλά αν πρέπει να διαλέξω μεταξύ εθνικής υπερηφάνειας και ποιότητας θεσμών, αναντίρρητα επιλέγω το δεύτερο. Σχεδόν ότι βελτιώνει την ποιότητα της ζωής μας σε αυτή τη χώρα γίνεται με εντολή (ή με τη βοήθεια) των Βρυξελλών – από τα πρόστιμα για τις παράνομες χωματερές, μέχρι το κτηματολόγιο, την περιστολή των ελλειμμάτων, την προστασία του ανταγωνισμού, και την κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι εγχώριοι πολιτικάντηδες, όταν δεν κτίζουν «αναψυκτήρια», δεν «φιλοξενούν» Ινδούς και δεν διεκπεραιώνουν ρουσφέτια, απολαμβάνουν την ηδονή της εξουσίας ως τρυφηλοί δεσπότες. Εν τω μεταξύ, η Ρώμη φλέγεται.


Δεν ξέρω πόσο ιδεώδεις χειριστές των κοινών είναι κοινοτικοί γραφειοκράτες σαν τον Μπαρό και τον Αλμούνια, ξέρω όμως ότι θα έδινα τα πάντα για να μη με κυβερνά ο Τσοχατζόπουλος και ο Λαλιώτης, ο Πολύδωρας και ο Μαγγίνας – και οι όμοιοί τους.



Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή στις 23 Δεκεμβρίου 2007

Η καλοσύνη των ομοτέχνων


Ο κ.Αιμίλιος Μεταξόπουλος, πρώην πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου, καταδικάσθηκε σε υψηλή ποινή φυλάκισης 25 ετών για τις πρωτοφανείς οικονομικές ατασθαλίες του Παντείου την περίοδο 1992-1998. Σήμερα εκτίει την ποινή του και περιμένει την εκδίκαση της έφεσής του στο Εφετείο. Δυστυχώς ο κ.Μεταξόπουλος είναι βαριά ασθενής, όπως βεβαιώνουν οι γιατροί του, και ζητά την αποφυλάκισή του, την οποία στο παρελθόν αρνήθηκαν οι δικαστές. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η κοινή λογική και η στοιχειώδης ανθρωπιά υπαγορεύουν να γίνει δεκτό το αίτημά του.

Διακεκριμένοι συνάδελφοι του κ.Μεταξόπουλου υποστηρίζουν το αίτημά του και ζητούν επίσης την αποφυλάκισή του. Έχουν κάθε δικαίωμα να το κάνουν. Η φωνή τους όμως θα ήταν πιο πειστική αν ήταν περισσότερο αμερόληπτη και συνεπής. Η καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου κυρία Φ. Τσαλίκογλου, υπερασπιζόμενη το αίτημα αποφυλάκισης του κ.Μεταξόπουλου, χαρακτηρίζει τον κρατούμενο ως «φερόμενο ως εμπλεκόμενο σε ένα σκάνδαλο ...» («Νέα», 21/12/2007). Προσέξτε τη λέξη «φερόμενο», λες και δεν έχει προηγηθεί δικαστική απόφαση κατά του κ.Μεταξόπουλου, με την οποία ο πρώην πρύτανης του Παντείου δεν «φέρεται» απλώς να συνετέλεσε στην υπεξαίρεση 2.7 δισ. δραχμών από το Πάντειο αλλά, κρίθηκε, μέσα από μια νομότυπη διαδικασία, ότι συμμετείχε σε αυτή. Όπως παρατηρεί ο φιλόσοφος Τζον Σήρλ, το τι είναι τι στη δημόσια σφαίρα δεν το αποφασίζουμε αυτοβούλως ο καθένας, αλλά ακολουθούμε κοινωνικά εμπεδωμένους και θεσμικά κατοχυρωμένους ορισμούς.

Ο κ.Δ. Τσάτσος, πρώην καθηγητής στο Πάντειο και διακεκριμένος νομικός, δηλώνει ότι «ο κ.Μεταξόπουλος καταδικάστηκε σε ασυνήθη για το αδίκημα που τέλεσε ποινή» («Νέα», 21/12/2007). Προσέξτε τον υπαινιγμό, διατυπωθείς και σε προηγούμενη συναφή αρθρογραφία του: ο κ.Μεταξόπουλος πιθανότατα δεν έχει καν ποινικές ευθύνες και, σε κάθε περίπτωση, το δικαστικό σύστημα υπήρξε υπερβολικά σκληρό απέναντί του. Προσέξετε την επιείκεια των ομοτέχνων, ένα ευρύτατα συνηθισμένο φαινόμενο στην Ελλάδα, όπως ξέρουμε και από τη λειτουργία των πειθαρχικών συμβουλίων σε επαγγελματικές οργανώσεις και στη δημόσια διοίκηση: δύο διακεκριμένοι πανεπιστημιακοί, αντί να επιχαίρουν για την παραδειγματική τιμωρία των ομοτέχνων τους, η οποία, σε τελική ανάλυση, προστατεύει την υπόληψη του επαγγέλματός τους (δεν είμαστε όλοι ίδιοι), σπέρνουν αμφιβολίες ακόμα και για την ενοχή τους.

Τόσο ο κυρία Τσαλίκογλου όσο και ο κ.Τσάτσος μας θυμίζουν το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι να τελεσιδικήσει η απόφαση στο Εφετείο. Λησμονούν ότι κάποιος που καταδικάζεται και εκτίει την ποινή του δεν έχει το ίδιο τεκμήριο αθωότητας που είχε πριν την καταδίκη του. Σε κάθε περίπτωση, όμως, θα ήταν μια χρήσιμη υπενθύμιση αν χρησιμοποιούνταν πιο συχνά, όπως, ας πούμε στην περίπτωση των φερομένων ως εμπλεκόμενοι στα σκάνδαλα των «κουμπάρων», των «ομολόγων», και του παραδικαστικού κυκλώματος.

Τέλος, αναρωτιέμαι: αν ο δεδηλωμένα φιλοναζιστής κ.Πλεύρης καταδικαζόταν σε ποινή φυλάκισης χωρίς αναστολή και ζητούσε επανειλημμένα την αποφυλάκισή του για λόγους υγείας, θα εκφράζονταν η ίδια «απελπισία», με την ίδια ένταση, για την «αναλγησία» της Δικαιοσύνης;


Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή στις 22 Δεκεμβρίου 2007

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2007

Πολιτισμός ή βαρβαρότητα;


Αμφιβάλλω αν υπήρξε άνθρωπος που είδε τις καταστροφές του σχολικού συγκροτήματος Παγκρατίου και δεν συγκλονίστηκε. Το τσουνάμι της βαρβαρότητας που εδώ και δύο δεκαετίες συστηματικά πλήττει τη δημόσια εκπαίδευση, με τη μορφή των καταλήψεων, επέφερε στο Παγκράτι, όπως την προηγούμενη δεκαετία στο Πολυτεχνείο, τη σχεδόν απόλυτη καταστροφή – δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Σε 1 εκατομμύριο ευρώ υπολογίζονται οι ζημίες!

Αυτό που συμβαίνει στα ελληνικά σχολεία και πανεπιστήμια μπορεί να συγκριθεί μόνο με τη βαρβαρότητα της λεγόμενης Πολιτιστικής Επανάστασης στην Μαοϊκή Κίνα, στη δεκαετία του 1960. Οι εγχώριοι νεο-Βάνδαλοι καταστρέφουν τους χώρους της γνώσης με την ίδια βαναυσότητα που οι αφιονισμένοι Φρουροί της Επανάστασης προπηλάκιζαν τους δασκάλους τους και έκαιγαν «αντεπαναστατικά» βιβλία (διαβάστε τους «Αγριόκυκνους» της Γιούνγκ Τσάνγκ, Εστία, και θα ανατριχιάσετε).

Σταχυολογώ παραδείγματα της τελευταίας μόνον εβδομάδας. Οι ερυθροφρουροί του Παντείου Πανεπιστημίου διέκοψαν βίαια τη διαδικασία εκλογής αντιπρύτανη με καθολική φοιτητική ψηφοφορία, όπως προβλέπει ο νόμος 3549/2007. Η καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών κυρία Πολύμνια Αθανασιάδη κατήγγειλε στο «Βήμα» (2/12/2007) τον χυδαίο προπηλακισμό της από άγνωστης ταυτότητας νεαρό, από τον οποίο τόλμησε να ζητήσει να χαμηλώσει τη μουσική στη διπλανή αίθουσα, γιατί εμπόδιζε το μάθημά της. Ο καθηγητής της Ιατρικής κ.Χ. Μουτσόπουλος βρήκε το Εργαστήριό του κατειλημμένο γιατί ομάδα φοιτητών του θεώρησε τα θέματα εξετάσεων «δύσκολα».

Όπως στη Μαοϊκή Κίνα οι αφιονισμένοι ερυθροφρουροί είχαν την υποστήριξη της ανώτατης κομματικής ηγεσίας, έτσι και οι ημέτεροι τραμπούκοι, όταν δεν έχουν την υποστήριξη της «αντισυστημικής αριστεράς», έχουν τουλάχιστον την ανοχή της. Ακόμα και πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, παγκοσμίως άγνωστοι για το επιστημονικό τους έργο, αντί τουλάχιστον να σιγούν αιδημόνως, δεν ντρέπονται να υπερασπίζονται εμμέσως τη βία. Ο γενικός γραμματέας της ΠΟΣΔΕΠ κ.Γ. Μαΐστρος χαρακτήρισε το βίαιο τερματισμό της εκλογικής διαδικασίας στο Πάντειο «πολιτικό γεγονός», σπεύδοντας, ως άλλος Μαοϊκός κομισάριος, να συμπληρώσει ότι «η εφαρμογή του νόμου θα ακυρωθεί στην πράξη …». Ακριβώς έτσι είχε περιγράψει ο τρομοκράτης Κουφοντίνας τις δολοφονίες του στο δικαστήριο - «πολιτικές ενέργειες»!

Στην Ελλάδα έχει σχεδόν συντελεσθεί μια Οργουελικού τύπου αλλοίωση των εννοιών, όχι πολύ διαφορετική από αυτή που συντελέστηκε στη Μαοϊκή Κίνα. Η βία χαρακτηρίζεται «πολιτικό γεγονός», η κατάληψη «διαμαρτυρία», η προβολή των καταστροφών από τα ΜΜΕ «προβοκάτσια», η παρανομία «ανυπακοή», ο νόμος «αυθαιρεσία», η νόμιμη εξουσία «αυταρχισμός». Το Γραφείο Τύπου του «Συνασπισμού» επιδεικνύει την πολιτική του ακρισία ταυτίζοντας τις καταστροφές των νεο-Βανδάλων με την κυβερνητική πολιτική στην εκπαίδευση. «Με έκπληξη είδαμε τον κ. Υπουργό Παιδείας να σοκάρεται από τις καταστροφές», λέει η ανακοίνωση του Συνασπισμού. «Προς τι τα κροκοδείλια δάκρυα όταν η πολιτική της κυβέρνησης και του υπουργείου έχουν παρόμοια αποτελέσματα;».

Θαυμάστε τη χονδροειδή πολιτική σκέψη από ένα κόμμα που υποτίθεται ότι είναι απόγονος της κάποτε διανοητικά εκλεπτυσμένης ανανεωτικής αριστεράς. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι η κυβερνητική εκπαιδευτική πολιτική είναι «καταστροφική», δεν έχει καμία σχέση με τις (χωρίς εισαγωγικά) καταστροφές των τραμπούκων. Δεν εντυπωσιάζει μόνο η δυσκολία του «Συνασπισμού» να αντιληφθεί τη διαφορά μεταξύ μεταφορικής και κυριολεκτικής γλώσσας (ο ισχυρισμός «η κυβερνητική πολιτική είναι καταστροφική για την εκπαίδευση» διαφέρει ουσιωδώς από τον ισχυρισμό «άγνωστοι κατέστρεψαν τις αίθουσες διδασκαλίας»), αλλά, κυρίως, η αποκαλυπτική απέχθειά του στους δημοκρατικούς θεσμούς.

Σε μια δημοκρατία, όσο «καταστροφική» κι αν είναι η πολιτική ενός θεσμού που ασκεί νόμιμη εξουσία, δεν παύει να είναι μια, κατ’ αρχήν, έλλογη πολιτική στο βαθμό στον οποίο οι παραδοχές της, ο τρόπος άσκησής της και οι συνέπειές της κρίνονται στο πλαίσιο θεσμοποιημένων ελλόγων διαδικασιών. Γι αυτό, άλλωστε, μια πολιτική είναι, εν δυνάμει, αναθεωρήσιμη. Τα αποτελέσματα μιας κυβερνητικής πολιτικής στη δημοκρατία ουδέποτε είναι «παρόμοια» με αυτά της (κυριολεκτικά) καταστροφικής βίας γιατί η κυβερνητική πολιτική, όσο «αντιλαϊκή» κι αν είναι, δίνει, τελικά, λόγο στους πολίτες, ενώ η καταστροφική βία, καθότι αυθαίρετη, δεν δίνει λόγο σε κανένα. Την ολιγωρία του υπουργού Παιδείας να προστατεύσει τη δημόσια περιουσία στο Παγκράτι έχουμε το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο και την απαραίτητη κοινή γλώσσα να την κρίνουμε – σε μια δημοκρατία λειτουργεί, κατ’ αρχήν, το «λόγον διδόναι». Η βία, όμως, του τραμπούκου είναι εκτός της έλλογης πολιτικής ζωής, δεν τίθεται στην κρίση μας. Το ξέρουμε και από την οικογενειακή ψυχοθεραπεία: ο βίαιος άνθρωπος δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη του Άλλου ως φορέα διαφορετικών αντιλήψεων, δεν υπάγει τη συμπεριφορά του σε κοινά κριτήρια συμβίωσης, επιδιώκει μόνο στανικά να υπερισχύσει ο εγωκεντρισμός του.

Η πολιτισμένη κοινωνία διαβρώνεται όταν χάνεται η διάκριση μεταξύ πολιτικής διαμαρτυρίας και καταστροφικής βίας, όταν εξισώνεται η έλλογη πολιτική με την κτηνώδη βαρβαρότητα, όταν, σε τελική ανάλυση, όπως σοφά παρατηρούσε η Χάνα Αρεντ, συγχέεται η νόμιμη εξουσία με την αυθαίρετη βία.

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2007

Η κουλτούρα της ανομίας


Αν ταξιδέψετε σε αυτοκινητόδρομους της Αυστραλίας θα συναντήσετε πινακίδες, όπως «Δέστε τη ζώνη ασφαλείας. Είναι νόμος» («Fasten your seat belt. Its the law»). Για έναν Ελληνα, το εντυπωσιακό δεν είναι η υπενθύμιση-προτροπή, αλλά η αιτιολόγησή της: «Είναι νόμος». Στις εκλογικευμένες κοινωνίες, το γεγονός ότι μια συμπεριφορά ρυθμίζεται με νόμο αποτελεί, κατ’ αρχήν, επαρκή λόγο για να τηρείται. Αν πείτε σε έναν Ελληνα οδηγό ότι πρέπει να τηρεί τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας είναι σα να διαβάζετε Εμπειρίκο στους χασισοκαλλιεργητές των Ζωνιανών! Τίποτα δεν είναι πιο εντυπωσιακό και συνάμα θλιβερό σε αυτή τη χώρα από την περιφρόνηση του νόμου.

Βεβαίως, σε όλες τις χώρες υπάρχουν φαινόμενα παραβίασης της έννομης τάξης. Το αξιοπρόσεκτο, όμως, στην περίπτωση της Ελλάδας είναι ότι η περιφρόνηση του νόμου αποτελεί συστατικό στοιχείο της νεοελληνικής κουλτούρας, σε σημείο που να θεωρείται συχνά αυτονόητη, να επιδεικνύεται εκτεταμένη ανοχή απέναντί της, ακόμα και να προβάλλεται δημοσίως. Αν νομίζετε ότι υπερβάλλω, σκεφτείτε τα εξής.

Το 29% των ιδιωτικών δαπανών υγείας αφορούν «μαύρο» χρήμα, δηλαδή «φακελλάκι» σε γιατρούς δημοσίων νοσοκομείων και πληρωμές χωρίς απόδειξη σε ιδιώτες γιατρούς. Η φοροδιαφυγή υπερβαίνει το 30% του ΑΕΠ, η παραοικονομία είναι ιλιγγιώδης. Δεν είναι ασυνήθιστο, οι αγροτικές επιδοτήσεις να εισπράττονται παράνομα από μη δικαιούχους. Η εκτεταμένη διαφθορά μας κατατάσσει στις κορυφαίες θέσεις πανευρωπαϊκώς. Εκτιμάται ότι ένα στα τρία κτίσματα, είτε είναι παντελώς αυθαίρετο, είτε έχει παραβεί πολεοδομικές διατάξεις. Τρισήμισυ εκατομμύρια στρέμματα δημόσιας γης έχουν καταπατηθεί. Οι καταλήψεις δημοσίων χώρων είναι τόσο συνηθισμένες, όσο η εβομαδιαία επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ. Η ευνοιοκρατία συνιστά έναν βασικό μηχανισμό ικανοποίησης αιτημάτων, είτε αυτά αφορούν άτομα, είτε ομάδες.

Δεν χρειάζεται να συνεχίσω. Ο βιόκοσμος του νεοέλληνα απαρτίζεται συχνά από πρακτικές που είτε παρακάμπτουν το νόμο, είτε τον παραβιάζουν ανοιχτά, είτε κινούνται στα όρια της νομιμότητας. Σε κάθε περίπτωση, για διάφορους λόγους, ο Ελληνας πολίτης δεν νοιώθει να δεσμεύεται από αφηρημένες αρχές καθολικής εφαρμογής. Τι είναι νόμιμο και τι όχι δεν τον απασχολεί ιδιαίτερα, ενίοτε μάλιστα ούτε καν το αντιλαμβάνεται, αρκεί να γίνει η δουλειά του. Η επίκληση του νόμου δεν επιφέρει αυτόματη συμμόρφωση, αλλά μάλλον έκπληξη, χλευασμό ή αναζήτηση μεθόδων παράκαμψης.


Η κουλτούρα της ανομίας καθιερώνει μη έλλογους τρόπους ικανοποίησης επιμέρους επιδιώξεων, κυρίως μέσα από την αυθαίρετη ιδιωτική δράση και την πρόσβαση σε κλειστά, και γι αυτό μη υποκείμενα σε δημόσιο έλεγχο, δίκτυα συμφερόντων. Σε μια τέτοια κουλτούρα, τα άτομα δεν θεωρούν ότι είναι υπόλογα σε κοινές, έλλογες αξίες που, κατ’ αρχήν, εκφράζει ο νόμος, αλλά αυτοαναφορικά επιδιώκουν να ικανοποιούν τις ιδιωτικές επιδιώξεις τους, Γι αυτό στην κουλτούρα της ανομίας συναντούμε όχι μόνο παράνομες πρακτικές, αλλά και ακοινώνητα άτομα, εκτεταμένη δυσπιστία και αγένεια, καχεκτικούς θεσμούς, ισχνή δημόσια σφαίρα.

Καθοριστικός παράγοντας για τη διαιώνιση της κουλτούρας της ανομίας αποτελεί η συμπεριφορά των «αρχόντων». Αν αυτοί που ασκούν έλλογη εξουσία δεν τηρούν το νόμο, η συμπεριφορά τους αντιγράφεται από τους πολίτες και διαχέεται σε όλο το κοινωνικό σώμα. Οταν οι βουλευτές δεν πληρώνουν τα τηλέφωνά τους ή αυτοαπαλάσσονται από τις συνέπειες του νόμου για την υπέρβαση του ορίου εκλογικών δαπανών, γιατί να μη φοροδιαφύγει ο πολίτης; Οταν οι πρυτάνεις αρνούνται να εφαρμόσουν το νόμο, γιατί να σεβαστεί ο φοιτητής τον πανεπιστημιακό χώρο;


Δείτε πως ορισμένα πανεπιστήμια υποδέχθηκαν τον πρόσφατο «νόμο-πλαίσιο». Σύμφωνα με το νόμο, το πανεπιστημιακό άσυλο προστατεύει μόνο χώρους στους οποίους γίνεται μάθημα και έρευνα. Τι λένε οι πρυτάνεις επ’ αυτού; «Εμείς θεωρούμε ότι το άσυλο ισχύει για όλους τους χώρους του πανεπιστημίου», δήλωσε ο πρύτανης του ΑΠΘ, κ.Α. Μάνθος. Με άλλα λόγια, ποιός νοιάζεται τι λέει ο νόμος, σημασία έχει τι λέμε «εμείς» – οι όποιοι εμείς, από τον πρύτανη, ως τον καταληψία συνδικαλιστή, μέχρι τον αυθαίρετο οικιστή και το φοροφυγάδα. Ο επικεφαλής του ΑΠΘ δεν διστάζει να ανακοινώσει ότι, για την πιθανή άρση του ασύλου, δεν θα απευθυνθεί στο αρμόδιο Πρυτανικό Συμβούλιο, όπως ορίζει ο νόμος. «Δεν θα εφαρμόσω τη διάταξη για συνεδρίαση του πρυτανικού συμβουλίου [...]», δηλώνει ανενδοίαστα. «Θα προσφύγω [...] στη Σύγκλητο» («Το Βήμα», 11/11/2007).

Η κουλτούρα της ανομίας κορυφώνεται όταν ακόμα και οι «άρχοντες» τείνουν να περιφρονούν το νόμο. Είναι λυπηρό, διότι ο νόμος είναι το εργαλείο αυτού που ασκεί έλλογη εξουσία. Αν το παραμερίσει, αυτοκαταργείται. Κι αν το περιφρονήσει, μειώνεται το ηθικό του ανάστημα. Τι θα πει στον καταληψία φοιτητή ο πρύτανης που αρνείται να εφαρμόσει το νόμο; Το πιο λυπηρό, όμως, είναι ότι, στην κουλτούρα της ανομίας, αυτές οι διακρίσεις δεν είναι καν αντιληπτές, αντί να θεωρούνται αυτονόητες.

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2007

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Οι ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου
του ΧΑΡΙΔΗΜΟΥ Κ. ΤΣΟΥΚΑ
ΕΝΑΡΘΡΗ ΚΡΑΥΓΗ
Κριτικές παρεμβάσεις στο δημόσιο λόγο
την Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2007, στις 7 μ.μ.
στο Κέντρο Λόγου και Τέχνης 104 (Θεμιστοκλέους 104, τηλ. 210-33.01.208)

Το βιβλίο θα παρουσιάσουν οι
ΘΑΝΟΣ ΒΕΡΕΜΗΣ, πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας
ΠΑΣΧΟΣ ΜΑΝΔΡΑΒΕΛΗΣ, δημοσιογράφος της εφημερίδας Καθημερινή
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΓΟΥΛΑΤΟΣ, αναπληρωτής καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΠΕΠΕΛΑΣΗΣ, καθηγητής

Τη συζήτηση θα συντονίσει ο ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΠΑΧΕΛΑΣ, διευθυντής της εφημερίδας Καθημερινή.

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2007

Τρώμε τις σάρκες μας


Ένας Αμερικανός αξιωματικός στον πόλεμο του Βιετνάμ έκανε το ακόλουθο διαστροφικό σχόλιο, μετά την πρωτοφανή αγριότητα των ανδρών του για την κατάληψη ενός χωριού: «Προκειμένου να σώσουμε το χωριό, έπρεπε να το καταστρέψουμε». Παρατηρώντας για μια ακόμη χρονιά τις εθιμοτυπικές, πλέον, καταλήψεις των γυμνασίων και λυκείων της χώρας, οδηγείται κανείς σε παρόμοιο συμπέρασμα: για να σώσουν υποτίθεται τη δημόσια εκπαίδευση, οι καταληψίες πρέπει να την καταστρέψουν! Η αυτο-καταστροφική μανία που χαρακτηρίζει όλο και περισσότερο τη σημερινή Ελλάδα, βρίσκει την πιο πλήρη έκφρασή της στη δημόσια εκπαίδευση: κλειδωμένα σχολεία, κατεστραμμένα θρανία, σκουπίδια, ιδεολογικός αφιονισμός, διαπληκτιζόμενοι γονείς. Και μη χειρότερα!

Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, η καινούρια σχολική χρονιά εγκαινιάζεται με μαθήματα, στην Ελλάδα με καταλήψεις. Σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες συζητούν τρόπους να καταστήσουν τα σχολεία πιο αποτελεσματικούς χώρους μάθησης, στην Ελλάδα το πιο πιεστικό αίτημα είναι, ναι, να ανοίξουν τα σχολεία! Σε όλες τις χώρες της ΕΕ ενισχύεται ποικιλοτρόπως η δημόσια εκπαίδευση, στην Ελλάδα καταρρέει. Αν το Διαδίκτυο είναι το σύμβολο της εκπαίδευσης στη δικτυακή κοινωνία, στην Ελλάδα είναι το λουκέτο! Απελπισία!

Καταλαμβάνουν τα σχολεία, λένε, για να διαμαρτυρηθούν, μεταξύ άλλων, για τις ελλείψεις σε σχολικά βιβλία και τα κενά σε καθηγητές. Τα προβλήματα αυτά είναι όντως υπαρκτά. Είναι απαράδεκτο για μια σύγχρονη χώρα να μη μπορεί να στείλει εγκαίρως βιβλία και καθηγητές σε σχολεία. Δεν χρειάζεται κάτι περισσότερο από βασικές ικανότητες project management, τις οποίες εδώ και μερικές δεκαετίες το υπουργείο Παιδείας των αποσπασμένων καθηγητών-υπαλλήλων προφανώς δεν διαθέτει, και κανένας υπουργός δεν φρόντισε να τις αποκτήσει. Η παιδεία για τους Υπουργούς Παιδείας μάλλον είναι «αγγαρεία», για να θυμηθούμε έναν φαιδρό πρώην υπουργό.

Προσέξτε όμως τη διαστροφή: οι καταληψίες εμποδίζουν τη μάθηση γιατί η διαδικασία της μάθησης έχει κενά! Είναι σα να εκδικείσαι το γιατρό σου για κάποιες ελλιπείς συμβουλές του στο παρελθόν, καπνίζοντας περισσότερο! Υπάρχει μέθοδος στην τρέλα, όμως, η διαστροφή εξηγείται. Οι μαθητές γνωρίζουν ότι τα δημόσια σχολεία δεν εκπαιδεύουν, τη δουλειά την κάνουν τα φροντιστήρια. Όταν μια ιδεοληπτική μειονότητα καταλαμβάνει ένα σχολείο, δεν επισύρει απαραίτητα την οργή των συμμαθητών τους, αφού δεν νοιώθουν ότι στερούνται κάτι πολύτιμο. Το δημόσιο σχολείο έχει πάψει να συνιστά αποτελεσματική κοινότητα μάθησης. Είναι πολλοί οι λόγοι που παρήγαγαν αυτό το αποτέλεσμα.

