Η κρίση στο ΠΑΣΟΚ μπορεί να ξέσπασε τώρα, μετά από μια, κατά την εύστοχη έκφραση του Κ. Σημίτη, «οδυνηρή ήττα», σοβούσε όμως χρόνια. Το ΠΑΣΟΚ έχασε την ικανότητα να παράγει πολιτική, να συζητά πολιτικά στους κόλπους του και να καταλήγει σε κοινώς αποδεκτά συμπεράσματα, να στοχάζεται πάνω στα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας και να ιεραρχεί προτεραιότητες για την αντιμετώπισή τους. Το ΠΑΣΟΚ βαθμιαία μεταμορφώθηκε σε μια εκλογική μηχανή, έναν αυτιστικό μηχανισμό εξουσίας που κυρίως υπάρχει προς όφελος του κομματικού προσωπικού. Η εξουσιολαγνεία κατέστη αυτοσκοπός. Η παραγωγή πολιτικής για την Ευρωπαϊκή Ελλάδα του 21ου αιώνα περιήλθε σε δεύτερη μοίρα. Ο εκσυγχρονισμός του ΠΑΣΟΚ - η μετάλλαξή του σε ένα σύγχρονο, ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα - αναβλήθηκε για ευθετότερο χρόνο, αν ποτέ ελήφθη στα σοβαρά. Πως λέει ο Άγιος Αυγουστίνος στις Ομολογίες του; «Θεέ μου κάνε με αγνό, αλλά όχι ακόμα!».
Όσοι δια μακρόν (και μακρόθεν) παρακολουθούμε (και νοιαζόμαστε για) τα τεκταινόμενα στο ΠΑΣΟΚ δεν εκπλησσόμαστε. Τα σημάδια ήταν ήδη ορατά για όσους ήθελαν να τα δουν. Παραθέτω στη συνέχεια άρθρα που αρχικά δημοσίευσα στον Οικονομικό Ταχυδρόμο, το Βήμα και την Καθημερινή τα τελευταία έξι χρόνια, με τα οποία ανέλυα την παθολογία που τώρα ανακαλύπτουν κορυφαία στελέχη και εν μέρει η ηγεσία του (τα περισσότερα βρίσκονται, σε επεξεργασμένη μορφή, στο βιβλίο μου Έναρθρη Κραυγή, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007). Τα αναδημοσιεύω εδώ όχι τόσο για να δείξω πόσο επιβεβαιώνονται οι αναλύσεις μου (αν και ομολογώ ότι κάτι τέτοιο δεν με δυσαρεστεί), όσο για να θέσω ένα ευρύτερο πλαίσιο το οποίο θα επιτρέψει να δει κανείς τη «μεγάλη εικόνα» προκειμένου να κατανοήσει τα σημερινά γεγονότα που σχετίζονται με την κρίση ηγεσίας που προέκυψε. Τίποτα δεν προκύπτει εν κενώ. Όπως θα δείτε στα άρθρα που ακολουθούν, οι συνθήκες για τη σημερινή κρίση είχαν δημιουργηθεί πολύ πιο πριν.
Ο κομματικός αυτισμός και οι συνέπειές του
Παρακολουθώ τα συνέδρια του Εργατικού κόμματος της Βρετανίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Πάντοτε με εντυπωσίαζε η ζωντάνια τους: η σύγκρουση διακριτών ιδεολογικών ρευμάτων, η αντιπαράθεση απόψεων σχετικά με το ρόλο του κράτους στην οικονομία, την υγεία και την εκπαίδευση, οι διαφορετικές οπτικές γωνίες για την εξωτερική πολιτική. Βλέπεις ένα κόμμα που ακόμη και στις πλέον εσωστρεφείς του στιγμές, όπως ήταν οι σφοδρές ιδεολογικές συγκρούσεις στις αρχές της δεκαετίας του 1980, δεν έχασε την ικανότητά του να διαλέγεται πολιτικά για τα καυτά θέματα της χώρας του.
Παρακολούθησα το πρόσφατο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ και με εντυπωσίασε η απουσία της πολιτικής σκέψης. Το κρατικοποιημένο αυτό κόμμα ελάχιστα έδειξε να ενδιαφέρεται για την παραγωγή πολιτικής, την έλλογη αντιπαράθεση πολιτικών απόψεων για τα ουκ ολίγα μείζονα θέματα που απασχολούν την Ελληνική κοινωνία. Αντίθετα, ασχολήθηκε, ναρκισσιστικά, με τον εαυτό του, με τη διαβόητη «ενότητά» του.
Επί τέσσερις συναπτές ημέρες οι ομιλητές αναλώθηκαν είτε στην εκφώνηση φίλαθλων συνθημάτων, είτε στη στερεότυπη αναφορά σε πληκτικές κοινοτοπίες του τύπου «θέλουμε μια ισχυρή κοινωνία» ή «πρέπει να αφουγκραστούμε το λαό», υπό τα χειροκροτήματα ενός σώματος-μαμούθ 6500 συνέδρων που θα ζήλευε ακόμη και το «Μπάαθ» κάποιας Μεσανατολικής Λαϊκής Τζαμαχιρίας! Για τα μείζονα πολιτικά θέματα ελάχιστη συζήτηση ουσίας έγινε. Κι όπως συνηθίζεται στα κομματικά συνέδρια, στην Ελλάδα, ουδείς μίλησε τεκμηριωμένα. Κανείς δεν προβληματίστηκες, λόγου χάριν, για το γεγονός ότι επί των ημερών ενός υποτίθεται σοσιαλιστικού κόμματος είδαμε την αυξανόμενη κρυπτο-ιδιωτικοποίηση των δημοσίων αγαθών της υγείας και της εκπαίδευσης. (Ενδεικτικά: τα τελευταία 11 χρόνια πενταπλασιάσθηκαν οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας. Οι δαπάνες των υποψήφιων φοιτητών για φροντιστήρια είναι 230 δισ. δραχμές το χρόνο).
Η σχεδόν νευρωτική εμμονή στην «ενότητα» και στο «όλοι μαζί» χαρακτηρίζει τα κόμματα-μηχανισμούς, καθότι συνειδητοποιούν ότι χωρίς αυτή την «ενότητα» είναι δύσκολο να κρατηθούν στην εξουσία, η οποία άλλωστε συνιστά και τον ισχυρότερο λόγο της όποιας συνοχής τους. Γι αυτό το λόγο, σε αντίθεση με τα κόμματα αρχών, οι όποιες πολιτικές διαφορές εκφυλίζονται σε καιροσκοπικά καμώματα, χάριν της υπέρτατης αρχής της διατήρησης της κομματικής «ενότητας». Στα κόμματα-μηχανισμούς, τα στελέχη τους δεν υπερασπίζονται ιδέες και πολιτικές, αλλά διαπραγματεύσιμα κομματικά και προσωπικά συμφέροντα.
Στο πρόσφατο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, όμως, είδαμε κάτι παραπάνω: την ολοκλήρωση μιας ποιοτικής στροφής στη λειτουργία του κόμματος. Από κόμμα-μηχανισμός που ήταν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, εκφυλίσθηκε πλέον σε κόμμα προσωπικών μηχανισμών. «Ολόκληρες οικογένειες χρίστηκαν - με διάτρητες διαδικασίες και αρχαιρεσίες παρωδία- σύνεδροι», γράφει ο συνήθως καλά ενημερωμένος περί τις ενδοπασοκικές εξελίξεις Γ. Λακόπουλος στο «Βήμα» (14/10/2001), «με μόνη αποστολή να χειροκροτούν τους ομιλητές της μιας ή της άλλης εσωκομματικής πτέρυγας και να ψηφίσουν […] όχι κατά την κρίση τους, αλλά βάσει της «λίστας» που θα παραλάβουν από τα επιτελεία».
Η απουσία της πολιτικής συζήτησης συνοδεύτηκε από τη διακωμώδηση των δημοκρατικών εσωκομματικών διαδικασιών. Μόνο στα συνέδρια κομμάτων στα Βαλκάνια και στην Απω Ανατολή έχουν παρατηρηθεί παρόμοια εκφυλιστικά φαινόμενα – πουθενά αλλού στη δημοκρατική Ευρώπη. Η οργανωτική δυσανεξία και η τιμαριοποίηση του κομματικού μηχανισμού είναι το λογικό επακόλουθο της πολιτικής απίσχνανσης. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Όπως συμβαίνει σε κάθε είδους οργάνωση, η απουσία συνεκτικού οράματος και η έλλειψη κοινώς αποδεκτών αξιών εντός των οποίων εγκιβωτίζονται οι προσωπικές φιλοδοξίες, οδηγούν στη διάσπαση του κοινού συμβολικού τόπου που συνέχει τα άτομα και στην επιδίωξη επιμέρους συμφερόντων.
Το ΠΑΣΟΚ έχει καταστεί ένα αυτο-αναφερόμενο σύστημα, το οποίο αντιστέκεται στην μεταλλαγή του σε ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Η καρδιά του χτυπάει βαλκανικά. Ο πολιτικός του λόγος ενσωματώνει, για λόγους τυπικούς, κάποιες νεωτερικές ιδεολογικές αναφορές, στην ουσία του όμως δεν έχει αποβάλλει τα εκ γενετής λαϊκιστικά χαρακτηριστικά του. Αντιλαμβάνεται ότι το περιβάλλον γύρω του έχει αλλάξει, διαισθάνεται ότι και αυτό το ίδιο πρέπει να αλλάξει, αλλά αναβάλλει διαρκώς την επώδυνη αυτή διαδικασία. Η «επιτυχία» του (κυβερνάει σχεδόν επί είκοσι χρόνια) το εμποδίζει να θέσει ριζοσπαστικά ερωτήματα στον εαυτό του, καθότι προτιμά τη σιγουριά του «επιτυχημένου» παρόντος από την αβεβαιότητα του μέλλοντος. Η πολιτική του αμηχανία το ωθεί στην αναπαλαίωση των συνθημάτων του και στην επιχρύσωσή τους με ανώδυνες κοινοτοπίες. Μόνον η εκλογική ήττα θα αποτελέσει μια αρκούντως ισχυρή εμπειρία έτσι ώστε να αρχίσει να σκέπτεται διαφορετικά.
Παραδόξως, όσοι νοιάζονται για τον μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα θα πρέπει να εύχονται την ήττα του κόμματος που διακηρυκτικά τουλάχιστον υποτίθεται ότι την ενσαρκώνει.
Δημοσιεύθηκε στον Οικονομικό Ταχυδρόμο, 20 Οκτωβρίου 2001
Η διαδοχή στο ΠΑΣΟΚ, οι νεοελληνικές αντιφάσεις, και οι κομματικές φαντασιώσεις
Τα χειροκροτήματα που εισέπραξε ο κ. Σημίτης στην τελευταία σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ ήταν τα πιο ενθουσιώδη που απέσπασε ποτέ από το κόμμα του. Τι ειρωνεία όμως! Η σύνοδος αυτή ήταν η αποχαιρετιστήρια για τον Πρωθυπουργό, αφού ανακοίνωσε επισήμως την παραίτησή του από την προεδρία του κόμματος. Επιτέλους, οι κομματικο-κρατικοί υπάλληλοι που στελεχώνουν το κορυφαίο όργανο του ΠΑΣΟΚ μπόρεσαν να ανασάνουν με διπλή ανακούφιση. Αφενός μεν ο «ψυχρός» κ.Σημίτης, το ανέκαθεν ξένο σοσιαλδημοκρατικό μόσχευμα στο λαϊκιστικό σώμα του ΠΑΣΟΚ, φεύγει από τη μέση, αφετέρου δε ανακαινίζεται η πρόσοψη του κόμματος έτσι ώστε να προσελκυσθούν περισσότεροι πελάτες στο κομματικό μαγαζί.
Με συμβολικούς όρους, η παραίτηση Σημίτη ήταν μια ακόμα πράξη του εκσυγχρονισμού που επαγγέλθηκε ο Πρωθυπουργός: ανεξάρτητα από τα κίνητρά του, δημιούργησε το πλαίσιο λόγου (discourse) εντός του οποίου ο εκσυγχρονισμός, ως πολιτικό πρόταγμα να διατηρήσει την ορμή του, τουλάχιστον στο εσωτερικό του κόμματός του, αφού δεν αφορά μόνον τους άλλους αλλά και τον επικεφαλής του κόμματος.
Αν η κίνηση του Πρωθυπουργού είχε εν δυνάμει αναζωογονητική δύναμη - «η ανανέωση ξεκινάει από μένα» -, η ανάδειξη του Γ. Παπανδρέου στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ απεικονίζει την αντιφατικότητα που εμπεριέχεται σε κάθε διαδικασία αλλαγής, ιδιαίτερα σε κοινωνίες με ιστορικά ανώριμους θεσμούς. Το νεωτερικό προφίλ του υπουργού Εξωτερικών βρίσκεται εν πολλοίς στον αντίποδα της παραδοσιακής ταυτότητας και του modus operandi του κόμματος που ίδρυσε ο πατέρας του.
Ο νέος ηγέτης του ΠΑΣΟΚ, στην πρώτη του επίσημη ανακοίνωση, μίλησε για μια «νέα σχέση εμπιστοσύνης πολίτη-κράτους που θα ξεπερνά μηχανισμούς, κατεστημένα και πελατειακές σχέσεις», την ίδια στιγμή που αφενός μεν το κόμμα του κυβερνά επί είκοσι ολόκληρα χρόνια και θα περίμενε εύλογα κανείς να έχει προβεί σε ενέργειες που θα εμπεδώνουν τη σχέση εμπιστοσύνης πολίτη-κράτους, αφετέρου δε αυτός ο ίδιος επελέγη λιγότερο για την αποδεδειγμένη ηγετική του πολιτική παρουσία και περισσότερο για το συμβολικό βάρος του ονόματός του. Ιδού οι αναπόφευκτες αντιφάσεις: ο νέος ηγέτης του ΠΑΣΟΚ μιλά για αλλαγή όντας μέρος του εικοσαετούς κατεστημένου· θέλει να του δοθεί η δυνατότητα να υπερβεί τα παλαιά σχήματα, ερειδόμενος εν μέρει στα παλαιά σχήματα (το νεποτισμό).
Η αντιφατικότητα της ίδιας της νεοελληνικής κοινωνίας συνοψίζεται στο ότι ενώ είναι μια κοινωνία Δυτικού τύπου στη θεσμική της συγκρότηση, εν τούτοις οι επικεφαλής των δύο κομμάτων εξουσίας είναι γόνοι πολιτικών δυναστειών, μια νεποτιστική παράδοση που συναντάμε συχνά και σε άλλου τύπου οργανώσεις στην Ελλάδα, όπως είναι οι επιχειρήσεις και (αν και αρκετά λιγότερο απ’ ότι στο παρελθόν) η κρατική γραφειοκρατία.