Στην Ελλάδα οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση είναι οι μικρότερες στην ΕΕ ως ποσοστό του ΑΕΠ (3.5%, όταν ο μέσος όρος είναι 5.2% και στις Σκανδιναβικές χώρες πάνω από 7%). Αντιθέτως, οι ιδιωτικές δαπάνες γιγαντώθηκαν την τελευταία εικοσαετία: ενώ στις χώρες του ΟΟΣΑ οι ιδιωτικές δαπάνες για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση αντιστοιχούν στο 10% του συνόλου των δαπανών, στην Ελλάδα είναι το 33%. Η πενία δημιουργεί κακές υποδομές, ιδιαίτερα σε κτίρια και εκπαιδευτικές πηγές, όπως είναι οι βιβλιοθήκες και οι τεχνολογίες πληροφορικής, οι οποίες, σε συνδυασμό με την έλλειψη αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου, ελλιπούς επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, απειθαρχίας των μαθητών, και την ισχνή διοίκηση των σχολείων, παράγουν μια κουλτούρα μετριότητας και ένα αρνητικό μαθησιακό κλίμα, το οποίο οδηγεί σε χαμηλές επιδόσεις. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι οι Έλληνες μαθητές κατατάσσονται στις τελευταίες θέσεις στα διάφορα τεστ του ΟΟΣΑ, ή ότι το 20% των μαθητών της Α’ Γυμνασίου είναι λειτουργικά αναλφάβητοι.

Ένα αρνητικό μαθησιακό περιβάλλον απομειώνει το σχολείο από κοινότητα γνώσης σε έναν απλό μηχανισμό μετάδοσης πληροφοριών. Τα παραπλανημένα παιδιά των καταλήψεων δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτό που πρωτίστως καταστρέφουν είναι η αυτονόητη εκπαιδευτική ρουτίνα, η λεπτή σχέση καθηγητή-μαθητή, η ευαίσθητη μαθησιακή κουλτούρα. Την εκπαιδευτική διαδικασία δεν την ξαναπιάνεις εκεί που την άφησες, όπως ένας αθλητής χάνει τη φόρμα του αν σταματήσει να προπονείται για ένα διάστημα. Η εκπαίδευση είναι άθλημα, όχι μηχανική λειτουργία. Στην εκπαίδευση δεν πραγματοποιείται απλή μεταφορά πληροφοριών αλλά μετοχή σε μια κοινότητα αξιών. Η εκπαίδευση απαιτεί κόπο, πειθαρχία και υπακοή, ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που ξεφωνίζουν οι καταληψίες. Η φαντασία, μας θυμίζει ο Αϊνστάιν, απαιτεί ιδρώτα - ενεργοποιείται σε εκείνους που μοχθούν και πειθαρχούν. Ρωτήστε την Κική Δημουλά και τον Θανάση Φωκά.

Η παθιασμένη αναζήτηση της αριστείας δεν συγκαταλέγεται στις συλλογικές μας αξίες: συμβιβαζόμαστε με τη μετριότητα, ανεχόμαστε την αθλιότητα, γυρίζουμε αδιάφορα την πλάτη στην αυτο-καταστροφική διαμαρτυρία. Ένα συλλογικό αγαθό μετατρέπεται σε ιδεολόγημα και απαξιώνεται από αυτούς που δήθεν το υπερασπίζονται. Την επόμενη φορά που θα ακούσετε έναν πολιτικό να αερολογεί για την «κοινωνία της γνώσης», φέρτε στο μυαλό σας τα λουκέτα της Γκράβας και θάχετε μια εικόνα της σημερινής Ελλάδας χωρίς ψιμυθιώσεις.

Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή στις 11 Νοεμβρίου 2007

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2007

Μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα


Αν η τέχνη της πολιτικής είναι, μεταξύ άλλων, η αποφυγή του αυτο-εγκλωβισμού, το ΠΑΣΟΚ σίγουρα δεν την κατέχει. Όποιος από τους δύο κύριους διεκδικητές της ηγεσίας του κόμματος κι αν εκλεγεί, το ΠΑΣΟΚ θα έχει αυτο-παγιδευτεί. Ιδού γιατί.

Ο Γιώργος Παπανδρέου διαθέτει τα σωστά ανανεωτικά ένστικτα, αλλά απέδειξε ότι του λείπουν η στρατηγική, η αυτοπεποίθηση και η ευθυκρισία. Πρόκειται για θεμελιώδη ηγετικά μειονεκτήματα, τα οποία ακυρώνουν τις καλύτερες των προθέσεων. Σε αντίθεση με τον Τόνι Μπλερ, που από την πρώτη στιγμή κατάλαβε ότι μόνο ένα Νέο Εργατικό Κόμμα θα είχε την πιθανότητα εκλογικής επιτυχίας και εργάσθηκε μεθοδικά για τη δημιουργία του, ο κ.Παπανδρέου παλινδρομούσε, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, μεταξύ του παλαιοπασοκικού λαϊκισμού και ενός ελπιδοφόρου μεν, πλην αβαθούς, νεωτερισμού. Το βλέπουμε και σήμερα, την επαύριο μιας οδυνηρής ήττας: ο παπανδρεϊκός λόγος αναφέρεται απροσδιόριστα στην «επανίδρυση του ΠΑΣΟΚ» ενώ, συγχρόνως, διακηρύσσει «επιστροφή στις ρίζες», το κατ’ εξοχήν σύνθημα των αμήχανων ηγετών. Θέλει και το (ασαφές) νέο και το (γνωστό) παλαιό. Συντάσσεται και με τον Γιόσκα Φίσερ και με τον Κώστα Λαλιώτη! Και με τον Κλίντον και με τον Τσοβόλα!

Σε ανύποπτο χρόνο, ο κ.Παπανδρέου παραδέχθηκε ότι, αν δεν ήταν πολιτικός, θα ήθελε να ηγείται Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης. Αν τον παρατηρήσετε προσεκτικά θα δείτε ότι εκεί είναι πραγματικά η καρδιά του, και γι αυτό θυμίζει περισσότερο τον Μπομπ Γκέλντοφ παρά έναν εν δυνάμει πρωθυπουργό. Ο κ.Παπανδρέου, αποδέκτης της συλλογικής φαντασίωσης για ένα ΠΑΣΟΚ που δεν θα εγκαταλείψει το παπανδρεϊκό λίκνο, δεν έχει το σθένος να μετατρέψει τη φαντασίωση αυτή σε δύναμη χειραφέτησης από τον ιδρυτή του κόμματος. Ο υιός Παπανδρέου δεν διαθέτει την απαιτούμενη αυτοπεποίθηση, ίσως επειδή ουδέποτε ξέφυγε από τη σκιά του πατέρα του. Δεν είναι η ρητορική του ικανότητα το πρόβλημα, αλλά ότι δεν έχει βρει τη δική του φωνή. Δεν πείθει, όχι γιατί δεν μιλάει καλά, αλλά γιατί δεν είναι ο ίδιος βαθιά πεπεισμένος για τις επιλογές του. Παλινωδεί γιατί δεν διαθέτει ένα ισχυρό, αυτοφυές πολιτικό ένστικτο που θα του επέτρεπε τη διακινδύνευση. Θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά το ΠΑΣΟΚ μόνο αν διέπραττε συμβολική πατροκτονία, αλλά η συνθλιπτική παρουσία του πατρικού προτύπου, το οποίο δεν παύει να επικαλείται στις κρίσιμες στιγμές, δεν του το επιτρέπει.


Αν ο κ.Παπανδρέου δεν βρήκε την πολιτική του φωνή, ο κ.Βενιζέλος αρέσκεται να ακούει τη δική του. Ανθρωπος ευφυής και ικανός, ο Θεσσαλονικός βουλευτής διακρίνεται για την αχαλίνωτη φιλοδοξία του. Το πρόβλημα με τη φιλοδοξία των ικανών είναι ότι, αν αυτή δεν υπηρετεί ένα ευρύτερο όραμα κι αν δεν διέπεται από ευδιάκριτες αρχές, δεν γίνεται δύναμη συσπείρωσης και αλλαγής, αλλά η προωθητική ενέργεια εγωκεντρικών επιδιώξεων. Η ηγετική επάρκεια δεν είναι μόνο θέμα ευφυίας ή ρητορικής δεινότητας, αλλά, κυρίως, θέμα αξιών, αίσθησης προτεραιοτήτων και διάθεσης ανάληψης κινδύνων. Ο κ.Βενιζέλος θέλει να ηγηθεί του ΠΑΣΟΚ και θεωρεί ότι, λόγω ευφυίας ίσως, η χώρα του χρωστά την πρωθυπουργία, χωρίς ο ίδιος να επιδιώκει να πείσει ότι φέρνει κάτι καινούριο για το οποίο είναι διατεθειμένος να διακινδυνεύσει. Το κείμενο θέσεων που κυκλοφόρησε, φέρει την προσωπική του σφραγίδα: βερμπαλιστικό, κοινότοπο, αοριστολογικό.

Δεν αντιπαρατέθηκε ποτέ στον πρωτόγονο εθνολαϊκισμό των συμπολιτών του κκ.Ψωμιάδη και Ανθιμου. Συνεχίζοντας μια μακρά παράδοση πελατειακού λαϊκισμού, χάρισε το 2001, ως υπουργός Πολιτισμού, τα χρέη του ΠΑΟΚ και του «Αρη» στο Δημόσιο, ύψους πάνω από 10 δισ. δραχμές. Δεν συντάχθηκε με την απάλειψη του θρησκεύματος από τις ταυτότητες το 2000, λέει όχι στην κατάργηση της μονιμότητας των νεοπροσλαμβανομένων στις ΔΕΚΟ, όχι στη θέσπιση της βάσης του 10 για εισαγωγή στα Πανεπιστήμια, όχι στην ιδιωτικοποίηση της Ολυμπιακής, όχι στην τροποποίηση του νόμου για το πανεπιστημιακό άσυλο, όχι στην αναθεώρηση του άρθρου 16, όχι στο διαχωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος. Και φυσικά πρότεινε μια κλασικά «βενιζέλειο λύση» για το επίμαχο βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού: να μην αποσυρθεί το βιβλίο αλλά να πλαισιωθεί και από ένα δεύτερο με διαφορετική άποψη! Κατά τον κ.Βενιζέλο, το «πολυσυλλετικό» ΠΑΣΟΚ πρέπει να λέει ναι σε όλα γιατί εκτιμά, εσφαλμένα, ότι αυτό περιμένει η κοινωνία. Προτιμά να «ισορροπεί» για να μη δυσαρεστήσει κανένα. Κι όταν αναγκάζεται να πάρει θέση, υπερασπίζεται την ακινησία.

Οποιος κι αν εκλεγεί αρχηγός του ΠΑΣΟΚ στις 11 Νοεμβρίου, το ΠΑΣΟΚ θα βγεί χαμένο. Ο κ.Παπανδρέου δεν μπορεί να πείσει. Ο κ.Βενιζέλος δεν θέλει να αλλάξει τίποτα. Κανείς τους δεν διακινδυνεύει κάτι. Ένας παρακμιακός κομματικός οργανισμός που λειτούργησε περισσότερο ως μηχανισμός εξουσίας, παρά ως πολιτικό σώμα, το ΠΑΣΟΚ δεν διαθέτει την ικανότητα να βουλεύεται. Αρκείται να συντηρεί τους μύθους του και απωθεί συστηματικά το ζωτικής σημασίας δίλημμα: μεταρρυθμιστική ή λαϊκιστική κεντροαριστερά; Ριζοσπαστική και αξιόπιστη ανανέωση ή καταπραϋντική αναπαλαίωση; Σε μια δεκαετία από τώρα ένας άλλος ηγέτης ίσως δώσει την απάντηση. Ο Τόνι Μπλερ του ΠΑΣΟΚ, αν υπάρχει, δεν είναι υποψήφιος σε αυτές τις εκλογές.

Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή στις 27 Οκτωβρίου 2007

Ζητείται ελπίδα


Δεν θα κουραστώ να το γράφω: όλα μας τα προβλήματα προέρχονται από το εξής ένα – το προβληματικό πολιτικό μας σύστημα. Η πολιτική υποτίθεται ότι είναι η διαχείριση των κοινών μας υποθέσεων. Όταν η διαχείριση αυτή είναι αναποτελεσματική, τα προβλήματα συσσωρεύονται και, συνακόλουθα, η ποιότητα της ζωής μας απομειώνεται. Το επιβεβαιώνουν και οι σχετικές έρευνες: η ποιότητα της δημοκρατίας συνδέεται με την ευμάρεια μιας χώρας και το γενικότερο επίπεδο ζωής των κατοίκων της.

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα αποφεύγει συστηματικά να αναμετρηθεί με τα πολλά και χρόνια προβλήματα της χώρας. Αναβάλλει διαρκώς την αντιμετώπισή τους, με αποτέλεσμα αυτά να επιδεινώνονται, και το κόστος της μη έγκαιρης αντιμετώπισή τους να πολλαπλασιάζεται. Με αυτή τη συμπεριφορά, αν το κράτος ήταν επιχείρηση θα είχε σίγουρα φαλιρίσει.


Πάρτε, για παράδειγμα, το ασφαλιστικό. Το πρόβλημα είναι γνωστό εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον. Αναβάλλουμε, όμως, διαρκώς τη συστηματική αντιμετώπισή του με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα ελλείμματα των Ταμείων, ενώ φυσικά ο πληθυσμός γερνάει και ο λόγος απασχολουμένων προς συνταξιοδοτούμενους χειροτερεύει.


Η αξιολόγηση των καθηγητών μέσης εκπαίδευσης αναγνωρίζεται από όλους ότι θα συντείνει στην αναβάθμιση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου. Σήμερα, όσο κακός κι αν είσαι στη δουλειά σου ως εκπαιδευτικός κανείς δεν θα σου ζητήσει το λόγο, ούτε θα σου δώσει κίνητρα (πόσο μάλλον να σε υποχρεώσει) να βελτιωθείς. Εδώ και είκοσι χρόνια, καμία κυβέρνηση δεν τολμά να κάνει το αυτονόητο – να καθιερώσει την αξιολόγηση και να τη συναρτήσει με τη σταδιοδρομία των καθηγητών.


Το κυκλοφοριακό έχει απίστευτα χειροτερέψει στην Αθήνα, αλλά καμία κυβέρνηση, κανένα κόμμα και κανένας δήμαρχος δεν προτείνει κάτι ρηξικέλευθο, όπως λ.χ. τη θέσπιση διοδίων στο κέντρο της πόλης. Η κοινή εμπειρία και οι ειδικοί επισημαίνουν ότι το σύστημα «μονών-ζυγών» έχει πλέον χρεοκοπήσει ως μηχανισμός περιορισμού της κυκλοφορίας αυτοκινήτων στο κέντρο της Αθήνας, αλλά κανένας υπουργός Μεταφορών δεν τολμά να το αντικαταστήσει με κάτι άλλο.


Τα κερδοσκοπικά ιδρύματα παροχής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν πολλαπλασιασθεί, ιδιαίτερα την τελευταία εικοσαετία. Το πεδίο όμως παραμένει αρρύθμιστο, το κράτος δεν θέτει κριτήρια ποιότητας. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, το κρατικό μονοπώλιο της ανώτατης εκπαίδευσης παραμένει σε ισχύ. Προσέξτε τον τραγέλαφο: από τη μια μεριά μόνο το κράτος δικαιούται να χορηγεί πτυχία ανώτατης εκπαίδευσης, ενώ, από την άλλη, το κράτος δεν ασκεί τον ρυθμιστικό του ρόλο στην παροχή ανώτατης εκπαίδευσης από μη κρατικούς φορείς. Αφήνοντας το τοπίο αρρύθμιστο, το κράτος πετυχαίνει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που το κρατικό μονοπώλιο επιδιώκει: κάθε είδους κερδοσκοπικό ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, συμβεβλημένο με ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο, θα μπορεί, μετά την πρόσφατη κοινοτική οδηγία, να χορηγεί πτυχία, οι κάτοχοι των οποίων, από την άποψη των επαγγελματικών δικαιωμάτων, δεν θα διαφέρουν σε τίποτα από αποφοίτους κρατικών πανεπιστημίων.


Πως τα καταφέρνουμε έτσι; Γιατί οι πολιτικοί μας στρουθοκαμηλίζουν; Γιατί αποστρέφουν το πρόσωπο από τα πολλά και καυτά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε; Η εξήγηση είναι απλή. Το πολιτικό μας σύστημα πάσχει από αθεράπευτο λαϊκισμό και είναι όμηρος επιμέρους προσοδοθηρικών (συντεχνιακών) συμφερόντων. Η εκάστοτε κυβέρνηση πρέπει να συγκρουστεί με συντεχνιακές αντιλήψεις, να πολεμήσει επιμέρους συμφέροντα και λαϊκιστικές νοοτροπίες, πράγμα το οποίο κοστίζει στον βραχυχρόνιο, και μιντιακώς ευαίσθητο, πολιτικό κύκλο στον οποίο κινείται. Οπότε τι κάνει; Μελετά, ανακοινώνει, υπόσχεται, προσποιείται ότι δρα – με δύο λόγια, διαρκώς αναβάλλει. Η αναβολή συνήθως λήγει όταν μας υποχρεώσουν οι Βρυξέλλες να ασχοληθούμε στα σοβαρά με τα προβλήματά μας, όπως στην προκειμένη περίπτωση με το ασφαλιστικό και με τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων ελληνικών κολεγίων. Όπου ένας τρίτος δεν μας υποχρεώνει να κάνουμε κάτι, αφήνουμε τα προβλήματα να σέρνονται και, φυσικά, να επιδεινώνονται.


Στην Ελλάδα το βραχυχρόνιο εκτοπίζει το μακροχρόνιο, το λαϊκιστικό αίτημα έχει αυξημένη βαρύτητα έναντι της ορθολογικής ανάλυσης, ο συντεχνιακός τσαμπουκάς κερδίζει το δημόσιο συμφέρον, και η φαντασίωση επικρατεί της ψύχραιμης αποτίμησης. Οι πολιτικοί μας δεν παίρνουν ρίσκα, η διαχείριση της επικοινωνίας έχει υποκαταστήσει τη διαχείριση των προβλημάτων, και η κύρια μέριμνα των πολιτικών εντολοδόχων μας είναι η επανεκλογή τους. Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι οι πολιτικοί δεν αισθάνονται ότι είναι υπόλογοι για τις επιδόσεις τους σε κανέναν (ούτε καν στο ίδιο τους το κόμμα) και δεν έχουν κανένα κίνητρο να γίνουν καλύεροι. Βλέποντας οι πολίτες ότι η πολιτική κυρίως υπάρχει για τους πολιτικούς, αναζητούν ιδιωτικές λύσεις σε συλλογικά προβλήματα, οι οποίες, σε πολλές περιπτώσεις, είναι υποβέλτιστες και επιδεινώνουν τα συλλογικά προβλήματα (π.χ. κυκλοφοριακό).


Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα να αισθάνεσαι ότι δεν υπάρχει ελπίδα και, φοβάμαι, ότι αυτό ακριβώς είναι το αίσθημα όλο και περισσότερων πολιτών, ιδιαίτερα νέων, στην Ελλάδα σήμερα.

Συντετμημένη εκδοχή του άρθρου δημοσιεύθηκε στο Κέρδος στις 27 Οκτωβρίου 2007

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2007

Τελικά, τι είναι το πανεπιστήμιο;


Συχνά οι πολιτικοί μιλούν για την παγκοσμιοποίηση, σπάνια όμως δείχνουν ότι την κατανοούν. Σε έναν υπερεθνικό οικονομικό-κοινωνικό χώρο, όπως είναι η ΕΕ, δεν είναι μόνο το κεφάλαιο, η εργασία, και τα προϊόντα αυτά που διακινούνται ελεύθερα, αλλά και τα εκπαιδευτικά αγαθά. Στο μέτρο που μια κύρια ευρωπαϊκή γλώσσα (κυρίως η αγγλική) χρησιμοποιείται ευρύτατα, οι σύγχρονες τεχνολογίες επικοινωνίας ενώνουν τους ανθρώπους, και τα αεροπορικά ταξίδια μειώνουν σημαντικά τις αποστάσεις, έχουμε τις βασικές προϋποθέσεις για την παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών οπουδήποτε στην ΕΕ. Το μοντέλο ήδη υπάρχει εδώ και αρκετές δεκαετίες με τα δημόσια Ανοιχτά Πανεπιστήμια (ΑΠ) και τις εξ αποστάσεως υπηρεσίες που παρέχουν σε φοιτητές διάσπαρτους σε όλο τον κόσμο.

Το μοντέλο αυτό διευρύνεται σημαντικά στο δικτυακό κόσμο. Όπως ένα ΑΠ λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό εξ αποστάσεως, έτσι κι ένα συμβατικό ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο μπορεί να δραστηριοποιείται σε διαφορετικές χώρες. Ένα μεγάλο μέρος των μαθημάτων μπορεί να γίνεται εξ αποστάσεως, όπως στα ΑΠ. Ένα άλλο μέρος από τους καθηγητές του, οι οποίοι μπορούν άνετα να ταξιδεύουν στις χώρες υποδοχής. Κι ένα άλλο μέρος από τοπικούς tutors, οι οποίοι αναλαμβάνουν υποστηρικτικής σημασίας διδακτικές και συμβουλευτικές δραστηριότητες.

Είναι αυτό πανεπιστήμιο; Γιατί όχι; Τι είναι ένα πανεπιστήμιο; Τα κτίρια, μήπως; Όχι βέβαια. Οι υποδομές του; Ναι, αλλά, σήμερα, μπορώ να ζω στην Αθήνα και να χρησιμοποιώ τη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Γουόρικ στην Αγγλία σχεδόν σα να ήμουν εκεί. Οι καθηγητές; Φυσικά, γι αυτό και ταξιδεύουν στους χώρους διδασκαλίας, και είναι διαθέσιμοι τηλεφωνικώς και ηλεκτρονικώς. Οι φοιτητές; Βεβαίως, αν και δεν είναι απαραίτητο να είναι όλοι κάτω από την ίδια στέγη. Στον βιρτουαλικό κόσμο, το πανεπιστήμιο αποκτά, εν δυνάμει, δικτυακή δομή. Σημασία έχει περισσότερο η νοοτροπία και το ήθος που καλλιεργεί, και λιγότερο η φυσική του παρουσία.

Οι εγχώριες οπισθοδρομικές συντεχνίες δεν τα αντιλαμβάνονται αυτά. Το «κλειστό» σύμπαν τους απαρτίζεται από φαντασιώσεις, όχι απεικονίσεις του πραγματικού κόσμου. Μάχονται τις συνεργασίες ξένων πανεπιστημίων με τοπικούς ιδιωτικούς φορείς, όπως οι Λουδίτες μάχονταν, στον 19ο αιώνα, τις μηχανές στα εργοστάσια. Υπερασπίζονται το κρατικό μονοπώλιο της ανώτατης εκπαίδευσης με την ίδια θέρμη που, είκοσι χρόνια πριν, οι τότε οπισθοδρομικοί υπερασπίζονταν την κρατική ραδιοφωνία και τηλεόραση. Η συζήτηση για το άρθρο 16 είναι τόσο αναχρονιστική, όσο η διαμάχη για την απάλειψη του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Τι νόημα έχει το κρατικό μονοπώλιο όταν η ΕΕ αναγνωρίζει τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων ελληνικών παραρτημάτων ευρωπαϊκών ΑΕΙ; Όταν ένα μη κρατικό πανεπιστήμιο κερδίζει την αναγνώριση επίσημα από διεθνείς επιστημονικές ενώσεις και ανεπίσημα από την αγορά; Όταν στο διαδικτυακό κόσμο η γνώση είναι διάσπαρτη; Πως καταφέρνουμε να αναδεικνύουμε θέματα που καμία άλλη χώρα δεν συζητά σε θέματα μείζονος σημασίας;

Συντετμημένη εκδοχή του άρθρου δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή στις 26 Οκτωβρίου 2007

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2007

Η «αυτοκριτική» της νομενκλατούρας


Η «αυτοκριτική» του Γ. Παπανδρέου, στην πρόσφατη συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ (6-7 Οκτωβρίου 2007), για τον τρόπο που πολιτεύθηκε ως ηγέτης του κόμματός του εξαντλήθηκε είτε στη χρήση μιας διαπιστωτικής γλώσσας (μίλησε, δηλαδή, σαν παρατηρητής για το τι έγινε και τι δεν έγινε), είτε προσποιήθηκε την αυθεντικότητα στο λόγο του στρέφοντας τα βέλη της κριτικής (και) πάνω του. Το αποτέλεσμα, όμως, δεν ήταν πειστικό γιατί το χάσμα λόγων και έργων δεν παρήγαγε αυθεντική αυτοκριτική. Τα βέλη δεν ήταν πραγματικά. Η αυτοκριτική ήταν «εικόνα», όχι ουσία.


Ο κ.Παπανδρέου δεν ανέλαβε την ευθύνη για το χειρότερο τα τελευταία είκοσι χρόνια εκλογικό αποτέλεσμα του ΠΑΣΟΚ με τον τρόπο που αναμένεται από τους φορείς έλλογης εξουσίας, δηλαδή παραιτούμενος, αλλά δήλωσε ότι και αυτός και άλλα στελέχη έχουν ευθύνες. Προσέξετε, όμως: δηλώνει ότι αναλαμβάνει ευθύνες, δεν αναλαμβάνει όντως τις ευθύνες - δεν ευθυγραμμίζει τις πράξεις του με τα λόγια του. Δηλώνει ότι δεν είναι εξουσιομανής, αλλά παραμένει επικεφαλής του κόμματός του. Δηλώνει ότι το κόμμα πρέπει να αποβάλλει τη νοοτροπία του καθεστωτισμού, αλλά ο ίδιος είναι μέρος του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ από το 1981. Δηλώνει υπέρ της αξιοκρατίας, αλλά ο ίδιος είναι μέλος πολιτικής δυναστείας. Δηλώνει γενικά ότι έχει και αυτός ευθύνες, αλλά δεν τις εντοπίζει με συγκεκριμένο τρόπο, γι αυτό και δεν μεταμελείται γι αυτές: δεν μας μιλάει λ.χ. για τις δικές του εσφαλμένες επιλογές, όπως η τοποθέτηση της υπερνομάρχου Αθηνών-Πειραιώς κυρίας Γεννηματά στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας και ο επονείδιστος χειρισμός του θέματος που ανέκυψε.


Ο ηγέτης, εξ ορισμού, δεν είναι παρατηρητής στα δρώμενα του οργανισμού, γι αυτό και δεν πρέπει να αρκείται σε διαπιστώσεις και σχόλια για τις κακές επιδόσεις. Ο ηγέτης, πρωτίστως, είναι ο κυριότερος συμμέτοχος στα δρώμενα και, άρα, με τη συμπεριφορά του - όχι απλώς με τις δηλώσεις του - επηρεάζει τα δρώμενα. Αν ο ηγέτης ενός προβληματικού οργανισμού π.χ. δηλώσει ότι «αναλαμβάνει την ευθύνη» για τις κακές επιδόσεις, αυτό δεν ισοδυναμεί με την πραγματική ανάληψη της ευθύνης. Στο μέτρο που είναι μια δήλωση και μόνον, δεν είναι τίποτα παραπάνω από λόγια, όπως ακριβώς ένας άνθρωπος που δηλώνει ότι είναι ειλικρινής δεν είναι απαραίτητα πιστευτός αν η ειλικρίνεια δεν φαίνεται στη συμπεριφορά του. Πειθόμαστε ότι ένας ηγέτης αναλαμβάνει όντως την ευθύνη όταν το δείχνει εμπράκτως, όταν δηλαδή η συμπεριφορά του ενσαρκώνει αυτά που επαγγέλλεται. Τότε ο λόγος του αποκτά αυθεντικότητα και, φυσικά, πειστικότητα.


Τη γλώσσα του παρατηρητή μετέρχονται και τα περισσότερα ηγετικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ για να κάνουν την «αυτοκριτική» τους. Δηλώνουν ότι πρέπει το κόμμα να αλλάξει ριζικά, να «αναλάβουν όλοι τις ευθύνες τους», και γενικώς εκστομίζουν διάφορες πολιτικώς ορθές κοινοτοπίες, αλλά κανείς τους δεν αναλαμβάνει εμπράκτως συγκεκριμένες ευθύνες. Μιλάνε για ευθύνες, δεν τις αναλαμβάνουν. ΄Η μάλλον, καλύτερα, μιλάνε για ευθύνες, ακριβώς για μην τις αναλάβουν!

Η κυρία Παπανδρέου παρατηρεί ότι κάποιοι «έφτιαξαν περιουσίες» στο καθεστωτικό ΠΑΣΟΚ, αλλά η ίδια δεν αντέδρασε ποτέ δημοσίως όταν αυτό συνέβαινε, ούτε αρνείται τώρα να συνυπάρχει στο ίδιο κόμμα με τους διεφθαρμένους συντρόφους της. Δεν αναγνωρίζει, δηλαδή, ότι η ανοχή της συνιστά τη δική της ευθύνη. Ο κ.Παπουτσής δηλώνει ότι δεν πρέπει «να αποφύγουμε την αυτοκριτική» αλλά, φυσικά, αυτή η αυτοκριτική αφορά τους άλλους, όχι τον ίδιο – τον επί μακρόν συνωστιζόμενο στην πολυάριθμη αυλή του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο κ.Χρυσοχοϊδης ορθά διαπιστώνει ότι το ΠΑΣΟΚ διακρίνεται από «αδυναμία σκέψης, αμήχανη πολιτική, άτολμη δράση», αλλά παρακάμπτει τη δική του ατολμία να εμμείνει στη δημοσίως εκπεφρασμένη άποψή του για την ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 16. (Σε πρόσφατη συνέντευξή του δήλωσε ότι θεωρεί την αναθεώρηση του άρθρου 16 «πλέον ανεπίκαιρη»!). Προσέξτε το γενικότερο μοτίβο: κάποιοι άλλοι έχουν ευθύνες και πρέπει να αλλάξουν, εμείς όχι. Γενικεύστε αυτή τη συμπεριφορά και έχετε τη σημαντικότερη, ίσως, όψη της κρίσης στο ΠΑΣΟΚ. Το μόνο που δεν μας είπαν είναι ότι, τελικά, την κύρια ευθύνη την έχει το εκλογικό σώμα που με την ανωριμότητά του δεν επέστρεψε το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση!


Η δήθεν αυτοκριτική γλώσσα της ηγετικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ είναι η ξύλινη γλώσσα μιας παρακμιακής κομματικής γραφειοκρατίας που δεν αντιλαμβάνεται (και, φυσικά, δεν αναδέχεται) την ηθική της ευθύνης. Στο δοκίμιό του «Πολιτική και Συνείδηση», ο Βάτσλαβ Χάβελ, τονίζει εμφατικά ότι πρέπει «να τοποθετούμε την ηθική πάνω από την πολιτική και την ευθύνη πάνω από τις επιθυμίες μας», προκειμένου να «δώσουμε περιεχόμενο στην ομιλία μας» και νόημα στην πολιτική μας κοινότητα. Η πολιτική, λέει ο Χάβελ, δεν εκπίπτει στην «πολιτική του Μηχανισμού» - δηλαδή, σε τεχνολογία χειραγώγησης – όταν καθίσταται η «πολιτική της πρακτικής ηθικής», της αλήθειας και της ευθύνης. Η «πράσινη» νομενκλατούρα, μη διαθέτοντας το λεξιλόγιο της ευθύνης, ομφαλοσκοπεί σχολιάζοντας την κρίση της. Θα έχει άφθονο χρόνο μπροστά της να το κάνει με άνεση.


Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή στις 14 Οκτωβρίου 2007

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2007

Πρέπει να στραφεί το ΠΑΣΟΚ αριστερά;


Η αντίδραση αρκετών αρθρογράφων και στελεχών του ΠΑΣΟΚ στην πρόσφατη οδυνηρή εκλογική ήττα του ήταν ότι το ΠΑΣΟΚ πρέπει να «στραφεί αριστερά». Η άποψη που τείνει να κυριαρχήσει είναι η εξής: Από τη δεκαετία του 1990 και μετά, και ιδιαίτερα μετά την ανάληψη της ηγεσίας από τον Κ. Σημίτη το 1996, το ΠΑΣΟΚ άρχισε να αλλοιώνει τη φυσιογνωμία του και να υιοθετεί μια όλο και πιο δεξιόστροφη πολιτική. Μετακινήθηκε, ως εκ τούτου, προς τα δεξιά και άφησε ζωτικό χώρο ακάλυπτο στα αριστερά του, τον οποίο κάλυψαν τα δύο μικρά αριστερά κόμματα. Για να αποκτήσει ξανά ηγεμονική παρουσία στην πολιτική ζωή και να επανέλθει στην εξουσία, το ΠΑΣΟΚ πρέπει να μετακινηθεί προς τα αριστερά.

Τι εννοούν όσοι διακινούν αυτό τον ισχυρισμό; Τι σημαίνει η περιλάλητη «στροφή στα αριστερά»; Τι πολιτικές θα περιελάμβανε; Καθότι η «αριστερά» δεν είναι μια άχρονη και αναλλοίωτη μεταφυσική έννοια, αλλά αντλεί το νόημά της από την ιστορική παράδοση του οικείου πολιτικού χώρου στα πολιτικά συμφραζόμενα μιας χώρας, τι θα συνιστούσε την «αριστερή στροφή» για το ΠΑΣΟΚ σήμερα; Να το πω διαφορετικά: ποια ήταν η προγενέστερη «αριστερή» φυσιογνωμία του κόμματος αυτού από την οποία υποτίθεται ότι άρχισε να απομακρύνεται;

Μια ματιά στην πρώτη κυβερνητική οκταετία του ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του 1980, την «αριστερή» περίοδό του, δείχνει ότι το συνολικό προφίλ των πολιτικών του περιελάμβανε από τη μια μεριά την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και τη δημιουργία ενός πιο ανεκτικού και περιεκτικού δημόσιου χώρου (τα σημαντικότερα επιτεύγματά του), αφετέρου δε τον κρατισμό, το λαϊκισμό, την κομματικοποίηση του κράτους, και την αντιδυτική ρητορική. Αυτές τις «παιδικές ασθένειες» άρχισε να ξεπερνά το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του 1990, αποκτώντας μια φιλευρωπαϊκή συνείδηση, συνειδητοποιώντας (έστω και διστακτικά) τις βλαπτικές συνέπειες του κρατισμού και του λαϊκισμού στην οικονομία, και διαπιστώνοντας (αν και ανόρεχτα) ότι η κομματικοποίηση του κράτους υπονομεύει τα συλλογικά αγαθά τα οποία το κράτος υποτίθεται ότι υπηρετεί. Ο «λαός» άρχισε βαθμιαία να μετασχηματίζεται σε «πολίτες», η κοινωνία να μην ταυτίζεται με επιμέρους προσοδοθηρικά συμφέροντα, το δημόσιο συμφέρον να διαφοροποιείται τόσο από το συντεχνιακό συμφέρον των συνδικάτων του δημόσιου τομέα όσο και από αυτό κρατικών επιχειρήσεων, και να διαπιστώνεται η αξία των υγιών δημοσίων οικονομικών.

Όσοι σήμερα προτρέπουν το ΠΑΣΟΚ να «στραφεί αριστερά», τι ακριβώς του συνιστούν; Να επιστρέψει στον κρατισμό, να ενισχύσει τον λαϊκιστικό εαυτό του (από τον οποίο ουδέποτε αποκόπηκε), και να αναβαπτισθεί στο εθνοκεντρικό παρελθόν του; Να στραφεί σε αυτό που εξέφρασε ο Λαλιώτης, ο Τσοχατζόπουλος και ο Αρσένης; Να μιμηθεί τη βαθιά συντηρητική διαμαρτυρία του Αλαβάνου που αντιστρατεύεται κάθε αλλαγή που δεν εγκρίνουν τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα;

Ένα κεντροαριστερό κόμμα είναι αξιακά κοινωνιστικό: μεριμνά για την ενίσχυση του δημόσιου χώρου. Η κοινωνία δεν θεωρείται απλώς ένα άθροισμα συναλλασσομένων ατόμων αλλά μια δυναμικά εξελισσόμενη πολιτική κοινότητα από την οποία τα άτομα αντλούν νόημα και, συγχρόνως, στη θέσμιση της οποίας ενεργά συμβάλλουν, προσπαθώντας να πραγματώσουν τον εαυτό τους. Οι ανισότητες ενοχλούν τους κεντροαριστερούς γιατί περιορίζουν την αυτοπραγμάτωση των ατόμων. Η κοινωνική αλληλεγγύη ενισχύεται με δημόσιες πολιτικές, γιατί χωρίς αυτή δεν μπορεί να υπάρξει στιβαρή δημόσια σφαίρα. Οι πόροι όμως για τις δημόσιες πολιτικές θα προέλθουν από μια ακμαία οικονομία της αγοράς, την ιστορικά μοναδική οικονομική οργάνωση που παράγει ευημερία.

Ο δημόσιος χώρος ενδυναμώνεται στο μέτρο που μπορεί να προσαρμόζεται στα εκάστοτε νέα δεδομένα. Η κεντροαριστερά είναι, λογικά, η κατ΄ εξοχήν παράταξη της μεταρρύθμισης, αφού αφενός μεν θεωρεί την κοινωνία ως την τελική πηγή νοήματος, το οποίο αναθεωρείται αενάως στον ιστορικό χρόνο· αφετέρου δε, πιο πραγματιστικά, χωρίς αλλαγές οι δημόσιοι θεσμοί αδυνατούν να αντεπεξέλθουν σε διαρκώς εξελισσόμενα προβλήματα. Ο σύγχρονος κεντροαριστερός γνωρίζει ότι, στην εποχή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, το δημόσιο συμφέρον προάγεται όχι με τη συντήρηση του παλαιού, αλλά με τη δεκτικότητα στην αλλαγή. Όχι με την άρνηση της αγοράς, αλλά με την αποδοχή της και τη άοκνη προσπάθεια για την λειτουργία της με βάση τις συλλογικές αξίες της πολιτικής κοινότητας. Όχι με το συμβιβασμό με τη λαϊκιστική μετριότητα, αλλά με την ενεργό επιδίωξη της αριστείας που ζωογονεί τους δημόσιους θεσμούς, παράγει ποιοτικά συλλογικά αγαθά και καλλιεργεί εκλεπτυσμένη δημόσια κουλτούρα για την οποία οι πολίτες είναι υπερήφανοι. Το δημόσιο συμφέρον προάγεται με την προσαρμοστικότητα, τη διορατικότητα και την τόλμη, όχι με την ανέξοδη (και αδιέξοδη) λαϊκιστική ρητορεία.

Αν το ΠΑΣΟΚ «στραφεί αριστερά», το πιθανότερο είναι ότι θα επανασυνδεθεί με τον κακό του εαυτό και θα είναι μια ακόμη απόδειξη του φόβου της αλλαγής, ο οποίος – τι ειρωνεία! - διακατέχει το κόμμα της «αλλαγής». Στη δεκαετία του 1990, επί Σημίτη, κέρδιζε τις εκλογές στο μέτρο που κατόρθωσε να εκφράσει τα εκσυγχρονιστικά αιτήματα των μεσαίων στρωμάτων και του πιο εκπαιδευμένου, δυναμικού και εξωστρεφούς μέρους του εκλογικού σώματος. Αυτή η μερίδα ψηφοφόρων, άλλωστε, είναι και η πλέον κυμαινόμενη μεταξύ των δύο μεγάλων πολιτικών παρατάξεων. Όποιος την πάρει με το μέρος του κερδίζει. Αυτούς τους ψηφοφόρους έχασε στις εκλογές του 2004, όταν το ΠΑΣΟΚ περισσότερο εξέπεμπε την οσμή της παρακμιακής και αλληλοσπαρασσόμενης νομενκλατούρας παρά την ελπιδοφόρα φιλοδοξία των ρηξικέλευθων μεταρρυθμιστών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις εκλογές του 2004, τα 2/3 των διαρροών ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ κατευθύνθηκαν στη «Νέα Δημοκρατία». Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι, σε σχέση με το 2000, το 2004 η ΝΔ είχε σημαντικό προβάδισμα στους ελεύθερους επαγγελματίες (κατά 13%), στα ανώτερα στρώματα μισθωτών του ιδιωτικού τομέα (κατά 12%) και στους ψηφοφόρους ανώτερης και ανώτατης μόρφωσης (κατά 10%). Αυτό το εκλογικό σώμα δεν το ανέκτησε το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2007 με την ανεπαρκή ηγεσία του, τον φθαρμένο λόγο του, και την αδυναμία του να πείσει ότι έμαθε από τα λάθη του και άλλαξε. Οι διαρροές στη λαϊκιστική αριστερά στις πρόσφατες εκλογές είναι κυρίως συγκυριακές και, σε κάθε περίπτωση, σχεδόν ισοσταθμίζονται από τις διαρροές προς την κεντροδεξιά. Τις εκλογές τις κερδίζει όποια παράταξη αποφεύγει να παγιδεύεται σε ιδεολογήματα, οικοδομεί ευρύτερες συμμαχίες και, συγχρόνως, βάζει τη δική της πολιτική σφραγίδα σε μια διάχυτη κοινωνική επιθυμία. Όπως στην τέχνη, το κλειδί στην πολιτική είναι να μορφοποιήσεις με τον δικό σου τρόπο αυτό που επιθυμούν οι πολλοί αλλά δυσκολεύονται να το εκφράσουν.

Το δίλημμα για την κεντροαριστερά δεν είναι «δεξιά» ή «αριστερά» - αυτή είναι η συζήτηση του 1980. Το δίλημμα ήταν, είναι και παραμένει: εκσυγχρονισμός ή συντήρηση; Εξωστρέφεια ή πτωχοπροδρομισμός; Άνοιγμα στο καινούριο ή κλείσιμο στο παλιό;


Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή στις 30 Σεπτεμβρίου 2007

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2007

Πώς να ΜΗ σκέπτεσαι στρατηγικά! Η τέχνη του Γ.Παπανδρέου να πυροβολεί τον εαυτό του στα πόδια



Όσοι παρακολουθούν δια μακρόν τις εξελίξεις στον ΠΑΣΟΚ δεν πρέπει να εξεπλάγησαν με το τελευταίο φιάσκο του Γ. Παπανδρέου – την αιφνιδιαστική πρωτοβουλία του να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του και τις αντιδράσεις που προκάλεσε. Ο κ.Παπανδρέου απέδειξε ότι δεν διαθέτει, δυστυχώς, ανεπτυγμένη στρατηγική σκέψη, ένα από τα σημαντικότερα γνωρίσματα ενός ηγέτη. Τι σημαίνει στρατηγική σκέψη; Κατ’ ελάχιστον, να έχεις ένα στόχο στο μυαλό σου και όλες οι κινήσεις σου να συνδέονται λογικά για την επίτευξη αυτού του στόχου. Η στρατηγική όμως δεν είναι μια μοναχική δραστηριότητα, καθότι συνήθως εκτυλίσσεται σε ένα ανταγωνιστικό πεδίο στο οποίο υπάρχουν και άλλοι παίκτες με αντίπαλες στρατηγικές. Όπως παρατηρούν οι καθηγητές Αβινας Ντίξιτ και Μπάρι Νεϊλμπαφ στο βιβλίο τους «Πώς να Σκέπτεστε Στρατηγικά» (Καστανιώτης, 2001) η ουσία ενός στρατηγικού παιγνίου είναι η αλληλεξάρτηση των αποφάσεων των παικτών.

Το στρατηγικό παίγνιο, εν προκειμένω, είναι η αντιπαράθεση του κ.Παπανδρέου με τον κ.Βενιζέλο για την προεδρία του κόμματος. Η διαδικασία έχει καθορισθεί, οι κύριοι αντίπαλοι είναι γνωστοί. Στο πλαίσιο αυτού του ανταγωνιστικού παιγνίου, η αλληλεξάρτηση των παικτών είναι διαδοχική. Αυτό σημαίνει ότι οι παίκτες κάνουν κινήσεις εναλλάξ: αν εγώ κάνω αυτό, ο αντίπαλός μου θα κάνει εκείνο, στη συνέχεια εγώ πρέπει να κάνω τούτο, κλπ. Κρίσιμο σημείο σε παίγνια διαδοχικής αλληλεξάρτησης είναι οι παίκτες να σκέπτονται τις μελλοντικές κινήσεις τους σε βάθος χρόνου. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει κανείς να προβλέψει τις αντιδράσεις του αντιπάλου του στις αρχικές του κινήσεις και να διαμορφώσει τη δική του βέλτιστη στρατηγική.

Τι έκανε ο κ.Παπανδρέου με την ψήφο εμπιστοσύνης; Προέβη σε μια κίνηση στην οποία ο αντίπαλός του, πιθανότατα, θα αντιδρούσε αρνητικά. Οι κκ. Παπανδρέου και Βενιζέλος είναι εσωκομματικοί αντίπαλοι στις εκλογές της 11ης Νοεμβρίου 2007 για την προεδρία του ΠΑΣΟΚ. Τα πνεύματα έχουν ήδη οξυνθεί. Ο κ.Βενιζέλος δεν χάνει ευκαιρίες να επικρίνει δημοσίως τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ και να προβάλλει την υποψηφιότητά του. Γιατί ο κ.Βενιζέλος και οι βουλευτές που επηρεάζει (τουλάχιστον 20 τον αριθμό) να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης σήμερα σε αυτόν στον οποίο θα αντιπαρατεθούν αύριο; Δεν θα τους συνέφερε να εκφρασθεί η δυσπιστία μέρους της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ τώρα έτσι ώστε να υποσκαφθεί περαιτέρω το κύρος του αρχηγού και να καταστεί έτσι ένας ευκολότερος αντίπαλος σε ενάμιση μήνα; Επιπλέον, όσοι δεν έχουν καταλήξει ακόμα ποιόν από τους δύο διεκδικητές θα υποστηρίξουν στις 11 Νοεμβρίου, δεν θα ετίθεντο, εντελώς αιφνιδιαστικά, σε μια διαδικασία που δεν έχει συμφωνηθεί, ενώπιον ενός εκβιαστικού διλήμματος που μπορεί να οδηγούσε μερικούς στη λευκή ψήφο;

Πολύ απλά, η πιθανότερη αντίδραση στην κίνηση του Γ.Παπανδρέου, αν πράγματι στηνόταν η κάλπη της ψηφοφορίας, θα ήταν να εισπράξει έναν όχι ευκαταφρόνητο αριθμό αρνητικών ψήφων από τους Βενιζελικούς και λευκών από τους ουδέτερους, αναποφάσιστους και «τριτοπολικούς». Τότε, ποια θα ήταν η επόμενή του κίνηση; Ένας αρχηγός που αμφισβητείται από σημαντική μερίδα της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματός του (και μάλιστα τόσο καθαρά: με άρνηση παροχής ψήφου εμπιστοσύνης), δεν μπορεί να σταθεί – παραιτείται. Άρα, άνθρακες ο θησαυρός.

Αν πάλι, δεν παραιτούνταν, θα μειωνόταν περαιτέρω το κύρος του, καθότι θα τελούσε υπό ανοιχτή αμφισβήτηση. Πως θα στηνόταν μπροστά στον Καραμανλή στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης; Επιπλέον, η αμφισβήτηση στο πρόσωπό του, πιθανότατα, θα διογκώνονταν, ιδιαίτερα μάλιστα όταν τα κανάλια θα «έπαιζαν» για μέρες αυτό το θέμα και οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ θα πιέζονταν να πάρουν θέση.

Ο κ.Παπανδρέου φέρεται να δήλωσε σε συνεργάτες του ότι η παροχή ψήφου εμπιστοσύνης «είναι ζήτημα προσωπικής ευθιξίας» («Καθημερινή», 27/9/2007). «Όταν κάποιοι με αμφισβητούν ευθέως στα κανάλια πρέπει να έχουν το θάρρος να το κάνουν και στη Βουλή. Δεν μπορεί να λέει ο Βενιζέλος ότι θα πάμε συντεταγμένα στις προγραμματικές δηλώσεις και όσοι τον υποστηρίζουν να μου ζητούν από τα κανάλια να παραιτηθώ. Αυτό το θέατρο πρέπει να τελειώσει» (ο.π.). Δυστυχώς, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δεν κατανοεί ότι το «θέατρο» είναι ουσιώδες και ανεξάλειπτο στοιχείο της πολιτικής διαδικασίας. Από τη στιγμή που είναι υποψήφιος στις εκλογές για την προεδρία του κόμματος στις 11 Νοεμβρίου, τίθεται, κατ΄ ανάγκην, υπό μερική, τουλάχιστον, αμφισβήτηση. Αυτό σημαίνει εκλογές: προβληματισμός, αμφισβήτηση, επιλογές. Για κάποιους, εντός και εκτός της κοινοβουλευτικής ομάδας, ο κ.Παπανδρέου δεν πρέπει να ηγείται του κόμματος και γι αυτό έχουν ήδη συσπειρωθεί γύρω από μια εναλλακτική υποψηφιότητα. Οι εκλογές θέτουν κατ΄ ανάγκη τον φορέα που ασκεί θεσμική εξουσία υπό αμφισβήτηση.

Συγχρόνως, όμως, το εσωκομματικό παίγνιο εκτυλίσσεται μέσα σε ένα ευρύτερο πολιτικό παίγνιο, στο οποίο μετέχουν και ανταγωνίζονται για ισχύ διάφορα κόμματα. Γι αυτό το λόγο η εσωκομματική αμφισβήτηση του κ.Παπανδρέου είναι προσεκτική – είναι υποχρεωμένοι αυτοί που τον αμφισβητούν να το κάνουν χωρίς να θεωρηθεί ότι υπονομεύουν την ενότητα του κόμματός τους, αφού, αν διαρραγεί η ενότητα, υποσκάπτεται η ισχύς του κόμματος στο ευρύτερο πολιτικό παίγνιο. Το «θέατρο» - δηλαδή να επικρίνεις τον αρχηγό του κόμματος και υποψήφιο στις εσωκομματικές εκλογές και, συγχρόνως, να μεριμνάς για την ενιαία έκφραση και ισχυρή παρουσία του κόμματός σου στο ευρύτερο πολιτικό παίγνιο που διεξάγεται στο Κοινοβούλιο - είναι η βέλτιστη στρατηγική. Φυσικά οι δύο αυτές στάσεις είναι αντιφατικές και γι αυτό, άλλωστε, δεν διαρκεί η συνύπαρξή τους για πολύ. Για περιορισμένο χρονικό διάστημα, όμως, αυτή η αντιφατικότητα είναι εγγενώς αξεπέραστη. Η προσπάθεια του κ.Παπανδρέου να άρει την αντιφατικότητα, ζητώντας ψήφο εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του πριν τις εκλογές της 11ης Νοεμβρίου, δημιούργησε μεγαλύτερα προβλήματα, όπως φάνηκε και στην επεισοδιακή συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματός του.

Ο κύριος αντίπαλός του, ο κ. Βενιζέλος, έξυπνα, δεν σήκωσε το γάντι. Γνωρίζοντας ότι έχει επικριθεί από πολλούς «πράσινους» για την ορμητικότητά του και την ένταση με την οποία προέβαλλε την υποψηφιότητά του, θέτοντας το προσωπικό του συμφέρον πάνω από το κομματικό, άδραξε την ευκαιρία να εμφανισθεί «ενωτικός». Κάλεσε τον κ.Παπανδρέου να αποσύρει την πρόταση για να μη διχαστεί το κόμμα. Το ίδιο έκαναν και οι κκ.Κακλαμάνης και Σημίτης, οι οποίοι, μη έχοντας πάρει θέση υπέρ του ενός ή άλλου υποψηφίου, δεν ήθελαν να εμφανισθεί το κόμμα προς τα έξω διχασμένο, τουλάχιστον όχι πριν τις 11 Νοεμβρίου.

Σε σχετική ερώτηση του βουλευτή κ.Α. Λοβέρδου, ο κ.Παπανδρέου απάντησε: «Δεν διχάζουν οι δημοκρατικές διαδικασίες» (ο.π.). Είναι τόσο απλοϊκή η αντίληψη του προέδρου του ΠΑΣΟΚ για τις δημοκρατικές διαδικασίες που δυσκολεύεται να αντιληφθεί ότι, μετέχοντας σε μια δημοκρατική διαδικασία, κατ΄ ανάγκην καλούμαστε να πάρουμε θέση υπέρ του Α ή του Β, άρα κατ΄ ανάγκην διαιρούμαστε ως προς τις επιλογές μας. Αυτό είναι και το πρόβλημα σε χώρες χωρίς δημοκρατική παράδοση, στις οποίες οι εκλογές όχι μόνο διαιρούν αλλά διχάζουν και οδηγούν σε βίαιες συγκρούσεις (π.χ. Αλβανία, Ουκρανία, Ζιμπάμπουε). Για να μην οδηγηθεί η διαίρεση σε διχασμό, απαιτούνται μερικές προϋποθέσεις, κυρίως να αποδεχόμαστε όλοι τη μεθοδολογία της δημοκρατικής διαδικασίας και η ψηφοφορία να μην διεξάγεται σε έντονα πολωτικό κλίμα γιατί τότε οι επιλογές αποκτούν σχεδόν υπαρξιακό χαρακτήρα (π.χ. δημοψήφισμα για το σχέδιο Αννάν στην Κύπρο).

Στα συμφραζόμενα του ΠΑΣΟΚ, παρεμβάλλοντας αιφνιδιαστικά μια διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης από τους βουλευτές στη συμφωνημένη διαδικασία εκλογής προέδρου από τη «βάση», οι ψηφοφόροι βουλευτές εκλήθησαν να προ-δεσμευθούν για την τελική τους επιλογή, χωρίς να έχει συμφωνηθεί εκ των προτέρων η διαδικασία (αφού η πρωτοβουλία του κ.Παπανδρέου ήταν αιφνιδιαστική), δίχως να έχει προηγηθεί η σχετική διαβούλευση που συνοδεύει κάθε δημοκρατική διαδικασία, και χωρίς οι βουλευτές να έχουν το δικαίωμα επιλογής εναλλακτικών υποψηφίων (εξ ορισμού αδύνατον σε μια διαδικασία ψηφοφορίας εμπιστοσύνης στον αρχηγό). Γι αυτό το λόγο, αυτή η συγκεκριμένη διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης εξελήφθη από πολλούς στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ ως προσπάθεια υφαρπαγής της ψήφου τους και αντέδρασαν αναλόγως. Ότι οι δημοκρατικές διαδικασίες, αν δεν συντρέχουν οι ανάλογες προϋποθέσεις, ενδέχεται να διχάσουν, αποκαλύφθηκε θορυβωδώς στη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ και στο βαλκανικού τύπου αλαλούμ που επακολούθησε (θόρυβος, πηγαδάκια, αποχώρηση και επάνοδος του προέδρου, αποχώρηση αρκετών βουλευτών). Τη στιγμή που όλοι στο ΠΑΣΟΚ μιλάνε για «ενότητα», ο μόνος, τελικά, που εκτέθηκε με την πρότασή του ως μη υπερασπιστής της ήταν ο κατ΄ εξοχήν επιφορτισμένος με την προστασία της – ο πρόεδρος του κόμματος! Μέγα σφάλμα.