Ενώ τα παλαιό και το νέο συνυπάρχουν στη λειτουργία των θεσμών μας, το νέο έχει σαφές προβάδισμα σε ότι αφορά στη ραγδαία «μεσοποίηση» της πολιτικής ζωής – στην τρομερή εξάρτησή της από τα ΜΜΕ, ιδιαίτερα την τηλεόραση, σε σημείο που τα ΜΜΕ να μην απεικονίζουν απλώς τα πολιτικά γεγονότα αλλά να τα συν-δημιουργούν. Είναι ενδιαφέρον ότι αποτιμώντας την πρόσφατη αλλαγή ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ, σύσσωμος ο Τύπος αναφέρεται περισσότερο στην «επικοινωνιακότητα» του Γ. Παπανδρέου και πολύ λιγότερο στις όποιες πολιτικές θέσεις του. Το ίδιο το κόμμα του τον προσλαμβάνει με κατά βάση απολιτικούς όρους – ένα μίγμα συγκινησιακής φόρτισης, αφού στο πρόσωπό του τα μέλη του ΠΑΣΟΚ βλέπουν τον προσφιλή ιδρυτή τους· επικοινωνιακών τεχνικών, καθότι ο Γ. Παπανδρέου είναι πολύ πιο άνετος τόσο με τον κόσμο όσο και με τις κάμερες, από τον «ξύλινο» προκάτοχό του· και καιροσκοπικής διάθεσης, αφού ο συνδυασμός των δύο πρώτων ελπίζεται ότι θα αποφέρει μια ακόμα εκλογική νίκη, που τόσο ποθεί ένα κρατικοδίαιτο κόμμα όπως το ΠΑΣΟΚ.
Βέβαια, κάθε αλλαγή ηγεσίας αναδεικνύει νέες αντιλήψεις και πρακτικές, που δεν τις έχουν καν σκεφτεί οι συντελεστές της. Ο Γ. Παπανδρέου είναι παιδί των Σίξτις, με ελευθεριακές αντιλήψεις για διάφορα θέματα, ήπιος και συναινετικός χαρακτήρας, προσιτός στον κόσμο, ανοιχτός σε νέες ιδέες, με καλή κατανόηση του σημερινού παγκοσμιοποιημένου και μετα-ιδεολογικού κόσμου. Αυτά τα πρωτότυπα για Έλληνα πολιτικό χαρακτηριστικά, αντιρροπούνται ωστόσο από την παραδοσιακή οπτική γωνία με την οποία τον προσλαμβάνει η κύρια μάζα του ΠΑΣΟΚ και τη θέση που του επιφυλάσσει στην κυρίαρχη πασοκική αφήγηση.
Ως ηγέτης του κόμματος που ίδρυσε ο λαοπρόβλητος πατέρας του, και καθότι ο κόσμος του ΠΑΣΟΚ τον προσλαμβάνει κυρίως ως γιο του Ανδρέα Παπανδρέου και δευτερευόντως ως έναν Σουηδο-Αμερικανό λίμπεραλ, ο Γ. Παπανδρέου θα πιεσθεί έτσι ώστε ο πολιτικός λόγος του να μην αποκοπεί από το λαϊκιστικό Ανδρεοπαπανδρεϊκό ιδίωμα. Με την επιλογή του ως Προέδρου, πέρα από την εμφανώς καιροσκοπική διάθεση να κερδίσει πόντους έναντι του αντιπάλου του, το ΠΑΣΟΚ φαντασιώνεται τον ηγέτη που θα ήθελε να εξακολουθεί να έχει· δυσκολεύεται να ξεπεράσει τον ιδρυτή του και γι αυτό βλέπει την ανανέωσή του πρωτίστως με όρους συγκινησιακά σημαντικών προσώπων και λιγότερο με όρους πολιτικών αρχών και προγραμμάτων. Ένα μεγάλο μέρος του ΠΑΣΟΚ αλλάζει ηγέτη για να μη χρειαστεί να αλλάξει τον εαυτό του· απωθεί το επίμονο ερώτημα τι πρεσβεύει ως ένα σύγχρονο σοσιαλιστικό κόμμα στη σημερινή Ελλάδα και φαντασιώνεται τη χρυσή εποχή του – με έναν Παπανδρέου, φυσικά, επικεφαλής.
Ενδεικτικό της παραδοσιακής πασοκικής αφήγησης που θα πιεσθεί να υιοθετήσει ο νέος Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ είναι ότι στις πρώτες του ανακοινώσεις και δημόσιες εμφανίσεις, ο Γ. Παπανδρέου μιμείται το λόγο, ακόμα και την εμφάνιση, του πατέρα του – του παρέχει το ρητορικό πλαίσιο με το οποίο να συνδεθεί συγκινησιακά με τη βάση του κόμματός του. Ντυμένος ανεπίσημα, αναφέρεται συχνά στο απολιτικό κλισέ του «αγρότη» της «γυναίκας», του «μικρομεσαίου», του «επαγγελματία», του «νέου», τους οποίους καλεί «όλους μαζί» να «συμμετάσχουν» στην προσπάθεια «για μια ισχυρή Ελλάδα», αποφεύγοντας να μας πει πως θα οικοδομηθεί αυτή η «ισχυρή», δίκαιη, και ευημερούσα Ελλάδα, γιατί αυτό είναι τελικά το ζητούμενο κι εκεί διαφέρουν οι πολιτικές των κομμάτων. Οπως ο πατέρας του, ζητά με επιμονή τη «συμμετοχή» της κοινωνίας και επιζητά «διάλογο» μαζί της, ενώ αυτό που συχνά συμβαίνει είναι να επιφυλάσσεται στην κοινωνία ο ρόλος του χειροκροτητή σε σκηνοθετημένες περιοδείες.
Ενώ ο Ανδρεοπανανδρεϊκός λαϊκισμός βασιζόταν στην απευθείας επικοινωνία του Αρχηγού με τις μάζες, η επικοινωνιακή τακτική του Γ. Παπανδρέου βασίζεται σε προσεκτικά χορογραφημένες επαφές του με τους πολίτες, διαμεσολαβημένες από τα ΜΜΕ. Εδώ η Αμερικανική παιδεία του νέου προέδρου του ΠΑΣΟΚ είναι πολύτιμη. Είναι άνετος με τις κάμερες, φιλικός και προσιτός. Το ότι συχνά εκστομίζει ανούσιες κοινοτοπίες και δάνεια ιδεολογήματα είναι δευτερεύον – το πρωτεύον είναι να δημιουργήσει στον θεατή την εικόνα της οικειότητας. Στην τηλεοπτική δημοκρατία ο ηγέτης μπορεί να επικοινωνεί με τις μάζες χωρίς τη μεσολάβηση θεσμών και ο ρόλος του κόμματος είναι, κυρίως, να υποβοηθά τον ηγέτη του στα επικοινωνιακά του καθήκοντα, όχι να αποτελεί τον κύριο χώρο παραγωγής πολιτικής. Έτσι ο Γ. Παπανδρέου θα εκλεγεί στις 8/2/2004 όχι μόνον από τα μέλη του ΠΑΣΟΚ αλλά και από τους «φίλους» του κόμματος, κάτι παρόμοιο με τα primaries των Αμερικανικών κομμάτων.
Πίσω από την ευγενή επιδίωξη για τη συμμετοχή της κοινωνίας στα κομματικά δρώμενα ελλοχεύει ο κίνδυνος της αδιαμεσολάβητης δημοκρατίας και της συνακόλουθης παράκαμψης των θεσμών. Η αδιαμεσολάβητη δημοκρατία είναι επικίνδυνη διότι οι απόψεις των πολλών δεν διηθούνται από τους θεσμούς (κάτι που τόνιζε με επιμονή ο Μάντισον στις σχετικές συζητήσεις για το Αμερικανικό σύνταγμα τον 18ο αιώνα) και οι ηγέτες που απλώς «μεταφέρουν» τις απόψεις της κοινωνίας παραιτούνται από την παιδαγωγική τους λειτουργία και αποποιούνται, σε τελική ανάλυση, τον ηγετικό τους ρόλο έναντι της κοινωνίας. Η σύγχρονη μορφή του λαϊκισμού τείνει να παρακάμπτει τους θεσμούς όπως και η παλαιά μορφή, αλλά, σε συνθήκες εκτεταμένης «μεσοποίησης», το κάνει πολύ πιο εύκολα και μάλιστα με το μανδύα της άμεσης λαϊκής ετυμηγορίας. Οι πολιτικοί ακροώνται απλώς την κοινωνία, δεν είναι επιφορτισμένοι με την παραγωγή πολιτικής για να εγκριθεί από την κοινωνία.
Η συμμετοχική δημοκρατία που κατά κόρον επικαλείται ο Γ. Παπανδρέου είναι ένα δάνειο ιδεολόγημα που αποκρύπτει τα πραγματικά προβλήματα της χώρας σήμερα. Το αίτημα της ουσιαστικής συμμετοχής έχει νόημα στις ώριμες δημοκρατίες με εκτεταμένη κοινωνία πολιτών και υψηλό βαθμό αυτο-οργάνωσης. Τα δικά μας πολιτικά προβλήματα είναι βαθύτερα από ότι αυτά των ώριμων δημοκρατιών κι έχουν να κάνουν με τη σωστή λειτουργία των θεσμών, όχι με την παράκαμψή τους.
Αν ο δημόσιος βίος μας έχει τα χάλια που έχει αυτό δεν οφείλεται τόσο στην έλλειψη λαϊκής συμμετοχής, όσο στην κακή λειτουργία των θεσμών, που σε μεγάλο βαθμό απορρέει από τη διαφθορά, την χρόνια κομματικοποίηση τους κράτους, την πολιτική πόλωση, την κακή οργάνωση, και την ιστορικά εμπεδωμένη καχυποψία κράτους-πολίτη. Η «λαϊκή συμμετοχή» από μόνη της δεν θα λύσει τα προβλήματα αυτά αλλά θα τα μεγεθύνει, όπως ακριβώς συνέβη με τις διαβόητες «κοινωνικοποιήσεις» του κ. Αρσένη στη δεκαετία του 1980, τη συμμετοχή συνδικαλιστών στη διοίκηση διαφόρων ΔΕΚΟ σήμερα, και τη μεταφορά αρμοδιοτήτων από το κεντρικό κράτος σε βαθμίδες της τοπικής αυτοδιοίκησης. Σε μια χώρα με ανώριμους θεσμούς η «λαϊκή συμμετοχή» διευρύνει και μεταφέρει τα προβλήματα σε διαφορετικά επίπεδα, δεν τα επιλύει αναγκαστικά.
Το ζητούμενο του ελληνικού εκσυγχρονισμού ήταν και παραμένει η σωστή λειτουργία των θεσμών. Ο κ. Σημίτης το κατάλαβε αυτό κι έκανε μερικά σημαντικά πράγματα να το υλοποιήσει, αν και θα μπορούσε να κάνει πολύ περισσότερα. Αν και η επιδίωξη του νέου ηγέτη του ΠΑΣΟΚ να σηματοδοτήσει ένα νέο ξεκίνημα για το κόμμα του είναι θεμιτή, δεν πρέπει να λησμονεί ότι, αργά ή γρήγορα, θα κληθεί να αντιμετωπίσει τα ίδια «κακούργα προβλήματα» όπως ο προκάτοχός του. Από τις επιλογές που θα κάνει θα εξαρτηθεί αν θα εξελιχθεί σε έναν πολιτικό με το μάτι στραμμένο στην τηλεόραση ή σε έναν ηγέτη που έχει την προσοχή του στραμμένη στο δημόσιο συμφέρον.
Δημοσιεύθηκε στον Οικονομικό Ταχυδρόμο, 15 Ιανουαρίου 2004
Ο Ηγέτης, το κόμμα και οι «φίλοι»
Σε μια συνέντευξή του τη δεκαετία του 1980, ο Κορνήλιος Καστοριάδης χαρακτήρισε την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα ως «προ-πολιτική». Η έκφραση είναι εύστοχη και διαφωτιστική. Η πολιτική, ήδη από την εποχή του αρχαίας Αθηναϊκής Δημοκρατίας, λέει ο Καστοριάδης, είναι η έλλογη διαχείριση των κοινών ή, κατά την έκφραση του ίδιου του Καστοριάδη, «η βουλευμένη και διαυγασμένη δραστηριότητα που έχει για αντικείμενό της την ρητή θέσμιση της κοινωνίας και την λειτουργία της ως νόμου, δίκης και τέλους, ως νομοθεσίας, δικαιοσύνης και κυβέρνησης, εν όψει των κοινών σκοπών και των κοινών έργων που βουλευμένα η κοινωνία στοχάζεται και στοχεύει» (βλ. «Εξουσία, πολιτική, αυτονομία», στο Κ. Καστοριάδης, Οι Ομιλίες στην Ελλάδα, Υψιλον, σ.76). Αν υιοθετήσουμε αυτή την αντίληψη περί πολιτικής, τότε έχουμε σοβαρούς λόγους να θεωρούμε ότι οι πρόσφατες εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ (και, εξ αντανακλάσεως, στην πολιτική μας ζωή) δείχνουν ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται σε ένα «προ-πολιτικό» στάδιο.
Η πολιτική είναι έλλογη συλλογική δραστηριότητα για τη θέσμιση της κοινωνίας – τι θεσμούς πρέπει να έχουμε, τι νόμους θεωρούμε σωστούς να επιβάλλουμε στον εαυτό μας, τι κοινούς σκοπούς επιδιώκουμε. Δίχως διαβούλευση η έκφραση της συλλογικής βούλησης είναι λειψή (θυμούνται άραγε οι υποψήφιοι στις εκλογές ότι είναι υποψήφιοι για τη Βουλή των Ελλήνων;)· δίχως στοχασμό οι αποφάσεις μας δεν είναι διαυγασμένες (στερούνται θεωρίας)· δίχως προγραμματικό λόγο οι πολιτικές προτιμήσεις μας είναι περισσότερο επιλογές από τιμοκατάλογο εστιατορίου παρά έλλογες επιλογές («κατά τον ορθόν λόγον»). Μια πολιτική δραστηριότητα είναι, κατά συνέπεια, «προ-πολιτική» όταν δεν είναι έλλογη ή, για το πω διαφορετικά, όταν δεν θέτει ρητά κοινούς σκοπούς που η πόλις καλείται να υιοθετήσει, προτείνοντας τρόπους για την επίτευξή τους· όταν δεν αναφέρεται σε προγραμματικές αρχές αλλά είναι κυρίως περσοναλιστική· κι όταν διέπεται περισσότερο από στρατηγικό καιροσκοπισμό και λιγότερο από ρητές δεσμεύσεις.
Η εκλογή του Γ. Παπανδρέου στο αξίωμα του προέδρου του ΠΑΣΟΚ από μια ακαθόριστη μάζα μελών και «φίλων» είναι δείγμα προ-πολιτικής πρακτικής. Η ιδιότητα του «φίλου» δεν προϋποθέτει, κατ΄ αρχήν, έλλογη προσχώρηση σε ένα κόμμα, αλλά υποδηλώνει πρωτίστως συναισθηματική σχέση μαζί του. Όπως από τους «Φίλους της Χάρλεϋ Ντάβιντσον» δεν αναμένουμε μια έλλογη εξήγηση γιατί αγαπούν τόσο πολύ τις ομώνυμες μηχανές (η επιλογή τους έχει να κάνει με κοινά ενδιαφέροντα, συναισθηματική ταύτιση με το αντικείμενο του πόθου, και λαϊφ στάϊλ), έτσι κι από τους φίλους του ΠΑΣΟΚ δεν περιμένουμε να μας εξηγήσουν γιατί είναι «φίλοι». Αν ήθελαν να επεξεργασθούν και να προωθήσουν συγκεκριμένες πολιτικές απόψεις θα μπορούσαν, σε συνθήκες πολιτικής ελευθερίας, να γίνουν μέλη, δεν θα παρέμεναν «φίλοι».