Μπροστά στην κατακραυγή, ο κ.Παπανδρέου, αντί να επιδείξει ηγετική τόλμη υποστηρίζοντας την άποψή του μέχρι τέλους, απέσυρε την πρότασή του. Ένα ακόμα στρατηγικό σφάλμα: αν πιστεύεις ότι το «θέατρο πρέπει να τελειώσει», διότι διαφορετικά θεωρείς ότι δεν μπορείς να ασκείς επαρκώς τα προεδρικά καθήκοντά σου, τότε εμμένεις στην άποψή σου και χρησιμοποιείς στρατηγικά το αξίωμά σου να καταστήσεις την άποψή σου αποδεκτή. Αν υποχωρήσεις, δείχνει ότι δεν εννοούσες αυτά τα οποία έλεγες, άρα μειώνεται η αξιοπιστία σου και η συνακόλουθη δύναμη της ηγετικής πειθούς σου. Ο ηγέτης με τις, κατ΄ ομολογία του, «δημοκρατικές ευαισθησίες» που επέμενε να στηθεί κάλπη ψηφοφορίας, έτσι ώστε να εκφρασθούν ανεμπόδιστα οι βουλευτές, κατέληξε να αποδεχθεί τη «δια βοής» εμπιστοσύνη της κοινοβουλευτικής ομάδας, η οποία, τελικά, ούτε «δια βοής» ήταν, αφού μόνον ο κ.Κακλαμάνης εξέφρασε τη «βοή» αυτή και ουδείς άλλος. Η «δημοκρατική διαδικασία» εκφυλίστηκε σε διαδικασία χειροτονίας ιερωμένου! Η πρωτοβουλία του προέδρου του ΠΑΣΟΚ να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από τους βουλευτές του, κατέληξε να είναι η εκμαίευση απλώς της ανοχής τους, «ως τις 11 Νοεμβρίου», όπως είπε χαρακτηριστικά ο κ.Κακλαμάνης στην «δια βοής» πρότασή του. Με άλλα λόγια, όλη αυτή η φασαρία έγινε, για να επιβεβαιωθεί ότι, ως τις 11 Νοεμβρίου, το ΠΑΣΟΚ ανέχεται τον κ.Παπανδρέου να ασκεί τα προεδρικά του καθήκοντα! Ψήφος εμπιστοσύνης δεν του δόθηκε. Απλώς δεν καταγράφηκαν αντιδράσεις στην πρόταση του κ.Κακλαμάνη. Δηλαδή, όλη αυτή η φασαρία έγινε για ένα θέμα που ουδείς έγειρε. Το ερώτημα ουδέποτε ετέθη ποιος θάπρεπε να προεδρεύει και να εκπροσωπεί το κόμμα μέχρι τις 11 Νοεμβρίου, αλλά μετά. Η πρωτοβουλία του κ.Παπανδρέου κατέληξε σε φιάσκο.

Από τη σύγκρουση αυτή ο ηγέτης του ΠΑΣΟΚ βγήκε με σημαντικά μειωμένο κύρος: απέδειξε ότι δεν σκέπτεται στρατηγικά, επέδειξε ατολμία στην υποστήριξη της πρότασής του μέχρι τέλους, ώθησε το κόμμα του στα όρια του διχασμού τη στιγμή που όλοι μιλάνε για «ενότητα», έδωσε την ευκαιρία στον κύριο αντίπαλό του να εμφανισθεί «ενωτικός», εξόργισε τους ουδέτερους, και έδωσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στα ΜΜΕ να σχολιάζουν για μέρες τα εσωτερικά του ΠΑΣΟΚ και να αμφισβητούν αυτόν τον ίδιο, τροφοδοτώντας έτσι την κομματική εσωστρέφεια.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο κ.Παπανδρέου κάνει ένα τέτοιο στρατηγικό λάθος· υπάρχει πλούσιο παρελθόν. Στις εκλογές του 2004, πρόσφερε γενναιόδωρα τις δύο κορυφαίες θέσεις του ψηφοδελτίου Επικρατείας στους διαπρεπέστερους και συνεπέστερους έλληνες νεοφιλελεύθερους, οι οποίοι, εντελώς καιροσκοπικά, φυσικά τις αποδέχθηκαν. Επρόκειτο για ένα deal από το οποίο κέρδιζαν μόνο αυτοί που, χωρίς την προσφορά του κ.Παπανδρέου, θα έμεναν διαφορετικά εκτός Βουλής (αφού οι συνομιλίες τους με τη «Νέα Δημοκρατία» δεν είχαν ευοδωθεί). Το ΠΑΣΟΚ δεν κέρδισε τίποτα. Στον χειρισμό του άρθρου 16, ο κ.Παπανδρέου επέδειξε στρατηγική ανεπάρκεια: αφού σήκωσε δημοσίως τη σημαία της αναθεώρησης, στη συνέχεια την υπέστειλε μετά από ισχυρές εσωκομματικές αντιδράσεις. Έφερε στο προσκήνιο ως επικεφαλής της προεκλογικής καμπάνιας τον κατ΄ εξοχήν εκπρόσωπο του παλαιού, φθαρμένου και καθεστωτικού ΠΑΣΟΚ, τον κ. Λαλιώτη, τη στιγμή που ο κ.Παπανδρέου μιλούσε (και μιλάει!) για «ανανέωση» και αποβολή της «καθεστωτικής νοοτροπίας». Έχρισε την υπερνομάρχη Αθηνών-Πειραιώς κυρία Γεννηματά πρώτη στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας στις εκλογές του 2007, παρά το γνωστό Συνταγματικό κώλυμα που είχε και χαρακτήρισε την απόφαση του Αρείου Πάγου «δικαστικό πραξικόπημα» (!), εμφανίζοντας έτσι το κόμμα του ως μη σεβόμενο τη νομιμότητα και τους θεσμούς, τη στιγμή που διεκδικούσε την ψήφο των πολιτών να κυβερνήσει, δηλαδή να διαχειρισθεί τη νομιμότητα και τους θεσμούς!

Συνήθως δεν συμφωνώ με τον κ.Μητσοτάκη, αλλά φοβάμαι ότι, σε αυτή την περίπτωση, ο επίτιμος είχε δίκιο: ο κ.Παπανδρέου, παρά τις ενδιαφέρουσες και, για τα ελληνικά δεδομένα, ρηξικέλευθες απόψεις του σε αρκετά θέματα, είναι ακατάλληλος να ηγείται ενός κόμματος εξουσίας, το οποίο ενδεχομένως αύριο ίσως του αποφέρει την πρωθυπουργία, από όπου θα χειρισθεί υποθέσεις του κράτους. Στην πολιτική δεν απαιτείται μόνο να έχεις καλές ιδέες αλλά να ξέρεις και να τις υλοποιείς, να διαθέτεις στρατηγική, αυτοπεποίθηση, τόλμη και, τελικά, ευθυκρισία. Το ηγετικό ανάστημα του κ.Παπανδρέου επλήγη ανεπανόρθωτα μετά το φιάσκο της ψήφου εμπιστοσύνης. Διότι, σε τελική ανάλυση, τι είναι η ηγεσία; Η αύρα εμπιστοσύνης με την οποία περιβάλλουμε έναν ηγέτη, η δύναμη της πειθούς την οποία διαθέτει λόγω της αξιοπιστίας του, του κύρους του, και των στρατηγικών επιλογών του. Αν αυτή η αύρα διαλυθεί, αν ο ηγέτης κοντύνει, αν το κύρος του ξεφουσκώσει, ο ηγέτης αποδεικνύεται ένας συνηθισμένος άνθρωπος, κι αυτό είναι αφόρητα κοινότοπο - δεν το αποδεχόμαστε.

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2007

Το προαναγγελθέν αδιέξοδο του ΠΑΣΟΚ


«Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες είναι παρόμοιες, αλλά κάθε δυστυχισμένη οικογένεια είναι δυστυχισμένη με το δικό της τρόπο», λέει ο Τολστόι στο μυθιστόρημά του Άννα Καρένινα. Για να κατανοήσει ένα κόμμα που υφίσταται αλλεπάλληλες ήττες τους λόγους της αποτυχίας του, πρέπει να τους αναζητήσει θαρραλέα στην ιδιαίτερη ιστορία του και στις στρατηγικές επιλογές που την καθόρισαν. Ο πειρασμός είναι η εκλογίκευση: νομίζει ένας κομματικός οργανισμός ότι αναζητά τα αίτια της κακοδαιμονίας του υιοθετώντας μια οπτική γωνία που τον απαλλάσσει από την υποχρέωση να αναστοχασθεί ριζικά την πορεία του. Αμυντικές ρουτίνες ενεργοποιούνται προκειμένου να διατηρηθεί η κυρίαρχη νοο-τροπία μέσα στην οποία ελήφθησαν στρατηγικές αποφάσεις και σφυρηλατήθηκαν συνασπισμοί εσωκομματικής εξουσίας.

Ποια ήταν η εκλογίκευση που επικράτησε στο ΠΑΣΟΚ μετά την ήττα του 2004; «Απομακρυνθήκαμε από την κοινωνία», αναφωνούσαν επαναληπτικά, ως άλλα μέλη του Χάρε Κρίσνα, τα πρωτοκλασάτα στελέχη του. Πρόκειται για μια ταυτολογική εξήγηση (εξ ορισμού ένα κόμμα εξουσίας που χάνει τις εκλογές αποκόπτεται από ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας). Πρόκειται, επίσης, για μια απλοϊκή ερμηνεία η οποία αφενός μεν εκλαμβάνει την κοινωνία ως μια αδιαφοροποίητη μάζα, παραβλέποντας τις ποικίλες οργανωμένες εκφράσεις της που προωθούν τα επιμέρους συμφέροντά τους, αφετέρου δε θεωρεί το κόμμα απλώς τον εκφραστή των «κοινωνικών (διάβαζε συντεχνιακών) αιτημάτων» και όχι τον διαμορφωτή πολιτικής που προωθεί το μακροχρόνιο δημόσιο συμφέρον. Για το ΠΑΣΟΚ την «κοινωνία» την εκπροσωπούσαν τα συνδικάτα του ΟΤΕ, των εκπαιδευτικών, και της Ολυμπιακής.

Ποιο τείνει να γίνει το κυρίαρχο ιδεολόγημα σήμερα; Δεν είμαστε επαρκώς «αριστεροί» αποφάνθηκε ο κ. Τσοχατζόπουλος, ο οποίος, ιδιαίτερα μετά τη συγκλονιστική εμπειρία του στο Παρισινό Four Seasons, έχει διαπιστωμένα αποκτήσει οξυμένη ευαισθησία σε θέματα ανισοτήτων και φτώχειας. «Από το 1996 και μετά αλλοιώνεται η φυσιογνωμία του κόμματος» δήλωσε περίλυπος ο κ.Αρσένης, πιθανότατα επειδή ο ίδιος δεν βρέθηκε τότε στο τιμόνι του ΠΑΣΟΚ. Τα σοσιαλιστικά κόμματα, καθότι διαθέτουν έντονες ιδεολογικές αναφορές, είναι επιρρεπή σε τέτοιες εκλογικεύσεις: σε περιόδους κρίσης τείνουν να αυτομαστιγώνονται γιατί δεν υπήρξαν αρκετά «αριστερά». Από αυτό το ιδεολόγημα υπέφερε επί 15 χρόνια το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα, μετά τις αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες του από το 1979 και μετά, μέχρι την εκλογή του Μπλερ στην ηγεσία το 1994 και στην πρωθυπουργία το 1997. Από αυτό το επικίνδυνο ιδεολόγημα έλκεται σήμερα το ΠΑΣΟΚ.

Ποια είναι η εμπειρική πραγματικότητα; Το ΠΑΣΟΚ ουδέποτε αποκόπηκε από τον λαϊκισμό που εκ γενετής το συνοδεύει, την κομματοκεντρική-καιροσκοπική αντίληψη των θεσμών, τον κρατισμό, την εκχώρηση της διαμόρφωσης δημόσιας πολιτικής στα συνδικάτα του δημόσιου τομέα, την καθεστωτική αντίληψη και την άνευ αρχών εξουσιολαγνεία που αυτή καλλιεργεί, τον αρχηγισμό. Αυτά τα γνωρίσματα συνιστούν σημαντικές ψηφίδες της ιστορικής πολιτικής του ταυτότητας. Από ορισμένα από αυτά προσπάθησε να ξεφύγει επί Σημίτη (με μερική επιτυχία), αλλά ουδέποτε κατόρθωσε να γίνει ένα ευρωπαϊκού τύπου σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Η εκσυγχρονιστική προσπάθεια του σοσιαλδημοκράτη Σημίτη ποτέ δεν απορροφήθηκε από το «βαθύ» ΠΑΣΟΚ, γι αυτό και ο Γ. Παπανδρέου θεωρήθηκε το 2004 ως ο «πρίγκιπας» που θα μπορούσε εκ νέου να «ενώσει» νικηφόρα το «κίνημα». Με έναν Παπανδρέου επικεφαλής, το ΠΑΣΟΚ φαντασιώθηκε τον ηγέτη που θα ήθελε ακόμη να έχει, τη χρυσή εποχή που θα ήθελε ακόμη να ζει. Ένα πράγμα δεν έκανε: ουδέποτε έθεσε στον εαυτό του ρηξικέλευθα ερωτήματα που αφορούν στην ιστορική του ταυτότητα και πως αυτή πρέπει να μεταλλαχθεί στην Ευρωπαϊκή Ελλάδα του 21ου αιώνα, ουδέποτε άσκησε σοβαρή και έντιμη κριτική στα κυβερνητικά πεπραγμένα του. Προείχε η καιροσκοπική αντίληψη να κερδίσει οπωσδήποτε τις εκλογές, με επικεφαλής οποιονδήποτε έδειχναν κατάλληλο οι δημοσκοπήσεις – το 2004 τον Γ. Παπανδρέου, το 2008 πιθανώς τον Ε. Βενιζέλο.

Ο Γ. Παπανδρέου διέθετε το κατάλληλο φιλελεύθερο ένστικτο για να αλλάξει την λαϊκιστική-κρατικιστική κουλτούρα του ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν διέθετε στρατηγική, αυτοπεποίθηση και ορθή κρίση, γι αυτό και περιέπεσε, τελικά, στην παραδοσιακή πασοκική αφήγηση και λειτουργία. Ο Ε. Βενιζέλος έχει μεν στρατηγική για να ικανοποιήσει τη δυσθεώρητη (και δυσανάγνωστη) φιλοδοξία του, αλλά δεν διαθέτει τα μεταρρυθμιστικά-φιλελεύθερα ένστικτα που τόσο χρειάζεται η προοδευτική παράταξη και ο τόπος σήμερα. Δυστυχώς, το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται εκεί που ήταν το Εργατικό Κόμμα το 1983 – σε αδιέξοδο.

Τροποποιημένη εκδοχή του άρθρου δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή στις 23 Σεπτεμβρίου 2007

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2007

Η κρίση στο ΠΑΣΟΚ


Η κρίση στο ΠΑΣΟΚ μπορεί να ξέσπασε τώρα, μετά από μια, κατά την εύστοχη έκφραση του Κ. Σημίτη, «οδυνηρή ήττα», σοβούσε όμως χρόνια. Το ΠΑΣΟΚ έχασε την ικανότητα να παράγει πολιτική, να συζητά πολιτικά στους κόλπους του και να καταλήγει σε κοινώς αποδεκτά συμπεράσματα, να στοχάζεται πάνω στα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας και να ιεραρχεί προτεραιότητες για την αντιμετώπισή τους. Το ΠΑΣΟΚ βαθμιαία μεταμορφώθηκε σε μια εκλογική μηχανή, έναν αυτιστικό μηχανισμό εξουσίας που κυρίως υπάρχει προς όφελος του κομματικού προσωπικού. Η εξουσιολαγνεία κατέστη αυτοσκοπός. Η παραγωγή πολιτικής για την Ευρωπαϊκή Ελλάδα του 21ου αιώνα περιήλθε σε δεύτερη μοίρα. Ο εκσυγχρονισμός του ΠΑΣΟΚ - η μετάλλαξή του σε ένα σύγχρονο, ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα - αναβλήθηκε για ευθετότερο χρόνο, αν ποτέ ελήφθη στα σοβαρά. Πως λέει ο Άγιος Αυγουστίνος στις Ομολογίες του; «Θεέ μου κάνε με αγνό, αλλά όχι ακόμα!».

Όσοι δια μακρόν (και μακρόθεν) παρακολουθούμε (και νοιαζόμαστε για) τα τεκταινόμενα στο ΠΑΣΟΚ δεν εκπλησσόμαστε. Τα σημάδια ήταν ήδη ορατά για όσους ήθελαν να τα δουν. Παραθέτω στη συνέχεια άρθρα που αρχικά δημοσίευσα στον Οικονομικό Ταχυδρόμο, το Βήμα και την Καθημερινή τα τελευταία έξι χρόνια, με τα οποία ανέλυα την παθολογία που τώρα ανακαλύπτουν κορυφαία στελέχη και εν μέρει η ηγεσία του (τα περισσότερα βρίσκονται, σε επεξεργασμένη μορφή, στο βιβλίο μου Έναρθρη Κραυγή, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007). Τα αναδημοσιεύω εδώ όχι τόσο για να δείξω πόσο επιβεβαιώνονται οι αναλύσεις μου (αν και ομολογώ ότι κάτι τέτοιο δεν με δυσαρεστεί), όσο για να θέσω ένα ευρύτερο πλαίσιο το οποίο θα επιτρέψει να δει κανείς τη «μεγάλη εικόνα» προκειμένου να κατανοήσει τα σημερινά γεγονότα που σχετίζονται με την κρίση ηγεσίας που προέκυψε. Τίποτα δεν προκύπτει εν κενώ. Όπως θα δείτε στα άρθρα που ακολουθούν, οι συνθήκες για τη σημερινή κρίση είχαν δημιουργηθεί πολύ πιο πριν.


Ο κομματικός αυτισμός και οι συνέπειές του

Παρακολουθώ τα συνέδρια του Εργατικού κόμματος της Βρετανίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Πάντοτε με εντυπωσίαζε η ζωντάνια τους: η σύγκρουση διακριτών ιδεολογικών ρευμάτων, η αντιπαράθεση απόψεων σχετικά με το ρόλο του κράτους στην οικονομία, την υγεία και την εκπαίδευση, οι διαφορετικές οπτικές γωνίες για την εξωτερική πολιτική. Βλέπεις ένα κόμμα που ακόμη και στις πλέον εσωστρεφείς του στιγμές, όπως ήταν οι σφοδρές ιδεολογικές συγκρούσεις στις αρχές της δεκαετίας του 1980, δεν έχασε την ικανότητά του να διαλέγεται πολιτικά για τα καυτά θέματα της χώρας του.


Παρακολούθησα το πρόσφατο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ και με εντυπωσίασε η απουσία της πολιτικής σκέψης. Το κρατικοποιημένο αυτό κόμμα ελάχιστα έδειξε να ενδιαφέρεται για την παραγωγή πολιτικής, την έλλογη αντιπαράθεση πολιτικών απόψεων για τα ουκ ολίγα μείζονα θέματα που απασχολούν την Ελληνική κοινωνία. Αντίθετα, ασχολήθηκε, ναρκισσιστικά, με τον εαυτό του, με τη διαβόητη «ενότητά» του.


Επί τέσσερις συναπτές ημέρες οι ομιλητές αναλώθηκαν είτε στην εκφώνηση φίλαθλων συνθημάτων, είτε στη στερεότυπη αναφορά σε πληκτικές κοινοτοπίες του τύπου «θέλουμε μια ισχυρή κοινωνία» ή «πρέπει να αφουγκραστούμε το λαό», υπό τα χειροκροτήματα ενός σώματος-μαμούθ 6500 συνέδρων που θα ζήλευε ακόμη και το «Μπάαθ» κάποιας Μεσανατολικής Λαϊκής Τζαμαχιρίας! Για τα μείζονα πολιτικά θέματα ελάχιστη συζήτηση ουσίας έγινε. Κι όπως συνηθίζεται στα κομματικά συνέδρια, στην Ελλάδα, ουδείς μίλησε τεκμηριωμένα. Κανείς δεν προβληματίστηκες, λόγου χάριν, για το γεγονός ότι επί των ημερών ενός υποτίθεται σοσιαλιστικού κόμματος είδαμε την αυξανόμενη κρυπτο-ιδιωτικοποίηση των δημοσίων αγαθών της υγείας και της εκπαίδευσης. (Ενδεικτικά: τα τελευταία 11 χρόνια πενταπλασιάσθηκαν οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας. Οι δαπάνες των υποψήφιων φοιτητών για φροντιστήρια είναι 230 δισ. δραχμές το χρόνο).


Η σχεδόν νευρωτική εμμονή στην «ενότητα» και στο «όλοι μαζί» χαρακτηρίζει τα κόμματα-μηχανισμούς, καθότι συνειδητοποιούν ότι χωρίς αυτή την «ενότητα» είναι δύσκολο να κρατηθούν στην εξουσία, η οποία άλλωστε συνιστά και τον ισχυρότερο λόγο της όποιας συνοχής τους. Γι αυτό το λόγο, σε αντίθεση με τα κόμματα αρχών, οι όποιες πολιτικές διαφορές εκφυλίζονται σε καιροσκοπικά καμώματα, χάριν της υπέρτατης αρχής της διατήρησης της κομματικής «ενότητας». Στα κόμματα-μηχανισμούς, τα στελέχη τους δεν υπερασπίζονται ιδέες και πολιτικές, αλλά διαπραγματεύσιμα κομματικά και προσωπικά συμφέροντα.


Στο πρόσφατο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, όμως, είδαμε κάτι παραπάνω: την ολοκλήρωση μιας ποιοτικής στροφής στη λειτουργία του κόμματος. Από κόμμα-μηχανισμός που ήταν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, εκφυλίσθηκε πλέον σε κόμμα προσωπικών μηχανισμών. «Ολόκληρες οικογένειες χρίστηκαν - με διάτρητες διαδικασίες και αρχαιρεσίες παρωδία- σύνεδροι», γράφει ο συνήθως καλά ενημερωμένος περί τις ενδοπασοκικές εξελίξεις Γ. Λακόπουλος στο «Βήμα» (14/10/2001), «με μόνη αποστολή να χειροκροτούν τους ομιλητές της μιας ή της άλλης εσωκομματικής πτέρυγας και να ψηφίσουν […] όχι κατά την κρίση τους, αλλά βάσει της «λίστας» που θα παραλάβουν από τα επιτελεία».


Η απουσία της πολιτικής συζήτησης συνοδεύτηκε από τη διακωμώδηση των δημοκρατικών εσωκομματικών διαδικασιών. Μόνο στα συνέδρια κομμάτων στα Βαλκάνια και στην Απω Ανατολή έχουν παρατηρηθεί παρόμοια εκφυλιστικά φαινόμενα – πουθενά αλλού στη δημοκρατική Ευρώπη. Η οργανωτική δυσανεξία και η τιμαριοποίηση του κομματικού μηχανισμού είναι το λογικό επακόλουθο της πολιτικής απίσχνανσης. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Όπως συμβαίνει σε κάθε είδους οργάνωση, η απουσία συνεκτικού οράματος και η έλλειψη κοινώς αποδεκτών αξιών εντός των οποίων εγκιβωτίζονται οι προσωπικές φιλοδοξίες, οδηγούν στη διάσπαση του κοινού συμβολικού τόπου που συνέχει τα άτομα και στην επιδίωξη επιμέρους συμφερόντων.


Το ΠΑΣΟΚ έχει καταστεί ένα αυτο-αναφερόμενο σύστημα, το οποίο αντιστέκεται στην μεταλλαγή του σε ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Η καρδιά του χτυπάει βαλκανικά. Ο πολιτικός του λόγος ενσωματώνει, για λόγους τυπικούς, κάποιες νεωτερικές ιδεολογικές αναφορές, στην ουσία του όμως δεν έχει αποβάλλει τα εκ γενετής λαϊκιστικά χαρακτηριστικά του. Αντιλαμβάνεται ότι το περιβάλλον γύρω του έχει αλλάξει, διαισθάνεται ότι και αυτό το ίδιο πρέπει να αλλάξει, αλλά αναβάλλει διαρκώς την επώδυνη αυτή διαδικασία. Η «επιτυχία» του (κυβερνάει σχεδόν επί είκοσι χρόνια) το εμποδίζει να θέσει ριζοσπαστικά ερωτήματα στον εαυτό του, καθότι προτιμά τη σιγουριά του «επιτυχημένου» παρόντος από την αβεβαιότητα του μέλλοντος. Η πολιτική του αμηχανία το ωθεί στην αναπαλαίωση των συνθημάτων του και στην επιχρύσωσή τους με ανώδυνες κοινοτοπίες. Μόνον η εκλογική ήττα θα αποτελέσει μια αρκούντως ισχυρή εμπειρία έτσι ώστε να αρχίσει να σκέπτεται διαφορετικά.

Παραδόξως, όσοι νοιάζονται για τον μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα θα πρέπει να εύχονται την ήττα του κόμματος που διακηρυκτικά τουλάχιστον υποτίθεται ότι την ενσαρκώνει.

Δημοσιεύθηκε στον Οικονομικό Ταχυδρόμο, 20 Οκτωβρίου 2001


Η διαδοχή στο ΠΑΣΟΚ, οι νεοελληνικές αντιφάσεις, και οι κομματικές φαντασιώσεις

Τα χειροκροτήματα που εισέπραξε ο κ. Σημίτης στην τελευταία σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ ήταν τα πιο ενθουσιώδη που απέσπασε ποτέ από το κόμμα του. Τι ειρωνεία όμως! Η σύνοδος αυτή ήταν η αποχαιρετιστήρια για τον Πρωθυπουργό, αφού ανακοίνωσε επισήμως την παραίτησή του από την προεδρία του κόμματος. Επιτέλους, οι κομματικο-κρατικοί υπάλληλοι που στελεχώνουν το κορυφαίο όργανο του ΠΑΣΟΚ μπόρεσαν να ανασάνουν με διπλή ανακούφιση. Αφενός μεν ο «ψυχρός» κ.Σημίτης, το ανέκαθεν ξένο σοσιαλδημοκρατικό μόσχευμα στο λαϊκιστικό σώμα του ΠΑΣΟΚ, φεύγει από τη μέση, αφετέρου δε ανακαινίζεται η πρόσοψη του κόμματος έτσι ώστε να προσελκυσθούν περισσότεροι πελάτες στο κομματικό μαγαζί.