Το να προσχωρείς σε ένα κόμμα είναι μια, κατ΄ αρχήν, έλλογη επιλογή και ως τέτοια κρίνεται. Προϋποθέτει ένα στοχαστικό άτομο, με συγκεκριμένες αξίες και απόψεις για τους σκοπούς και τη συγκρότηση των θεσμών, το οποίο διαβουλεύεται με τους ομοίως σκεπτόμενους για την περαιτέρω επεξεργασία και την αποτελεσματικότερη προώθηση των ιδεών τους. Στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας τα κόμματα καταθέτουν τις προτάσεις τους για την καλύτερη διαχείριση των κοινών προκειμένου να κριθούν από το εκλογικό σώμα. Οι προτάσεις αυτές εδράζονται σε ένα αξιακό υπόβαθρο που συνέχει τα μέλη ενός κόμματος και προκύπτουν, κατ΄ αρχήν, μετά από διαδικασίες εσωκομματικής διαβούλευσης. Δείτε τις μακρές εσωκομματικές διαδικασίες στο Βρετανικό Εργατικό Κόμμα και το Γερμανικό SPD και θα καταλάβετε τι σημαίνει διαβούλευση για την άρθρωση προγραμματικού λόγου. Οι κομματικοί «φίλοι», όμως, παραμένουν συνειδητά έξω από αυτή τη διαδικασία, όπως οι «Φίλοι της Χάρλευ Ντάβιντσον» δεν μετέχουν στη διαδικασία παραγωγής του ομώνυμου προϊόντος.
Με λίγα λόγια, το να είσαι «φίλος» ενός κόμματος σημαίνει ότι δεν επιθυμείς να μετέχεις στη διαδικασία επεξεργασίας πολιτικής του κόμματός σου, αλλά ότι αρκείσαι στην εκλογική, ηθική και, πιθανώς οικονομική, υποστήριξή του. Είναι κατά συνέπεια λογικό να μη συμμετέχεις και στην εκλογή ηγέτη του κόμματος που συμπαθείς (η σημαντικότερη ίσως απόφαση που παίρνει ένα κόμμα), αν εκλάβουμε την εκλογή ηγέτη ως μια έλλογη διαδικασία συζήτησης του προγραμματικού λόγου των υποψηφίων κι όχι ως επιλογή καλλιστείων.
Μπορεί βέβαια να αντιλεχθεί ότι οι σύγχρονες τεχνολογίες επικοινωνίας επιτρέπουν και στα μη μέλη να μετέχουν στη σχετική διαδικασία. Αν και τεχνικά αυτό είναι εφικτό, πολιτικά δεν είναι σώφρων. Τούτο διότι η συμμετοχή μη μελών στη λήψη της απόφασης για το ποιος θα ηγηθεί του κόμματος συγχέει την αποφασιστική (decisional) με την πληροφοριακή (informational) διάσταση, και αποδυναμώνει τη δυνατότητα διαυγούς αυτοκατανόησης και λογοδοσίας του κόμματος ως συλλογικού υποκειμένου.
Το κόμμα, και κάθε οργάνωση γενικότερα, χαρακτηρίζεται από οιονεί-σταθερά όρια, τα οποία του προσδίδουν μια διακριτή ταυτότητα και συνοχή. Στο μέτρο που μια οργάνωση είναι ένα συλλογικό υποκείμενο το οποίο λαμβάνει αποφάσεις, πρέπει να έχει οιονεί-σταθερά κριτήρια με τα οποία αυτοκατανοείται, συγκροτείται, και με τα οποία κρίνεται και λογοδοτεί. Βεβαίως στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, η πληροφοριακή διάσταση είναι σημαντική. Η οργάνωση μπορεί να συμβουλεύεται οποιαδήποτε εξωτερική ομάδα θεωρεί σημαντική, πλην όμως η οργάνωση δεν μπορεί να εκχωρήσει τη λήψη της απόφασης σε άλλους, αν δεν θέλει να αυτοκαταργηθεί.
Όταν οι «φίλοι» του ΠΑΣΟΚ είναι, εν δυνάμει, το σύνολο του εκλογικού σώματος της χώρας, τότε τι ακριβώς είναι το ΠΑΣΟΚ; Ποια είναι τα διακριτά στοιχεία του; Τι συνιστά την ταυτότητά του με βάση την οποία παράγει πολιτική; Ένα «ανοιχτό» κόμμα δεν είναι χύμα (το κόμμα δεν είναι το σύνολο του εκλογικού σώματος), ο δήμος δεν είναι μάζα, η πόλις δεν είναι ελεύθερη κατασκήνωση. Οι πολιτικές οργανώσεις οφείλουν να έχουν έναν σχετικά οριοθετημένο χαρακτήρα (να ορίζουν δηλαδή ποιος είναι μέλος και ποιος όχι, και με τι κριτήρια), να συντηρούν τη διάκριση «εσωτερικό»-«εξωτερικό» (να διαφοροποιούνται δηλαδή από το περιβάλλον τους), προκειμένου να διατηρούν την ταυτότητά τους, και να είναι σε θέση να λογοδοτούν για τις αποφάσεις τους.
Το άνοιγμα της κομματικής οργάνωσης που προωθεί ο κ. Παπανδρέου υπονομεύει τη διάκριση «οργάνωση»-«περιβάλλον», αδυνατίζει το κόμμα ως διακριτό χώρο επεξεργασίας πολιτικής και λήψης αποφάσεων (το νέο Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ εξέλεξαν ουσιαστικά τα μη μέλη – οκτακόσιες χιλιάδες τον αριθμό έναντι διακοσίων χιλιάδων περίπου των μελών) και θα οδηγήσει στο μαρασμό της οργάνωσης. Η οργάνωση, κάθε οργάνωση, υφίσταται ως τέτοια στο μέτρο που διαφοροποιείται από το περιβάλλον της. Όταν τα όρια οργάνωσης-περιβάλλοντος γίνουν πέραν του δέοντος διαπερατά, το περιβάλλον καταπίνει την οργάνωση, αφού δεν υφίσταται πλέον κριτήριο διαφοροποίησης – η πληροφοριακή διάσταση εκτοπίζει την αποφασιστική.
Υποθέτω, βέβαια, ότι κάτι τέτοιο όχι μόνον δεν ενοχλεί ιδιαίτερα το νέο Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, αλλά, αντιθέτως, το επιζητά, δεδομένου ότι αναδεικνύει τον ίδιο ως το σταθερό σημείο λήψης αποφάσεων έναντι της απροσδιόριστης μάζας που τον ανέδειξε. Η απροσδιοριστία των εκλογέων του, του επιτρέπει να επικοινωνεί μαζί τους με έναν ασαφή, συγκινησιακό και, τελικά, απολιτικό λόγο. Ο νέος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δεν δεσμεύθηκε ρητώς και δημοσίως για τίποτα – δεν εξήγησε σε αυτούς που τον εξέλεξαν (και δι αυτών σε όλους εμάς) τι είδους «ανατροπή» θα επιδιώξει στο κόμμα του, ούτε τι πρεσβεύει σχετικά με μια πλειάδα θεμάτων που απασχολούν τη χώρα. Δεν πάσχισε να διεξαγάγει μια έλλογη εσωκομματική καμπάνια για την εκλογή του, εξηγώντας τις προγραμματικές θέσεις του, αλλά προτίμησε την κατασκευή σκηνοθετημένων τηλεγεγονότων απευθυνόμενος στο θυμικό των «φίλων» του κόμματός του. Το γεγονός ότι δεν είχε αντίπαλο στις εσωκομματικές εκλογές αναμφίβολα επέτεινε την αοριστία του λόγου του.
Ψηφίζοντας, όμως, το Γ. Παπανδρέου για Πρόεδρο, τι ακριβώς ψήφιζαν οι εκλογείς του; Μάλλον τίποτα περισσότερο από το να εκφράσουν την άμορφη επιθυμία να δουν τα πράγματα να «αλλάζουν» (προς τα πού; πως;), ή απλώς εξέφρασαν μια άλογη εμπιστοσύνη στο «Γιώργο μας». Ο νέος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ εξελέγη χωρίς καμιά, έστω και υποτυπώδη, διαδικασία εσωκομματικής διαβούλευσης – το γεγονός ότι στο συνέδριο του κόμματός του ήταν μόνον τρεις ομιλητές (οι αναμενόμενοι τρεις - ο απερχόμενος πρόεδρος, ο γραμματέας και ο μοναδικός υποψήφιος πρόεδρος) έχει συμβολική σημασία. Το κόμμα συντάσσεται πίσω από συγκινησιακώς σημαντικά πρόσωπα, όχι πίσω από προγράμματα. Οι διαδικασίες είναι για το θεαθήναι, δεν έχουν ουσία.
Με την εκλογή του νέου του αρχηγού, το ΠΑΣΟΚ επιβεβαίωσε την ιστορικά κινηματική συμπεριφορά του – την αξιόλογη όντως ικανότητά του να συγκινεί και να κινητοποιεί τις μάζες. Η ιδιότυπη εκλογή του ηγέτη του αναβαθμίζει, σε συνθήκες τηλεδημοκρατίας, τον κινηματικό του χαρακτήρα, αντί να τον μεταλλάσσει σε ένα κόμμα-θεσμό. Αντί το χρονίως δυσλειτουργικό κόμμα να μπολιαστεί με σύγχρονο προγραμματικό λόγο και μη προσωποκεντρικές λειτουργίες, αναπλάθει τον εαυτό του ως κίνημα-όχημα για τη σκηνοθετημένη επικοινωνία του αρχηγού με τη βάση. Το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα αρνείται να γίνει Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κόμμα – το άμορφο κίνημα έχει πάντοτε προτεραιότητα έναντι του κόμματος-θεσμού.
Το ΠΑΣΟΚ αρνείται να ενηλικιωθεί και φαντασιώνεται το χρυσό παρελθόν του με έναν Παπανδρέου επικεφαλής. Κι ο νέος ηγέτης του, αντί να ωθήσει το κόμμα του να υιοθετήσει έναν έλλογο τρόπο λειτουργίας, επέλεξε να το παρακάμψει. Η δική του φαντασίωση είναι αυτή από την οποία πάσχουν πολλοί homo gubernators: να νομίζει ότι αυτός (και το στενό του επιτελείο), ως άλλος Ηρακλής, θα καθαρίσει την κόπρο του Αυγείου. Η ηγετική αυταπάτη συνίσταται στο ότι συχνά υπερτιμά τις δυνατότητες του ηγέτη: παραβλέπει ότι δίχως τη σωστή λειτουργία των θεσμών είναι αδύνατον να λειτουργήσει με διάρκεια και συνέπεια ένα συλλογικός οργανισμός, είτε αυτό είναι κόμμα, πόσο δε περισσότερο μια σύγχρονη κοινωνία. Οι κινηματικοί ηγέτες είναι απαραίτητοι σε συνθήκες ρευστών οργανωτικών σχημάτων, καυτών κοινωνικών προβλημάτων, και στοχεύουν στην επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Σε συνθήκες πολιτικής ομαλότητας και κοινωνικής πολυπλοκότητας, όπως συνήθως συμβαίνει στις σύγχρονες κοινωνίες, ο ευφυής ηγέτης δεν είναι αυτός που παρακάμπτει τους θεσμούς αλλά αυτός που τους ενισχύει – μόνον έτσι προσδίδει διάρκεια στο κοινωνικό σύστημα του οποίου ηγείται, διάρκεια η οποία υπερβαίνει τη φυσική του παρουσία.
Η εκλογή του νέου Προέδρου από το «λαό» και όχι από συντεταγμένο εκλογικό σώμα, αναγορεύει τον ηγέτη σε ηγεμόνα - στο μοναδικό «θεσμό» που παράγει πολιτική. Η αλαλία στελεχών του ΠΑΣΟΚ σε σχέση με κρίσιμες επιλογές του αρχηγού είναι ενδεικτική. Για να είμαστε δίκαιοι, στον κ. Παπανδρέου πρέπει να του αναγνωρισθεί η συνέπεια: ήταν λ.χ. ανέκαθεν υπέρ της εκλογής του προέδρου του κόμματός του από τη βάση και ήταν υπέρ της δημιουργίας μη κρατικών πανεπιστημίων. Και στα δύο θέματα, όμως, το κόμμα του είχε αντίθετη άποψη – είχε απορρίψει στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν και τις δύο προτάσεις του στα κομματικά όργανα. Σήμερα το ίδιο το κόμμα του εμφανίζεται να τις αποδέχεται.
Μη φανταστείτε ότι προηγήθηκε κάποια συλλογική διαβούλευση· όχι, το κόμμα απλώς υλοποιεί τις επιθυμίες του Ηγέτη. Προσπερνώ τη γελοιότητα του πράγματος, όπου πρωτοκλασάτα στελέχη προπαγανδίζουν τώρα αυτά που μετά βδελυγμίας απέρριπταν πριν από λίγα μόλις χρόνια, για να επισημάνω ότι κάτι τέτοιο είναι λογικό επακολούθημα της περιθωριοποίησης του κόμματος ως μηχανισμού παραγωγής πολιτικής. Τι είδους αξιοπιστία διαθέτει αυτός ο οργανισμός όταν εμφανίζεται να κάνει σημαντικές, ανεπαρκώς αιτιολογημένες, στροφές στην πολιτική του; Γιατί να μην αλλάξει άποψη και σε άλλα θέματα αύριο (π.χ. ασφαλιστικό) αν κρίνει ο ηγέτης του ότι αυτό τον εξυπηρετεί; Γιατί να εμπιστευθούν οι πολίτες ένα πολιτικά ασπόνδυλο μόρφωμα που άγεται και φέρεται από τον επικεφαλής του;
Η πολιτική έχει ανάγκη από διακριτά πολιτικά υποκείμενα, από στοχασμό, και συλλογική διαβούλευση. Διαφορετικά γίνεται μια ακόμα καταναλωτική δραστηριότητα ή εκπίπτει σε έναν πρωτόγονο λαϊκισμό. Είναι λυπηρό να βλέπει κανείς ένα κόμμα που αυτοχαρακτηρίζεται σοσιαλδημοκρατικό να έχει ελάχιστη σχέση με τις καλύτερες παραδόσεις της Ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Δημοσιεύθηκε στον Οικονομικό Ταχυδρόμο, 4 Μαρτίου 2004
Θα τολμήσει το ΠΑΣΟΚ;
Το Φλεβάρη του1998 η κυβέρνηση Σημίτη έφερε στη Βουλή μια τροπολογία, η οποία της επέτρεπε να παρεμβαίνει νομοθετικά στις εργασιακές σχέσεις σε τέσσερις ζημιογόνες ΔΕΚΟ. Με τη συνήθη κατεδαφιστική ρητορική του, ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ. Καραμανλής απέρριψε πάραυτα την τροπολογία και κάλεσε την κυβέρνηση να προβεί σε «μια συνολική και ολοκληρωμένη αντιμετώπιση των προβλημάτων των ΔΕΚΟ» («Νέα», 2/2/1998).