Με συμβολικούς όρους, η παραίτηση Σημίτη ήταν μια ακόμα πράξη του εκσυγχρονισμού που επαγγέλθηκε ο Πρωθυπουργός: ανεξάρτητα από τα κίνητρά του, δημιούργησε το πλαίσιο λόγου (discourse) εντός του οποίου ο εκσυγχρονισμός, ως πολιτικό πρόταγμα να διατηρήσει την ορμή του, τουλάχιστον στο εσωτερικό του κόμματός του, αφού δεν αφορά μόνον τους άλλους αλλά και τον επικεφαλής του κόμματος.

Αν η κίνηση του Πρωθυπουργού είχε εν δυνάμει αναζωογονητική δύναμη - «η ανανέωση ξεκινάει από μένα» -, η ανάδειξη του Γ. Παπανδρέου στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ απεικονίζει την αντιφατικότητα που εμπεριέχεται σε κάθε διαδικασία αλλαγής, ιδιαίτερα σε κοινωνίες με ιστορικά ανώριμους θεσμούς. Το νεωτερικό προφίλ του υπουργού Εξωτερικών βρίσκεται εν πολλοίς στον αντίποδα της παραδοσιακής ταυτότητας και του modus operandi του κόμματος που ίδρυσε ο πατέρας του.

Ο νέος ηγέτης του ΠΑΣΟΚ, στην πρώτη του επίσημη ανακοίνωση, μίλησε για μια «νέα σχέση εμπιστοσύνης πολίτη-κράτους που θα ξεπερνά μηχανισμούς, κατεστημένα και πελατειακές σχέσεις», την ίδια στιγμή που αφενός μεν το κόμμα του κυβερνά επί είκοσι ολόκληρα χρόνια και θα περίμενε εύλογα κανείς να έχει προβεί σε ενέργειες που θα εμπεδώνουν τη σχέση εμπιστοσύνης πολίτη-κράτους, αφετέρου δε αυτός ο ίδιος επελέγη λιγότερο για την αποδεδειγμένη ηγετική του πολιτική παρουσία και περισσότερο για το συμβολικό βάρος του ονόματός του. Ιδού οι αναπόφευκτες αντιφάσεις: ο νέος ηγέτης του ΠΑΣΟΚ μιλά για αλλαγή όντας μέρος του εικοσαετούς κατεστημένου· θέλει να του δοθεί η δυνατότητα να υπερβεί τα παλαιά σχήματα, ερειδόμενος εν μέρει στα παλαιά σχήματα (το νεποτισμό).

Η αντιφατικότητα της ίδιας της νεοελληνικής κοινωνίας συνοψίζεται στο ότι ενώ είναι μια κοινωνία Δυτικού τύπου στη θεσμική της συγκρότηση, εν τούτοις οι επικεφαλής των δύο κομμάτων εξουσίας είναι γόνοι πολιτικών δυναστειών, μια νεποτιστική παράδοση που συναντάμε συχνά και σε άλλου τύπου οργανώσεις στην Ελλάδα, όπως είναι οι επιχειρήσεις και (αν και αρκετά λιγότερο απ’ ότι στο παρελθόν) η κρατική γραφειοκρατία.

Ενώ τα παλαιό και το νέο συνυπάρχουν στη λειτουργία των θεσμών μας, το νέο έχει σαφές προβάδισμα σε ότι αφορά στη ραγδαία «μεσοποίηση» της πολιτικής ζωής – στην τρομερή εξάρτησή της από τα ΜΜΕ, ιδιαίτερα την τηλεόραση, σε σημείο που τα ΜΜΕ να μην απεικονίζουν απλώς τα πολιτικά γεγονότα αλλά να τα συν-δημιουργούν. Είναι ενδιαφέρον ότι αποτιμώντας την πρόσφατη αλλαγή ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ, σύσσωμος ο Τύπος αναφέρεται περισσότερο στην «επικοινωνιακότητα» του Γ. Παπανδρέου και πολύ λιγότερο στις όποιες πολιτικές θέσεις του. Το ίδιο το κόμμα του τον προσλαμβάνει με κατά βάση απολιτικούς όρους – ένα μίγμα συγκινησιακής φόρτισης, αφού στο πρόσωπό του τα μέλη του ΠΑΣΟΚ βλέπουν τον προσφιλή ιδρυτή τους· επικοινωνιακών τεχνικών, καθότι ο Γ. Παπανδρέου είναι πολύ πιο άνετος τόσο με τον κόσμο όσο και με τις κάμερες, από τον «ξύλινο» προκάτοχό του· και καιροσκοπικής διάθεσης, αφού ο συνδυασμός των δύο πρώτων ελπίζεται ότι θα αποφέρει μια ακόμα εκλογική νίκη, που τόσο ποθεί ένα κρατικοδίαιτο κόμμα όπως το ΠΑΣΟΚ.

Βέβαια, κάθε αλλαγή ηγεσίας αναδεικνύει νέες αντιλήψεις και πρακτικές, που δεν τις έχουν καν σκεφτεί οι συντελεστές της. Ο Γ. Παπανδρέου είναι παιδί των Σίξτις, με ελευθεριακές αντιλήψεις για διάφορα θέματα, ήπιος και συναινετικός χαρακτήρας, προσιτός στον κόσμο, ανοιχτός σε νέες ιδέες, με καλή κατανόηση του σημερινού παγκοσμιοποιημένου και μετα-ιδεολογικού κόσμου. Αυτά τα πρωτότυπα για Έλληνα πολιτικό χαρακτηριστικά, αντιρροπούνται ωστόσο από την παραδοσιακή οπτική γωνία με την οποία τον προσλαμβάνει η κύρια μάζα του ΠΑΣΟΚ και τη θέση που του επιφυλάσσει στην κυρίαρχη πασοκική αφήγηση.

Ως ηγέτης του κόμματος που ίδρυσε ο λαοπρόβλητος πατέρας του, και καθότι ο κόσμος του ΠΑΣΟΚ τον προσλαμβάνει κυρίως ως γιο του Ανδρέα Παπανδρέου και δευτερευόντως ως έναν Σουηδο-Αμερικανό λίμπεραλ, ο Γ. Παπανδρέου θα πιεσθεί έτσι ώστε ο πολιτικός λόγος του να μην αποκοπεί από το λαϊκιστικό Ανδρεοπαπανδρεϊκό ιδίωμα. Με την επιλογή του ως Προέδρου, πέρα από την εμφανώς καιροσκοπική διάθεση να κερδίσει πόντους έναντι του αντιπάλου του, το ΠΑΣΟΚ φαντασιώνεται τον ηγέτη που θα ήθελε να εξακολουθεί να έχει· δυσκολεύεται να ξεπεράσει τον ιδρυτή του και γι αυτό βλέπει την ανανέωσή του πρωτίστως με όρους συγκινησιακά σημαντικών προσώπων και λιγότερο με όρους πολιτικών αρχών και προγραμμάτων. Ένα μεγάλο μέρος του ΠΑΣΟΚ αλλάζει ηγέτη για να μη χρειαστεί να αλλάξει τον εαυτό του· απωθεί το επίμονο ερώτημα τι πρεσβεύει ως ένα σύγχρονο σοσιαλιστικό κόμμα στη σημερινή Ελλάδα και φαντασιώνεται τη χρυσή εποχή του – με έναν Παπανδρέου, φυσικά, επικεφαλής.

Ενδεικτικό της παραδοσιακής πασοκικής αφήγησης που θα πιεσθεί να υιοθετήσει ο νέος Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ είναι ότι στις πρώτες του ανακοινώσεις και δημόσιες εμφανίσεις, ο Γ. Παπανδρέου μιμείται το λόγο, ακόμα και την εμφάνιση, του πατέρα του – του παρέχει το ρητορικό πλαίσιο με το οποίο να συνδεθεί συγκινησιακά με τη βάση του κόμματός του. Ντυμένος ανεπίσημα, αναφέρεται συχνά στο απολιτικό κλισέ του «αγρότη» της «γυναίκας», του «μικρομεσαίου», του «επαγγελματία», του «νέου», τους οποίους καλεί «όλους μαζί» να «συμμετάσχουν» στην προσπάθεια «για μια ισχυρή Ελλάδα», αποφεύγοντας να μας πει πως θα οικοδομηθεί αυτή η «ισχυρή», δίκαιη, και ευημερούσα Ελλάδα, γιατί αυτό είναι τελικά το ζητούμενο κι εκεί διαφέρουν οι πολιτικές των κομμάτων. Οπως ο πατέρας του, ζητά με επιμονή τη «συμμετοχή» της κοινωνίας και επιζητά «διάλογο» μαζί της, ενώ αυτό που συχνά συμβαίνει είναι να επιφυλάσσεται στην κοινωνία ο ρόλος του χειροκροτητή σε σκηνοθετημένες περιοδείες.

Ενώ ο Ανδρεοπανανδρεϊκός λαϊκισμός βασιζόταν στην απευθείας επικοινωνία του Αρχηγού με τις μάζες, η επικοινωνιακή τακτική του Γ. Παπανδρέου βασίζεται σε προσεκτικά χορογραφημένες επαφές του με τους πολίτες, διαμεσολαβημένες από τα ΜΜΕ. Εδώ η Αμερικανική παιδεία του νέου προέδρου του ΠΑΣΟΚ είναι πολύτιμη. Είναι άνετος με τις κάμερες, φιλικός και προσιτός. Το ότι συχνά εκστομίζει ανούσιες κοινοτοπίες και δάνεια ιδεολογήματα είναι δευτερεύον – το πρωτεύον είναι να δημιουργήσει στον θεατή την εικόνα της οικειότητας. Στην τηλεοπτική δημοκρατία ο ηγέτης μπορεί να επικοινωνεί με τις μάζες χωρίς τη μεσολάβηση θεσμών και ο ρόλος του κόμματος είναι, κυρίως, να υποβοηθά τον ηγέτη του στα επικοινωνιακά του καθήκοντα, όχι να αποτελεί τον κύριο χώρο παραγωγής πολιτικής. Έτσι ο Γ. Παπανδρέου θα εκλεγεί στις 8/2/2004 όχι μόνον από τα μέλη του ΠΑΣΟΚ αλλά και από τους «φίλους» του κόμματος, κάτι παρόμοιο με τα primaries των Αμερικανικών κομμάτων.

Πίσω από την ευγενή επιδίωξη για τη συμμετοχή της κοινωνίας στα κομματικά δρώμενα ελλοχεύει ο κίνδυνος της αδιαμεσολάβητης δημοκρατίας και της συνακόλουθης παράκαμψης των θεσμών. Η αδιαμεσολάβητη δημοκρατία είναι επικίνδυνη διότι οι απόψεις των πολλών δεν διηθούνται από τους θεσμούς (κάτι που τόνιζε με επιμονή ο Μάντισον στις σχετικές συζητήσεις για το Αμερικανικό σύνταγμα τον 18ο αιώνα) και οι ηγέτες που απλώς «μεταφέρουν» τις απόψεις της κοινωνίας παραιτούνται από την παιδαγωγική τους λειτουργία και αποποιούνται, σε τελική ανάλυση, τον ηγετικό τους ρόλο έναντι της κοινωνίας. Η σύγχρονη μορφή του λαϊκισμού τείνει να παρακάμπτει τους θεσμούς όπως και η παλαιά μορφή, αλλά, σε συνθήκες εκτεταμένης «μεσοποίησης», το κάνει πολύ πιο εύκολα και μάλιστα με το μανδύα της άμεσης λαϊκής ετυμηγορίας. Οι πολιτικοί ακροώνται απλώς την κοινωνία, δεν είναι επιφορτισμένοι με την παραγωγή πολιτικής για να εγκριθεί από την κοινωνία.

Η συμμετοχική δημοκρατία που κατά κόρον επικαλείται ο Γ. Παπανδρέου είναι ένα δάνειο ιδεολόγημα που αποκρύπτει τα πραγματικά προβλήματα της χώρας σήμερα. Το αίτημα της ουσιαστικής συμμετοχής έχει νόημα στις ώριμες δημοκρατίες με εκτεταμένη κοινωνία πολιτών και υψηλό βαθμό αυτο-οργάνωσης. Τα δικά μας πολιτικά προβλήματα είναι βαθύτερα από ότι αυτά των ώριμων δημοκρατιών κι έχουν να κάνουν με τη σωστή λειτουργία των θεσμών, όχι με την παράκαμψή τους.

Αν ο δημόσιος βίος μας έχει τα χάλια που έχει αυτό δεν οφείλεται τόσο στην έλλειψη λαϊκής συμμετοχής, όσο στην κακή λειτουργία των θεσμών, που σε μεγάλο βαθμό απορρέει από τη διαφθορά, την χρόνια κομματικοποίηση τους κράτους, την πολιτική πόλωση, την κακή οργάνωση, και την ιστορικά εμπεδωμένη καχυποψία κράτους-πολίτη. Η «λαϊκή συμμετοχή» από μόνη της δεν θα λύσει τα προβλήματα αυτά αλλά θα τα μεγεθύνει, όπως ακριβώς συνέβη με τις διαβόητες «κοινωνικοποιήσεις» του κ. Αρσένη στη δεκαετία του 1980, τη συμμετοχή συνδικαλιστών στη διοίκηση διαφόρων ΔΕΚΟ σήμερα, και τη μεταφορά αρμοδιοτήτων από το κεντρικό κράτος σε βαθμίδες της τοπικής αυτοδιοίκησης. Σε μια χώρα με ανώριμους θεσμούς η «λαϊκή συμμετοχή» διευρύνει και μεταφέρει τα προβλήματα σε διαφορετικά επίπεδα, δεν τα επιλύει αναγκαστικά.

Το ζητούμενο του ελληνικού εκσυγχρονισμού ήταν και παραμένει η σωστή λειτουργία των θεσμών. Ο κ. Σημίτης το κατάλαβε αυτό κι έκανε μερικά σημαντικά πράγματα να το υλοποιήσει, αν και θα μπορούσε να κάνει πολύ περισσότερα. Αν και η επιδίωξη του νέου ηγέτη του ΠΑΣΟΚ να σηματοδοτήσει ένα νέο ξεκίνημα για το κόμμα του είναι θεμιτή, δεν πρέπει να λησμονεί ότι, αργά ή γρήγορα, θα κληθεί να αντιμετωπίσει τα ίδια «κακούργα προβλήματα» όπως ο προκάτοχός του. Από τις επιλογές που θα κάνει θα εξαρτηθεί αν θα εξελιχθεί σε έναν πολιτικό με το μάτι στραμμένο στην τηλεόραση ή σε έναν ηγέτη που έχει την προσοχή του στραμμένη στο δημόσιο συμφέρον.

Δημοσιεύθηκε στον Οικονομικό Ταχυδρόμο, 15 Ιανουαρίου 2004


Ο Ηγέτης, το κόμμα και οι «φίλοι»

Σε μια συνέντευξή του τη δεκαετία του 1980, ο Κορνήλιος Καστοριάδης χαρακτήρισε την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα ως «προ-πολιτική». Η έκφραση είναι εύστοχη και διαφωτιστική. Η πολιτική, ήδη από την εποχή του αρχαίας Αθηναϊκής Δημοκρατίας, λέει ο Καστοριάδης, είναι η έλλογη διαχείριση των κοινών ή, κατά την έκφραση του ίδιου του Καστοριάδη, «η βουλευμένη και διαυγασμένη δραστηριότητα που έχει για αντικείμενό της την ρητή θέσμιση της κοινωνίας και την λειτουργία της ως νόμου, δίκης και τέλους, ως νομοθεσίας, δικαιοσύνης και κυβέρνησης, εν όψει των κοινών σκοπών και των κοινών έργων που βουλευμένα η κοινωνία στοχάζεται και στοχεύει» (βλ. «Εξουσία, πολιτική, αυτονομία», στο Κ. Καστοριάδης, Οι Ομιλίες στην Ελλάδα, Υψιλον, σ.76). Αν υιοθετήσουμε αυτή την αντίληψη περί πολιτικής, τότε έχουμε σοβαρούς λόγους να θεωρούμε ότι οι πρόσφατες εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ (και, εξ αντανακλάσεως, στην πολιτική μας ζωή) δείχνουν ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται σε ένα «προ-πολιτικό» στάδιο.

Η πολιτική είναι έλλογη συλλογική δραστηριότητα για τη θέσμιση της κοινωνίας – τι θεσμούς πρέπει να έχουμε, τι νόμους θεωρούμε σωστούς να επιβάλλουμε στον εαυτό μας, τι κοινούς σκοπούς επιδιώκουμε. Δίχως διαβούλευση η έκφραση της συλλογικής βούλησης είναι λειψή (θυμούνται άραγε οι υποψήφιοι στις εκλογές ότι είναι υποψήφιοι για τη Βουλή των Ελλήνων;)· δίχως στοχασμό οι αποφάσεις μας δεν είναι διαυγασμένες (στερούνται θεωρίας)· δίχως προγραμματικό λόγο οι πολιτικές προτιμήσεις μας είναι περισσότερο επιλογές από τιμοκατάλογο εστιατορίου παρά έλλογες επιλογές («κατά τον ορθόν λόγον»). Μια πολιτική δραστηριότητα είναι, κατά συνέπεια, «προ-πολιτική» όταν δεν είναι έλλογη ή, για το πω διαφορετικά, όταν δεν θέτει ρητά κοινούς σκοπούς που η πόλις καλείται να υιοθετήσει, προτείνοντας τρόπους για την επίτευξή τους· όταν δεν αναφέρεται σε προγραμματικές αρχές αλλά είναι κυρίως περσοναλιστική· κι όταν διέπεται περισσότερο από στρατηγικό καιροσκοπισμό και λιγότερο από ρητές δεσμεύσεις.

Η εκλογή του Γ. Παπανδρέου στο αξίωμα του προέδρου του ΠΑΣΟΚ από μια ακαθόριστη μάζα μελών και «φίλων» είναι δείγμα προ-πολιτικής πρακτικής. Η ιδιότητα του «φίλου» δεν προϋποθέτει, κατ΄ αρχήν, έλλογη προσχώρηση σε ένα κόμμα, αλλά υποδηλώνει πρωτίστως συναισθηματική σχέση μαζί του. Όπως από τους «Φίλους της Χάρλεϋ Ντάβιντσον» δεν αναμένουμε μια έλλογη εξήγηση γιατί αγαπούν τόσο πολύ τις ομώνυμες μηχανές (η επιλογή τους έχει να κάνει με κοινά ενδιαφέροντα, συναισθηματική ταύτιση με το αντικείμενο του πόθου, και λαϊφ στάϊλ), έτσι κι από τους φίλους του ΠΑΣΟΚ δεν περιμένουμε να μας εξηγήσουν γιατί είναι «φίλοι». Αν ήθελαν να επεξεργασθούν και να προωθήσουν συγκεκριμένες πολιτικές απόψεις θα μπορούσαν, σε συνθήκες πολιτικής ελευθερίας, να γίνουν μέλη, δεν θα παρέμεναν «φίλοι».

Το να προσχωρείς σε ένα κόμμα είναι μια, κατ΄ αρχήν, έλλογη επιλογή και ως τέτοια κρίνεται. Προϋποθέτει ένα στοχαστικό άτομο, με συγκεκριμένες αξίες και απόψεις για τους σκοπούς και τη συγκρότηση των θεσμών, το οποίο διαβουλεύεται με τους ομοίως σκεπτόμενους για την περαιτέρω επεξεργασία και την αποτελεσματικότερη προώθηση των ιδεών τους. Στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας τα κόμματα καταθέτουν τις προτάσεις τους για την καλύτερη διαχείριση των κοινών προκειμένου να κριθούν από το εκλογικό σώμα. Οι προτάσεις αυτές εδράζονται σε ένα αξιακό υπόβαθρο που συνέχει τα μέλη ενός κόμματος και προκύπτουν, κατ΄ αρχήν, μετά από διαδικασίες εσωκομματικής διαβούλευσης. Δείτε τις μακρές εσωκομματικές διαδικασίες στο Βρετανικό Εργατικό Κόμμα και το Γερμανικό SPD και θα καταλάβετε τι σημαίνει διαβούλευση για την άρθρωση προγραμματικού λόγου. Οι κομματικοί «φίλοι», όμως, παραμένουν συνειδητά έξω από αυτή τη διαδικασία, όπως οι «Φίλοι της Χάρλευ Ντάβιντσον» δεν μετέχουν στη διαδικασία παραγωγής του ομώνυμου προϊόντος.

Με λίγα λόγια, το να είσαι «φίλος» ενός κόμματος σημαίνει ότι δεν επιθυμείς να μετέχεις στη διαδικασία επεξεργασίας πολιτικής του κόμματός σου, αλλά ότι αρκείσαι στην εκλογική, ηθική και, πιθανώς οικονομική, υποστήριξή του. Είναι κατά συνέπεια λογικό να μη συμμετέχεις και στην εκλογή ηγέτη του κόμματος που συμπαθείς (η σημαντικότερη ίσως απόφαση που παίρνει ένα κόμμα), αν εκλάβουμε την εκλογή ηγέτη ως μια έλλογη διαδικασία συζήτησης του προγραμματικού λόγου των υποψηφίων κι όχι ως επιλογή καλλιστείων.

Μπορεί βέβαια να αντιλεχθεί ότι οι σύγχρονες τεχνολογίες επικοινωνίας επιτρέπουν και στα μη μέλη να μετέχουν στη σχετική διαδικασία. Αν και τεχνικά αυτό είναι εφικτό, πολιτικά δεν είναι σώφρων. Τούτο διότι η συμμετοχή μη μελών στη λήψη της απόφασης για το ποιος θα ηγηθεί του κόμματος συγχέει την αποφασιστική (decisional) με την πληροφοριακή (informational) διάσταση, και αποδυναμώνει τη δυνατότητα διαυγούς αυτοκατανόησης και λογοδοσίας του κόμματος ως συλλογικού υποκειμένου.

Το κόμμα, και κάθε οργάνωση γενικότερα, χαρακτηρίζεται από οιονεί-σταθερά όρια, τα οποία του προσδίδουν μια διακριτή ταυτότητα και συνοχή. Στο μέτρο που μια οργάνωση είναι ένα συλλογικό υποκείμενο το οποίο λαμβάνει αποφάσεις, πρέπει να έχει οιονεί-σταθερά κριτήρια με τα οποία αυτοκατανοείται, συγκροτείται, και με τα οποία κρίνεται και λογοδοτεί. Βεβαίως στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, η πληροφοριακή διάσταση είναι σημαντική. Η οργάνωση μπορεί να συμβουλεύεται οποιαδήποτε εξωτερική ομάδα θεωρεί σημαντική, πλην όμως η οργάνωση δεν μπορεί να εκχωρήσει τη λήψη της απόφασης σε άλλους, αν δεν θέλει να αυτοκαταργηθεί.

Όταν οι «φίλοι» του ΠΑΣΟΚ είναι, εν δυνάμει, το σύνολο του εκλογικού σώματος της χώρας, τότε τι ακριβώς είναι το ΠΑΣΟΚ; Ποια είναι τα διακριτά στοιχεία του; Τι συνιστά την ταυτότητά του με βάση την οποία παράγει πολιτική; Ένα «ανοιχτό» κόμμα δεν είναι χύμα (το κόμμα δεν είναι το σύνολο του εκλογικού σώματος), ο δήμος δεν είναι μάζα, η πόλις δεν είναι ελεύθερη κατασκήνωση. Οι πολιτικές οργανώσεις οφείλουν να έχουν έναν σχετικά οριοθετημένο χαρακτήρα (να ορίζουν δηλαδή ποιος είναι μέλος και ποιος όχι, και με τι κριτήρια), να συντηρούν τη διάκριση «εσωτερικό»-«εξωτερικό» (να διαφοροποιούνται δηλαδή από το περιβάλλον τους), προκειμένου να διατηρούν την ταυτότητά τους, και να είναι σε θέση να λογοδοτούν για τις αποφάσεις τους.

Το άνοιγμα της κομματικής οργάνωσης που προωθεί ο κ. Παπανδρέου υπονομεύει τη διάκριση «οργάνωση»-«περιβάλλον», αδυνατίζει το κόμμα ως διακριτό χώρο επεξεργασίας πολιτικής και λήψης αποφάσεων (το νέο Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ εξέλεξαν ουσιαστικά τα μη μέλη – οκτακόσιες χιλιάδες τον αριθμό έναντι διακοσίων χιλιάδων περίπου των μελών) και θα οδηγήσει στο μαρασμό της οργάνωσης. Η οργάνωση, κάθε οργάνωση, υφίσταται ως τέτοια στο μέτρο που διαφοροποιείται από το περιβάλλον της. Όταν τα όρια οργάνωσης-περιβάλλοντος γίνουν πέραν του δέοντος διαπερατά, το περιβάλλον καταπίνει την οργάνωση, αφού δεν υφίσταται πλέον κριτήριο διαφοροποίησης – η πληροφοριακή διάσταση εκτοπίζει την αποφασιστική.

Υποθέτω, βέβαια, ότι κάτι τέτοιο όχι μόνον δεν ενοχλεί ιδιαίτερα το νέο Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, αλλά, αντιθέτως, το επιζητά, δεδομένου ότι αναδεικνύει τον ίδιο ως το σταθερό σημείο λήψης αποφάσεων έναντι της απροσδιόριστης μάζας που τον ανέδειξε. Η απροσδιοριστία των εκλογέων του, του επιτρέπει να επικοινωνεί μαζί τους με έναν ασαφή, συγκινησιακό και, τελικά, απολιτικό λόγο. Ο νέος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δεν δεσμεύθηκε ρητώς και δημοσίως για τίποτα – δεν εξήγησε σε αυτούς που τον εξέλεξαν (και δι αυτών σε όλους εμάς) τι είδους «ανατροπή» θα επιδιώξει στο κόμμα του, ούτε τι πρεσβεύει σχετικά με μια πλειάδα θεμάτων που απασχολούν τη χώρα. Δεν πάσχισε να διεξαγάγει μια έλλογη εσωκομματική καμπάνια για την εκλογή του, εξηγώντας τις προγραμματικές θέσεις του, αλλά προτίμησε την κατασκευή σκηνοθετημένων τηλεγεγονότων απευθυνόμενος στο θυμικό των «φίλων» του κόμματός του. Το γεγονός ότι δεν είχε αντίπαλο στις εσωκομματικές εκλογές αναμφίβολα επέτεινε την αοριστία του λόγου του.

Ψηφίζοντας, όμως, το Γ. Παπανδρέου για Πρόεδρο, τι ακριβώς ψήφιζαν οι εκλογείς του; Μάλλον τίποτα περισσότερο από το να εκφράσουν την άμορφη επιθυμία να δουν τα πράγματα να «αλλάζουν» (προς τα πού; πως;), ή απλώς εξέφρασαν μια άλογη εμπιστοσύνη στο «Γιώργο μας». Ο νέος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ εξελέγη χωρίς καμιά, έστω και υποτυπώδη, διαδικασία εσωκομματικής διαβούλευσης – το γεγονός ότι στο συνέδριο του κόμματός του ήταν μόνον τρεις ομιλητές (οι αναμενόμενοι τρεις - ο απερχόμενος πρόεδρος, ο γραμματέας και ο μοναδικός υποψήφιος πρόεδρος) έχει συμβολική σημασία. Το κόμμα συντάσσεται πίσω από συγκινησιακώς σημαντικά πρόσωπα, όχι πίσω από προγράμματα. Οι διαδικασίες είναι για το θεαθήναι, δεν έχουν ουσία.