Η αξιωματική αντιπολίτευση αρνήθηκε τότε να υποστηρίξει μια ορθή νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης γιατί, καιροσκοπικά σκεπτόμενη, θεώρησε ότι η «σωστή» αντιπολίτευση επιβάλλει την άρνηση σε ό,τι κάνει η κυβέρνηση, ακόμη κι αν αυτά που κάνει και συνάδουν με το δικό της πολιτικό στίγμα και προάγουν το δημόσιο συμφέρον. Το ρητορικό τέχνασμα είναι παλαιόθεν γνωστό: αρνείσαι το επιμέρους στο όνομα του συνόλου· καταδικάζεις τη συγκεκριμένη ρύθμιση (με την πολιτική φιλοσοφία της οποίας κατά βάση συμφωνείς), ζητώντας με αφηρημένο τρόπο μια «άλλη», «συνολική», ή «καλύτερη» μεταρρύθμιση.
Τα χρόνια πέρσαν, οι ρόλοι άλλαξαν. Αν και είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τι ακριβώς φρονεί η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση για την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων στον ΟΤΕ και ιδιαίτερα την κατάργηση της μονιμότητας, εν τούτοις, ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ καταδίκασε την «προσπάθεια για την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων» (“Νέα”, 1/6/2005) και ζήτησε αφηρημένα οι όποιες μεταρρυθμίσεις «να γίνουν με γνώμονα την ανταγωνιστικότητα και την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων» («Ελευθεροτυπία», 1/6/2005). Πάλι, δηλαδή, η επίκληση μιας ασαφούς, μελλοντικής μεταρρύθμισης χρησιμοποιείται για να απορριφθεί η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση, με όποιες ατέλειες κι αν έχει.
Το πρόβλημα με τα δύο κόμματα εξουσίας είναι ακριβώς αυτό: είναι δέσμια μιας καιροσκοπικής πολιτικής νοοτροπίας, η οποία τα ωθεί να στην τυφλή αντιπολίτευση αδιαφορώντας για την κοπιώδη εναρμόνιση των επιλογών τους με τις αρχές τους. Ποιος πειστικός λόγος υπαγορεύει σε ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκράτη να υπερασπίζεται λ.χ. τη μονιμότητα των υπαλλήλων μιας επιχείρησης εισηγμένης στο χρηματιστήριο, η οποία λειτουργεί σε μια άκρως ανταγωνιστική αγορά; Με ποιο ορθολογικό σκεπτικό, στην οικονομία της αγοράς, μια τάξη υπαλλήλων απολαμβάνει πολιτικώς καθορισμένα προνόμια, τα οποία δυσκολεύουν την προσαρμογή της επιχείρησης στα δεδομένα της αγοράς; Και πως θα κυβερνήσει αύριο το ΠΑΣΟΚ όταν οι επιλογές του σήμερα υπαγορεύονται περισσότερο από καιροσκοπικούς υπολογισμούς ή παγιωμένα κρατικιστικά ανακλαστικά και λιγότερο από τη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατική αντίληψη που διατύπωσε στο πρόσφατο συνέδριό του; Δεν του λέει τίποτα η σημερινή δυσκολία του κ. Καραμανλή να κυβερνήσει, στο μέτρο που δυσκολεύεται να συμφιλιώσει τις τωρινές πολιτικές του επιλογές με τον χθεσινό αντιπολιτευτικό του λόγο;
Στη δημοκρατία ό,τι λες σήμερα, θα το βρεις μπροστά σου αύριο· οι πολιτικές σου επιλογές οφείλουν να είναι, σε γενικές γραμμές, η λογική απόληξη των ιδεολογικών σου αρχών. Η οικονομία της αγοράς είναι μια αέναη διαδικασία δημιουργικής καταστροφής. Αν αποδεχθείς την αγορά, τότε πρέπει να αποδεχθείς την αλλαγή που εγγενώς υπάρχει σε ένα τέτοιο οικονομικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένης της εργασιακής κινητικότητας, διαφορετικά καταδικάζεις την οικονομία σε δυσπραγία. Αν δεν κατανοήσεις ότι το διευθυντικό δικαίωμα δεν αποτελεί μια σαδιστική απαίτηση των μάνατζερ, αλλά είναι ένα εργαλείο για να λαμβάνονται αποφάσεις και να προσαρμόζεται γρήγορα η επιχείρηση σε διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες, τότε δημιουργείς προβληματικές επιχειρήσεις.
Για ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκράτη, η πώληση της Ολυμπιακής, η κατάργηση της μονιμότητας στις ΔΕΚΟ και οι ιδιωτικοποιήσεις αυτές καθαυτές δεν είναι πρόβλημα. Για τον απλούστατο λόγο ότι ο σύγχρονος σοσιαλδημοκράτης δεν αμφισβητεί την οικονομία της αγοράς (το αφήνει αυτό στα διάφορα παλαιοαριστερά απολιθώματα)· γνωρίζει ότι το κράτος, στην Ελλάδα τουλάχιστον, δεν είναι καλός επιχειρηματίας, ότι μια επιχείρηση πρέπει να είναι ευπροσάρμοστη, κι ότι η οικονομία της αγοράς είναι η μόνη που μπορεί να παράγει πλούτο. Εκείνα στα οποία επιμένει είναι οι συνθήκες υπό τις οποίες παράγεται ο πλούτος και πως διανέμεται. Αυτό δεν κάνουν οι Σκανδιναβοί;
Η κυβέρνηση Καραμανλή παρέχει στην κεντροαριστερά άφθονα θέματα για κριτική και αντιπολίτευση βάσει αρχών. Η κατάργηση της μονιμότητας στις ΔΕΚΟ δεν είναι ένα από αυτά. Αν το ΠΑΣΟΚ εγκατέλειψε τον κρατισμό, όπως συχνά διακηρύσσει ο ηγέτης του, έχει μια ευκαιρία να το αποδείξει στο θέμα των εργασιακών σχέσεων στις ΔΕΚΟ. Κι έχει επίσης μια ευκαιρία να ενισχύσει την αντιπολιτευτική του σοβαρότητα αποδεχόμενο τα όποια καλά κάνει αυτή η κυβέρνηση, πιέζοντάς την να τα κάνει καλύτερα. Η αντιπολίτευση βάσει αρχών παρέχει μακροπρόθεσμα πλεονεκτήματα: αφενός μεν βγάζει τη χώρα από το φαύλο κύκλο του στείρου αρνητισμού, ο οποίος συντηρεί μόνον τον κομματικό φανατισμό χωρίς να λύνει προβλήματα, αφετέρου δε χτίζει τα θεμέλια για μια μελλοντική αξιόπιστη διακυβέρνηση. Τέτοια αντιπολίτευση απέφυγε να κάνει ο κ.Καραμανλής. Δεν είναι απαραίτητο να τον μιμηθεί ο κ. Παπανδρέου.
Δημοσιεύθηκε στο Βήμα, 8 Ιουνίου 2005
Οι νεοφιλελεύθεροι “εισοδιστές”
Στη δεκαετία του 1980 το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα ταλαιπωρήθηκε ιδιαίτερα από την τροτσκιστική τάση «Μίλιταντ». Οι τροτσκιστές επεδίωκαν να διεισδύσουν στο Εργατικό Κόμμα με σκοπό να το αλλάξουν εκ των ένδον. Αυτή η πρακτική, γνωστή ως «εισοδισμός», έλαβε χώρα και στο πρώιμο ΠΑΣΟΚ. Διάφορες τροτσκιστικές ομάδες παρεισέφρησαν στο νεότευκτο τότε κίνημα, ενθαρρυμένες από την έκκληση του Ανδρέα Παπανδρέου για «αυτο-οργάνωση», με σκοπό να το στρέψουν σε πιο «επαναστατικές» κατευθύνσεις. Ευτυχώς για το Εργατικό Κόμμα και το ΠΑΣΟΚ οι εισοδιστές απέτυχαν.
Η ιστορία όμως έχει συχνά την περίεργη συνήθεια να κάνει κύκλους. Οι νέοι “εισοδιστές” στο ΠΑΣΟΚ δεν είναι πλέον οι τροτσκιστές, αλλά οι νεοφιλελεύθεροι. Όχι όλοι οι νεοφιλελεύθεροι, βέβαια. Για τους περισσότερους η Νέα Δημοκρατία παραμένει, ορθά, ο φυσικός τους χώρος. Ο κ. Στέφανος Μάνος και ο κ. Ανδρέας Ανδριανόπουλος είναι ξεχωριστές περιπτώσεις νεοφιλελεύθερων. Όχι μόνο γιατί πρόκειται για ανθρώπους συγκροτημένους, με συνεπές και ευδιάκριτο ιδεολογικό στίγμα, αλλά γιατί θεώρησαν ότι η αποτελεσματικότερη μορφή προώθησης των ιδεών τους ήταν η εκλογική συνεργασία τους με το ΠΑΣΟΚ. Είναι αλήθεια ότι δεν έχουν την αφέλεια των τροτσκιστών να θέλουν να αλλάξουν ένα σοσιαλιστικό κόμμα εκ των ένδον, αλλά μιλούν περισσότερο για «όσμωση» ιδεών μεταξύ φιλελεύθερου και σοσιαλδημοκρατικού χώρου. Η συνεργασία τους με το ΠΑΣΟΚ δεν θα ήταν εφικτή αν δεν συνέτρεχαν δύο προϋποθέσεις: αν η πολιτική μας ζωή δεν ήταν τόσο ρηχή και αρχηγοκεντρική· κι αν το ΠΑΣΟΚ δεν είχε επινοήσει το ιδεολόγημα του «ανοιχτού κόμματος». Με τη δεύτερη προϋπόθεση ασχολήθηκα στο παρελθόν, όταν πρωτοδιατυπώθηκε η άποψη για το «ανοιχτό κόμμα» (βλ. Χ. Τσούκας, «Ο Ηγέτης, το κόμμα και οι ‘φίλοι’», Οικονομικός Ταχυδρόμος, 4/3/2004). Στο σημερινό άρθρο θα ασχοληθώ με την πρώτη προϋπόθεση.
Ένα μεγάλο κόμμα είναι, κατ΄ αρχήν, μέρος μιας ιδεολογικοπολιτικής παράδοσης, η οποία συγκροτείται από ένα πλέγμα αντιλήψεων και αξιών σχετικά με το τι συνιστά την κοινωνία. Οι εκάστοτε πολιτικές του επιλογές διαφέρουν, βεβαίως, ανάλογα με τη συγκυρία, πλην όμως πηγάζουν από ένα ευδιάκριτο αξιακό υπόβαθρο.
Δείτε π.χ. τη Βρετανία. Για τους Εργατικούς η αξία της κοινωνικής αλληλεγγύης αποτελεί κατευθυντήριο οδηγό για τις πολιτικές τους. Η αναδιανομή του εισοδήματος μέσα από την ενίσχυση κυρίως του κράτους πρόνοιας και η γενικότερη προάσπιση της δημόσιας σφαίρας, μέσα κυρίως από τη δημόσια χρηματοδότηση δημόσιων θεσμών, απορρέουν από τη θεμελιώδη πεποίθηση ότι η κοινωνία είναι κάτι πέρα και πάνω από τα άτομα. Για τους νεοφιλελεύθερους Συντηρητικούς, αντιθέτως, δεν υπάρχει κοινωνία (κατά τη γνωστή ρήση της κυρίας Θάτσερ) παρά μόνον άτομα. Οι δημόσιες πολιτικές πρέπει να αποσκοπούν στη μεγιστοποίηση των ατομικών επιλογών, εξού και η νεοφιλελεύθερη μονομανία με τη χαμηλή φορολογία. Τα άτομα είναι τα μόνα κυρίαρχα όντα που μπορούν να παίρνουν αποφάσεις και ο ρόλος της κυβέρνησης είναι να απομακρύνει τα πιθανά εμπόδια.
Αν δει κανείς την πολιτική ζωή με όρους ιδεολογικοπολιτικής παράδοσης, τότε αντιλαμβάνεται ότι η συνεργασία ενός πολιτικού με ένα αντίπαλο κόμμα δεν είναι τόσο εύκολη, όσο μια ποδοσφαιρική μετεγγραφή. Ο κ. Ανδριανόπουλος δεν έκρυψε ποτέ την απέχθειά του για το κράτος και τη φορολογία, τα βασικότερα δηλαδή εργαλεία δημόσιας πολιτικής για τους σοσιαλδημοκράτες. «Κατά την άποψή μου», παρατηρεί ο κ. Ανδριανόπουλος, «οι φόροι δεν είναι παρά άδικη και παράλογη επιδρομή εναντίον του εισοδήματος των πολιτών. Αποτελούν ουσιαστικά κλοπή της περιουσίας τους»! (3/4/2005, «Πρώτο Θέμα»). Πως αυτές οι αναρχοκαπιταλιστικές αντιλήψεις μπορούν να γίνουν αντικείμενο «όσμωσης» με τις κοινωνιστικές αξίες που αποτελούν τη βάση ενός σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, είναι κάτι που θα περιμένουμε, με ανυπομονησία, την κυρία Ξενογιαννακοπούλου να μας το εξηγήσει.
Οι πολιτικοί που αντιλαμβάνονται την πολιτική με όρους ιδεολογικοπολιτικής παράδοσης είναι διστακτικοί στο να συνεργασθούν με τους ιδεολογικούς τους αντιπάλους, για το λόγο ότι ξέρουν πως θα δυσκολευτούν να εντάξουν τη νέα πολιτική τους συμπεριφορά σε μια εύλογη αφήγηση. Παράδοση και αφήγηση πάνε μαζί. Το να αισθάνεσαι μέρος μιας πολιτικής παράδοσης σημαίνει ότι μετέχεις στις αφηγήσεις της – στον διαχρονικό προβληματισμό της για τις αξίες που συνέχουν την παράδοση. Μια πολιτική πράξη καθίσταται κατανοητή στο μέτρο που εντάσσεται σε μια αφήγηση. Αν, όπως λέει ο Αλασντερ Μάκινταϊρ, εκεί που διδάσκω φιλοσοφία αρχίσω ξαφνικά να σπάω αυγά, η πράξη μου αυτή θα είναι ακατανόητη για το λόγο ότι δεν μπορεί να ενταχθεί σε μια σχετική αφήγηση για το τι κάνω. Μόνο στο μέτρο που διατυπωθεί μια αφήγηση μπορώ να είμαι υπόλογος για την πράξη μου. Παράδοση, αφήγηση και λογοδοσία πάνε πακέτο.
Η αφήγηση και η λογοδοσία λείπουν από το νεοφιλελεύθερο «εισοδισμό». Οι κ.κ. Μάνος και Ανδριανόπουλος δυσκολεύονται να επινοήσουν μια αφήγηση η οποία θα καθιστούσε το εγχείρημά τους κατανοητό. Όχι μόνο δεν αναφέρονται καν στην ιδεολογικοπολιτική παράδοση του ΠΑΣΟΚ, προς την οποία αντιπαρατέθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού τους βίου, αλλά τονίζουν με κάθε ευκαιρία ότι «δεν είναι ΠΑΣΟΚ». Σε αντεστραμμένη μορφή, το ίδιο ακριβώς πράττει και το ΠΑΣΟΚ. Ο κύριος λόγος που επικαλούνται για τη συνεργασία τους οι δύο πολιτικοί είναι η ύπαρξη του κ. Γ. Παπανδρέου στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, και το καινούριο που αυτός φέρεται να κομίζει στην πολιτική ζωή. Με τον τρόπο αυτό οι νεωτεριστές κκ. Μάνος και Ανδριανόπουλος διαιωνίζουν το παλαιότερο ίσως μοτίβο της νεοελληνικής πολιτικής ζωής: τον αρχηγοκεντρικό χαρακτήρα των κομμάτων. Από τον κ. Παπανδρέου χρίστηκαν βουλευτές, σε αυτόν μόνο δίνουν λόγο· κόμματα, ιδεολογίες και πεποιθήσεις πάνε περίπατο.
Κατά τούτο η πολιτική τους συνεργασία δεν συμβάλλει στον εκσυγχρονισμό των κομμάτων και υποβιβάζει, τελικά, την πολιτική σε ένα παιχνίδι προσωπικοτήτων, όπου αυτό που μετράει δεν είναι οι ιδέες και τα προγράμματα, αλλά το συμφέρον – είτε η ικανοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών, είτε ο προσπορισμός κομματικού οφέλους. Με τη γνωστή ευθύτητα που τον διακρίνει, ο κ. Μάνος είναι σαφής: «[Συνεργάστηκα με το ΠΑΣΟΚ] για να είμαι μέσα στη Βουλή και μέσα από αυτήν να επηρεάζω ορισμένα πράγματα, δυνατότητα που δεν θα είχα αλλιώς. Και είμαι στη Βουλή από μια μεγάλη χειρονομία του Παπανδρέου, ο οποίος θεώρησε σημαντική την παρουσία μου εκεί και μου προσέφερε μια θέση χωρίς να ζητήσει κανένα αντάλλαγμα» («Ελευθεροτυπία», 7/4/2004). Η δήλωση αυτή τα λέει όλα.
Δημοσιεύθηκε στο Βήμα, 10 Αυγούστου 2005
«Η Ελλάδα στους Έλληνες»;
Δεν έχω αμφιβολία ότι το πιο επιτυχημένο πολιτικό σύνθημα μετά τη μεταπολίτευση ήταν «Η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες». Πέντε μόνο λέξεις συνόψισαν καϋμούς και ελπίδες πολλών. Οπως όλα τα επιτυχημένα συνθήματα είχε την ικανότητα να συγκινεί, να ενοποιεί και να δίνει προοπτική. Συνδέοντας την εθνική ανεξαρτησία με τη λειτουργία της δημοκρατίας, εξέφρασε έναν σύγχρονο κεντροαριστερό πατριωτισμό, στερώντας το μονοπώλιο των εθνικών συμβόλων από την εθνικόφρονα δεξιά. «Η Ελλάδα στους Ελληνες» ήταν ένα εξαιρετικό παράδειγμα πολιτικής ποίησης - τότε.
Το κακό με τα καλά συνθήματα είναι ότι τείνουν να δεσπόζουν στο συλλογικό φαντασιακό της κοινότητας που τα χρησιμοποιεί έτσι ώστε δύσκολα εγκαταλείπονται. Οταν όμως τα δεδομένα αλλάζουν, πρέπει κανείς να αλλάζει και τις προτεραιότητές του, αν θέλει να είναι αποτελεσματικός. Οι επιχειρηματίες το καταλαβαίνουν αυτό καλύτερα από τους πολιτικούς. Περιορίζοντας τη μετοχική συμμετοχή του και αποσυρόμενος από τη διοίκηση της Easyjet, πριν από μερικά χρόνια, ο κ. Στέλιος Χατζηϊωάννου είπε το περίφημο «πουλάω το παρελθόν μου για να χρηματοδοτήσω το μέλλον μου». Οι διανοητικές και συναισθηματικές έξεις, όμως, δεν αλλάζουν εύκολα στον κατ’ εξοχήν συμβολικό χώρο της πολιτικής. Δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια χρειάστηκε το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας να αποβάλλει τις αναχρονιστικές πολιτικές του.
Το μοτίβο της αδράνειας ακολουθεί δυστυχώς και το ΠΑΣΟΚ. Σε πρόσφατη συνέντευξή του στα «Νέα» (3/9/2005) ο κ. Γιώργος Παπανδρέου είπε μεταξύ άλλων τα εξής: «Σήμερα έχουμε κατακτήσει την ανεξαρτησία μας αλλά το σύνθημα «Η Ελλάδα στους Ελληνες» είναι πάντα επίκαιρο. Και αυτό ισχύει για κάθε λαό. Το πως ο πολίτης θα αισθάνεται ισχυρός, το πως η χώρα θα επιλέγει την πορεία της,το πως ο λαός θα αποφασίζει για το μέλλον του». Οσο κι αν εξακολουθώ να συγκινούμαι από το σύνθημα «Η Ελλάδα στους Ελληνες», δυσκολεύομαι να δω την επικαιρότητά του σήμερα. Κι αυτό για δύο λόγους. Πρώτον γιατί η Ελλάδα του 2005 απέχει πολύ από αυτή του 1974. Και δεύτερον γιατί οι Ελληνες σήμερα δεν είναι αυτοί που κάποτε ήταν. Εξηγούμαι.
Το σημαντικότερο γεγονός στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας είναι η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Με την πλήρη προσχώρησή μας στους θεσμούς της ΕΕ αποδεχθήκαμε οικοιοθελώς να εκχωρήσουμε τμήμα της εθνικής κυριαρχίας μας σε έναν υπερεθνικό οργανισμό. Οι αποφάσεις για μια πλειάδα θεμάτων – από τις κρατικές επιχορηγήσεις στην Ολυμπιακή, μέχρι τη νομοθεσία για τη διαφάνεια στα ΜΜΕ, και τα επιτόκια – δεν λαμβάνονται πλέον στην Αθήνα αλλά στις Βρυξέλλες ή, εν πάσει περιπτώσει, σε συνεργασία με τις Βρυξέλλες. Κατά συνέπεια, όταν λέμε ότι «η χώρα [πρέπει να] επιλέγει την πορεία της» ποιά χώρα έχουμε κατά νου; Αφού επιλέξαμε να είμαστε μέλη ενός υπερεθνικού οργανισμού, πως μπορεί ο «λαός να αποφασίζει για το μέλλον του» σήμερα όπως το 1974;
Επιπλέον, σε ποιους Έλληνες αναφερόμαστε; Το 10% του σημερινού πληθυσμού της χώρας αποτελείται από ανθρώπους αλλοδαπής προέλευσης, οι οποίοι εκτιμάται ότι θα φθάσουν στο 20% το 2020. Ο αυξανόμενα πολυ-πολιτισμικός χαρακτήρας της Ελλάδας είναι το σημαντικότερο γεγονός των τελευταίων 15 χρόνων και έχει αρχίσει να διαπερνά πολλές όψεις του ιδιωτικού και δημόσιου βίου. Κατά συνέπεια, όταν αναφερόμαστε στον «πολίτη» και το «λαό» σήμερα σε ποιούς αναφερόμαστε; Οταν μαθητές αλλοδαπής καταγωγής σηκώνουν την εθνική σημαία στις επετείους και αθλητές αλλοδαπής προέλευσης ψάλλουν τον εθνικό ύμνο στους Ολυμπιακούς αγώνες, ποιούς «Ελληνες» έχουμε κατά νου; Μόνο στο μυαλό του Χριστόδουλου και του Καρατζαφέρη οι Ελληνες είναι αναλλοίωτη ουσία.
Η Ελλάδα και οι κάτοικοί της αναπόφευκτα άλλαξαν τα τελευταία τριάντα χρόνια. Παλαιοί αγώνες δικαιώθηκαν, καινούρια προβλήματα δημιουργήθηκαν, νέα διακυβεύματα προέκυψαν. Σήμερα η εθνική ανεξαρτησία και η λαϊκή κυριαρχία δεν αποτελούν πολιτικό διακύβευμα, όπως δεν αποτελούν το «114» ή το «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία». Το καινούριο πρόβλημα σήμερα είναι η διαχείριση της αλληλεξάρτησης σε όλα τα επίπεδα. Από την ομαλή συμβίωση πολιτισμικά ετερόκλητων πολιτών σε μια χώρα με εν πολλοίς μονοπολιτισμική παράδοση, μέχρι την αλληλεξάρτηση της πολιτικής και της οικονομίας στο πλαίσιο υπερεθνικών οργανισμών. Χρειάζεται ένας νέος πατριωτισμός, στα νέα συμφραζόμενα, όχι συμβολικά αναισθητικά που ακινητοποιούν τη σκέψη.
Το ΠΑΣΟΚ θα καταφέρει να εκφράσει τη νέα πραγματικότητα αν συμπεριφερθεί τόσο καινοτομικά σήμερα όσο το 1974 – αν αρνηθεί την πεπατημένη. Θέλει θάρρος και φαντασία να κάνεις τομές στην ιστορία σου. Το εύκολο είναι να μεταφέρεις στο παρόν τις συμβολικές αποσκευές του παρελθόντος ή να αλλάζεις καιροσκοπικά ανάλογα με το που φυσά ο άνεμος. Το δύσκολο είναι να ανανεώνεσαι και να συνθέτεις χωρίς να χάνεις τη συνοχή σου. Να βλέπεις την ιστορία σου ως δημιουργία, όχι ως συναισθηματικό καταφύγιο. «Οταν τα δεδομένα αλλάζουν», έλεγε ο Τζον Μέυναρντ Κέυνς, «εγώ αλλάζω τη γνώμη μου. Εσεις τις κάνετε κύριε;».
Δημοσιεύθηκε στο Βήμα, 16 Σεπτεμβρίου 2005
Γιατί δεν πείθει το ΠΑΣΟΚ
Σπάνια έχουν συμπέσει τόσο πολύ σε μια κυβέρνηση ο ερασιτεχνισμός, η απληστία, και ο παλαιοκομματισμός, όσο στην κυβέρνηση Καραμανλή. Παρόλα αυτά, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, το ΠΑΣΟΚ δεν καρπώνεται τα οφέλη από τη ραγδαία κυβερνητική φθορά. Ο τόπος μαστίζεται από την οικονομική κρίση, την αναξιοκρατία και τη διαφθορά, αλλά η «Νέα Δημοκρατία» εξακολουθεί να προηγείται στην πρόθεση ψήφου. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Η απάντηση είναι απλή. Γιατί το ΠΑΣΟΚ δεν έχει καταστεί ένας αξιόπιστος εναλλακτικός πόλος εξουσίας. Τι εμποδίζει το ΠΑΣΟΚ να γίνει ξανά ελκυστικό στους πολίτες;
Νομίζω ότι η απάντηση δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολη, έστω κι αν δυσκολεύονται να τη δουν οι κομματικοί γραφειοκράτες: το ΠΑΣΟΚ δεν έχει αλλάξει αρκετά ώστε να το εμπιστευθούν εκ νέου οι ψηφοφόροι. Μπορεί να άλλαξε τις ονομασίες και τη σύνθεση των οργάνων του, αλλά αυτό από μόνο του δεν συνιστά ουσιώδη αλλαγή. Η δυσκολία όταν προσπαθείς να αλλάξεις έναν οργανισμό δεν είναι τόσο τεχνική, όσο πολιτισμική. Γιατί οι παλαιές μας αντιλήψεις και νοοτροπίες έχουν καταστεί προβληματικές; Ποιες νέες αντιλήψεις και νοοτροπίες χρειαζόμαστε; Αυτά τα ερωτήματα έχουν σχεδόν υπαρξιακή σημασία για έναν οργανισμό· γι αυτό άλλωστε συνήθως απωθούνται, καθότι διακυβεύονται η ίδια η ιστορική ταυτότητα και η συνοχή του φορέα που τα θέτει, και η τύχη όσων τη διαμόρφωσαν.
Με άλλα λόγια, για να αλλάξει ένας οργανισμός απαιτείται μια ρηξικέλευθη αυτοκριτική – ένας δημιουργικός αναστοχασμός -, και συγχρόνως μια νέα αυτοκατανόηση. Χρειάζεται να συνειδητοποιήσει κανείς που έσφαλλε και γιατί. Όχι απολιτικές εκλογικεύεις του τύπου «απομακρυνθήκαμε από το λαό», ούτε οργανωτικές εκλογικεύσεις του τύπου «χρειαζόμαστε διαφορετικά όργανα». Ο θαρραλέος αναστοχασμός δεν είναι εύκολος. Η παλαιά νοοτροπία παρέχει το νοηματοδοτικό πλαίσιο για τις δράσεις ενός οργανισμού, έχει συνυφανθεί με την ταυτότητά του, και διαμόρφωσε το πλαίσιο για τη σταδιοδρομία των στελεχών του. Δύσκολα τίθεται εν αμφιβόλω.
Μια θαρραλέα πολιτική αυτοκριτική δεν έκανε ποτέ το ΠΑΣΟΚ. Διαβάστε τα άρθρα και τις ομιλίες των περισσοτέρων στελεχών του τον τελευταίο ενάμισι χρόνο και θα καταλάβετε. Σπάνια θα δείτε συστηματική κριτική εσφαλμένων ιδεολογικών επιλογών και κακών πολιτικών. Πλεονάζουν οι απολιτικές προτροπές του τύπου «κανείς δεν περισσεύει» και μια αόριστη αναφορά σε «λάθη». Πουθενά λ.χ. δεν είδα τεκμηριωμένες αναλύσεις για τα εξής προβλήματα. Στην περίπου εικοσάχρονη κυβερνητική του θητεία το ΠΑΣΟΚ συνέχισε και επέτεινε τη Δεξιά παράδοση της κομματικοποίησης του κράτους, παρά τον μετριασμό της στην οκταετία Σημίτη. Επί των ημερών του γιγαντώθηκε η διαφθορά, καλλιεργήθηκε ο συντεχιασμός, κρατικοποιήθηκε το κόμμα. Απέκτησαν πρωτοφανείς διαστάσεις οι ανισότητες στην υγεία και την εκπαίδευση, ενώ αυτά τα δημόσια αγαθά εν πολλοίς κρυπτο-ιδιωτικοποιήθηκαν. Το ΠΑΣΟΚ δεν έθεσε στον εαυτό του μερικά απλά ερωτήματα: ποιες είναι οι ευθύνες μας για την άθλια ποιότητα του κράτους και το χάλι της κρατικής υγείας και της εκπαίδευσης μετά από είκοσι χρόνια διακυβέρνησης; Τι εσφαλμένες πολιτικές ακολουθήσαμε και γιατί;
Ο αναστοχασμός δεν είναι πολυτέλεια, έχει καθαρτικό ρόλο. Δεν συνιστά αυτομαστίγωμα, ούτε εγκατάλειψη της ταυτότητας, αλλά δημιουργική ωρίμανση. Σηματοδοτεί την αναγνώριση της ευθύνης για εσφαλμένες πολιτικές, η οποία, όπως στην καθημερινή ζωή, αποτελεί προϋπόθεση να οικοδομηθεί εκ νέου μια σχέση εμπιστοσύνης. Η αναγνώριση των εσφαλμένων πολιτικών και της νοοτροπίας που τις παρήγαγε – η νοοτροπία του κομματισμού, του κρατισμού, του συμβιβασμού με επιμέρους προσοδοθηρικά συμφέροντα – δημιουργεί μια νέα αφετηρία. Δεν είναι τυχαίο που ο Μπλέρ έβαλε στόχο του, ευθύς αμέσως μόλις ανέλαβε την ηγεσία του κόμματός του, τη διαμόρφωση ενός Νέου Εργατικού Κόμματος. Στο ΠΑΣΟΚ ακόμη και ο πρόεδρός του διστάζει να πει ότι θα ήθελε πιθανώς, ίσως, ενδεχομένως, να δημιουργήσει ένα Νέο ΠΑΣΟΚ.