Με την εκλογή του νέου του αρχηγού, το ΠΑΣΟΚ επιβεβαίωσε την ιστορικά κινηματική συμπεριφορά του – την αξιόλογη όντως ικανότητά του να συγκινεί και να κινητοποιεί τις μάζες. Η ιδιότυπη εκλογή του ηγέτη του αναβαθμίζει, σε συνθήκες τηλεδημοκρατίας, τον κινηματικό του χαρακτήρα, αντί να τον μεταλλάσσει σε ένα κόμμα-θεσμό. Αντί το χρονίως δυσλειτουργικό κόμμα να μπολιαστεί με σύγχρονο προγραμματικό λόγο και μη προσωποκεντρικές λειτουργίες, αναπλάθει τον εαυτό του ως κίνημα-όχημα για τη σκηνοθετημένη επικοινωνία του αρχηγού με τη βάση. Το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα αρνείται να γίνει Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κόμμα – το άμορφο κίνημα έχει πάντοτε προτεραιότητα έναντι του κόμματος-θεσμού.

Το ΠΑΣΟΚ αρνείται να ενηλικιωθεί και φαντασιώνεται το χρυσό παρελθόν του με έναν Παπανδρέου επικεφαλής. Κι ο νέος ηγέτης του, αντί να ωθήσει το κόμμα του να υιοθετήσει έναν έλλογο τρόπο λειτουργίας, επέλεξε να το παρακάμψει. Η δική του φαντασίωση είναι αυτή από την οποία πάσχουν πολλοί homo gubernators: να νομίζει ότι αυτός (και το στενό του επιτελείο), ως άλλος Ηρακλής, θα καθαρίσει την κόπρο του Αυγείου. Η ηγετική αυταπάτη συνίσταται στο ότι συχνά υπερτιμά τις δυνατότητες του ηγέτη: παραβλέπει ότι δίχως τη σωστή λειτουργία των θεσμών είναι αδύνατον να λειτουργήσει με διάρκεια και συνέπεια ένα συλλογικός οργανισμός, είτε αυτό είναι κόμμα, πόσο δε περισσότερο μια σύγχρονη κοινωνία. Οι κινηματικοί ηγέτες είναι απαραίτητοι σε συνθήκες ρευστών οργανωτικών σχημάτων, καυτών κοινωνικών προβλημάτων, και στοχεύουν στην επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Σε συνθήκες πολιτικής ομαλότητας και κοινωνικής πολυπλοκότητας, όπως συνήθως συμβαίνει στις σύγχρονες κοινωνίες, ο ευφυής ηγέτης δεν είναι αυτός που παρακάμπτει τους θεσμούς αλλά αυτός που τους ενισχύει – μόνον έτσι προσδίδει διάρκεια στο κοινωνικό σύστημα του οποίου ηγείται, διάρκεια η οποία υπερβαίνει τη φυσική του παρουσία.

Η εκλογή του νέου Προέδρου από το «λαό» και όχι από συντεταγμένο εκλογικό σώμα, αναγορεύει τον ηγέτη σε ηγεμόνα - στο μοναδικό «θεσμό» που παράγει πολιτική. Η αλαλία στελεχών του ΠΑΣΟΚ σε σχέση με κρίσιμες επιλογές του αρχηγού είναι ενδεικτική. Για να είμαστε δίκαιοι, στον κ. Παπανδρέου πρέπει να του αναγνωρισθεί η συνέπεια: ήταν λ.χ. ανέκαθεν υπέρ της εκλογής του προέδρου του κόμματός του από τη βάση και ήταν υπέρ της δημιουργίας μη κρατικών πανεπιστημίων. Και στα δύο θέματα, όμως, το κόμμα του είχε αντίθετη άποψη – είχε απορρίψει στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν και τις δύο προτάσεις του στα κομματικά όργανα. Σήμερα το ίδιο το κόμμα του εμφανίζεται να τις αποδέχεται.

Μη φανταστείτε ότι προηγήθηκε κάποια συλλογική διαβούλευση· όχι, το κόμμα απλώς υλοποιεί τις επιθυμίες του Ηγέτη. Προσπερνώ τη γελοιότητα του πράγματος, όπου πρωτοκλασάτα στελέχη προπαγανδίζουν τώρα αυτά που μετά βδελυγμίας απέρριπταν πριν από λίγα μόλις χρόνια, για να επισημάνω ότι κάτι τέτοιο είναι λογικό επακολούθημα της περιθωριοποίησης του κόμματος ως μηχανισμού παραγωγής πολιτικής. Τι είδους αξιοπιστία διαθέτει αυτός ο οργανισμός όταν εμφανίζεται να κάνει σημαντικές, ανεπαρκώς αιτιολογημένες, στροφές στην πολιτική του; Γιατί να μην αλλάξει άποψη και σε άλλα θέματα αύριο (π.χ. ασφαλιστικό) αν κρίνει ο ηγέτης του ότι αυτό τον εξυπηρετεί; Γιατί να εμπιστευθούν οι πολίτες ένα πολιτικά ασπόνδυλο μόρφωμα που άγεται και φέρεται από τον επικεφαλής του;

Η πολιτική έχει ανάγκη από διακριτά πολιτικά υποκείμενα, από στοχασμό, και συλλογική διαβούλευση. Διαφορετικά γίνεται μια ακόμα καταναλωτική δραστηριότητα ή εκπίπτει σε έναν πρωτόγονο λαϊκισμό. Είναι λυπηρό να βλέπει κανείς ένα κόμμα που αυτοχαρακτηρίζεται σοσιαλδημοκρατικό να έχει ελάχιστη σχέση με τις καλύτερες παραδόσεις της Ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.

Δημοσιεύθηκε στον Οικονομικό Ταχυδρόμο, 4 Μαρτίου 2004


Θα τολμήσει το ΠΑΣΟΚ;

Το Φλεβάρη του1998 η κυβέρνηση Σημίτη έφερε στη Βουλή μια τροπολογία, η οποία της επέτρεπε να παρεμβαίνει νομοθετικά στις εργασιακές σχέσεις σε τέσσερις ζημιογόνες ΔΕΚΟ. Με τη συνήθη κατεδαφιστική ρητορική του, ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ. Καραμανλής απέρριψε πάραυτα την τροπολογία και κάλεσε την κυβέρνηση να προβεί σε «μια συνολική και ολοκληρωμένη αντιμετώπιση των προβλημάτων των ΔΕΚΟ» («Νέα», 2/2/1998).

Η αξιωματική αντιπολίτευση αρνήθηκε τότε να υποστηρίξει μια ορθή νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης γιατί, καιροσκοπικά σκεπτόμενη, θεώρησε ότι η «σωστή» αντιπολίτευση επιβάλλει την άρνηση σε ό,τι κάνει η κυβέρνηση, ακόμη κι αν αυτά που κάνει και συνάδουν με το δικό της πολιτικό στίγμα και προάγουν το δημόσιο συμφέρον. Το ρητορικό τέχνασμα είναι παλαιόθεν γνωστό: αρνείσαι το επιμέρους στο όνομα του συνόλου· καταδικάζεις τη συγκεκριμένη ρύθμιση (με την πολιτική φιλοσοφία της οποίας κατά βάση συμφωνείς), ζητώντας με αφηρημένο τρόπο μια «άλλη», «συνολική», ή «καλύτερη» μεταρρύθμιση.

Τα χρόνια πέρσαν, οι ρόλοι άλλαξαν. Αν και είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τι ακριβώς φρονεί η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση για την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων στον ΟΤΕ και ιδιαίτερα την κατάργηση της μονιμότητας, εν τούτοις, ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ καταδίκασε την «προσπάθεια για την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων» (“Νέα”, 1/6/2005) και ζήτησε αφηρημένα οι όποιες μεταρρυθμίσεις «να γίνουν με γνώμονα την ανταγωνιστικότητα και την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων» («Ελευθεροτυπία», 1/6/2005). Πάλι, δηλαδή, η επίκληση μιας ασαφούς, μελλοντικής μεταρρύθμισης χρησιμοποιείται για να απορριφθεί η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση, με όποιες ατέλειες κι αν έχει.

Το πρόβλημα με τα δύο κόμματα εξουσίας είναι ακριβώς αυτό: είναι δέσμια μιας καιροσκοπικής πολιτικής νοοτροπίας, η οποία τα ωθεί να στην τυφλή αντιπολίτευση αδιαφορώντας για την κοπιώδη εναρμόνιση των επιλογών τους με τις αρχές τους. Ποιος πειστικός λόγος υπαγορεύει σε ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκράτη να υπερασπίζεται λ.χ. τη μονιμότητα των υπαλλήλων μιας επιχείρησης εισηγμένης στο χρηματιστήριο, η οποία λειτουργεί σε μια άκρως ανταγωνιστική αγορά; Με ποιο ορθολογικό σκεπτικό, στην οικονομία της αγοράς, μια τάξη υπαλλήλων απολαμβάνει πολιτικώς καθορισμένα προνόμια, τα οποία δυσκολεύουν την προσαρμογή της επιχείρησης στα δεδομένα της αγοράς; Και πως θα κυβερνήσει αύριο το ΠΑΣΟΚ όταν οι επιλογές του σήμερα υπαγορεύονται περισσότερο από καιροσκοπικούς υπολογισμούς ή παγιωμένα κρατικιστικά ανακλαστικά και λιγότερο από τη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατική αντίληψη που διατύπωσε στο πρόσφατο συνέδριό του; Δεν του λέει τίποτα η σημερινή δυσκολία του κ. Καραμανλή να κυβερνήσει, στο μέτρο που δυσκολεύεται να συμφιλιώσει τις τωρινές πολιτικές του επιλογές με τον χθεσινό αντιπολιτευτικό του λόγο;

Στη δημοκρατία ό,τι λες σήμερα, θα το βρεις μπροστά σου αύριο· οι πολιτικές σου επιλογές οφείλουν να είναι, σε γενικές γραμμές, η λογική απόληξη των ιδεολογικών σου αρχών. Η οικονομία της αγοράς είναι μια αέναη διαδικασία δημιουργικής καταστροφής. Αν αποδεχθείς την αγορά, τότε πρέπει να αποδεχθείς την αλλαγή που εγγενώς υπάρχει σε ένα τέτοιο οικονομικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένης της εργασιακής κινητικότητας, διαφορετικά καταδικάζεις την οικονομία σε δυσπραγία. Αν δεν κατανοήσεις ότι το διευθυντικό δικαίωμα δεν αποτελεί μια σαδιστική απαίτηση των μάνατζερ, αλλά είναι ένα εργαλείο για να λαμβάνονται αποφάσεις και να προσαρμόζεται γρήγορα η επιχείρηση σε διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες, τότε δημιουργείς προβληματικές επιχειρήσεις.

Για ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκράτη, η πώληση της Ολυμπιακής, η κατάργηση της μονιμότητας στις ΔΕΚΟ και οι ιδιωτικοποιήσεις αυτές καθαυτές δεν είναι πρόβλημα. Για τον απλούστατο λόγο ότι ο σύγχρονος σοσιαλδημοκράτης δεν αμφισβητεί την οικονομία της αγοράς (το αφήνει αυτό στα διάφορα παλαιοαριστερά απολιθώματα)· γνωρίζει ότι το κράτος, στην Ελλάδα τουλάχιστον, δεν είναι καλός επιχειρηματίας, ότι μια επιχείρηση πρέπει να είναι ευπροσάρμοστη, κι ότι η οικονομία της αγοράς είναι η μόνη που μπορεί να παράγει πλούτο. Εκείνα στα οποία επιμένει είναι οι συνθήκες υπό τις οποίες παράγεται ο πλούτος και πως διανέμεται. Αυτό δεν κάνουν οι Σκανδιναβοί;

Η κυβέρνηση Καραμανλή παρέχει στην κεντροαριστερά άφθονα θέματα για κριτική και αντιπολίτευση βάσει αρχών. Η κατάργηση της μονιμότητας στις ΔΕΚΟ δεν είναι ένα από αυτά. Αν το ΠΑΣΟΚ εγκατέλειψε τον κρατισμό, όπως συχνά διακηρύσσει ο ηγέτης του, έχει μια ευκαιρία να το αποδείξει στο θέμα των εργασιακών σχέσεων στις ΔΕΚΟ. Κι έχει επίσης μια ευκαιρία να ενισχύσει την αντιπολιτευτική του σοβαρότητα αποδεχόμενο τα όποια καλά κάνει αυτή η κυβέρνηση, πιέζοντάς την να τα κάνει καλύτερα. Η αντιπολίτευση βάσει αρχών παρέχει μακροπρόθεσμα πλεονεκτήματα: αφενός μεν βγάζει τη χώρα από το φαύλο κύκλο του στείρου αρνητισμού, ο οποίος συντηρεί μόνον τον κομματικό φανατισμό χωρίς να λύνει προβλήματα, αφετέρου δε χτίζει τα θεμέλια για μια μελλοντική αξιόπιστη διακυβέρνηση. Τέτοια αντιπολίτευση απέφυγε να κάνει ο κ.Καραμανλής. Δεν είναι απαραίτητο να τον μιμηθεί ο κ. Παπανδρέου.

Δημοσιεύθηκε στο Βήμα, 8 Ιουνίου 2005


Οι νεοφιλελεύθεροι “εισοδιστές”

Στη δεκαετία του 1980 το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα ταλαιπωρήθηκε ιδιαίτερα από την τροτσκιστική τάση «Μίλιταντ». Οι τροτσκιστές επεδίωκαν να διεισδύσουν στο Εργατικό Κόμμα με σκοπό να το αλλάξουν εκ των ένδον. Αυτή η πρακτική, γνωστή ως «εισοδισμός», έλαβε χώρα και στο πρώιμο ΠΑΣΟΚ. Διάφορες τροτσκιστικές ομάδες παρεισέφρησαν στο νεότευκτο τότε κίνημα, ενθαρρυμένες από την έκκληση του Ανδρέα Παπανδρέου για «αυτο-οργάνωση», με σκοπό να το στρέψουν σε πιο «επαναστατικές» κατευθύνσεις. Ευτυχώς για το Εργατικό Κόμμα και το ΠΑΣΟΚ οι εισοδιστές απέτυχαν.

Η ιστορία όμως έχει συχνά την περίεργη συνήθεια να κάνει κύκλους. Οι νέοι “εισοδιστές” στο ΠΑΣΟΚ δεν είναι πλέον οι τροτσκιστές, αλλά οι νεοφιλελεύθεροι. Όχι όλοι οι νεοφιλελεύθεροι, βέβαια. Για τους περισσότερους η Νέα Δημοκρατία παραμένει, ορθά, ο φυσικός τους χώρος. Ο κ. Στέφανος Μάνος και ο κ. Ανδρέας Ανδριανόπουλος είναι ξεχωριστές περιπτώσεις νεοφιλελεύθερων. Όχι μόνο γιατί πρόκειται για ανθρώπους συγκροτημένους, με συνεπές και ευδιάκριτο ιδεολογικό στίγμα, αλλά γιατί θεώρησαν ότι η αποτελεσματικότερη μορφή προώθησης των ιδεών τους ήταν η εκλογική συνεργασία τους με το ΠΑΣΟΚ. Είναι αλήθεια ότι δεν έχουν την αφέλεια των τροτσκιστών να θέλουν να αλλάξουν ένα σοσιαλιστικό κόμμα εκ των ένδον, αλλά μιλούν περισσότερο για «όσμωση» ιδεών μεταξύ φιλελεύθερου και σοσιαλδημοκρατικού χώρου. Η συνεργασία τους με το ΠΑΣΟΚ δεν θα ήταν εφικτή αν δεν συνέτρεχαν δύο προϋποθέσεις: αν η πολιτική μας ζωή δεν ήταν τόσο ρηχή και αρχηγοκεντρική· κι αν το ΠΑΣΟΚ δεν είχε επινοήσει το ιδεολόγημα του «ανοιχτού κόμματος». Με τη δεύτερη προϋπόθεση ασχολήθηκα στο παρελθόν, όταν πρωτοδιατυπώθηκε η άποψη για το «ανοιχτό κόμμα» (βλ. Χ. Τσούκας, «Ο Ηγέτης, το κόμμα και οι ‘φίλοι’», Οικονομικός Ταχυδρόμος, 4/3/2004). Στο σημερινό άρθρο θα ασχοληθώ με την πρώτη προϋπόθεση.

Ένα μεγάλο κόμμα είναι, κατ΄ αρχήν, μέρος μιας ιδεολογικοπολιτικής παράδοσης, η οποία συγκροτείται από ένα πλέγμα αντιλήψεων και αξιών σχετικά με το τι συνιστά την κοινωνία. Οι εκάστοτε πολιτικές του επιλογές διαφέρουν, βεβαίως, ανάλογα με τη συγκυρία, πλην όμως πηγάζουν από ένα ευδιάκριτο αξιακό υπόβαθρο.

Δείτε π.χ. τη Βρετανία. Για τους Εργατικούς η αξία της κοινωνικής αλληλεγγύης αποτελεί κατευθυντήριο οδηγό για τις πολιτικές τους. Η αναδιανομή του εισοδήματος μέσα από την ενίσχυση κυρίως του κράτους πρόνοιας και η γενικότερη προάσπιση της δημόσιας σφαίρας, μέσα κυρίως από τη δημόσια χρηματοδότηση δημόσιων θεσμών, απορρέουν από τη θεμελιώδη πεποίθηση ότι η κοινωνία είναι κάτι πέρα και πάνω από τα άτομα. Για τους νεοφιλελεύθερους Συντηρητικούς, αντιθέτως, δεν υπάρχει κοινωνία (κατά τη γνωστή ρήση της κυρίας Θάτσερ) παρά μόνον άτομα. Οι δημόσιες πολιτικές πρέπει να αποσκοπούν στη μεγιστοποίηση των ατομικών επιλογών, εξού και η νεοφιλελεύθερη μονομανία με τη χαμηλή φορολογία. Τα άτομα είναι τα μόνα κυρίαρχα όντα που μπορούν να παίρνουν αποφάσεις και ο ρόλος της κυβέρνησης είναι να απομακρύνει τα πιθανά εμπόδια.

Αν δει κανείς την πολιτική ζωή με όρους ιδεολογικοπολιτικής παράδοσης, τότε αντιλαμβάνεται ότι η συνεργασία ενός πολιτικού με ένα αντίπαλο κόμμα δεν είναι τόσο εύκολη, όσο μια ποδοσφαιρική μετεγγραφή. Ο κ. Ανδριανόπουλος δεν έκρυψε ποτέ την απέχθειά του για το κράτος και τη φορολογία, τα βασικότερα δηλαδή εργαλεία δημόσιας πολιτικής για τους σοσιαλδημοκράτες. «Κατά την άποψή μου», παρατηρεί ο κ. Ανδριανόπουλος, «οι φόροι δεν είναι παρά άδικη και παράλογη επιδρομή εναντίον του εισοδήματος των πολιτών. Αποτελούν ουσιαστικά κλοπή της περιουσίας τους»! (3/4/2005, «Πρώτο Θέμα»). Πως αυτές οι αναρχοκαπιταλιστικές αντιλήψεις μπορούν να γίνουν αντικείμενο «όσμωσης» με τις κοινωνιστικές αξίες που αποτελούν τη βάση ενός σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, είναι κάτι που θα περιμένουμε, με ανυπομονησία, την κυρία Ξενογιαννακοπούλου να μας το εξηγήσει.

Οι πολιτικοί που αντιλαμβάνονται την πολιτική με όρους ιδεολογικοπολιτικής παράδοσης είναι διστακτικοί στο να συνεργασθούν με τους ιδεολογικούς τους αντιπάλους, για το λόγο ότι ξέρουν πως θα δυσκολευτούν να εντάξουν τη νέα πολιτική τους συμπεριφορά σε μια εύλογη αφήγηση. Παράδοση και αφήγηση πάνε μαζί. Το να αισθάνεσαι μέρος μιας πολιτικής παράδοσης σημαίνει ότι μετέχεις στις αφηγήσεις της – στον διαχρονικό προβληματισμό της για τις αξίες που συνέχουν την παράδοση. Μια πολιτική πράξη καθίσταται κατανοητή στο μέτρο που εντάσσεται σε μια αφήγηση. Αν, όπως λέει ο Αλασντερ Μάκινταϊρ, εκεί που διδάσκω φιλοσοφία αρχίσω ξαφνικά να σπάω αυγά, η πράξη μου αυτή θα είναι ακατανόητη για το λόγο ότι δεν μπορεί να ενταχθεί σε μια σχετική αφήγηση για το τι κάνω. Μόνο στο μέτρο που διατυπωθεί μια αφήγηση μπορώ να είμαι υπόλογος για την πράξη μου. Παράδοση, αφήγηση και λογοδοσία πάνε πακέτο.

Η αφήγηση και η λογοδοσία λείπουν από το νεοφιλελεύθερο «εισοδισμό». Οι κ.κ. Μάνος και Ανδριανόπουλος δυσκολεύονται να επινοήσουν μια αφήγηση η οποία θα καθιστούσε το εγχείρημά τους κατανοητό. Όχι μόνο δεν αναφέρονται καν στην ιδεολογικοπολιτική παράδοση του ΠΑΣΟΚ, προς την οποία αντιπαρατέθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού τους βίου, αλλά τονίζουν με κάθε ευκαιρία ότι «δεν είναι ΠΑΣΟΚ». Σε αντεστραμμένη μορφή, το ίδιο ακριβώς πράττει και το ΠΑΣΟΚ. Ο κύριος λόγος που επικαλούνται για τη συνεργασία τους οι δύο πολιτικοί είναι η ύπαρξη του κ. Γ. Παπανδρέου στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, και το καινούριο που αυτός φέρεται να κομίζει στην πολιτική ζωή. Με τον τρόπο αυτό οι νεωτεριστές κκ. Μάνος και Ανδριανόπουλος διαιωνίζουν το παλαιότερο ίσως μοτίβο της νεοελληνικής πολιτικής ζωής: τον αρχηγοκεντρικό χαρακτήρα των κομμάτων. Από τον κ. Παπανδρέου χρίστηκαν βουλευτές, σε αυτόν μόνο δίνουν λόγο· κόμματα, ιδεολογίες και πεποιθήσεις πάνε περίπατο.

Κατά τούτο η πολιτική τους συνεργασία δεν συμβάλλει στον εκσυγχρονισμό των κομμάτων και υποβιβάζει, τελικά, την πολιτική σε ένα παιχνίδι προσωπικοτήτων, όπου αυτό που μετράει δεν είναι οι ιδέες και τα προγράμματα, αλλά το συμφέρον – είτε η ικανοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών, είτε ο προσπορισμός κομματικού οφέλους. Με τη γνωστή ευθύτητα που τον διακρίνει, ο κ. Μάνος είναι σαφής: «[Συνεργάστηκα με το ΠΑΣΟΚ] για να είμαι μέσα στη Βουλή και μέσα από αυτήν να επηρεάζω ορισμένα πράγματα, δυνατότητα που δεν θα είχα αλλιώς. Και είμαι στη Βουλή από μια μεγάλη χειρονομία του Παπανδρέου, ο οποίος θεώρησε σημαντική την παρουσία μου εκεί και μου προσέφερε μια θέση χωρίς να ζητήσει κανένα αντάλλαγμα» («Ελευθεροτυπία», 7/4/2004). Η δήλωση αυτή τα λέει όλα.

Δημοσιεύθηκε στο Βήμα, 10 Αυγούστου 2005


«Η Ελλάδα στους Έλληνες»;

Δεν έχω αμφιβολία ότι το πιο επιτυχημένο πολιτικό σύνθημα μετά τη μεταπολίτευση ήταν «Η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες». Πέντε μόνο λέξεις συνόψισαν καϋμούς και ελπίδες πολλών. Οπως όλα τα επιτυχημένα συνθήματα είχε την ικανότητα να συγκινεί, να ενοποιεί και να δίνει προοπτική. Συνδέοντας την εθνική ανεξαρτησία με τη λειτουργία της δημοκρατίας, εξέφρασε έναν σύγχρονο κεντροαριστερό πατριωτισμό, στερώντας το μονοπώλιο των εθνικών συμβόλων από την εθνικόφρονα δεξιά. «Η Ελλάδα στους Ελληνες» ήταν ένα εξαιρετικό παράδειγμα πολιτικής ποίησης - τότε.

Το κακό με τα καλά συνθήματα είναι ότι τείνουν να δεσπόζουν στο συλλογικό φαντασιακό της κοινότητας που τα χρησιμοποιεί έτσι ώστε δύσκολα εγκαταλείπονται. Οταν όμως τα δεδομένα αλλάζουν, πρέπει κανείς να αλλάζει και τις προτεραιότητές του, αν θέλει να είναι αποτελεσματικός. Οι επιχειρηματίες το καταλαβαίνουν αυτό καλύτερα από τους πολιτικούς. Περιορίζοντας τη μετοχική συμμετοχή του και αποσυρόμενος από τη διοίκηση της Easyjet, πριν από μερικά χρόνια, ο κ. Στέλιος Χατζηϊωάννου είπε το περίφημο «πουλάω το παρελθόν μου για να χρηματοδοτήσω το μέλλον μου». Οι διανοητικές και συναισθηματικές έξεις, όμως, δεν αλλάζουν εύκολα στον κατ’ εξοχήν συμβολικό χώρο της πολιτικής. Δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια χρειάστηκε το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας να αποβάλλει τις αναχρονιστικές πολιτικές του.

Το μοτίβο της αδράνειας ακολουθεί δυστυχώς και το ΠΑΣΟΚ. Σε πρόσφατη συνέντευξή του στα «Νέα» (3/9/2005) ο κ. Γιώργος Παπανδρέου είπε μεταξύ άλλων τα εξής: «Σήμερα έχουμε κατακτήσει την ανεξαρτησία μας αλλά το σύνθημα «Η Ελλάδα στους Ελληνες» είναι πάντα επίκαιρο. Και αυτό ισχύει για κάθε λαό. Το πως ο πολίτης θα αισθάνεται ισχυρός, το πως η χώρα θα επιλέγει την πορεία της,το πως ο λαός θα αποφασίζει για το μέλλον του». Οσο κι αν εξακολουθώ να συγκινούμαι από το σύνθημα «Η Ελλάδα στους Ελληνες», δυσκολεύομαι να δω την επικαιρότητά του σήμερα. Κι αυτό για δύο λόγους. Πρώτον γιατί η Ελλάδα του 2005 απέχει πολύ από αυτή του 1974. Και δεύτερον γιατί οι Ελληνες σήμερα δεν είναι αυτοί που κάποτε ήταν. Εξηγούμαι.