Το ΠΑΣΟΚ θεώρησε ότι μπορεί να παρακάμψει την καθαρτική διαδικασία του αναστοχασμού ως απαραίτητης προϋπόθεσης αυτομετασχηματισμού. Πίστεψε ότι αρκεί να επιθυμεί πολύ την εξουσία και να επικρίνει σκληρά την κυβέρνηση για να το εμπιστευθούν ξανά οι πολίτες. Ας προσέξουν τα στελέχη του πως αρχίζουν και τελειώνουν οι δηλώσεις του Ρουσόπουλου κάθε φορά που το ΠΑΣΟΚ επικρίνει το «γαλάζιο» κομματισμό και τη διαφθορά: «Εσείς μιλάτε;». Πρόκειται για αφοπλιστικό ερώτημα, το οποίο εξουδετερώνεται μόνο αν τολμήσει το ίδιο το ΠΑΣΟΚ να αναστοχασθεί σημαντικές πτυχές του πρότερου βίου του. Δικαιούμαι να μιλάω γιατί πρώτος εγώ συνειδητοποίησα τα λάθη μου. Δικαιούμαι να επικρίνω γιατί εσείς αντιγράφετε τον δικό μου κακό χθεσινό εαυτό, ενώ εγώ έχω ήδη προχωρήσει. Για να τα πεις όμως αυτά πρέπει να ξαναμάθεις να μιλάς πολιτικά και να είσαι διατεθειμένος πραγματικά να αλλάξεις.
Δημοσιεύθηκε στο Βήμα, 15 Οκτωβρίου 2005
Γίνεται ανανέωση χωρίς ρήξεις;
Όταν ο Τόνι Μπλερ ανέλαβε την ηγεσία του Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας το 1994, το πρώτιστο μέλημά του ήταν η ανανέωση του κόμματος έτσι ώστε να μπορέσει να πείσει το εκλογικό σώμα να του εμπιστευθεί τη διακυβέρνηση της χώρας. Στις εκλογικευμένες κοινωνίες – στις κοινωνίες όπου η κύρια νομιμοποιητική αξία των θεσμών είναι ο ορθολογισμός – για να κερδίσει τις εκλογές ένα κόμμα πρέπει να επιδείξει ορθολογική συμπεριφορά. Να προσφέρει δηλαδή στους πολίτες μια νέα σύλληψη των προβλημάτων της χώρας και μια νέα πρόταση για τη διαχείρισή τους.
Ο Τόνι Μπλέρ εξελέγη αρχηγός του Εργατικού Κόμματος με σαφή εντολή προγραμματικής ανανέωσης. Το αιωνόβιο Εργατικό Κόμμα δεν εγκατέλειψε τις αξιακές του καταβολές – την κοινωνική αλληλεγγύη και την προστασία των αδυνάτων – αλλά τις προσάρμοσε στα συμφραζόμενα της εποχής. Η ανανέωση εμβληματικά επικεντρώθηκε στην αλλαγή του περίφημου Αρθρου 4 του καταστατικού του, το οποίο προέβλεπε την κοινωνικοποίηση των μεγάλων μέσων παραγωγής. Το ερώτημα που απασχόλησε τον Μπλερ δεν ήταν μόνο «με ποιούς θα κυβερνήσω», αλλά, κυρίως, «πως θα κυβερνήσω». Η ανανέωση του πολιτικού προσωπικού είναι απαραίτητη στο μέτρο που συμβάλλει στη δημιουργία ενός διαφορετικού πολιτικού στίγματος.
Αυτά στη βορειοευρωπαϊκή Βρετανία. Στη βαλκάνια Ελλάδα, τα πράγματα είναι, ως συνήθως, λίγο διαφορετικά – το περσοναλιστικό στοιχείο εκτοπίζει το προγραμματικό. Στο ΠΑΣΟΚ δεν κυριαρχεί η κοπιώδης μέριμνα για ένα νέο προγραμματικό λόγο, αλλά η υπαρξιακή αγωνία για μια απολιτική ενότητα. «Ανανεωμένο είναι το όλον ΠΑΣΟΚ, το οποίο ευρύ, μεγάλο και πλειοψηφικό κερδίζει εκλογές και επανέρχεται στη διακυβέρνηση της χώρας», δήλωσε πρόσφατα πομπωδώς ο κ.Βενιζέλος.
Αν η ευφράδεια ενός πολιτικού ήταν κριτήριο βαθιάς πολιτικής σκέψης, αναμφίβολα τα πρωτεία θα ανήκαν στον κ.Βενιζέλο. Δυστυχώς δεν είναι. Ο κ.Βενιζέλος θέλει, ως συνήθως, να έχει και την πίττα σωστή και το σκύλο χορτάτο. Ανανέωση σημαίνει προγραμματικές τομές, με τις οποίες είναι απίθανο να συμφωνούν όλοι, ιδιαίτερα οι άνθρωποι του κομματικού κατεστημένου. Η ανανέωση συνεπάγεται επώδυνες επιλογές, όχι τη διατήρηση του στάτους κβό. Η ανανέωση του πολιτικού προσωπικού δεν συμβαίνει μόνο μέσα από την κάλπη, όπως φαίνεται να νομίζει ο κ.Κουλούρης, αλλά προωθείται και από την ηγεσία. Τα κόμματα δεν είναι λαϊκές συνελεύσεις, αλλά ιεραρχικές οργανώσεις. Αν η κύρια έγνοια του Μπλερ ήταν πως να κρατήσει τον Αρθουρ Σκάργκιλ στο κόμμα του, παρά να πείσει τον κύριο και την κυρία Σμιθ ότι το Εργατικό Κόμμα πρεσβεύει κάτι νέο, θα ατένιζε ακόμη τη Ντάουνιγκ Στριτ από τα έδρανα της αντιπολίτευσης.
Αν η ενότητα σε ένα κόμμα καταστεί αυτοσκοπός, ατονεί το πολιτικό στίγμα του. Το κόμμα γίνεται μια τυφλή εκλογική μηχανή με μοναδικό στόχο την εξουσία για την εξουσία. Δεν εκφράζει κοινωνικά αιτήματα αλλά καθίσταται ένας αυτοαναφερόμενος μηχανισμός. Στην προσπάθεια να μη διαταραχθούν οι εσωτερικές ισορροπίες, το κόμμα είτε μένει ακινητοποιημένο στο παρελθόν, είτε ενσωματώνει αντιφατικά πολιτικά μηνύματα και χάνει την πειστικότητά του στην κοινωνία.
Η ενότητα είναι βεβαίως σημαντική αλλά δεν ανάγεται σε λόγο ύπαρξης ενός κόμματος. Είναι μέσον, όχι σκοπός. Επιτυγχάνεται με βάση αρχές, όχι με τήρηση της κομματικής επετηρίδας. Ετσι τουλάχιστον συμβαίνει στα κόμματα που λειτουργούν ορθολογικά. Οταν ο αείμνηστος Ρόμπιν Κουκ, πρώην υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Μπλερ, διαφώνησε με την εξωτερική πολιτική του Μπλερ παραιτήθηκε. Οταν ο Οσκαρ Λαφοντέν συνειδητοποίησε ότι οι διαφορές του με τον Σρέντερ ήταν αγεφύρωτες σηκώθηκε κι έφυγε. Στις εκλογικευμένες κοινωνίες οι πολιτικοί δεν επιλέγουν την απολιτική ενότητα αλλά την προγραμματική συναίνεση.
Το «όλον ΠΑΣΟΚ» θάπρεπε να συζητά με πάθος για τους όρους της νέας πολιτικής συναίνεσης – το καινούριο πολιτικό στίγμα που θα το καθιστούσε ξανά ελκυστικό. Δυστυχώς αναλώνεται να κολακεύει τη ματαιοδοξία των στελεχών του, εκπέμποντας αντιφατικά μηνύματα – υπόσχεται συγχρόνως και ανανέωση και μη αλλαγή.
Θα προέλθει το νέο στίγμα του ΠΑΣΟΚ από τους κκ. Κουλούρη, Τσοχατζόπουλο και τους ομοίους τους; Αμφιβάλλω. Αν είναι όντως φορείς προγραμματικής ανανέωσης μάλλον πρέπει να το έχουν κρύψει επιμελώς. Το βέβαιο είναι ότι η πρώην νομενκλατούρα, έχοντας εθιστεί στον κυβερνητισμό, ανθίσταται στην περιωριοποίησή της, γιατί νομίζει ότι αρκεί να περιμένει λίγο ακόμη και θα επιστρέψει στoυς θώκους της εξουσίας. Αυταπατώνται. Στην Ελλάδα του 2005 οι πολίτες θέλουν να δουν απτά δείγματα ανανέωσης ιδεών και προσώπων. Οχι νέες κι ωραίες φατσούλες στα ΜΜΕ, αλλά σοβαρούς ανθρώπους που θα μπορέσουν να προωθήσουν την προγραμματική ανανέωση. Οσο για τους παππούδες του ΠΑΣΟΚ, ίσως είναι καιρός να ασχοληθούν με τα γήϊνα – τα εγγονάκια τους, πιθανώς το bird watching και, οι πλέον εγγράμματοι, με τη συγγραφή! Ουδείς αναντικατάστατος.
Δημοσιεύθηκε στο Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2005
Η λογική του μαντριού
Όσοι περίμεναν ότι ο κ.Γιώργος Παπανδρέου θα προσέδιδε ένα ανανεωτικό πολιτικό στίγμα στο ΠΑΣΟΚ ίσως έχουν αρχίσει να αμφιβάλλουν. Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ αντιγράφει όλο και περισσότερο την αντιπολιτευτική νοοτροπία του κ.Καραμανλή. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχει αναπτύξει πλήρως τα λαϊκιστικά ανακλαστικά του νυν πρωθυπουργού, ούτε τον δημαγωγικό του οίστρο, μιμείται όμως τη στρατηγική του: η ασάφεια είναι προτιμότερη από τη διαύγεια.
Η στρατηγική αυτή αποσκοπεί στην πολυσυλλεκτικότητα: η ασάφεια στις πολιτικές θέσεις, σε συνδυασμό με μια «φίλαθλη» κομματική αντιπαλότητα στην κυβέρνηση, είναι πιο πιθανό να αποφέρουν ψήφους δυσαρεστημένων. Η ασάφεια είναι ευεργετική διότι δεν δημιουργεί αντιπάλους, άρα αυξάνει την πιθανή δεξαμενή ευνοϊκών ψήφων, ενώ η πόλωση διατηρεί υψηλή την κομματική συσπείρωση. Η εκάστοτε αντιπολίτευση στην Ελλάδα χρησιμοποιεί τη στρατηγική αυτή, η οποία, συνήθως αποδίδει.
Αποδίδει; Ναι, στο μέτρο που αποφέρει βραχυπρόθεσμα εκλογικά οφέλη. Όχι, αν το ζητούμενο είναι η συγκρότηση προγραμματικής ηγεμονίας με σκοπό την προώθηση μεταρρυθμίσεων. Η ασυναρτησία, οι παλινωδίες, και ο λαϊκισμός που χαρακτηρίζουν την κυβέρνηση Καραμανλή σήμερα απορρέουν από αντίστοιχες συμπεριφορές στα χρόνια της αντιπολίτευσης. Πες μου πως αντιπολιτεύεσαι, να σου πως πως θα κυβερνήσεις.
Για αρκετά μείζονα θέματα το αντιπολιτευόμενο ΠΑΣΟΚ αποφεύγει να διατυπώσει σαφή άποψη. Για την κατάργηση της άτυπης συνδικαλιστικής «συνδιοίκησης» στις ΔΕΚΟ (ένα θέμα που απασχόλησε και το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ), δεν είναι σίγουρο τι πρεσβεύει η αξιωματική αντιπολίτευση. Για την αποκρατικοποίηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, το ΠΑΣΟΚ εκπέμπει διφορούμενα μηνύματα (καταψήφισε προσφάτως σχετική πρόταση νόμου της ελάσσονος αντιπολίτευσης, ενώ κράτησε επαμφοτερίζουσα στάση στην εμπεριστατωμένη πρόταση της Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου). Για την ενδιαφέρουσα πρότασή του στο Λαύριο, το περασμένο φθινόπωρο, σχετικά με την μη καταβολή εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών για νέους εργαζόμενους, για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, ο κ.Παπανδρέου τώρα σιωπά, φοβούμενος, υποθέτω, ότι θα χαρακτηρισθεί «ανάλγητος» από τους δεξιούς φωνακλάδες της πολιτικής λαχαναγοράς (ακούστε τον κ.Γιακουμάτο και θα καταλάβετε!). Την παλαιά πρότασή του για άρση της συνταγματικής απαγόρευσης σχετικά με την ίδρυση μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων, ο κ. Παπανδρέου τώρα τη στρογγυλεύει, υπογραμμίζοντας ότι εννοούσε κυρίως μη κρατικά πανεπιστήμια από «κοινωνικούς φορείς» και όχι το απεχθές «ιδιωτικό κεφάλαιο» (περίεργο για κάποιον που σπούδασε στην Αμερική και ξέρει καλά ότι τα μη κρατικά πανεπιστήμια εκεί δεν τα έκανε η Αμερικανική ΓΣΣΕ ή η ΠΑΣΕΓΕΣ αλλά οι δωρεές πλουσίων επιχειρηματιών).
Το πρόβλημα με το ΠΑΣΟΚ δεν είναι η πολυγλωσσία. Το πρόβλημα είναι αφενός μεν η απουσία συστηματικής αναζήτησης νέων πολιτικών, οι οποίες θα επεκτείνουν με συνεκτικότητα και τόλμη τις όποιες νεωτερικές συλλήψεις (insights) του κ.Παπανδρέου, αφετέρου δε ο εγκλωβισμός του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ στον παραδοσιακό τρόπο άσκησης πολιτικής στην Ελλάδα. Εξηγούμαι.
Στην ομιλία του στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ πέρυσι, ο κ.Παπανδρέου ανέφερε τον «αντικρατισμό» ως ένα στοιχείο του νέου πολιτικού στίγματος του κόμματός του. Ενδιαφέρουσα, κατ΄ αρχήν, άποψη. Για να καταστεί λειτουργική όμως πρέπει να επεξεργασθεί και να εξειδικευθεί. Τι σημαίνει να είσαι αντικρατιστής σοσιαλδημοκράτης στην Ελλάδα σήμερα; Που είναι οι κεντροαριστερές δεξαμενές σκέψης που θα αναλάβουν να αναπτύξουν τις σχετικές πολιτικές; Που είναι η αρθρωμένη συζήτηση συναφών πολιτικών στο ΠΑΣΟΚ;
Όσοι τολμούν να συζητήσουν καινοτόμες πολιτικές με τρόπο που ξεφεύγει από την πεπατημένη, όπως ο κ.Φλωρίδης, τιμωρούνται. Τι ειρωνεία: το κόμμα που εξέλεξε βουλευτές Επικρατείας δύο προβεβλημένους νεοφιλελεύθερους πολιτικούς, αποπέμπει σήμερα ένα στέλεχός του επειδή έθεσε προς συζήτηση τις σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές απασχόλησης της Σουηδίας! Θαυμάστε τη συμμετρία: το ίδιο έκανε και ο κ.Καραμανλής το 1998 όταν διέγραψε τους κκ.Μάνο και Σουφλιά για τις «αιρετικές» αντιλήψεις τους αναφορικά με τις ΔΕΚΟ. Τα κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα επιλέγουν να λειτουργούν περισσότερο ως «μαντριά», παρά ως έλλογες πολιτικές κοινότητες.
Η λογική του μαντριού αντιστρατεύεται τη λογική της ανοιχτής κοινωνίας, καθότι μυθοποιεί τον άλογο κομματικό πατριωτισμό εις βάρος του ανοιχτού διαλόγου. Σε ένα πολωμένο πολιτικό σύστημα, τα μεγάλα κόμματα αντιλαμβάνονται το ρόλο τους πρωτίστως ως μηχανισμοί κατάληψης και νομής εξουσίας, και δευτερευόντως ως φορείς πολιτικών για την ορθολογική διαχείρισή της. Η μονομανής αναζήτηση της εξουσίας τα ωθεί να προκρίνουν την ολοκληρωτικού τύπου κομματική ενότητα (η λογική του μαντριού) έναντι της δημιουργικής συζήτησης (η λογική της ανοιχτής κοινωνίας), αφού η τελευταία ενδέχεται να προσδώσει επιχειρήματα στον αντίπαλο. Χωρίς ανοιχτή συζήτηση όμως δεν παράγεται καινοτομία. Και χωρίς νέες ιδέες, δεν αντιμετωπίζονται τα χρόνια προβλήματα της χώρας.
Το ζήτημα για έναν μεταρρυθμιστή πολιτικό δεν είναι μόνο να κατακτήσει τη εξουσία, αλλά και να τη διαχειρισθεί βάσει συγκεκριμένων νεωτερικών πολιτικών, και γι αυτό χρειάζεται να επιτύχει προγραμματική ηγεμονία. Για να συμβεί αυτό απαιτούνται καινοτόμες ιδέες, συγκροτημένες πολιτικές, σαφήνεια, και, φυσικά, τόλμη να θυσιαστούν «ιερές αγελάδες» και να καταπολεμηθεί η λογική του κομματικού μαντριού. Ποτέ δεν ήταν εύκολο να είναι κανείς μεταρρυθμιστής, γιατί να είναι τώρα;
Δημοσιεύθηκε στο Βήμα, 11 Απριλίου 2006
Αυτό είναι το νέο ΠΑΣΟΚ;
Είναι εντυπωσιακό πόσο γρήγορα ένας νεωτεριστής πολιτικός όπως ο κ.Γιώργος Παπανδρέου «προσαρμόζεται» στο κυρίαρχο νεοελληνικό πρότυπο πολιτικής ηγεσίας, το οποίο ενθαρρύνει την ηγετική πυγμή, την άνευ αρχών αντιπαράθεση με τον αντίπαλο, τη μονοφωνία. Όπως ο (τότε) αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ.Κώστας Καραμανλής διέγραψε το 1998 τους κκ. Μάνο, Κοντογιαννόπουλο και Σουφλιά γιατί είχαν το θάρρος να συμφωνήσουν επί της αρχής με νομοσχέδιο της κυβέρνησης Σημίτη για την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων στις ΔΕΚΟ, έτσι και ο κ.Παπανδρέου διέγραψε από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ τον πρώην υπουργό Εθνικής Οικονομίας κ.Γιάννο Παπαντωνίου, γιατί εξέφρασε απόψεις αναφορικά με την πώληση της Εμπορικής Τράπεζας στη Γαλλική Credit Agricole με βάση τις αρχές του κόμματός του υπέρ των αποκρατικοποιήσεων, τις οποίες μάλιστα είχε την ευκαιρία να υλοποιήσει όταν κυβερνούσε τη χώρα, και όχι ένα στείρα αντιπολιτευτικό πνεύμα.
Τι είπε ο κ.Παπαντωνίου; Ότι η πώληση της Εμπορικής στην Credit Agricole είναι μια κατ΄ αρχήν θετική πράξη, παρά τις εύλογες επιφυλάξεις για την τιμή πώλησης. Θα μπορούσε να πει κάτι διαφορετικό ο πρώην υπουργός Εθνικής Οικονομίας; Λίγο δύσκολο, αφού η πρώτη αγορά μετοχών της Εμπορικής έγινε επί υπουργίας Παπαντωνίου. Η ιδιωτικοποίηση της Εμπορικής, με άλλα λόγια, ξεκίνησε επί κυβερνήσεως ΠΑΣΟΚ.
Αν υποθέσουμε ότι το τίμημα πώλησης της Εμπορικής θα ήταν καλό να είναι υψηλότερο, αυτός είναι λόγος να αντιτίθεται το ΠΑΣΟΚ στην πώληση της τράπεζας; Εξαρτάται από το τι θεωρεί κανείς μείζον και τι έλασσον. Αν το μείζον είναι η αποκρατικοποίηση της Εμπορικής και η τόνωση του ανταγωνισμού του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, το οποίο τείνει σήμερα να λειτουργεί μάλλον ολιγοπωλιακά εις βάρος των καταναλωτών, τότε η αναβολή της πώλησης της Εμπορικής, αναμένοντας ένα αβέβαια υψηλότερο τίμημα στο μέλλον, θα ήταν πιθανότατα εσφαλμένη. Δείτε την κατάντια της Ολυμπιακής σήμερα, για την οποία δεν βρίσκονται αγοραστές! Δεν αρκεί η επιθυμία σου να πουλάς σε μια τιμή που εσύ θεωρείς λογική· σημασία έχει να βρίσκεις αγοραστές πρόθυμους να πληρώσουν στην τιμή που ζητάς.
Με την καιροσκοπική αντίθεσή του στην πώληση της Εμπορικής, το ΠΑΣΟΚ συντάσσεται ουσιαστικά με εκείνες τις δυνάμεις που ευνοούν τη διατήρηση του στάτους κβό. Πρόκειται για συντηρητική αντίδραση: το έλασσον είναι το πρόσχημα για να μην προωθηθεί το μείζον. Η κομματική κεφαλαιοποίηση των συντεχνιακών αντιδράσεων στην πώληση της Εμπορικής κρίνεται σημαντικότερη από την υπεύθυνη διατύπωση θέσεων, κάτι που, αν συνέβαινε, θα ενίσχυε την αξιοπιστία του ΠΑΣΟΚ ως κόμματος εξουσίας και θα ωφελούσε και την οικονομία.
Το πιο λυπηρό όμως είναι η δυσκολία της αξιωματικής αντιπολίτευσης αφενός μεν να συζητήσει ορθολογικά, αφετέρου δε να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο της άνευ αρχών κομματικής αντιπαράθεσης. Μόνο σταλινικά κόμματα διαγράφουν σημαίνοντα στελέχη τους γιατί εκφράζουν δημοσίως διαφορετικές απόψεις. Σε κόμματα με υψηλή δημοκρατική κουλτούρα, ο δημόσιος διάλογος είναι αυτονόητος, αφού μόνον έτσι ανανεώνονται τα κόμματα ως φορείς ιδεών και πολιτικών.
Δεν διαμαρτυρήθηκε κανείς γιατί η Σεγκολέν Ρουαγιάλ, πρώην υπουργός του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Γαλλίας, εξέφρασε πρόσφατα απόψεις για θέματα δημόσιας τάξης που αποκλίνουν σημαντικά από αυτές του κόμματός της. Ούτε παραξενεύτηκε κανείς που πρώην υπουργοί του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος, όπως ο Φρανκ Φίλντ και ο Φρανκ Ντόμπσον, καταφέρονται συστηματικά κατά των αλλαγών που προωθεί η κυβέρνηση Μπλερ στο δημόσιο τομέα, για να μη μιλήσουμε για τους αριστερούς βουλευτές του Εργατικού Κόμματος που επικρίνουν δημοσίως τον ηγέτη τους ως «εγκληματία πολέμου»! Πολλοί στο Σοσιαλιστικό Κόμμα ενοχλήθηκαν που ο Λοράν Φαμπιούς, πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας, πρωταγωνίστησε στην καμπάνια υπέρ του «Όχι» στο Γαλλικό δημοψήφισμα για το Ευρωσύνταγμα το 2005, παρά την αντίθετη θέση του κόμματός του, αλλά κανείς δεν διανοήθηκε να εισηγηθεί τη διαγραφή του. Η ουσία της πολιτικής είναι η διατύπωση θέσεων και η ανταλλαγή απόψεων. Στα ώριμα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα η έλλογη συζήτηση θεωρείται αυτονόητο στοιχείο της κομματικής κουλτούρας.
Η άνευ αρχών αντιπολίτευση που έχει επιλέξει το ΠΑΣΟΚ το καθιστά αναξιόπιστο ως κόμμα εξουσίας και διαιωνίζει ένα από τα μεγαλύτερα κακά του δημόσιου βίου: τη στείρα κομματική αντιπαράθεση. Αν η αντιπολιτευτική στρατηγική του ΠΑΣΟΚ σήμερα σας φαίνεται σχεδόν πανομοιότυπη με την αντίστοιχη στρατηγική της ΝΔ όταν ήταν στην αντιπολίτευση, αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο. Όπως ο Καραμανλής κατηγορούσε το Σημίτη ότι ξεπουλάει δημόσια περιουσία προωθώντας τις μετοχοποιήσεις των ΔΕΚΟ, έτσι και ο Παπανδρέου επικρίνει σήμερα τον Καραμανλή ότι «εκποιεί» δημόσιες επιχειρήσεις. Όπως η δημαγωγία του Καραμανλή τον ωθούσε να βλέπει παντού σκάνδαλα και να ζητά εισαγγελικές παρεμβάσεις στις ΔΕΚΟ, έτσι και η πολωτική αντιπολίτευση της Βάσως Παπανδρέου την ωθεί να μιλάει για «απόδοση ευθυνών» από τη Δικαιοσύνη. Τα δύο κόμματα εξουσίας είναι εγκλωβισμένα σε ένα ξύλινο, καιροσκοπικό, αντεγκλητικό και παιδαριωδώς αυτοεπιβεβαιωτικό κομματικό λόγο, γεγονός που αντανακλά το έλλειμμα ορθολογικής λειτουργίας του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του.
Είναι ειρωνεία ότι ενώ η κομματική εντολή στον κ. Παπανδρέου ήταν «Γιώργο άλλαξέ τα όλα», ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης επιλέγει παλαιοκομματικές μεθόδους αντιμετώπισης των διαφωνούντων. Θεωρεί ότι αυτό που λείπει από το νέο ΠΑΣΟΚ είναι η ενιαία φωνή, όχι η επεξεργασία καινοτόμων πολιτικών. Φαίνεται να τον ενδιαφέρει περισσότερο η εικόνα του κόμματός του, παρά η αξιοπιστία της πολιτικής του. Το μήνυμα που στέλνει με τη διαγραφή του κ.Παπαντωνίου, όπως και παλιότερα με την αποπομπή του κ.Φλωρίδη από τη θέση του συντονιστή οικονομικής πολιτικής, είναι ότι αυτό που μετράει είναι η άκριτη συστοίχηση με την επίσημη κομματική γραμμή. Δεύτερη ειρωνεία: ο πολιτικός του «ανοιχτού κόμματος», δεν ανέχεται αντιρρήσεις. Ο υπέρμαχος του πλουραλισμού, των δημοψηφισμάτων, και της συμμετοχής, ενδιαφέρεται περισσότερο για την εμπέδωση της ηγετικής του αυθεντίας με διοικητικά μέτρα, όχι με την πειθώ. Αν αυτό είναι το νέο ΠΑΣΟΚ, ευχαριστώ αλλά δεν θα πάρω!
Δημοσιεύθηκε στο Βήμα, 11 Αυγούστου 2006
Πως ακυρώνονται οι μεταρρυθμίσεις
Η αναθεώρηση του άρθρου 16 αποτέλεσε σημείο τομής της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς. Διαφορετικές αντιλήψεις για την εκπαίδευση συνέκλιναν στη διαπίστωση, σύμφωνα με τον υπεύθυνο Παιδείας του ΠΑΣΟΚ κ.Μ. Χρυσοχοϊδη, ότι «οι διατυπώσεις του άρθρου για το κρατικό μονοπώλιο της γνώσης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελούν πολιτικό και κοινωνικό αναχρονισμό [...]» («Τα «Νέα», 8/1/2007). Η ανάγκη να θεσπισθούν κανόνες στην μέχρι τώρα ανεξέλεγκτη κατάσταση στην ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση επισημάνθηκε από τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ. «Σύντομα θα έχουμε χάος στον χώρο της ελληνικής Παιδείας», δήλωσε ο Γ. Παπανδρέου. «Θα επιβληθεί ένα καθεστώς το οποίο δεν θα έχουμε ρυθμίσει εμείς ως ελληνικό κράτος. Με το να μην αλλάζουμε το άρθρο 16 κόβουμε τα χέρια του κράτους. Αποποιούμαστε την ευθύνη μας και το δικαίωμά μας να ρυθμίσουμε έναν τομέα που σήμερα ελέγχεται από ιδρύματα εκτός Ελλάδας» («Το Βήμα της Κυριακής» (10/12/2006).
Η σύγκλιση των δύο κομμάτων στην αναθεώρηση του άρθρου 16 απέσπασε την αποδοχή της κοινής γνώμης. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η πλειονότητα του εκλογικού σώματος εγκρίνει την αναθεώρηση του άρθρου 16 («Καθημερινή», 31/12/2006). Το άρθρο 16 ήταν η χρυσή ευκαιρία να εκδηλωθεί εμπράκτως η πολυπόθητη συναίνεση. «Η συναίνεση στην Παιδεία είναι ένα ζητούμενο», δήλωσε ο Γ. Παπανδρέου (ο.π.).