Το σημαντικότερο γεγονός στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας είναι η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Με την πλήρη προσχώρησή μας στους θεσμούς της ΕΕ αποδεχθήκαμε οικοιοθελώς να εκχωρήσουμε τμήμα της εθνικής κυριαρχίας μας σε έναν υπερεθνικό οργανισμό. Οι αποφάσεις για μια πλειάδα θεμάτων – από τις κρατικές επιχορηγήσεις στην Ολυμπιακή, μέχρι τη νομοθεσία για τη διαφάνεια στα ΜΜΕ, και τα επιτόκια – δεν λαμβάνονται πλέον στην Αθήνα αλλά στις Βρυξέλλες ή, εν πάσει περιπτώσει, σε συνεργασία με τις Βρυξέλλες. Κατά συνέπεια, όταν λέμε ότι «η χώρα [πρέπει να] επιλέγει την πορεία της» ποιά χώρα έχουμε κατά νου; Αφού επιλέξαμε να είμαστε μέλη ενός υπερεθνικού οργανισμού, πως μπορεί ο «λαός να αποφασίζει για το μέλλον του» σήμερα όπως το 1974;

Επιπλέον, σε ποιους Έλληνες αναφερόμαστε; Το 10% του σημερινού πληθυσμού της χώρας αποτελείται από ανθρώπους αλλοδαπής προέλευσης, οι οποίοι εκτιμάται ότι θα φθάσουν στο 20% το 2020. Ο αυξανόμενα πολυ-πολιτισμικός χαρακτήρας της Ελλάδας είναι το σημαντικότερο γεγονός των τελευταίων 15 χρόνων και έχει αρχίσει να διαπερνά πολλές όψεις του ιδιωτικού και δημόσιου βίου. Κατά συνέπεια, όταν αναφερόμαστε στον «πολίτη» και το «λαό» σήμερα σε ποιούς αναφερόμαστε; Οταν μαθητές αλλοδαπής καταγωγής σηκώνουν την εθνική σημαία στις επετείους και αθλητές αλλοδαπής προέλευσης ψάλλουν τον εθνικό ύμνο στους Ολυμπιακούς αγώνες, ποιούς «Ελληνες» έχουμε κατά νου; Μόνο στο μυαλό του Χριστόδουλου και του Καρατζαφέρη οι Ελληνες είναι αναλλοίωτη ουσία.

Η Ελλάδα και οι κάτοικοί της αναπόφευκτα άλλαξαν τα τελευταία τριάντα χρόνια. Παλαιοί αγώνες δικαιώθηκαν, καινούρια προβλήματα δημιουργήθηκαν, νέα διακυβεύματα προέκυψαν. Σήμερα η εθνική ανεξαρτησία και η λαϊκή κυριαρχία δεν αποτελούν πολιτικό διακύβευμα, όπως δεν αποτελούν το «114» ή το «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία». Το καινούριο πρόβλημα σήμερα είναι η διαχείριση της αλληλεξάρτησης σε όλα τα επίπεδα. Από την ομαλή συμβίωση πολιτισμικά ετερόκλητων πολιτών σε μια χώρα με εν πολλοίς μονοπολιτισμική παράδοση, μέχρι την αλληλεξάρτηση της πολιτικής και της οικονομίας στο πλαίσιο υπερεθνικών οργανισμών. Χρειάζεται ένας νέος πατριωτισμός, στα νέα συμφραζόμενα, όχι συμβολικά αναισθητικά που ακινητοποιούν τη σκέψη.

Το ΠΑΣΟΚ θα καταφέρει να εκφράσει τη νέα πραγματικότητα αν συμπεριφερθεί τόσο καινοτομικά σήμερα όσο το 1974 – αν αρνηθεί την πεπατημένη. Θέλει θάρρος και φαντασία να κάνεις τομές στην ιστορία σου. Το εύκολο είναι να μεταφέρεις στο παρόν τις συμβολικές αποσκευές του παρελθόντος ή να αλλάζεις καιροσκοπικά ανάλογα με το που φυσά ο άνεμος. Το δύσκολο είναι να ανανεώνεσαι και να συνθέτεις χωρίς να χάνεις τη συνοχή σου. Να βλέπεις την ιστορία σου ως δημιουργία, όχι ως συναισθηματικό καταφύγιο. «Οταν τα δεδομένα αλλάζουν», έλεγε ο Τζον Μέυναρντ Κέυνς, «εγώ αλλάζω τη γνώμη μου. Εσεις τις κάνετε κύριε;».

Δημοσιεύθηκε στο Βήμα, 16 Σεπτεμβρίου 2005


Γιατί δεν πείθει το ΠΑΣΟΚ

Σπάνια έχουν συμπέσει τόσο πολύ σε μια κυβέρνηση ο ερασιτεχνισμός, η απληστία, και ο παλαιοκομματισμός, όσο στην κυβέρνηση Καραμανλή. Παρόλα αυτά, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, το ΠΑΣΟΚ δεν καρπώνεται τα οφέλη από τη ραγδαία κυβερνητική φθορά. Ο τόπος μαστίζεται από την οικονομική κρίση, την αναξιοκρατία και τη διαφθορά, αλλά η «Νέα Δημοκρατία» εξακολουθεί να προηγείται στην πρόθεση ψήφου. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Η απάντηση είναι απλή. Γιατί το ΠΑΣΟΚ δεν έχει καταστεί ένας αξιόπιστος εναλλακτικός πόλος εξουσίας. Τι εμποδίζει το ΠΑΣΟΚ να γίνει ξανά ελκυστικό στους πολίτες;

Νομίζω ότι η απάντηση δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολη, έστω κι αν δυσκολεύονται να τη δουν οι κομματικοί γραφειοκράτες: το ΠΑΣΟΚ δεν έχει αλλάξει αρκετά ώστε να το εμπιστευθούν εκ νέου οι ψηφοφόροι. Μπορεί να άλλαξε τις ονομασίες και τη σύνθεση των οργάνων του, αλλά αυτό από μόνο του δεν συνιστά ουσιώδη αλλαγή. Η δυσκολία όταν προσπαθείς να αλλάξεις έναν οργανισμό δεν είναι τόσο τεχνική, όσο πολιτισμική. Γιατί οι παλαιές μας αντιλήψεις και νοοτροπίες έχουν καταστεί προβληματικές; Ποιες νέες αντιλήψεις και νοοτροπίες χρειαζόμαστε; Αυτά τα ερωτήματα έχουν σχεδόν υπαρξιακή σημασία για έναν οργανισμό· γι αυτό άλλωστε συνήθως απωθούνται, καθότι διακυβεύονται η ίδια η ιστορική ταυτότητα και η συνοχή του φορέα που τα θέτει, και η τύχη όσων τη διαμόρφωσαν.

Με άλλα λόγια, για να αλλάξει ένας οργανισμός απαιτείται μια ρηξικέλευθη αυτοκριτική – ένας δημιουργικός αναστοχασμός -, και συγχρόνως μια νέα αυτοκατανόηση. Χρειάζεται να συνειδητοποιήσει κανείς που έσφαλλε και γιατί. Όχι απολιτικές εκλογικεύεις του τύπου «απομακρυνθήκαμε από το λαό», ούτε οργανωτικές εκλογικεύσεις του τύπου «χρειαζόμαστε διαφορετικά όργανα». Ο θαρραλέος αναστοχασμός δεν είναι εύκολος. Η παλαιά νοοτροπία παρέχει το νοηματοδοτικό πλαίσιο για τις δράσεις ενός οργανισμού, έχει συνυφανθεί με την ταυτότητά του, και διαμόρφωσε το πλαίσιο για τη σταδιοδρομία των στελεχών του. Δύσκολα τίθεται εν αμφιβόλω.

Μια θαρραλέα πολιτική αυτοκριτική δεν έκανε ποτέ το ΠΑΣΟΚ. Διαβάστε τα άρθρα και τις ομιλίες των περισσοτέρων στελεχών του τον τελευταίο ενάμισι χρόνο και θα καταλάβετε. Σπάνια θα δείτε συστηματική κριτική εσφαλμένων ιδεολογικών επιλογών και κακών πολιτικών. Πλεονάζουν οι απολιτικές προτροπές του τύπου «κανείς δεν περισσεύει» και μια αόριστη αναφορά σε «λάθη». Πουθενά λ.χ. δεν είδα τεκμηριωμένες αναλύσεις για τα εξής προβλήματα. Στην περίπου εικοσάχρονη κυβερνητική του θητεία το ΠΑΣΟΚ συνέχισε και επέτεινε τη Δεξιά παράδοση της κομματικοποίησης του κράτους, παρά τον μετριασμό της στην οκταετία Σημίτη. Επί των ημερών του γιγαντώθηκε η διαφθορά, καλλιεργήθηκε ο συντεχιασμός, κρατικοποιήθηκε το κόμμα. Απέκτησαν πρωτοφανείς διαστάσεις οι ανισότητες στην υγεία και την εκπαίδευση, ενώ αυτά τα δημόσια αγαθά εν πολλοίς κρυπτο-ιδιωτικοποιήθηκαν. Το ΠΑΣΟΚ δεν έθεσε στον εαυτό του μερικά απλά ερωτήματα: ποιες είναι οι ευθύνες μας για την άθλια ποιότητα του κράτους και το χάλι της κρατικής υγείας και της εκπαίδευσης μετά από είκοσι χρόνια διακυβέρνησης; Τι εσφαλμένες πολιτικές ακολουθήσαμε και γιατί;

Ο αναστοχασμός δεν είναι πολυτέλεια, έχει καθαρτικό ρόλο. Δεν συνιστά αυτομαστίγωμα, ούτε εγκατάλειψη της ταυτότητας, αλλά δημιουργική ωρίμανση. Σηματοδοτεί την αναγνώριση της ευθύνης για εσφαλμένες πολιτικές, η οποία, όπως στην καθημερινή ζωή, αποτελεί προϋπόθεση να οικοδομηθεί εκ νέου μια σχέση εμπιστοσύνης. Η αναγνώριση των εσφαλμένων πολιτικών και της νοοτροπίας που τις παρήγαγε – η νοοτροπία του κομματισμού, του κρατισμού, του συμβιβασμού με επιμέρους προσοδοθηρικά συμφέροντα – δημιουργεί μια νέα αφετηρία. Δεν είναι τυχαίο που ο Μπλέρ έβαλε στόχο του, ευθύς αμέσως μόλις ανέλαβε την ηγεσία του κόμματός του, τη διαμόρφωση ενός Νέου Εργατικού Κόμματος. Στο ΠΑΣΟΚ ακόμη και ο πρόεδρός του διστάζει να πει ότι θα ήθελε πιθανώς, ίσως, ενδεχομένως, να δημιουργήσει ένα Νέο ΠΑΣΟΚ.

Το ΠΑΣΟΚ θεώρησε ότι μπορεί να παρακάμψει την καθαρτική διαδικασία του αναστοχασμού ως απαραίτητης προϋπόθεσης αυτομετασχηματισμού. Πίστεψε ότι αρκεί να επιθυμεί πολύ την εξουσία και να επικρίνει σκληρά την κυβέρνηση για να το εμπιστευθούν ξανά οι πολίτες. Ας προσέξουν τα στελέχη του πως αρχίζουν και τελειώνουν οι δηλώσεις του Ρουσόπουλου κάθε φορά που το ΠΑΣΟΚ επικρίνει το «γαλάζιο» κομματισμό και τη διαφθορά: «Εσείς μιλάτε;». Πρόκειται για αφοπλιστικό ερώτημα, το οποίο εξουδετερώνεται μόνο αν τολμήσει το ίδιο το ΠΑΣΟΚ να αναστοχασθεί σημαντικές πτυχές του πρότερου βίου του. Δικαιούμαι να μιλάω γιατί πρώτος εγώ συνειδητοποίησα τα λάθη μου. Δικαιούμαι να επικρίνω γιατί εσείς αντιγράφετε τον δικό μου κακό χθεσινό εαυτό, ενώ εγώ έχω ήδη προχωρήσει. Για να τα πεις όμως αυτά πρέπει να ξαναμάθεις να μιλάς πολιτικά και να είσαι διατεθειμένος πραγματικά να αλλάξεις.

Δημοσιεύθηκε στο Βήμα, 15 Οκτωβρίου 2005


Γίνεται ανανέωση χωρίς ρήξεις;

Όταν ο Τόνι Μπλερ ανέλαβε την ηγεσία του Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας το 1994, το πρώτιστο μέλημά του ήταν η ανανέωση του κόμματος έτσι ώστε να μπορέσει να πείσει το εκλογικό σώμα να του εμπιστευθεί τη διακυβέρνηση της χώρας. Στις εκλογικευμένες κοινωνίες – στις κοινωνίες όπου η κύρια νομιμοποιητική αξία των θεσμών είναι ο ορθολογισμός – για να κερδίσει τις εκλογές ένα κόμμα πρέπει να επιδείξει ορθολογική συμπεριφορά. Να προσφέρει δηλαδή στους πολίτες μια νέα σύλληψη των προβλημάτων της χώρας και μια νέα πρόταση για τη διαχείρισή τους.

Ο Τόνι Μπλέρ εξελέγη αρχηγός του Εργατικού Κόμματος με σαφή εντολή προγραμματικής ανανέωσης. Το αιωνόβιο Εργατικό Κόμμα δεν εγκατέλειψε τις αξιακές του καταβολές – την κοινωνική αλληλεγγύη και την προστασία των αδυνάτων – αλλά τις προσάρμοσε στα συμφραζόμενα της εποχής. Η ανανέωση εμβληματικά επικεντρώθηκε στην αλλαγή του περίφημου Αρθρου 4 του καταστατικού του, το οποίο προέβλεπε την κοινωνικοποίηση των μεγάλων μέσων παραγωγής. Το ερώτημα που απασχόλησε τον Μπλερ δεν ήταν μόνο «με ποιούς θα κυβερνήσω», αλλά, κυρίως, «πως θα κυβερνήσω». Η ανανέωση του πολιτικού προσωπικού είναι απαραίτητη στο μέτρο που συμβάλλει στη δημιουργία ενός διαφορετικού πολιτικού στίγματος.

Αυτά στη βορειοευρωπαϊκή Βρετανία. Στη βαλκάνια Ελλάδα, τα πράγματα είναι, ως συνήθως, λίγο διαφορετικά – το περσοναλιστικό στοιχείο εκτοπίζει το προγραμματικό. Στο ΠΑΣΟΚ δεν κυριαρχεί η κοπιώδης μέριμνα για ένα νέο προγραμματικό λόγο, αλλά η υπαρξιακή αγωνία για μια απολιτική ενότητα. «Ανανεωμένο είναι το όλον ΠΑΣΟΚ, το οποίο ευρύ, μεγάλο και πλειοψηφικό κερδίζει εκλογές και επανέρχεται στη διακυβέρνηση της χώρας», δήλωσε πρόσφατα πομπωδώς ο κ.Βενιζέλος.

Αν η ευφράδεια ενός πολιτικού ήταν κριτήριο βαθιάς πολιτικής σκέψης, αναμφίβολα τα πρωτεία θα ανήκαν στον κ.Βενιζέλο. Δυστυχώς δεν είναι. Ο κ.Βενιζέλος θέλει, ως συνήθως, να έχει και την πίττα σωστή και το σκύλο χορτάτο. Ανανέωση σημαίνει προγραμματικές τομές, με τις οποίες είναι απίθανο να συμφωνούν όλοι, ιδιαίτερα οι άνθρωποι του κομματικού κατεστημένου. Η ανανέωση συνεπάγεται επώδυνες επιλογές, όχι τη διατήρηση του στάτους κβό. Η ανανέωση του πολιτικού προσωπικού δεν συμβαίνει μόνο μέσα από την κάλπη, όπως φαίνεται να νομίζει ο κ.Κουλούρης, αλλά προωθείται και από την ηγεσία. Τα κόμματα δεν είναι λαϊκές συνελεύσεις, αλλά ιεραρχικές οργανώσεις. Αν η κύρια έγνοια του Μπλερ ήταν πως να κρατήσει τον Αρθουρ Σκάργκιλ στο κόμμα του, παρά να πείσει τον κύριο και την κυρία Σμιθ ότι το Εργατικό Κόμμα πρεσβεύει κάτι νέο, θα ατένιζε ακόμη τη Ντάουνιγκ Στριτ από τα έδρανα της αντιπολίτευσης.

Αν η ενότητα σε ένα κόμμα καταστεί αυτοσκοπός, ατονεί το πολιτικό στίγμα του. Το κόμμα γίνεται μια τυφλή εκλογική μηχανή με μοναδικό στόχο την εξουσία για την εξουσία. Δεν εκφράζει κοινωνικά αιτήματα αλλά καθίσταται ένας αυτοαναφερόμενος μηχανισμός. Στην προσπάθεια να μη διαταραχθούν οι εσωτερικές ισορροπίες, το κόμμα είτε μένει ακινητοποιημένο στο παρελθόν, είτε ενσωματώνει αντιφατικά πολιτικά μηνύματα και χάνει την πειστικότητά του στην κοινωνία.

Η ενότητα είναι βεβαίως σημαντική αλλά δεν ανάγεται σε λόγο ύπαρξης ενός κόμματος. Είναι μέσον, όχι σκοπός. Επιτυγχάνεται με βάση αρχές, όχι με τήρηση της κομματικής επετηρίδας. Ετσι τουλάχιστον συμβαίνει στα κόμματα που λειτουργούν ορθολογικά. Οταν ο αείμνηστος Ρόμπιν Κουκ, πρώην υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Μπλερ, διαφώνησε με την εξωτερική πολιτική του Μπλερ παραιτήθηκε. Οταν ο Οσκαρ Λαφοντέν συνειδητοποίησε ότι οι διαφορές του με τον Σρέντερ ήταν αγεφύρωτες σηκώθηκε κι έφυγε. Στις εκλογικευμένες κοινωνίες οι πολιτικοί δεν επιλέγουν την απολιτική ενότητα αλλά την προγραμματική συναίνεση.

Το «όλον ΠΑΣΟΚ» θάπρεπε να συζητά με πάθος για τους όρους της νέας πολιτικής συναίνεσης – το καινούριο πολιτικό στίγμα που θα το καθιστούσε ξανά ελκυστικό. Δυστυχώς αναλώνεται να κολακεύει τη ματαιοδοξία των στελεχών του, εκπέμποντας αντιφατικά μηνύματα – υπόσχεται συγχρόνως και ανανέωση και μη αλλαγή.

Θα προέλθει το νέο στίγμα του ΠΑΣΟΚ από τους κκ. Κουλούρη, Τσοχατζόπουλο και τους ομοίους τους; Αμφιβάλλω. Αν είναι όντως φορείς προγραμματικής ανανέωσης μάλλον πρέπει να το έχουν κρύψει επιμελώς. Το βέβαιο είναι ότι η πρώην νομενκλατούρα, έχοντας εθιστεί στον κυβερνητισμό, ανθίσταται στην περιωριοποίησή της, γιατί νομίζει ότι αρκεί να περιμένει λίγο ακόμη και θα επιστρέψει στoυς θώκους της εξουσίας. Αυταπατώνται. Στην Ελλάδα του 2005 οι πολίτες θέλουν να δουν απτά δείγματα ανανέωσης ιδεών και προσώπων. Οχι νέες κι ωραίες φατσούλες στα ΜΜΕ, αλλά σοβαρούς ανθρώπους που θα μπορέσουν να προωθήσουν την προγραμματική ανανέωση. Οσο για τους παππούδες του ΠΑΣΟΚ, ίσως είναι καιρός να ασχοληθούν με τα γήϊνα – τα εγγονάκια τους, πιθανώς το bird watching και, οι πλέον εγγράμματοι, με τη συγγραφή! Ουδείς αναντικατάστατος.

Δημοσιεύθηκε στο Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2005


Η λογική του μαντριού

Όσοι περίμεναν ότι ο κ.Γιώργος Παπανδρέου θα προσέδιδε ένα ανανεωτικό πολιτικό στίγμα στο ΠΑΣΟΚ ίσως έχουν αρχίσει να αμφιβάλλουν. Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ αντιγράφει όλο και περισσότερο την αντιπολιτευτική νοοτροπία του κ.Καραμανλή. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχει αναπτύξει πλήρως τα λαϊκιστικά ανακλαστικά του νυν πρωθυπουργού, ούτε τον δημαγωγικό του οίστρο, μιμείται όμως τη στρατηγική του: η ασάφεια είναι προτιμότερη από τη διαύγεια.

Η στρατηγική αυτή αποσκοπεί στην πολυσυλλεκτικότητα: η ασάφεια στις πολιτικές θέσεις, σε συνδυασμό με μια «φίλαθλη» κομματική αντιπαλότητα στην κυβέρνηση, είναι πιο πιθανό να αποφέρουν ψήφους δυσαρεστημένων. Η ασάφεια είναι ευεργετική διότι δεν δημιουργεί αντιπάλους, άρα αυξάνει την πιθανή δεξαμενή ευνοϊκών ψήφων, ενώ η πόλωση διατηρεί υψηλή την κομματική συσπείρωση. Η εκάστοτε αντιπολίτευση στην Ελλάδα χρησιμοποιεί τη στρατηγική αυτή, η οποία, συνήθως αποδίδει.

Αποδίδει; Ναι, στο μέτρο που αποφέρει βραχυπρόθεσμα εκλογικά οφέλη. Όχι, αν το ζητούμενο είναι η συγκρότηση προγραμματικής ηγεμονίας με σκοπό την προώθηση μεταρρυθμίσεων. Η ασυναρτησία, οι παλινωδίες, και ο λαϊκισμός που χαρακτηρίζουν την κυβέρνηση Καραμανλή σήμερα απορρέουν από αντίστοιχες συμπεριφορές στα χρόνια της αντιπολίτευσης. Πες μου πως αντιπολιτεύεσαι, να σου πως πως θα κυβερνήσεις.

Για αρκετά μείζονα θέματα το αντιπολιτευόμενο ΠΑΣΟΚ αποφεύγει να διατυπώσει σαφή άποψη. Για την κατάργηση της άτυπης συνδικαλιστικής «συνδιοίκησης» στις ΔΕΚΟ (ένα θέμα που απασχόλησε και το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ), δεν είναι σίγουρο τι πρεσβεύει η αξιωματική αντιπολίτευση. Για την αποκρατικοποίηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, το ΠΑΣΟΚ εκπέμπει διφορούμενα μηνύματα (καταψήφισε προσφάτως σχετική πρόταση νόμου της ελάσσονος αντιπολίτευσης, ενώ κράτησε επαμφοτερίζουσα στάση στην εμπεριστατωμένη πρόταση της Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου). Για την ενδιαφέρουσα πρότασή του στο Λαύριο, το περασμένο φθινόπωρο, σχετικά με την μη καταβολή εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών για νέους εργαζόμενους, για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, ο κ.Παπανδρέου τώρα σιωπά, φοβούμενος, υποθέτω, ότι θα χαρακτηρισθεί «ανάλγητος» από τους δεξιούς φωνακλάδες της πολιτικής λαχαναγοράς (ακούστε τον κ.Γιακουμάτο και θα καταλάβετε!). Την παλαιά πρότασή του για άρση της συνταγματικής απαγόρευσης σχετικά με την ίδρυση μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων, ο κ. Παπανδρέου τώρα τη στρογγυλεύει, υπογραμμίζοντας ότι εννοούσε κυρίως μη κρατικά πανεπιστήμια από «κοινωνικούς φορείς» και όχι το απεχθές «ιδιωτικό κεφάλαιο» (περίεργο για κάποιον που σπούδασε στην Αμερική και ξέρει καλά ότι τα μη κρατικά πανεπιστήμια εκεί δεν τα έκανε η Αμερικανική ΓΣΣΕ ή η ΠΑΣΕΓΕΣ αλλά οι δωρεές πλουσίων επιχειρηματιών).

Το πρόβλημα με το ΠΑΣΟΚ δεν είναι η πολυγλωσσία. Το πρόβλημα είναι αφενός μεν η απουσία συστηματικής αναζήτησης νέων πολιτικών, οι οποίες θα επεκτείνουν με συνεκτικότητα και τόλμη τις όποιες νεωτερικές συλλήψεις (insights) του κ.Παπανδρέου, αφετέρου δε ο εγκλωβισμός του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ στον παραδοσιακό τρόπο άσκησης πολιτικής στην Ελλάδα. Εξηγούμαι.

Στην ομιλία του στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ πέρυσι, ο κ.Παπανδρέου ανέφερε τον «αντικρατισμό» ως ένα στοιχείο του νέου πολιτικού στίγματος του κόμματός του. Ενδιαφέρουσα, κατ΄ αρχήν, άποψη. Για να καταστεί λειτουργική όμως πρέπει να επεξεργασθεί και να εξειδικευθεί. Τι σημαίνει να είσαι αντικρατιστής σοσιαλδημοκράτης στην Ελλάδα σήμερα; Που είναι οι κεντροαριστερές δεξαμενές σκέψης που θα αναλάβουν να αναπτύξουν τις σχετικές πολιτικές; Που είναι η αρθρωμένη συζήτηση συναφών πολιτικών στο ΠΑΣΟΚ;

Όσοι τολμούν να συζητήσουν καινοτόμες πολιτικές με τρόπο που ξεφεύγει από την πεπατημένη, όπως ο κ.Φλωρίδης, τιμωρούνται. Τι ειρωνεία: το κόμμα που εξέλεξε βουλευτές Επικρατείας δύο προβεβλημένους νεοφιλελεύθερους πολιτικούς, αποπέμπει σήμερα ένα στέλεχός του επειδή έθεσε προς συζήτηση τις σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές απασχόλησης της Σουηδίας! Θαυμάστε τη συμμετρία: το ίδιο έκανε και ο κ.Καραμανλής το 1998 όταν διέγραψε τους κκ.Μάνο και Σουφλιά για τις «αιρετικές» αντιλήψεις τους αναφορικά με τις ΔΕΚΟ. Τα κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα επιλέγουν να λειτουργούν περισσότερο ως «μαντριά», παρά ως έλλογες πολιτικές κοινότητες.

Η λογική του μαντριού αντιστρατεύεται τη λογική της ανοιχτής κοινωνίας, καθότι μυθοποιεί τον άλογο κομματικό πατριωτισμό εις βάρος του ανοιχτού διαλόγου. Σε ένα πολωμένο πολιτικό σύστημα, τα μεγάλα κόμματα αντιλαμβάνονται το ρόλο τους πρωτίστως ως μηχανισμοί κατάληψης και νομής εξουσίας, και δευτερευόντως ως φορείς πολιτικών για την ορθολογική διαχείρισή της. Η μονομανής αναζήτηση της εξουσίας τα ωθεί να προκρίνουν την ολοκληρωτικού τύπου κομματική ενότητα (η λογική του μαντριού) έναντι της δημιουργικής συζήτησης (η λογική της ανοιχτής κοινωνίας), αφού η τελευταία ενδέχεται να προσδώσει επιχειρήματα στον αντίπαλο. Χωρίς ανοιχτή συζήτηση όμως δεν παράγεται καινοτομία. Και χωρίς νέες ιδέες, δεν αντιμετωπίζονται τα χρόνια προβλήματα της χώρας.

Το ζήτημα για έναν μεταρρυθμιστή πολιτικό δεν είναι μόνο να κατακτήσει τη εξουσία, αλλά και να τη διαχειρισθεί βάσει συγκεκριμένων νεωτερικών πολιτικών, και γι αυτό χρειάζεται να επιτύχει προγραμματική ηγεμονία. Για να συμβεί αυτό απαιτούνται καινοτόμες ιδέες, συγκροτημένες πολιτικές, σαφήνεια, και, φυσικά, τόλμη να θυσιαστούν «ιερές αγελάδες» και να καταπολεμηθεί η λογική του κομματικού μαντριού. Ποτέ δεν ήταν εύκολο να είναι κανείς μεταρρυθμιστής, γιατί να είναι τώρα;

Δημοσιεύθηκε στο Βήμα, 11 Απριλίου 2006


Αυτό είναι το νέο ΠΑΣΟΚ;

Είναι εντυπωσιακό πόσο γρήγορα ένας νεωτεριστής πολιτικός όπως ο κ.Γιώργος Παπανδρέου «προσαρμόζεται» στο κυρίαρχο νεοελληνικό πρότυπο πολιτικής ηγεσίας, το οποίο ενθαρρύνει την ηγετική πυγμή, την άνευ αρχών αντιπαράθεση με τον αντίπαλο, τη μονοφωνία. Όπως ο (τότε) αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ.Κώστας Καραμανλής διέγραψε το 1998 τους κκ. Μάνο, Κοντογιαννόπουλο και Σουφλιά γιατί είχαν το θάρρος να συμφωνήσουν επί της αρχής με νομοσχέδιο της κυβέρνησης Σημίτη για την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων στις ΔΕΚΟ, έτσι και ο κ.Παπανδρέου διέγραψε από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ τον πρώην υπουργό Εθνικής Οικονομίας κ.Γιάννο Παπαντωνίου, γιατί εξέφρασε απόψεις αναφορικά με την πώληση της Εμπορικής Τράπεζας στη Γαλλική Credit Agricole με βάση τις αρχές του κόμματός του υπέρ των αποκρατικοποιήσεων, τις οποίες μάλιστα είχε την ευκαιρία να υλοποιήσει όταν κυβερνούσε τη χώρα, και όχι ένα στείρα αντιπολιτευτικό πνεύμα.

Τι είπε ο κ.Παπαντωνίου; Ότι η πώληση της Εμπορικής στην Credit Agricole είναι μια κατ΄ αρχήν θετική πράξη, παρά τις εύλογες επιφυλάξεις για την τιμή πώλησης. Θα μπορούσε να πει κάτι διαφορετικό ο πρώην υπουργός Εθνικής Οικονομίας; Λίγο δύσκολο, αφού η πρώτη αγορά μετοχών της Εμπορικής έγινε επί υπουργίας Παπαντωνίου. Η ιδιωτικοποίηση της Εμπορικής, με άλλα λόγια, ξεκίνησε επί κυβερνήσεως ΠΑΣΟΚ.

Αν υποθέσουμε ότι το τίμημα πώλησης της Εμπορικής θα ήταν καλό να είναι υψηλότερο, αυτός είναι λόγος να αντιτίθεται το ΠΑΣΟΚ στην πώληση της τράπεζας; Εξαρτάται από το τι θεωρεί κανείς μείζον και τι έλασσον. Αν το μείζον είναι η αποκρατικοποίηση της Εμπορικής και η τόνωση του ανταγωνισμού του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, το οποίο τείνει σήμερα να λειτουργεί μάλλον ολιγοπωλιακά εις βάρος των καταναλωτών, τότε η αναβολή της πώλησης της Εμπορικής, αναμένοντας ένα αβέβαια υψηλότερο τίμημα στο μέλλον, θα ήταν πιθανότατα εσφαλμένη. Δείτε την κατάντια της Ολυμπιακής σήμερα, για την οποία δεν βρίσκονται αγοραστές! Δεν αρκεί η επιθυμία σου να πουλάς σε μια τιμή που εσύ θεωρείς λογική· σημασία έχει να βρίσκεις αγοραστές πρόθυμους να πληρώσουν στην τιμή που ζητάς.

Με την καιροσκοπική αντίθεσή του στην πώληση της Εμπορικής, το ΠΑΣΟΚ συντάσσεται ουσιαστικά με εκείνες τις δυνάμεις που ευνοούν τη διατήρηση του στάτους κβό. Πρόκειται για συντηρητική αντίδραση: το έλασσον είναι το πρόσχημα για να μην προωθηθεί το μείζον. Η κομματική κεφαλαιοποίηση των συντεχνιακών αντιδράσεων στην πώληση της Εμπορικής κρίνεται σημαντικότερη από την υπεύθυνη διατύπωση θέσεων, κάτι που, αν συνέβαινε, θα ενίσχυε την αξιοπιστία του ΠΑΣΟΚ ως κόμματος εξουσίας και θα ωφελούσε και την οικονομία.

Το πιο λυπηρό όμως είναι η δυσκολία της αξιωματικής αντιπολίτευσης αφενός μεν να συζητήσει ορθολογικά, αφετέρου δε να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο της άνευ αρχών κομματικής αντιπαράθεσης. Μόνο σταλινικά κόμματα διαγράφουν σημαίνοντα στελέχη τους γιατί εκφράζουν δημοσίως διαφορετικές απόψεις. Σε κόμματα με υψηλή δημοκρατική κουλτούρα, ο δημόσιος διάλογος είναι αυτονόητος, αφού μόνον έτσι ανανεώνονται τα κόμματα ως φορείς ιδεών και πολιτικών.

Δεν διαμαρτυρήθηκε κανείς γιατί η Σεγκολέν Ρουαγιάλ, πρώην υπουργός του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Γαλλίας, εξέφρασε πρόσφατα απόψεις για θέματα δημόσιας τάξης που αποκλίνουν σημαντικά από αυτές του κόμματός της. Ούτε παραξενεύτηκε κανείς που πρώην υπουργοί του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος, όπως ο Φρανκ Φίλντ και ο Φρανκ Ντόμπσον, καταφέρονται συστηματικά κατά των αλλαγών που προωθεί η κυβέρνηση Μπλερ στο δημόσιο τομέα, για να μη μιλήσουμε για τους αριστερούς βουλευτές του Εργατικού Κόμματος που επικρίνουν δημοσίως τον ηγέτη τους ως «εγκληματία πολέμου»! Πολλοί στο Σοσιαλιστικό Κόμμα ενοχλήθηκαν που ο Λοράν Φαμπιούς, πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας, πρωταγωνίστησε στην καμπάνια υπέρ του «Όχι» στο Γαλλικό δημοψήφισμα για το Ευρωσύνταγμα το 2005, παρά την αντίθετη θέση του κόμματός του, αλλά κανείς δεν διανοήθηκε να εισηγηθεί τη διαγραφή του. Η ουσία της πολιτικής είναι η διατύπωση θέσεων και η ανταλλαγή απόψεων. Στα ώριμα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα η έλλογη συζήτηση θεωρείται αυτονόητο στοιχείο της κομματικής κουλτούρας.

Η άνευ αρχών αντιπολίτευση που έχει επιλέξει το ΠΑΣΟΚ το καθιστά αναξιόπιστο ως κόμμα εξουσίας και διαιωνίζει ένα από τα μεγαλύτερα κακά του δημόσιου βίου: τη στείρα κομματική αντιπαράθεση. Αν η αντιπολιτευτική στρατηγική του ΠΑΣΟΚ σήμερα σας φαίνεται σχεδόν πανομοιότυπη με την αντίστοιχη στρατηγική της ΝΔ όταν ήταν στην αντιπολίτευση, αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο. Όπως ο Καραμανλής κατηγορούσε το Σημίτη ότι ξεπουλάει δημόσια περιουσία προωθώντας τις μετοχοποιήσεις των ΔΕΚΟ, έτσι και ο Παπανδρέου επικρίνει σήμερα τον Καραμανλή ότι «εκποιεί» δημόσιες επιχειρήσεις. Όπως η δημαγωγία του Καραμανλή τον ωθούσε να βλέπει παντού σκάνδαλα και να ζητά εισαγγελικές παρεμβάσεις στις ΔΕΚΟ, έτσι και η πολωτική αντιπολίτευση της Βάσως Παπανδρέου την ωθεί να μιλάει για «απόδοση ευθυνών» από τη Δικαιοσύνη. Τα δύο κόμματα εξουσίας είναι εγκλωβισμένα σε ένα ξύλινο, καιροσκοπικό, αντεγκλητικό και παιδαριωδώς αυτοεπιβεβαιωτικό κομματικό λόγο, γεγονός που αντανακλά το έλλειμμα ορθολογικής λειτουργίας του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του.

Είναι ειρωνεία ότι ενώ η κομματική εντολή στον κ. Παπανδρέου ήταν «Γιώργο άλλαξέ τα όλα», ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης επιλέγει παλαιοκομματικές μεθόδους αντιμετώπισης των διαφωνούντων. Θεωρεί ότι αυτό που λείπει από το νέο ΠΑΣΟΚ είναι η ενιαία φωνή, όχι η επεξεργασία καινοτόμων πολιτικών. Φαίνεται να τον ενδιαφέρει περισσότερο η εικόνα του κόμματός του, παρά η αξιοπιστία της πολιτικής του. Το μήνυμα που στέλνει με τη διαγραφή του κ.Παπαντωνίου, όπως και παλιότερα με την αποπομπή του κ.Φλωρίδη από τη θέση του συντονιστή οικονομικής πολιτικής, είναι ότι αυτό που μετράει είναι η άκριτη συστοίχηση με την επίσημη κομματική γραμμή. Δεύτερη ειρωνεία: ο πολιτικός του «ανοιχτού κόμματος», δεν ανέχεται αντιρρήσεις. Ο υπέρμαχος του πλουραλισμού, των δημοψηφισμάτων, και της συμμετοχής, ενδιαφέρεται περισσότερο για την εμπέδωση της ηγετικής του αυθεντίας με διοικητικά μέτρα, όχι με την πειθώ. Αν αυτό είναι το νέο ΠΑΣΟΚ, ευχαριστώ αλλά δεν θα πάρω!

Δημοσιεύθηκε στο Βήμα, 11 Αυγούστου 2006


Πως ακυρώνονται οι μεταρρυθμίσεις

Η αναθεώρηση του άρθρου 16 αποτέλεσε σημείο τομής της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς. Διαφορετικές αντιλήψεις για την εκπαίδευση συνέκλιναν στη διαπίστωση, σύμφωνα με τον υπεύθυνο Παιδείας του ΠΑΣΟΚ κ.Μ. Χρυσοχοϊδη, ότι «οι διατυπώσεις του άρθρου για το κρατικό μονοπώλιο της γνώσης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελούν πολιτικό και κοινωνικό αναχρονισμό [...]» («Τα «Νέα», 8/1/2007). Η ανάγκη να θεσπισθούν κανόνες στην μέχρι τώρα ανεξέλεγκτη κατάσταση στην ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση επισημάνθηκε από τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ. «Σύντομα θα έχουμε χάος στον χώρο της ελληνικής Παιδείας», δήλωσε ο Γ. Παπανδρέου. «Θα επιβληθεί ένα καθεστώς το οποίο δεν θα έχουμε ρυθμίσει εμείς ως ελληνικό κράτος. Με το να μην αλλάζουμε το άρθρο 16 κόβουμε τα χέρια του κράτους. Αποποιούμαστε την ευθύνη μας και το δικαίωμά μας να ρυθμίσουμε έναν τομέα που σήμερα ελέγχεται από ιδρύματα εκτός Ελλάδας» («Το Βήμα της Κυριακής» (10/12/2006).

Η σύγκλιση των δύο κομμάτων στην αναθεώρηση του άρθρου 16 απέσπασε την αποδοχή της κοινής γνώμης. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η πλειονότητα του εκλογικού σώματος εγκρίνει την αναθεώρηση του άρθρου 16 («Καθημερινή», 31/12/2006). Το άρθρο 16 ήταν η χρυσή ευκαιρία να εκδηλωθεί εμπράκτως η πολυπόθητη συναίνεση. «Η συναίνεση στην Παιδεία είναι ένα ζητούμενο», δήλωσε ο Γ. Παπανδρέου (ο.π.).

Το άρθρο 16 δίχασε το ΠΑΣΟΚ. Παρόλα αυτά, ο πρόεδρός του ήταν ανένδοτος στην άποψή του. Το ερώτημα κατά πόσον τον ΠΑΣΟΚ έπρεπε, για λόγους τακτικής, να μην υπερψηφίσει την αναθεώρηση του άρθρου 16 τώρα, προκειμένου να απαιτείται η αυξημένη πλειοψηφία των 180 ψήφων στην αναθεωρητική Βουλή, ο κ.Χρυσοχοϊδης το απέρριψε: «Όταν η παιδεία βρίσκεται ουσιαστικά στην εντατική, οι τακτικισμοί περισσεύουν» (ο.π). Με άλλα λόγια, δια του αρμόδιου εκπροσώπου του και του ηγέτη του το ΠΑΣΟΚ επέδειξε πρωτοφανή υπευθυνότητα: εκεί όπου μπορεί να υπάρξει συναίνεση με την Κεντροδεξιά θα επιδιωχθεί, για το καλό του τόπου. Εκείνο που υποτίμησε όμως είναι ότι η υπευθυνότητα, για να έχει αντίκρισμα, πρέπει να συνοδεύεται από στρατηγική ευφυΐα.

Μπροστά στον κίνδυνο μιας επιζήμιας εσωκομματικής αντιπαράθεσης ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ υπαναχώρησε. Ο εξοβελιστέος «τακτικισμός» απεδείχθη ένα καλό σωσίβιο στην κρίσιμη ώρα. Το ΠΑΣΟΚ όχι μόνο αποχώρησε από τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης, λες και είναι ένα γκρουπούσκουλο διαμαρτυρίας που δεν σέβεται τους θεσμούς, αλλά ανακοίνωσε ότι, αν είναι πάλι αξιωματική αντιπολίτευση στη νέα αναθεωρητική Βουλή, θα καταψηφίσει όλες τις αναθεωρητέες διατάξεις, συμπεριλαμβανομένης αυτής για το άρθρο 16! Με άλλα λόγια, δεν θα αλλάξει τίποτα. Το «χάος» στην ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση θα συνεχισθεί.

Μια μεταρρύθμιση, όπως η αναθεώρηση του άρθρου 16, την οποία επικροτεί η πλειονότητα της κοινής γνώμης, την οποία θέλουν και τα δύο κόμματα εξουσίας, δεν θα πραγματοποιηθεί! Γιατί; Διότι προέχει το στενά κομματικό συμφέρον – η κομματική συσπείρωση, η επιθυμία της άνευ αρχών διαφοροποίησης από τον αντίπαλο, ο προσπορισμός εκλογικών ωφελειών από την πολιτική πόλωση. Ποιος νοιάζεται για το κοινό καλό;

Η θεαματική στροφή του ΠΑΣΟΚ αποδεικνύει τον βαθιά ανορθολογικό χαρακτήρα της ελλαδικής πολιτικής ζωής. Τα κόμματα δεν δεσμεύονται από το Λόγο – από εκπεφρασμένες απόψεις, επεξεργασμένες θέσεις, προγράμματα –, αλλά καθοδηγούνται από το κυρίαρχο κριτήριο του άνευ αρχών καιροσκοπισμού (unprincipled opportunism). Χρήσιμο για τον τόπο είναι ότι είναι κομματικά επωφελές. Το άλογο κυνήγι της εξουσίας υπερισχύει της διαμόρφωσης συνεπών κριτηρίων για την ορθολογική κατάκτηση και άσκησή της. Τα κόμματα δεν υπηρετούν προγραμματικούς σκοπούς – η εξουσία είναι αυτοσκοπός.

Εγείρονται, επιπλέον, ερωτήματα για την ηγετική επάρκεια του Γ. Παπανδρέου – την ικανότητα του να σκέπτεται στρατηγικά. Η αναθεώρηση του άρθρου 16 έπρεπε να προωθηθεί μεριμνώντας, παράλληλα, για την ελαχιστοποίηση των κομματικών ζημιών. Αυτό επιβάλλει ο πραγματιστικός οραματισμός. Ο Γ. Παπανδρέου γνώριζε ότι το άρθρο 16 διχάζει το κόμμα του. Παρόλα αυτά επέμενε αξιοθαύμαστα στην άποψή του. Αυτή την επιμονή του, ωστόσο, δεν την μετασχημάτισε σε καίρια στρατηγική επιλογή – δεν ηγήθηκε κάποιας καμπάνιας στο κόμμα του με σκοπό να αντιπαρατεθεί στους κρατιστές, όπως έκανε ο Μπλερ το 1995 με το διαβόητο «άρθρο 4» του καταστατικού του Εργατικού Κόμματος.

Ο Γ. Παπανδρέου γνώριζε ότι με την υπερψήφιση τώρα της αλλαγής του άρθρου 16 ουσιαστικά θα εκχωρούσε λευκή επιταγή στην (πιθανότατα όχι δική του) κυβερνητική πλειοψηφία της αναθεωρητικής Βουλής να διαμορφώσει μόνη της το άρθρο 16. Κάτι τέτοιο θα έπρεπε να το αποφύγει, τόσο γιατί δεν εκχωρεί κανείς το δικαίωμά του να συναποφασίζει, όσο και για να στερήσει από τους εσωκομματικούς επικριτές του ένα σημαντικό επιχείρημα. Θα μπορούσε από την αρχή και να επιμείνει στην ανάγκη για αναθεώρηση του άρθρου 16 και να δηλώσει ότι το κόμμα του θα ψηφίσει «παρών» στη σημερινή Βουλή. Με τον τρόπο αυτό ούτε το κόμμα του θα διασπώνταν στην κρίσιμη ψηφοφορία, ούτε η αναθεώρηση θα ακυρωνόταν.

Ο Γιώργος Παπανδρέου δεν σκέφθηκε με στρατηγικούς όρους το θέμα του άρθρου 16. Υπερασπίσθηκε αρχικά με σθένος την αναθεώρηση, αδιαφόρησε στη συνέχεια για τη διαχείριση του κομματικού κόστους, υποτίμησε κρίσιμα θέματα τακτικής και διαδικασίας, και, τέλος, όταν το κομματικό κόστος έγινε πλέον δυσβάστακτο, υπαναχώρησε καιροσκοπικά. Το προσωπικό του φιάσκο είναι μεγάλο: η αναθεώρηση του άρθρου 16 ματαιώθηκε, η αξιοπιστία του επλήγη, η ηγετική του πειθώς απομειώθηκε. Δεν είμαι βέβαιος ότι το κατάλαβε – άλλωστε το αυτιστικό ΠΑΣΟΚ πανηγυρίζει. Η κοινωνία όμως καταλαβαίνει – και σημειώνει.

Δημοσιεύθηκε στο Βήμα, 13 Φεβρουαρίου 2007


Το ΠΑΣΟΚ επιστρέφει στον κ.Λαλιώτη!

Εδώ και πάνω από τρία, περίπου, χρόνια ένα αμείλικτο ερώτημα αιωρείται στην πολιτική ζωή του τόπου: τι θα κάνει ο κ.Κώστας Λαλιώτης; Θα επανέλθει στην ενεργό πολιτική, ή όχι; Αν και δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι είναι ένα ερώτημα που κρατούσε άγρυπνο τον περιπτερά της γειτονιάς μου, απασχολούσε ωστόσο το τρίγωνο Χαριλάου Τρικούπη-Ντα Κάπο-Ρηγίλλης, το οποίο, ως γνωστόν, θεωρεί πως ό,τι είναι δική του έγνοια συνιστά ένα ευρύτερο πολιτικό πρόβλημα για τον τόπο.

Στις 10 Μαϊου η αγωνία μας τερματίστηκε: ο κ.Λαλιώτης τυπικά επανέρχεται ως πρόεδρος του Ιδρύματος Ανδρέας Παπανδρέου. Σε σχετική συνέντευξη Τύπου ο κ.Γιώργος Παπανδρέου προδιέγραψε, σε κάπως δύσκαμπτα ελληνικά, έναν ευρύτερο ρόλο για τον κ.Λαλιώτη: «έχω ζητήσει», είπε, «να είναι κοντά μου στις μάχες που έχουμε μπροστά μας, μάχες, οι οποίες είναι πολιτικές στις εκλογές, μάχες, για να σχεδιάσουμε το μέλλον. Χαίρομαι που δέχεται να είναι καθημερινά κοντά με δυναμική παρουσία στις προσπάθειές μας για μια νέα πορεία της χώρας». Ο κ.Λαλιώτης ήταν λίγο πιο συγκεκριμένος: «[...] η συμμετοχή μου θα είναι καθημερινή και η συμβολή μου θα είναι ουσιαστική, γόνιμη και δημιουργική στον πολιτικό στον επικοινωνιακό στον εκλογικό στον προγραμματικό σχεδιασμό που απαιτεί αυτή η αναμέτρηση και αντιπαράθεση».

Σχολιάζοντας, στην ίδια συνέντευξη Τύπου, την πολιτική κατάσταση, ο κ.Λαλιώτης παρατήρησε, με εκείνη την ξύλινη γλώσσα που οι κομματικοί γραφειοκράτες ξέρουν καλά να χρησιμοποιούν, ότι «ο λαός [...] απαιτεί αλλαγές, μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμούς (sic) για μια δίκαιη και σύγχρονη κοινωνία». Χάσαμε την ευκαιρία, όμως, να μάθουμε τι είδους «μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμούς» (!) εννοούσε ο κ.Λαλιώτης. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Για τρεις και πλέον δεκαετίες, το διακεκριμένο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ σταδιοδρομεί επαγγελματικά στην πολιτική, αλλά δεν έχει συνδέσει το όνομά του ούτε με κάποιες ανανεωτικές αντιλήψεις για τη «δίκαιη και σύγχρονη κοινωνία», ούτε με κάποια αξιοπρόσεκτη μεταρρύθμιση.

Εναντιώθηκε ή εξέφρασε επιφυλάξεις στις περισσότερες εκσυγχρονιστικές πολιτικές του πρώην πρωθυπουργού κ.Σημίτη, όπως ήταν οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις Αρσένη, οι μεταρρυθμίσεις στις ΔΕΚΟ, τα μέτρα Γιαννίτση για το ασφαλιστικό, η απάλειψη του θρησκεύματος στις ταυτότητες, ενώ τάχθηκε εναντίον καίριων επιλογών του σημερινού προέδρου του ΠΑΣΟΚ κ.Γιώργου Παπανδρέου, όπως π.χ. η άρση της Συνταγματικής απαγόρευσης για τη δημιουργία μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων και το σχέδιο Ανάν για το Κυπριακό. Είναι αλήθεια ότι μερικά μεγάλα δημόσια έργα έγιναν επί της επτάχρονης υπουργίας του στο ΥΠΕΧΩΔΕ, αλλά αυτά είχαν ήδη δρομολογηθεί και, σε κάθε περίπτωση, από τους υπουργούς περιμένουμε κάτι παραπάνω από το είναι απλοί project manager.

Ως υπουργός ΠΕΧΩΔΕ δεν διακρίθηκε για τον ιδιαίτερο ζήλο του στην προστασία του περιβάλλοντος (η χώρα μας έχει αλλεπάλληλες καταδίκες από την ΕΕ σε περιβαλλοντικά θέματα), ενώ το φιάσκο του Κτηματολογίου, η σημαντικότερη ίσως μεταρρύθμιση που θα μπορούσε να κάνει ένας υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, ήταν δικό του δημιούργημα. Επί των ημερών του τα αυθαίρετα συνέχισαν να κτίζονται, η χωροταξία των ελληνικών πόλεων να καταστρέφεται, και οι πολεοδομικές υπηρεσίες συχνά να χρηματίζονται. Πραγματικά δυσκολεύεται κανείς να διακρίνει τη συμβολή του κ.Λαλιώτη στο μεταρρυθμιστικό έργο που τόσο έχει ανάγκη η χώρα.

Όπως ο κ.Λαλιώτης δεν μας εξήγησε ποτέ με πολιτικούς όρους γιατί αποχώρησε από την ενεργό πολιτική ζωή, έτσι και τώρα δεν μας εξηγεί, με πολιτικούς όρους, γιατί επανέρχεται. Τι άλλαξε; Ποιες είναι οι απόψεις του για τα καίρια θέματα του τόπου και πως συγκεράζονται με αυτές του αρχηγού του; Μάταια θα αναζητήσετε ένα σαφές ιδεολογικο-πολιτικό στίγμα, το οποίο, με την αποχώρησή του και την επανενεργοποίησή του, να υπερασπίζεται. Ο κ.Λαλιώτης είναι ο κατ΄ εξοχήν τεχνικός της εξουσίας και με αυτή την ιδιότητα, άλλωστε, μετακαλείται στην ενεργό υπηρεσία. Μπορεί να μην έχει να προτείνει κάτι ευφάνταστο για την κρίση στην εκπαίδευση, το ασφαλιστικό, ή την εξωτερική πολιτική, αλλά γνωρίζει καλά τις τεχνικές πολιτικού μάρκετινγκ. Δεν είναι η εξουσία το εργαλείο για την προώθηση της «δίκαιης και σύγχρονης κοινωνίας», αλλά το αντίστροφο: η «δίκαιη και σύγχρονη κοινωνία» είναι το εργαλείο για την κατάκτηση της εξουσίας.

Η ίδια απολιτική στάση διακρίνει και το ΠΑΣΟΚ. Την εντολή που έλαβε με την εκλογή του ο κ.Παπανδρέου («Γιώργο άλλαξέ τα όλα») την ερμήνευσε ως «Γιώργο ανακύκλωσέ τα όλα». Στον εμβληματικό εκπρόσωπο του παλιού και φθαρμένου ΠΑΣΟΚ δίνεται σήμερα πρωταγωνιστικός ρόλος. Ένα κόμμα που υποτίθεται ότι άλλαξε για να αξιώνει στη συνέχεια να αλλάξει και την κοινωνία, δεν νοιάζεται τόσο για το τι απόψεις πρεσβεύουν και τι συμβολίζουν στην κοινωνία τα στελέχη του, αλλά μεριμνά για τη φιλαθλοποιημένη (άνευ αρχών) συσπείρωσή του.

Το ΠΑΣΟΚ δεν ενδιαφέρεται ουσιαστικά για νέες ιδέες και πολιτικές, δεν το απασχολεί να σχηματίσει συμπαγή ηγετική ομάδα με κοινές πεποιθήσεις για τα σημαντικά θέματα πολιτικής, αλλά να εκπορθήσει πάση θυσία την εξουσία. Είναι το λογικό επακόλουθο σε ένα κόμμα στο οποίο η επικοινωνιακή διαχείριση υποκατέστησε την πολιτική, η ρητορεία του καινούριου την αναζήτηση του νέου, η εξουσιολαγνεία την έλλογη αντιπαράθεση. Δείγμα του πόσο αυτιστικό κόμμα έχει καταντήσει το ΠΑΣΟΚ είναι ότι συγχέει το εσωκομματικό ακροατήριο με την υπόλοιπη κοινωνία. Μπορεί το κόμμα να εκστασιάζεται όταν βλέπει τον κ.Λαλιώτη να επανακάμπτει, αλλά η κοινωνία παγερά αδιαφορεί, αν δεν ενοχλείται. Οι πολίτες περιμένουν να δουν ένα ευφάνταστο και πειστικό «σχέδιο για το μέλλον» και αντ΄ αυτού διαπιστώνουν τη βαθμιαία παλινόρθωση του παλιού ΠΑΣΟΚ!

Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή 20 Μαΐου 2007