Το άρθρο 16 δίχασε το ΠΑΣΟΚ. Παρόλα αυτά, ο πρόεδρός του ήταν ανένδοτος στην άποψή του. Το ερώτημα κατά πόσον τον ΠΑΣΟΚ έπρεπε, για λόγους τακτικής, να μην υπερψηφίσει την αναθεώρηση του άρθρου 16 τώρα, προκειμένου να απαιτείται η αυξημένη πλειοψηφία των 180 ψήφων στην αναθεωρητική Βουλή, ο κ.Χρυσοχοϊδης το απέρριψε: «Όταν η παιδεία βρίσκεται ουσιαστικά στην εντατική, οι τακτικισμοί περισσεύουν» (ο.π). Με άλλα λόγια, δια του αρμόδιου εκπροσώπου του και του ηγέτη του το ΠΑΣΟΚ επέδειξε πρωτοφανή υπευθυνότητα: εκεί όπου μπορεί να υπάρξει συναίνεση με την Κεντροδεξιά θα επιδιωχθεί, για το καλό του τόπου. Εκείνο που υποτίμησε όμως είναι ότι η υπευθυνότητα, για να έχει αντίκρισμα, πρέπει να συνοδεύεται από στρατηγική ευφυΐα.
Μπροστά στον κίνδυνο μιας επιζήμιας εσωκομματικής αντιπαράθεσης ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ υπαναχώρησε. Ο εξοβελιστέος «τακτικισμός» απεδείχθη ένα καλό σωσίβιο στην κρίσιμη ώρα. Το ΠΑΣΟΚ όχι μόνο αποχώρησε από τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης, λες και είναι ένα γκρουπούσκουλο διαμαρτυρίας που δεν σέβεται τους θεσμούς, αλλά ανακοίνωσε ότι, αν είναι πάλι αξιωματική αντιπολίτευση στη νέα αναθεωρητική Βουλή, θα καταψηφίσει όλες τις αναθεωρητέες διατάξεις, συμπεριλαμβανομένης αυτής για το άρθρο 16! Με άλλα λόγια, δεν θα αλλάξει τίποτα. Το «χάος» στην ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση θα συνεχισθεί.
Μια μεταρρύθμιση, όπως η αναθεώρηση του άρθρου 16, την οποία επικροτεί η πλειονότητα της κοινής γνώμης, την οποία θέλουν και τα δύο κόμματα εξουσίας, δεν θα πραγματοποιηθεί! Γιατί; Διότι προέχει το στενά κομματικό συμφέρον – η κομματική συσπείρωση, η επιθυμία της άνευ αρχών διαφοροποίησης από τον αντίπαλο, ο προσπορισμός εκλογικών ωφελειών από την πολιτική πόλωση. Ποιος νοιάζεται για το κοινό καλό;
Η θεαματική στροφή του ΠΑΣΟΚ αποδεικνύει τον βαθιά ανορθολογικό χαρακτήρα της ελλαδικής πολιτικής ζωής. Τα κόμματα δεν δεσμεύονται από το Λόγο – από εκπεφρασμένες απόψεις, επεξεργασμένες θέσεις, προγράμματα –, αλλά καθοδηγούνται από το κυρίαρχο κριτήριο του άνευ αρχών καιροσκοπισμού (unprincipled opportunism). Χρήσιμο για τον τόπο είναι ότι είναι κομματικά επωφελές. Το άλογο κυνήγι της εξουσίας υπερισχύει της διαμόρφωσης συνεπών κριτηρίων για την ορθολογική κατάκτηση και άσκησή της. Τα κόμματα δεν υπηρετούν προγραμματικούς σκοπούς – η εξουσία είναι αυτοσκοπός.
Εγείρονται, επιπλέον, ερωτήματα για την ηγετική επάρκεια του Γ. Παπανδρέου – την ικανότητα του να σκέπτεται στρατηγικά. Η αναθεώρηση του άρθρου 16 έπρεπε να προωθηθεί μεριμνώντας, παράλληλα, για την ελαχιστοποίηση των κομματικών ζημιών. Αυτό επιβάλλει ο πραγματιστικός οραματισμός. Ο Γ. Παπανδρέου γνώριζε ότι το άρθρο 16 διχάζει το κόμμα του. Παρόλα αυτά επέμενε αξιοθαύμαστα στην άποψή του. Αυτή την επιμονή του, ωστόσο, δεν την μετασχημάτισε σε καίρια στρατηγική επιλογή – δεν ηγήθηκε κάποιας καμπάνιας στο κόμμα του με σκοπό να αντιπαρατεθεί στους κρατιστές, όπως έκανε ο Μπλερ το 1995 με το διαβόητο «άρθρο 4» του καταστατικού του Εργατικού Κόμματος.
Ο Γ. Παπανδρέου γνώριζε ότι με την υπερψήφιση τώρα της αλλαγής του άρθρου 16 ουσιαστικά θα εκχωρούσε λευκή επιταγή στην (πιθανότατα όχι δική του) κυβερνητική πλειοψηφία της αναθεωρητικής Βουλής να διαμορφώσει μόνη της το άρθρο 16. Κάτι τέτοιο θα έπρεπε να το αποφύγει, τόσο γιατί δεν εκχωρεί κανείς το δικαίωμά του να συναποφασίζει, όσο και για να στερήσει από τους εσωκομματικούς επικριτές του ένα σημαντικό επιχείρημα. Θα μπορούσε από την αρχή και να επιμείνει στην ανάγκη για αναθεώρηση του άρθρου 16 και να δηλώσει ότι το κόμμα του θα ψηφίσει «παρών» στη σημερινή Βουλή. Με τον τρόπο αυτό ούτε το κόμμα του θα διασπώνταν στην κρίσιμη ψηφοφορία, ούτε η αναθεώρηση θα ακυρωνόταν.
Ο Γιώργος Παπανδρέου δεν σκέφθηκε με στρατηγικούς όρους το θέμα του άρθρου 16. Υπερασπίσθηκε αρχικά με σθένος την αναθεώρηση, αδιαφόρησε στη συνέχεια για τη διαχείριση του κομματικού κόστους, υποτίμησε κρίσιμα θέματα τακτικής και διαδικασίας, και, τέλος, όταν το κομματικό κόστος έγινε πλέον δυσβάστακτο, υπαναχώρησε καιροσκοπικά. Το προσωπικό του φιάσκο είναι μεγάλο: η αναθεώρηση του άρθρου 16 ματαιώθηκε, η αξιοπιστία του επλήγη, η ηγετική του πειθώς απομειώθηκε. Δεν είμαι βέβαιος ότι το κατάλαβε – άλλωστε το αυτιστικό ΠΑΣΟΚ πανηγυρίζει. Η κοινωνία όμως καταλαβαίνει – και σημειώνει.
Δημοσιεύθηκε στο Βήμα, 13 Φεβρουαρίου 2007
Το ΠΑΣΟΚ επιστρέφει στον κ.Λαλιώτη!
Εδώ και πάνω από τρία, περίπου, χρόνια ένα αμείλικτο ερώτημα αιωρείται στην πολιτική ζωή του τόπου: τι θα κάνει ο κ.Κώστας Λαλιώτης; Θα επανέλθει στην ενεργό πολιτική, ή όχι; Αν και δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι είναι ένα ερώτημα που κρατούσε άγρυπνο τον περιπτερά της γειτονιάς μου, απασχολούσε ωστόσο το τρίγωνο Χαριλάου Τρικούπη-Ντα Κάπο-Ρηγίλλης, το οποίο, ως γνωστόν, θεωρεί πως ό,τι είναι δική του έγνοια συνιστά ένα ευρύτερο πολιτικό πρόβλημα για τον τόπο.
Στις 10 Μαϊου η αγωνία μας τερματίστηκε: ο κ.Λαλιώτης τυπικά επανέρχεται ως πρόεδρος του Ιδρύματος Ανδρέας Παπανδρέου. Σε σχετική συνέντευξη Τύπου ο κ.Γιώργος Παπανδρέου προδιέγραψε, σε κάπως δύσκαμπτα ελληνικά, έναν ευρύτερο ρόλο για τον κ.Λαλιώτη: «έχω ζητήσει», είπε, «να είναι κοντά μου στις μάχες που έχουμε μπροστά μας, μάχες, οι οποίες είναι πολιτικές στις εκλογές, μάχες, για να σχεδιάσουμε το μέλλον. Χαίρομαι που δέχεται να είναι καθημερινά κοντά με δυναμική παρουσία στις προσπάθειές μας για μια νέα πορεία της χώρας». Ο κ.Λαλιώτης ήταν λίγο πιο συγκεκριμένος: «[...] η συμμετοχή μου θα είναι καθημερινή και η συμβολή μου θα είναι ουσιαστική, γόνιμη και δημιουργική στον πολιτικό στον επικοινωνιακό στον εκλογικό στον προγραμματικό σχεδιασμό που απαιτεί αυτή η αναμέτρηση και αντιπαράθεση».
Σχολιάζοντας, στην ίδια συνέντευξη Τύπου, την πολιτική κατάσταση, ο κ.Λαλιώτης παρατήρησε, με εκείνη την ξύλινη γλώσσα που οι κομματικοί γραφειοκράτες ξέρουν καλά να χρησιμοποιούν, ότι «ο λαός [...] απαιτεί αλλαγές, μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμούς (sic) για μια δίκαιη και σύγχρονη κοινωνία». Χάσαμε την ευκαιρία, όμως, να μάθουμε τι είδους «μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμούς» (!) εννοούσε ο κ.Λαλιώτης. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Για τρεις και πλέον δεκαετίες, το διακεκριμένο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ σταδιοδρομεί επαγγελματικά στην πολιτική, αλλά δεν έχει συνδέσει το όνομά του ούτε με κάποιες ανανεωτικές αντιλήψεις για τη «δίκαιη και σύγχρονη κοινωνία», ούτε με κάποια αξιοπρόσεκτη μεταρρύθμιση.
Εναντιώθηκε ή εξέφρασε επιφυλάξεις στις περισσότερες εκσυγχρονιστικές πολιτικές του πρώην πρωθυπουργού κ.Σημίτη, όπως ήταν οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις Αρσένη, οι μεταρρυθμίσεις στις ΔΕΚΟ, τα μέτρα Γιαννίτση για το ασφαλιστικό, η απάλειψη του θρησκεύματος στις ταυτότητες, ενώ τάχθηκε εναντίον καίριων επιλογών του σημερινού προέδρου του ΠΑΣΟΚ κ.Γιώργου Παπανδρέου, όπως π.χ. η άρση της Συνταγματικής απαγόρευσης για τη δημιουργία μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων και το σχέδιο Ανάν για το Κυπριακό. Είναι αλήθεια ότι μερικά μεγάλα δημόσια έργα έγιναν επί της επτάχρονης υπουργίας του στο ΥΠΕΧΩΔΕ, αλλά αυτά είχαν ήδη δρομολογηθεί και, σε κάθε περίπτωση, από τους υπουργούς περιμένουμε κάτι παραπάνω από το είναι απλοί project manager.
Ως υπουργός ΠΕΧΩΔΕ δεν διακρίθηκε για τον ιδιαίτερο ζήλο του στην προστασία του περιβάλλοντος (η χώρα μας έχει αλλεπάλληλες καταδίκες από την ΕΕ σε περιβαλλοντικά θέματα), ενώ το φιάσκο του Κτηματολογίου, η σημαντικότερη ίσως μεταρρύθμιση που θα μπορούσε να κάνει ένας υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, ήταν δικό του δημιούργημα. Επί των ημερών του τα αυθαίρετα συνέχισαν να κτίζονται, η χωροταξία των ελληνικών πόλεων να καταστρέφεται, και οι πολεοδομικές υπηρεσίες συχνά να χρηματίζονται. Πραγματικά δυσκολεύεται κανείς να διακρίνει τη συμβολή του κ.Λαλιώτη στο μεταρρυθμιστικό έργο που τόσο έχει ανάγκη η χώρα.
Όπως ο κ.Λαλιώτης δεν μας εξήγησε ποτέ με πολιτικούς όρους γιατί αποχώρησε από την ενεργό πολιτική ζωή, έτσι και τώρα δεν μας εξηγεί, με πολιτικούς όρους, γιατί επανέρχεται. Τι άλλαξε; Ποιες είναι οι απόψεις του για τα καίρια θέματα του τόπου και πως συγκεράζονται με αυτές του αρχηγού του; Μάταια θα αναζητήσετε ένα σαφές ιδεολογικο-πολιτικό στίγμα, το οποίο, με την αποχώρησή του και την επανενεργοποίησή του, να υπερασπίζεται. Ο κ.Λαλιώτης είναι ο κατ΄ εξοχήν τεχνικός της εξουσίας και με αυτή την ιδιότητα, άλλωστε, μετακαλείται στην ενεργό υπηρεσία. Μπορεί να μην έχει να προτείνει κάτι ευφάνταστο για την κρίση στην εκπαίδευση, το ασφαλιστικό, ή την εξωτερική πολιτική, αλλά γνωρίζει καλά τις τεχνικές πολιτικού μάρκετινγκ. Δεν είναι η εξουσία το εργαλείο για την προώθηση της «δίκαιης και σύγχρονης κοινωνίας», αλλά το αντίστροφο: η «δίκαιη και σύγχρονη κοινωνία» είναι το εργαλείο για την κατάκτηση της εξουσίας.
Η ίδια απολιτική στάση διακρίνει και το ΠΑΣΟΚ. Την εντολή που έλαβε με την εκλογή του ο κ.Παπανδρέου («Γιώργο άλλαξέ τα όλα») την ερμήνευσε ως «Γιώργο ανακύκλωσέ τα όλα». Στον εμβληματικό εκπρόσωπο του παλιού και φθαρμένου ΠΑΣΟΚ δίνεται σήμερα πρωταγωνιστικός ρόλος. Ένα κόμμα που υποτίθεται ότι άλλαξε για να αξιώνει στη συνέχεια να αλλάξει και την κοινωνία, δεν νοιάζεται τόσο για το τι απόψεις πρεσβεύουν και τι συμβολίζουν στην κοινωνία τα στελέχη του, αλλά μεριμνά για τη φιλαθλοποιημένη (άνευ αρχών) συσπείρωσή του.
Το ΠΑΣΟΚ δεν ενδιαφέρεται ουσιαστικά για νέες ιδέες και πολιτικές, δεν το απασχολεί να σχηματίσει συμπαγή ηγετική ομάδα με κοινές πεποιθήσεις για τα σημαντικά θέματα πολιτικής, αλλά να εκπορθήσει πάση θυσία την εξουσία. Είναι το λογικό επακόλουθο σε ένα κόμμα στο οποίο η επικοινωνιακή διαχείριση υποκατέστησε την πολιτική, η ρητορεία του καινούριου την αναζήτηση του νέου, η εξουσιολαγνεία την έλλογη αντιπαράθεση. Δείγμα του πόσο αυτιστικό κόμμα έχει καταντήσει το ΠΑΣΟΚ είναι ότι συγχέει το εσωκομματικό ακροατήριο με την υπόλοιπη κοινωνία. Μπορεί το κόμμα να εκστασιάζεται όταν βλέπει τον κ.Λαλιώτη να επανακάμπτει, αλλά η κοινωνία παγερά αδιαφορεί, αν δεν ενοχλείται. Οι πολίτες περιμένουν να δουν ένα ευφάνταστο και πειστικό «σχέδιο για το μέλλον» και αντ΄ αυτού διαπιστώνουν τη βαθμιαία παλινόρθωση του παλιού ΠΑΣΟΚ!
Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή 20 Μαΐου 2007